Μνήμη Τάσου Χριστίδη, 1946-2004
(Εφημερίδα των συντακτών 27 Δεκ. 2014)
Μνήμη Τάσου Χριστίδη (1946-2004)
Σήμερα η στήλη σκέφτεται έναν
σπουδαίο άνθρωπο, έναν κορυφαίο επιστήμονα –και μεγάλο φίλο, ας μου επιτραπεί.
Τον Τάσο Χριστίδη, που σαν χτες, επομένη των Χριστουγέννων, πριν από δέκα
ακριβώς χρόνια, έφυγε απροσδόκητα από κοντά μας. Ένας κορυφαίος γλωσσολόγος που,
δισυπόστατος θαρρείς, βρισκόταν στο γραφείο και στην καθηγητική έδρα, στο
Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και ταυτόχρονα στην αγορά, στον δρόμο, αδιάλειπτα
παρών στις επάλξεις, επιστημονικές και μαζί πολιτικές και κοινωνικές, αυτός που
μότο του είχε ότι δεν μπορεί να μιλάς για τη γλώσσα χωρίς να μιλάς για την
κοινωνία, ότι ο λόγος για τη γλώσσα είναι λόγος για την κοινωνία.
Δεν θέλω να πω άλλα, θα αφήσω να
μας μιλήσει ο ίδιος από εδώ, με όσο το δυνατόν περισσότερα σπαράγματα από τη
σκέψη του. Με την αίσθηση πως κατακρεουργώ, παραθέτω, με εξαίρεση το πρώτο
απόσπασμα, από το Γλώσσα, πολιτική,
πολιτισμός (εκδ. Πόλις, 1999), μια συλλογή σύντομων κειμένων, πανοραμική
εικόνα του πολιτικά ενεργού, μαχητή επιστήμονα, ο οποίος πολέμησε εξίσου την
ψευδοεπιστημονικότητα και την ψευδοουδετερότητα που ενδημούν στον ευαίσθητο
χώρο της γλώσσας και της γλωσσικής επιστήμης.
Εμείς και τα αρχαία
1. «Η αξιοδότηση των αρχαίων
ελληνικών ως ανώτερης μορφής γλώσσας που λειτουργεί σαν “σωστικό του έθνους”
(κατά τη διατύπωση της Έλλης Σκοπετέα) και σαν τέτοιο στηρίζει γλωσσικά τους “ανεπαρκείς”
χρήστες της νέας ελληνικής και ταυτόχρονα τους “φρονηματίζει” –με ό,τι οπισθοδρομικό
σημαίνει παντού και πάντοτε η έννοια αυτή–, η αξιοδότηση αυτή, λοιπόν, δεν
στηρίζεται μόνο σε ένα εσφαλμένο γλωσσολογικό και παιδαγωγικό σκεπτικό· υπονοεί
–και συνεπάγεται– μέσω του μύθου της ανώτερης, περιούσιας γλώσσας και κατ’
επέκταση του ανώτερου, περιούσιου λαού, ένα ευρύτερο κοινωνικό σκεπτικό, το
οποίο –εξ αντικειμένου τουλάχιστον, για όσους δεν το προσυπογράφουν “εξ
υποκειμένου”– τροφοδοτεί μεταξύ άλλων την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τη μη ανοχή,
και κρατά τη νεοελληνική γλωσσική εκπαίδευση των αρχών του 21ου αιώνα όμηρο
ενός κοινωνικά επιζήμιου φαντασιακού.» («Χρήσεις της γλώσσας: Οι όροι μιας συζήτησης», στον τόμο Χρήσεις της γλώσσας
της Σχολής Μωραΐτη, 2005)
2. «Όλες οι γλώσσες είναι
ισότιμα επικοινωνιακά εργαλεία και, [...] αν κάποιες από αυτές –όπως η αρχαία
ελληνική– έχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας, αυτό
οφείλεται σε ιστορικούς λόγους –στους πολιτισμούς που εκφράστηκαν μέσα από
αυτές. Τόσο οι πολιτισμοί αυτοί όσο και οι γλώσσες τους είναι δημιουργήματα της
Ιστορίας και έτσι πρέπει να προσεγγίζονται.» (Γλώσσα, πολιτική…, σ. 63)
3. «Όρος για την επάρκεια στη χρήση μιας γλώσσας δεν είναι η γνώση
παλαιότερων μορφών της. Το “ξέρω τη γλώσσα μου ” –τόσο στο επίπεδο της απλής
όσο και της έντεχνης χρήσης– δεν είναι απόρροια του “ξέρω για τη γλώσσα μου”.» (σ.
63)
Δανεισμός
«Στοιχειώδης γλωσσολογική γνώση
[είναι] ότι όλες οι γλώσσες διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται –σε όλα τα επίπεδά
τους– από τη συνάντησή τους, ισότιμη ή ανισότιμη, με άλλες γλώσσες.» (σ. 82)
Λάθη
«Τα γλωσσικά λάθη στη χρήση λόγιων
τύπων, είτε στον έντυπο λόγο είτε στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, χρεώνονται [...] στην
αποκοπή από τις ρίζες και προσάγονται ως τεκμήρια καταστροφής. [...] εδώ
εξοβελίζεται η γνώση ότι τα λάθη κινητοποιούνται από γλωσσικούς μηχανισμούς –δεν
είναι ποτέ τυχαία– και επομένως μια γλώσσα δεν μπορεί να κινδυνεύει από την
ίδια της τη φύση.» (σ. 82)
Γλωσσική πολυμορφία
«Αν και ο σεβασμός για τη γλωσσική
πολυμορφία είναι αναντίρρητα τμήμα ενός δημοκρατικού ήθους, αποτελεί μυθική υπερβολή
η ταύτιση της πολυγλωσσίας με τη δημοκρατία και τη δημοκρατική αρμονία. [...]
δεν είναι τελικά η γλώσσα –είτε ως μονογλωσσία είτε ως πολυγλωσσία– που ενώνει
ή χωρίζει, αλλά οι ιδέες. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα (το πιο
πρόσφατο η πρώην Γιουγκοσλαβία) που υπονομεύουν οποιαδήποτε εξίσωση γλώσσας
–είτε στη μονόγλωσση είτε στην πολύγλωσση πρακτική της– και δημοκρατικής ή
άλλης αρμονίας. Η δημοκρατική συνείδηση του μελλοντικού Ευρωπαίου θα κριθεί
στον χώρο των ιδεών και όχι –άμεσα– στον χώρο των γλωσσών. Η μυθοποίηση του
ρόλου της γλώσσας συγκαλύπτει αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση.» (σ. 162)
Παγκοσμιοποίηση και γλωσσική
ετερότητα
«Στον χώρο της γλωσσικής πολιτικής,
η “ετερότητα”, μια “ετερότητα” που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να
ενώνει, θα διαφυλαχθεί –και, σε κάποιο ποσοστό, θα διαμορφωθεί– όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών (και όχι μυθικών) ιδιαιτεροτήτων
της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες· ενότητα που, απώτερα,
προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.» (σ. 94-95)