Θα μας πει τώρα ο εμπρηστής αστυνομικός; - Αρχαία από μετάφραση, είπαν κι οι άλλοι
(Εφημερίδα των συντακτών 13 Οκτ. 2018)
Θα μας πει τώρα ο εμπρηστής
αστυνομικός;
Σχολιάστηκαν εξαντλητικά τα όσα είπε ο προέδρος
της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών, ονόματι Δημοσθένης Πάκος, στον Ν.
Χατζηνικολάου, στις ειδήσεις του Αντένα (27/9), σχετικά με το μερίδιο των
αστυνομικών στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Εγώ όμως έχω μείνει με μια
απορία.
Θυμίζω πρώτα τα λόγια του προέδρου για τον
τρόπο με τον οποίο πέρασαν χειροπέδες οι συνάδελφοί του σ’ έναν ημιθανή:
«Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει. Σε
όποιον δεν αρέσει, γιατί σε μένα δεν αρέσει κάτι άλλο…» και ακολουθούσε η πολιτική
τοποθέτηση του προέδρου, που δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Εδώ μας ενδιαφέρει η ξεκρέμαστη,
λειψή φράση: «Σε όποιον δεν αρέσει»: Γιατί ξεστράτισε μες στην ορμή του λόγου
του ο πρόεδρος, λέγοντάς μας τι δεν αρέσει σ’ εκείνον, και δεν μας είπε τι να
κάνουμε εμείς, εάν δεν μας αρέσει.
Ό,τι και να φανταστούμε σαν συνέχεια, και
αφού βεβαίως λάβουμε υπόψη τον μετά βίας συγκρατημένο απειλητικό τόνο της φωνής,
ό,τι και να φανταστούμε λοιπόν, αυθαίρετο θα ’ναι. Ας δοκιμάσουμε όμως: «Σε
όποιον δεν αρέσει, να σηκωθεί να φύγει, να πάει σ’ άλλη χώρα»: η ήπια εκδοχή.
«Σε όποιον δεν αρέσει, να κόψει τον λαιμό του»: κάπως καλύτερα, πιο ταιριαστά
πάντως με το ύφος. «Σε όποιον δεν αρέσει, να ’ρθει να μας τα κλάσει»:
καλυτερότερα, ταμάμ νομίζω με το ύφος.
Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, ας σκεφτεί ο
πρόεδρος πως υπήρξαν και υπάρχουν και κάποιοι που πάνε κάποιες φορές και, μετά
συγχωρήσεως, τους τα κλάνουν. Να μην ολοφύρεται τότε αυτός και μαζί οι γνωστοί
παραστάτες πως άλλοι στοχοποιούν τους αστυνομικούς, που «κι αυτοί έχουν
μανάδες» κτλ. Γιατί τους αστυνομικούς τους στοχοποιεί ο πρόεδρός τους! Γιατί
πόλεμο κήρυξε ο πρόεδρος! Γάντι πέταξε ο πρόεδρος!
Ας το ’χουμε όλοι πάντα κατά νου, για τον
καταλογισμό των ευθυνών εννοείται, έτσι και βρεθεί και το σηκώσει κανένας.
ΥΓ. Και μία ερώτηση προς
την υπηρεσία του προέδρου και το αρμόδιο υπουργείο: Ο κ. Πάκος έχει άραγε
υποβληθεί στα τακτά (;) ψυχολογικά τεστ που προβλέπονται για τα όργανα της
τάξης; και με τι αποτελέσματα; Γιατί, όποιος τον είδε στην τηλεόραση, θα
αναρωτήθηκε σίγουρα πως, αν ήταν θέμα λίγων δευτερολέπτων ακόμα να χιμήξει στον
λαιμό του Χατζηνικολάου, τι θα κάνει τότε στον κάθε πολίτη στον δρόμο, Ζακ ή μη
Ζακ;
Αρχαία από μετάφραση,
είπαν κι οι άλλοι
«Στα Μαθήματα
Πολέμου του Δημήτρη Λιγνάδη [σ.σ. σύνθεση αποσπασμάτων Θουκυδίδη] ήταν η
πρώτη φορά που ένιωσα να ζωντανεύει πραγματικά ο πολύτιμος αρχαίος λόγος»
γράφει αρχή αρχή στην κριτική της η Ματίνα Καλτάκη (Καθημερινή 30/9) και νομίζεις, μάλλον είσαι σίγουρος, πως ο
Θουκυδίδης ακούγεται στο πρωτότυπο.
Όμως όχι· αρκετά αργότερα μαθαίνεις πως «η
επιτυχία των Μαθημάτων Πολέμου
εκκινεί [σικ] από τον τρόπο που απέδωσε σε σύγχρονη, δυνατή και καθαρή, γλώσσα
το αρχαίο κείμενο ο φιλόλογος Γιάννης Λιγνάδης…»
Ώστε χρειαζόταν μετάφραση, απόδοση, σε σύγχρονη γλώσσα, για να ζωντανέψει «ο πολύτιμος αρχαίος λόγος»:
αυτό ακριβώς που πρέσβευαν ανέκαθεν οι δημοτικιστές και πρεσβεύουν και σήμερα όσοι
προτάσσουν την αρχαιομάθεια, την
επαφή του μαθητή με τον πλούτο της αρχαίας γραμματείας, των κειμένων, απέναντι στην άγονη αρχαιογλωσσία, που με την εμμονή σε
γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα και κανόνες αφυδατώνει τα ξέφτια των
αρχαίων κειμένων, τα ελάχιστα δηλαδή αποσπάσματα που χωρούν έτσι στο σχολικό
πρόγραμμα.
Χάρηκα, πρέπει να πω, με την απερίφραστη αυτή
ομολογία-διαπίστωση της κριτικού, διαπίστωση μάλιστα που γίνεται στην πράξη, με
βάση συγκεκριμένο εγχείρημα, και όχι αόριστα και θεωρητικά.
Όμως, διαβάζω στον επίλογο (και αφού έχει
μεσολαβήσει μια παρεμπίπτουσα αναφορά ότι «με το μονοτονικό τραυματίστηκε
σοβαρά η σχέση με την αρχαία μορφή της γλώσσας»!) πως
«Τα Μαθήματα
Πολέμου παρακολουθούνται με αμείωτη προσοχή, απαντώντας σε όλους αυτούς που
θέλουν να εξαφανίσουν, ως μη χρήσιμα, τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών (και
των λατινικών) από τα σχολεία»!
Εδώ τα πράγματα ξαφνικά αλλάζουν,
αντιστρέφονται· τα όσα είχε γράψει αρχικά η κριτικός ακυρώνονται και
εξαφανίζονται πίσω από την αείζωη ιδεογλωσσική σύγχυση, που (με τις
υπεραπλουστεύσεις αλλά και τις ανακρίβειές της: εξαφάνιση, κατάργηση κτλ.)
παγιδεύει την κριτικό, η οποία μοιάζει να μην καταλαβαίνει ότι «τα Μαθήματα Πολέμου παρακολουθούνται με
αμείωτη προσοχή» ακριβώς επειδή ο θεατής έρχεται σε επαφή με κείμενο –και το κείμενο σήμερα υπάρχει
μόνο μέσα απ’ τη μετάφρασή του.
Η συνέχεια, αναμενόμενη: «Εδώ και τριάντα, αν
όχι σαράντα, χρόνια η πολιτική τάξη αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπισθεί την
ελληνική παιδεία. Οι νέοι δεν μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, την Ιστορία, την
Ιστορία της σκέψης και τη λογοτεχνία – όλα αυτά που συναποτελούν την “ελληνική
ταυτότητα”».
Και τα λοιπά. Τα παλιά και γνωστά.