30/5/15

Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι - (Ψυχ)ιατρική (καφενείου) στην υπηρεσία της πολιτικής

(Εφημερίδα των συντακτών 29 Μαΐου 2015)


Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι

«Γειτόνισσες, μ’ ένα μαχαίρι, μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι…» ακουγόταν απ’ την απέναντι πλαγιά, μέσα απ’ τις πυκνές καλαμιές, η αλαλιασμένη μάνα, να ανακοινώνει το τραγικό νέο, πως «δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη / μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι / π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει…»

Τριάντα τόσα χρόνια πίσω, αιώνας μου φαίνεται, στη Ρεματιά Χαλανδρίου, το αυτοσχέδιο τότε θέατρο, αυτό που έκαψαν μόλις προχτές, εγκαινιαζόταν με τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα, στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Σπύρου Βραχωρίτη. Φυσικό σκηνικό, χώμα κάτω, και μια ξύλινη κατασκευή σαν γέφυρα όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί κι απ’ όπου τινάχτηκε τρέχοντας κι άρχισε να σκαρφαλώνει στην απέναντι πλαγιά, απαγγέλλοντας τον μονόλογο του τέλους, η Αγγελική Ελευθερίου, ένα μικρό μικρό αιθέριο πλάσμα, π’ ούτε το μάτι δεν το πιάνει, κι όμως αντηχούσε απ’ τη φωνή του η ρεματιά.

Είχα ώς τότε ολοζώντανη στ’ αφτιά μου, και την έχω ακόμα, τη σπαραχτική φωνή της Παξινού στον ίδιο μονόλογο, πάντα στην εξαίσια μετάφραση του Γκάτσου, και δεν πίστευα, σχεδόν δεν ήθελα να πιστέψω, όπως συμβαίνει με πράγματα που μας σφραγίζουν, πως θ’ άκουγα ποτέ άλλη φωνή, να χώνεται κι αυτή, σαν το μικρό μικρό μαχαίρι, «στην ξαφνιασμένη μας καρδιά / [...] εκεί που τρέμει / θολή κι αξήγητη για πάντα / η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής». Κι όμως, συνέβη. Κι ήταν σαν θαύμα.

Στο τέλος της παράστασης ένας κοινός φίλος με σύστησε στην Αγγελική, της το είπα αυτό που αισθάνθηκα, αυτό που συνέβη, της άρεσε, το ξαναθυμόμασταν καμιά φορά που συναντιόμασταν τυχαία στον δρόμο, μέναμε τότε κοντά, δεν είχαμε άλλα πολλά, έπειτα χαθήκαμε τελείως. Όμως αυτή την εικόνα την έχω κρατημένη μέσα στο προσωπικό μου θησαυροφυλάκιο, την ξανάβγαλα τώρα με τον απροσδόκητο θάνατο της Αγγελικής Ελευθερίου, και τη στριφογυρίζω στο μυαλό μου, ανακαλώντας τη μαγεία εκείνη, με ευγνωμοσύνη από τη μια, αμηχανία από την άλλη, γιατί μια θεατρική σκηνή είναι από τους θησαυρούς που δεν μπορείς να τους μοιραστείς με άλλους, όπως λόγου χάρη όταν μιλάς για έναν στίχο, έναν πίνακα, μια μουσική.

Έδωσε κι άλλα η Αγγελική Ελευθερίου, έπαιξε και στην τελευταία σκηνοθεσία του Κουν, στον Ήχο του όπλου της Αναγνωστάκη, έγραψε και ποίηση, ποιήματά της τα ’κανε τραγούδια ο Θεοδωράκης, κι άλλοι, όμως εγώ κρατώ την ερμηνεία εκείνη, εκείνη τη σκηνή, τη μισοβλέπω την ίδια μέσα απ’ τις καλαμιές, αλλά προπάντων την ακούω· θαρρείς πιο δυνατά τώρα από τότε, όσο πιο ψηλά σκαρφαλώνει, όσο πιο μακριά φεύγει, τόσο πιο δυνατά την ακούω, να ιστορεί, αυτό το μικρό μικρό αιθέριο πλάσμα, για ένα μικρό μικρό μαχαίρι…


(Ψυχ)ιατρική (καφενείου) στην υπηρεσία της πολιτικής

Όχι δα, δεν θα μιλήσω για ιατρική στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε για γκουλάγκ και Σιβηρίες. Αξίζει όμως να σταθούμε λίγο σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν, στο δικό τους περιορισμένο πλαίσιο, την ψυχιατρική σαν εύκολο εργαλείο ερμηνείας του αντίπαλου λόγου, με την ίδια επιπολαιότητα που, στην καθημερινή ζωή, αποφαινόμαστε πως ο άλλος που μας εξοργίζει «χρειάζεται γιατρό», προφανέστατα ψυχίατρο.

Σε κάθε περίπτωση, όταν στέλνουμε κάποιον να τον δει γιατρός, εννοείται πως έχουμε ήδη κάνει εμείς τη διάγνωση ότι πάσχει ψυχικά. Έτσι μπορεί ο Ψαριανός, ναι, ο Ψαριανός, να λέει πως χρειάζεται γιατρό η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ή ο Στέφανος Κασιμάτης να γράφει για τον Βέλγο πολιτικό επιστήμονα Ερίκ Τουσέν, τον «κύριο με το λαχανί πουκάμισο», όπως τον αποκαλεί συστηματικά (Καθημερινή 8.4.15): «Να προσπαθήσω [...] να καταλάβω σε τι συνίσταται η ιδεολογική διαφωνία του κυρίου με το λαχανί πουκάμισο –και θα το προσπαθήσω, ας σημειωθεί, χωρίς να έχω πρόσβαση σε τυχόν ιατρικά στοιχεία που τον αφορούν»!

Όμως ξεπερνάει και τον εαυτό του ο κ. Κασιμάτης, όταν γράφει για τον υπουργό παιδείας Αριστείδη Μπαλτά, με τίτλο «Ο Αλτουσέρ της κυβέρνησης», τα εξής εξόχως «πολιτικά» (19.5.15): «Εκτός από ιδεοληπτικός [...], έχει και κάτι άλλο που τον κάνει ξεχωριστό ως προσωπικότητα: νομίζω, πρέπει να είναι από τους πλέον δυσάρεστους ανθρώπους που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Το σκοτεινό, αγέλαστο ύφος του, η βαθιά κατάθλιψη του βλέμματός του αναδίδουν όλο τον φανατισμό του και τον κάνουν να θυμίζει κάπως τον Αλτουσέρ»!

Τι θέλει να πει ο συντάκτης μ’ αυτόν τον αήθη και μακάβριο παραλληλισμό; ότι θα έχει και ο Αριστείδης Μπαλτάς το τραγικό τέλος του Αλτουσέρ, σ’ ένα ψυχιατρείο;

Πιο παλιά (24.12.13) ο κ. Κασιμάτης είχε ορίσει την «κλίμακα της ιεραρχίας του σύμπαντος» ως εξής: «Θεός, άγγελοι, Άγγλοι, άνθρωποι, κατοικίδια, μπολσεβίκοι κ.λπ.» Να προσθέσουμε εμείς στο τέλος της ουράς και Κασιμάτηδες;

buzz it!

24/5/15

Μια Εστία χωρίς ιστορία, έξω από την Ιστορία

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Μαΐου 2015, με δύο σημειώσεις εδώ)





Η εφημερίδα Εστία πέρσι έκλεισε 120 χρόνια ζωή, φέτος άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς, και δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γραφτούν πολλά. Πολλά, εκτός από ένα, το μείζον για πολιτική εφημερίδα: ποια ήταν η πολιτική της φυσιογνωμία, η ιδεολογία την οποία υπηρέτησε.

Δεν θα πάμε πίσω στα 120 χρόνια της εφημερίδας, στα πρώτα ελπιδοφόρα, και στα κατοπινά βαθιά αντιδραστικά, όταν χλεύαζε λ.χ. τον Σαρτρ[1] και τον Μπέργκμαν (συμπίπτοντας στον Μπέργκμαν με τον Ψαθά των Νέων!)· όμως, επιβάλλεται να σταθούμε στα χρόνια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, όταν η Εστία, μαζί με τον Ελεύθερο Κόσμο, υποστηρίζει ανοιχτά το καθεστώς (δεν είναι τυχαία η έκρηξη βόμβας της Δημοκρατικής Άμυνας στην είσοδο των γραφείων της, τον Απρίλιο του 1969), σε αντιδιαστολή με άλλες δεξιές εφημερίδες, και ιδίως την Καθημερινή και τη Μεσημβρινή, που τις έκλεισε μόνη της η εκδότρια Ελένη Βλάχου.

Μεταδικτατορικά η εφημερίδα συνέχισε την πορεία της, στο περιθώριο, θα έλεγα, του Τύπου, υπερσυντηρητική και μαζί γραφική, «η εφημερίδα των αποστράτων», και πάλι μιας ειδικής κατηγορίας από αυτούς. Θυμάμαι έτσι την αίσθηση που είχε προκαλέσει σημαντικός πεζογράφος, όταν την κρατούσε επιδεικτικά, περνώντας μπροστά από το περίφημο Ντόλτσε, την ίδια εποχή που είχε βαφτιστεί στη νεοορθοδοξία.

Σήμερα, με οδηγό την αποϊδεολογικοποίηση, μια ισχυρότατη τάση που είναι κατάφορτη, εννοείται, από ιδεολογία, με οδηγό επίσης την παραμορφωτική νοσταλγία και τον εξωραϊσμό του παρελθόντος, η Εστία συζητιέται κυρίως για την αφοσίωσή της στην καθαρεύουσα και το πολυτονικό (που κι αυτά εξάλλου έχουν, από καιρό μάλιστα, αποϊδεολογικοποιηθεί, αποσπασμένα από την ιστορική τους διάσταση, αλλά και το απαραίτητο επιστημονικό πλαίσιο). Το μείζον, όπως είπα, για πολιτική εφημερίδα, το πολιτικοϊδεολογικό της στίγμα, είναι προκλητικά απόν.

Χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη επιφυλλίδα του Τάκη Θεοδωρόπουλου («Μια ελληνικότατη ιστορία», Καθημερινή 23.4.15), η πολύ ειδική αυτή εφημερίδα δοξολογείται αποκλειστικά σαν «κιβωτός της γλώσσας», επειδή «χρησιμοποιεί τον ιστορικό τονισμό, την “ωραία” περισπωμένη που έλεγε και ο Εγγονόπουλος, τις ψιλές και τις δασείες» και «διασώζει και την τρίτη κλίση» –και, εκτός από τα ορθογραφικά, είναι γραμμένη στην καθαρεύουσα, συμπληρώνω εγώ  το βασικό που δεν ανέφερε, σίγουρα από παραδρομή, ο συντάκτης. Δεν θα με απασχολήσουν εδώ οι γλωσσικές απόψεις του Τ.Θ., αλλά το βασικότερο κι από το βασικό που είπα: ότι σ’ ολόκληρη την επιφυλλίδα δεν υπάρχουν ούτε μία φορά οι λέξεις πολιτική και ιδεολογία, δεν υπάρχει πουθενά η Ιστορία, η ιστορική μνήμη, σε μια επιφυλλίδα ακριβώς όπου καταγγέλλεται ότι «η μνήμη [της ελληνικής γλώσσας] έχει εξοκείλει στα αβαθή»!

Δεν είναι τυχαίο. Η τάση της αποϊδεολογικοποίησης εκβάλλει σε συγκεκριμένη ιδεολογία, ίδια όπως η απολιτική στάση, το ξέρουμε καλά αυτό πια, μεταλλάσσεται αυτομάτως σε πολιτική, συγκεκριμένη και εδώ –εννοείται συντηρητική, ακριβέστερα αντιδραστική.

Τουλάχιστον σε περσινό άρθρο, για τα 120 χρόνια της Εστίας, κατά σύμπτωση πάλι στην Καθημερινή (19.4.14), σε εκτενέστατο άρθρο του Δημήτρη Ρηγόπουλου με τίτλο «Ωριμότητα και ανανέωση, 120 ετών», ανάμεσα στους αίνους, σαν να ξέφυγαν θαρρείς δυο-τρεις αναφορές: τη μια, με αφορμή την κυκλοφορία, ότι η Εστία πουλάει περισσότερα «από ένα άλλο ιστορικό φύλλο, στην άλλη όμως άκρη του πολιτικού τόξου, την Αυγή»· αλλού, πάλι παρεμπιπτόντως: «αδιαπραγμάτευτα συντηρητική, χωρίς το ελάχιστο σύμπλεγμα για την πολιτική και την ιδεολογική της ταυτότητα» –η οποία πάντως δεν κατονομάζεται· και τέλος, όταν ο σημερινός διευθυντής προσδιορίζει το προφίλ των αναγνωστών: «Πολιτικά οι περισσότεροι κινούνται στον συντηρητικό και τον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο…» Τόσο μόνο.

Ψάχνοντας στο ίντερνετ, έπεσα πάνω και σ’ ένα παλαιότερο άρθρο, του Άρη Δημοκίδη («Μια εβδομάδα στον κόσμο της εφημερίδας Εστία», LifO 21.1.10), όπου δίνεται ανάγλυφα το πορτρέτο της καθηλωμένης στον χρόνο εφημερίδας, πάλι όμως με απούσα την ιδεολογία, δηλαδή την Ιστορία. Η έμφαση και πάλι στο γλωσσικό, μας χαρίζει τουλάχιστον μια ευτράπελη νότα: η δημοτική, όπως αντιγράφει ο Α.Δ., «απευθύνεται σε διανοητικώς καθυστερημένους»!

Και θυμάμαι και μια συντάκτρια του ΒΗΜagazino του Βήματος, στη στήλη «Μ’ αρέσει – Δεν μ’ αρέσει», να δηλώνει ενθουσιώδης πως της αρέσει που η Εστία επιμένει στο πολυτονικό.[2]

Να κάνεις δηλαδή αφιέρωμα στον Ριζοσπάστη και να ασχολείσαι με τη γλώσσα του, πότε έγραφε «5 Φλεβάρη» και πότε άρχισε να γράφει «5 Φεβρουαρίου»! Έξω δηλαδή από ιδεολογία, έξω από την Ιστορία. Ακόμα χειρότερα, παραχαράσσοντας την Ιστορία: γιατί η παρασιώπηση, η αφαίρεση της ιστορικής διάστασης, όπως επιτάσσουν οι καιροί, καταλήγει ουσιαστικά σε παραχάραξη της Ιστορίας.



[1] Για τον Σαρτρ φρόντισε να μας το θυμίσει ο Τ.Θ., σε μια πρόταση εντυπωσιακά ξεκρέμαστη και κυρίως έξω από το υμνολογικό πνεύμα της επιφυλλίδας του: «Παλιότερα [η Εστία] τον Σαίξπηρ τον αποκαλούσε “εγχέσπαλο” και τον Σαρτρ “αλλήθωρο μωροφιλόσοφο”»: εικάζω πως ήταν άλλη μια ευκαιρία (βλ. π.χ. Καθημ. 30.6.13) να δηλώσει την αντιπάθειά του για τον Σαρτρ. Το περιτύλιγμα, ατυχές: η Εστία δεν αποκαλούσε, δεν χαρακτήριζε, «εγχέσπαλο», με πεζό έψιλον, τον Σαίξπηρ, αλλά τον έγραφε Εγχέσπαλο, σύμφωνα με ακραία τάση της εποχής να μεταφράζονται, αρχαϊστί βεβαίως, τα ξένα ονόματα: Shake-spear[e] = ο πάλλων το έγχος, τη λόγχη, το ακόντιο.
[2] Δυστυχώς, βρήκα κατόπιν εορτής τις σημειώσεις μου: Στη σελίδα του ΒΗΜΑGAZINO «Αθάνατη ελληνική πραγματικότητα» (14.7.2002, σ. 8), στη στήλη «Μ’ αρέσει», η Χριστίνα Ζήκα γράφει ότι της αρέσει «Η γλωσσική αντίσταση της εφημερίδας “Εστία” με το πολυτονικό. (Έτσι, για να αναρωτιόμαστε και να θυμούνται οι νεότεροι γιατί λέμε καθ’ ομοίωσιν και όχι κατ’ ομοίωσιν…»!

buzz it!

16/5/15

Δημοσιογραφική δεοντολογία; Ηθική!

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Μαΐου 2015)


Υψηλή μαγειρική με τα πιο απλά υλικά:

Βράδυ Πρωτομαγιάς, στα τηλεοπτικά κανάλια περίοπτη θέση στις ειδήσεις κατέχει η εμφάνιση του Γιάννη Βαρουφάκη στην πορεία και η θερμή ανταπόκριση του κόσμου. Τον πλησίασε μάλιστα και κάποιος άστεγος, μας λέει ο ρεπόρτερ, και του ζήτησε κάνα ευρώ. Ο υπουργός του είπε να απομακρυνθούν από τις κάμερες, και αφού πήγαν παράμερα, όπως μας λέει ο ίδιος ο άστεγος πια, έβγαλε και του έδωσε ένα δευκάευρο κι ένα πενηντάλεπτο: «Αυτά έχω πάνω μου» του είπε. Αυτό τώρα το συμβάν ή το θεωρεί κανείς αληθινό ή, δικαίωμά του, ψεύτικο, δηλαδή στημένο, με βαλτό τον άστεγο κτλ.

Υπάρχει και άλλος τρόπος; Στον Βηματοδότη του Βήματος (3/5), σε αντιβαρουφακικό σχόλιο («ο Γ.Β. κάνει ό,τι είναι δυνατόν να υπονομεύσει τη συμφωνία…» κτλ.), γίνεται αναφορά και στην παρουσία του υπουργού στην πορεία («όπου έτυχε [...] υποδοχής rock star», αγγλιστί γραμμένο!), αναφορά που συμπληρώνεται με μια τάχα αδιάφορα διατυπωμένη φράση: «Ακόμη και δεκάρικα μοίρασε, όπως ειπώθηκε, σε αστέγους που τον πλησίασαν».

Το σχόλιο πρέπει να γράφτηκε αργά την ίδια τη μέρα του συμβάντος (Παρασκευή), εντελώς οριακά την επομένη το πρωί (Σάββατο), αφού εμφανίζεται στο κυριακάτικο φύλλο. Και ή την είδε την είδηση ο ανωνυμογράφος: κάποιος πήγε, ζήτησε, και ο υπουργός του έδωσε· ή δεν την είδε. Και ή την πίστεψε ή δεν την πίστεψε. Όμως, η γελοιοποιητικών προθέσεων εικόνα ενός «rock star» που μοιράζει δεκάρικα σε αστέγους δεν χρειαζόταν πολλά πολλά για να στηθεί: αρκούσε να γίνει πληθυντικός ο ενικός, και να μπουν και δυο αθώες λέξεις φερετζές: «όπως ειπώθηκε».

Σκόπιμα καθυστέρησα σε μια παρωνυχίδα της καθημερινής πολεμικής ρυπαρογραφίας, επειδή μας δείχνει ότι και στην πιο απλή περίπτωση με τις πιο απλές κινήσεις παίζονται μεγάλες παρτίδες, τα μεγάλα παιχνίδια.


Διάλογος κουφών

Είπα «ρυπαρογραφίας», γιατί το θέμα δεν είναι οι οσοδήποτε αντίθετες απόψεις και η οσοδήποτε σκληρή πολεμική, αλλά οι μικροαλλοιώσεις, σκόπιμα μικρο-, για να εμφανιστούν αθώες, με το άλλοθι ή το ελαφρυντικό της απροσεξίας, της άγνοιας κ.ο.κ.

Ειδικότερα η άγνοια, προφανώς η υποτιθέμενη άγνοια, αποτελεί ένα πιο προηγμένο όπλο στην πολιτική αντιπαράθεση: αγνοούμε στοιχεία και δεδομένα, αγνοούμε και τον ήδη κατατεθειμένο αντίθετο λόγο, και επιδιδόμαστε σε μονόλογο, εκ του ασφαλούς, προεξοφλώντας την άγνοια τώρα του αναγνώστη.

Στέκομαι σε σχετικώς πρόσφατα και ευρέως γνωστά γεγονότα. Ένα είναι η ιστορία με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, στους διαμετρικά αντίθετους ρόλους του θύτη ή του θύματος, στο  βενζινάδικο της Αιδηψού. Είναι γνωστό, όσο και αναμενόμενο, ότι σχεδόν σε όλα τα ΜΜΕ προβλήθηκε ο ρόλος του θύτη, με βάση και ορισμένες μαρτυρίες. Υπήρξαν όμως και άλλες μαρτυρίες, που την παρουσίαζαν θύμα. Εδώ ο καθένας δικαιούται να πιστέψει ό,τι θέλει, να επιλέξει την εκδοχή που του φαίνεται περισσότερο πειστική, όσο μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τη δική του πολιτική τοποθέτηση, ακόμα και από τις προσωπικές του συμπάθειες ή αντιπάθειες. Αλλά και ο δημοσιογράφος; Κακά τα ψέματα, και ο δημοσιογράφος, με έναν όμως απαράβατο εδώ όρο: να παρουσιάσει και τις δύο εκδοχές, να μην αγνοήσει ή παρασιωπήσει τις διαφορετικές μαρτυρίες, έστω και για να δηλώσει ότι κατ’ αυτόν η μία είναι διαβλητή, κατασκευασμένη κτλ., εν πάση περιπτώσει ελάχιστα πιστευτή.

Στη δική μας εφημερίδα η θέση ήταν σαφής: «Μονταζιέρα και σε βενζινάδικο» ήταν ο εύγλωττος τίτλος (15.4.15), και σε φόντο με διαφορετικό χρώμα προβαλλόταν η –πειστική, κατά τη γνώμη μου, αλλά δεν έχει σημασία εδώ– μαρτυρία ενός «Αυτόπτη μάρτυρα που δεν είδαν τα κανάλια», μαρτυρία που τεκμηρίωνε για την κ. Κωνσταντοπούλου τον ρόλο του θύματος. Και εδώ, την πιστεύει ή δεν την πιστεύει κανείς τη μαρτυρία, δεν γίνεται όμως να (κάνει ότι) την αγνοεί, όταν αναπαράγει, δικαίωμά του, την κυρίαρχη των καναλιών.[1]

Άλλο: στη σφοδρή επίθεση στο φωτογραφικό τάχα νομοσχέδιο με το οποίο αποφυλακίζεται ο Σάββας Ξηρός, η Ντόρα Μπακογιάννη συμμετέχει και με δήλωσή της ότι οι χουντικοί πραξικοπηματίες που αποφυλακίστηκαν, «βεβαίως και ο Παττακός», είχαν δείξει μεταμέλεια. Είναι δυνατόν μια κατά τεκμήριο υπεύθυνη πολιτικός να αγνοεί ότι ποτέ κανείς τους δεν μεταμελήθηκε; Και δεν διάβασε λ.χ. καμία από τις σχεδόν ετήσιες, επετειακές συνεντεύξεις του Παττακού, αποφυλακισμένου εδώ και 25 χρόνια, που εμφανίζεται προκλητικά αμετανόητος;[2] Και αν η κ. Μπακογιάννη σκόπιμα παραπλανά, δηλαδή εξαπατά, είναι δυνατόν ένας δημοσιογράφος ούτε να ξέρει αλλά ούτε και να διασταυρώνει, όπως είναι τώρα η δική του δουλειά; Και να μεταφέρει, σε οποιαδήποτε εφημερίδα, πόσο μάλλον σε μία ριζικά αντίθετη προς την ιδεολογία της κ. Μπακογιάννη, μια τέτοια δήλωση ασχολίαστη, σαν δελτίο τύπου, υιοθετώντας και το σκεπτικό της;[3]

Μιλάμε για δημοσιογραφική ειδικά δεοντολογία; Δημοσιογραφική ηθική; Σκέτα ηθική!


[1] Δ. Νανούρης, «Υγρά καύσιμα», Εφ. των Συντακτών 16.4.15.
[2] Βλ. π.χ. εδώ.
[3] «Απάντηση σε όσους συγκρίνουν τη στάση της Ν.Δ. για τους χουντικούς με την κριτική για την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού έδωσε χθες στη Βουλή η Ντόρα Μπακογιάννη…», Χ[άρης] Ι[ωάννου], Εφ. των Συντακτών 18.4.15.

buzz it!

10/5/15

Τα κόστη των φόρτων των ροών, ή Οι ροές των φόρτων των κοστών

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Μαΐου 2015)


«Ανησυχητικές εκτάσεις παίρνουν οι μεταναστεύσεις, οι φυγές ανθρώπων από τους τόπους τους, που παίρνουν τους δρόμους των ξενιτιών, που επιλέγουν τις μοίρες των προσφυγιών, αναζητώντας καλύτερες ζωές, να εξασφαλίσουν έστω ζωές αντί για βέβαιους θανάτους από τις πείνες και τις εξαθλιώσεις...»

Κάτι δεν πάει καλά; Προφανώς· ή τουλάχιστον έτσι ελπίζω: ελπίζω δηλαδή να είναι ολοφάνερα αδόκιμος εδώ ο πληθυντικός όλων των λέξεων, με μοναδική εξαίρεση το «ανθρώπων», σ’ αυτό το κατασκευασμένο χωρίο.

Είναι απλό: κατά κανόνα το ίδιο το αισθητήριό μας μάς υπαγορεύει τον ενικό σε αφηρημένες έννοιες, όπως ιδίως η μετανάστευση, η φυγή, η ξενιτιά, η προσφυγιά, η πείνα και η εξαθλίωση, που εντελώς φυσικά δεν έχουν πληθυντικό (άλλο είναι βέβαια εκφράσεις όπως: «έχω κάτι πείνες, που δεν βλέπω μπροστά μου»).

Είναι, είπα, απλό, όταν χρησιμοποιούμε απλές, καθημερινές έννοιες, όταν δεν βρισκόμαστε μπροστά σε καινούριες, ξενόφερτες κατά κανόνα, που δεν έχουν άρα ζυμωθεί ακόμα με την καθημερινή γλώσσα και δεν έχουν αποβάλει την ξενική καταγωγή τους.

Παράδειγμα, οι «μεταναστευτικές ροές», που έχουν εγκατασταθεί τελευταία, μαζί με το τραγικό σημαινόμενό τους, στη ζωή και τη γλώσσα μας. Αλλά τι περισσότερο λένε από τη «μεταναστευτική ροή»; Ότι δεν είναι γραμμικό και ενιαίο στον χρόνο το φαινόμενο; Μα το ίδιο ισχύει με τον αντίστοιχο και γενικότερο όρο «μετανάστευση». Όπως δηλαδή μιλάμε για τη μετανάστευση των Ελλήνων (και όχι για τις «μεταναστεύσεις»), κι ας έγινε σε διαφορετικές δόσεις ή κύματα, σε διαφορετικές εποχές και χώρες.

Έτσι, ο πηχυαίος τίτλος: «Ροή μεταναστών από στεριά και θάλασσα» που διάβασα προ καιρού ήταν αυτονόητο πως δεν αναφερόταν σε μία συγκεκριμένη μέρα, άντε μήνα, αλλά στο γενικότερο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Δόξα τω Θεώ, είπα, τις γλιτώσαμε τις «ροές». Αρχίζω όμως να διαβάζω το άρθρο, και οι «ροές» ήταν εκεί, απτόητες: «Σημαντική, συνεχόμενη και ανησυχητική είναι η αύξηση των μεταναστευτικών ροών μέσω της Τουρκίας προς τη χώρα μας».

Έτσι και: «η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη»· «εντείνεται το κύμα των μεταναστευτικών ροών εξαιτίας των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή» (προσοχή εδώ στο ταυτολογικό «κύμα των ροών», σαν να λέγαμε «το κύμα των κυμάτων» ή «η ροή των ροών»!) κ.ά.

Ας αντικαταστήσουμε σε όλα αυτά τα παραδείγματα τον πληθυντικό με ενικό: αλλάζει τίποτα; Επιμένω πως όχι. Αλλά θα πείτε: και με τον πληθυντικό, ποιο τάχα το σπουδαίο πρόβλημα; Κανένα, θα πω· όμως θα παραπέμψω στο αρχικό, πλαστό χωρίο μου.


Και οι άρσεις των ασυλιών

Είναι λοιπόν οι καινούριες έννοιες, από τη μια, η κυρίαρχη αγγλική σύνταξη, από την άλλη· αντιγράφω παλιό παράδειγμα και σχόλιό μου: «θα ζήσουμε μαζί for the rest of our lives», λέει στην καλή του ο ερωτευμένος· κατά λέξη: «για το υπόλοιπο των ζωών μας», αυτό που λέμε εμείς: «όλη μας τη ζωή», «την υπόλοιπη ζωή μας» –γιατί σ’ εμάς «υπόλοιπες ζωές» έχουν μονάχα οι οπαδοί της μετενσάρκωσης και οι γάτες.

Συχνό πάντως το φαινόμενο, και σαν να εξοικειωνόμαστε μαζί του. Έτσι, μιλάμε για «ετήσιους τζίρους της τάξης των 2.000.000 ευρώ», αντί, απλούστατα, για ετήσιο τζίρο, ή για «τζίρο της τάξης των 2.000.000 ευρώ τον χρόνο».

Τα «κόστη» πάλι δίνουν και παίρνουν από καιρό: «με τις νέες διατάξεις τα κόστη προβλέπονται [= προβλέπεται!] να αυξηθούν κατακόρυφα»· «αψηφώντας όλα τα πολιτικά κόστη», αντί για: αψηφώντας κάθε πολιτικό κόστος. Και έρχεται εφιάλτης, σύμφωνα με άλλη ισοπεδωτική τάση, και η γενική: «των κοστών»: «η διαχείριση των κοστών απαιτεί αναθεώρηση της κλασικής συνταγής…»

Και άρχισαν και οι «φόρτοι»: «Οι προβλεπόμενοι κυκλοφοριακοί φόρτοι με την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου…»

Ακόμα: «ψήφισαν για την άρση των ασυλιών τους [=των βουλευτών της ΧΑ]», και «η ψήφιση των άρσεων των ασυλιών», όπου μπήκε στον πληθυντικό και η άρση (τότε και «οι ψηφίσεις»;)·

ή: «το υδάτινο στοιχείο των ιδιαίτερων πατρίδων και των τεσσάρων», αντί: της ιδιαίτερης πατρίδας του καθενός·

και: «πολλοί μετανάστες επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους» (τότε και «τόπους καταγωγών τους»;).

Έγραψα παραπάνω πως, με ενικό ή πληθυντικό, δεν αλλάζει τίποτα στην ουσία, μπορεί απλώς να δημιουργείται κάποτε αμηχανία ή και ιλαρότητα, όπως με τις «φυγές» και τις «εξαθλιώσεις» της εισαγωγής μου. Κάποτε όμως, θα πω τώρα, χρησιμοποιώντας πάλι ένα παλιό παράδειγμά μου, αλλάζει: άλλο «σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους», να παραδοθούν ή επειδή τους ληστεύουν, και άλλο «σήκωσαν ψηλά το χέρι τους», σε μια ψηφοφορία.

Για την ώρα, προσωπικά, σηκώνω εγώ τα χέρια ψηλά.

buzz it!

3/5/15

Ο Ρουβάς, τα σαλόνια και η επετηρίδα

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Μαΐου 2015)

  
Η πιο όμορφη εκτέλεση είναι αυτή που δεν έχουμε ακούσει ακόμα -για να παραφράσω Χικμέτ

Τον Μπιθικώτση τον θεωρούσα πάντοτε από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές του Θεοδωράκη. Γενικότερα, τα χρόνια εκείνα, στο ντέρμπι Μπιθικώτσης-Καζαντζίδης ψήφιζα δαγκωτό Μπιθικώτση, οπωσδήποτε ερμηνευτικά. Στον Θεοδωράκη λοιπόν η σφραγίδα του Μπιθικώτση μένει ανεξίτηλη, από τα απλά τραγούδια ώς τη Ρωμιοσύνη και το απαιτητικότερο Άξιον εστί, αλλά και στον Επιτάφιο, μόλο που εκεί ποτέ δεν συμφιλιώθηκα με την ιδέα της αντρικής φωνής στον ρόλο της χαροκαμένης μάνας.

Έπειτα από αυτή την ομολογία πίστεως, μπορώ να πω ότι ο πρώτος που κακοποίησε το Άξιον εστί ήταν ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μετά τη δικτατορία, το 1977, στον Μουσικό Αύγουστο στον Λυκαβηττό, ήδη τότε τραγική σκιά του εαυτού του, όταν ο Μίκης, αντί να τον προστατέψει, θέλησε να αναβιώσει τον μύθο του κορυφαίου αυτού έργου με έναν ερμηνευτή που είχε ξοδέψει τη φωνή του σ’ ένα ρεπερτόριο έτη φωτός μακριά από το θεοδωρακικό, ενώ με την εκτέλεση του ύμνου της 21ης Απριλίου είχε χάσει και ό,τι πολιτικοϊδεολογικό τον συνέδεε με το παρελθόν του.

Έστω όμως όλο αυτό μια θλιβερή παρένθεση, που δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Μπιθικώτσης στο Άξιον εστί είναι μεγαλειώδης, ότι ο πήχης είναι πολύ ψηλά, και η σύγκριση μοιάζει πάντοτε συντριπτική. Αξεπέραστος, δεν ξέρω· αλλά κι αυτό δεν αποκλείει οποιαδήποτε δοκιμή. Εγώ πάντως, παρεμπιπτόντως, ονειρευόμουν πάντα μια εκτέλεση με τη Φαραντούρη –ολόκληρο το έργο, γιατί μεμονωμένα τραγούδια έχει τραγουδήσει σε διάφορες συναυλίες, μοναδικά βεβαίως. Και μου είναι αλήθεια ακατανόητο που δεν προχώρησε ποτέ ο Θεοδωράκης σε μια τέτοια εκτέλεση και ηχογράφηση, όταν έχει ευλογήσει και διευθύνει τόσες άλλες, ορισμένες μετριότατες ή εντελώς άγευστες.

Γενικότερα, ο Θεοδωράκης συχνά και από παλιά πρόβαλλε τραγουδιστές και τραγουδίστριες βήτα και γάμα κατηγορίας, καθώς έμοιαζε να τον ενδιαφέρει μάλλον η προβολή του έργου του, να τραγουδιέται δηλαδή όσο συχνότερα γίνεται, άσχετα από ποιον και πώς: αυτό προκύπτει έμμεσα και από την τωρινή παρέμβασή του στην υπόθεση Ρουβά, καθώς επιμένει να θεωρεί το έργο του παραγκωνισμένο!

Όμως το θέμα δεν είναι ο Μίκης, που, όσο κι αν είναι κάποτε άγνωστες οι βουλές του, βουλές του δημιουργού εντέλει είναι. Το θέμα είμαστε εμείς, η δική μας στάση. Που μόνο κατά περίσταση και χωρίς προφανή λογική ή συνέπεια κραδαίνουμε μακριά μαχαίρα τη διάκριση ποιοτικού-εμπορικού κτλ. Ενώ, παράλληλα, άλλοτε από νοσταλγία, αχ αυτή η νοσταλγία, άλλοτε από την ανάγκη μας για μύθους, εξωραΐζουμε (και ισοπεδώνουμε) το παρελθόν, μοιράζουμε συχωροχάρτια, μικροί θεοί, σίγουρα πάπες, εμείς, και αναγορεύουμε σε μεγάλους καλλιτέχνες πολλούς που δεν γυρίζαμε καν να τους δούμε παλιά, και νά η Κυρία και δώσ’ του η Μεγάλη Κυρία, νά οι Θεές «που κάψαν το σανίδι» κ.ο.κ. Και ανοίγουμε διάπλατα τα Μέγαρα, τα Ηρώδεια και τα σαλόνια, είναι και κάποια επετηρίδα που οπωσδήποτε λειτουργεί, και νά, από χρόνια τώρα, Κυρία ενθρονίσαμε τη Μαρινέλλα, μια πολύ σπουδαία φωνή, όμως επιτομή του ερμηνευτικού κιτς, με μετριότατο επιπλέον ρεπερτόριο, όπου προεξέχει, σήμα μιας ολόκληρης (χουντικής) εποχής, η «Κυρα-Γιώργαινα», ενώ σχεδόν αποσυνάγωγη έστεκε η Μοσχολιού, η πιο μεγάλη, κατά τη γνώμη μου, φωνή, και με ένα από τα εντυπωσιακότερα ρεπερτόρια… Και νά, Θεά, σε δεύτερη καριέρα, στα σαλόνια της υψηλής κουλτούρας τώρα, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, νά στα σαλόνια και ο συνθέτης, καληώρα, του ύμνου της 21ης Απριλίου, Γιώργος Κατσαρός, και πόσοι άλλοι…

Μ’ αυτήν τη σκανδαλωδώς επιλεκτική τακτική π.χ. στήθηκε στον τοίχο ο όντως μέτριος και άχρωμος πλην έντιμος λαϊκός Ρέμος όταν τραγούδησε Θεοδωράκη, για να γυρίσουμε στο θέμα μας, ενώ η επετηρίδα, φαίνεται, χάρισε ασυλία στον Πάριο, που έπνιξε στη λιγωμένη μανιέρα του τον Θεοδωράκη, όπως παλιότερα τα νησιώτικα. Εις θάνατον τώρα ο Ρουβάς, καθότι από «άλλο είδος». Αν όμως το είδος είναι αλήθεια η έγνοια μας και απόλυτο κριτήριο, ας θυμηθούμε την του ελαφρού ιταλικού Μίλβα, που την πήρε ο ιδιοφυής Στρέλερ και την έβαλε να τραγουδήσει όχι ό,τι κι ό,τι, αλλά Μπρεχτ, Κουρτ Βάιλ δηλαδή και Άισλερ. Και μεγαλούργησε η Μίλβα.

Τώρα θα τα καταφέρει, και χωρίς Στρέλερ, ο Ρουβάς, έστω στο «είδος» του; Δεν ξέρω, αλλά και προσωπικά, ομολογώ, δεν με ενδιαφέρει, καθώς δεν μου λέει τίποτα η φωνή του, ακόμα κι αν την καθαρίσει από τον αγγλικό της «τρόπο».

Με ενδιαφέρει όμως το είδος το δικό μας, που Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ανακυκλώνουμε πάσης φύσεως μετριότητες έως σκουπίδια, και τ’ αποθεώνουμε, ενώ Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο γινόμαστε τροχονόμοι της πιο υψηλής αισθητικής και άγγελοι τιμωροί κάθε απόπειρας εναντίον της.

buzz it!