21/3/21

Κι ο Πειραιάς χτενίζεται…, και ο καθηγητής ομοίως…

 (Εφημερίδα των συντακτών 20 Μαρτ. 2021)

* I love PIRAEUS, λέει· συγκεκριμένα, μια γιγάντια κόκκινη καρδιά και πλάι: PIRAEUS. Το όλον, μια μακρόστενη μαύρη βάση και πάνω της τα πελώρια γράμματα από πλεξιγκλάς, κάτι πλαστικό εν πάση περιπτώσει, συνολικό ύψος γύρω στα δυόμισι μέτρα και μήκος πάνω από δέκα μέτρα! Βάλτε στο γκουγκλ: love Piraeus πινακίδες, να πάρετε μια ιδέα. Θα λείπει ο περιβάλλων χώρος, αυτός που πάντα αναδεικνύεται ή χαντακώνεται από οποιοδήποτε έργο.

Ύβρις, σαν την αψίδα με τους σκουπιδοντενεκέδες, που έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα (12/3), το μνημείο για τον ξεριζωμό των Ποντίων, που με τον παρά του μεγαλοεπιχειρηματία Μαρινάκη καπέλωσε την πλατεία Αλεξάνδρας.

Ε, σύμπτωση οπωσδήποτε, αφήνοντας ακριβώς την πλατεία Αλεξάνδρας με κατεύθυνση προς Αθήνα, ξανοίγεται μπροστά σου το τοπίο, θάλασσα, το νησάκι Κουμουνδούρου και πίσω του, στα πόδια του Υμηττού, η ακτή από το Φαληρικό Δέλτα ώς πέρα στη Βουλιαγμένη, εκεί λοιπόν ορθώνεται τώρα μπροστά σου, κλείνοντας δηλαδή ορίζοντα και θέα, η γιγάντια κατασκευή που δηλώνει την αγάπη στον Πιρέους! Και απαλλοτριώνοντας ένα μεγάλο πλάτωμα που σχηματιζόταν, με παγκάκια, γεμάτα πάντα κόσμο, που απολάμβανε το τοπίο.

Κιτς; επαρχιωτισμός; βαρβαρότητα; σταματά ο νους σου. Δεν ξέρω τίνος ιδέα είναι η «εικαστική» αυτή παρέμβαση, υποθέτω του Δήμου και των εργολάβων του, είδα όμως στο γκουγκλ ότι υπάρχει κι άλλο τέτοιο «έργο», στη γέφυρα μπροστά απ’ τον Κεράνη, αισθητά μικρότερο πάντως, και σε σημείο όπου δεν παρεμβαίνει ουσιαστικά στον χώρο. Το φοβερότερο; προβλέπεται, λέει, να στηθούν και άλλες τέτοιες ερωτικές εξομολογήσεις στον Πιρέους, Κύριος οίδε πόσες και πού.

Ρωμαϊκές λοιπόν κατασκευές, που θαμπώνουν τους ιθαγενείς και προπάντων γεμίζουν τσέπες, αντί για ελάχιστα ουσιώδη, να μπει π.χ. καμιά δημόσια τουαλέτα, ιδίως στα αρκετά χιλιόμετρα περίπατο στον παραλιακό, από Καστέλλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα κτλ., ή να αντικατασταθούν τα άκρως επικίνδυνα, σπασμένα καπάκια στα φρεάτια του πεζοδρομίου, πάντα στο Πασαλιμάνι, και πλήθος τέτοιες μικροεργασίες, με ασήμαντο εντέλει κόστος.

Δεν εξασφαλίζεται όμως έτσι η δόξα των μεγάλων ευεργετών, ούτε των εκάστοτε εμπνευστών, και πάντα, δεν το ξεχνάμε, των εργολάβων.

 

* Κι ο καθηγητής χτενίζεται… Πώς μου ’ρθε, αλήθεια, να συνδέσω δύο άσχετες μεταξύ τους περιπτώσεις –ίσως το κυνήγι του δημόσιου επαίνου και της δόξας, μέσα από έργα βιτρίνας: του Δήμου, όπως είδαμε στην πρώτη περίπτωση, του καθηγητή τώρα που κυνηγάει με τη μυγοσκοτώστρα τις νεοεισαγόμενες ξένες λέξεις και εκφράσεις, ώσπου έφτασε να γίνει ο περίγελος του άλλου δήμου, των κοινωνικών μέσων.

Αναφέρομαι στον καθηγητή Μπαμπινιώτη, με κάποιες ενοχές, ομολογώ, που υποσχέθηκα τελευταία σχετικό «μενού», δίνοντας πρόγευση το κακογραμμένο δελτίο τύπου για την εκπομπή του με τη Βίκη Φλέσσα «Σε προσκυνώ, γλώσσα»! Όμως, έχει συσσωρευτεί τεράστιο υλικό, και πάλι σε ορεκτικό θα περιοριστούμε.

Έτσι κι αλλιώς, να ασχοληθείς σήμερα με τον Μπαμπινιώτη είναι σαν να κλέβεις εκκλησία: «δρυός πεσούσης…» ή οπωσδήποτε «πιπτούσης», λέω μόνος μου στον εαυτό μου, καθώς ανέλαβε ο ίδιος πια την κατεδάφισή του, με την αυτογελοιοποίησή του.

Στο κυνήγι λοιπόν των ξένων λέξεων, θύμα κι αυτός της ευκολίας των κοινωνικών μέσων, μαζί και της βουλιμικής εγωπάθειάς του, έβγαζε κι από έναν φετφά τη μέρα, προγράφοντας τη μια ξένη λέξη μετά την άλλη, χτυπώντας και το πόδι κάτω, σαν κακιασμένο μικρό παιδί: «και τώρα click away, καλά να πάθετε!»

Η υπερέκθεση στάθηκε μοιραία, τον έμαθαν κι όσοι δεν τον ήξεραν, και ξεκίνησε η καζούρα. Έχασε, όπως πάντα, τον έλεγχο ο καθηγητής, κι άρχισαν να του φεύγουν δεξιά αριστερά ασυνταξίες, ελληνικούρες κ.ά. Από τα πιο ωραία, όταν θέλησε να ειρωνευτεί τους σχολιαστές του, αποκαλώντας τους: «εραστές της γλωσσικής πλάκας, που βρίθουν στη χώρα μας». Τον διόρθωσε (= η χώρα βρίθει...) ο Παντελής Μπουκάλας, απάντησε ανερυθρίαστος ο καθηγητής, ανταπάντησε ο Μπουκάλας, μόκο ο καθηγητής (θα τα δούμε εκτενέστερα όλα αυτά, το ξαναϋπόσχομαι).

Τελευταία ανασύρθηκε ένα παλιό του σχόλιο υμνητικό για την ερμηνεία του Λιγνάδη σε τραγωδία μεταφρασμένη από τον αδερφό Λιγνάδη, όπου είδε ο καθηγητής τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, και μίλησε για «γλώσσα ορθά εξενεγμένη»: τον περιέλαβε, άλλη μια φορά, ο Ν. Σαραντάκος (20/2), επισημαίνοντας συν τοις άλλοις πως το εξίσου απροσδιόνυσο σωστό είναι «εξενηνεγμένη»!

Ώστε «γλώσσα εξενεγμένη»! Η γελοιοποίηση δηλαδή της γλώσσας στην οποία επιδίδεται καμαρωτός καμαρωτός ο καθηγητής, μαζί με τη διόλου ολιγομελή χορεία των αρχαιοπαρμένων, που ανασύρουν αδρανείς από αιώνες λέξεις για να κοσμήσουν τον λόγο τους, κι ας είναι, οι άλλοτε πολύτιμες, σκέτη γραφικότητα πλέον.

Αυτήν όμως τη δόξα, προπάντων τη διαφορά από την πλέμπα, επιζητούν μανιωδώς οι αρχαιοπαρμένοι, οι κακοποιητές ουσιαστικά της γλώσσας, οι μισόγλωσσοι.

buzz it!