23/1/21

Οι ξεβλαχευτές, ο σούβλακος και η καϊπιρίνια

 (Εφημερίδα των συντακτών 23 Ιαν. 2021)

* «Πού το ’ξερε το Καματερό το καϊπιρίνια; / Πού ήξερε το Αιγάλεω το μοχίτο / Πού ήξερε το Κατσιπόδι το ιλουστρασιόν…» αναφωνεί ο Σταμάτης Κραουνάκης, στον απόηχο του πρωτοχρονιάτικου ρεβεγιόν στο Ντουμπάι με τις διάφορες σελέμπριτις, ανάμεσα στις οποίες και ο Πέτρος Κωστόπουλος, ξεβλαχευτής των Ελλήνων, κατά δήλωση δική του, πριν από δύο χρόνια.

Είχε γίνει ένα σχετικό γλέντι τότε, έγραψε ο Κραουνάκης ένα κείμενο να τον υποστηρίξει, που το ξανάδωσε τώρα στη δημοσιότητα, με τον νέο θόρυβο για τον ξεβλαχευτή, δηλώνοντας ακριβώς πως είναι παλιό κείμενο, «Απρίλιος του ’18», αλλά «μάλλον ον τάιμ».

Το κείμενο είναι στιχουργημένο και στο χαρακτηριστικό διαρροϊκό ύφος του συνθέτη, απαρτίζεται από 664 λέξεις («αυτός αποτελεί γλωσσικό συμβάν από μόνος του, χρειάζεται επιστημονική μελέτη» γέλασε μια φίλη), και θα το βρείτε στο διαδίκτυο. Αναζητήστε το να το απολαύσετε, εδώ το ελάχιστο δυνατό δείγμα, πέρα από τους τρεις στίχους με τους οποίους ξεκίνησα:

«Γάμησες κι έδειρες / ήσουν θεός [...] / Αλλά τα βλέπεις τώρα / η φουστανέλα δεν ξεριζώνεται Πετράν μου / ο σούβλακος η σκορδαλιά και το γαμημένο ρακόμελο / η πιτυρίδα στο γιακά του Αρμάνι κατσικώθηκε από τους πασόκους υπουργούς που λουζόσαντε με ποτάσα Πετράρα μου / Ενώ τα παίρνανε τα έντυπα δεν τα διαβάζανε οι Κατινάρες δε μαθαίνανε ποιο σαμπού θα λουστούνε / Το ’πιανε οι βλαχάρες το ’πιανε [...] Πήρες την ξαδέρφη μου την ταγαρού και την έκαμες Κοκοσανέλα κι έμαθε και τον Άγγελο, και να φτιάχνει σούσια [...] / Είχες αρχίδια σε καμάρωνα. Τα ’δειξες κιόλαs θαρρώ. / Και τότε σε βρίζανε οι κομπλεξικοί κομμουνισταί [...] / Μας ξεβλάχεψες αλλά η βλαχιά τελικά είναι ανίκητη.

»Η πιο βαριά μου τσαντίλα είναι ότι κανείς από τους πρώτους ευεργετημένους σου στο ξεβλαχέφ δε σου παραστάθηκε την ώρα τη δύσκολη / Μάπες με υαλορουνικά / ευγενή ψιλογκεόπουλα / κυρίες βουπου τέως Δουργούτι Άνω Κάτω Κηφισιά κωλόπαιδα της μυκονιάτικης αστακομακαρονάδας / σε γράψανε, βγάλαν τη φουστανέλα / από τη σεντούκα τη φορέσανε με ρέημπα και τρέχουν στις Αράχωβες χωρίς εσένα. Πού πάτε ορέ ζαγάρια [...] αλλά ήρθε μια βλάχα απ’ το χωριό στην ξελογιάστρα Αθήνα / και με τούτα και με τ’ άλλα πήξαμε πια στον καρνάβαλο…»

(Ας σημειώσω πάντως ότι, μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα, ο Κραουνάκης, κάπως σαν αδέκαστη και ακριβοδίκαιη Ιστορία, αφιερώνει και 13 λέξεις επικριτικές για τον φίλο του: «Αλλά σ’ έφαγε η επιχειρηματικότητα φίλε / Εκεί και πούλησες φίλους και πρόδωσες κόσμο…»)

* Όταν κανείς μοιράζει χάντρες και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς, όπως παλιά οι κονκισταδόρες, για να τους αρπάξουν τη γη τους, ή όταν πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, είναι απλούστατα απατεώνας –μικρός ή μεγάλος, ας πούμε αδιάφορο. Εκτός βέβαια κι αν πιστεύει πως τα φύκια του είναι όντως μεταξωτές κορδέλες, και τέτοιες σπεύδουν να προμηθευτούν οι αγοραστές. Και τέλος έρχεται ο τρίτος που απ’ τη μια ελεεινολογεί τους αφελείς (βλάχους) αγοραστές, απ’ την άλλη συμφωνεί πως όντως πρόκειται για μεταξωτές κορδέλες, οπότε ή απατεώνας είναι κι αυτός σαν τον πωλητή ή εξίσου αφελής (βλάχος) με τον αγοραστή.

Το σχήμα εμφανίζεται περίπλοκο, με ακόμα πιο περίπλοκη τη λογική του, αν όντως υπάρχει. Ας δοκιμάσουμε:

Ο Κωστόπουλος δηλώνει πως ξεβλάχεψε τους Έλληνες, τους έμαθε δηλαδή την Ευρώπη.

Ο Κραουνάκης συμφωνεί πως ο Κωστόπουλος ξεβλάχεψε τους Έλληνες, τουλάχιστον πως «πάλεψε με ιδρώτα και κόπο / με στιλ και ανωτερότητα». Όμως, το πιο σημαντικό, συμφωνεί με τον Κωστόπουλο πως οι Έλληνες είναι βλάχοι και βλαχάρες: από Καματερό, Αιγάλεω, Κατσιπόδι, Δουργούτι, με φουστανέλα, σούβλακο και πιτυρίδα.

Πώς τους ξεβλάχεψε λοιπόν τους βλάχους, ή πώς προσπάθησε να τους ξεβλαχέψει; Επιστράτευσε «φωτογράφους στιλατζήδες μανεκένες καλλιτέχνες / μακιγιέρες πιαρατζούδες μαλλιά εξτένσιονα», και άρχισε έτσι ο Ξεβλαχευτής να παράγει και να πουλάει αυτά που εγώ τουλάχιστον είπα φύκια, χάντρες και καθρεφτάκια. Κραουνακιστί: καϊπιρίνια, μοχίτο και ιλουστρασιόν, σαμπού για να λουστούνε οι Κατινάρες, σούσια και ρέημπα [=γυαλιά ρέιμπαν] κτλ.

Παρ’ όλα αυτά οι βλάχοι στην ουσία δεν ξεβλάχεψαν, κι αυτό είναι ο καημός που τρώει τον Κραουνάκη. Κι ας ήταν η συνταγή σωστή, οι καϊπιρίνιες δηλαδή, τα ιλουστρασιόν και τα ρέημπα. Αν όμως η συνταγή είναι σωστή, αν οι καϊπιρίνιες, τα ιλουστρασιόν και τα ρέημπα περνιούνται για αξίες υψηλές και άρα μέσα ξεβλαχευτικά, αυτός που επίσης τα αναγνωρίζει σαν αξίες και όχι φύκια, χάντρες, καθρεφτάκια, σημαίνει αυτομάτως ότι είναι εντέλει ο ίδιος βλάχος και καράβλαχος, καρνάβαλος και ταγαρού, βλαχάρα, Κατινάρα –και ό,τι άλλο ίσως μου ξέφυγε εδώ.

Τυχόν άλλα συμπεράσματα, δικά σας. Η ταπεινή μου συμβουλή: μην παιδευτείτε άδικα με έννοιες περιττές έως άγνωστες στο εν λόγω κείμενο, αισθητική π.χ., ιδίως ρατσισμός, ακόμα ακόμα ήθος.

buzz it!