Εδώ τα καλά ελληνικά!
(Εφημερίδα των συντακτών 8 Νοεμ.
2014)
Εδώ τα καλά ελληνικά!
Υπάρχουν καλά και κακά ελληνικά;
Ούτε λόγος! Υπάρχουν δηλαδή καλοί και κακοί χειριστές του λόγου, κάκιστοι και
εξαιρετικοί κ.ο.κ.
Και τι λέμε καλά ελληνικά; Εδώ σηκώνει
πολλή συζήτηση, παίζει μεγάλο ρόλο ο υποκειμενικός παράγοντας, τα όρια σίγουρα
δεν είναι απολύτως σαφή, παρότι, διάολε, δεν μπορεί, κάπου υπάρχουν, κάπου
πρέπει να υπάρχουν, κάποια βασικά προαπαιτούμενα δηλαδή πρέπει να καλύπτονται. Έτσι
ας ξεκινήσουμε από απλώς ελληνικά, από γλώσσα που εκφράζει αυτό που θέλει να
διατυπώσει και αντέχει σ’ έναν στοιχειώδη γραμματικοσυντακτικό αλλά και λογικό
έλεγχο. Γιατί αν πάμε στο ύφος, στο κακόζηλο λόγου χάρη ύφος, κυρίως στην
άκριτη πρόσμειξη στοιχείων «από όλα τα στρώματα της ενιαίας ελληνικής», τότε
σίγουρα χρειαζόμαστε σελίδες επί σελίδων. Ας μείνουμε λοιπόν, για την ώρα, στα απλώς
ελληνικά, στα απλώς κατάλληλα διατυπωμένα για την κάθε περίσταση ελληνικά.
Θεωρία του λάθους
Εδώ όμως χρειάζεται μια σύντομη
στάση στη θεωρία του λάθους. Που λέει πως τα λάθη γίνονται σε «προβληματικές»
περιοχές της γλώσσας, σε κενά του συστήματος, σε αναφομοίωτα ακόμα ή
απροσάρμοστα στοιχεία, π.χ. τα ρήματα σε -άγω,
ακόμα και τα πιο κοινόχρηστα: παράγω,
παρήγαγα/παρήγα, θα παραγάγω/παράξω/παράγω κτλ.· τα σχετικά ολιγάριθμα θηλυκά σε -ος, κι αυτά κοινόχρηστα τα πιο πολλά: οδός, πρόοδος κτλ.· σε
σημεία όπου υπάρχει ασάφεια ή βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία αλλαγής: πανεπιστημίου/πανεπιστήμιου, αλλά σχεδόν αποκλειστικά πια: Αλέξανδρου, κ.ά.
Έτσι, είναι σχετικά περιορισμένες οι «προβληματικές» περιοχές που είπα, οι κατηγορίες λαθών, εύκολα μετριούνται, αποτελούν σαφώς μειονότητα στο στόμα ενός φυσικού ομιλητή, στο σώμα ενός κειμένου.
Έτσι, είναι σχετικά περιορισμένες οι «προβληματικές» περιοχές που είπα, οι κατηγορίες λαθών, εύκολα μετριούνται, αποτελούν σαφώς μειονότητα στο στόμα ενός φυσικού ομιλητή, στο σώμα ενός κειμένου.
Αλλιώς, φανταστείτε το απεριόριστο σχεδόν
πεδίο δυνητικών λαθών που όμως δεν
γίνονται, όχι μόνο από τον μέσο χρήστη αλλά και από ένα μικρό παιδί, πριν πάει
ακόμα σχολείο: θεωρούνται αδιανόητα, για την ακρίβεια δεν παρατηρούνται λάθη όπως «έχω θέλει να φάω», «χτες έρθω ο
παππούς» κτλ.
Κι όμως, μιλούμε, όχι άδικα
καταρχήν, για λάθη, συχνά επειδή σε ολόκληρη σελίδα συναντούμε ένα κραυγαλέο,
έστω, λάθος, και ιδίως όταν τα λάθη είναι αποκλίσεις από την πρότυπη γλώσσα
–και πρότυπη θεωρείται κατά κανόνα η όσο το δυνατόν λογιότερη γλώσσα. Οπότε,
μπροστά σε τύπους όπως: «του πανεπιστήμιου», «θα παράξω», αλλά και τα «όλους
όσους», «απανέκαθεν», τύπους που μαρτυρούν ίσα ίσα την ύπαρξη γλωσσικού
αισθητηρίου, που, σύμφωνα με τον εσωτερικό νόμο κάθε γλώσσας, την αναλογία και
την έλξη, εξομαλύνει και προσαρμόζει, μπροστά λέω σε τέτοια «λάθη» αρχινά το
μοιρολόι για τον θάνατο της γλώσσας.
Η πολυόμματη θεά
Αντίθετα, καταπίνουμε πλούσια
κατηγορία όντως λαθών, που απλούστατα δεν ξέρουμε πως είναι λάθη, μολονότι
παραβιάζουν και νέα και αρχαία γλώσσα, όμως πλειοδοτούν σε λογιοσύνη, τη
σύγχρονη πολυόμματη θεά, π.χ. η επικράτηση τού ως ακόμα και στην παρομοίωση: «τρέχω ως τρελός», του ως πάλι παντού με γενική: «για μένα ως
ιστορικού» κτλ., έπειτα ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν με γενική: «μετέρχομαι
όλων των μέσων», «απεκδύομαι των ευθυνών» και πλήθος άλλα.
Μας καταδιώκει, κακά τα ψέματα, το
σύνδρομο του αγράμματου χωρικού που άκουγε έκθαμβος την ακατάληπτη και συχνότατα
κενή ή και παραπλανητική καθαρεύουσα του πολιτευτή. Προσθέστε τώρα και τον
μονότονα απαξιωτικό λόγο για τη νεοελληνική γλώσσα, τη φτωχή και πάντα ανήλικη
και άρα περιορισμένων δυνατοτήτων θυγατέρα της περικλεούς αρχαίας, απαξίωση που
γεννά πρώτα την ανασφάλεια του χρήστη («το λέω σωστά;», και κυρίως «καλά;»),
έπειτα την ανάγκη να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία από την
περικλεή που είπα: η πρόσμειξη, που επίσης είπα παραπάνω, η άκριτη κατά κανόνα
πρόσμειξη (αλλά εδώ πάμε κυρίως στο ύφος), που πάντως γεννά τα περισσότερα λάθη
στη χρήση της γλώσσας. Κι αυτό όχι μόνο, όχι πια μόνο από τον μέσο χρήστη, αλλά
ακόμα και από τον εγγράμματο, και μάλιστα τον ειδικό: έμπειρο γραφιά, φιλόλογο
κτλ.
Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι τα
συντριπτικώς περισσότερα λάθη στη χρήση του λόγου, και μάλιστα του γραπτού,
όπου δηλαδή υπάρχει περιθώριο να διπλοτριπλοσκεφτεί κανείς τις γλωσσικές
επιλογές του, τα περισσότερα λέω λάθη οφείλονται στην πρόσμειξη ετερόκλητων
στοιχείων από τα πλούσια κοιτάσματα της Μιας και Ενιαίας.
Και τότε, ω τότε, τρέχουν τα σάλια
για τα καλά ελληνικά. Δεν θ’ ακούσετε, δεν θα διαβάσετε, με ρητή δηλαδή σχετική
αναφορά και άλλα τόσα σχόλια αποκάτω, στο ίντερνετ ας πούμε, δεν θα διαβάσετε,
λέω, για τα καλά, τα λαμπρά ελληνικά του Μπουκάλα λόγου χάρη, αλλά για τα ωραία
ελληνικά, ήμαρτον, του Άδωνη και άλλων, ανάλογων αστέρων.
Αξίζει να συνεχίσουμε, να σταθούμε
εκεί που η γλωσσική επίδειξη με τον πάντα αειθαλή λογιοτατισμό βάζουν
τρικλοποδιά σε έμπειρους, όπως είπα, γραφιάδες, μεγαλόσχημους κριτικούς, φιλολόγους
και λοιπούς ειδικούς.