Μα κι εμείς, γιατί μας αρέσει
(Εφημερίδα των συντακτών 26 Οκτ. 2019)
* «Γιατί μας αρέσει»: Έτσι
τέλειωνε σχετικά πρόσφατα εδώ κάποιο σύντομο κείμενό του ένας συγγραφέας (Δ.
Χαριτόπουλος, 25/6). Που διακήρυσσε δηλαδή το «αναφαίρετο δικαίωμά» του στην απόλαυση,
το κάπνισμα εν προκειμένω, σε ό,τι συνιστά απόλαυση γι’ αυτόν –αυτό κι αν είναι
αναφαίρετο δικαίωμα, του καθενός.
Του καθενός; Αυτονόητο, υποθέτω. Άρα
και του μη καπνιστή στο μη κάπνισμα.
Με άλλα λόγια, μάλλον με τα ίδια
ακριβώς λόγια, πλάι στο αναφαίρετο δικαίωμα του καπνιστή στην απόλαυση (του
καπνίσματος) υπάρχει το εξίσου αναφαίρετο δικαίωμα του μη καπνιστή στη δική του
απόλαυση (του μη καπνίσματος).
Τελεία. Όλα τ’ άλλα, θεμελιώδη ή «μεγαλειώδεις
μπούρδες» (κατά τον συγγραφέα) όπως θέματα υγείας, έστω ότι έπονται. Προέχει να
αναγνωριστεί το ίδιο δικαίωμα στην απόλαυση, και του καπνιστή και του μη
καπνιστή.
* Αλλιώς, συζήτηση δεν μπορεί
να γίνει. Και μάλιστα με όρους όπως ο «φασισμός», λέει, να επιβάλεις στον
καπνιστή να μην καπνίζει: εδώ η απάντηση που προκαλείται αυτόματα (και πάντα
αμυντικά) είναι πως ίσα ίσα «φασισμός» (και από πολλές πια απόψεις, υγεία
κτλ., μεγαλύτερος) είναι να επιβάλεις στον μη καπνιστή να καπνίζει!·
ή με όρους όπως «κοκορόμυαλοι», «μεγαλειώδεις
μπούρδες», «ηθικιστές» και ο «κάθε ηλίθιος» (π.χ. από τον συγγραφέα στον οποίο
αναφέρθηκα στην αρχή)·
ή με τα φιλοσοφίσματα για την
«περιβόητη ορθότητα [που] μετατρέπεται σε κρυπτοφασιστικό όπλο» με στόχο τη
«διαμόρφωση μιας νέας ανθρωπολογικής ταυτότητας» και τη «συστημική υποκρισία»
που δεν κλείνει τις εταιρείες καπνού, επιχειρεί όμως να εξασφαλίσει τον
«έλεγχο» του λαού κτλ. (Κατέ Καζάντη, ARTInews 7/8, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο αντικαπνιστικός
ως βιοπολιτική της “αριστείας”»).
Προσωπικά, δεν θα ήθελα να μπω σε
τέτοιο «διάλογο», και μάλιστα με αντιμητσοτακικό, ξάφνου, και αντιδεξιό
πρόσημο.
* Μερικές όμως εικόνες, ενδεικτικά
και πάλι, θα ήθελα να τις μοιραστώ με τον αναγνώστη:
Πρώτα μία που κινείται στα περίπου
αποδεκτά, πως δηλαδή ο καπνός ενοχλεί σε κλειστό χώρο:
«[Μου αρέσει] να διαπιστώνω ότι δεν
είναι τόσο δύσκολο να εφαρμόσω την απόφασή μου να μην καπνίζω μέσα στο σπίτι
–έκλεισα ήδη έναν μήνα». Αυτά έγραφε μια δημοσιογράφος, στην καταργημένη πια
στήλη «Μου αρέσει / Δεν μου αρέσει» του Βημαγκαζίνο. Από
στόματος λοιπόν καπνιστρίας, ομολογία πως ο καπνός μυρίζει, μυρίζει άσχημα, άρα
και θα ενοχλεί, προσθέτω εγώ, με το μετριοπαθέστερο ρήμα.
* Στα μη αποδεκτά τώρα, αν είναι
αισθητός (και αναλόγως ενοχλεί) ο καπνός ακόμα και σε ανοιχτό χώρο. Θέμα που
διατυπώνεται με ρητορική ερώτηση, συχνά με ειλικρινή απορία και κατάπληξη, άλλοτε
με κάτι σαν κρυφή αγανάκτηση (κάτι σαν «μωρ’ δε μας παρατάς κι εσύ τώρα» ή «άι
σιχτίρ»):
* Θα έχουμε δει όλοι, με ζέστη και
υγρασία, μια γκρίζα γάζα στη γραμμή του ορίζοντα. Όπου διακρίνεται ένα πλοίο, που
αποπάνω του ξεκινάει και απλώνεται αρκετά πίσω, παράλληλα με τη θάλασσα, μια
αρκετά παχιά μαύρη γραμμή. Είναι, συμπαγής θαρρείς, ο καπνός του πλοίου, που σε
τέτοιες ατμοσφαιρικές συνθήκες δεν διαλύεται, αργεί πολύ να διαλυθεί.
* Σάββατο μεσημέρι στο κολυμβητήριο, στα
Βοτσαλάκια της Καστέλας. Στις μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις, ένα θέμα συζήτησης υπάρχει,
που απλώνεται απ’ τη μια άκρη στην άλλη, μαζί με ηδονικούς αναστεναγμούς: Είναι
για την ευφρόσυνη τσίκνα από τα σουβλάκια που ψήνει η καντίνα, τουλάχιστον 70-80
μέτρα πιο πέρα! (Ενώ απ’ την άλλη, όσο κι αν μας αρέσουν τα τηγανητά
καλαμαράκια λ.χ., δεν αντέχεται η σχετική μυρωδιά έξω από ψαροταβέρνες, ακόμα
κι απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.)
* Πάλι στα Βοτσαλάκια, στην παραλία
τώρα, δύο εικόνες: στη μία, τη γενική, είναι ο καπνός του διπλανού, ή
μπροστινού κ.ο.κ. (όπως και σε οποιοδήποτε υπαίθριο καφέ, εστιατόριο κτλ.), που,
ανάλογα με τον αέρα, δεν πάει ούτε καν στον ίδιο τον καπνίζοντα αλλά κατευθείαν
σε σένα.
Η άλλη εικόνα, πιο ειδική και άγρια:
στα Βοτσαλάκια λοιπόν, όπως και σε διάφορες παραλίες βεβαίως, στις 5 το απόγεμα
σηκώνεται ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα, όπως στην παλίρροια, και βγαίνει έξω 2 ή
και 3 μέτρα, παίρνοντας έπειτα μαζί του κουβαδάκια, σαγιονάρες κ.ά. –και γόπες!
Εσύ κολυμπάς παραμέσα· όσο καλά και να (αν) κολυμπάς, όλο και θα καταπιείς
κάποια στιγμή νερό. Αν γλιτώσεις τη γόπα που παραπλέει ή κατευθύνεται στο στόμα
σου, είναι θέμα τύχης.
Υπερβολές; Σας προσκαλώ.