28/6/07

53. Η κουλτούρα της κλάψας, η γλώσσα και ο Νότης

Τα Νέα, 17 Μαρτίου 2001

Στο προηγούμενο, με αφορμή πάντα τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών για τα γκρίκλις, αναφέρθηκα στο σχηματισμό της υποκειμενικής «πραγματικότητας» του καθενός μας, που συντίθεται από υλικά όπως η νοσταλγία τού εξωραϊζόμενου χτες, ο φόβος του αγνώστου, και προπαντός η αναγόρευση των ανησυχιών μας σε βέβαιο, αναπότρεπτο μέλλον, με μοναδικό κριτήριο την εμπειρική και αποσπασματική παρατήρηση.

διαβάστε τη συνέχεια...

Την επομένη από τη δημοσίευση του κειμένου μου το κυριακάτικο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (4.3.2001) είχε τίτλο: «Με τη νοσταλγία σαν ληθαργικό άλλοθι». Θέλω να εκμεταλλευτώ αυτή την ευτυχή για μένα σύμπτωση, και μεταφέρω εδώ ορισμένα αποσπάσματα, που τα απομόνωσα με κόπο πολύ και τα αντιγράφω στ’ αλήθεια με ζήλια:

«Σαν νοσταλγοί όχι κάποιου συγκεκριμένου, καλά ορισμένου και αναγνωρισμένου παρελθόντος, αλλά ενός κίβδηλου, ανιστόρητα επιχρυσωμένου ινδάλματος, σπεύδουμε να μικρύνουμε το σήμερα, να το αποποιηθούμε χωρίς καλά καλά να το γνωρίσουμε και να το γευθούμε. Και καθόλου δεν μας προβληματίζει το μαρτυρημένο γεγονός ότι κάθε γενιά και κάθε εποχή μπλέκει ευχαρίστως στα δίχτυα της ίδιας νοσταλγίας για ό,τι προηγήθηκε, άρα είναι απολύτως λογικό να υποθέσουμε ότι, σε δέκα, σε είκοσι χρόνια, κάποιοι, τα παιδιά μας ίσως, θα ζηλεύουν και θα μακαρίζουν τις δικές μας “καλές μέρες”, βρίσκοντάς τες σαφώς ανώτερες από τις μέλλουσες δικές τους. [...]

»Στρεφόμαστε γύρω μας […] και βλέπουμε μόνο σκουπίδια και κάρβουνα, παραγνωρίζοντας το προφανές: ότι το καμένο μάτι μόνο αποκαΐδια μπορεί να δει, μόνο για στάχτη είναι προετοιμασμένο, μόνο την ευτέλεια προτίθεται να αναγνωρίσει, ώστε να ασκήσει πάνω της την ήδη έτοιμη κριτική του. [...]

»Και, σαν θεατές του καθαυτό βίου μας, μένοντας έξω από την ταπεινή πλην λαμπρή μικροϊστορία του, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε ένα κουκούλι αναπόλησης για πράγματα και αισθήματα που μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ έτσι όπως τα φιλοτεχνεί η νοσταλγική μας υπερβολή, και καταλήγουμε να σιτιζόμαστε με την γκρίνια μας. Καταλήγουμε, δηλαδή, να βλέπουμε συνολικά το βίο των ανθρώπων, των γενεών, έξω από την ιστορία του, έξω από την εκάστοτε συνθήκη του, προτιμώντας να στιλβώνουμε αναδρομικά αυτό που όσοι το έζησαν ίσως το θεωρούσαν αμαυρό και μηδαμινής αξίας».

Αυτή την ενδιάθετη ροπή, ολόκληρη κουλτούρα, εντέλει, της γκρίνιας και της κλάψας τη διαπιστώνουμε αν ανοίξουμε οποιαδήποτε εφημερίδα, οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι, αν ακούσουμε τους διπλανούς μας στην ταβέρνα, στο λεωφορείο, αν κρυφακούσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και καλύπτει όλα, μα όλα τα θέματα και τις εκφάνσεις της ζωής μας. Και φυσικά και τη γλώσσα, για να μαζευτούμε λιγάκι στα δικά μας. Έχω ξαναγράψει για το θρήνο που συνοδεύει σταθερά την εξέλιξη της γλώσσας, από την αρχαία κιόλας εποχή, και προφητεύει σταθερά ή και «πιστοποιεί» το θάνατό της, οπότε τίθεται το ερώτημα, αν η γλώσσα φτωχαίνει και πεθαίνει επί αιώνες και χιλιετίες, τι γλώσσα έχει φτάσει ώς τις μέρες μας, τι γλώσσα τότε μακαρίζουμε στην πένα του Σολωμού και του Ελύτη.

Κι ωστόσο καμία Ιστορία, ποτέ, δεν διδάσκει κανέναν. Και καμία επιστήμη, ούτε η αρμόδια εδώ, η γλωσσολογία. Μας δίνεται, έτσι, Σολωμός και Ελύτης, κι εμείς κάνουμε συλλογή από τους περίφημους μαργαρίτες των δύσμοιρων μαθητών ή στεκόμαστε στον «ξύλινο λόγο» (αχ αυτός ο ξύλινος όρος!) του τάδε καρεκλορήτορα πολιτικού ή του δείνα επαγγελματία συνδικαλιστή. Ή ξεμπερδεύουμε λέγοντας πως είναι εξαίρεση ο Σολωμός και ο Ελύτης, θαρρείς και ο κανόνας στην αρχαία χώρα των ονείρων ήταν οι Σοφοκλήδες, οι Ευριπίδηδες κι οι Αισχύλοι, και έγραφαν τότε οι πάντες απ’ το πρωί ώς το βράδυ τραγωδίες, ή έχτιζαν Παρθενώνες. Κι ούτε που θα καταδεχτούμε να σκεφτούμε ότι, μέσα απ’ όλα τα «κακά, τα μαύρα κι άραχλα», θα μείνει όπως πάντα η «εξαίρεση», ο Σολωμός δηλαδή και ο Ελύτης, και όχι ο «ξύλινος λόγος» του Λαλιώτη ή του Παπουτσή. Όπως έμεινε ο Παρθενώνας, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, όπως έμεινε ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων, ο χρυσός αιώνας και η έννοια της αθηναϊκής δημοκρατίας, και όχι ο πιο άγριος ιμπεριαλισμός ή η δουλοκτησία, η μηχανορραφία, η ρεμούλα, ακόμα και η προδοσία.

Αυτά όμως μοιάζουν εξεζητημένες και περιδιαγραμμάτου αναλύσεις, την ώρα που σαν άτομα, σαν έθνος, σαν λαός, πολιτισμός, τα πάντα, σβήνουμε, λέει, χανόμαστε. Διαλέγουμε λοιπόν απλά: Πραγματικότητα είναι αυτό –το μαύρο μόνο από τα πολλά χρώματα, από τις χιλιάδες αποχρώσεις. Κι έτσι, ως προς την αφορμή μας λόγου χάρη, τα γκρίκλις, πραγματικότητα δεν θα ’ναι ποτέ ο δικός μου φίλος ο Θοδωρής, εικοσιπεντάχρονος «κομπιουτεράκιας» που μου γράφει ιμέιλ από το Λονδίνο χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο, αλλά θα ’ναι ο Φώντας, ο φίλος παλιού φίλου, που του στέλνει μηνύματα γραμμένα με λατινικό αλφάβητο, σαν Fwntas. Πάντα πραγματικότητα θα ’ναι η πραγματικότητα του άλλου· και η εξίσου υποκειμενική «δική μου», όταν δεν θα συμπίπτει στο μαύρο, θα πετιέται στο καλάθι, σαν μη πραγματικότητα, καθότι εξαίρεση.

Πώς όμως γίνεται ευρύτερα δεκτή και πώς αφομοιώνεται αυτή η «πραγματικότητα»; Μα ακριβώς μέσα από την «πραγματικότητα» του καθενός, ανάλογα δηλαδή με τις προσλαμβάνουσες, τις εμπειρίες, την ιδεολογία ή τις ιδεοληψίες, τις υπαρξιακές ανάγκες του. Μπορεί δηλαδή στο τέλος να μη συμπίπτουν απολύτως οι «πραγματικότητες» αυτές, έχουν όμως οπωσδήποτε κοινό άξονα, την ιδεολογία του Τέλους. Βγαίνουν δηλαδή οι θρηνωδοί, τώρα οι ακαδημαϊκοί, χτες άλλοι, και βαράνε τις καμπάνες, βγαίνουν στους δρόμους οι τελάληδες της συμφοράς με τις κουδούνες, φωνάζει άλλος κάθε τόσο, πέθανε η γλώσσα, πέθανε το έθνος, Finis Graeciae, το λέει μάλιστα με λατινικά, αφού τού πέθανε τάχα η γλώσσα, και ο καθένας δέχεται το λόγο αυτόν και τον εξαργυρώνει ανάλογα με ό,τι διαθέτει, με ό,τι του βρεθεί.

Παράδειγμά μου διάλεξα τον Notis. Τον Notis; Ακριβώς. Γιατί δεν ενδιαφέρουν εδώ οι διανοούμενοι συνοδοιπόροι του επαγγελματία θρηνωδού αλλά το ευρύτερο κοινό, που είναι και αυτό, ή κυρίως αυτό, φυσικός αποδέκτης του θρήνου. Ιδού λοιπόν τι είπε από τηλεοράσεως σε συνέντευξή του στον Ευαγγελάτο ο Νότης Σφακιανάκης –που πάντως δεν είναι ούτε Λε Πα ούτε Άντζελα Δημητρίου, κι αν θελήσει να προχωρήσει κανείς πίσω από το γνωστό «ίματζ» με το οποίο πλασάρεται στην αγορά, θ’ ακούσει φωνή, όχι κατανάγκην τραγούδια της αρεσκείας του, πάντως θ’ ακούσει φωνή και ύφος τραγουδιστικό που θα ’πρεπε να τα ζηλεύουν πολλοί «ποιοτικοί». Κλείνει η παρένθεση· μας ενδιαφέρει λοιπόν ο Σφακιανάκης, πρώτα σαν ένας απ’ όλους τους αποδέκτες τού θρηνητικού λόγου και έπειτα σαν κάποιος με τη δυνατότητα να ανακυκλώνει αυτόν το λόγο, από θέση ιδιαίτερα προνομιακή.* Είπε λοιπόν ο Σφακιανάκης σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι (Alpha, 1.1.2001), κι άκουσαν δηλαδή και όσοι δεν διαβάζουν λ.χ. Γιανναρά ή τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών, είπε χωρίς να του απαντήσει απολύτως τίποτα ο Ευαγγελάτος που του έπαιρνε συνέντευξη, πως ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε δύο μεγάλα κακά, που σβήνουν όποιο άλλο του καλό. Και το πρώτο μεγάλο κακό είναι «η αφαίρεση της ελληνικής γλώσσας απ’ τα σχολεία».

Προσοχή: η αφαίρεση! Και προσοχή: της ελληνικής γλώσσας! Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα του Σφακιανάκη –η οποία σε δεδομένη στιγμή επικυρώθηκε και από την παντεπόπτρα τηλεόραση. Τα υλικά που την έφτιαξαν είναι γνωστά: πρώτα το βασικό, ότι «η γλώσσα πεθαίνει»· έπειτα, φαίνεται, η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στις τρεις τάξεις του γυμνασίου, που ίσχυσε λίγα μόνο χρόνια αλλά χαρακτηρίζεται ακόμη ανενδοίαστα «ανεπανόρθωτο ιστορικό έγκλημα του Ράλλη»· και μετά η καθιέρωση του μονοτονικού –που αυτή έγινε όντως επί Παπανδρέου.

Έτσι λοιπόν, έτσι ακριβώς φτιάχνεται πάντοτε η «πραγματικότητα». Με τις μικρές ή μεγάλες αποκρύψεις, τις θελημένες ή αθέλητες, συνειδητές ή ασύνειδες παραμορφώσεις. Τελικά, το «χαλασμένο τηλέφωνο» που παίζαμε παιδιά, αυτό διαμορφώνει τώρα και πάντα την πραγματικότητά μας, αυτό ρυθμίζει τη ζωή μας, ακυρώνοντας το παρόν μας και ζωγραφίζοντας με μαύρο το μέλλον μας.


* Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ιδεώδης επιλογή ο Σφακιανάκης, σαν χαρακτηριστικό δείγμα τού πώς διαμορφώνεται η «υποκειμενική πραγματικότητα»: σε συνέντευξή του στο περιοδικό Rider (τχ. 73, 2001, σ. 30, υπογραμμίζω εγώ), και όταν τον ρωτούν για κάποιον καβγά του στη Θεσσαλονίκη, όπου έβρισε το κοινό «Βουλγάρους», απαντά: «Κοίτα, εγώ ποτέ δεν έβαλα στο στόμα μου τέτοιο “επίθετο” πρόστυχο και ανθελληνικό. Ίσα ίσα, που όταν η μάστιγα της γλώσσας μας που αποκαλείται Μπαμπινιώτης έβαλε στο λεξικό της γλώσσας μας λήμμα της λ. “Βούλγαρος”, το οποίο ερμήνευε και ως επίθετο που χρησιμοποιείται για τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ…» κτλ. κτλ. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ βεβαίως αν είπε ή δεν είπε την επίμαχη λέξη ο κ. Σφακιανάκης, όμως προσέξτε: χαρακτηρίζει μάστιγα της γλώσσας τον προστάτη άγγελο ακριβώς της γλώσσας –εννοώ της γλώσσας έτσι όπως μυθοποιείται σε συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους. Σε παλαιότερη συνέντευξή του ο κ. Σφακιανάκης επαναστατούσε πάλι εναντίον του κ. Μπαμπινιώτη, που του ανέτρεψε την παραδοσιακή –όπως πιστεύει αυτός– ορθογράφηση της λέξης καινούριος, χωρίς -γ, και του τη γράφει: καινούρΓιος. Δεν ξέρει, δηλαδή, ο κ. Σφακιανάκης ότι αντίθετα έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή η παραδοσιακή ορθογράφηση είναι με -γ, και μόνο σε αμιγέστερα δημοτικιστικούς κύκλους (και όχι πάντοτε) επικρατεί η γραφή χωρίς το -γ. Αλλά ο κ. Σφακιανάκης έμαθε στο σχολείο τη γραφή χωρίς -γ, αυτή είναι λοιπόν η δική του «πραγματικότητα», και κηρύσσει έτσι τον πόλεμο στη «μάστιγα», που του την ανατρέπει.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: