Ο Νίκι Λάουντα και πάντα τα δικαιώματα
(Εφημερίδα των συντακτών 16 Νοεμ. 2019)
* Η φίλη μου η Μίνα ήταν εξαιρετική
οδηγός, δεξιοτέχνης, καλλιτέχνης του τιμονιού. Και στην ταχύτητα, Νίκι Λάουντα.
Και έτσι τη φώναζε ο άντρας της, που μου έλεγε κάθε τόσο τα κατορθώματά της, με
κάποιον θαυμασμό, αλλά κυρίως τρόμο και συχνά θυμό. Εκείνη άκουγε πάντοτε
γελώντας, με το πλούσιο, ηχηρό γέλιο της. Και καμάρωνε· που, δεκαετίες οδηγός,
δεν είχε προκαλέσει το παραμικρό ατύχημα, ούτε καν γρατζουνιά στο αμάξι της:
«Κι έχεις τον άλλον που πάει σαν τη
χελώνα και δεν εννοεί να κάνει στο πλάι… Και τι σε νοιάζει εσένα με πόσα τρέχω!
Μπορεί εγώ να θέλω να σκοτωθώ· δικός μου λογαριασμός!» μάλωνε τον φανταστικό
εχθρό της που της έκλεινε τον δρόμο.
* Προφανώς και δεν
συμφωνούσα, όμως καταλάβαινα πολύ καλά την απόλαυση, την ηδονή που ένιωθε
τρέχοντας –άλλωστε καμιά φορά ο ίδιος, μεταξύ μας, σε άδεια εθνική και όλο
ευθεία, το πατάω λίγο παραπάνω, αλλά για λίγο: είναι μεγάλη όντως η απόλαυση,
μα μεγαλύτερος ο τρόμος. Και φόβητρο, φυσικά, το όριο ταχύτητας.
Ώστε απαγορευμένη (και) αυτή η
απόλαυση, η απόλαυση της ταχύτητας, και η «ελευθερία» να κάνει κανείς τη ζωή του
ό,τι θέλει. Ακυρωτικά μέσα, ανέκαθεν το όριο ταχύτητας, πιο πρόσφατα η ζώνη,
και για τους δικυκλιστές το κράνος.
Με όλα μπορεί να δυσφορεί κανείς,
κι όπου μπορεί να τα παραβιάζει, όμως δεν μιλάει, σίγουρα δεν μιλάμε, για
«χειραγώγηση του ατόμου», «κατάργηση δικαιωμάτων» και προπαντός με «διαδικασίες
φασιστικές»!
Ναι, κάθε αναλογία και ομοιότητα με
πράγματα και καταστάσεις που συζητούμε τελευταία εδώ (α και β) είναι απολύτως πραγματική
–αναφέρομαι προφανώς στο τσιγάρο.
* Έχει σημασία πάντως να
σημειώσω πως η φίλη μου ήταν βαθιά καλλιεργημένη και κοινωνικά ευαισθητοποιημένη,
πρότυπο συνειδητού και ενεργού πολίτη, που πάντοτε της έβγαζα το καπέλο. Έτσι,
δεν κάναμε μάταιες κουβέντες παραπέρα, πως δεν θα σκοτωνόταν βέβαια μόνη της,
αλλά όλο και κάποιον θα ’παιρνε μαζί της ή θα τον άφηνε σακάτη, από συνοδηγό ή συνεπιβάτη
έως τον φουκαρά τον τυχαίο περαστικό, χώρια οι ζημιές που θα προξενούσε, σε
σπίτια ή καλλιέργειες, σε ιδιωτικές ή δημόσιες περιουσίες, αδιάφορο.
* Και να επισημάνω το
λιγότερο προφανές (φεύγω τώρα απ’ τη φίλη μου), πως η διεκδίκηση του δικαιώματος
του άλλου στην όποια ταχύτητα επιθυμεί μου στερεί αυτομάτως το δικαίωμα στη
σχετική ταχύτητα που μου εξασφαλίζει εμένα το εκάστοτε επιτρεπτό όριο ταχύτητας.
Αναφέρομαι στους διάφορους Νίκι
Λάουντες, που σε δρόμο με όριο λ.χ. 100 χιλιόμετρα, κι όταν εσύ μπορεί να
πηγαίνεις ακόμα και με 120, αυτοί αναβοσβήνουν τους προβολείς και κολλάνε
απειλητικά και φυσικά επικίνδυνα πίσω σου, μπορείς-δεν μπορείς, συχνά, να
αλλάξεις λωρίδα: γιατί το δικό τους δικαίωμα είναι να τρέξουν με 200, οπότε εσύ
οφείλεις να περιοριστείς υποχρεωτικά στα 80, τα 70 κ.ο.κ. (Πάντα ονειρεύομαι να
βρω το θάρρος, να ανάψω τα αλάρμ και να μειώσω ταχύτητα, και να τους αφήσω να
ωρύονται· δυστυχώς, υποτάσσομαι…)
Νά λοιπόν που για δικαιώματα
πάντοτε ο λόγος. Όταν τα δικαιώματα του ενός παραγνωρίζουν τα αντίστοιχα του
άλλου. Ή ίσως και προϋποθέτουν την κατάργησή τους. Τα παραδείγματα, άπειρα. Εδώ
ένα μόνο ακόμα, από διαφορετική τρόπον τινά σκοπιά:
* Μια ζωή κοιμάμαι αργά.
Πολύ αργά. Είτε δουλεύω, κι οι νυχτερινές ώρες είναι οι πιο ήσυχες, χωρίς
τηλέφωνα κι άλλους περισπασμούς, είτε χαζεύω, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος για βάρβαρο
πρωινό ξύπνημα, μπορεί να πάει και 3 και 4 και πιο αργά ακόμα που θα πέσω.
Αυτές λοιπόν τις υπέροχες νυχτερινές ώρες (αλλά και τις μεσημεριανές, που
φυσικά δεν κοιμάμαι) σταθερή παρέα είναι η μουσική (ή η τηλεόραση κτλ.)· η
απόλαυσή μου (και το αντίστοιχο «δικαίωμα») είναι/θα ήταν η μουσική σε μεγάλη
ένταση, μεγαλύτερη τώρα με την κουφαμάρα της ηλικίας.
Όμως αυτές είναι και οι ώρες κοινής
ησυχίας, και τότε το δικαίωμα στην απόλαυση τη δική μου θα καταργούσε το
δικαίωμα του άλλου στον ύπνο του και την ανάπαυσή του.
* Απ’ όπου θέλει και όπως
θέλει το βλέπει κανείς. Άρα, πριν συνεχίσουμε άγονες και α-νόητες συζητήσεις, ας
δούμε το ένα και μόνο πάντοτε θέμα, την υποχρέωση να αναγνωρίζουμε πρώτα και
άρα να σεβόμαστε τα δικαιώματα του άλλου καθαυτά, και όχι να τα
ζυγίζουμε και να αποφασίζουμε, με μέτρο προφανώς τα δικά μας, αν και πότε και
πόσο είναι σοβαρά ή όχι: ναι, εντάξει, το τροχαίο που θα προκαλέσω εμπλέκει και
τον άλλον, το τσιγάρο μου όμως όχι.
Και δεν μιλάω για κόσμο μελιστάλαχτων
αγγέλων, αλλά για απαραίτητη κοινωνική συμβίωση, για κοινωνία.