Και να ξεφαντώνουμε, βρε!
(Εφημερίδα των συντακτών 31 Οκτ. 2020)
(φωτ. από ηλεπεριοδικό "Τα αιρετικά")
* Με ορθοδοξία, βρε! Και με των Ελλήνων τις κοινότητες, βρε, που φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Αφού περιούσιος λαός, βρε, όχι παίξε γέλασε!
Γράφω με αφορμή το βιντεοκλίπ της Επιτροπής για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Για το οποίο γράφτηκαν πολλά· τα περισσότερα, σχεδόν όλα όσα έτυχε να δω, για το κιτς του όλου εγχειρήματος.
Δεν έχω να προσθέσω τίποτα παραπάνω. Είναι όντως για γέλια τα γέλια ακριβώς των χορωδών, τα συνεχή τρεχαλητά –ή η «δραματοποίηση των στίχων: όταν “η Λυδία ντρέπεται” βγαίνει μπροστά μας μια Λυδία που ντρέπεται, και όταν “νά κι ο Άλκης ο μικρός μας”, τσουπ! ένας μικρός Άλκης ξεπετάγεται» όπως γράφει ο γείτονας εδώ Θωμάς Τσαλαπάτης (24/10).
Κιτς λοιπόν, που το εικονογραφεί πρώτη η πρόεδρος της Επιτροπής. Που το 2004 είχε τον ιδιοφυή Παπαϊωάννου να την ξελασπώσει· τώρα, ο θεός κι η ψυχή της. Για αρχή πάντως ακούμπησε στον Σαββόπουλο. Που μεγάλος μεν, αλλά για το πανηγυριώτικο «Ας κρατήσουν οι χοροί» δεν θα ’πρεπε να καμαρώνει: ένα αρκουδιάρικο ταρατατζούμ, κάπως σαν το γκραν σουξέ της ίδιας εποχής, το «Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι», που με τις πρώτες του νότες έβαζε τους πάντες στον χορό.
* Το σουξέ όμως του Σαββόπουλου δεν είναι καθόλου αθώο· είναι (κατά το απόλυτο δικαίωμα του συνθέτη και στιχουργού) ιδεολογικό μανιφέστο, με εθνοπατριωτικές και θρησκευτικές εξάρσεις, την εποχή ακριβώς που γεννιόταν και θέριευε η νεοορθοδοξία. Μπορεί όμως άραγε να λειτουργήσει έτσι σαν «εθνικός ύμνος», όπως χαρακτηρίζεται συχνά (και κάπως έτσι σφράγιζε τη λήξη των Ολυμπιακών του 2004 ενώ τώρα εγκαινιάζει τους πανηγυρισμούς για τη 200ετία);
Ναι, ιδίως αν δεν έχουμε αίσθηση του ιδεολογικού του χαρακτήρα –ή απλούστατα δεν μας νοιάζει. Ή, εξίσου απλούστατα, δεν πολυπροσέχουμε τους στίχους, όπως συχνά σε όλα τα τραγούδια. Έτσι ανέτρεξα στο διαδίκτυο, μην τάχα αδικούσα τον συνθέτη-στιχουργό με όσους στίχους θυμόμουν δώθε κείθε, και που είχαν και έχουν σχολιαστεί κατά κόρον, π.χ. η σύναξις, οι παππούδες, των Ελλήνων οι κοινότητες κτλ.
* Και ξανάμεινα εμβρόντητος, όταν τους ξανάδα συγκεντρωμένους, έτσι όπως έβλεπα εξαιρετικές εικόνες να θολώνουν μέσα σε μια γενικά αδέξια στιχουργική, και προπαντός να διασταυρώνονται και να συνδέονται με αδιάφορες, στην καλύτερη περίπτωση, κοινοτοπίες.
Aντί για όποια άλλα σχόλια, ιδού οι αυτοσχολιαζόμενοι στίχοι:
Ας κρατήσουν οι χοροί / και θα βρούμε αλλιώτικα / στέκια επαρχιώτικα βρε / ώσπου η σύναξις αυτή / σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί // Μέχρι τα ουράνια σώματα / με πομπούς και με κεραίες / φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα / κι ιστορία οι παρέες // Kάνει ο Γιώργος την αρχή / είμαστε δεν είμαστε / τίποτα δεν είμαστε βρε / κι ο Γιαννάκης τραγουδεί / άμα είναι όλα άγραφα κάτι θα βγει // Kαι στης νύχτας το λαμπάδιασμα / να κι ο Άλκης ο μικρός μας / για να σμίξει παλιές / κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας // O ουρανός είναι φωτιές / ανεμομαζώματα / σπίθες και κυκλώματα βρε / και παρέες λαμπερές / το καθρέφτισμά τους στις ακρογιαλιές // Kι είτε με τις αρχαιότητες / είτε με ορθοδοξία / των Eλλήνων οι κοινότητες / φτιάχνουν άλλο γαλαξία // Να κι ο Mπάμπης που έχει πιει / κι η Λυδία ντρέπεται / που όλο εκείνη βλέπετε βρε / κι ο Αχιλλέας με τη Zωή / μπρος στην Πολαρόιντ κοιτούν γελαστοί // Τότε η Έλενα η χορεύτρια / σκύβει στη μεριά του Τάσου / και με μάτια κλειστά / τραγουδούν αγκαλιά / Εθνική Ελλάδος γεια σου // Τι να φταίει η Bουλή / τι να φταιν οι εκπρόσωποι / έρημοι και απρόσωποι βρε / αν πονάει η κεφαλή / φταίει η απρόσωπη αγάπη που ’χε βρει // Mα η δικιά μας έχει όνομα / έχει σώμα και θρησκεία / και παππού σε μέρη αυτόνομα / μέσα στην τουρκοκρατία // Να μας έχει ο Θεός γερούς / πάντα ν' ανταμώνουμε / και να ξεφαντώνουμε βρε / με χορούς κυκλωτικούς / κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς // Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα / να πυκνώνει ο δεσμός μας / και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας.
* Και θυμάμαι τον Χατζιδάκι, χωρίς να είμαι ορκισμένος χατζιδακικός, σε μια συνομιλία του με τη Μελίνα Μερκούρη, που τον μεμφόταν επειδή είχε αποκηρύξει τα «Παιδιά του Πειραιά». Δεν ήταν πια το δικό μου το τραγούδι, απάντησε ενοχλημένος ο Χατζιδάκις, που το είχα γράψει για συγκεκριμένη σκηνή στην ταινία, και έγινε αγνώριστο με τις διάφορες άσχετες μεταφράσεις και τις επανεκτελέσεις με τις χαβάγιες κτλ.
Όμως ο Σαββόπουλος δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Είναι προφανώς πολύ περήφανος που έγραψε κι αυτός «εθνικό ύμνο», με εθνοπατριωτικό μάλιστα και θρησκευτικό, όπως είπα, περιεχόμενο.
Όμως ο Θεοδωράκης λόγου χάρη αφήνει, για δικό του «εθνικό ύμνο», το επίσης έντονα ρυθμικό «Ένα το χελιδόνι», μια φαινομενικά απλή, όμως εξαίρετη σύνθεση, με ατόφιο Ελύτη για στίχους. (Για να μην πω και για το καθαρά εμβατηριακό και σε δικούς του στίχους, εύκολο, και μουσικά και στιχουργικά, και αυστηρά πολιτικοϊδεολογικό «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…»)
Όμως, άλλα τα μάτια του λαγού, βρε!