Χειμωνάς κατά βούληση (β΄)
(Εφημερίδα των συντακτών 6 Οκτ. 2018)
Μπορεί ένας συγγραφέας να αφήσει
αδημοσίευτα κείμενα, ημιτελή ή και όχι, και να τα δημοσιεύσει μετά τον θάνατό
του ένας φιλολογικός επιμελητής, εκδότης κτλ.; Μπορεί - δεν μπορεί, αυτό
συμβαίνει, και είναι θέμα που ξεπερνά τα όρια αυτής της στήλης. Ο Κούντερα
πάντως έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο, με τον εύγλωττο τίτλο Προδομένες διαθήκες, για την παραβίαση της καλλιτεχνικής, της
αισθητικής διαθήκης, της βούλησης εντέλει του δημιουργού. Ενώ ο Ελύτης, ακριβώς
για να προστατέψει το έργο του και να προστατευτεί, φρόντιζε επιμελέστατα να
μην αφήσει κατάλοιπα, και για τον ίδιο λόγο παρότρυνε τους νέους ποιητές, όπως
έγραφα την περασμένη φορά,
να σκίζουν, να σκίζουν, να μην αφήσουν τίποτα ημιτελές.
Ώστε λοιπόν, καλώς ή κακώς,
δημοσιεύονται τα κατάλοιπα των συγγραφέων. Αυτό που βρίσκω όμως αδιανόητο είναι
να δημοσιευτούν τέτοια κείμενα χωρίς να ληφθούν υπόψη αλλαγές του ίδιου του
συγγραφέα.
Είναι η περίπτωση του Χειμωνά, που
επιλέγει να μη δημοσιεύσει ένα κειμενάκι για μια τέταρτη «συνάντησή» του με τον
Σεφέρη, στην κηδεία πια του Σεφέρη, ενώ δημοσιεύει τις άλλες τρεις. Για κάποιον
λόγο το αφήνει στην μπάντα. Προσωπικά θέλω να πιστεύω ότι το έβλεπε πως είναι
αδύναμο. Ωστόσο δεν το σκίζει. Αντίθετα, κάποια στιγμή το διορθώνει, το
βελτιώνει αισθητά, το σώζει, θα
έλεγα, από μιαν άποψη –και πιθανότατα σκοπεύει κάπως κάποτε να το αξιοποιήσει.
Το κείμενο αυτό (που το δημοσίευσε,
Βήμα 26/8, ο Ευριπίδης Γαραντούδης,
διευθυντής του Εργαστηρίου Νεοελληνικής
Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παραχωρήθηκε το αρχείο του Χειμωνά) μας
δίνει στιγμιότυπα απ’ την κηδεία, το μέγα πλήθος και τα συνθήματα «Ελευθερία!»,
και τη διαδρομή ανάμεσα στους τάφους, όπου κάποιος φώναξε: «Δημοκρατία!
Δημοκρατία!», χωρίς να ανταποκριθεί κανείς: «Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του και
η κραυγή του πήγε χαμένη» έγραψε αρχικά ο Χειμωνάς, αλλά το διόρθωσε έπειτα,
σβήνοντας το πλεοναστικό «και η κραυγή του», διόρθωση που ο εκδότης ευτυχώς (!)
τη «δέχτηκε» –ντρέπομαι και που το γράφω αυτό το ρήμα, πως κάποιος δηλαδή μπορεί
και να αποφασίσει διαφορετικά από τον συγγραφέα.
Με τη φράση λοιπόν: «Όμως κανείς
δεν πήρε τη φωνή του, πήγε χαμένη» θέλησε να τελειώσει, άκρως λιτά, ο
συγγραφέας το κείμενό του. Το οποίο όμως, στην πρώτη γραφή, το συνέχιζε, άστοχα
και άτοπα, τολμώ να πω, με τις φράσεις: «Την αισθάνθηκα γελοία [τη φωνή: Δημοκρατία! Δημοκρατία!], θύμωσα,
αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να
διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους».
Αλλά την είδε την αστοχία, κυρίως
το άτοπο· με χέρι σταθερό διέγραψε τις δύο φράσεις, που θα τον εξέθεταν, λέω
εγώ, πάντως τις διέγραψε, τελεία και παύλα. Όμως, αλλιώς έκρινε ο εκδότης του,
και παρά πάσα λογική, δεοντολογία, ηθική κτλ. κτλ. τις διατηρεί.
Χειμωνάς κατά βούληση δηλαδή, όπως
θέλουμε και όπως μας αρέσει.
Δεν χρειάζονται άλλα σχόλια.
Ακολουθεί για τον φιλέρευνο αναγνώστη το κείμενο, όπου σημειώνονται όλες οι αλλαγές
του συγγραφέα (όπως τις βλέπουμε σε φωτογραφία του χειρογράφου, στο Βήμα), με την επισήμανση ποιες «δέχτηκε»
(εδώ με έντονα στοιχεία) και ποιες «δεν δέχτηκε» ο πιο συγγραφέας εκδότης του:
4. Υπήρξε και μία τέταρτη, που δεν
μπορείς να την πεις συνάντηση. Πήγα στην κηδεία τέσσερις ώρες νωρίτερα για να
βρω θέση μέσα στην εκκλησία. Ήρθε όλος ο κόσμος. Η λειτουργία τελείωσε κι ένας
βίαιος συνωστισμός τάραξε [αρχικά: άρπαξε] το πλήθος. Σε μια πλαϊνή
θύρα του ναού είδα την Ζωή Νάσιουτζικ να γέρνει, να καταποντίζεται. «Θα την
ποδοπατήσουν» σκέφθηκα αδιάφορα. Το πλήθος γέμισε τους δρόμους, αργά έρρεε προς
το νεκροταφείο, με σιωπή. Αραιά συνθήματα Ελευθερία! [το «Ελευθερία!» με πλαγιαστά γράμματα!] ξεσπούσαν σαν λυγμοί. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η ζωή του, ο
θάνατός του, όλα τα είχε παραλάβει εκείνο το αναρίθμητο [αρχικά: απέραντο] πλήθος και πήγαινε με πλατειούς ταραγμένους κυματισμούς πήγαινε [διαγραφή· δεν τηρήθηκε] όλα [μουντζουρωμένη εντελώς
η λ., όχι απλώς διαγραφή· δεν τηρήθηκε] να
τα παραχώσει. Στο νεκροταφείο φθάσαμε λίγοι, επειδή οι χωροφύλακες έκοψαν την
πορεία. Σκορπίσαμε ανάμεσα στους αλαζονικούς [διαγραφή· δεν τηρήθηκε] τάφους.
Σαν μέσα από τη γη ερχόταν ο ψαλμός
του ιερέα [αρχικό: Ερχόταν κι
έφευγε σαν από πολύ μακρυά ο ψαλμός του ιερέα.].
Ξαφνικά πετάχθηκε ένας κοντός
άνθρωπος, μεσόκοπος, και φώναξε δυνατά Δημοκρατία! Δημοκρατία! [το «Δημοκρατία!
Δημοκρατία!» με πλαγιαστά γράμματα!] Το
πρόσωπό του αλλοιωμένο, πρησμένο, παραπατούσε και φώναζε. Όμως κανείς δεν πήρε
τη φωνή του, [και η κραυγή του:
διαγραφή· τηρήθηκε] πήγε
χαμένη. Την αισθάνθηκα γελοία,
θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς
να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη
σιωπή τους. [διαγραφή·
δεν τηρήθηκε]