Για τον Θάνο, τότε
(Εφημερίδα των συντακτών 4 Δεκ. 2020)
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα
χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’
άλλα που πέρασαν
εάν είναι αλήθεια…
Εντελώς συμπτωματικά μου ήρθαν στον
νου αυτοί οι στίχοι από το Μονόγραμμα του Ελύτη, όταν σκεφτόμουν πώς να
ξεκινήσω έναν αποχαιρετισμό στον Θάνο Μικρούτσικο, και δεν μπόρεσα έπειτα να
ξεκολλήσω, εκβιάζοντας μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, την ερμηνεία που ήθελα για
την περίσταση. Ας με συγχωρέσει έτσι πρώτα ο ποιητής κι έπειτα ο Θάνος, που θα θυμόταν
τα πειράγματά μας, ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής, ο Ρίτσος του ή ο δικός
μου Ελύτης.
Πενθώ λοιπόν τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς, και σ’ αυτό το καθαρά ερωτικό «εμάς» του ποιητή βάζω εγώ, αυθαίρετα
εννοείται, όλους όσους μεγαλώσαμε μαζί, όσους περάσαμε τα μετεφηβικά και πρώτα
νεανικά μας χρόνια μέσα στη δικτατορία.
* Πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς, έτσι όπως φυλλορροούμε ολοένα, νά, πριν από λίγους μόλις μήνες χάσαμε
τον ακριβό μας Χριστόφορο Λιοντάκη, που δεν ανήκει ακριβώς στην παρέα της
εποχής εκείνης, όμως αργότερα ο Θάνος μελοποίησε εξαιρετικά μερικά ποιήματά του
κι έγιναν έτσι κι αυτοί φίλοι.
Κι ο Θάνος είναι από τα καίρια
σημεία αναφοράς της εποχής εκείνης, με τον διπλό ρόλο του συνοδοιπόρου αλλά
και, ας το πω έτσι, του οδηγού, με την έννοια της πρωτοπόρας τέχνης του –και
πάλι με την έννοια της τέχνης που είναι εξ ορισμού πρωτοπόρα, άσχετα αν
πρωτοποριακή η ίδια ή όχι. Όμως κι αυτό ακόμα το ανοιχτό θέμα ήταν λυμένο στην
περίπτωση του Θάνου, καθώς ήταν σπουδαίος μουσικός, φαινόταν ήδη τότε, πρωτοπόρος
λοιπόν, ο οποίος μάλιστα υπηρέτησε και την πρωτοποριακή μουσική, όχι μόνο με
την πειραματική σύγχρονη τέχνη αλλά ακόμα και με τα τραγούδια του, ιδίως της
πρώτης εποχής.
* Συνοδοιπόρος, είπα, ο Θάνος,
καταρχήν όπως ανήκαμε όλοι, με όσες διαφοροποιήσεις, στην αριστερά, και έπειτα
σαν μουσικός πιστός στον κοινό πατέρα που μας μεγάλωνε την εποχή εκείνη με το
έργο του, τον Μίκη Θεοδωράκη.
Με τον Θάνο και τις εμπνευσμένες
ενορχηστρώσεις του, με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη αλλά και την Αφροδίτη
Μάνου μόνιμες στο σχήμα, ακούσαμε Θεοδωράκη στις μπουάτ της Πλάκας όσο δεν
άκουγαν ελεύθερα οι έξω, στο εξωτερικό, τραγούδια τότε άγνωστα, το «Μιλώ» του
Αναγνωστάκη («στον Τρότσκι αναφέρεται, το διάβασα σε κάποια παλιά συνέντευξη του
Αναγνωστάκη» τερατολόγησα μια μέρα, στο πνεύμα της παρέας, και χλόμιασαν ξαφνικά
όλοι τους και ξεψάχνιζαν μία μία τις λέξεις), τη συγκλονιστική «Αδερφή μας
Αθηνά», παντελώς άγνωστη τότε αλλά δυστυχώς ακόμη τώρα.
Κι έπειτα πια από το Πολυτεχνείο, α
τότε, μυσταγωγία θεία, σχεδόν ολόκληρο το πρόγραμμα Θεοδωράκης, με τα «Λιανοτράγουδα»
που λες και τα πρωτακούγαμε, καθώς με το Πολυτεχνείο ακριβώς είχαν βρει το
νόημά τους: «Το παλικάρι που ’πεσε μ’ ορθή την κεφαλή του», σπαραχτικό
ζεϊμπέκικο από την Αφροδίτη Μάνου (αλήθεια, πολυαγαπημένη, δεν βρήκες τώρα ούτε
μία, έστω μία λέξη, ένα «γεια» για τον Θάνο;), κι έπειτα το «Εδώ σωπαίνουν τα
πουλιά» και «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», σε ενορχήστρωση του Θάνου και
ερμηνεία της Μαρίας που δεν τα χωράει στο ελάχιστο κανένας χαρακτηρισμός. Και
άλλα και άλλα.
* Κάθε βράδυ στην μπουάτ,
ήταν η ζωή μας, στην τελευταία σειρά με τον Σεραφείμ, μ’ ένα μπουκάλι μπράντι
στο σακίδιο, άδειο στο τέλος, όπως και τα μάτια μας από το κλάμα. Όσο να ’ρθει,
κι ας μην το θέλαμε, το τέλος, ν’ αρχίσουμε τα καλαμπούρια μας, πρώτος σ’ αυτά
ο Θάνος, τα πειράγματα, άλλοτε τις φάρσες, να πάρουμε τα πάνω μας. Ως την
επόμενη βραδιά.
Κι από τον Θεοδωράκη, χωρίς να
χρειαστεί καμία πατροκτονία, προχώρησε ο Θάνος στη δική του μουσική. Λίγο λίγο
έπαιζε και δικά του τραγούδια, πού να φανταστούμε ακόμα πού θα φτάσει, πλήθυναν
τα τραγούδια, άλλη μαγεία πια, οι πρόβες κι οι ηχογραφήσεις των Πολιτικών
τραγουδιών, των νέων ύμνων, που από μιαν άποψη τα νιώθαμε ακόμα πιο δικά
μας: είχανε βγει σιγά σιγά από κάποιον από μας, όσο και να ξεχώριζε, σαν να
ήταν όμως από μας, τόσο οικείος, δικός μας.
* «Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει
κόκκινη», τραγουδούσε Μπίρμαν η Μαρία στην κεφαλή της πρώτης πορείας για το
Πολυτεχνείο, καθώς ανεβαίναμε εκατοντάδες χιλιάδες την Αλεξάνδρας για την
Καισαριανή, στην «παράνομη» πορεία, αφού την είχαν κυνηγήσει αμείλικτα όλα τα
κόμματα, κατά τες προσταγές του Εθνάρχη, που είχε ορίσει ακριβώς στην επέτειο
του Πολυτεχνείου εκλογές, να ζήσει τον ρωμαϊκό του θρίαμβο. (Να θυμίσω, μωρέ
Θάνο, σε κάποια πρόβα ή πριν απ’ το πρόγραμμα, στο υπόγειο «Χνάρι», αν θυμάμαι
καλά, που έστειλε μήνυμα ο Μίκης πως, «έτσι και κατεβείτε στην πορεία, θα
στείλω τους οικοδόμους του ΚΚΕ να σας λιανίσουν»; Κάπως έτσι, μπορεί και
χειρότερα.)
Φτάσαμε όμως στα πικρά, και στα
πικρά δυστυχώς θα σταματήσουμε τώρα. Την άλλη φορά.