Άγνοια, μυθολόγηση και κοινοτοπίες
(Εφημερίδα
των συντακτών 6 Φεβρ. 2016, εδώ με σημειώσεις)
Μιχαήλ Άγγελος, Η Δευτέρα Παρουσία (λεπτομ.) |
Είκοσι και κάτι αιώνες μετρά η άρνηση της
ομιλούμενης γλώσσας, ουσιαστικά η άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, άρνηση που
εκφράστηκε καθαρά με τη διαμόρφωση του κινήματος του αττικισμού τον 1ο αιώνα π.Χ.
και το αίτημα για επιστροφή στη «μόνη ορθή» γλώσσα, την αττική.
Έτσι γεννήθηκε, ως γνωστόν, η περίφημη διγλωσσία: μια απομίμηση παλαιότερης μορφής της γλώσσας και παράλληλα η δημώδης, που ακολουθούσε τον δρόμο της, με την καθοριστική οπωσδήποτε πίεση της τεχνητά συντηρημένης αττικής.
Ώσπου τον 18ο αιώνα, σε μια προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας από ξενικές επιδράσεις, προτείνεται από τον Κοραή η καθαρεύουσα, ουσιαστικά επινοείται μια γλωσσική μορφή, με στοιχεία από την αρχαία και από άλλες, διαφορετικές περιόδους της γλώσσας, μαζί με εκτεταμένα (ω του παραδόξου!) μεταφραστικά δάνεια από την κυρίαρχη τότε γαλλική γλώσσα.
Αυτή η πρόσμειξη ετερόκλητων στοιχείων δεν επέτρεψε στην καθαρεύουσα να αρτιωθεί σε σύστημα. Έτσι, ποτέ δεν διδάχτηκε η καθαρεύουσα: πάντα γραμματική και συντακτικό της αρχαίας (Αχιλλέας Τζάρτζανος) διδασκόταν στο σχολείο, αφού ακριβώς δική της γραμματική και δικό της συντακτικό δεν είχε ποτέ η καθαρεύουσα.
Την ανυπαρξία «συστήματος» της καθαρεύουσας την περιγράφει έξοχα ο Ελισαίος Γιανίδης, στον οποίο επανέρχομαι, καθώς επανέρχονται οι νεόκοποι ιεροκήρυκες της καθαρεύουσας (Γλώσσα και ζωή, 1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 74-77):
«Μια γλώσσα που δεν έχει κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα, επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω, σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω, θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το. [...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται. [...]
»Υπάρχει μια καθαρεύουσα που λέει: η προθυμία μεθ’ ης εδέχθη, υπάρχει και μια άλλη, πιο συγκαταβατική καθαρεύουσα, που λέει: η προθυμία με την οποίαν εδέχθη· με άλλα λόγια, η μια έχει μετά και ος - η - ο, η άλλη με και ο οποίος. Δεν αμφιβάλλω ότι ώς τώρα είχατε την πεποίθηση ότι αυτά όλα τα στοιχεία ανήκουνε σε μια γλώσσα. Λυπούμαι. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσατε να τα συνδυάσετε μεταξύ τους αδιακρίτως και να πείτε: η προθυμία με ην εδέχθη. [...]
»Όποιος ξέρει τους κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται; Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...] Εδώ πρέπει με πολλή προσοχή να κάμετε την εκλογή σας, ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωσή του, και κατά το μέρος όπου μιλεί, και κατά το σύγγραμμα που γράφει, και προπάντων κατά τη βαθμίδα όπου βρίσκεται στη θεωρία της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα».
Επιστροφή στην αρχαία γλώσσα δεν ζητάει, φυσικά, κανένας πια, ακόμα κι από όσους θεωρούν την όλο και πιο ενισχυμένη διδασκαλία της αναγκαίο όρο για την εκμάθηση και την καλλιέργεια της σημερινής γλώσσας. Πολύ περισσότερο δεν ζητούσε κανείς επιστροφή στην καθαρεύουσα, «επαναφορά» της διδασκαλίας της, έξω από (ελάχιστους εντέλει) θύλακες όπου καλλιεργείται ακόμα, εκκλησιαστικούς, εθνικιστικούς κ.ά. Ώσπου ανέλαβε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, με ουκ ολίγες επιφυλλίδες του τα τελευταία χρόνια,[1] αφότου βρέθηκε στο οικείο του περιβάλλον της Καθημερινής, με τον Γιανναρά της και την πολύ ειδική κατηγορία καθαρολόγων επιστολογράφων της.
Για επαναφορά της διδασκαλίας «της καθαρευούσης» επιμένει, επιμένοντας να ξεχνάει (!) ότι δεν διδάχτηκε ποτέ, επαναλαμβάνω, κι ότι ενώ πολλοί μπορεί να έμαθαν αρχαία, κανείς δεν έμαθε ποτέ καθαρεύουσα, ακριβώς λόγω του τεχνητού χαρακτήρα της (και με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ίδιο, θα έλεγα, όταν πριν από 25 χρόνια, πολύ πιο κοντά δηλαδή στην πανταχού παρούσα καθαρεύουσα, έβαζε στο μυθιστόρημά του Το αδιανόητο τοπίο τον κεντρικό ήρωά του, ελληνολάτρη και «τέρας μορφώσεως», να μιλάει καθαρεύουσα, διαπράττοντας ωστόσο πλήθος λάθη: «ένδοξαι μάχαι», αντί ένδοξοι, «αι ακτίναι», αντί ακτίνες, κ.ά.).[2]
Σε πρόσφατη επιφυλλίδα του (17.1) ο Τ. Θεοδωρόπουλος αποφαίνεται ότι «για την κατάντια μας ευθύνεται η κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης», και κορυφώνει την ανευθυνογραφία του μ’ ένα αφελές μύθευμα: «στην καθαρεύουσα δημιουργήθηκε σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, από τον Παπαρρηγόπουλο ώς τον Εμπειρίκο»!
Ό,τι δηλαδή χαρακτηριζόταν ανέκαθεν εξαίρεση στον κανόνα πως η καθαρεύουσα δεν έδωσε, δεν μπορούσε να δώσει, υψηλή λογοτεχνία, δηλαδή ο Ροΐδης (δηλωμένος δημοτικιστής πάντως και καυστικότατος αποδομητής των πάσης φύσεως αρχαιόπληκτων), ο Παπαδιαμάντης (λαϊκότατος στους διαλόγους του) και ο Βιζυηνός (ο Παπαρρηγόπουλος είναι ιστορικός, και ο Εμπειρίκος είναι καθαρευουσιάνος μόνο για όσους νομίζουν πως καθαρεύουσα είναι μερικές λέξεις κι άλλες τόσες καταλήξεις),[3] ό,τι χαρακτηριζόταν λοιπόν εξαίρεση, μεγάλοι συγγραφείς αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βαφτίζεται τώρα «σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας».
Όγκος κοινοτοπιών και μυθευμάτων, ναι· τίποτ’ άλλο.
Έτσι γεννήθηκε, ως γνωστόν, η περίφημη διγλωσσία: μια απομίμηση παλαιότερης μορφής της γλώσσας και παράλληλα η δημώδης, που ακολουθούσε τον δρόμο της, με την καθοριστική οπωσδήποτε πίεση της τεχνητά συντηρημένης αττικής.
Ώσπου τον 18ο αιώνα, σε μια προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας από ξενικές επιδράσεις, προτείνεται από τον Κοραή η καθαρεύουσα, ουσιαστικά επινοείται μια γλωσσική μορφή, με στοιχεία από την αρχαία και από άλλες, διαφορετικές περιόδους της γλώσσας, μαζί με εκτεταμένα (ω του παραδόξου!) μεταφραστικά δάνεια από την κυρίαρχη τότε γαλλική γλώσσα.
Αυτή η πρόσμειξη ετερόκλητων στοιχείων δεν επέτρεψε στην καθαρεύουσα να αρτιωθεί σε σύστημα. Έτσι, ποτέ δεν διδάχτηκε η καθαρεύουσα: πάντα γραμματική και συντακτικό της αρχαίας (Αχιλλέας Τζάρτζανος) διδασκόταν στο σχολείο, αφού ακριβώς δική της γραμματική και δικό της συντακτικό δεν είχε ποτέ η καθαρεύουσα.
Την ανυπαρξία «συστήματος» της καθαρεύουσας την περιγράφει έξοχα ο Ελισαίος Γιανίδης, στον οποίο επανέρχομαι, καθώς επανέρχονται οι νεόκοποι ιεροκήρυκες της καθαρεύουσας (Γλώσσα και ζωή, 1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 74-77):
«Μια γλώσσα που δεν έχει κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα, επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω, σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω, θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το. [...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται. [...]
»Υπάρχει μια καθαρεύουσα που λέει: η προθυμία μεθ’ ης εδέχθη, υπάρχει και μια άλλη, πιο συγκαταβατική καθαρεύουσα, που λέει: η προθυμία με την οποίαν εδέχθη· με άλλα λόγια, η μια έχει μετά και ος - η - ο, η άλλη με και ο οποίος. Δεν αμφιβάλλω ότι ώς τώρα είχατε την πεποίθηση ότι αυτά όλα τα στοιχεία ανήκουνε σε μια γλώσσα. Λυπούμαι. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσατε να τα συνδυάσετε μεταξύ τους αδιακρίτως και να πείτε: η προθυμία με ην εδέχθη. [...]
»Όποιος ξέρει τους κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται; Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...] Εδώ πρέπει με πολλή προσοχή να κάμετε την εκλογή σας, ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωσή του, και κατά το μέρος όπου μιλεί, και κατά το σύγγραμμα που γράφει, και προπάντων κατά τη βαθμίδα όπου βρίσκεται στη θεωρία της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα».
Επιστροφή στην αρχαία γλώσσα δεν ζητάει, φυσικά, κανένας πια, ακόμα κι από όσους θεωρούν την όλο και πιο ενισχυμένη διδασκαλία της αναγκαίο όρο για την εκμάθηση και την καλλιέργεια της σημερινής γλώσσας. Πολύ περισσότερο δεν ζητούσε κανείς επιστροφή στην καθαρεύουσα, «επαναφορά» της διδασκαλίας της, έξω από (ελάχιστους εντέλει) θύλακες όπου καλλιεργείται ακόμα, εκκλησιαστικούς, εθνικιστικούς κ.ά. Ώσπου ανέλαβε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, με ουκ ολίγες επιφυλλίδες του τα τελευταία χρόνια,[1] αφότου βρέθηκε στο οικείο του περιβάλλον της Καθημερινής, με τον Γιανναρά της και την πολύ ειδική κατηγορία καθαρολόγων επιστολογράφων της.
Για επαναφορά της διδασκαλίας «της καθαρευούσης» επιμένει, επιμένοντας να ξεχνάει (!) ότι δεν διδάχτηκε ποτέ, επαναλαμβάνω, κι ότι ενώ πολλοί μπορεί να έμαθαν αρχαία, κανείς δεν έμαθε ποτέ καθαρεύουσα, ακριβώς λόγω του τεχνητού χαρακτήρα της (και με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ίδιο, θα έλεγα, όταν πριν από 25 χρόνια, πολύ πιο κοντά δηλαδή στην πανταχού παρούσα καθαρεύουσα, έβαζε στο μυθιστόρημά του Το αδιανόητο τοπίο τον κεντρικό ήρωά του, ελληνολάτρη και «τέρας μορφώσεως», να μιλάει καθαρεύουσα, διαπράττοντας ωστόσο πλήθος λάθη: «ένδοξαι μάχαι», αντί ένδοξοι, «αι ακτίναι», αντί ακτίνες, κ.ά.).[2]
Σε πρόσφατη επιφυλλίδα του (17.1) ο Τ. Θεοδωρόπουλος αποφαίνεται ότι «για την κατάντια μας ευθύνεται η κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης», και κορυφώνει την ανευθυνογραφία του μ’ ένα αφελές μύθευμα: «στην καθαρεύουσα δημιουργήθηκε σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, από τον Παπαρρηγόπουλο ώς τον Εμπειρίκο»!
Ό,τι δηλαδή χαρακτηριζόταν ανέκαθεν εξαίρεση στον κανόνα πως η καθαρεύουσα δεν έδωσε, δεν μπορούσε να δώσει, υψηλή λογοτεχνία, δηλαδή ο Ροΐδης (δηλωμένος δημοτικιστής πάντως και καυστικότατος αποδομητής των πάσης φύσεως αρχαιόπληκτων), ο Παπαδιαμάντης (λαϊκότατος στους διαλόγους του) και ο Βιζυηνός (ο Παπαρρηγόπουλος είναι ιστορικός, και ο Εμπειρίκος είναι καθαρευουσιάνος μόνο για όσους νομίζουν πως καθαρεύουσα είναι μερικές λέξεις κι άλλες τόσες καταλήξεις),[3] ό,τι χαρακτηριζόταν λοιπόν εξαίρεση, μεγάλοι συγγραφείς αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βαφτίζεται τώρα «σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας».
Όγκος κοινοτοπιών και μυθευμάτων, ναι· τίποτ’ άλλο.
[1] Π.χ. «Γκατζετοπωλείον η αρχαία Ελλάς», 21.4.13 (σχολίαζα εδώ, «Αναθεωρήστε, αναθεωρήστε, όλο κάτι θα μείνει», 3.5.13)· «Το τέλος της ελληνικής γλώσσας», 24.5.15, «Κι αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα;»,
30.5.15, «Ανδρός πεσούσης πάσα γη χωματερή», 7.6.15 (σχολίαζα εδώ, «Εαρινή σύνοδος των άστρων», 6.6.15), «Ο πόλεμος εναντίον των Ελληνικών», 14.6.15· και τώρα, «Από το Γλωσσικό στην αγλωσσία», 17.1.16.
[2] Ανάλογα είχα
προσθέσει σε σημείωση, όταν ανάρτησα εδώ την επιφυλλίδα μου «Εαρινή σύνοδος των
άστρων» (βλ. προηγούμενη σημ.), παραπέμποντας σε κριτική του μυθιστορήματος του Τ.Θ. από τον Παντελή
Μπουκάλα, Καθημερινή 2.5.92, τώρα στο
Ενδεχομένως: Στάσεις στην ελληνική και ξένη
τέχνη του λόγου, Άγρα, 1996, σ. 279 κ.ε.· συμπτωματικά ή όχι, σε επόμενη
επιφυλλίδα του ο Τ.Θ. μοιάζει να «απαντά», όσα πάντως δεν απάντησε ποτέ στην
εξαντλητική και εμπεριστατωμένη κριτική του Μπουκάλα· γράφει λοιπόν τώρα ο Τ.Θ., αδικώντας κατάφωρα
τον ήρωά του, πως χρησιμοποίησε τάχα «προφορική καθαρεύουσα, γεμάτη σολοικισμούς,
η οποία πολλές φορές εχρησιμοποιείτο επιδεικτικά
για να επιδείξει κάποιο μορφωτικό επίπεδο…» (υπογράμμιση δική μου).
[3] Βλ. χαρακτηριστικά Παντελής Μπουκάλας, «Το ερωτικό μανιφέστο του Ανδρέα
Εμπειρίκου», Καθημερινή 29.12.1992,
τώρα Ενδεχομένως…, ό.π., σ. 242: «Πόσο όντως καθαρεύουσα,
τουλάχιστον στο μυθιστόρημά του, είναι η καθαρεύουσα του Εμπειρίκου; Στον Μεγάλο Ανατολικό, κι όχι μόνο στους
διαλόγους, γιατί αυτό δεν θα συνιστούσε ασφαλές κριτήριο, ο Εμπειρίκος είναι
δημοτικός –στη σύνταξή του και, ουσιαστικά, στο λεξιλόγιό του, τόσο που οι
καθαρεύοντες τύποι να φαίνονται, να προεξέχουν…» Εκτενέστερα, στο Ανδρέας Εμπειρίκος: Σκοπός της ζωής μας είναι
η αγάπη, εισαγωγή-ανθολόγηση Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Καθημερινή, 2014, σ. 43-44: «συνολικά η γλώσσα του Εμπειρίκου είναι
δημοτική στη σύνταξή της. Ένας απλός τρόπος να βεβαιωθούμε γι' αυτό είναι να
συγκρίνουμε τη δική του αφήγηση στον Μεγάλο
Ανατολικό με τις εγκιβωτισμένες σελίδες της Ιστορίας του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (στον 5ο τόμο). “Η μορφή
και η φωνολογία του είναι συχνά λόγιες: ήτο, νύκτα, φύσις”, σωστά το γράφει ο
Γκυ Σωνιέ (ό.π., σ. 48),
συμπληρώνοντας ότι “αυτό δημιουργεί μια γενική εντύπωση καθαρολογίας που είναι,
ωστόσο, απατηλή”. Και το λεξιλόγιό του, ιδίως στις ερωτικές περιγραφές, δείχνει
καθαρολόγο, η επαναληπτική χρήση ορισμένων χαρακτηριστικών λημμάτων πάντως τα
εκδημοτικίζει κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή τους αφαιρεί τον αρχικό “εξωτισμό”.
Και η απροσδόκητη ενσφήνωση υπερδημοτικών λέξεων ή τύπων μέσα σε καθαρεύον
περιβάλλον (ένα ζούλια λ.χ., το πλέχει ή το επίμονο γιομάτος), ή η συνύπαρξη στην ίδια αράδα τού στην και του εις την,
υποδεικνύουν όχι μια γλωσσική ανεμελιά, αλλά μια διάθεση κριτικής
φιλοπαιγμοσύνης και απογύμνωσης της γλωσσικής συμβατικότητας: με την προσωπική
του καθαρεύουσα εκθέτει τους κήρυκες και χρήστες μιας “καθαρής” δημοτικής που
αδιαφορούν τελικά για το γλωσσικό αισθητήριο του ίδιου του συλλογικού ομιλητή,
του δήμου, [...] ενώ με τις “ζούλιες” του αντιδρά εμφατικά, σαρκαστικά μάλλον,
στην ιδεολογία ή ιδεοληψία της καθαρεύουσας».