Προς τον Εμμανουήλ Κριαρά
(Εφημερίδα των συντακτών 20 Σεπτ.
2014)
Προς τον Εμμανουήλ Κριαρά
Σεβαστέ Δάσκαλε,
Είναι η τελευταία φορά που σου
γράφω, η τελευταία φορά που σε προσφωνώ έτσι, διστάζοντας, όπως πάντα, ανάμεσα
στο πιο οικείο «Αγαπητέ» και στο δέους σημαντικό «Σεβαστέ». Έχω μέρες, μήνες
εντέλει, μπροστά μου το τελευταίο σου γράμμα, «Θεσσαλονίκη, 9.7.2014», με τον
ξένο, κάπως αδέξιο γραφικό χαρακτήρα, όπως το τελευταίο διάστημα, και μόνο την
υπογραφή σου ιδιόχειρη, το γράμμα με τα γενναιόδωρα όσο που να ντρέπομαι λόγια
σου –να ντρέπομαι που ποτέ δεν ανταποκρίθηκα στη γενναιοδωρία σου, να απαντάω
αν μη τι άλλο εγκαίρως στα γράμματά σου. Που έφταναν, ολόθερμες ευχαριστήριες
απαντήσεις, σχεδόν πριν ακόμα λάβεις ό,τι σου ’στελνα, κανέναν Κούντερα ή τα
βιβλιαράκια μου, όπως αποτόλμησα να σου αστειευτώ στο προτελευταίο μου, θαρρώ,
γράμμα. Έχει τα μέσα στα ΕΛΤΑ ο Κριαράς, έλεγα πάντα, αφού Σάββατο λόγου χάρη,
ιδίως τότε που έγραφα στα Νέα, έκανα
μια απλή αναφορά στο όνομά σου, και Δευτέρα, αν είναι δυνατόν, άντε Τρίτη, έφτανε
η ευχαριστήρια, πάλι αν είναι δυνατόν, επιστολή, για την τιμή που έκανα, ποιος
εγώ, σ’ εσένα!
Ήταν η ίδια εντυπωσιακή ταχύτητα, η
εγρήγορση και τα αντανακλαστικά με τα οποία παρακολουθούσες το παραμικρό που
γραφόταν για τη γλώσσα, και την επομένη κιόλας είχες στείλει το σχόλιό σου,
αμείλικτο στην προάσπιση των θέσεών σου κι όμως ζηλευτά νηφάλιο:
«Ο Κριαράς δίδαξε γράμματα και ήθος τον αιώνα και το γένος, δίδαξε
γενεές μαθητών, ίσως όχι τόσο από την έδρα του στο πανεπιστήμιο όσο μέσα από το
εργαστήρι του Λεξικού του. Και πιο πολύ ακόμα με το ήθος και τη στάση του
απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με
τους ανθρώπους» έγραφα με αφορμή την αναγόρευσή σου σε επίτιμο διδάκτορα του
Πανεπιστημίου Αθηνών («Η αντοχή των υλικών», Τα Νέα 4.2.06). Και συμπλήρωνα, για να γυρίσω στα προσωπικά μου:
«Και αφάνταστα γενναιόδωρος στον έπαινο και τον καλό το λόγο, ακόμα και σε μη
οικείους του, τόσο που να σε φέρνει σε δεινή αμηχανία. Πώς να του ανταποδώσεις
τη δωρεά, του έργου και της στάσης;»
Κι όμως, σεβαστέ Δάσκαλε, λίγο η
απέχθειά μου για τα ταχυδρομεία, λίγο η αμηχανία, πώς να σ’ ευχαριστήσω εγώ
εσένα, και το γράμμα σου σερνόταν μέρες πάνω στο γραφείο μου, χωνόταν έπειτα
στις διάφορες στοίβες, κάποιες φορές μπορεί και να μην απαντούσα καθόλου! Τώρα
το βάρος γίνεται ασήκωτο, μπροστά στο οριστικά αναπάντητο γράμμα σου των αρχών
Ιουλίου. Ενάμιση μήνα από τότε, στις 28 Αυγούστου, εσύ άφησες αυτό τον επίπονα
μακρότατο βίο, όπως έλεγες καμιά φορά, το αναπάντητο γράμμα έγινε ηχηρό
χαστούκι στο πρόσωπό μου, και πάλι, ούτε στην κηδεία σου δεν αξιώθηκα να έρθω:
εντάξει, ήμουν μες στους γιατρούς, έπρεπε όμως κάπως να τσακιστώ να ’ρθω, εκεί,
που τι ντροπή, καμιά διακοσαριά άνθρωποι, λέει, ήρθαν να σ’ αποχαιρετήσουν όλοι
κι όλοι.
Περίσσεψαν όμως τα λόγια, συναγωνίζονταν ποιος θα γράψει τα πιο
μεγαλόστομα, ως συνήθως, για τον υπεραιωνόβιο μαχητή –που πάλεψε για ιδέες που,
όταν δεν τις αγνοούσαν παντελώς, συχνά τους ήταν εχθρικές.
Αυτούς όμως θα τους δούμε την
επόμενη φορά. Σήμερα θα σταθώ σε κάποιους που, επειδή ακριβώς τις γνώριζαν, σε
αντιμετώπισαν με τον τρόπο που θεώρησε πιο πρόσφορο ο καθένας.
1989, ο φιλόσοφος Καστοριάδης, στον
Βόλο, υπερασπίζοντας το πολυτονικό:
«Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι, τα
κτήνη τα τετράποδα που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις –αυτό παρακαλώ να γραφεί
στις εφημερίδες– δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα».
Ώστε δεν ήξερες τι είναι γλώσσα, Δάσκαλε, εσύ που μελέτησες όσο
κανένας την πορεία της και την εξέλιξή της, αποτυπώνοντας τους καρπούς αυτού
του έργου ζωής στο μνημειώδες, πολύτομο Λεξικό
της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, που όλοι υποκλίνονται
μπροστά του, χωρίς και πάλι να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς αντιπροσωπεύει, τι
εκφράζει, τι αποδεικνύει ουσιαστικά.
Κι ήταν κι ο άλλος, Δάσκαλε, από τους «τάχα αντικειμενικούς μελετητές (“πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής”)», όπως έγραφες, φωτογραφίζοντας στην παρένθεση, με τον τίτλο έργου του, τον Γ. Μπαμπινιώτη.
Κι ήταν κι ο άλλος, Δάσκαλε, από τους «τάχα αντικειμενικούς μελετητές (“πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής”)», όπως έγραφες, φωτογραφίζοντας στην παρένθεση, με τον τίτλο έργου του, τον Γ. Μπαμπινιώτη.
Ο οποίος, πρύτανης του Αθήνησι όταν
το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ σε αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα, έκανε κατά το
πρωτόκολλο την προσφώνηση, υμνητική αναπόφευκτα, για τον άνθρωπο που «πάντα
υπεράσπιζε τις ιδέες του» –οι οποίες ιδέες δεν είχαν όνομα, σαν να ήταν στενά
προσωπικές, δικές σου, Δάσκαλε. Για να ομολογήσει και «κάποιες διαφωνίες» σας,
που «όμως ήταν ουσιαστικά διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο», συρρικνώνοντας δηλαδή τη διάσταση δύο κόσμων σε διαφορά
ειδικοτήτων –όπου κερδίζει εξ ορισμού η δική του, του γλωσσολόγου.
Πόσα μικρά έζησες, Δάσκαλε, όλα όμως τίτλοι τιμής, τα διάσημά σου.