Αναθεωρήστε, αναθεωρήστε, όλο κάτι θα μείνει - Καθαρεύουσα, γλώσσα χωρίς κανόνες!
(Εφημερίδα των συντακτών, 3 Μαΐου 2013)
Αναθεωρήστε, αναθεωρήστε, όλο κάτι θα μείνει
Δεκαετίες μετά τον φυσικό θάνατο της καθαρεύουσας,
όλο ελπίζει κανείς πως θα εκλείψουν αν μη τι άλλο οι άτοποι κοινοί τόποι, οι
ανακρίβειες και τα εξωεπιστημονικά στερεότυπα, τουλάχιστον σε χώρους εντεύθεν
των ακραίων. Μπα!
Η Καθημερινή, που
μεταπολιτευτικά διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στα γλωσσικά πράγματα, στην
καθιέρωση της δημοτικής και συναφώς του μονοτονικού, από τότε που πρωτοστατεί
στην κατεδάφιση της Μεταπολίτευσης και με τη σχολή επιστημονικού αναθεωρητισμού
που έχει επανδρώσει, αναθεωρεί και τα γλωσσικά, και τον εαυτό της στα γλωσσικά.
Δεν είναι μόνος πια ο κ. Γιανναράς, απόκτησε παρέα:
«Καταργήσαμε την καθαρεύουσα
ως γλώσσα τεχνητή, ξεχνώντας πως μια “τεχνητή” γλώσσα δεν παράγει λογοτεχνικά
αριστουργήματα όπως αυτά που έγραψε ο Βιζυηνός ή ο Ροΐδης. Υιοθετήσαμε δε την
κατασκευασμένη δημοτική του Τριανταφυλλίδη» γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Καθημερινή
21.4.13).
Κι όμως, από την ανυπαρξία ακριβώς τυπικού,
γλωσσικού συστήματος, αυτοϋπονομεύτηκε η καθαρεύουσα, που αναζητούσε ταυτότητα
ανάμεσα στη γαλλική την οποία μετέφραζε και την αρχαία ελληνική, από την οποία
αντλούσε τύπους και στοιχεία, ασυστηματοποίητα βεβαίως. Πέρασε έτσι από
διάφορες φάσεις, αρχαΐζουσα έως απλή, και δέχτηκε τη χαριστική βολή από την
επτάχρονη χούντα. Στο μεταξύ εξελισσόταν η δημοτική, κρατώντας πλήθος στοιχεία
από παλαιότερες μορφές της γλώσσας. Και το 1976 αναγνωρίστηκε επίσημα
πια. Τόσο απλά. Και γνωστά όλα αυτά.
Ας νοσταλγεί,
ας λατρεύει, αλλά και ας διακονεί ο καθένας όποια μορφή ή φάση της γλώσσας
θέλει. Χωρίς ωστόσο κουτοπόνηρες ανακρίβειες και παραπλανητικές
υπεραπλουστεύσεις, πάντοτε στη γραμμή τού όλο και πιο ανθηρού, σ’ όλες τις
εκφάνσεις της Ιστορίας, αναθεωρητισμού.
Καταρχήν, ρήματα όπως
«καταργώ» και «υιοθετώ», προκειμένου για γλώσσα, ούτε καν τουρίστας των όποιων
γλωσσικών πραγμάτων δεν νοείται να τα χρησιμοποιεί. Και πάντως, κανένας δεν
κατάργησε την καθαρεύουσα –τι λόγος! Από την άλλη, ο Βιζυηνός και ο Ροΐδης
είναι ακριβώς τα παραδείγματα που έφερνε πάντοτε η επιστήμη για να αποδείξει
ότι γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ δεν ήταν δυνατόν να δώσει έργο λογοτεχνικό· εξαίρεση,
όπως πάντα σε κάθε κανόνα, ο Βιζυηνό και ο Ροΐδης –και τίποτα στην ποίηση!
Τουλάχιστον φαιδρό να χρησιμοποιείται τώρα το παράδειγμα απ’ την ανάποδη.
Όσο για την
«κατασκευασμένη δημοτική του Τριανταφυλλίδη», ποια «δημοτική του
Τριανταφυλλίδη»; Σε αντιδιαστολή δηλαδή με τίνος, ποια δημοτική; Και
«κατασκευασμένη» κι αποπάνω! Όμως ποτέ δεν είναι αργά να ανοίξει κανείς τη
λεγόμενη «Μεγάλη Γραμματική» του ’41. Προδρομικά «περιγραφική» παρά ρυθμιστική,
καταγράφει, όπως κάνει πάντοτε μια γραμματική, τις τάσεις και τους τύπους της
γλώσσας της εποχής. Και είναι εντυπωσιακό το ευρύ πνεύμα που τη χαρακτηρίζει, η
συνεχής διάκριση γλωσσικών επιπέδων, με την παράθεση δεύτερου τύπου, ακόμα και
λόγιου (της κυβέρνησης και της κυβερνήσεως). Ορισμένοι από τους
χαρακτηρισμούς που επανέρχονται: ο πιο κοινός, λιγότερο κοινοί, μη κοινά, κοινή χρήση, καθημερινή ομιλία, συνηθισμένη ομιλία, λαϊκοί σχηματισμοί, λαϊκότερη
χρήση, λόγια, λογιότερη γλώσσα, διαφορές
λόγιων-δημοτικών-λαϊκών, απαρχαιωμένα, αρχαϊκό, αρχαιότερο, αρχαία κλίση… κ.ά.
Βλέπεις, η γνώση θέλει ανάγνωση. Πρωτίστως.
Καθαρεύουσα, γλώσσα χωρίς κανόνες!
«Όποιος ξέρει τους
κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να
ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται;
Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...]
»Μια γλώσσα που δεν έχει
κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα,
επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω,
σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω,
θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη
καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος
αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων
τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το.
[...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή
γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται.»
(Ελισαίος Γιανίδης, Γλώσσα και ζωή, 1908)