Νυμφευοπαντρευόμαστε; - Η εθνική ανορθογραφία
(Εφημερίδα των συντακτών 20 Οκτ. 2018)
«Κάποια στιγμή νυμφεύεστε την τάδε...», άκουσα ξαφνικά, και ευχήθηκα να ήταν η βαρηκοΐα μου, να παράκουσα, όμως, αλίμονο, ήμουν σίγουρος, η λίγη μου ακοή δεν με γελούσε, ποιος θα το ’λεγε άλλωστε το νυμφεύομαι αν όχι η Βίκυ Φλέσσα –αυτή κι ο Νότης Σφακιανάκης, θυμήθηκα αμέσως μετά!
Νυμφευοπαντρευόμαστε;
λέμε νιόπαντροι αλλά νεόνυμφοι: το σωστό: νιοπαντρόνυμφοι ή νιονυμφόπαντροι |
«Κάποια στιγμή νυμφεύεστε την τάδε...», άκουσα ξαφνικά, και ευχήθηκα να ήταν η βαρηκοΐα μου, να παράκουσα, όμως, αλίμονο, ήμουν σίγουρος, η λίγη μου ακοή δεν με γελούσε, ποιος θα το ’λεγε άλλωστε το νυμφεύομαι αν όχι η Βίκυ Φλέσσα –αυτή κι ο Νότης Σφακιανάκης, θυμήθηκα αμέσως μετά!
Ναι: «Κάποια στιγμή νυμφεύεστε τη Ράια Μουζενίδου» είπε η Βίκυ Φλέσσα, με
το μονίμως λάγνο βλέμμα, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο (ΕΡΤ 1, 19/20.9.18,
πιθανότατα σε επανάληψη), που ήταν εξάλλου και ο μόνος λόγος που δεν είχα
αλλάξει κανάλι ώς τότε.
Δεν είναι λίγες οι καθαρευουσιανιές της Βίκυς Φλέσσα, μέσα στην όλη της
εκζήτηση, αλλά και νυμφεύομαι; Εδώ
πια βρισκόμαστε μπροστά στον ανθηρό γλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό, σε μία από τις πολλές
εκφάνσεις του, όπου ξανάρχονται στο προσκήνιο περίπου βίαια, εν πάση περιπτώσει
με άκρο φανατισμό και απολυτότητα, λεπτές διακρίσεις που έτεινε να τις υπερβεί
η γλωσσική πραγματικότητα, όπως πλειονότητα-πλειοψηφία
και (λιγότερο) μειονότητα-μειοψηφία. Ακόμα
περισσότερο η διάκριση καταρχήν-καταρχάς,
που σχεδόν ανασυστάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες: τώρα το «λάθος» επισημαίνεται
και στιγματίζεται με ιδιαίτερο ζήλο και σφοδρότητα, κατά τον απαράβατο κανόνα του
καινούριου κοσκινακίου –αστεράκι μάλιστα των πρωινάδικων δήλωνε σε συνέντευξή
του ότι χώρισε την κοπέλα του, επειδή έλεγε καταρχήν
αντί για καταρχάς!
Αν τώρα η πλειονότητα και το καταρχάς έτειναν να υποχωρήσουν, όμως παρέμεναν
σε χρήση, περιορισμένη έστω, το νυμφεύομαι
είχε απορροφηθεί οριστικά και προ πολλού από το παντρεύομαι. Ναι, «κανονικά» ο άντρας νυμφεύεται, αποκτά δηλαδή μια νύμφη, και η γυναίκα υπο-ανδρεύεται, βάζει δηλαδή άντρα πάνω
απ’ το κεφάλι της, παντρεύεται. Όπως, στα ίδια χωράφια, ο άντρας γεννά ενώ η γυναίκα τίκτει –πώς τους ξέφυγε αυτό; Νοείται σήμερα η τήρηση αυτών των
διακρίσεων; Ανοήτως μόνο.
Ανέφερα όμως και τον Νότη Σφακιανάκη, με τις γλωσσικές του ανησυχίες, που είπε
κάποτε ότι το πρώτο από τα δύο μεγάλα κακά του Αντρέα Παπανδρέου ήταν «η αφαίρεση
της ελληνικής γλώσσας απ’ τα σχολεία». Εμφανίστηκε λοιπόν ο Σφακιανάκης σε
ραδιοφωνική εκπομπή του Αντώνη Ρέμου, και κάποια στιγμή τον ρωτάει: «Δεν
έχεις…» – «…παντρευτεί» τον διέκοψε ο Ρέμος, που είχε καταλάβει την ερώτηση·
ανατρίχιασε ο Σφακιανάκης: «Νυμφευτεί! Όχι παντρευτεί, ρε συ! Τι είσαι, γκέης;
Νυμφευτεί ο άντρας· υπ-ανδρεύεται η νύμφη· νυμφεύεται ο άντρας!»
Γιά φανταστείτε, το ζευγάρι να καλεί στον γάμο του: «Νυμφευοπαντρευόμαστε /
Παντρευονυμφευόμαστε την τάδε του μηνός». Ή τη μάνα να ζαλίζει τον γιο της: «Άντε,
γιόκα μου, να νυμφευτείς! Να βρεις ένα καλό κορίτσι, μια νυμφούλα!» Γιατί όχι; Όπισθεν
ολοταχώς, δεν έλεγε ο Χριστόδουλός μας; Νότης και Βίκυ δείχνουνε τον δρόμο!
Ανόητα, ψεύτικα ελληνικά.
Η εθνική ανορθογραφία
Μα τι μου φταίει στον Σολωμό, που τόσο μ’
αρέσει η ποίησή του, όμως δεν βρίσκω τίποτα, ας πούμε, ερωτικό επάνω του; Μήπως
αυτό το μαύρο ρούχο με την άσπρη πουκαμίσα και το κολάρο απομέσα, σαν να ’ναι
κρυωμένος, ή εκείνο το μαλλί προς τα πάνω και πίσω, σαν απ’ τους ανεμιστήρες
των φωτογράφων; Και στον Μακρυγιάννη, που ’ναι στο κάτω κάτω ομορφάντρας; Μήπως
εκείνο το σαρίκι, και η μαλλούρα αποκάτω, όπως φαντάζεται κανείς, σήμερα που το
ξυρισμένο κρανίο ορίζει τον άντρα τον μάτσο τον σωστό;
Έσπαγα το κεφάλι μου, ώσπου σαν κάτι να
ψυλλιάστηκα: «ακρα του ταφου σiοπi στο καμπο βασiλεβi· λαλi πουλί, περνi σπiρί,
κ i μανα το ζiλεβi» θυμήθηκα το χειρόγραφο του Σολωμού, «ηςτινδοξα υςτινδοξα
ηςτινδοξα τοθεο τιςαυατριαδος τις θεοτοκος τοαγιανι τοβαφτιστι…» (= Εις την
δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού, της αϊα-Τριάδος, της Θεοτόκος, του
α-Γιάννη του Βαφτιστή…) του Μακρυγιάννη. Διάβασα έπειτα και τον συγγραφέα-στιχουργό
Οδυσσέα Ιωάννου (Το Βήμα 23.9.18), και βεβαιώθηκα: «Ένας ανορθόγραφος είναι αντιερωτικός»!
Αυτά τα ρημάδια τα sms, λέει, με τη μαζική χρήση τους, μας
ξεμπρόστιασαν: είμαστε λαός ανορθόγραφος. Και «υπάρχουν γραπτά μηνύματα που έσκασαν πάνω μας σαν βία. Λέξεις που μας
χτύπησαν στα μούτρα και μας ζάλισαν. Από ανθρώπους που δεν πήγαινε το μυαλό σου»,
«σκληρές εικόνες κακοποιημένων λέξεων»... Ε, ναι, «είναι εντελώς αντιερωτικό. Ένας
ανορθόγραφος είναι αντιερωτικός»! Γιατί «το να μιλάς και να γράφεις σωστά τη
γλώσσα σου [...] σχετίζεται και με τη σωματική έλξη, και αν θέλετε να το
ξεχειλώσω, ακόμη και με την ηδονή, την απόλαυση»!
Νά τη, ολοτσίτσιδη μπροστά μας, μια και μιλάμε για ερωτισμό, η κλασική πλην
ανεπίτρεπτη σύγχυση γλώσσας και γραφής («το να μιλάς και να γράφεις σωστά τη
γλώσσα σου…»), η σύγχυση της γλώσσας, του λόγου, της ουσίας, με την απλή εικόνα
της, τη σκέτη σύμβαση και τίποτ’ άλλο!
Προσοχή λοιπόν: πλειονότητα, νυμφεύομαι και τίκτω, και μάλιστα επουδενί: «πλυονότιτα», «νημφέβομε» και «τήκτο»,
γιατί πάει, ανέραστοι θα μείνουμε εσαεί.