15/11/20

Το Μπουρδολόγιον, ξανά, και ο Μπάτσος

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2020)

 



* Το Μπουρδολόγιον ξαναχτυπά, και εξηγεί πως αγαπάει τα λατινικά, γιατί κάποτε τον έσωσαν: «Τον καιρό που με κυνηγούσαν, έπεσαν, τότε, οι χουνταίοι σ’ ένα σοφό μου ημερολόγιο, που το έγραφα σε ακραιφνή λατινικά… Έτσι, έχασαν ημερήσιες [!] ώρες ψάχνοντας ερμηνεία στα κατ’ αυτούς “κωδικά”. Τα λατινικά μου εκείνα, ήταν Βιργιλίου χαριτωμενιές, προωρισμένες σε δεσποινίδες λατινίδες της “Βαλαγιάννη” και της “Καλαμαρί”. Ως γνωστόν, τότε, αι μεν βαλαγιαννίδες, λόγω αυχμηρών καθηγητών, αι δε καλαμαρίδες δέσποινες, λόγω αυστηρών καλογραιών, ήσαν αριστέες εις την λατινίδα…»

Και το μεν «μπουρδολόγιον», προσφιλής όρος του Κ. Ζουράρεως, και τώρα επιστρεπτέος, το δε ιλαρό παράθεμα, διά χειρός ακριβώς Ζουράρεως (ΕφΣυν 9/11), το μεταφέρω χάριν παιδιάς, μια και πολλοί, όπως κι εγώ αρχικά, από τον τίτλο και μόνο: «Η frustration-ψεύσις μέσα στην νεοφιλελευθώ», εγκατέλειψαν την ανάγνωση του πολυτονισμένου (με πλήθος λάθη, εννοείται) άρθρου του «βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικής Συμμαχίας Α΄ Θεσσαλονίκης», τρομάρα μας…

* Η ματαίωση και ο μπάτσος. Ας μας φανεί όμως χρήσιμο και σε κάτι το μπουρδολόγιον. Που ασχολείται και με τη μετάφραση του όρου frustration. Αφορμή του, μια σημείωση του Κύρκου Δοξιάδη: «κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική ματαίωση (συνήθης μετάφραση του frustration, δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ)» (ΕφΣυν 4/11). Έχει δίκιο από πολλές απόψεις ο κ. Δοξιάδης, δεν είναι πάντοτε απλή η μετάφραση της τόσο κοινής, στα αγγλικά ιδίως, frustration. Που μπορεί να αποδοθεί με πλήθος λέξεις: από απογοήτευση, δυσαρέσκεια και ακύρωση έως αγανάκτηση, απελπισία κ.ά.

Η κοινότερη, κατά τη γνώμη μου, και πλησιέστερη απόδοση είναι η απογοήτευση. Όμως, στην ψυχολογία, η ματαίωση, όπως έχει επικρατήσει από παλιά, είναι εξαιρετικά εύγλωττη. Θα μπορούσε έτσι να καταλήξει πρόχειρα κανείς ότι: σε επιστημονικό λόγο, και σίγουρα στην ψυχολογία: ματαίωση· γενικότερα, και ιδίως στον καθημερινό λόγο: απογοήτευση.

Και πάντως δύσκολα «αποστέρηση» (ή «ξεγέλασμα»), όπως προτείνει ο κ. Ζουράρις.

* Και αφού πιάσαμε τα μεταφραστικά, κάτι ακόμα, που θίχτηκε και εδώ, με τη νέα κυκλοφορία της μεγάλης επιτυχίας του Αλαίν Ντελόν «Le flic». «Ο αστυνόμος» μεταφράστηκε τώρα, «Ο μπάτσος» παλιά, πριν από αρκετές δεκαετίες. Και υπήρξαν διαμαρτυρίες τώρα, γιατί «αστυνόμος» και όχι «μπάτσος», όπως ακριβώς και παλιά, γιατί «μπάτσος» και όχι «αστυνόμος».

Παλιά λοιπόν πρωτοδιάβασα, από τα πολλά που γράφτηκαν, κάτι που αρχικά με ξένισε αλλά το επιβεβαίωνα έκτοτε συνεχώς, ότι το γαλλικό flic, όπως ακριβώς και το αγγλικό cop, σημαίνει «μπάτσος» αλλά και «αστυνομικός». Δεν χρησιμοποιείται δηλαδή πάντα, αυστηρά και μόνο, με την καθαρά απαξιωτική και υβριστική έννοια του μπάτσου στα ελληνικά· είναι υποτιμητικό αλλά και σκέτα λαϊκό, καθημερινό, που μάλιστα το χρησιμοποιεί ακόμα και ο ίδιος ο flic/cop για τον εαυτό του.

Με άλλα λόγια: «μπάτσος» στα ελληνικά είναι ό,τι πιο απαξιωτικό, καθαρά υβριστικό, που ποτέ δεν θα το χρησιμοποιήσει Έλληνας αστυνομικός για τον εαυτό του. Αντίθετα με τον Γάλλο και τον Αμερικανό συνάδελφό του, που πλάι στο policier και το policeman θα χρησιμοποιήσει, αντίστοιχα, και το flic και το cop.

Άρα η «σωστή» μετάφραση θα ήταν κάπου στη μέση, ανάμεσα στον μπάτσο και στον αστυνομικό, που ελληνικά όμως δεν υπάρχει. Οπότε, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπάτσος για βρισιά, αστυνομικός για απλή αναφορά.

* «Ο όρος [flic], που αρχικά ήταν αποκλειστικά μειωτικός, έγινε έπειτα απλώς οικείος, καθημερινός, και σήμερα χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους αστυνομικούς, ίσως με την επίδραση της αστυνομικής λογοτεχνίας: “Μoi, un flic” [Εγώ, ένας μπάτσος/αστυνομικός], έργο του H. Gévaudan, διευθυντή της δικαστικής αστυνομίας (1980)» –μεταφράζω πρόχειρα από το εννιάτομο Robert.

* Και πάλι Ασκήσεις Μνήμης, ή Επιστροφή στο μπουρδολόγιον. Ούτε για την εκζήτηση του Ζουράριδος έχει νόημα να ξαναπώ, ούτε για την επικοινωνία με τον καθρέφτη, σε γλώσσα που αποκλείει σκόπιμα τον άλλον κτλ., αφού περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, όσο υπάρχουν ευφρόσυνοι καταναλωτές του έργου του ανδρός.

Που συχνότατα όμως δεν το καταλαβαίνουν, πολύ απλά. Δεν άνοιξαν δηλαδή λεξικό, να δουν αν οι φανταχτερές λέξεις έχουν και κάποιο νόημα στη θέση που τις βάζει ο εν λόγω. Να δουν, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά:

– ότι «καλλίπυγος μαγωδία» σημαίνει: «παντομίμα με ωραίους γλουτούς»·

– ότι «τα θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί» σημαίνουν: «εγκαίνια [ναού!] που τα εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί»·

– ότι τα «καλλιεπή αγοράκια» που διάλεγαν οι Τούρκοι στο παιδομάζωμα «ώστε να τα πηδάνε», σημαίνει: «αγοράκια που χειρίζονται άψογα τον λόγο»·

– ότι «ευωχία» σημαίνει γλέντι, ξεφάντωμα, φαγοπότι· άρα όταν ο εν λόγω απευθύνεται στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τα λόγια: «Κυρία Πρόεδρε, την ευωχία μου προς εσάς», της λέει κάτι σαν: «Κυρία Πρόεδρε, το ξεφάντωμά μου προς εσάς»·

– ότι «μέζεα» είναι τα αποτέτοια ζώου κι όχι ανθρώπου, και «στεατοπυγικό σύστημα» ή υποσύστημα δεν υπάρχει, ούτε ανώτερο ούτε κατώτερο, υπάρχει μόνο η «στεατοπυγία», η συσσώρευση λίπους στα πισινά· άρα, όταν ο βουλευτής μας γράφει κάποιους στα παπάρια του λέγοντας: «στα καθ’ ημάς μέζεα του κατωτέρου στεατοπυγικού μας υποσυστήματος», στην ουσία τούς γράφει στα παπάρια ζώου που διαθέτει και που κρέμονται από τα τετράπαχα πισινά του!

Να χαρώ γλώσσα –και εικόνα.

Αυτά, ναι, δεν θα κουραστώ να τα επαναλαμβάνω κάθε φορά. Το χρωστάω, το χρωστάμε, αν μη τι άλλο, στη δική μας, την ελληνική γλώσσα.

 

 

buzz it!

8/11/20

Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”

 (Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ. 2020)

 


* Άλλο “καταλαβαίνω”,
άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”: χρησιμοποιώ, και όχι πρώτη φορά, αυτό το βασικό αξίωμα σαν γενικό τίτλο, μολονότι αφορά μόνο το πρώτο κομμάτι της στήλης: σκόπιμα βεβαίως, μια και σκόπιμα παραγνωρίζεται στις πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες.

Ο λόγος για τους άθλιους χουλιγκάνους της ΑΣΟΕΕ, για τους οποίους πάντως δεν νοείται να καλείται να λογοδοτήσει η Αριστερά, που έχει ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στην τρομοκρατία.

Με αυτά τα δεδομένα επανέρχομαι στα λόγια ενός παλιού, σοβαρού δημοσιογράφου της Καθημερινής, μακαρίτη πια, που έλεγε, δεξιός ο ίδιος, πως αν ήταν τότε 18άρης, μολότοφ θα πέταγε κι αυτός –τότε, πριν από είκοσι τόσα χρόνια, όταν λόγου χάρη δεν ήταν στα ύπατα αξιώματα της χώρας ένας Άδωνης Γεωργιάδης.

Και πάω στις δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού, της κυρίας Κεραμέως:

«Όσοι νομίζουν ότι με τραμπουκισμούς, φασισμό και άσκηση βίας θα τρομοκρατήσουν τον ακαδημαϊκό χώρο και θα μείνουν ατιμώρητοι, πλανώνται πλάνη οικτρά…»

Αφαιρέστε τις λέξεις «ακαδημαϊκό χώρο» και βάλτε: «ελληνικό λαό». Διόλου άγνωστη η εικόνα: τραμπουκισμοί, φασισμός και άσκηση βίας· μόνο που εδώ οι «δράστες» μένουν σταθερά ατιμώρητοι, διαπαιδαγωγώντας αναλόγως τις νεότερες γενιές. Με δάσκαλο μόνιμο και σε καθημερινή βάση τον πιο προβεβλημένο πολιτικό, τον Άδωνη που είπαμε.

* Το έμαθαν έτσι το μάθημα οι νέοι. Και προχώρησαν: Διαπόμπευση του πρύτανη; Εξοργιστική και ανατριχιαστική. Άραγε περισσότερο από τη διαπόμπευση λ.χ. των οροθετικών γυναικών από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ Λοβέρδο και Χρυσοχοΐδη;

Και «τάγματα εφόδου» οι άθλιοι της ΑΣΟΕΕ, και όχι μόνο. Άραγε περισσότερο από τα τάγματα εφόδου λ.χ. του Νεοδημοκράτη τώρα Χρυσοχοΐδη;

Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”, ξαναλέω. Γιατί, όσο δεν καταλαβαίνουμε, εκπαιδεύουμε εμείς οι ίδιοι στους τραμπουκισμούς, στον φασισμό και στην άσκηση βίας.

* Το ανέκδοτο της εβδομάδας: «Αρχαία ελληνικά, η γλώσσα του μέλλοντος», με τον τίτλο και μόνο βάζεις τα γέλια. Με την υπογραφή: «Ευγενία Μανωλίδου, Μουσικός», κλαις πια από τα γέλια. Εκεί όμως που κινδυνεύεις να λιποθυμήσεις, πάντα απ’ τα γέλια, είναι όταν σκέφτεσαι ότι αυτό το κατεβατό των 1.374 λέξεων (απάντηση σε επιφυλλίδα του Ν. Δήμου) δημοσιεύτηκε στο έγκριτο, όπως λέγαμε παλιά, Βήμα.

Το Βήμα του Μαρινάκη, κανονικά δίχως άλλο χαρακτηρισμό: το όνομα και μόνο αρκεί. Το όνομα του ανθρώπου που εξευτέλισε δύο ιστορικές εφημερίδες, τα Νέα και το Βήμα, όχι επειδή τις έστρεψε αποκλειστικά δεξιά, έστω: ακόμα πιο δεξιά, αλλά επειδή τις έκανε υποδειγματικά μη εφημερίδες: παραβιάζοντας, εννοώ, διασύροντας ακριβέστερα, κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Ας πάρει τώρα και τη Μανωλίδου μόνιμη συνεργάτρια, ή ας της δίνει κάθε τόσο κι από μια σελίδα, όπως το ολοσέλιδο του συνηγόρου του, του αγίου Πειραιώς, στο ολοπλούμιστο ΒΗΜΑgazino, για διάγγελμα το Πάσχα, ή το ετήσιο ολοσέλιδο (άλλοτε δισέλιδο) αφιέρωμα στη δωρεά του στον Πειραιά, εκείνη την ανεκδιήγητη αψίδα των σκουπιδοντενεκέδων στην πλατεία Αλεξάνδρας, μνημείο τάχα για τον ξεριζωμένο ελληνισμό του Πόντου.

* Ο μουσακάς που είπε τον Ελύτη αερολόγο. Τέτοιες λαμπρές μεταγραφές τού ευχόμαστε του Μαρινάκη, όπως του Στέφανου Κασιμάτη, που με την αθλιότητά του απέναντι στον Κατρούγκαλο (όχι μπαγιάτικη! δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες) δοκίμασε σκληρά τις αντοχές της ούλτρα δεξιάς πλέον Καθημερινής, η οποία παραμένει ωστόσο εφημερίδα, με τη δημοσιογραφική έννοια, από τις πιο σοβαρές.

Το «μουσακάς», σπεύδω να διευκρινίσω, είναι χαρακτηρισμός του ίδιου του Κασιμάτη, όταν περιέγραφε πριν από λίγα χρόνια το ντύσιμο κάποιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τον κατονομάζει:

«Παπούτσια δετά τύπου brogues (ενδεχομένως Church’s, αν και δεν είμαι σίγουρος), παντελόνι σιγκαρέτ (δηλαδή, κολάν για άνδρες και LBGT), δερμάτινο στενό σακάκι, γυαλί ηλίου καθρεφτιζέ πορτοκαλί. [...] Για λύπηση ο μουσακάς...»

Τέτοια πετυχεσιά, μην πάει χαμένη: ας τον κρατήσουμε τον όρο, για τον ίδιο τώρα και την επί παντός σοφία του. Που εκτείνεται πέρα από τα «κολάν για LGBT», στην ποίηση βεβαίως, όταν π.χ. χαρακτήριζε από ραδιοφώνου αερολογίες το έργο του Ελύτη.

* Είπα ότι δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες, «Ασκήσεις μνήμης» κάνει άλλωστε η στήλη, αλλά ώς εδώ. Έτσι κι αλλιώς, το πιο χαρακτηριστικό στην ιστορία ήταν το παροιμιωδώς φλύαρο υποστηρικτικό κείμενο του Απόστολου Δοξιάδη. Που, όποτε νιώθει πως απομακρύνεται απ’ την επικαιρότητα, προτάσσει τα στήθη του να υπερασπίσει, τη μια τη Δόμνα Μιχαηλίδου, όταν έβγαζε ψυχοπαθείς τους αντιστασιακούς, τώρα τον Κασιμάτη, που απλώς έκανε, λέει, χιούμορ: ιστορίες για γέλια δηλαδή, όπως και με τη Μανωλίδου.

Εγώ, ομολογώ, χαίρομαι και αγαλλιώ για τη μετακόμιση του Κασιμάτη στα Νέα, επειδή η κάποτε εφημερίδα είναι κλειδωμένη στο ίντερνετ, κι έτσι, μαζί με Πρετεντέρη και Κανέλλη, γλιτώνω τώρα και τον Κασιμάτη.

Άντε και σε επόμενους, κύριε Μαρινάκη, και δεν θα πω ποιους και από ποιες εφημερίδες.

 

 

buzz it!

1/11/20

Και να ξεφαντώνουμε, βρε!

 (Εφημερίδα των συντακτών 31 Οκτ. 2020)


 

(φωτ. από ηλεπεριοδικό "Τα αιρετικά")

* Με ορθοδοξία, βρε! Και με των Ελλήνων τις κοινότητες, βρε, που φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Αφού περιούσιος λαός, βρε, όχι παίξε γέλασε!

Γράφω με αφορμή το βιντεοκλίπ της Επιτροπής για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Για το οποίο γράφτηκαν πολλά· τα περισσότερα, σχεδόν όλα όσα έτυχε να δω, για το κιτς του όλου εγχειρήματος.

Δεν έχω να προσθέσω τίποτα παραπάνω. Είναι όντως για γέλια τα γέλια ακριβώς των χορωδών, τα συνεχή τρεχαλητά –ή η «δραματοποίηση των στίχων: όταν “η Λυδία ντρέπεται” βγαίνει μπροστά μας μια Λυδία που ντρέπεται, και όταν “νά κι ο Άλκης ο μικρός μας”, τσουπ! ένας μικρός Άλκης ξεπετάγεται» όπως γράφει ο γείτονας εδώ Θωμάς Τσαλαπάτης (24/10).

Κιτς λοιπόν, που το εικονογραφεί πρώτη η πρόεδρος της Επιτροπής. Που το 2004 είχε τον ιδιοφυή Παπαϊωάννου να την ξελασπώσει· τώρα, ο θεός κι η ψυχή της. Για αρχή πάντως ακούμπησε στον Σαββόπουλο. Που μεγάλος μεν, αλλά για το πανηγυριώτικο «Ας κρατήσουν οι χοροί» δεν θα ’πρεπε να καμαρώνει: ένα αρκουδιάρικο ταρατατζούμ, κάπως σαν το γκραν σουξέ της ίδιας εποχής, το «Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι», που με τις πρώτες του νότες έβαζε τους πάντες στον χορό.

* Το σουξέ όμως του Σαββόπουλου δεν είναι καθόλου αθώο· είναι (κατά το απόλυτο δικαίωμα του συνθέτη και στιχουργού) ιδεολογικό μανιφέστο, με εθνοπατριωτικές και θρησκευτικές εξάρσεις, την εποχή ακριβώς που γεννιόταν και θέριευε η νεοορθοδοξία. Μπορεί όμως άραγε να λειτουργήσει έτσι σαν «εθνικός ύμνος», όπως χαρακτηρίζεται συχνά (και κάπως έτσι σφράγιζε τη λήξη των Ολυμπιακών του 2004 ενώ τώρα εγκαινιάζει τους πανηγυρισμούς για τη 200ετία);

Ναι, ιδίως αν δεν έχουμε αίσθηση του ιδεολογικού του χαρακτήρα –ή απλούστατα δεν μας νοιάζει. Ή, εξίσου απλούστατα, δεν πολυπροσέχουμε τους στίχους, όπως συχνά σε όλα τα τραγούδια. Έτσι ανέτρεξα στο διαδίκτυο, μην τάχα αδικούσα τον συνθέτη-στιχουργό με όσους στίχους θυμόμουν δώθε κείθε, και που είχαν και έχουν σχολιαστεί κατά κόρον, π.χ. η σύναξις, οι παππούδες, των Ελλήνων οι κοινότητες κτλ.

* Και ξανάμεινα εμβρόντητος, όταν τους ξανάδα συγκεντρωμένους, έτσι όπως έβλεπα εξαιρετικές εικόνες να θολώνουν μέσα σε μια γενικά αδέξια στιχουργική, και προπαντός να διασταυρώνονται και να συνδέονται με αδιάφορες, στην καλύτερη περίπτωση, κοινοτοπίες.

Aντί για όποια άλλα σχόλια, ιδού οι αυτοσχολιαζόμενοι στίχοι:

Ας κρατήσουν οι χοροί / και θα βρούμε αλλιώτικα / στέκια επαρχιώτικα βρε / ώσπου η σύναξις αυτή / σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί // Μέχρι τα ουράνια σώματα / με πομπούς και με κεραίες / φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα / κι ιστορία οι παρέες // Kάνει ο Γιώργος την αρχή / είμαστε δεν είμαστε / τίποτα δεν είμαστε βρε / κι ο Γιαννάκης τραγουδεί / άμα είναι όλα άγραφα κάτι θα βγει // Kαι στης νύχτας το λαμπάδιασμα / να κι ο Άλκης ο μικρός μας / για να σμίξει παλιές / κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας // O ουρανός είναι φωτιές / ανεμομαζώματα / σπίθες και κυκλώματα βρε / και παρέες λαμπερές / το καθρέφτισμά τους στις ακρογιαλιές // Kι είτε με τις αρχαιότητες / είτε με ορθοδοξία / των Eλλήνων οι κοινότητες / φτιάχνουν άλλο γαλαξία // Να κι ο Mπάμπης που έχει πιει / κι η Λυδία ντρέπεται / που όλο εκείνη βλέπετε βρε / κι ο Αχιλλέας με τη Zωή / μπρος στην Πολαρόιντ κοιτούν γελαστοί // Τότε η Έλενα η χορεύτρια / σκύβει στη μεριά του Τάσου / και με μάτια κλειστά / τραγουδούν αγκαλιά / Εθνική Ελλάδος γεια σου // Τι να φταίει η Bουλή / τι να φταιν οι εκπρόσωποι / έρημοι και απρόσωποι βρε / αν πονάει η κεφαλή / φταίει η απρόσωπη αγάπη που ’χε βρει // Mα η δικιά μας έχει όνομα / έχει σώμα και θρησκεία / και παππού σε μέρη αυτόνομα / μέσα στην τουρκοκρατία // Να μας έχει ο Θεός γερούς / πάντα ν' ανταμώνουμε / και να ξεφαντώνουμε βρε / με χορούς κυκλωτικούς / κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς // Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα / να πυκνώνει ο δεσμός μας / και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας.

* Και θυμάμαι τον Χατζιδάκι, χωρίς να είμαι ορκισμένος χατζιδακικός, σε μια συνομιλία του με τη Μελίνα Μερκούρη, που τον μεμφόταν επειδή είχε αποκηρύξει τα «Παιδιά του Πειραιά». Δεν ήταν πια το δικό μου το τραγούδι, απάντησε ενοχλημένος ο Χατζιδάκις, που το είχα γράψει για συγκεκριμένη σκηνή στην ταινία, και έγινε αγνώριστο με τις διάφορες άσχετες μεταφράσεις και τις επανεκτελέσεις με τις χαβάγιες κτλ.

Όμως ο Σαββόπουλος δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Είναι προφανώς πολύ περήφανος που έγραψε κι αυτός «εθνικό ύμνο», με εθνοπατριωτικό μάλιστα και θρησκευτικό, όπως είπα, περιεχόμενο.

Όμως ο Θεοδωράκης λόγου χάρη αφήνει, για δικό του «εθνικό ύμνο», το επίσης έντονα ρυθμικό «Ένα το χελιδόνι», μια φαινομενικά απλή, όμως εξαίρετη σύνθεση, με ατόφιο Ελύτη για στίχους. (Για να μην πω και για το καθαρά εμβατηριακό και σε δικούς του στίχους, εύκολο, και μουσικά και στιχουργικά, και αυστηρά πολιτικοϊδεολογικό «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…»)

Όμως, άλλα τα μάτια του λαγού, βρε!

 

 

buzz it!

18/10/20

Το κλεμμένο βραβείο του Κούντερα

 (Εφημερίδα των συντακτών 17 Οκτ. 2020)

 

Μίλαν και Βέρα Κούντερα

 

* Κλεμμένο βραβείο; Υπερβολικό! Τότε θαμμένο; Καλύτερα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, σαν να μη γράφω επιφυλλίδα αυτήν τη φορά. Ρεπορτάζ, θα το έλεγα, υποπίπτοντας στο κολάσιμο αδίκημα της αντιποίησης αρχής.

Κατά τους νόμους λοιπόν του ρεπορτάζ, και όπως θα έκανε έτσι κι αλλιώς ο συντάκτης ύλης, κοινώς υλατζής, βάζω έναν τίτλο όσο πιο πιασάρικο γίνεται, να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Τα κατάφερα; Ελπίζω.

Αλλά τάχα γιατί, από πού κι ώς πού ρεπορτάζ; Ας πούμε από υπερβάλλοντα ζήλο, επειδή η είδηση αφορά τον Μίλαν Κούντερα, έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς των ημερών μας, που είχα και την τύχη, ευλογία το ’χω πει άλλη φορά, να μεταφράσω τα μυθιστορήματά του.

Έστω λοιπόν υποκειμενικός ο τόνος και ο μεγαλόστομος και αστυνομικού τύπου τίτλος για μια κοινή είδηση, όσο κοινή μπορεί να είναι μια είδηση σχετικά με τον Κούντερα. Όμως αυτή την όποια είδηση ο αναγνώστης των περισσότερων, σχεδόν όλων των εφημερίδων δεν την είδε, δεν την ξέρει. Δεν την έμαθε, ούτε στην ώρα της ούτε αργότερα, μέσα σε τρεισήμισι βδομάδες ώς τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

* Το «ρεπορτάζ» λοιπόν: 20 Σεπτεμβρίου απονέμεται στον Μίλαν Κούντερα το μεγαλύτερο σήμερα τσέχικο λογοτεχνικό βραβείο, το βραβείο Φραντς Κάφκα, που απονέμεται εδώ και 20 χρόνια από την 30χρονη Εταιρεία Φραντς Κάφκα, σε συνεργασία με τον Δήμο της Πράγας και με διεθνή κριτική επιτροπή.

Δεν είναι δηλαδή το αυστηρά οικογενειακό-συντεχνιακό βραβείο του τάδε περιοδικού, νεόκοπου ή άγνωστου τις περισσότερες φορές, ή το προκάτ βραβείο της τάδε αλυσίδας μεγαλοκαταστημάτων. Φίλιπ Ροθ, Άμος Οζ, Χαρούκι Μουρακάμι, Μάργκαρετ Άτγουντ, Χάρολντ Πίντερ, Ελφρίντε Γέλινεκ, Πέτερ Χάντκε είναι από τους κορυφαίους συγγραφείς που έχουν ήδη τιμηθεί με το συγκεκριμένο βραβείο, που συνοδεύεται και από σεβαστό χρηματικό ποσό.

«Η απονομή του Βραβείου Φραντς Κάφκα στον Μίλαν Κούντερα» γράφει το δελτίο τύπου της Εταιρείας «έχει μια ισχυρή συμβολική διάσταση. Γιατί ακριβώς ο Μίλαν Κούντερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, έβαλε την Κεντρική Ευρώπη, που την εποχή εκείνη ήταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, στον ευρωπαϊκό πολιτιστικό χάρτη· αυτός καθόρισε τα σύνορα της σημερινής Ευρώπης, μέσα στην οποία η Πράγα του Κάφκα διατηρεί ώς τις μέρες μας τη μνήμη από διασταυρούμενα ατομικά ερεθίσματα, τσέχικα, γερμανικά και εβραϊκά, που αλληλοεπηρεάζονται στη διάρκεια της πολυτάραχης ιστορίας της περιοχής…»

Αυτά τα ελάχιστα για το βραβείο και τη βράβευση. Που δεν βρήκε θέση ούτε σε μονόστηλο στις εφημερίδες μας –κι ας μη μιλάμε για τα τηλεοπτικά κανάλια.

Υπάρχει λόγος; συγκεκριμένος; Δεν θα το ’λεγα ακριβώς. Αλλά νά, 91 χρονών πια ο Κούντερα, ήδη το 2001 έλεγε ότι δεν ξαναγράφει πια, τουλάχιστον, ή κυρίως, μυθιστόρημα. Και όντως, έπειτα από τη σπαραχτική Άγνοια, το 2000, ακολουθούν δοκίμια: Ο πέπλος το 2005 και η Συνάντηση το 2009.

Και εντελώς απρόσμενα, το 2013, ένα διαφορετικό, από μιαν άποψη, μυθιστόρημα, Η γιορτή της ασημαντότητας, ένα «μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν [...] είναι σοβαρή», όπου ο συγγραφέας «πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο [ένα] παλιό αισθητικό όραμά του», «που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του» –όπως σημείωσε ο ίδιος για το οπισθόφυλλο.

* Από τότε τίποτα. Τι να τον κάνουν πια τα μίντια! Πολύ περισσότερο που από το 1985 ήδη τους είχε γυρίσει την πλάτη: έπειτα από δύο συνεντεύξεις του σε αμερικανικά έντυπα όπου παραποιήθηκαν τα λόγια του, έκοψε ουσιαστικά τις συνεντεύξεις, γενικότερα τις δημόσιες εμφανίσεις (τηλεόραση, συνέδρια κτλ.).

Το χειρότερο; άρχισε να γράφει στα γαλλικά. Και να γράφει ακριβώς όσο πιο λιτά γινόταν, «αντιλυρικά», όπως πάντοτε ήθελε, «αντιλογοτεχνικά», «επεμβαίνοντας» γι’ αυτό και στη στίξη, με δύο και τρεις διπλές τελείες (άνω και κάτω στιγμή) στην ίδια πρόταση: έγκλημα καθοσιώσεως για τους Γάλλους: πώς τολμά, με ποιο δικαίωμα κ.ά.

Ο πόλεμος που του είχαν στήσει από μιας αρχής οι ίδιοι οι αυτοεξόριστοι συμπατριώτες του, γιατί ο τάδε ήρωάς του δεν ήταν θετικό πρότυπο διαφωνούντος κ.ά., θαρρείς κι απλώθηκε, άτυπα πάντα, εννοείται, και στους Γάλλους. Οι αποθεωτικές παρουσιάσεις αλλά και οι κριτικές έγιναν κάποια στιγμή μικρόψυχες έως εχθρικές, λιγότερο για τα βιβλία του και περισσότερο για τον άνθρωπο, τον άνθρωπο, είπαμε, που τους πείραξε τη γλώσσα, που αφού λάδωσε το άντερό του (ναι, γράφτηκε κι αυτό!) τους σνομπάρει κι αποπάνω και άλλα αδιανόητα.

Εμ δε θα ’ρχονταν και κατά δω; Τι Ευρώπη είμαστε εξάλλου;

buzz it!

11/10/20

Η ιστορική απόφαση κι ένα κάποιο κενό

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Οκτ. 2020)

 



* «Με δικαστές τη Βιάννο,
τα Καλάβρυτα, το Δίστομο» καταδικάζεται ο φασισμός στην Ελλάδα –συνεχίζω αυθαίρετα και απλουστευτικά τον ιδιοφυή τίτλο του Παντελή Μπουκάλα, παραμονή της απόφασης (Καθημερινή 6/10).

Και γράφω αργά Τετάρτη προς Πέμπτη, έπειτα από την όντως ιστορική απόφαση, που βεβαιώνει πως η ΧΑ ήταν/είναι εγκληματική οργάνωση.

Για λόγους υγείας δεν μπόρεσα να είμαι έξω από το Εφετείο κι εγώ, μαζί με τους άλλους –για να «πιέσουμε» τη δικαιοσύνη λέει, ποιος, ο Ανδρέας Λοβέρδος, και να της «υποδείξουμε» πώς να κάνει το έργο της! Έμεινα έτσι να βλέπω στην τηλεόραση τα πλάνα με τον ενθουσιασμό και τα χειροκροτήματα, κι έπειτα τα επεισόδια (που τάχα ευθύνονταν αποκλειστικά για την επέμβαση της αστυνομίας, όπως με έπεισαν αρχικά κι εμένα τα άθλια κανάλια).

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, σαν κατανάγκην θεατής, δεν αφέθηκα στη χαρά. Λυπάμαι και σχεδόν ντρέπομαι και που το γράφω, όμως μιζερεύτηκα, καθώς σκέφτηκα αμέσως:

Πεντέμισι χρόνια, με ανυπολόγιστο κόστος, σε χαμένες ζωές, ανοιγμένα κεφάλια και τσακισμένα κορμιά, κι έπειτα υλικό απλούστατα κόστος, δάση ολόκληρα για τα χιλιάδες έγγραφα κτλ. κτλ., πεντέμισι χρόνια κι ακόμα και την προηγουμένη να τρέμει το φυλλοκάρδι μας για την απόφαση, για να αποδειχτεί δηλαδή το πασιφανέστατο και αυτονόητο χρόνια ολόκληρα πριν κι από τα πεντέμισι της δίκης, πριν κι από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κι άλλο, κι άλλο πριν, πως η νεοναζιστική αυτή οργάνωση ήταν καθαρά εγκληματική.

Κι όμως, πάλι καλά, λέω και προσπαθώ να βρω τη χαρά, ας μπούνε μερικοί έστω στη φυλακή… Κι ας μείνουμε, ξαναβουλιάζω αμέσως στον λάκκο μου, με ατσαλάκωτους τους γεννήτορες και οπωσδήποτε καλλιεργητές και εκτροφείς τους, μεγάλο μέρος των μίντια, των βουλευτών και τόσων διανοουμένων, παρακαλώ, και δημοσιολογούντων.

Και αφού προηγουμένως έχει εκφασιστεί και αναντίλεκτα εκρατσιστεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ασύγκριτα μεγαλύτερο από το ήδη τεράστιο, σχετικά, ποσοστό αυτών που χρυσαυγίτισαν ευθέως, που ψήφισαν κάποια στιγμή, κι αν κάποιαν άλλη στιγμή δεν ψήφισαν, μια χαρά καλοβολεύτηκαν οι περισσότεροι και εκφράστηκαν και εκφράζονται από την παραδοσιακή Δεξιά.

Νιώθω σαν να οφείλω μια συγνώμη για τη μεμψιμοιρία μου. Που σαν να δηλητηριάζω τη γενική χαρά, μια γενική χαρά και ευφορία που σίγουρα την οφείλουμε στους γνωστούς και άγνωστους συγγενείς και φίλους των άγνωστων και γνωστών θυμάτων. Μαζί με τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μας αλλά και την ελάχιστη –καθότι ατελέσφορη– συγνώμη μας.

* Όσα δε φτάνει η αλεπού… Έβαλα στο χαρτί τη μεμψιμοιρία μου, σαν για να την ξορκίσω. Κι ακόμα δεν κατάλαβα τι με κράτησε και με κρατάει ακόμα έξω απ’ τη χαρά. Λέω τότε, πιο πολύ για να ξεμπερδεύω νομίζω, πως μπορεί και να ’ναι απλώς η αίσθηση του αδύναμου να βρίσκεται εκεί, του απέξω. Αυτού που, όσα δε φτάνει, τα κάνει κρεμαστάρια.

Έτσι θυμάμαι, πάλι με ελαφρά ντροπή, 23 Ιουλίου του 1974, στην κατάμεστη αίθουσα του Μαροκινού Περιπτέρου στην Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, με τους εξαντλημένους Μαροκινούς απεργούς πείνας στο πάτωμα γύρω γύρω, να περιμένουμε τον Μίκη Θεοδωράκη, που θα ’δινε συναυλία συμπαράστασης. Η ώρα περνάει και ο Μίκης πουθενά, ζέστη, ιδρώτας, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ανυπομονησία, έως σχετικός εκνευρισμός… Ώσπου νά τος ο Μίκης, «Με συγχωρείτε» λέει στα γαλλικά, «αλλά απόψε η Δημοκρατία γύρισε στη χώρα μου». Και σείστηκε η αίθουσα! «Τα παιδιά» συνέχισε με δυσκολία (ο Πανδής νομίζω και η Φαραντούρη) «θα παίξουν για σας, αλλά εγώ ψάχνω με τον Καραμανλή ένα αεροπλάνο να κατέβουμε στην Ελλάδα» –κάπως έτσι.

Και βγήκε απ’ τη σκηνή. Πετώντας στον αέρα βγήκαμε κι εμείς, μέσα στο πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα των Μαροκινών. Στο χολ πέσαμε όλοι επάνω του, δεν ήξερε πολλά κι αυτός ακόμα, έλαμπε μόνο. Και έφυγε, ο ευτυχής.

Μείναμε εμείς, να τα λέμε ξαναμμένοι, οδεύοντας προς το Ελληνικό Περίπτερο, όπου έδιναν κι έπαιρναν οι συνελεύσεις, ήδη από το πραξικόπημα στην Κύπρο και την επιστράτευση. Κι εκεί, εμείς που δεν μπορούσαμε να βρούμε μαζί με τον Καραμανλή αεροπλάνο για να κατέβουμε στην Ελλάδα, πιάσαμε τον φαγωμό, και νά σου η νατοϊκή αλλαγή, και δώσ’ του τι Πλαστήρας τι Παπάγος…

Ντροπής πράγματα δηλαδή, κι ας ειπώθηκαν έπειτα από πολλούς στα σοβαρά, κι αποτελούν ακόμα και σήμερα ημιεπίσημη ερμηνεία συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων.

Για μας ήταν κανονικά τα κρεμαστάρια που δε φτάνει η αλεπού… Ιδίως μετά, που βλέπαμε (σκέτες φωτογραφίες, τι άλλο!) τη μεγαλειώδη υποδοχή, πρώτα, εννοείται, του Καραμανλή, έπειτα της Μελίνας κ.ά.

Άλλη μια κορυφαία, ιστορική στιγμή, λοιπόν, κι εγώ πάλι απέξω. Αυτό θα φταίει μάλλον, και τι χρωστάτε οι αναγνώστες... Συμπαθάτε με τότε.

buzz it!

4/10/20

Καθυστερημένος νέος ενιαυτός

 (Εφημερίδα των συντακτών 3 Οκτ. 2020)

 


Δύο μήνες αποχή από τη στήλη, έναν Αύγουστο γεμάτο συμβάντα και ειδήσεις, χώρια άλλα, περισσευάμενα από πριν, κι έπειτα ένας εξίσου πλούσιος Σεπτέμβρης, και βρίσκεσαι με ολόκληρες σελίδες σημειώσεις για θέματα, μπαγιάτικα πολλά, άλλα όμως που δεν χάνουν ποτέ τη σημασία τους. Τι θα αγνοήσεις λοιπόν, τι θα πετάξεις, πού θα χρειαστεί, ή σχεδόν οφείλεις, να σταθείς, να επανέλθεις, να επιμείνεις. Και βασικά από πού και πώς θ’ αρχίσεις, για σήμερα, για τη νέα σεζόν.

Λέω με αγιασμό:

* Δεκαπενταύγουστο έφυγε η Ειρήνη Ιγγλέση, μέρες της Παναγίας, Μαντόνα σωστή η ίδια, όμορφη, λαμπερή, γλυκιά, ολόκληρη ένα χαμόγελο. Ολόκληρη μια ζεστασιά. Και τα μάτια της. Πελώρια, ολοφώτεινα και γελαστά, κι όμως μαζί βαθιά μελαγχολικά. Όπως μελαγχολικό ακουγόταν και το πλούσιο γέλιο της, μαζί με το σπάνιο μέταλλο της γεμάτης, βαθιάς φωνής της –α, κομμάτι ολόκληρο θα μπορούσα να γράψω μόνο για τη φωνή της!

Σπουδαία ηθοποιός, αν και πολλοί έδωσαν προτεραιότητα στην ιδιότητα της πρώην συζύγου του Θάνου Μικρούτσικου. Που πάντως τους ξαναένωσε στο τέλος μοίρα κακή, ο καρκίνος, που τους βασάνισε γερά, την Ειρήνη ίσως περισσότερα χρόνια.

Ξεκουράστηκες Ειρήνη, θα ξαναγαλήνεψε το πρόσωπό σου, μακάρι να ’φυγε κι αυτή η μελαγχολία. Να ’μεινε μόνο το φως. Σκέπη και βοηθός μας.

* Ο φτωχοχαφιές. Δεν θα ’πρεπε να μας εκπλήσσει. Όσες φορές κι αν έχει επανεφεύρει τον πάτο. Κι όμως τα καταφέρνει ακόμα. «Χαφιές» ξαφνικά, ας πούμε σε εισαγωγικά, ο Σαββόπουλος.

Οι λόγοι άγνωστοι. Άλλο ένα «απεταξάμην»; Σαν να μη φτάναν τόσα και τόσα, χρόνια τώρα; Με ηχηρότερο, αλλά και στα όρια του φαιδρού, την περιοδεία με τις συναυλίες στα στρατόπεδα, αγκαζέ με τον Βαρβιτσιώτη, τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας.

Άραγε δίνει ακόμα εξετάσεις, πως ανένηψε, έγινε καλό παιδί, ή μας λέει πόσο κουλ τύπος ήταν, που όλα τα έκανε κι όλα τα ξέρει, εξού και η υπερχειλίζουσα σοφία με την οποία ξεστομίζει πάντοτε Μεγάλες Αλήθειες, π.χ. για το ωραίο ντύσιμο του Μητσοτάκη;

Αδιάφορο εντέλει, ποιος ο λόγος δηλαδή. Αρκεί η πράξη. Απαντάει λοιπόν ο Σαββόπουλος σε ερώτηση για τη σχέση του με ναρκωτικά:

«Εκεί το ’66-’67 έκανα λίγο χόρτο με τον [τάδε] και με την παρέα του. Ήταν νομίζω ο [τάδε], ο [τάδε], ο [τάδε]. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Συναντηθήκαμε μερικές φορές έτσι για μερικούς μπάφους. Και κάποια χρόνια αργότερα πάλι με τον [τάδε], αυτήν τη φορά και με τον [τάδε], τον [τάδε], νομίζω και με τον μακαρίτη τον [τάδε]. Έχω πάρει επίσης από μια φίλη εξ Αμερικής μια φορά LSD».

Απολογισμός: 7 κατονομασμένοι, από τους 7 οι πέντε νεκροί, με δικούς τους ωστόσο πίσω· συν η «παρέα» αυτού που κατονομάζεται δις, φίλες και φίλοι ανώνυμα εδώ, εύκολα όμως αναγνωρίσιμοι από τους γνώστες της εποχής, και η «φίλη εξ Αμερικής», κι αυτή το ίδιο ίσως, αναγνωρίσιμη εννοώ από κάποιους.

Οι 7 όμως, στην ψύχρα, ξεδιάντροπα, χωρίς κουκούλα.

* Ο Αντρέας και τα σκατά. Πολλοί τον πονέσαμε τον Αντρέα Μικρούτσικο, ιδίως όσοι έτυχε να τον γνωρίζουμε από πολύ παλιά, προ τηλεοράσεως, κι όταν αργότερα, έπειτα από τα μεγαλεία γνώρισε την οικονομική συντριβή. Τον πονέσαμε κι όταν έχασε τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον μεγάλο Θάνο όλων μας. Τον πονέσαμε κι όταν κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του.

Όμως ξανά με τα σκατά ο Αντρέας. Δικαίωμά του απόλυτο, αν ίσως είναι ο μόνος τρόπος να βγάζει το ψωμί του, κάτι απολύτως σεβαστό καθεαυτό. Όχι όμως και να τραβάει τον νεκρό αδερφό του μέσα σ’ αυτά, όπως έκανε με σχετικό βίντεο στην πρεμιέρα του Μπιγκ Μπράδερ, αφορμή να συγκινηθεί αυτός από τη μια –και να συγκινηθεί ειλικρινά, δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή–, να γίνει από την άλλη ο Θάνος διαφημιστικό του Αντρέα και του ριάλιτι μαζί.

Ψύλλοι στ’ άχυρα, θα λέγαμε, όμως δεν έχουμε άχυρα εδώ, έχουμε σκατά. Ελάχιστη απόδειξη, ο πραγματικός θυμός, παρέα με το πάντα ιταμό και αλαζονικό υφάκι, όταν «άστραψε και βρόντηξε», όπως έγραψαν, για να στηρίξει το ριάλιτί του, ξεπλένοντας τον παίκτη που προέκρινε τον βιασμό σαν λύση για τις ανάγκες του:

«Ήταν μια λεξούλα. [...]. Καταδικαστέο και συμφωνώ απόλυτα [με την εκδίωξη του παίκτη], αλλά μη μου κοκορεύονται ηθικολογώντας κάποιοι που πετάνε την μπάλα έξω για καθυστέρηση»· «άνθρωποι που δεν έχουν τέτοια ηθική, ηθικολογούν ασύστολα», και άλλα τέτοια ο Αντρέας.

Εκ των υστέρων τάχα ξεκαθάρισε κάποια πράγματα ο παίκτης, και τα ’κανε πλέον παντιέρα ο Αντρέας, σημασία έχει όμως η πρώτη αντίδρασή του, όταν πίστευε κι αυτός ότι ο παίκτης είχε μιλήσει κανονικά για βιασμό.

Μια λεξούλα!

buzz it!