Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”
(Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ. 2020)
* Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”: χρησιμοποιώ, και όχι πρώτη φορά, αυτό το βασικό αξίωμα σαν γενικό τίτλο, μολονότι αφορά μόνο το πρώτο κομμάτι της στήλης: σκόπιμα βεβαίως, μια και σκόπιμα παραγνωρίζεται στις πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες.
Ο λόγος για τους άθλιους χουλιγκάνους της ΑΣΟΕΕ, για τους οποίους πάντως δεν νοείται να καλείται να λογοδοτήσει η Αριστερά, που έχει ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στην τρομοκρατία.
Με αυτά τα δεδομένα επανέρχομαι στα λόγια ενός παλιού, σοβαρού δημοσιογράφου της Καθημερινής, μακαρίτη πια, που έλεγε, δεξιός ο ίδιος, πως αν ήταν τότε 18άρης, μολότοφ θα πέταγε κι αυτός –τότε, πριν από είκοσι τόσα χρόνια, όταν λόγου χάρη δεν ήταν στα ύπατα αξιώματα της χώρας ένας Άδωνης Γεωργιάδης.
Και πάω στις δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού, της κυρίας Κεραμέως:
«Όσοι νομίζουν ότι με τραμπουκισμούς, φασισμό και άσκηση βίας θα τρομοκρατήσουν τον ακαδημαϊκό χώρο και θα μείνουν ατιμώρητοι, πλανώνται πλάνη οικτρά…»
Αφαιρέστε τις λέξεις «ακαδημαϊκό χώρο» και βάλτε: «ελληνικό λαό». Διόλου άγνωστη η εικόνα: τραμπουκισμοί, φασισμός και άσκηση βίας· μόνο που εδώ οι «δράστες» μένουν σταθερά ατιμώρητοι, διαπαιδαγωγώντας αναλόγως τις νεότερες γενιές. Με δάσκαλο μόνιμο και σε καθημερινή βάση τον πιο προβεβλημένο πολιτικό, τον Άδωνη που είπαμε.
* Το έμαθαν έτσι το μάθημα οι νέοι. Και προχώρησαν: Διαπόμπευση του πρύτανη; Εξοργιστική και ανατριχιαστική. Άραγε περισσότερο από τη διαπόμπευση λ.χ. των οροθετικών γυναικών από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ Λοβέρδο και Χρυσοχοΐδη;
Και «τάγματα εφόδου» οι άθλιοι της ΑΣΟΕΕ, και όχι μόνο. Άραγε περισσότερο από τα τάγματα εφόδου λ.χ. του Νεοδημοκράτη τώρα Χρυσοχοΐδη;
Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”, ξαναλέω. Γιατί, όσο δεν καταλαβαίνουμε, εκπαιδεύουμε εμείς οι ίδιοι στους τραμπουκισμούς, στον φασισμό και στην άσκηση βίας.
* Το ανέκδοτο της εβδομάδας: «Αρχαία ελληνικά, η γλώσσα του μέλλοντος», με τον τίτλο και μόνο βάζεις τα γέλια. Με την υπογραφή: «Ευγενία Μανωλίδου, Μουσικός», κλαις πια από τα γέλια. Εκεί όμως που κινδυνεύεις να λιποθυμήσεις, πάντα απ’ τα γέλια, είναι όταν σκέφτεσαι ότι αυτό το κατεβατό των 1.374 λέξεων (απάντηση σε επιφυλλίδα του Ν. Δήμου) δημοσιεύτηκε στο έγκριτο, όπως λέγαμε παλιά, Βήμα.
Το Βήμα του Μαρινάκη, κανονικά δίχως άλλο χαρακτηρισμό: το όνομα και μόνο αρκεί. Το όνομα του ανθρώπου που εξευτέλισε δύο ιστορικές εφημερίδες, τα Νέα και το Βήμα, όχι επειδή τις έστρεψε αποκλειστικά δεξιά, έστω: ακόμα πιο δεξιά, αλλά επειδή τις έκανε υποδειγματικά μη εφημερίδες: παραβιάζοντας, εννοώ, διασύροντας ακριβέστερα, κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Ας πάρει τώρα και τη Μανωλίδου μόνιμη συνεργάτρια, ή ας της δίνει κάθε τόσο κι από μια σελίδα, όπως το ολοσέλιδο του συνηγόρου του, του αγίου Πειραιώς, στο ολοπλούμιστο ΒΗΜΑgazino, για διάγγελμα το Πάσχα, ή το ετήσιο ολοσέλιδο (άλλοτε δισέλιδο) αφιέρωμα στη δωρεά του στον Πειραιά, εκείνη την ανεκδιήγητη αψίδα των σκουπιδοντενεκέδων στην πλατεία Αλεξάνδρας, μνημείο τάχα για τον ξεριζωμένο ελληνισμό του Πόντου.
* Ο μουσακάς που είπε τον Ελύτη αερολόγο. Τέτοιες λαμπρές μεταγραφές τού ευχόμαστε του Μαρινάκη, όπως του Στέφανου Κασιμάτη, που με την αθλιότητά του απέναντι στον Κατρούγκαλο (όχι μπαγιάτικη! δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες) δοκίμασε σκληρά τις αντοχές της ούλτρα δεξιάς πλέον Καθημερινής, η οποία παραμένει ωστόσο εφημερίδα, με τη δημοσιογραφική έννοια, από τις πιο σοβαρές.
Το «μουσακάς», σπεύδω να διευκρινίσω, είναι χαρακτηρισμός του ίδιου του Κασιμάτη, όταν περιέγραφε πριν από λίγα χρόνια το ντύσιμο κάποιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τον κατονομάζει:
«Παπούτσια δετά τύπου brogues (ενδεχομένως Church’s, αν και δεν είμαι σίγουρος), παντελόνι σιγκαρέτ (δηλαδή, κολάν για άνδρες και LBGT), δερμάτινο στενό σακάκι, γυαλί ηλίου καθρεφτιζέ πορτοκαλί. [...] Για λύπηση ο μουσακάς...»
Τέτοια πετυχεσιά, μην πάει χαμένη: ας τον κρατήσουμε τον όρο, για τον ίδιο τώρα και την επί παντός σοφία του. Που εκτείνεται πέρα από τα «κολάν για LGBT», στην ποίηση βεβαίως, όταν π.χ. χαρακτήριζε από ραδιοφώνου αερολογίες το έργο του Ελύτη.
* Είπα ότι δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες, «Ασκήσεις μνήμης» κάνει άλλωστε η στήλη, αλλά ώς εδώ. Έτσι κι αλλιώς, το πιο χαρακτηριστικό στην ιστορία ήταν το παροιμιωδώς φλύαρο υποστηρικτικό κείμενο του Απόστολου Δοξιάδη. Που, όποτε νιώθει πως απομακρύνεται απ’ την επικαιρότητα, προτάσσει τα στήθη του να υπερασπίσει, τη μια τη Δόμνα Μιχαηλίδου, όταν έβγαζε ψυχοπαθείς τους αντιστασιακούς, τώρα τον Κασιμάτη, που απλώς έκανε, λέει, χιούμορ: ιστορίες για γέλια δηλαδή, όπως και με τη Μανωλίδου.
Εγώ, ομολογώ, χαίρομαι και αγαλλιώ για τη μετακόμιση του Κασιμάτη στα Νέα, επειδή η κάποτε εφημερίδα είναι κλειδωμένη στο ίντερνετ, κι έτσι, μαζί με Πρετεντέρη και Κανέλλη, γλιτώνω τώρα και τον Κασιμάτη.
Άντε και σε επόμενους, κύριε Μαρινάκη, και δεν θα πω ποιους και από ποιες εφημερίδες.