Η μοναξιά την Ανάσταση, ή Τα έξι δυναμιτάκια
(Εφημερίδα των συντακτών 21 Απρ.
2018)
Γράφω, ξέροντας πως η εικόνα που θέλω να μεταφέρω δεν είναι για επιφυλλίδα,
δεν μπορεί η επιφυλλίδα να μεταδώσει τη δύναμη που κρύβει η εικόνα –μάλλον
σκηνή. Θέλει εικόνα δηλαδή η συγκεκριμένη εικόνα, μια ταινία μικρού μήκους
λόγου χάρη, θέλει ένα ποίημα, διήγημα, μουσική.
Πιάνω και γράφω λοιπόν «Ανοιχτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος», κατά την
άκαμπτη γραφειοκρατική διατύπωση, με την ελπίδα να βρεθεί κάποιος τεχνίτης να
μνημειώσει τη σκηνή, απλή σε πρώτη όψη, συγκλονιστική πάντως για μένα, που τη φυλάω
πώς και πώς από το βράδυ της ανάστασης.
Ήρθε η ώρα της λοιπόν, καθώς δεν ήθελα να τη μολύνω με τα άλλα πασχαλιάτικα
της προηγούμενης επιφυλλίδας, όλα σε σχέση με αγυρτείες και καρναβαλισμούς,
ιδίως της εκκλησίας, π.χ. το «άγιο φως», οπότε, αυτομάτως, και της πολιτείας.
Η σκηνή μου τώρα, όσο πιο λεπτομερώς μπορώ, κι ας κινδυνεύει έτσι να φανεί
ανιαρή:
Βράδυ της ανάστασης, μπροστά στην τηλεόραση, ζάπιν ανάμεσα στην ανούσια
ψαλτικά ακολουθία της Μητρόπολης και την πολύ ξεθωριασμένη πλέον, πάντα
ψαλτικά, του Πατριαρχείου. Από μακριά, όλο και κάποια δυναμιτάκια ακούγονται,
που πυκνώνουν όσο πλησιάζει η ώρα. Λίγα λεπτά πριν απ’ τις δώδεκα, βγαίνω στη
βεράντα, οι εκκλησίες από μακριά αρχίζουν ν’ ανασταίνουν, καμπάνες, βεγγαλικά,
καράβια που σφυρίζουν.
Ξαφνικά, ένα δυναμιτάκι σκάει κι εδώ, κάπου μπροστά, κι έπειτα τίποτα. Η
μικρή εκκλησία, ούτε 30 μέτρα αριστερά μου, αργεί ακόμα, ο λιγοστός κόσμος
περιμένει με τις λαμπάδες του, σ’ όλη όμως τη γύρω περιοχή και στον μεγάλο
δρόμο, απόλυτη ερημιά. Τότε προσέχω, στο απέναντι, φαρδύ πεζοδρόμιο, έναν
ψηλόλιγνο νεαρό. Στέκεται ακίνητος, πλάτη σ’ εμένα, τζιν μπουφάν, πλούσια
σπαστά μαλλιά, στα 16 με 20, το πολύ, μου φάνηκε, κι ας μην τον είδα τελικά ποτέ
από μπροστά. Μάλλον αυτός θα έριξε το δυναμιτάκι, σκέφτηκα, και τώρα περιμένει
το Χριστός ανέστη.
Πανδαιμόνιο πια από παντού, σχεδόν νεκρική σιγή εδώ· μόνο, απ’ τα μεγάφωνα,
η φωνή του αργοπορημένου παπά, που διαβάζει ακόμα το ευαγγέλιο. Ο νεαρός πάντα
ακίνητος στη θέση του, κάποια στιγμή αρχίζουν κι οι δικές μας καμπάνες, και ο
νεαρός πετάει το πρώτο δυναμιτάκι, το πρώτο που βλέπω με τα μάτια μου, με μια
κίνηση τελείως χαλαρή, ίσα ένα μέτρο μπροστά του. Οι καμπάνες συνεχίζουν
πανηγυρικά, ο νεαρός, πάντα στην ίδια στάση και πάντα με την ίδια χαλαρή
κίνηση, πετάει ένα δεύτερο δυναμιτάκι. Πάντα οι καμπάνες και πάντα ο νεαρός,
ούτε άλλο δυναμιτάκι από κάποιον άλλο ούτε βεγγαλικό, πάντα στο βουβό τοπίο
ανάμεσα στον νεαρό και την εκκλησία, τοπίο που τώρα στίζεται απλώς με τους πιστούς
που φεύγουν βιαστικά με την αναμμένη λαμπάδα τους. Τρίτο δυναμιτάκι, τέταρτο,
δεν θυμάμαι πια αν και πέμπτο, πες όμως ότι ήτανε και πέμπτο –σύνολο έξι τότε, μαζί
με το πρώιμο, το πριν απ’ το Χριστός ανέστη.
Κι ο νεαρός βάζει τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, και ήσυχα ήσυχα κινάει
και φεύγει προς τα αριστερά, στον πάντα έρημο μεγάλο δρόμο.
Κάθομαι και σκέφτομαι: ένας νεαρός, μάλλον έφηβος, θέλησε να κάνει
ανάσταση, όπως λέμε, με τον τρόπο του οπωσδήποτε, ή όπως έκανε άλλες χρονιές,
αλλά με την παρέα του, θέλησε λοιπόν να κάνει ανάσταση, ή πιο απλά: να ρίξει τα
δυναμιτάκια του· και σηκώθηκε και πήγε μόνος του, γιατί οι φίλοι, γείτονες,
συμμαθητές είχαν φέτος φύγει με την οικογένειά τους, πήγε έτσι σε μια εκκλησία,
κοντινή προφανώς, στάθηκε από μακριά, μόνος, περίμενε, έριξε τα δυναμιτάκια
του, πέντε ή έξι, δεν θα είχε για πιο πολλά, και έφυγε. Δεν ήταν καν οι δικοί
του στην εκκλησία, οπότε λες ότι πήγε αυτός παράμερα για τα δυναμιτάκια του, κι
έπειτα έφυγαν μαζί· όχι, έφυγε μόνος, με τα πόδια, που σημαίνει και πως δεν
είχε λ.χ. μηχανάκι, που θα το ’παιρνε, όσο κοντά κι αν έμενε, νά τα διάφορα που
μου φτιάχνουν τελικά την εικόνα του 16άρη, για να μην πω και μικρότερου ακόμα·
μόνος λέω έφυγε, να πάει σε άδειο άραγε σπίτι; γιατί είχαν ίσως φύγει και οι
δικοί του στο χωριό και είχε μείνει, άγνωστο γιατί, αυτός μόνος; ή γιατί
περίμεναν στο σπίτι, γέροι κι ανήμποροι, και γι’ αυτό δεν είχαν πάει στην εκκλησία;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς μ’ ένα σωρό υποθέσεις κι εκδοχές. Και
μακάρι, ξαναλέω, να βρεθεί αυτός που θα μεταπλάσει τη σκηνή, με την όποια δική
του εκδοχή.
Η εικόνα όμως είναι μία: ένα νέο παιδί που πάει μόνο του «να κάνει ανάσταση»,
να ακολουθήσει ένα έθιμο, να ρίξει τα δυναμιτάκια του, μόνο του, και ξαναφεύγει
έπειτα μόνο του· και τη βρίσκω, ξαναλέω, συγκλονιστική την εικόνα αυτή στην
ουσία της, εξαγνιστική στην ατόφια συγκίνησή της.
Του χρόνου πια: το έφτιαξα κάπως σαν ραντεβού στο μυαλό μου: εγώ θα είμαι
εδώ· αυτό, ελπίζω όχι.