Αντισημιτισμός και αντικομμουνισμός
(Εφημερίδα των συντακτών 28 Απρ. 2018)
Ισραηλινοί παρακολουθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις της χώρας τους εναντίον αμάχων Παλαιστινίων στη Γάζα |
Από τα πλέον περίπλοκα και ακανθώδη ζητήματα που από τα μέσα του περασμένου αιώνα κατέχει –απολύτως εύλογα, αν όχι υποχρεωτικά– κεντρική θέση στην πολιτικοϊδεολογική στάση της αριστεράς, της ευρύτερης θα πω τώρα αριστεράς, αλλά και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, πάντως εντεύθεν της δεξιάς και, προφανέστατα, της ακροδεξιάς, είναι η διάκριση, τα όρια, ανάμεσα στην κριτική απέναντι στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ, στο ίδιο το κράτος του Ισραήλ, και τον αντισημιτισμό.
Εκτός από σποραδικές αναφορές, έχω
αφιερώσει σειρά τριών ολοσέλιδων άρθρων[1]
στο «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό» κράτος του Ισραήλ, σύμφωνα με τον
χαρακτηρισμό του κορυφαίου Ισραηλινού
συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν, χωρίς να θεωρηθώ, όσο έπεσε στην αντίληψή μου, αντισημίτης,
ενώ απ’ την άλλη έχω γράψει π.χ. για τις αντιεβραϊκές θέσεις που εξέφρασε
κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης·[2]
παραταύτα, επιμένω πως δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα τα όρια, δεν είναι ιδίως
από την πλευρά του Ισραήλ, εξού και πάντα, όταν προφέρει κανείς και μόνο το
όνομά του, έχω την αίσθηση ότι οφείλει να σηκώνει ψηλά τα χέρια, πως είναι
άοπλος, και έπειτα να επιδεικνύει την ταυτότητά του, κι ακόμα καλύτερα τις
όποιες περγαμηνές του, αν διαθέτει, όπως έκανα εγώ τώρα –ψυχαναγκαστικά,
ομολογώ, για να μην πω καταναγκαστικά.
Με αυτό το έξωθεν, θα έλεγα,
επιβεβλημένο διαβατήριο θέλω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις που μόνο πλαγίως
σχετίζονται, πάντα κατά την άποψή μου, με το συγκεκριμένο πρόβλημα, τον
αντισημιτισμό. Αφορμή, η συζήτηση που έγινε εδώ τελευταία γύρω από δύο σκίτσα
του Μιχάλη Κουντούρη, και στην οποία δεν προτίθεμαι να πάρω μέρος άμεσα· θέλω
όμως να καταγράψω κάποιες σκέψεις που πηγαινοέρχονται από καιρό στο μυαλό μου
σε ανάλογες περιστάσεις:
Η ανανεωτική αριστερά, αν περιοριστούμε στα δικά μας, που γεννιέται
επισήμως το 1968, με τη διάσπαση του ΚΚΕ και, αμέσως έπειτα, με τη σοβιετική
εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, στη μακρά και επίπονη πορεία για τη διαμόρφωση του
ιδεολογικού προσώπου της, πολεμήθηκε λυσσαλέα· κυρίως κατασυκοφαντήθηκε ότι, με
την καταγγελία των εγκλημάτων του σταλινισμού, και γενικότερα του υπαρκτού
σοσιαλισμού, όπως τον είπαμε αργότερα, ρίχνει νερό στον μύλο της αντίδρασης, δίνει
επιχειρήματα στις δυνάμεις της αντίδρασης, ή και συντάσσεται με τις δυνάμεις
της αντίδρασης, ενισχύει τον αντικομμουνισμό, διολισθαίνει προς τον
αντικομμουνισμό, ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό, είναι η ίδια εντέλει αντικομμουνισμός,
νέτα σκέτα.
Δεν είναι πάντα τόσο ευθύγραμμη η κριτική, ούτε απολύτως ομοιόμορφη, έχει
δηλαδή τις αποχρώσεις της, η ουσία όμως, σε πρόχειρη έστω ανάγνωση, η σούμα, με
άλλα λόγια, είναι αυτή.
Κι όμως, δεν έπαψε την αναζήτηση η ανανεωτική αριστερά, δεν μετρίασε την
κριτική της, δεν περιορίστηκε καν στην καταγγελία των εγκλημάτων του υπαρκτού,
αλλά συνέβαλε και στην αποκάλυψή τους –κι ας έδινε όντως τροφή, επιχειρήματα
στην αντίδραση.
Μόνο έτσι όμως ήταν νοητό, αλλά και δυνατό, να διαμορφώσει την ταυτότητά
της, και παράλληλα να την υπερασπίσει απέναντι όχι μόνο στην καθαυτό αντίδραση
αλλά, ακόμα πιο δύσκολο, σ’ όσους τη συναριθμούσαν με την αντίδραση. Μόνο έτσι
μπορούσε να υπάρξει, μόνο έτσι είχε νόημα εντέλει να υπάρξει. Κυρίως: αυτή ήταν
η ηθική της.
Δεν είναι ίδια τα φαινόμενα, εννοείται· παρουσιάζουν όμως σοβαρές, κατά την
άποψή μου, αναλογίες, που θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν σε μελλοντική
συζήτηση, μια και το ακανθώδες, όπως είπα, θέμα δεν επανέρχεται απλώς, είναι
εύλογα μονίμως και σταθερά παρόν.
Εν πάση περιπτώσει, προτού επιχειρήσω να βάλω σε τάξη αυτές τις σκέψεις, χρειάζεται
να σημειώσω και πάλι πως αφορμή μόνο είχαν τη συγκεκριμένη συζήτηση, το πνεύμα
της γενικότερα, το οποίο ανακαλεί παρόμοιες συζητήσεις, και όχι τα επιμέρους
κείμενα, ακόμα και της πρέσβειρας του Ισραήλ, με εξαίρεση ίσως μια επιστολή του
Ζαν Κοέν, που κουνάει το δάχτυλο στον Μιχάλη Κουντούρη σαν σε δεκάχρονο παιδάκι, που πατάει για την
ακρίβεια τη σκανδάλη απέναντι σ’ ένα παιδί με μια πέτρα στο χέρι –για να
μείνουμε στην εικόνα που μόνιμα εικονογραφεί την κρατούσα σχέση και στάση,
προκαλώντας και τις ανάλογες αντιπαραθέσεις.
Όσο για την αναλογία που πρότεινα, εννοώ ότι, όπως κάθε κριτική στον
σταλινισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό θεωρείται πως δίνει όπλα στον αντικομμουνισμό,
ή και είναι αντικομμουνισμός, έτσι βλέπουμε συχνά, αν όχι κατά κανόνα, να θεωρείται
ότι κάθε κριτική στο Ισραήλ δίνει όπλα στον αντισημιτισμό, ή και είναι
αντισημιτισμός. Η αλήθεια είναι προφανής, πως και στις δύο περιπτώσεις όντως δίνονται, εξ αντικειμένου, όπλα
στον αντικομμουνισμό και στον αντισημιτισμό, χωρίς αυτό ούτε να οδηγεί ούτε να
είναι αντικομμουνισμός και αντισημιτισμός.
Άλλη αλήθεια είναι ότι, ακόμα κι αν κάποτε κάποιος στόχος είναι κοινός,
όταν λόγου χάρη αριστεροί έως ακροδεξιοί βρεθήκαμε στη μεγάλη διαδήλωση ενάντια
στον πόλεμο στο Ιράκ, είναι καταρχήν σφάλμα να παραγνωρίζονται οι διαμετρικά
αντίθετες καταβολές, πηγές, διαδρομές του καθενός.
Όχι μόνο στο παρελθόν, σαν τάχα ελαφρυντικό, αλλά στο ίδιο το παρόν του.
[1]
«Αντικειμενικότητα, ίσως· ουδετερότητα, αδύνατον!», Τα Νέα 19.8.06· «Ιστορία ή μυθιστορήματα με λήσταρχους;», Τα Νέα 2.9.06· «Μιλιταριστικό,
εθνικιστικό, ρατσιστικό», Τα Νέα 14.10.06·
τώρα, Στοιχήματα, Δ΄: Πολιτική και
ιδεολογία, Γαβριηλίδης, 2014, σ. 94 κ.ε., 103 κ.ε., 112 κ.ε., αντίστοιχα.
[2]
«Αυτός ο Μίκης είναι δικός τους ή δικός μας;», Στοιχήματα, Δ΄, όπ. παρ., σ. 121 σημ.1.