Το γαμημένο, η Γιώτα και η Παναγιώτα
Τα Νέα, 3 Ιουλίου 2010 [παραγγελιά για ειδικό αφιέρωμα
στις "αξέχαστες μέρες του 2004", εδώ με προσθήκες]
«Έτσι και σε αρπάξω, τρία θα σου πετάξω, για να σ’ το πω λιανά…» από τους Αχαρνείς του Αριστο-φάνη (μετ. Παντελής Μπουκάλας, σκην. Βαγγ. Θεοδωρό-πουλος)
«Σήκωσέ το το γαμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω!» ήταν ίσως το σύνθημα με τη μεγαλύτερη απήχηση στο Euro 2004, τόσο που επιστρατεύτηκε γρήγορα ο φερετζές: «Σήκωσέ το το τιμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω!»
Αλλά δεν ήταν σύνθημα γηπεδικό πλέον αυτό, ήταν εργόχειρο για παλιές Αρσακειάδες, για τον άλλον που μοίραζε λίγο μετά σταυρουδάκια στους νικητές μέσα στο Καλλιμάρμαρο.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ήταν οι ευφρόσυνες μέρες του καλοκαιριού του 2004, που έμελλε να σφραγιστεί από το άλλο μεγάλο πανηγύρι, τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι μέρες που το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου βάδιζε προς το τέλος του και έδειχνε, παρά πάσα προσδοκία –και λογική–, να πέφτει στα πόδια της δικής μας Εθνικής. Τότε πια, η υπόθεση Euro, περίπου όπως το Ευρωμπάσκετ το 1987, βγήκε από τη μεγάλη, πάντως, επικράτεια του αυστηρά ποδοσφαιρόφιλου κοινού και έγινε κοινή, όλο και πιο κοινή υπόθεση, όλο και ευρύτερου κοινού.
Και τελικά το σήκωσε η Εθνική το γαμοτιμημένο. Και ευφράνθηκαν οι πιστοί: «Είναι καύλα το γαμημένο, όταν εί-, όταν είναι σηκωμένο!» Όχι, δεν υπήρχε χώρος για ξενέρωτα και ξενερωτικά «τιμημένα»· το αρχικό σύνθημα-προτροπή: «Σήκωσέ το το γαμημένο» επέστρεφε στον φυσικό του χώρο, και αποκάλυπτε τον καλυμμένο πρώτα σεξουαλικό του χαρακτήρα.
Αυτά λοιπόν το «γαμημένο» του τίτλου μας, το μεγαλύτερο σουξέ της εποχής, μαζί με το άλλο, ιδιαίτερα ξεσηκωτικό: «Δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ, Ελλάς ολέ ολέ», που αυτό κι αν συνάρπαζε κερκίδα και μη, με τη συνεχή επανάληψη και την πλουσιότερη μελωδική γραμμή του.
Αλλά η Γιώτα και η Παναγιώτα; Αυτές είναι οι θρυλικές μορφές από τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια μας, Γιώτα το γυναικείο όργανο, Παναγιώτα το αντρικό, όπως μάλιστα τα έκανε ευρύτερα γνωστά μέσα από τη δισκογραφία, με πλήθος συναυλίες, ακόμα και στο Μέγαρο Αθηνών, η Δόμνα Σαμίου. Κι ωστόσο, δημοτικά - ξεδημοτικά, έχω την αίσθηση ότι σοκάρουν περισσότερο κι από τα πιο αθυρόστομα γηπεδικά συνθήματα.
Το μουνί το λένε Γιώτα
και τον πούτσο Παναγιώτα.
Και τον πούτσο Παναγιώτα
κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα.
Κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα.
Το κεφάλι μπαίνει πρώτα
και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα.
Ας δούμε όμως, για να μπούμε καλύτερα στο θέμα μας, κι ένα άλλο παραδοσιακό αποκριάτικο, που παραλλάζει το περίφημο «Μια πέρδικα παινεύτηκε / σ’ Ανατολή και Δύση / πως δεν ευρέθη κυνηγός / να τηνε κυνηγήσει…»:
Ένα μουνί παινεύτηκε
σ’ Ανατολή και Δύση
πως δεν ευρέθη πούτσαρος
να πάει να το γαμήσει
Κι ο πούτσος μου που τ’ άκουσε
πολύ του κακοφάνη
βάζει στ’ αρχίδια του φτερά
και τρέχει και το φτάνει
Βρε συ, βρε συ παλιόμουνο
τι έχεις και παινιέσαι;
στον κόσμο που γεννήθηκες
πρέπει για να γαμιέσαι.
Αλλά ποιο είναι το θέμα μας, το θέμα μου; Ξεκίνησα να γράψω για τα συνθήματα του Euro 2004, συνθήματα που κατά κανόνα προσάρμοζαν άλλα, παλαιότερα, και είχαν στη συντριπτική τους πλειονότητα σεξουαλικό περιεχόμενο –όπως γενικά τα γηπεδικά συνθήματα, τουλάχιστον, ή ιδίως, στα καθ’ ημάς. Και σκέφτηκα τότε την πλουσιότατη παράδοση αθυροστομίας που διαθέτουμε, άσε από τον Αριστοφάνη, σίγουρα όμως από τον λαϊκό μας πολιτισμό. Έπειτα όμως σκέφτηκα ότι στον λαϊκό μας πολιτισμό, στη δημοτική παράδοση, έχουμε τραγούδια, παιχνίδια, έθιμα καθαρά σεξουαλικού περιεχομένου, αλλά στο ποδόσφαιρο το σεξουαλικό στοιχείο συχνότατα εκτρέπεται σε σεξιστικό. Και τότε πάλι σκέφτηκα κατά πόσο μπορεί να ορίσει πάντοτε κανείς την απόσταση από το σεξουαλικό στο σεξιστικό. Κι ακόμα σκέφτηκα ότι, ενώ στα αποκριάτικα δρώμενα της δημοτικής παράδοσης μετέχει ισότιμα και η γυναίκα, το ποδόσφαιρο ανέκαθεν ήταν σχεδόν αποκλειστικά αντρική υπόθεση, στο ποδόσφαιρο η ίδια η γυναίκα δεν διεκδίκησε ποτέ ουσιαστική θέση. Και τότε στο κλειστό απ’ αυτή την άποψη σπορ, στο γκέτο ακόμα ακόμα, ίδια όπως στο παλιό καφενείο, σε μια αντροπαρέα, η πολιτική ευπρέπεια δεν μπορεί να ζητήσει το λόγο από κανέναν –όπως αντίστοιχα και σε μια αμιγή γυναικοπαρέα. Και πια σκέφτηκα πόσο ανώφελες ήταν όλες αυτές οι αδιέξοδες σκέψεις, πόσο άτοπη θα ήταν μια τέτοια ανάλυση –άσε που δεν υπάρχει διόλου έλλειψη από τέτοιες, κατά βάση σωστές, αναλύσεις, που όμως παρατηρούν αφ’ υψηλού το ποδόσφαιρο, μυκτηρίζοντας το «όπιο του λαού».
* * *
Ας θυμηθούμε έτσι «την τελευταία φορά που χαρήκαμε», κατά την ιδέα του αφιερώματός μας: Από τα πιο αθώα συνθήματα:
«Σε εννέα μήνες το παιδάκι, και θα είναι Ελληνάκι!»
«Έπαιξες το ρόλο του Γκουσγκούνη, Καραγκούνη, Καραγκούνη!»
«Ζαγοράκη σούβλισες αρνί, τον Ανρί, τον Ανρί», με την εντυπωσιακή νίκη επί της Γαλλίας, και
«Πήρες του Ζιντάν το κιλοτάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη», που είχε τη συνέχειά του με τον τελικό με την Πορτογαλία: «Πήρες και του Φίγκο το στρινγκάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη!»·
ώς τα πιο σκληρά:
«Τώρα οι Γάλλοι είναι τάβλα, πως γαμά-, πως γαμάμε στην Ελλάδα!» και «Τώρα τα Γαλλάκια είναι τάβλα, πόπο καύλα, πόπο καύλα!»
«Κάντε μας μια πίπα σιλ βου πλέ, Τρεζεγκέ, Τρεζεγκέ!», η αβρή πρόσκληση, στον πληθυντικό, προς τον Νταβίντ Τρεζεγκέ της Εθνικής Γαλλίας
«Έχουμε μπύρες, έχουμε ούζα, φέρτε μας Τσέχες να κάνουμε παρτούζα!»
«Με σαμπάνια και χαβιάρι, σας πηγαίνουμε γαμιώντας ως τον Άρη!»
«Πάρτε πίπες τώρα απ’ τον Όττο, μες στο Πόρτο, μες στο Πόρτο!»
«Και μετά την πίπα στη Γαλλία, τσιμπουκάκι Πορτογαλία!»
«Φέρτε μου να πιω να ξημερωθώ, ποποπό τι τσιμπούκι ήταν αυτό!»
«Βρε πως κουνιέται μες στο σορτσάκι η ψωλή, η ψωλή του Ζαγοράκη!»
«Τους γέμισες με χύσια το πιγούνι, Καραγκούνη, Καραγκούνη!»
«Χαριστέα, στα παιχνίδια, βάλε μέ-, βάλε μέσα και τ’ αρχίδια!»
«Είναι βαριά, βαριά, η πούτσα του τσολιά!», για το νικητήριο γκολ του Δέλλα, σύνθημα που κι αυτό απόκτησε σύντομα το φερετζέ του κι έγινε «μπότα του τσολιά»
«Τους έβαλες στον κώλο τη μορταδέλα, γεια σου Δέλλα, γεια σου Δέλλα!» και «Σήκωσέ τη τη φουστανέλα, να φανεί, να φανεί η μορταδέλα!»
«Με το Ζήση, με το Ζήση, θα τρελάνουμε το Φίγκο στο γαμήσι!» ή «Και στον τελικό θα έχει πάρτι, με το Φί-, με το Φίγκο στο κρεβάτι!»
«Δε βάλατε μυαλό, δε βάλατε μυαλό, πούτσα στην πρεμιέρα, πούτσα και στον τελικό!» για τον εναρκτήριο και τον τελικό αγώνα με την Πορτογαλία.
* * *
Αλλά ας ξεκοκκινίσουμε: ήτανε κι άλλα· ήταν και το «Τι κι αν δεν κέρδισε ο Σάκης, θα το φέρει ο Ζαγοράκης», καθώς είχε μόλις προηγηθεί η αποτυχία του Σάκη Ρουβά στη Γιουροβίζιον.
Και ήταν και το ευρηματικό: «Όττο Ρεχάγκελ μ’ έκανες μάγκα, δεν γυρίζω, μάνα, στείλε κι άλλα φράγκα». Που ενέπνευσε ίσως την ιδιαίτερα επιτυχημένη τηλεοπτική διαφήμιση, με τον περίφημο Σάββα που ’χε ξεμείνει σε μια σκηνή σε κεντρική πλατεία της Λισσαβόνας, πανηγυρίζοντας το γαμοτιμημένο πολύ μετά την κατάκτησή του. Και υπήρξε και συνέχεια ραδιοφωνική, εξαιρετικά εμπνευσμένη, που όμως παίχτηκε περιέργως ελάχιστα και παρέμεινε άγνωστη: παραμονές γιορτών εκείνης της χρονιάς ένα μικρό κοριτσάκι προσεύχεται: «Άγιε μου Βασίλη, τούτα τα Χριστούγεννα, σε παρακαλώ, θέλω να μου φέρεις μία Νοva. Δεν τη θέλω για μένα, για τον αδερφό μου τη θέλω, που έμεινε τόσον καιρό στη Λισσαβόνα και μας έχει κάνει ρεζίλι σ’ όλη την τηλεόραση»!
Όμως αυτά είναι η μία όψη του νομίσματος. Το χαμένο μέσα σ’ όλα αυτά μέτρο συμβαδίζει με το εθνικό παραλήρημα για τον περιούσιο λαό και τα γονίδια της νίκης. Κι όπως με το σεξουαλικό που εκτρέπεται σε σεξιστικό, το εθνικό ελάχιστα ή καθόλου δεν απέχει απ’ το εθνικιστικό: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» ήταν το σύνθημα που αποθεώθηκε τις χαρμόσυνες εκείνες μέρες, πολεμικό θούριο που συνόδεψε το κυνηγητό στα πέριξ της Ομόνοιας και τον ξυλοδαρμό Αλβανών και άλλων μεταναστών που διανοήθηκαν ότι μπορούσαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στη χαρά και το πανηγύρι.
Ότι η ιστορία εκδικείται, βέβαια, ούτε λόγος: Αλβανός είναι ο Έλληνας Νίνης της καινούριας Εθνικής, με μέλλον πλούσιο καταπώς φαίνεται μπροστά του.
Για τη χαρά ξεκινήσαμε να μιλάμε, ξινό κατέληξε το κείμενο, όπως και η πραγματικότητα, φευ, κυρίως η εξωγηπεδική.