Γλώσσα κουρελού και η λαμπρή ευφροσύνη
(Εφημερίδα των συντακτών 19
Οκτ. 2017)
* Καλοκαιριάτικα ρέστα, που,
πέρα από την επικαιρότητα, αποτυπώνουν παμπάλαιους προβληματισμούς γύρω από τη
γλώσσα, ανακυκλώνοντάς τους με όλο και μεγαλύτερη ένταση τις τελευταίες
δεκαετίες.
Ρητά διατυπωμένα ή υπόρρητα θέματα: η ενιαία γλώσσα και η συνέχειά της, ο
ελεύθερος διάπλους σ’ όλες τις περιόδους της, ιδίως ο χαρακτήρας και οι
δυνατότητες της νεοελληνικής, που ανέκαθεν θεωρείται ανεπαρκής, χωρίς τη συνεχή
στήριξη της αρχαίας.
Φυσικά και έχει επανειλημμένα δοθεί επιστημονικά και ιστορικά τεκμηριωμένη
απάντηση σ’ αυτό το θέμα-ιδεολόγημα. Το ακόμα σημαντικότερο είναι πως η ίδια
απάντηση δίνεται καθημερινά από τους ίδιους τους αμφισβητίες ή και αρνητές της
δυναμικής της νεοελληνικής, στην καθημερινή δηλαδή γλωσσική πραγμάτωση.
* Τα πράγματα μπερδεύονται
στον γραπτό λόγο, όταν ακριβώς νιώθει κανείς την ανάγκη να προσδώσει
καλλιέπεια, κύρος κ.ο.κ. στα γραφόμενά του –με αποτελέσματα κατά κανόνα
κωμικοτραγικά («διεξήγαγε πλήγμα» και πλείστα όσα). Και όχι, δεν είναι «θέμα
παιδείας»· είναι θέμα εμπιστοσύνης στο γλωσσικό μας όργανο, στη γλώσσα μας. Η
οποία γλώσσα μας είναι βεβαιότατα η νεοελληνική.
(Ναι, και τα αρχαία γλώσσα μας είναι, με την ίδια όμως έννοια που είναι
κτήμα μας ακριβό και το σεγκούνι της γιαγιάς ή η φουστανέλα του παππού, που
όμως δεν διανοούμαστε να τα φορέσουμε στον δρόμο –κι ας μην πούμε για τις χλαμύδες
και τις περικεφαλαίες, που άλλοι βεβαίως και τις φορούν, για ειδικούς ωστόσο
σκοπούς.)
* Πάντα στον χώρο του γραπτού, τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο στη μετάφραση αρχαίου
κειμένου. Εκεί ο πειρασμός είναι μεγάλος, καθώς η αρχαιομάθεια (όταν, αν και
εφόσον…) και πάντως η ειδική ενασχόληση του μεταφραστή τον κάνει να (νομίζει
πως) βλέπει γλώσσα οικεία –πέρα από παροιμιακές πια εκφράσεις, που όντως
αποτελούν κοινό κτήμα.
Έτσι, όλο και συχνότερα, έχουμε παραστάσεις αρχαίου δράματος όχι μόνο
ολόκληρες στα αρχαία (κάτι που αποτελεί άλλου είδους εγχείρημα και εμπίπτει σε
άλλη κατηγορία) αλλά με αποσπάσματα ή με τα χορικά στα αρχαία. Ακόμα περισσότερο,
με λέξεις, εκφράσεις και προτάσεις στα αρχαία.
Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα. Και μπορεί το αποτέλεσμα να γοητεύει κάποιους,
ή και πολλούς. Όμως, καθαρά ιδεογλωσσικά, αλλά και γλωσσοπαιδαγωγικά, συνιστά
σοβαρότατο σφάλμα. Με άμεσο, καθημερινό αντίκρισμα, τους πλείστους όσους
σολοικισμούς, ακόμα και από τα πιο εγγράμματα χείλη.
* Γλώσσα κουρελού; Διάβασα
έτσι το καλοκαίρι για μια καινούρια μετάφραση του Οιδίποδα, και έχει σημασία πώς εισέπραξε το εγχείρημα
έστω και ένας, καταρτισμένος οπωσδήποτε, κριτικός:
Η «απόδοση του αρχαίου λόγου [...] τοποθετεί το νόημά του στην
κοίτη της σύγχρονης πρόσληψης. Αλλά και [...] λειτουργεί σαν αναβατόριο αρχαίων
φράσεων, φωνημάτων αρχαίων […].
»Το κείμενο που ακούστηκε στην
Επίδαυρο ήταν ψηφιδωτό μιας Ελληνικής είκοσι και βάλε αιώνων. [...] Η
περιπέτεια του Οιδίποδα στη μετάφραση του Γιάννη Λιγνάδη ακούγεται καταρχήν σαν
περιπέτεια γλωσσική».
Ας δοκιμάσει τότε ο μεταφραστής εκτός
από τη «γλωσσική περιπέτεια», να αποτυπώσει, πάνω του καταρχήν, και την ενδυματολογική
λ.χ. «περιπέτεια» του ενιαίου και συνεχούς γένους των Ελλήνων: χλαμύδα δηλαδή,
όπως έγραφα παραπάνω, με μπλέιζερ και γραβάτα.
Όμως δεν νοείται να αντιμετωπίζεται
η γλώσσα σαν κουρελού, πόσο μάλλον να τη φτιάχνουμε κουρελού με τα ίδια μας τα
χέρια.
* Η ίδια απαξίωση της νεοελληνικής υπόκειται και σε «δημιουργικές» μεταφράσεις, όπως του Δημήτρη Δημητριάδη
στον Προμηθέα. Αντιγράφω, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, από εύστοχη κριτική
της Ματίνας Καλτάκη (Καθημερινή 8/9):
«Έπειτα από αντιπαραβολή με το
αρχαίο κείμενο αλλά και συγκρίνοντάς τη με άλλες μεταφράσεις, βεβαιώθηκα ότι η
απόδοση του αγαπητού συγγραφέα και μεταφραστή ήταν μάλλον ατυχής. Είναι τόσο
πολλοί οι άστοχοι επιθετικοί προσδιορισμοί (“τερματικός βράχος”, “ισχυρές χειροπέδες”,
“φλογώδες πυρ”, “αυτόκτιστα άντρα”, “αλαμπές γένος των ανθρώπων”, “λαμπρή
ευφροσύνη”, “κενόφρονες αποφάσεις” κ.ο.κ.), οι αδόκιμες λέξεις (“απέδιλη”, “ανεπίφθονα”,
“καταιβάτης”, “δυσπλανώμενη” κ.ά.) και τόση η ποιητική ελευθερία με την οποία
αποδίδει τους αρχαίους στίχους (“φιλική διάταξη από φτερούγες με άμιλλα
ταχύτητας”, “χωρίς επιστόμια το ταχύπτερο αυτό πετούμενο”, “πρέπει να υποφέρει
κανείς ελαφρά το πεπρωμένο”, “η έλλειψη φαρμάκων τους σκελέτωνε”, “να μην
εκπέσει ατιμωτικά σε μη υποφερτή πτώση” κ.λπ.), που από ένα σημείο
εγκαταλείπεις την προσπάθεια να παρακολουθήσεις τον λόγο. Γλώσσα επιτηδευμένη
και αντι-θεατρική, εμποδίζει τους ηθοποιούς να την ερμηνεύσουν και τους θεατές
να “συνδεθούν”».
Γλώσσα όχι κουρελού· σκέτο κουρέλι.
Μέσα στην απόλυτη ακρισία, και τη γραφικότητα πια, της υπεροψίας.