Μια Εστία χωρίς ιστορία, έξω από την Ιστορία
Η εφημερίδα Εστία πέρσι έκλεισε 120 χρόνια ζωή, φέτος άλλαξε ιδιοκτησιακό
καθεστώς, και δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γραφτούν πολλά. Πολλά, εκτός από ένα,
το μείζον για πολιτική εφημερίδα: ποια ήταν η πολιτική της φυσιογνωμία, η
ιδεολογία την οποία υπηρέτησε.
Δεν θα πάμε πίσω στα 120 χρόνια της
εφημερίδας, στα πρώτα ελπιδοφόρα, και στα κατοπινά βαθιά αντιδραστικά, όταν
χλεύαζε λ.χ. τον Σαρτρ[1]
και τον Μπέργκμαν (συμπίπτοντας στον Μπέργκμαν με τον Ψαθά των Νέων!)· όμως, επιβάλλεται να σταθούμε στα
χρόνια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, όταν η Εστία, μαζί με τον Ελεύθερο
Κόσμο, υποστηρίζει ανοιχτά το καθεστώς (δεν είναι τυχαία η έκρηξη βόμβας
της Δημοκρατικής Άμυνας στην είσοδο των γραφείων της, τον Απρίλιο του 1969), σε
αντιδιαστολή με άλλες δεξιές εφημερίδες, και ιδίως την Καθημερινή και τη Μεσημβρινή,
που τις έκλεισε μόνη της η εκδότρια Ελένη Βλάχου.
Μεταδικτατορικά η εφημερίδα
συνέχισε την πορεία της, στο περιθώριο, θα έλεγα, του Τύπου, υπερσυντηρητική
και μαζί γραφική, «η εφημερίδα των αποστράτων», και πάλι μιας ειδικής
κατηγορίας από αυτούς. Θυμάμαι έτσι την αίσθηση που είχε προκαλέσει σημαντικός
πεζογράφος, όταν την κρατούσε επιδεικτικά, περνώντας μπροστά από το περίφημο
Ντόλτσε, την ίδια εποχή που είχε βαφτιστεί στη νεοορθοδοξία.
Σήμερα, με οδηγό την
αποϊδεολογικοποίηση, μια ισχυρότατη τάση που είναι κατάφορτη, εννοείται, από
ιδεολογία, με οδηγό επίσης την παραμορφωτική νοσταλγία και τον εξωραϊσμό του
παρελθόντος, η Εστία συζητιέται
κυρίως για την αφοσίωσή της στην καθαρεύουσα και το πολυτονικό (που κι αυτά
εξάλλου έχουν, από καιρό μάλιστα, αποϊδεολογικοποιηθεί, αποσπασμένα από την
ιστορική τους διάσταση, αλλά και το
απαραίτητο επιστημονικό πλαίσιο). Το μείζον, όπως είπα, για πολιτική
εφημερίδα, το πολιτικοϊδεολογικό της στίγμα, είναι προκλητικά απόν.
Χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη επιφυλλίδα
του Τάκη Θεοδωρόπουλου («Μια ελληνικότατη ιστορία», Καθημερινή 23.4.15), η πολύ ειδική αυτή εφημερίδα δοξολογείται
αποκλειστικά σαν «κιβωτός της γλώσσας», επειδή «χρησιμοποιεί τον ιστορικό
τονισμό, την “ωραία” περισπωμένη που έλεγε και ο Εγγονόπουλος, τις ψιλές και
τις δασείες» και «διασώζει και την τρίτη κλίση» –και, εκτός από τα ορθογραφικά,
είναι γραμμένη στην καθαρεύουσα, συμπληρώνω εγώ το βασικό που δεν ανέφερε, σίγουρα από
παραδρομή, ο συντάκτης. Δεν θα με απασχολήσουν εδώ οι γλωσσικές απόψεις του
Τ.Θ., αλλά το βασικότερο κι από το βασικό που είπα: ότι σ’ ολόκληρη την επιφυλλίδα
δεν υπάρχουν ούτε μία φορά οι λέξεις πολιτική
και ιδεολογία, δεν υπάρχει πουθενά η
Ιστορία, η ιστορική μνήμη, σε μια επιφυλλίδα ακριβώς όπου καταγγέλλεται ότι «η
μνήμη [της ελληνικής γλώσσας] έχει εξοκείλει στα αβαθή»!
Δεν είναι τυχαίο. Η τάση της
αποϊδεολογικοποίησης εκβάλλει σε συγκεκριμένη ιδεολογία, ίδια όπως η απολιτική
στάση, το ξέρουμε καλά αυτό πια, μεταλλάσσεται αυτομάτως σε πολιτική,
συγκεκριμένη και εδώ –εννοείται συντηρητική, ακριβέστερα αντιδραστική.
Τουλάχιστον σε περσινό άρθρο, για
τα 120 χρόνια της Εστίας, κατά
σύμπτωση πάλι στην Καθημερινή (19.4.14),
σε εκτενέστατο άρθρο του Δημήτρη Ρηγόπουλου με τίτλο «Ωριμότητα και ανανέωση,
120 ετών», ανάμεσα στους αίνους, σαν να ξέφυγαν θαρρείς δυο-τρεις αναφορές: τη
μια, με αφορμή την κυκλοφορία, ότι η Εστία
πουλάει περισσότερα «από ένα άλλο ιστορικό φύλλο, στην άλλη όμως άκρη του
πολιτικού τόξου, την Αυγή»· αλλού,
πάλι παρεμπιπτόντως: «αδιαπραγμάτευτα συντηρητική, χωρίς το ελάχιστο σύμπλεγμα
για την πολιτική και την ιδεολογική της ταυτότητα» –η οποία πάντως δεν κατονομάζεται· και τέλος, όταν ο σημερινός
διευθυντής προσδιορίζει το προφίλ των αναγνωστών: «Πολιτικά οι περισσότεροι
κινούνται στον συντηρητικό και τον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο…» Τόσο μόνο.
Ψάχνοντας στο ίντερνετ, έπεσα πάνω
και σ’ ένα παλαιότερο άρθρο, του Άρη Δημοκίδη («Μια εβδομάδα στον κόσμο της
εφημερίδας Εστία», LifO 21.1.10), όπου δίνεται ανάγλυφα το πορτρέτο
της καθηλωμένης στον χρόνο εφημερίδας, πάλι όμως με απούσα την ιδεολογία,
δηλαδή την Ιστορία. Η έμφαση και πάλι στο γλωσσικό, μας χαρίζει τουλάχιστον μια
ευτράπελη νότα: η δημοτική, όπως αντιγράφει ο Α.Δ., «απευθύνεται σε διανοητικώς
καθυστερημένους»!
Και θυμάμαι και μια συντάκτρια του ΒΗΜagazino του Βήματος, στη στήλη «Μ’ αρέσει – Δεν μ’
αρέσει», να δηλώνει ενθουσιώδης πως της αρέσει που η Εστία επιμένει στο πολυτονικό.[2]
Να κάνεις δηλαδή αφιέρωμα στον Ριζοσπάστη και να ασχολείσαι με τη
γλώσσα του, πότε έγραφε «5 Φλεβάρη» και πότε άρχισε να γράφει «5 Φεβρουαρίου»!
Έξω δηλαδή από ιδεολογία, έξω από την Ιστορία. Ακόμα χειρότερα, παραχαράσσοντας την Ιστορία: γιατί η
παρασιώπηση, η αφαίρεση της ιστορικής διάστασης, όπως επιτάσσουν οι καιροί,
καταλήγει ουσιαστικά σε παραχάραξη της Ιστορίας.
[1]
Για τον Σαρτρ φρόντισε να μας το θυμίσει ο Τ.Θ., σε μια πρόταση εντυπωσιακά
ξεκρέμαστη και κυρίως έξω από το υμνολογικό πνεύμα της επιφυλλίδας του:
«Παλιότερα [η Εστία] τον Σαίξπηρ τον αποκαλούσε “εγχέσπαλο” και τον Σαρτρ “αλλήθωρο μωροφιλόσοφο”»:
εικάζω πως ήταν άλλη μια ευκαιρία (βλ. π.χ. Καθημ. 30.6.13) να δηλώσει την αντιπάθειά του για τον Σαρτρ. Το περιτύλιγμα, ατυχές: η Εστία δεν αποκαλούσε, δεν χαρακτήριζε,
«εγχέσπαλο», με πεζό έψιλον, τον Σαίξπηρ, αλλά τον έγραφε Εγχέσπαλο, σύμφωνα με ακραία τάση της εποχής να
μεταφράζονται, αρχαϊστί βεβαίως, τα ξένα ονόματα: Shake-spear[e]
= ο πάλλων το έγχος, τη λόγχη, το ακόντιο.
[2]
Δυστυχώς, βρήκα κατόπιν εορτής τις σημειώσεις μου: Στη σελίδα του ΒΗΜΑGAZINO «Αθάνατη ελληνική
πραγματικότητα» (14.7.2002, σ. 8), στη στήλη «Μ’ αρέσει», η Χριστίνα Ζήκα
γράφει ότι της αρέσει «Η γλωσσική αντίσταση της εφημερίδας “Εστία” με το πολυτονικό.
(Έτσι, για να αναρωτιόμαστε και να θυμούνται οι νεότεροι γιατί λέμε καθ’ ομοίωσιν
και όχι κατ’ ομοίωσιν…»!