20/2/16

Ελληνογαλλικά ορθογραφικά πάθη

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Φεβρ. 2016, εδώ με μικροπροσθήκες)


Ξανάρχισαν τα όργανα, έγραφα την περασμένη φορά, με αφορμή έναν εξορθολογισμό της γαλλικής ορθογραφίας, ο οποίος μας θύμισε οικεία κακά, κι εκεί που είχαμε τους Γάλλους κορόνα στο κεφάλι μας, που διατηρούν τους τόνους τους, νά τοι τώρα, ανασκολοπίζουν, λέει, κι αυτοί τη γλώσσα τους, με διάφορες ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, και ιδίως την «κατάργηση» της δικής τους περισπωμένης, της σιρκονφλέξ: «Δεν περίμενα ότι η γλώσσα του Ρακίνα, του Βολταίρου, του Κοκτώ, της Γιουρσενάρ, θα υπέκυπτε στη νεύρωση του αυτοακρωτηριασμού» έγραφε ένα άρθρο που ήδη το σχολιάσαμε.

Παρατήρηση πρώτη και σημαντική, ότι ειδικά η γλώσσα του Ρακίνα και του Βολταίρου έχει υποστεί αλλεπάλληλες ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, με μεγαλύτερες ίσως του 1740 και του 1762, πάντοτε στην κατεύθυνση ενός εξορθολογισμού και όχι ανατροπής της ιστορικής ορθογραφίας (όπως είπαμε ήδη και για τις δικές μας αλλαγές: δράκος και όχι «δράκως», βρίσκω και όχι «’υρίσκω», Βασίλης και όχι «Βασίλεις» κτλ.). Γενικότερα, κάθε καινούρια έκδοση του Λεξικού της Γαλλικής Ακαδημίας ενσωμάτωνε καινούριες αλλαγές, με τελευταία την όγδοη, του 1935.

Παρατήρηση δεύτερη, ότι, αντίθετα με την από αιώνες χαμένη λειτουργικότητα των δικών μας τόνων και πνευμάτων, στα γαλλικά η «οξεία» (accent aigu) και η «βαρεία» (accent grave) εξακολουθούν να υποδεικνύουν φωνητικές διαφοροποιήσεις, εξού και δεν πειράζονται. Αισθητά περιορισμένη όμως είναι η αξία της σιρκονφλέξ (accent circonflexe), η οποία προκαλεί σύγχυση στους ίδιους τους Γάλλους, που δυσκολεύονται να κωδικοποιήσουν τη χρήση της, και είναι από τα σημεία στα οποία επιχειρεί να βάλει τάξη η μεταρρύθμιση του 1990.

Η μεταρρύθμιση αυτή, που έμεινε στα χαρτιά επί 26 χρόνια, αφορά 2.400 λέξεις, ένα 4% του λεξιλογίου, όταν εξαγγέλθηκε υπήρξαν, κατά τα γνωστά, αντιδράσεις, σχηματίστηκε και μια ομάδα με την ονομασία «Ελεύθερα Γαλλικά», έπειτα ο θόρυβος κόπασε· το 2008 η εφαρμογή της από ορισμένους εκδότες σχολικών βιβλίων πέρασε απαρατήρητη, ώσπου φτάσαμε στη σημερινή αναταραχή, τώρα που οι αλλαγές υιοθετούνται από όλους τους εκδοτικούς οίκους –και μολονότι το υπουργείο Παιδείας ξεκαθάρισε πως δεν θα θεωρείται λάθος η παλιά γραφή.

Ας δούμε όσο πιο συνοπτικά γίνεται αυτές τις αλλαγές, που ενώ βεβαίως δεν μας αφορούν, έχει, πιστεύω, σημασία να δούμε πόσο ίδιος και στερεοτυπικός είναι ο λόγος για τη γλώσσα, πιο ειδικά η φετιχοποίηση της ορθογραφίας –και η σύγχυση, που φτάνει εντέλει να τροφοδοτεί έναν λόγο στο κενό, μακριά από την πραγματικότητα, από τις ίδιες τις αλλαγές!

Ένας από τους στόχους της μεταρρύθμισης είναι να αντιμετωπιστούν ασυνέπειες στη χρήση του ενωτικού, όπως portefeuille (=πορτοφόλι), που γραφόταν σαν μία λέξη, χωρίς ενωτικό, και porte-monnaie (=πορτοφόλι για τα ψιλά) με ενωτικό· vingt-trois (=είκοσι τρία) με ενωτικό, cent trois (=εκατόν τρία) χωρίς ενωτικό, κ.ά. Παράλληλα προβλέπεται η γραφή σε μία λέξη λατινικών και άλλων ξενικών λέξεων: apriori, basketball, cowboy κτλ.· γράφονται χωρίς ενωτικό διάφορες σύνθετες, όπως passepartout, tirebouchon, autostop κτλ.· ενώ, αντίθετα με τις δικές μας μόδες, προτείνεται ο «γαλλικός» πληθυντικός ξενικών λέξεων: ο jazzman, οι jazzmans, και όχι οι jazzmen.

Η αντίδραση αρχίζει με την αλλαγή στη γραφή μεμονωμένων λέξεων: το oignon (=κρεμμύδι), που γράφεται πια όπως ακριβώς προφέρεται: ognon= ονιόν (ενώ με την παλιά γραφή ήταν σαν να προφέρεται «ουανιόν»)· και το nénuphar (=νούφαρο), που θα γράφεται nénufar, όπως γραφόταν από αιώνες, και μόνο στην έκδοση του 1935 γράφτηκε από λάθος nénuphar, επειδή θεωρήθηκε πως είναι ελληνικής καταγωγής (είναι εξάλλου και το μόνο ph που πειράζεται και τρέπεται σε f).

Το έγκλημα καθοσιώσεως είναι που πειράχτηκε η σιρκονφλέξ, παρότι δύσκολα κωδικοποιείται, όπως είπα, και παρουσιάζει κραυγαλέες ανομοιογένειες και ανακολουθίες: μέσα στην ίδια οικογένεια: jeûner / déjeuner, ή grâce / gracieux, icône / iconoclaste · στο ίδιο ρήμα: être, êtes, était, étant· σε λέξεις με απολύτως παράλληλη ιστορία, που όμως αντιμετωπίζονται διαφορετικά: mû / su, plaît / tait· σε άλλες, όπου σημαίνει απλώς ό,τι και η βαρεία: même / thème· σε άλλες χωρίς καμία διαφορά, φωνητική ή άλλη: haine / chaîne, κ.ά. Ωστόσο, παραμένει ανέγγιχτη πάνω από τα φωνήεντα â, ô και ê, εκεί που, κατά την Ακαδημία, «ορισμένοι ομιλητές έχουν την αίσθηση φωνητικής διαφοράς», αντίθετα από τα αδιαφοροποίητα i -î και u-û. Εδώ λοιπόν μονάχα καταργείται, και πάλι όχι (α) σε ρηματικές καταλήξεις, π.χ. nous voulûmes, il suivît· (β) στα κύρια ονόματα και τα παράγωγα επίθετα, π.χ. Nîmes, η πόλη Νιμ, με το επίθετο nîmois· (γ) και ιδίως σε λέξεις με διαφορετική σημασία, π.χ. mûr (=ώριμος) και mur (=τοίχος), jeûne (=νηστεία) και jeune (=νεαρός).

Πάντα η αλλαγή ξενίζει –και εξοργίζει. Σκεφτείτε όμως τους Γάλλους που τους είπαν κάποτε πως τα παιδιά δεν θα τα γράφουν πλέον enfans, αλλά enfants, τον Απρίλη apuril, αλλά avril, τον πυρετό fiebvre, αλλά fièvre, και το κεφάλι teste, αλλά tête (ιδού η σιρκονφλέξ!). Εκεί που καταγγέλλεται λοιπόν η παραβίαση της ιστορίας της γλώσσας απαιτείται ακριβώς μελέτη αυτής της ιστορίας.

Και τώρα μαντέψτε πού γίνεται το μεγάλο γλέντι, π.χ. στα σόσιαλ μίντια: «Σας είχα υποσχεθεί να μειώσω την ανεργία: ιδού λοιπόν!» λέει ο Ολλάντ, σε μια γουστόζικη πάντως γελοιογραφία, πετώντας τη σιρκονφλέξ από τη λέξη chômage (=ανεργία), πάνω από το ο δηλαδή, όπου είπαμε πως δεν πειράζεται. «Καημένε Jérôme, πάει το καπελάκι σου», γράφουν, ενώ εδώ έχουμε διπλή εξαίρεση: o και κύριο όνομα. Ή: «Έφαγα ένα φρούτο τοίχο» (mur, αντί για mûr), κι ενώ είναι από τις εξαιρέσεις που επισημαίνονται και στο τελευταίο άρθρο εφημερίδας…

Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία – δυστυχώς και στην ακρισία.


buzz it!