Η ιερότητα της αυτοκτονίας και το στίγμα
(Εφημερίδα των συντακτών 29 Απρ. 2021)
* Τέλη της δεκαετίας του ’50, στη μικρή, αραιοχτισμένη γειτονιά μας, το νέο έσκασε βόμβα σωστή: αυτοκτόνησε ο γιος της κυρα-Ματίνας, κοτζάμ παλικάρι, έφεδρος αξιωματικός, για μιαν άτυχη αγάπη. Έμενε λίγα σπίτια παραπάνω απ’ το δικό μας, με πήρε ο μεγαλύτερός μου αδερφός, μεταξύ πέντε και έξι εγώ, και τρέξαμε σαν μαγνητισμένοι από τους γόους της μάνας, που ακούγονταν ώς πέρα στον δρόμο.
Ήταν η εποχή που ξαγρυπνούσαν τον νεκρό μέσα στο σπίτι, συγγενείς και γειτόνοι, γύρω απ’ το ανοιχτό φέρετρο, πνιγμένο στα λουλούδια, ιδίως τώρα που έκρυβαν επιμελώς το μοιραίο τραύμα στον κρόταφο.
Και ήταν η πρώτη μου επαφή με τον θάνατο, και ειδικά την αυτοχειρία. Με τον θάνατο εξοικειώθηκα, με τα χρόνια, με την αυτοχειρία όχι.
Ξεμπερδεύοντας σχετικά νωρίς από τον κόσμο της θρησκείας, ξεμπέρδεψα και με το μυστήριο του θανάτου: όχι με την τραγικότητά του, ούτε και με τον φόβο του εντέλει, αλλά με το υποτιθέμενο μυστήριό του. Γιατί το μυστήριο βασικά είναι η άλλη ζωή, κατά τις θρησκευτικές διδαχές. Παραμένει βεβαίως η απορία πώς τάχα να είναι το απόλυτο κενό, η μετάβαση απ’ τη ζωή στη μη ζωή, μα πάλι αυτή θα έλεγα πως είναι η ουσία της τραγικότητας, και όχι κάποιο μυστήριο.
* Μυστήριο είναι η αυτοκτονία, γιατί μυστήριο είναι ο άνθρωπος και ο ψυχισμός του, όταν μάλιστα λοξεύει από το κλασικό σχήμα: γέννηση, ανάπτυξη, φθορά, θάνατος.
Σίγουρα δεν υπάρχει κάτι σαν τραγικόμετρο ή δυστυχιόμετρο, κάπως μπορούμε ωστόσο να δούμε τις διαβαθμίσεις του πόνου μπροστά στον θάνατο, ανάλογα με τη σχέση ζώντων και νεκρού, αλλά και τον χρόνο του θανάτου, τον όψιμο δηλαδή ή τον πρώιμο θάνατο.
Και τον θάνατο τον έχουμε ζήσει δίπλα μας όλοι· σπανιότερα όμως την αυτοκτονία. Λείπει έτσι η επαφή, η εμπειρία, η γνώση –όσο μπορεί να υπάρξει. Μένει λοιπόν εσαεί απροσπέλαστη η αυτοκτονία, γιατί απροσπέλαστος είναι πρώτον και κύριον ο πάντα διαφορετικός ψυχισμός κάθε ανθρώπου, με όσες ταξινομήσεις κι αν αποπειράται η επιστήμη, με τους αυτοκτονικούς τύπους λ.χ.
Προσωπικά, έτυχε να έρθω από νωρίς σε επαφή με ψυχικές διαταραχές και ασθένειες και ψυχικά ασθενείς. Τίποτα ωστόσο δεν με βοήθησε να προσεγγίσω ουσιαστικά και κυρίως εξατομικευμένα τον κόσμο του ανθρώπου που μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοκτονία.
Το μυστήριο μένει ακατάλυτο, μεγεθύνοντας την ιερότητα της πράξης του αυτόχειρα που αναμετριέται με τον θάνατο, επειδή δεν τα ’βγαλε πέρα στην αναμέτρησή του με τη ζωή. Ιερό μυστήριο λοιπόν, καθώς μάλιστα δεν αυτοκτονεί κάθε ψυχικά διαταραγμένος, ακόμα κι αν βασανίζεται βαριά μια ολόκληρη ζωή, ή όπως δεν αυτοκτονούν όλοι όσοι έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο από τα υλικά βάρη της ζωής. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει «κάτι» ακόμα, αυτό ακριβώς που μας διαφεύγει, αυτό που οδηγεί κάθε προσπάθεια ερμηνείας στο κενό.
Θυμάμαι τον Νίκο Σκυλοδήμο, που κρεμάστηκε το 1986, τη μέρα που έκλεινε τα 38 του χρόνια. Σπάνιας στόφας ηθοποιός, χαρισματικός άνθρωπος, που ερωτοτροπούσε όμως με την κατάθλιψη, σχεδόν ευθέως με τον θάνατο. Λίγα χρόνια πιο πριν, το ’81, είχε αυτοκτονήσει στα 31 του, αυτοπυρπολημένος, ο εικαστικός Αντώνης Βεζιρτζής, ένα εξίσου χαρισματικό και ταλαντούχο πλάσμα, λαμπερό και ολοζώντανο, η ίδια η χαρά της ζωής, η απόλυτη κατάφαση στη ζωή!
Τι τον οδήγησε σε τέτοιο διάβημα τον Αντώνη, τι υπήρχε πίσω από τη μάσκα, εντέλει, της πληθωρικής μάλιστα χαράς; Ιδού το μυστήριο το ανερμήνευτο. Αυτό που δεν το υποψιάστηκε κανείς, όσο κοντά του κι αν βρέθηκε, κι ωστόσο «ξένος», αφού δεν μπόρεσε να νιώσει και να βοηθήσει.
Έτσι, η αυτοχειρία κατά κάποιον τρόπο μάς ενοχοποιεί· είναι ένα σιωπηλό, άρρητο κατηγορώ, έστω παράπονο του αυτόχειρα, που ήμασταν τόσο δίπλα του κι όμως μακριά, μίλια, αιώνες μακριά του.
Και το παράπονο αυτό, ή το κατηγορώ, είναι σχεδόν αδύνατον να το αντέξουμε. Και τότε η άμυνά μας, ασύνειδη οπωσδήποτε, είναι να αντιγυρίσουμε το κατηγορώ στον αυτόχειρα. Που με την πράξη του μας τιμώρησε, που πάντως δεν μας σκέφτηκε –εμάς, τους γονείς του, τα παιδιά του.
* Γιατί ο θάνατος, κάθε θάνατος, είναι μια τεράστια ανατροπή στη ζωή των περιλειπομένων, αυτών που μένουν πίσω, κι εκεί τα βάζουμε με την ώρα την κακιά, την άτιμη αρρώστια, το φονικό χέρι… Στην περίπτωση της αυτοχειρίας, του «εκούσιου» θανάτου, με ποιον θα τα βάλουμε;
Οργανώνουμε, όπως είπα, την άμυνά μας, σε μιαν απόπειρα να προστατέψουμε τον εαυτό μας ή τους οικείους του νεκρού, αποσιωπώντας καταρχήν το γεγονός της αυτοχειρίας. Γιατί η γνώση σέρνει ξοπίσω της τις όποιες, ασύνειδες ή και συνειδητές ενοχές, σέρνει κυρίως το στίγμα, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ή διαταραχής –που έτσι, φυσικά, το διαιωνίζει.
Όμως η αποσιώπηση της έσχατης πράξης ενός ανθρώπου, όποια κενά και ανάγκες κι αν καλύπτει, η άρνηση ή απαξίωση της απόγνωσής του, είναι από μιαν άποψη και η έσχατη προδοσία απέναντι στον νεκρό.
Που με την πράξη του μας άφησε ένα τελευταίο γράμμα, κι εμείς το τσαλακώνουμε χωρίς να το ανοίξουμε και το πετάμε.