Της ζέστης; ή Το μουνί ραβανί, η πολλή τεστοστερόνη και άλλα θερινά αναγνώσματα
Να ’ναι η ηλικία; Με πειράζει πλέον παραπάνω η ζέστη; Τα διάβασα όντως όλα αυτά; Και είναι όντως έτσι που τα διάβασα; Δεν μπορεί! Αν και μερικά τα ’χω καιρό τώρα, τα διαβάζω, τα ξαναδιαβάζω, δεν αλλάζουν! Είμαι, γιατρέ μου, σοβαρά;
1. Διάβασα λοιπόν πως «Η αγορά είναι κοινή κι έχει μουνί σαν ραβανί κι όποιος πειράξει του λαού το ραβανί τον περιμένουν μαύρα χρόνια στη στενή». Έτσι έγραφαν τα δευτεριάτικα Νέα πως έλεγαν οι πρόσφατοι Αχαρνείς, έλεγε δηλαδή ο μεταφραστής τους, ο Κ. Γεωργουσόπουλος.
Μουνί σαν ραβανί; Και του λαού το ραβανί; Έχω χάσει τεύχη;
(Αλλά και ραβανί, τώρα πίσω πίσω, κ. Γεωργουσόπουλε; Πού πήγε εδώ ο εκσυγχρονισμός σας; Χάθηκε μια πανακότα, μια κρεμ μπριλέ, ένα τσιζκέικ;)
διαβάστε τη συνέχεια...
2. Και διάβασα προχτές σε δελτίο τύπου του ΕΚΕΒΙ για την «αποδημία» του εκδότη Τίτου Μυλωνόπουλου. Δε μας έφτανε η «εκδημία», κληρονομιά του Χριστόδουλου, μας ήρθε τώρα και η «αποδημία».
Με τίτλο «“Έφυγε” ο Τίτος Μυλωνόπουλος, μια σημαντική προσωπικότητα στον εκδοτικό χώρο», το «έφυγε» σε εισαγωγικά, κατά τα συνήθη, αρχίζει το δελτίο τύπου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου: «Η “αποδημία” [επίσης σε εισαγωγικά!] του εκδότη Τίτου Μυλωνόπουλου αποτελεί αληθινή απώλεια για τον ελληνικό εκδοτικό κόσμο…»
Την εκδημία, είπαμε, τη μάθαμε, μαζί με άλλα αρχαιοπρεπή εκκλησιαστικά, με το θάνατο του Χριστόδουλου. Από τότε όλο και κάποια εκδημία θα μας ταΐσουν οι εφημερίδες μας: για τα «16 χρόνια από την εκδημία» του Μάνου Χατζιδάκι έγραφε τον περασμένο μήνα ο Δ. Γκιώνης στην Ελευθεροτυπία, για «4 χρόνια πριν από την εκδημία του εισηγητή της γαλλικής όπερας» έγραφε τις προάλλες ο λογιόπληκτος, το λιγότερο, μουσικοκριτικός της Αυγής Κυριάκος Λουκάκος.
Την εκδημία, εννοείται, δεν την έχουν τα μεγάλα λεξικά της νεοελληνικής, με εξαίρεση, πάλι εννοείται, το βουλιμικό λεξικό Μπαμπινιώτη, κι εκεί όμως με δυο λεξούλες όλο κι όλο και τον χαρακτηρισμό «αρχαιοπρ.» –έτσι για να μην έχουμε αμφιβολίες, αν τάχα είχαμε, για την τάση των ημερών, ότι αρχαιοπρεπή δηλαδή εδίψασεν η ψυχή των.
Και έπειτα από την εκδημία, νά σου τώρα και η αποδημία, η γνωστή αποδημία αλλά με τη σημασία «θάνατος»! Εμ την αποδημία=θάνατος δεν τη δίνουν ούτε τα παλιά μεγάλα λεξικά, π.χ. ο πολύτομος Δημητράκος ή ο Σταματάκος, πόσο μάλλον τα νεότερα. Εξαίρεση; το βρήκατε: ο Μπαμπινιώτης· αλλά, ακόμα κι αυτός, μόνο σαν τελευταία σημασία στο σχετικό λήμμα, και μονολεκτικά: «ο θάνατος».
Καλή αρχή, καινούριο ΕΚΕΒΙ.
3. Και διάβασα και τούτο: «Γ@μιόληδες. Είδα όλες τις φωτογραφίες πάνω στο Αβέρωφ και τα πήρα πολύ άσχημα. Δώσατε το Αβέρωφ, γ@μιόληδες, για να κάνει το κομμάτι του ένα πλούσιος κ@ριόλης; Το Αβέρωφ, γ@μιόληδες; Τρέξτε στη γ@μημένη σας Βικιπαίδεια, αμόρφωτοι γ@μιόληδες, να μάθετε ποιο ήταν το Αβέρωφ».
Και πού το διάβασα να δεις; Α, στο Lifo ήταν. Που έγραφε πως το έγραφε ο Π. Τατσόπουλος: «Με το δίκιο του ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος τα ρίχνει στο Facebook σε αυτούς που έδωσαν το ιστορικό θωρηκτό για το γαμήλιο πάρτι εφοπλιστών».
4. Και τι άλλο διάβασα, τώρα που έγραψα για «δίκιο»; Και πού το διάβασα πάλι αυτό; Σε μπλογκ της Σεμίνας Διγενή, ναι, στης Σεμίνας Διγενή το μπλογκ, ο εστέτ, πώς να το κάνουμε, και δεν το λέω διόλου για κακό αυτό, ο εστέτ λοιπόν και σίγουρα σπουδαίος, λαμπρός ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης, στο μπλογκ της Σεμίνας Διγενή, όπου πάνω πάνω προβαλλόταν το περιλάλητο «Τρωκτικό», εκεί λοιπόν άρχισε μια σειρά κειμένων ο Γιώργος Κιμούλης, «κριτική της κριτικής».
Πρώτο του κείμενο, «Η κριτική της κριτικής του Γρηγόρη Ιωαννίδη», θεατροκριτικού της Ελευθεροτυπίας.
Όπου από το πρώτο κιόλας παράθεμα Ιωαννίδη ο Κιμούλης μάς κλείνει το μάτι. Έγραφε ο Ιωαννίδης: «Προκαλεί, σε εμένα τουλάχιστον, εντύπωση πως η παρθενική συνάντηση του έμπειρου σκηνοθέτη μας με τον Οιδίποδα Τύραννο τίθεται με τόσο απλούς όρους. Έπειτα από χρόνια θητείας στο αρχαίο δράμα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος καταλήγει φαίνεται στην Ιθάκη του».
Και τι διάβασε εδώ ο Κιμούλης; Σεξουαλικές αμφισημίες και καλιαρντά! Ιδού: «Αντιπαρέρχομαι την αναιδή ευθυμία της φράσεως “παρθενική συνάντηση”. Ουδέποτε ήμουν θαυμαστής του λεκτικού αλατοπίπερου σεξουαλικών αμφισημιών. Οι galliard φράσεις δεν χαρακτηρίζουν το αντικείμενο, αλλά το υποκείμενο που τις εκφέρει».
Αχά, το πιάσαμε το υπονοούμενο, κι ας μην εμπιστεύεται το αϊκιού μας ο Κιμούλης, γι’ αυτό και παρακάτω γράφει για «θηλυκότητα της γραφής», που μάλιστα «τη διακρίνει κάποιος παντού μέσα στο κείμενο».
Τον Γρηγόρη Ιωαννίδη δεν τον γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν, αμφιβάλλω αν τον έχω διαβάσει πάνω από δυο-τρεις φορές όλες κι όλες, και ούτε τον Οιδίποδα του Ευαγγελάτου έχω δει, και γενικώς δεν ξέρω ποιος έχει, ποιος δεν έχει δίκιο -πάντως ο Κιμούλης, και να 'χε, το ’χασε, αρχή αρχή κιόλας του μακροσκελούς κειμένου του.
Κι ήρθε το δεύτερό του κείμενο, «κριτική της κριτικής του Γ. Σαρηγιάννη», των Νέων, πάλι για τον Οιδίποδα του Ευαγγελάτου: εδώ τα κουδούνια βαρούν δυνατότερα: ο λόγος για το «τρελό αγόρι» που η γραφή του έχει μείνει «στο επίπεδο δευτέρας ή τρίτης τάξης κάποιου γυμνασίου θηλέων»! Αμάν, φτάνει, χίλιες φορές το 'χουμε δει αυτό το έργο… Α, και στο τέλος τον προειδοποιεί τον Σαρηγιάννη: «από δω κι εμπρός θα μ’ έχεις από πίσω σου
και όχι για χαρά, αλλά για να σου υπενθυμίζω, τα φληναφήματά σου…» –υπογράμμισα εγώ, και κίνησα να φύγω.
Αφού στο μεταξύ θυμήθηκα άλλον και άλλο που διάβασα πάλι τελευταία:
5. Όμοιος στον όμοιο, πήγε, λέει, ο Αντρέας Μικρούτσικος στην Τατιάνα, κι εκεί είπε κάποια στιγμή πως θα ’πρεπε να το ρίξει στο «γκεϊλίκι», γιατί αυτό μόνο περνάει στη τηλεόραση, όμως κωλύεται, δεν ξέρει, είπε, ο δόλιος, πώς «να τσακίζει το χέρι όταν κρατάει το τσιγάρο», και όλο απορία ρώταγε την όμοιά του: «Μα πώς το κάνουνε και το τσακίζουνε το χέρι;» και νά τα γέλια, πιο πολλά κι από του Λάλα!
Και πάλευα να θυμηθώ, όταν μεσουρανούσε ο Αντρέας στην τηλεόραση, πώς τάχα το ετσάκιζε το χέρι;
Α, ούτε λόγος, θα ’μαι, γιατρέ μου, σοβαρά!