Μια βραδιά στην Τεχεράνη
(Εφημερίδα των συντακτών 6 Μαΐου 2016)
Μεγάλο Σάββατο, βραδινό
δελτίο ειδήσεων στην ΕΡΤ1, πρώτη είδηση ο ερχομός του αγίου φωτός: «Με τιμές
αρχηγού κράτους…», «η ορθόδοξη Ελλάδα έκλινε το γόνυ…», «το θαύμα…», «το θείο
μυστήριο της αφής…», «το φως το άκαυτο» (;), κι έπειτα άλλο ρεπορτάζ, ο αρχηγός
κράτους στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου κτλ. Ούτε ο ραδιοφωνικός σταθμός της
Εκκλησίας να ’ταν: κι όχι τόσο για την έκταση που έδωσε όσο για την κατάφαση
που πρόσφερε σε μια ιστορία κραυγαλέας απάτης, έπειτα στη συνεχιζόμενη
γελοιότητα των τιμών αρχηγού κράτους, που πρώτα την Εκκλησία θα ’πρεπε να
βρίσκει αντίθετη και τους πιστούς εκείνου που με το φραγγέλιο έδιωξε τους
εμπόρους απ’ τον ναό.
Πάει, έχεις εκμηδενιστεί. Ό,τι
και να πεις για όλα αυτά και άλλα τέτοια που σε συνθλίβουν κάτω απ’ το βάρος
της απροσμέτρητης γελοιότητάς τους: μεσαίωνας, τριτοκοσμική, θεοκρατική χώρα…,
όλα χιλιοειπωμένα, κοινότοπα πια, σε κάνουν ίσα ίσα να νιώθεις ο ίδιος γελοίος,
έτσι που σε καθηλώνουν σε μια ψυχαναγκαστική επανάληψη, απέναντι σε μια
πραγματικότητα που σε χλευάζει κι αποπάνω για την απόλυτη αδυναμία σου…
Μια μέρα πριν, Μεγάλη
Παρασκευή, την ώρα του επιταφίου, ο περιβόητος Καλαβρύτων εξαπέλυε κατάρες, να
σαπίσει το χέρι του Φίλη, να τρυπήσει το στομάχι όσων φάνε κρέας τη μέρα
εκείνη, κι αυτό που πάλι σε συντρίβει είναι η γνώση πια πως όχι μόνο νόμος, της
πολιτείας ή της Εκκλησίας, δεν τολμά να τον αγγίξει, μα εξασφάλισε και το
πιστοποιητικό του «απαραίτητου», σαν νομοτέλεια ένα πράγμα, για τη συμπαντική
αρμονία, αφού, λέει, υπάρχουν πιστοί με τέτοιες απόψεις, κι αν δεν τους
εξέφραζε, «θα ήταν έλλειμμα στην Εκκλησία»: έτσι μας είπε πρόσφατα ο προϊστάμενός του
αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, σχεδόν ειρωνευόμενος, πως τι να τον κάνει, να τον
μαλώσει;
Ο ίδιος αρχιεπίσκοπος που μίλησε,
στο πασχαλινό μήνυμά του, για την «ανώτερη πολιτισμική καταγωγή» των Ελλήνων,
όπως ακούσαμε στο δελτίο ειδήσεων με το οποίο ξεκινήσαμε. Και ακολούθησαν τα
μηνύματα χορείας ιεραρχών (πρώτη φορά, αν δεν γελιέμαι, τόσων): του πατριάρχη
Βαρθολομαίου, του Αναστάσιου Αλβανίας, του Αμερικής Δημητρίου, του Αντιοχείας ή
του Ιεροσολύμων, ή και των δύο, δεν θυμάμαι, είχα ζαλιστεί πια.
Έντεκα η ώρα, μετά το
συγκεκριμένο δελτίο ειδήσεων, στην ΕΡΤ1 παίζει ο Βέγγος, ενώ θα ακολουθήσει συναυλία
της Γαλάνη με τη Γιώτα Νέγκα και την Τσαλιγοπούλου· στην ΕΡΤ2, σύνδεση με τον
Άγιο Διονύσιο της Σκουφά· στην ΕΡΤ3, σύνδεση με κάποιο γυναικείο μοναστήρι στο
Παγγαίο· στο κανάλι της Βουλής, σύνδεση με το Φανάρι. Ίσον, στα τρία από τα
τέσσερα κρατικά κανάλια, εκκλησία. Κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο η ΕΡΤ1
διακόπτει τη συναυλία, πριν καλά καλά αρχίσει, και συνδέεται κι αυτή με το
Φανάρι. Ίσον, στα τέσσερα από τα τέσσερα κρατικά κανάλια, εκκλησία· στα δύο
μάλιστα από τα τέσσερα, η ίδια εκκλησία!
Δώδεκα παρά κάτι, στην ΕΡΤ2,
καθώς αρχιεπίσκοπος και ιερείς βγαίνουν για την ανάσταση, πέφτει και εκφωνητής
αποπάνω, ασύστολα και ακατάσχετα θεολογών, θαρρείς μεταγραφή απ’ τον σταθμό
πάντα της Εκκλησίας. Σε λίγο ακούγεται το «Χριστός ανέστη», και, όπως τείνει να
καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια, η στρατιωτική μπάντα συναγωνίζεται ιερείς και
κωδωνοκρουσίες παιανίζοντας τον εθνικό ύμνο, τον οποίο ψέλνουν, τρόπος του
λέγειν, και τα τιμητικά αγήματα.
Μπαίνουν μέσα οι ιερείς, μας
αποχαιρετά ο θεολόγος εκφωνητής, σταματάει τη μετάδοση η ΕΡΤ2 και τρέχει για τη
μαγειρίτσα. Η ΕΡΤ1 συνεχίζει λίγο ακόμα στο Φανάρι, με τον Βαρθολομαίο που σαν
να βγάζει κήρυγμα. Σε λίγο εγκαταλείπει και η ΕΡΤ3, έμεινε το κανάλι της Βουλής
με το Φανάρι μέχρι τέλους, έληξε το όνειρο που δεν ήταν όνειρο μα ζωντανός
εφιάλτης, μια βραδιά στην Τεχεράνη.
Που είναι δύο και τρεις
φορές πιο Τεχεράνη, έτος 2016 και με αριστερή κυβέρνηση. Ενδεικτική ήταν απλώς
η περιγραφή της βραδιάς της ανάστασης, πλήθος, αλλεπάλληλα, έρχονται τα
πλήγματα, ηχηρά χαστούκια, ή φτυσιές καταπρόσωπο, από τα εκκλησιοκρατικά,
καληώρα, ή από τα στρατοκρατικά, που νότα τους μόνο ήταν η επίδειξη εθνικιστικής
ισχύος, ακόμα και προς την αδερφή Εκκλησία, με τον εθνικό ύμνο να πνίγει το
«Χριστός ανέστη».
Δεν είναι θέμα
μαξιμαλιστικών πια στόχων. Ούτε τον εδώ και τώρα σοσιαλισμό περιμένουμε, ούτε,
ειδικότερα, στο προκείμενο, τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Και τη
συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ τη δεχτήκαμε, όσοι τη δεχτήκαμε, και εξακολουθούμε να
τη βλέπουμε σαν τη μόνη, φευ, εφικτή, διά της εις άτοπον απαγωγής εννοείται. Αλλά
είναι αυτά τα υποτίθεται ή και όντως μικρά, μεγάλα όμως, τεράστια, στη
γελοιότητα ή στον συμβολισμό τους, αυτά που δεν μπορείς άλλο να τα καταπιείς,
αυτά που δεν έχεις πώς να τα στηρίξεις, πού να τα χωρέσεις, και θες πια να
χωθείς βαθιά στη γη. Από ντροπή, βεβαίως.