Παράλληλοι μονόδρομοι
Τα Νέα, 24 Ιουλίου 2010 [εδώ με μικροαλλαγές και προσθήκες]
Την Εποχή της Τηλεόρασης παρακολουθούμε τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις σαν να ’μαστε αραχτοί, η παρέα, στον καναπέ του σπιτιού μας
Του Νικολάκη, καλή του ώρα, τού άρεσε πολύ η Φαραντούρη. Τα σαββατοκύριακα που ερχόταν στην Αθήνα και τον φιλοξενούσα, έβαζε δίσκους της και ακούγαμε. Και τραγουδούσε συνεπαρμένος μαζί της, έξω φωνή, σχεδόν τη σκέπαζε. Δεν τραγουδούσε άσχημα, κάθε άλλο, όμως μου ’ρχότανε να κάνω φόνο: ήθελα κι εγώ ν’ ακούσω! Έπειτα, σ’ όλους μας έρχεται να τραγουδάμε, και τραγουδάμε, καθώς ακούμε, αλλά όταν είμαστε μόνοι. Εκτός και τραγουδάμε όλοι μαζί σε παρέα, άλλη ιστορία.
διαβάστε τη συνέχεια...
Μεγαλοβδομάδα στην Πάτμο, στο παρεκκλήσι που επικοινωνεί με μια πλαϊνή πόρτα με την εκκλησία του μοναστηριού, όσοι ξέρουμε το κόλπο, βρίσκουμε σχεδόν πάντα φιλόξενο στασίδι, και παρακολουθούμε –για την ακρίβεια ακούμε– με την άνεσή μας την ακολουθία. Δίπλα μου ο μεγαλόσωμος ηλικιωμένος κύριος, εγώ νέος τότε, μια κάθεται, μια σηκώνεται και σουλατσάρει χαζεύοντας τις αγιογραφίες, και κάθε τόσο τραβάει κι από ένα βροντώδες σεκόντο: καταστροφή! Δεν είναι φάλτσος, ούτε κακόφωνος, ίσα ίσα κάποια σχέση πρέπει να ’χε με τη μουσική, τη δυτική οπωσδήποτε, που πουθενά όμως δεν κολλάει με τη μονοφωνική βυζαντινή. Τον κοίταξα μια, τον κοίταξα δυο, στο τέλος του είπα πως, άμα θέλει, ας πάει επιτέλους στο ψαλτήρι, πάντως εκεί ήμασταν για να ακούσουμε κι όχι για να ψάλουμε (έψελνε τότε εξαιρετικά ένας πιτσιρικάς καλόγερος, Σεραφείμ αν θυμάμαι καλά), δυσανασχέτησε έντονα ο κύριος, κάτι είπα, κάτι είπε, τον αποστόμωσα μόνο όταν σκέφτηκα να το παίξω σκανδαλισμένος τάχα πιστός: «Μία φορά πάνε το χρόνο εκκλησία και έχουν την απαίτηση και να ψάλουν» μονολόγησα μεγαλόφωνα και όσο πιο στυφά μπορούσα.
Το φαινόμενο είναι πολύ συνηθισμένο στις εκκλησίες. Πάνε να ακούσουν, υποτίθεται, καμιά φορά ν’ ακούσουν ειδικά έναν μεγάλο ψάλτη, π.χ. τον Αγγελόπουλο, και ψέλνουν οι ίδιοι, έξω φωνή, και πάλι θες να κάνεις φόνο έτσι και σου τύχουν πλάι σου, μα φάλτσοι, μα σωστοί. Δεν είναι θέμα σαβουάρ βιβρ, ούτε τήρησης κάποιων αυστηρών τάχα και απαραβίαστων κανόνων: απλώς σε εμποδίζουν να ακούσεις εσύ, να παρακολουθήσεις, να συμμετάσχεις, αναλόγως.
Στα αποδυτήρια στο κολυμβητήριο μπαίνει σφυρίζοντας και χωρίς να κοιτάζει πουθενά ο μεγαλούλης κύριος. Ακουμπάει σ’ έναν πάγκο τα πράματά του, ξεντύνεται, έπειτα φοράει το μαγιό του κτλ., πάντα σφυρίζοντας, δυνατά, σαν να ’ναι κάπου τελείως μόνος του. Στην αρχή ενοχλήθηκα, χωρίς να καλοκαταλαβαίνω το γιατί· όσο περνούσε η ώρα, σχεδόν, τι σχεδόν, εξαγριώθηκα. Πάλι στο κολυμβητήριο, άλλη φορά, στα γεμάτα τώρα ντους κάποιος τραγουδάει: δεν σιγοτραγουδάει· τραγουδάει κανονικά, σαν να ’ναι ολομόναχος στο μπάνιο του σπιτιού του.
Τούτο το καλοκαίρι, σε συναυλία στο Ηρώδειο, ένας συμπαθής νεαρός μπροστά μου διεύθυνε όλη σχεδόν την πέμπτη συμφωνία του Μάλερ. Με όλο του το σώμα: το πόδι που κρατούσε το ρυθμό, το δεξί κυρίως χέρι, το πάνω μέρος του κορμού, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, μπρος-πίσω, το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις κι αυτό, συχνά πυκνά γύριζε και υποδείκνυε διάφορα σημεία στον φίλο του, που κι εκείνος ψιλοδιεύθυνε κατά διαστήματα, πολύ πιο μαζεμένος όμως. Συμπαθής, είπα, ο νεαρός, ήταν όμως ένα θέαμα μόνος του μπροστά σου, ένα θέαμα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ εσένα και στο κυρίως θέαμα, και έτσι σε περισπά, φτάνει να σ’ ενοχλήσει.
Πέρα λοιπόν από την αυτονόητη ενόχληση με τον μεγαλόφωνο σχολιασμό, το κουβεντολόι, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τα πατατάκια («Μ’ αρέσουν τα ποπκόρν και τα νάτσος στο σινεμά, παρότι κάποιοι ενοχλούνται. Νόμιμα και προς… φάγωμα δεν διατίθενται στα κυλικεία;» διάβασα, μάθημα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, πρόσφατα στο Βημαγκαζίνο), πέρα λοιπόν από την κραυγαλέα εξωστρέφεια της Εποχής της Τηλεόρασης, που παρακολουθούμε δηλαδή τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις σαν να ’μαστε αραχτοί, η παρέα, στον καναπέ του σπιτιού μας, ενόχληση μπορεί να συνιστούν ακόμα και αθόρυβες και καταρχήν διακριτικές εκδηλώσεις:
Δυο-τρία χρόνια πριν, σε παράσταση του φεστιβάλ, το ’χω γράψει στο μπλογκ μου μα μου τυχαίνει όλο και πιο συχνά, καθόμουν πίσω από τρία συμπαθέστατα νέα παιδιά, του θεάτρου, όπως αποδείχτηκε μετά, που μιλούσαν αναμεταξύ τους απολύτως προσεχτικά και ψιθυριστά, τίποτα δεν σε αποσπούσε ηχητικά, αλλά τρία κεφάλια έσμιγαν, χώριζαν και ξανάσμιγαν συνεχώς μπροστά σου, θέαμα μες στο θέαμα: μια ολόκληρη μιμική, ανάλογα με το τι σχολίαζαν, τίναγμα κεφαλιού σε έκπληξη, τράνταγμα των ώμων στο βουβό, πάλι ευτυχώς, γέλιο κτλ.
Πάλι δυο-τρία χρόνια πριν, η σπουδαία Ρένη Πιττακή σε Μπέκετ στο φεστιβάλ, μικρός ο χώρος, μαύρο πηχτό σκοτάδι, και μόνο ένα φως πάνω στην ηθοποιό. Μόνο; Και η αναμμένη οθόνη του κινητού της μπροστινής μου, στις μπροστινές μάλιστα σειρές! Της είπα, της ξανάπα, δεν γινόταν παραπάνω, θα ενοχλούσα πια εγώ, αυτό είναι άλλωστε το εκβιαστικό δίλημμα και αδιέξοδο, πως, αν βουτήξεις επιτέλους το ξένο κινητό και το πετάξεις πέρα, θα καταστρέψεις την παράσταση. Στο τέλος, φεύγοντας, ζήτησε και το λόγο, και πια ανέλαβε ο Σεραφείμ, ο φίλος μου όχι ο καλόγερος της Πάτμου, και μόνο στα χέρια που δεν ήρθαν.
Ο Σεραφείμ πάλι, σε άλλη παράσταση, φέτος, έβαλε το χέρι του πάνω στο αναμμένο κινητό της διπλανής του, να σκιάσει το φως. Απτόητη εκείνη. «Θα κρατήσει πολύ αυτό;» της είπε έπειτα από λίγο. «Με ενοχλείτε» είπε εκείνη. «Εσείς ενοχλείτε» είπε ο Σεραφείμ. «Να κοιτάτε μπροστά σας, εκεί είναι η σκηνή», είχε το θράσος εκείνη. Την έβρισε κι αυτός, και στο τέλος εκείνη απείλησε πως, άλλη φορά, θα ζητήσει τα στοιχεία του και θα κάνει μήνυση. Δηλαδή το κλασικό: με το μηχανάκι, κανόνας αυτό, ή το αυτοκίνητο, που θα σου έρθει ανάποδα, τη μηχανή στο πεζοδρόμιο που θα κορνάρει κιόλας να παραμερίσεις, και θα σε βρίσει κι αποπάνω.
Σελίδες να ’χα, πάλι δεν θα χωρούσαν οι ιστορίες. Όχι με τις κραυγαλέες περιπτώσεις της βάναυσης παραβίασης του χώρου μας ή της επιθετικής εισβολής του ιδιωτικού στοιχείου στον δημόσιο χώρο, αλλά με τις σχεδόν ανεπαίσθητες, τις «έλα μωρέ», τις «σιγά τώρα!», όπου τα όρια είναι όντως δυσδιάκριτα κι όμως υπάρχουν. Και έπειτα, όχι με τις ιστορίες μοναχικών πράξεων, μιας κοινωνίας αθροίσματος ή μηχανικής παράταξης μεμονωμένων ατόμων, αλλά με ιστορίες όπου άλλοτε ασύνειδα άλλοτε συνειδητά, μπορεί και επιδεικτικά, ο ένας παραβλέπει την ύπαρξη του άλλου, ιστορίες δηλαδή καθαρά αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Σ’ αυτό το συνειδητά και επιδεικτικά ήθελα να φτάσω, π.χ. στα τζιπ, όχι τα μικρομεσαία, εννοείται, αλλά τα τζιπ νεκροφόρες, τανκς σωστά, τρακτέρ μέσα στην πόλη, που η αγορά τους και μόνο συνιστά αντικοινωνική πράξη· μάκρυνε όμως η εισαγωγή· ίσως μιαν άλλη φορά. Και πάντως, από Σεπτέμβρη. Καλές μας διακοπές.