Η ελληνική γειτονιά και το Λονδονιστάν
(Εφημερίδα των συντακτών 14 Μαΐου 2016)
Η ελληνική γειτονιά…
«Αν μείνουν εδώ [οι πρόσφυγες],
τότε δυστυχώς θα χάσουμε αυτό που είχαμε μέχρι τώρα μάθει, τη γειτονιά μας την
ελληνική, [...] αυτό που λέγαμε, είμαστε μια χώρα καθαρή…»
Σχολιάστηκε ευρέως ο εξ
αντικειμένου ξενοφοβικός χαρακτήρας των λόγων του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου σε σχετικά
πρόσφατη συνέντευξή του (ΕΡΤ1, 21/3), μαζί με συναφείς εκτιμήσεις του, από
επιπτώσεις που θα έχει στην υγεία, στην εργασία, στα ήθη κτλ. η παραμονή
προσφύγων στη χώρα μας έως την ύπαρξη σχεδίου εξισλαμισμού της Δύσης.
Μας ξάφνιασαν τα λόγια τού ήπιων
τόνων αρχιεπισκόπου, που αντιστάθμιζε πάντα τον απερίφραστα και επί παντός
μισαλλόδοξο λόγο άλλων ιεραρχών. Ας κρατήσουμε ωστόσο την πολύ λεπτή κι όμως
κεφαλαιώδους σημασίας διάκριση ανάμεσα σε εκτιμήσεις
που εκβάλλουν σε ξενοφοβική ιδεολογία και σε ξεκάθαρα ξενοφοβικές και
ρατσιστικές απόψεις. Και ας δούμε εδώ
εκτιμήσεις και ανησυχίες ενός ιεράρχη, της Εκκλησίας γενικότερα, που είναι εντέλει
φυσικό να προασπίζει ένα ευνοϊκό γι’ αυτήν στάτους κβο, εν προκειμένω μια
χριστιανορθόδοξη στη μεγάλη πλειονότητά της κοινωνία.
Υπάρχει όμως ένα σημείο που ακυρώνει
τρόπον τινά τις ανησυχίες αυτές, που καθιστά έωλη τη σχετική επιχειρηματολογία:
η «ελληνική γειτονιά». Θα παραμερίσω τα περί «καθαρής χώρας», με τις
ανατριχιαστικές ιστορικές συνδηλώσεις τους, πολύ περισσότερο που, επίσης ιστορικά, δεν υπήρξε χώρα, έθνος,
κράτος, όπως τα εννοούμε σήμερα, και όχι δηλαδή κάποια φυλή χαμένη σε κάποια
ζούγκλα του Αμαζονίου ή της Αφρικής, δεν υπάρχει λοιπόν χώρα που (επ)έζησε
χωρίς επιμειξίες, φυσικά και η δική μας.
Ας μείνουμε έτσι στην «ελληνική
γειτονιά», και ας θυμηθούμε ένα μόλις χτεσινό επιτυχημένο πείραμα ενσωμάτωσης.
Δεν πάνε ούτε τρεις δεκαετίες από τη μαζική σχεδόν είσοδο κυρίως Αλβανών
μεταναστών. Αντηχούν ακόμα στ’ αφτιά μας οι πύρινοι λόγοι για όλα τα δεινά που
επισώρευσε η παρουσία τους: μας παίρνουν τις δουλειές, κυκλοφορούν μ’ ένα
καλάσνικοφ στο χέρι –χώρια που τα παιδιά τους θέλουν να σηκώνουν τη σημαία μας
στις παρελάσεις.
«Αλβανοί, το ανθρώπινο πρόσωπο της πόλης» τιτλοφορούσα ένα παλιό μου άρθρο, αναφερόμενος λ.χ. στις γειτονιές που
ανθήσαν μέσα στη μεγαλούπολη, στα σχολεία στην περιφέρεια που έμειναν ανοιχτά
χάρη στα μεταναστόπουλα, στα χωριά που αναστήθηκαν εκεί που μαράζωναν και ερημώνονταν.
Εξωραϊσμένες, γραφικές εικόνες, θα
λένε κάποιοι. Ήρθε όμως ο επίσημος λόγος, στατιστικές των αρμόδιων υπουργείων
πως η εγκληματικότητα (όλων) των ξένων δεν ξεπερνούσε το «φυσιολογικό» (πολύ
περισσότερο που τα εγκλήματα κατά της ζωής και της περιουσίας συναριθμούνταν με
παραβάσεις που αφορούσαν άδεια παραμονής και εργασίας κτλ.), αδιάψευστοι
αριθμοί για τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ, για φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές
εισφορές, ακόμα και για τη δημιουργία ίσα ίσα θέσεων εργασίας. (Και δεν θα πω
εδώ για ανανέωση του γερασμένου πληθυσμού ή για μικρή έστω συμβολή στη λύση του
δημογραφικού, γιατί θα ξαναδώ μπροστά μου τον Ανδρέα Λοβέρδο μαζί με κάποιον
άλλο εθνοπατέρα, που δεν τον θυμάμαι τώρα, να τινάζονται ηλεκτρισμένοι από την
καρέκλα τους, όταν σε κάποιο πάνελ ειπώθηκε κάτι ανάλογο σε σχέση με τους
τωρινούς πρόσφυγες.)
Όμως, ακόμα και οι αριθμοί μοιάζουν
ανίσχυροι μπροστά στην ιδεολογία. Πόσο μάλλον η ίδια η πραγματικότητα, όσο απτή
και ορατή διά γυμνού οφθαλμού κι αν είναι.
…και το Λονδονιστάν
Κι άμα χαθεί η «ελληνική γειτονιά»,
μπορεί και να καταντήσουμε «Αθηνιστάν», και να εκλέξουμε δήμαρχο πακιστανικής
καταγωγής και μουσουλμάνο, και θα χλευάζει τότε κανένας Ανδρέας Ανδριανόπουλος:
«Μπράβο στο Αθηνιστάν» θα γράφει, όπως έγραψε τώρα «Μπράβο στο Λονδονιστάν» (liberal.gr 9/5), δηλώνοντας ανέμελα πως
δεν τον ξέρει τον νέο δήμαρχο Σαντίκ Καν και τις θέσεις του, ώστε να ξέρει τι
πληγές του Φαραώ θα φέρει στην πόλη του: αλλά να, μπήκε τελευταία σ’ ένα τρένο
για το Κέμπριτζ, και μαύρισε το μάτι του, όπως παλιά του αγίου Θεσσαλονίκης,
όταν είχε κατέβει στην Ομόνοια. Μουσουλμάνοι με κελεμπίες και μουσουλμάνες με
μαντίλες μιλούσαν, άκουσον άκουσον, «σε άγνωστες διαλέκτους και γλώσσες», χειρονομώντας,
ξαναματάκουσον, «έκδηλα αντιβρετανικά»! Και πήγαν και ψηφίσαν τώρα όλοι αυτοί,
μαζί με Λονδρέζους που δεν θα τον ξέρουνε τον Καν, αφού δεν τον ξέρει ο κ.
Ανδριανόπουλος: «όπως έστρωσαν, θα κοιμηθούν» κατακλείει προφητικώς.
Τέσσερις ολόκληρες μέρες από την
εκλογή του Σαντίκ Καν, ο έγκριτος πολιτικός και δημοσιολόγος δεν είδε τηλεόραση
ούτε εφημερίδες, ούτε καν σκέφτηκε να μπει στο ίντερνετ, να δει τον δήμαρχο με
τη χωρίς μαντίλα γυναίκα του, να διαβάσει για τον σαφώς δυτικό προσανατολισμό
του, ή πως το ’13 ψήφισε τον γάμο ομοφύλων, με αποτέλεσμα να απειλείται η ζωή
του από εξτρεμιστές, κτλ.
Όχι, τα Κεντ και τα Κέμπριτζ όπου
σπούδασε ο κ. Ανδριανόπουλος δεν σου μαθαίνουν ούτε καν στοιχειώδη δεοντολογία,
όταν και πάλι σε τυφλώνει η ιδεολογία. Η απερίφραστα, επιστημονικά ξενοφοβική και ρατσιστική τώρα.