Η πάντα ανθηρή γλώσσα
(Εφημερίδα των συντακτών 29 Ιαν. 2022)
* «Μετά τα πρόσφατα αποντροπιαστικά γεγονότα…», τον βιασμό της κοπέλας στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, «το κατάστημα Μπάρμπα Τηλέμαχος σουβλακερί» δηλώνει ότι αναζητεί «νέο προμηθευτή αναψυκτικών», αφού οι φερόμενοι ως βιαστές αδελφοί Λεβέντη είναι γόνοι της μεγάλης επιχειρηματικής οικογένειας που πρακτορεύει ή δεν ξέρω τι ακριβώς την κόκα κόλα.
«Λυπούμαστε για την απομάκρυνση του αγαπημένου σε όλους αναψυκτικού αλλά η Γεωργία είναι κόρη όλων μας…» συνέχιζε η σχετική ανακοίνωση, με τον λογότυπο του σουβλατζίδικου κι ένα σκίτσο της Γεωργίας. Η ανακοίνωση κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, δεν ξέρω αν ευρέως ή όχι, κι εγώ στάθηκα στο «λάθος» «αποντροπιαστικά», αντί βεβαίως για «αποτροπιαστικά».
Αυτό όμως το λάθος, που σίγουρα θα προκαλούσε ένα μίνι ρεσιτάλ απελπισμένων αναστεναγμών, ανασηκώματος φρυδιών και νευρικού πια πεταρίσματος των βλεφάρων της Βίκυς Φλέσσα, είναι ένα ιδιαίτερα εκφραστικό λάθος, με εμφανή τη λογική που το δημιούργησε.
Πρώτα πρώτα έχουμε ένα υγιές, πάντως ζωντανό γλωσσικό αίσθημα, σε αντίθεση με τις κλασικές λαθολογικές απόψεις και ιερεμιάδες, που βλέπουν στα λάθη παρακμή, μαρασμό έως θάνατο της γλώσσας. Και αυτό το γλωσσικό αίσθημα αναζητεί μια ερμηνεία σε μια λέξη που δεν είναι καθημερινή, μια λέξη λόγια, αναζητεί μια συγγένεια, για να τη νιώσει αυτήν τη λέξη, να την κάνει δική του!
Και την ιδρύει μόνος του ο χρήστης αυτήν τη συγγένεια: ακούει την οικεία του «ντροπή» μέσα στην αλλιώς άγνωστή του λέξη, που πάντως ξέρει, αισθάνεται πως έχει αρνητική σημασία, και ιδού: το αποτροπιαστικά φωτίστηκε: «αποντροπιαστικά»!
Αυτή είναι η λογική της απόκλισης, του «λάθους», γιατί πάντα υπάρχει λογική πίσω απ' το λάθος· και αυτό είναι το υγιές γλωσσικό αίσθημα, γιατί πάντα υπάρχει γλωσσικό αίσθημα πίσω από κάθε λάθος.
Αυτές είναι οι ωραίες λέξεις, που έχουν για τον ομιλητή, τον χρήστη, ετυμολογική διαφάνεια, που εκφράζουν αυτό που θέλει να πει, και το εκφράζουν άμεσα· οι λέξεις που χωράνε συναίσθημα –που, όταν δεν το βρίσκει ο ομιλητής, το φτιάχνει μόνος του: ασυναίσθητα βεβαίως, κι αυτή είναι η αθώα εδώ παρετυμολογία.
Έτσι και οι «απροσπέραστοι δρόμοι», που είπε στον ρεπόρτερ ένας αγανακτισμένος πολίτης αυτές τις μέρες του χιονιά. Λόγια λέξη και ο «απροσπέλαστος», κι αυτήν την έχει ακούσει ο χρήστης, τα συμφραζόμενα τού δείχνουν τη σημασία της, αλλά άκουσε αυτήν στην οποία αναγνωρίζεται ο ίδιος, το γλωσσικό του αίσθημα, άκουσε το δικό του «σωστό»: «απροσπέραστος», δρόμος που δεν μπορείς να τον περάσεις. Ένα ρο λοιπόν, έτσι τ’ ακούει, είναι σίγουρο, αντί για το μυστήριο, σαν λάθος, λάμδα –και τον πέρασε τον άλλο δρόμο: της γλώσσας, της διαφάνειας, της ουσίας.
* Θαυμαστά παιχνίδια: εκεί που εμείς ακούμε αδιακρίτως «λάθη», λέξεις που μας ξενίζουν, εκεί ακριβώς έχουμε ένα καθαρά δημιουργικό παιχνίδι, που πάλι δηλαδή μαρτυρεί αίσθημα γλωσσικό, καθώς προϋποθέτει γνώση του παραγωγικού μηχανισμού της γλώσσας. Και έτσι έχουμε το ρήμα «διαφανίζει» (το ρούχο), το «αθυροστομείς», τον «ανορίωτο», που δεν έχει όρια, τον «άνιωθο», δηλαδή τον αναίσθητο, ή και τους «γενοκτονημένους προγόνους» μας κ.ά. Ή είναι το νεότερο «χαώνομαι», που το ακούω όλο και πιο συχνά: «χαώθηκα», «τώρα έχω χαωθεί», με τη σημασία προφανώς «μπερδεύομαι», «είμαι σε σύγχυση» –σχεδόν φτυστό αδερφάκι τού «αγχώνομαι».
Το καλυτερότερο όμως (νά κι άλλο τέτοιο, παλαιότερο «λάθος», από τα παιχνίδια της γλώσσας των νέων) είναι το «επ’ ώμου», από το πασίγνωστο στρατιωτικό παράγγελμα: «επ’ ώμου αρμ!».
Το γνωστό slang.gr δίνει ορισμό: «μεταφέρω - κουβαλώ κάτι με το ζόρι ή που είναι πολύ βαρύ», με παράδειγμα: « Άσε τι έπαθα σήμερα. Γύριζα από τη δουλειά με το παπί και έπαθα λάστιχο. – Έλα ρε. Το πήρες επ' ώμου μέχρι το σπίτι δηλαδή». Που όμως μοιάζει απλή μετάφραση: «στον ώμο μου», «το φορτώθηκα στον ώμο».
Πιστεύω πως είναι πιο ενδιαφέρουσα η καθαρά μεταφορική χρήση της διαφανέστατης αυτής φρασούλας: παίρνω κάτι απάνω μου, αναλαμβάνω μια υπόθεση, μια ευθύνη κτλ.
Υπέροχη σκηνή: συζητά η εργαζόμενη μητέρα με την πεθερά της το πρόβλημα του παιδικού σταθμού για το μικρό της· και την ξαφνιάζει: «Θα το έχετε “επώσας”;», δική σας δηλαδή φροντίδα –και δεν ξέρω και πώς να το γράψω αυτό το eposas! Τρόμαξε να καταλάβει η πεθερά, απόρησε κι ο γιος της, ο άντρας της κοπέλας, που παρακολουθούσε: «Τι “επώσας” λες; Τι ’ν’ αυτό;» «Μα…, “επώ μου”, “επώ σας”» ψέλλισε αμήχανα η κοπέλα. Δεν ξέρω αν από πλάκα αρχικά, για πείραγμα, πάντως αργότερα, μου έλεγε η μητέρα, τους άκουσε να το χρησιμοποιούν κανονικά στην κουβέντα τους: «Επώ σου, δεν είχαμε πει;» κ.ο.κ.
Αλλά κι ένας νεαρός φίλος–για να μείνουμε στην πιο «ορθόδοξη» αλλά πάντως μεταφορική χρήση– μου έλεγε που έτρεξε να βοηθήσει έναν συμπαίκτη του σε μια φιλονικία: «πήγα και το πήρα επ’ ώμου».
Ευφρόσυνα παιχνίδια της γλώσσας!