Ο Σταυροφόρος και η Γατούλα
(Εφημερίδα των συντακτών 27 Φεβρ. 2021)
* Δεν είμαι του τζόγου, αλλά θα στοιχημάτιζα ότι ο Κούγιας ζήτησε ο ίδιος να αναλάβει την υπεράσπιση του Δημήτρη Λιγνάδη, και μάλιστα αμισθί, αν δεν πλήρωσε κι αποπάνω!
Σιγά μην άφηνε να του ξεφύγει τέτοια υπόθεση κελεπούρι: πρώτα πρώτα για την τεράστια, δωρεάν διαφήμιση (περιττή κανονικά για έναν προβεβλημένο δικηγόρο, απαραίτητη όμως για τοξικοεξαρτημένους της δημοσιότητας)· έπειτα σαν προνομιακό πεδίο δράσης για έναν σταυροφόρο της Ηθικής και στυλοβάτη του Ομοφοβικού Μετώπου.
Δεν είναι περίεργο: για έναν «φανατικό γυναικόφιλο» η ομοφυλοφιλία συνιστά βαρύτατη προσβολή –έτσι που «φτάσαμε σε μια κοινωνία αξιών όπου διοργανώνονται παρελάσεις γκέι, ενώ και οι πέντε υποψήφιοι δήμαρχοι στην Αθήνα ήταν γκέι» έλεγε (και μαζί κατέδιδε!) π.χ. το 2014.
Ευκαιρία λοιπόν να πατάξει, όσο περνάει από το χέρι του, αυτή την «αντιαισθητική από κάθε άποψη, παρά φύση από κάθε άποψη» ερωτική επιλογή, όπως στηλίτευε στη δίκη για τη δολοφονία του «μέγιστου καλλιτέχνη αλλά διεστραμμένου ανθρώπου» Μένη Κουμανταρέα, συνήγορος προφανώς των κατηγορουμένων και κήρυκας της αυτοδικίας:
«Η πράξη του κατηγορούμενου μπορεί να έσωσε πολλά παιδιά, αυτή είναι η πραγματικότητα. Εμένα αν μου το ’χε κάνει ο αείμνηστος, θα του είχα κόψει και τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια» (βλ. εδώ τα σχετικά ρεπορτάζ του Δημήτρη Αγγελίδη: 2.7.16, 12 και 21.10.20, που αποτελούν από μιαν άποψη ευθυμογραφήματα, αν ξεχάσει κανείς προς στιγμήν τον παραβατικό εντέλει χαρακτήρα του λόγου του συνηγόρου).
Έτσι και τώρα, ο συνήγορος έστησε παρευθύς τον μπερντέ για την παράστασή του, δηλώνοντας πως θα αναλάβει την υπόθεση μόνο αν πειστεί για την αθωότητα του κατηγορουμένου, γιατί δεν αναλαμβάνει ποτέ, από λόγους αρχής, τοκογλύφους και παιδεραστές! Και πήρε αμέσως σβάρνα τα κανάλια, «εδώ οι ηθικές υπερασπίσεις», όπου πρώτος έσπευσε να τον καλέσει ο Χατζηνικολάου, από τα διαπρεπέστερα δημοσιογραφικά κοράκια.
Πείστηκε δηλαδή αμέσως ο συνήγορος, δίκασε δηλαδή και αθώωσε· τι τα χρειαζόμαστε τα δικαστήρια!
Αυτά από τα οποία δεν βρέθηκε ποτέ κανένα να τον συμμαζέψει τον ίδιο, ακόμα κι όταν λοιδορεί, ειρωνεύεται και σχεδόν προπηλακίζει δικαστές και εισαγγελείς, και όσα άλλα διαπράττει τάχαμου συνηγορική αδεία, χώρια στα γήπεδα κ.α., όταν απειλεί και τραμπουκίζει και χειροδικεί, ασύδοτος –μα και φαιδρός.
* «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ», φάνταζε επί χρόνια η γλυκερή κοινοτοπία στην πρόσοψη του Χόντου της Ομόνοιας, με υπογραφή: Μανώλης Ρασούλης: όπου μια φράση μόνη της από ολόκληρο τραγούδι εκτίθεται ακριβώς σαν κοινοτοπία.
Το ίδιο έγινε με την Κική Δημουλά: Μπαμπινιώτης και Φλέσσα ξέκοψαν τρεις όλες κι όλες λέξεις, ούτε καν στίχο, από ένα ποίημά της και τις έβαλαν μεγαλόστομο τίτλο σε εκπομπή τους:
«Υπό τον τίτλο του προσφυούς στίχου (!) “Σε προσκυνώ, γλώσσα” της αειμνήστου ακαδημαϊκού ποιήτριας Κικής Δημουλά, η “ΒΟΥΛΗ-ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ” επιλέγει να εντάξει στο νέο πρόγραμμά της την εν λόγω γλωσσική εκπομπή, καθώς κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι ταυτοχρόνως και ποιότητα σκέψεως, όπως επίσης και ποιότητα στην βίωση του κόσμου μας».
Έτσι άρχιζε το κακότεχνο γλωσσικά και νοηματικά δελτίο τύπου (το παρουσίασε έγκαιρα εδώ ο Δ. Κανελλόπουλος, 29/9), που προφανώς αντιπροσωπεύει και τους δύο αυτουργούς της εκπομπής –και εξ αντικειμένου πιο πολύ τον κ. Μπαμπινιώτη!
Και ο βερμπαλισμός κορυφωνόταν: «Δεδομένου δε, ότι η κρίση ποιότητας στη γλωσσική μας επικοινωνία αποτελεί μέρος της γενικότερης κρίσης αξιών, η προβολή της εκπομπής στόχο έχει να τονίσει την αντίληψη ότι η γλώσσα –και δη, η ελληνική– έχει κατ’ εξοχήν αυθύπαρκτη αξία και δεν είναι απλώς ένα “εργαλείο”, καθώς και ότι αποτελεί πρώτιστο φορέα πολιτισμού».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς έπεσα τελευταία πάνω στην εκπομπή, την ώρα που ο κ. Μπαμπινιώτης ανέλυε το θέμα της συνίζησης, όταν π.χ. λέμε «χί-λια» αλλά «χι-λι-ετία» κ.ο.κ. «Δηλαδή» πετάχτηκε η κ. Φλέσσα, «όπως λέμε “μί-α”, και με τόνο, και “μια”!» Και υπομονετικά τη διόρθωσε ο «κύριος καθηγητής της», πως άλλο το αυστηρώς αριθμητικό μία και άλλο το αόριστο μια.
Έχω ξαναγράψει για την κ. Φλέσσα και για το ίδιο πάντα σόου γατούλας που γέρνει το κεφάλι, σουφρώνει χειλάκια και όλο βλεφαρίζει –θαρρείς σκηνή από ταινία, που την επόμενη ακριβώς στιγμή ο φακός θα μας δείξει κάτω απ’ το τραπέζι ένα γυναικείο πόδι να τρίβεται πάνω σ’ ένα αντρικό.
Όσο για την κατάρτιση, δείγμα ασφαλές το παραπάνω. Και πάντα να πετάει μια λεξούλα πάνω στον συνομιλητή της, κάπως σαν τον Αυτιά, με τα συνεχή επιφωνηματικά: «ναι…», «τι λέτε!» κ.ά.
«Αυτό είναι μεγάλο θέμα» αρχίζει αργά αργά ο Μπαμπινιώτης (παρακάμπτοντας διάφορα μαξιμαλιστικά της Φλέσσα, π.χ. για την κυρίως ελληνόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών της ομογένειας)· «μείζον!» πετάγεται η Φλέσσα, «μέγιστο!» ξαναπετάγεται, προτού ακόμα ολοκληρώσει τη συγκεκριμένη φράση του ο άλλος.
Τραγικωμωδία, ορντέβρ στο μενού Μπαμπινιώτη, που όλο αβγαταίνει τελευταία. Προσεχώς λοιπόν.