2/9/18

Καλοκαιριάτικα ληγμένα και μη

(Εφημερίδα των συντακτών 1 Σεπτ. 2018)


Παλιά Επίδαυρος μετά από καταιγίδα
Κοίτα σύμπτωση, μια εβδομαδιαία στήλη, σαββατιάτικη, να συμπίπτει με την πρώτη του μήνα, όχι οποιουδήποτε, αλλά του Σεπτέμβρη, της ουσιαστικής δηλαδή πρωτοχρονιάς, έπειτα από τις καλοκαιριάτικες διακοπές, κι όταν αρχίζει νέα εποχή: το φθινόπωρο, νέα χρονιά για τα σχολεία, νέα σεζόν για θέατρα και κινηματογράφους, κτλ. κτλ. Μόνο που αυτή η πρωτοχρονιά, όπως ξανάγραφα, σε αντίθεση με την άλλη, που έρχεται μέσα σε γιορτές, φώτα και δώρα, αυτή εδώ η τωρινή φτάνει μουρτζούφλα, αφού κανείς δεν θέλει να γυρίσει στο θρανίο, στη δουλειά κ.ο.κ.

Και βέβαια, για να εμφανιστεί στην ώρα της αυτή η στήλη, πρώτη του Σεπτέμβρη, σημαίνει ότι γράφεται τελευταία βδομάδα του Αυγούστου, χάνει απ’ τις διακοπές της δηλαδή. Εντάξει, σόφισμα είναι αυτό, το ομολογώ, κι ας πούμε, τάχα περιχαρείς και με καινούρια ορμή, καλή χρονιά, σε όλους μας και για όλα.

Γράφω, γράφω, προλόγους και εισαγωγές, μπας κι έρθει ξαφνικά αυτή η καινούρια, λέει, ορμή. Όμως για να ’ρθει η καινούρια, πρέπει να ξαλαφρώσουμε, παλιός κανόνας της στήλης, απ’ όσα μείναν μαζεμένα πριν κι από τις διακοπές ακόμα, κι απ’ άλλα τόσα που εύλογα μαζευτήκαν μέσα στο καλοκαίρι, παραφορτώνοντας ένα όλο και πιο φυρό μυαλό, που έβλεπε με τρόμο να συσσωρεύονται θέματα, μικρά ή μεγάλα, κάποια τεράστια, που θέλουν μήνες ολόκληρους να αναπτυχτούν, ενώ η επικαιρότητα όλο θα φέρνει τα πιο φρέσκα τα δικά της.

Έτσι είχαμε, κατακαλόκαιρο, τα νενομισμένα θαύματα της Παναγίας, αλλά και άλλα θαύματα, ή σκάνδαλα να τα πω; μπα, έτσι γρήγορα που κουκουλώθηκαν, ενώ άλλα πέρασαν στη μούγκα, θαμμένα και χαμένα στον αχανή κόσμο του διαδικτύου, αχανή μεν, που όμως φτιάχνει από την άλλη γειτονίτσες-παρεΐτσες, όπου χέρι δεν απλώνεις πια στον αδερφό, τον αδερφοποιτό, τον φίλο, τον καρντάση. Άλλη σύμπτωση, μεταφραστικά ήταν τα «σκάνδαλα» αυτά: του ενός κατέβηκε ο Αισχύλος και του ξομολογήθηκε όσα άλλα είχε κατά νου κι όμως δεν τα ’γραψε, έτσι τα πρόσθεσε τώρα ο εξομολόγος μπιστικός, «συμπλήρωσε» π.χ. τα χορικά με ποιήματα δικά του! Τον άλλον τον βρήκε ο Μπωντλαίρ, του είπε, αμάν, όλο λεπταίσθητο με λένε, βάλε με να μιλώ βαρβάτα, και νά τώρα τα «τσούρμα» και τα «τσούκια»! Είναι ο ίδιος που πρόσφατα σχετικά τον είχε βρει και το αρχαίο πνεύμα, και του είπε, βάζε και τίποτα δικό σου, ένα αίμα είμαστε, και γενικά: μία θα λέω εγώ, δέκα εσύ, να δείξεις πως όλο πλουτίζεται η γλώσσα: έτσι, «οιχόμεθα» το αρχαίο: «γι’ αυτό –γαμώ την τύχη μου γαμώ!– καλύτερα είναι να του δίνω» η «μετάφραση»!

Άντε λοιπόν να κάνεις διακοπές με όλα αυτά, που θέλεις όχι μια και δυο αλλά εκατόν δύο στήλες, άσε όμως, λες, θα βρεις κάποτε το κουράγιο και τα νεύρα· και πριν προλάβεις να συνέλθεις, σκάει υπόθεση τυμβωρυχίας, βάναυσης κακοποίησης του Γιώργου Χειμωνά!

Με τη σειρά τους όμως όλα, τώρα τα παλιά: προχωρημένο Ιούλιο μήνα, κατέβηκα παραδοσιακά στην Επίδαυρο, για την πολλά υποσχόμενη Ηλέκτρα. Εξωθεατρικό είναι το σημείο που θέλω να θίξω, εξωπαραστασιακό εν πάση περιπτώσει, απλώς ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω, επί τη ευκαιρία, δύο μόνο: την Αλεξία Καλτσίκη (Ηλέκτρα), που θρηνεί μπρος στα υποτιθέμενα λείψανα του Ορέστη και σου φέρνει κυριολεκτικά δάκρυα στα μάτια, και τη Μαρία Ναυπλιώτου (Κλυταιμήστρα), που όσο κι αν πάσχισε να την καταστρέψει κι αυτήν με τα κοκοράκια στη φωνή ο σκηνοθέτης, με την παρουσία της και μόνο μας ομορφαίνει πάντα τη ζωή. Γούστα, βεβαίως· το θέμα μου εξάλλου είναι, όπως είπα, εξωπαραστασιακό: στο τέλος, στον χαιρετισμό, ο σκηνοθέτης εμφανίστηκε, ψηλός στητός, στα μαύρα: μαύρες εφαρμοστές μπότες ώς το γόνατο, μαύρο παντελόνι κάπως σαν ιππασίας, μαύρο πουκάμισο κουμπωμένο ώς απάνω και μανίκια ώς κάτω, και το κούρεμα, εντάξει, απλώς της μόδας, παρμένα ολόγυρα, μπόλικα επάνω, ήρθε κι έδεσε, πιο ανατριχιαστικά ναζί δεν γινόταν: «Ναι, μου αρέσουν οι στολές» είχε απαντήσει πέρσι σε ερώτηση αν φοράει πάντα μαύρα –και φέτος διάλεξε στολή ναζί!

Την επομένη, Σάββατο, ξεκινώ για ένα αποχαιρετιστήριο και μακάρι καθαρτήριο μπάνιο στην Παλιά Επίδαυρο, που δύο παραλίες έχει δίπλα ακριβώς, η πρώτη οικογενειακή, με το αυτοκίνητο παρκαρισμένο πλάι στον ιδιοκτήτη, κυρίως όμως χωρίς ίσκιο, για την τρίτη ηλικία λ.χ., και η άλλη, με κάποιο περπάτημα, ανηφόρα-κατηφόρα, αυτό κι αν είναι ζόρι για την τρίτη ηλικία, ένας όμορφος μικρός κόλπος όλο πεύκα. Έφτασα με κόπο, το αδιαχώρητο από σκηνές, νέα, συμπαθητικά παιδιά, με τις καρέκλες τους μπροστά, μπορεί και τις πετσέτες τους απλωμένες στην παραλία: το περίφημο ελεύθερο κάμπιν, με την ελευθερία που είναι αυστηρά (και κομμάτι αντικοινωνικά!) για λίγους. Τόπος πουθενά· γύρισα κι έφυγα. Επιστροφή στα πιο δύσκολα εδώ.

Καλή χρονιά, πάντως, το σύμπαν σίγουρα θα συνωμοτήσει…, και τα λοιπά…

buzz it!