19/4/07

76. Μπρέικντανς ή κύκλιοι χοροί; ["μιλάμε αγγλικά"; δ΄]

Τα Νέα, 2 Φεβρουαρίου 2002

Μόσχα, Αύγουστος 1991: ο Λένιν, λίγες μόλις μέρες πριν αποκαθηλωθεί, με το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ, παρακολουθεί συναυλία της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας του Λυκούργου Αγγελόπουλου (προτελευταίος αριστερά [υποτίθεται ότι διακρίνεται] ο υπογραφόμενος...)


Από τον Χριστοδουλόπουλο λοιπόν ώς τη Μαρία Φαραντούρη, από το λεγόμενο βαρύ λαϊκό ώς το λεγόμενο ποιοτικό τραγούδι, οι νέοι ακούν και τραγουδούν (και) στίχο ελληνικό. Κι ακούν ακόμα, πράγμα παράδοξο σε πρώτη ματιά, ροκ και ραπ και χιπ χοπ με στίχο πάλι ελληνικό: τα είδαμε όλα αυτά στο προηγούμενο, μαζί με πλήθος ονόματα σύγχρονων, νεανικών συγκροτημάτων, σαν απάντηση στη γενικευτική κατηγορία ότι η μουσική κουλτούρα των νέων μιλάει αγγλικά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως, θα πουν, γεμάτες είναι οι ντισκοτέκ, γεμάτα και τα στάδια με τις συναυλίες μεγάλων ξένων συγκροτημάτων. Ναι. Πόσο διαφορετικό κοινό όμως είναι τάχα αυτό, ή ποιοι είναι τότε οι άλλοι –είναι δηλαδή όντως πάντοτε άλλοι;–, αυτοί που γεμίζουν τα «ελληνάδικα», τα στάδια και τους Λυκαβηττούς στις συναυλίες του Νταλάρα ή του Παπακωνσταντίνου, ή τα Ηρώδεια στις συναυλίες της Δόμνας Σαμίου.

Αν λοιπόν ώς τώρα μας έφταιγε τη μια η ξένη, η αγγλική γλώσσα, την άλλη το τάδε είδος μουσικής που ξενοφέρνει, ποιοι γεμίζουν Ηρώδεια και Μέγαρα και Στάδια Ειρήνης και Φιλίας, σε εκδηλώσεις και συναυλίες με παραδοσιακή ή και με βυζαντινή μουσική; Και ποιοι γεμίζουν κέντρα και μπαράκια στα Εξάρχεια και αλλού, ώς πρόσφατα το Ραβάναστρο, και ακόμα το Μπαράκι του Βασίλη –θεσμός πια αυτό– ή οι Φωνές, όλα με νεανικά σχήματα παραδοσιακής κατά κανόνα μουσικής; Άλλοι νέοι είναι τάχα αυτοί, οι καλοί;

Και οι νέοι που κατακλύζουν όντως τις ντισκοτέκ και ξεβιδώνονται στους αποξενωτικούς, λέει, τους αλλοτριωτικούς χορούς, στα τέκνο, νιου γουέιβ και μπρεϊκντάνς; Οι κακοί; Όταν όμως τις πρώτες πρωινές ώρες, στο τσακίρ κέφι πια, αλλάζει η μουσική, κι αρχίζουν οι ίδιοι αυτοί κακοί τους «κύκλιους» χορούς, με νησιώτικα φερειπείν; Ξάφνου καλοί; Ή κακοί-καλοί με ωράριο και εκ περιτροπής; Και άλλη τάχα κατηγορία αποτελούν αυτοί, κάποια τρίτη και μπάσταρδη;*

Οπωσδήποτε δεν συμπίπτουν όλοι και όλες οι κατηγορίες, ορισμένες ίσως δεν τέμνονται καν, λόγου χάρη το βαρύ λαϊκό με το χιπ χοπ. Άλλοτε όμως τα στεγανά ήταν περισσότερο σαφή και αυστηρά. Και εδώ θα μείνω ακόμη· έχω ήδη ξεφύγει από τη θεματολογία της σελίδας, όμως η τρέχουσα φιλολογία για τη γλώσσα, για το θάνατο της γλώσσας, δεν είναι ποτέ καθαρά γλωσσική, ή δεν είναι κυρίως γλωσσική, καθώς γλώσσα, παράδοση και έθνος συγχέονται ή και ταυτίζονται ρητά. Και αφού εδώ ο λόγος για παράδοση, αξίζει να δούμε όχι το θάνατο ή το μαρασμό της αλλά απεναντίας την εκπληκτική άνθησή της.

Πάω λίγο μόνο πίσω, στα χρόνια τα δικά μου, δεκαετία ’60 και ’70. Εκεί να δεις «ξενομανία»: ο ραδιοφωνικός σταθμός της αμερικάνικης βάσης, τσα τσα, χούλα χουπ, τουίστ, ροκ εντ ρολ, γιάνκα, ή αλλιώς –όχι αγγλοαμερικανικά, αλλά πάλι ξένα– Αλ Μπάνο και Ανταμό· παράλληλα, κυρίως λόγω χούντας, Θεοδωράκης, σε πιο περιορισμένο χώρο Χατζιδάκις, κάποτε όλα μαζί, αλλά όχι πάντοτε: η παράταξη των «αμερικάνικων» ήταν ίσως πολύ πιο ξένη ή και εχθρική προς την «ελληνική» απ’ ό,τι σήμερα. Και πάντως και οι δυο μαζί χλεύαζαν καθετί το «παραδοσιακό». Τα τσάμικα και τα κλαρίνα, από τη μια, και η βυζαντινή, «το ψάλσιμο με τη μύτη», από την άλλη, ήταν είδη καταγέλαστα, περίπου απαγορευμένα, αν όχι ανύπαρκτα, περιορισμένα στον στενό κύκλο των «βλαχαδερών» και των παιδιών «με τα σπυράκια», «του κατηχητικού». Και όταν, στα τέλη πια της δεκαετίας του ’70, η γενιά του ροκ εντ ρολ στρέφεται στο ελληνικό τραγούδι, βουτάει κατευθείαν «στα βαθιά», Καζαντζίδη και Άκη Πάνου· ενώ για δημοτικό, δεξιώνεται στο Κολωνάκι τον «ήχο της Ομόνοιας», που τον υμνεί ακόμα και ο Σαββόπουλος. Άργησε και το περιοδικό Ντέφι να ανακαλύψει π.χ. τον Σίμωνα Καρά, που τον κυνήγαγε έπειτα να τον παρασημοφορήσει!

Εν αρχή λοιπόν ο Καράς. Ο ιδιοφυής μελετητής της ελληνικής μουσικής, που ενώνει το κομμένο νήμα της βυζαντινής σημειογραφίας, επαναπροσδιορίζει τις μουσικές κλίμακες, τους ήχους, και ξεδιπλώνει τον τεράστιο διαστηματικό πλούτο της ελληνικής μουσικής. Μέσα από τους μαθητές του αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός, αυτός και το ογκωδέστατο έργο του, το έργο του για την «εθνική», όπως λέει ο ίδιος, μουσική, δημοτική και εκκλησιαστική. Μαθητής του Καρά είναι ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, που διαπράττει, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τη νεοσύστατη τότε χορωδία του, το ανήκουστο: συναυλία βυζαντινής μουσικής στο πλαίσιο μιας από τις Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής. Η βυζαντινή μουσική βγαίνει έτσι από τον στενά εκκλησιαστικό χώρο, έκτοτε πλήθος συναυλίες και πλουσιότατη δισκογραφία φέρνουν ένα ευρύτερο κοινό σε επαφή με την εκπληκτική καλλιτεχνική της διάσταση, πέρα από τη λατρευτική.

Σήμερα η βυζαντινή μουσική όχι μόνο δεν χλευάζεται αλλά ενδέχεται, ίσα ίσα, να κινδυνεύει να πληρώσει, βραχυπρόθεσμα έστω, τα ραφτικά της μόδας. Πάντως, σχολές ιδρύονται συνεχώς, διδάσκεται σχεδόν σ’ όλα τα ωδεία, στα μουσικά γυμνάσια και στα πανεπιστήμια, και τα δισκοπωλεία είναι γεμάτα: από τους δίσκους του Καρά και του Αγγελόπουλου, από τη σειρά έπειτα των Βατοπεδινών, ή τους δίσκους του Γρ. Στάθη, και τώρα από την ερευνητική δουλειά του Μανόλη Χατζηγιακουμή, που μας παραδίδει κλασικούς ερμηνευτές μέσα από μια μεγαλόπνοη σειρά ογδόντα τόσων δίσκων, ώς τις μεμονωμένες απόπειρες μαθητικών ή άλλων νεανικών σχημάτων, από τον κλάδο του Καρά κατά κανόνα –από τα πιο πρόσφατα που έτυχε να δω, η Βυζαντινή Χορωδία Αγρινίου, η χορωδία «Αγιοπολίτης» ή η χορωδία μαθητών του μουσικού γυμνασίου Παλλήνης.

Αλλά τα μουσικά γυμνάσια είναι ένας άλλος παράδεισος για τη δημοτική μουσική, που εντέλει δεν χώρεσε ούτε σήμερα εδώ: θα συνεχίσω.


* «Το ωραίο αυτό καταφύγιο, οι “Γραμμές” του Καλδάρα, [...] ήταν γεμάτο νεολαία, ωραία αγόρια και κορίτσια 18, 20, 25 χρόνων. Που δεν άκουγαν, δεν απολάμβαναν απλώς τη μουσική, χόρευαν. Χόρευαν με γνώση, με κέφι και με χιούμορ, με νάζι και σεβασμό, σπάνιους χορούς της Μακεδονικής γης και της Θράκης, του Πόντου και της Θεσσαλίας [...]. Δεν ήταν παιδιά του κατηχητικού σχολείου ή μορφωτικών συλλόγων της επαρχίας. Πιθανόν το άλλο βράδυ να χόρευαν τσιφτετέλι σε κάποιο ελληνάδικο και χορούς ροκ και τέκνο στις ντισκοτέκ» (Κ. Γεωργουσόπουλος, «Εν χορώ και οργάνοις», Τα Νέα, 19.5.2001).

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: