26/3/07

Το «2» και η νέα κριτική [Παπαϊωάννου β΄]

Τα Νέα, 17 Μαρτίου 2007



Σύμφωνα με αρμόδια, ειδική στήλη κριτικής χορού, ο Παπαϊωάννου με το «2» στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, όπου κερδίζουν έτσι, λέει, και κάνα φράγκο οι λαθρομετανάστες!


Κάποια μεμψιμοιρία από τη μια, ομοφοβικά σύνδρομα από την άλλη, έδωσαν τον κυρίαρχο τόνο στην αντιμετώπιση του «2» του Παπαϊωάννου, τουλάχιστον από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αν προσπεράσουμε το «σπασμένο τηλέφωνο» που δούλεψε υπερωρίες όλο αυτό τον καιρό σε σχέση με «σκανδαλιστικές» σκηνές του έργου (π.χ. το μακρύ χέρι της τηλεόρασης που μας αυνανίζει –κι ενώ από τα ίδια τα ΜΜΕ αναπαράγεται ακατάπαυστα η κοινοτοπία πια ότι η τηλεόραση βιάζει, όχι απλώς αυνανίζει– μετατράπηκε σε πιπεράτη σκηνή, όπου τάχα άντρας αυνανίζει άλλον άντρα!), αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος σκόπιμες ή αθώες παρανοήσεις, πράγμα φυσικό ώς έναν βαθμό για μια τόσο πολυσυζητημένη παράσταση, μένει οπωσδήποτε μια μεμψιμοιρία, στα όρια σχεδόν της δυσφορίας, που ζευγαρώνει κάποτε με άλλη, εντονότερη δυσφορία, για τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό ή την ομοφυλοφιλική διάσταση του έργου.

Στην περασμένη επιφυλλίδα έδωσα εκτενή αποσπάσματα κειμένων από σκοπιά δηλωμένα «μη γκέι», όπως έγραφα, κειμένων που δήλωναν την αρχική προκατάληψή τους απέναντι σε έργο αποκλειστικά από άντρες, ή σε έργο όντως γκέι, το οποίο όμως υπερβαίνει τη θεματική του (σύμφωνα με τους συγκεκριμένους συντάκτες) και μιλάει για την περιπέτεια και το σπαραγμό του ανθρώπου στην αναζήτηση του Άλλου, μπας και το Ένα γίνει Δύο. Στηρίχτηκα στα κείμενα αυτά (του Ν. Γ. Ξυδάκη της Καθημερινής ήταν το ένα, του Φώτη Γεωργελέ της Athens Voice το άλλο) επειδή βρήκα ότι αποτύπωναν την ουσία, έτσι όπως την είχα αντιληφθεί και εγώ, γι’ αυτό και τα παρέθεσα, και, μια και το θέμα μου δεν ήταν φυσικά η κριτική του έργου, υποσχόμουν να σταθώ στα δύο σημεία με τα οποία προλόγισα τη σημερινή επιφυλλίδα: τη μεμψιμοιρία και την ομοφοβία.

Ειδικά το κείμενο του Φ. Γεωργελέ, όπως συνεχιζόταν από εκεί που το σταμάτησα, μου δίνει πάσα για το πρώτο στοιχείο, τη μεμψιμοιρία. Νά πώς συνέχιζε:


«Είδα αυτή την παράσταση σαν ένα δώρο. Κι όμως στις εφημερίδες, αυτές τις μέρες, στις συζητήσεις, δεν βλέπεις αυτό. Βλέπεις μια δυσφορία, ένα μάγκωμα, μια δύσκολα κρυμμένη αποδοκιμασία. Και δεν μιλάω φυσικά για την κριτική. Εμένα μ’ άρεσε, σε κάποιον άλλο όχι, και θέλει να το πει, να το γράψει, και καλά κάνει. Οι διαμάχες είναι το καλύτερο καύσιμο για την τέχνη. Μιλάω γι’ αυτή την καλυμμένη δυσφορία που λέει, εντάξει με την Ολυμπιάδα μια φορά. Αλλά όχι πάλι επιτυχία. H Τέχνη πρέπει να είναι χαμηλή. Καλή ήταν η Ομάδα Εδάφους, καλά να τον βλέπουμε εμείς και άλλοι διακόσιοι, άντε να είναι και το εξώφυλλο της Athens Voice, αλλά μέχρι εκεί. Όχι στο Παλλάς, όχι να μιλάει όλη η Ελλάδα γι’ αυτόν, όχι στην πρεμιέρα να έρχονται πρόεδροι, πρωθυπουργοί, τα κανάλια και οι φωτογράφοι, όχι λάμψη. H συνωμοσία των μετρίων απεχθάνεται τη λάμψη. H ποιότητα πρέπει να είναι γκρίζα, τα βραβεία πρέπει να μοιράζονται στα συνδικαλιστικά γραφεία. Κι όμως, η αληθινή δημιουργία είναι λαμπερή, εκτυφλωτική. Έτσι πρέπει να είναι. Κι έτσι νικάει».

Μοιάζει ίσως απλουστευτική, σχηματική η περιγραφή, αλλά και πώς αλλιώς να ήταν; Πώς να περιγράψει κανείς και πώς να εξηγήσει που ξάφνου, κι εγώ το «ξάφνου» το πάω ακόμα πιο πίσω, στην ανάθεση της Ολυμπιάδας και αμέσως μετά, με την παρουσίαση της τελετής έναρξης και την επιτυχία της, πώς λέω ο «ιδιοφυής δημιουργός», ο «μοντέρνος» και τόσο «προσωπικός», πάντοτε κατά την κριτική, ο πολυφίλητος γενικά κοινού και κριτικής και διόλου ήδη τότε περιθωριακός, αφού ο Παπαϊωάννου τελευταία γέμιζε μεγάλα θέατρα και ολόκληρο Μέγαρο, πώς λέω έγινε ξάφνου κατηγορίας Β΄, απόηχος αν όχι αντιγραφή, λέει, όσων αποτελούσαν πρωτοπορία εδώ και δεκαετίες στην Εσπερία;

Πώς όλα αυτά, όταν το έργο αυτό, στα μάτια τώρα άλλων κριτικών, αποτελεί τη συνεπέστερη συνέχεια και ίσως ολοκλήρωση της πορείας του, όπως διαγραφόταν ακριβώς ώς την Ολυμπιάδα, στα τελευταία ιδίως έργα; Για να μην πω ότι και μέσα στην Ολυμπιάδα ο Παπαϊωάννου και πάλι Παπαϊωάννου ήταν, καθώς, όπως έγραφα τότε, είχε ανταποκριθεί στις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις του έργου που του είχε ανατεθεί, χωρίς εκπτώσεις στην προσωπική του αισθητική, βρίσκοντας απλώς (!) τις αναλογίες στα διαφορετικά μεγέθη. «Στο γιγαντιαίο εγχείρημα του σταδίου» έγραφε η Δηώ Καγγελάρη (Καθημερινή 16.1.05) «ξαναβρίσκω την ποιητική διάσταση του ανθρώπινου σώματος, το ανθρώπινο μέτρο και την τελειοθηρική σημασία στη λεπτομέρεια, όπως ακριβώς πριν από δεκατρία χρόνια, όταν ανακάλυπτα στο λευκό δωμάτιο του Κτιρίου Καλλιτεχνών την Ομάδα Εδάφους· τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τους συνεργάτες του.»

Και ξαφνικά, όπως είπα, ο Παπαϊωάννου προέκυψε «αντιγραφέας». Έργα επί έργων και ονόματα επί ονομάτων μας αράδιασε μερίδα της κριτικής για να υποδείξει όχι επιρροές αλλά αντιγραφές. Βέβαια, όταν π.χ. ο Χατζιδάκις συνθέτει το γνωστό «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» πάνω ακριβώς στη Συμφωνία του Διός του Μότσαρτ, όλοι συμφωνούμε στον επίσης κοινό τόπο πως οι αληθινοί δημιουργοί κλέβουν, ενώ οι μετριότητες αντιγράφουν. Ο έως χτες, πάντοτε κατά την κριτική, «αληθινός δημιουργός» Παπαϊωάννου έγινε όμως «μετριότητα», άρα αντιγραφέας.

«Τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον»;

Καλά. Ας μιλήσει η αρμόδια κριτική. Αν και, όπως πάντα, πιο πολύ θα μιλήσει ο χρόνος. Εγώ θα μείνω στο θέμα μου, στο δεύτερο σκέλος του θέματός μου, την ομοφοβία, μάλλον πρέπει τώρα να πω την αντιομοφυλοφιλία, με τη βοήθεια πάντως της «αρμόδιας κριτικής»:

Σε μία από τις μεγαλύτερες και σοβαρότερες εφημερίδες, με καρύκευμα απλώς εκφράσεις όπως: «παραφορτωμένη έκθεση των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου», «πατενταρισμένο εμπορικό, λαϊκό σινεμά», «αλφαβητάρι της φιλοσοφίας του καναπέ», συν κάποια ονόματα ξένων δημιουργών, αντιπαράθεση στην καλλιτεχνική «αποτυχία» του Παπαϊωάννου, η κριτική αφιερώνει τα τέσσερα πέμπτα της σχεδόν στον ομοφυλοφιλικό προβληματισμό της παράστασης: θεμιτό βεβαίως καταρχήν, αν/αφού υπάρχει αυτός ο προβληματισμός και αν κατά τη συγκεκριμένη κριτική συνιστά τον κεντρικό άξονα του έργου. Όμως σημασία έχει ο τόνος: ανάλαφρα ειρωνικός στην αρχή («η περιλάλητη μοναξιά και η εξίσου διάσημη ευαισθησία των μελών της γκέι κοινότητας»), κορυφώνεται στο εξής:

«Δεν διαφέρει δηλαδή και πολύ το “2” απ’ το κήρυγμα των λογής τηλεοπτικών “καφενείων” που αναλύουν το θέμα “τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον”, ούτε και λογής άλλων “Συλλόγων Ανορθώσεως της Ηθικής των Νέων ο Ιωάννης Μεταξάς”, μόνο που αντί για ομαδικές παρελάσεις (καθότι η άσκηση πειθαρχεί το πνεύμα της νεολαίας) προτείνεται ως λύση κάποιο χαμάμ ή τόπος ψωνιστηρίου (από τους πολλούς που ανθούν στην πόλη και όπου πραγματοποιείται το laissez faire-laissez passer, επιπροσθέτως δε κινείται η οικονομία και βρίσκεται λύση –έστω φευ! προσωρινή– στο πρόβλημα απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού)».

Άραγε να το ξαναπώ, το τέλος τουλάχιστον, και με δικά μου λόγια, να το εμπεδώσω; Και να πιστέψω ότι δεν γράφτηκε σε περιοδικό π.χ. αστυνομικών σωματείων, ούτε σε έντυπο παραεκκλησιαστικής οργάνωσης, ούτε ειπώθηκε σε κάποια από τις χαφιεδίζουσες νυχτερινές εκπομπές της κλειδαρότρυπας και της κρυφής κάμερας; Να το ξαναπώ: Ο Παπαϊωάννου μάς στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, που –ακούτε γονείς και εισαγγελείς!– αφθονούν στην πόλη μας, κι εκεί βατεύονται τα βλαστάρια μας με λαθρομετανάστες, οι οποίοι κερδίζουν έτσι, φευ προσωρινά, τον επιούσιο.

Ώστε υπάρχει όχι ομοφοβία, αλλά τέτοιου είδους αντιομοφυλοφιλία; Κι όχι του στιλ της Τατιάνας, που έκατσε, λέει, να δει σε βιντεοκασέτα το Brokeback Mountain, και στα μισά σηκώθηκε και πήγε κι έκανε εμετό; (Αλλά δε χρειάζεται σοφία για να το καταλάβει κανείς αυτό, γιατί στη συγκεκριμένη ταινία, όπως και στο έργο του Παπαϊωάννου, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, οι γκέι δεν είναι καρικατούρες, τρελιάρες αδερφές, κατά τα τηλεοπτικά και μόνα ανεκτά πρότυπα, αλλά… γκέι άντρες!)

Μεγάλο θέμα πιάσαμε. Θέλει συνέχεια πολλή. Εκεί να δείτε, όχι Τατιάνα, ούτε απλό κριτικό εφημερίδας, αλλά μεγαλόσχημους ιστορικούς τέχνης, la crème de la crème, υποτίθεται (ή έτσι πρέπει, εξ ορισμού), της προόδου και της διανόησης, και πάντως κήνσορες και αδέκαστους κριτές της σάπιας κενωνίας.

buzz it!

15/3/07

Οι Ιστοριομάχοι, ή Μπα, ξαναγράφεται η Ιστορία;

«Άντε να δεχτώ εγώ ότι δεν υπήρχε το Κρυφό Σχολειό… Άντε να δεχτώ ότι το παπαδαριό στο σύνολό του, εκτός εξαιρέσεων, τα ’χε βρει με τους Τούρκους, εξού και τα προνόμια… Αλλά…» κτλ.

Ώστε δεν το δέχεται ο Λαζόπουλος, γι’ αυτόν πρόκειται, που έτρεξε κι αυτός να καταταγεί στον ευρύτατου φάσματος πλέον στρατό που κυνηγάει το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, δεν το δέχεται πως δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό στην Τουρκοκρατία, γιατί ποτέ δεν διάβασε Ιστορία, με τα πλουσιότατα πορίσματα της έρευνας, ή απλούστερα δεν έμαθε πως δεν υπάρχει ούτε μισή μαρτυρία πρωταγωνιστών της εποχής και ιστορικών που να μιλάει για κρυφά σχολειά. Ούτε για τον αφορισμό των Φιλικών και της Επανάστασης από τον Γρηγόριο ή τα διάφορα άλλα του ανώτερου κυρίως κλήρου έμαθε ποτέ. Μπορεί όμως και να μας την κάνει τη χάρη, «άντε να το δεχτεί»… Αλλά «πού ακούστηκε να ξαναγράφεται η Ιστορία, κι άλλη Ιστορία να διδάσκεται κάθε γενιά;» κτλ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Εάν όμως δεν διάβασε, προφανέστατα, ώς τώρα Ιστορία, πώς διάολο αποφαίνεται για την Ιστορία; Κόλλησε κι αυτός στην «ατυχή», όπως συμφωνούν όλοι, έκφραση για τους Έλληνες που «συνωστίζονταν» στο λιμάνι της Σμύρνης, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κι έδωσε και πήρε πάνω εκεί η σάτιρα, με κεντρικό στόχο αυτό που επίσης δεν το είχε ξανακούσει, πως ξαναγράφεται δηλαδή η Ιστορία…

Μα έχει δίκιο να φοβάται, αν όχι αυτός ο συγκεκριμένος, οι πιο «αρμόδιοι» και επιστήμονες που μπήκαν επικεφαλής στη μάχη, έχουν δίκιο λοιπόν να φοβούνται που ξαναγράφεται η Ιστορία, κι άλλα διδάσκεται κάθε γενιά. Γιατί, φαντάσου να υπάρξει κάποτε γενιά που θα διδαχτεί την ακόμα πιο «διαφορετική» Ιστορία, αυτήν που θα λέει τι γύρευε και προπαντός πόσα και τι έκανε ο ελληνικός στρατός στα βάθη της Μικρασίας, της Τουρκίας, ώστε να φτάσουν να ξεσηκωθούν και όντως να μας σφάξουν πια οι Τούρκοι;

Κι έφτασε ο Λαζόπουλος στην πέτρα του σκανδάλου, τη Ρεπούση, που «την είχε διορίσει ο Σημίτης». Α, ώστε ο Σημίτης είναι πίσω απ’ όλα αυτά. Σκοτσέζικο ντους μάς πάει μια ζωή ο Λαζόπουλος, αυτός ο ιδιοφυής, το εννοώ απολύτως, κωμικός, που εκεί που τον χαιρόμαστε στην πιο ευθύβολη σάτιρά του, νά κι η κατραπακιά, όλο με τα εθνικοπατριωτικά του, ίδιος Σοφία Βέμπο πιο παλιά, άλλοτε με κάτι βραβεία που ’δινε σε ξένους μαθητές για την αρχαιομάθειά τους, με χορηγία Μαρινόπουλου, αν θυμάμαι καλά, τώρα μας έβγαλε και πάλι τα αντισημιτικά του, εκεί που πηγαίναμε να ξεχάσουμε την εκλεκτή φιλία του με τη Μιμή, στην πιο λαϊκίστικη και μαζί θρησκόληπτη φάση του Πασόκ και του ιδρυτή του δηλαδή. Την άλλη χειροκροτάει στην εκπομπή του τη «μεγάλη Ελληνίδα» την Κανέλλη, το άνθος του νεοεθνικισμού και της ανάλογης θρησκοληψίας, μπα τι λέω, το λιγότερο εντέλει είναι αυτό, το άνθος της αλαζονείας, της ιταμότητας και του κουτσαβακισμού ήθελα πιο πολύ να πω. Προχτές, στην ίδια εκπομπή με τα «ιστορικά» του, χειροκρότησε τον «φίλο του», είπε, τον Θέμο, που από κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο έλεγε: «τι τα βάζουμε τώρα με δυο παιδιά που παν και καίνε μια σημαία, όταν κοτζάμ συντεταγμένο κράτος κατέβασε τη σημαία από τα Ίμια!» Πάλι ο Σημίτης δηλαδή, που δεν έστησε πόλεμο με την «Τουρκιά», όπως τη γράφει ο άλλος μύστης του εθνικισμού, ο Στάθης της Ελευθεροτυπίας.

Ωχ, ξεμάκρυνα, γι’ αυτόν θα έπρεπε να ανοίξει τόμος ολόκληρος, ας προσπεράσουμε και τον Θέμο, άλλο τεράστιο κεφάλαιο, μοναδική στις μέρες μας κρεατομηχανή, όπου ασμένως τρέχουνε και κόπτονται κιμάς οι πάντες, παρουσία του πελάτου, του κοινού στο στούντιο δηλαδή και διαφόρων ξέκωλων που προκαλούν την ακατάπαυστη σιελόρροια του οικοδεσπότη, άλλη φορά γι’ αυτόν τα πολλά, τώρα ελάχιστα για τη συμμετοχή του στο χορό των Ιστοριομάχων και με τις δύο έννοιες αυτό, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Τις προάλλες συζητούσε για το θέμα, με ποιον, με τον Ζαμπούνη, κι έλεγε και ξανάλεγε «ακούς εκεί, που μας γράφουν τώρα τον Ατατούρκ “ελευθερωτή”», «αναμορφωτή» τον διόρθωνε κομψά ο Ζαμπούνης –σιγά μη διάβασε κι ο Θέμος Ιστορία δηλαδή και ήξερε τι υπήρξε ο Ατατούρκ! Στην προχτεσινή του πάντως εκπομπή συνομιλητή είχε άλλον περίφημο, τον Άδωνι του ΛΑΟΣ. Έπιασα επιτέλους το τηλεκοντρόλ.

Τρίτη και δεκατρείς ήταν στο κάτω κάτω, είπα θα περάσει.

Ξημέρωσε η επόμενη ημέρα, τ’ ανοίγω το ρημάδι το κουτί ώρα πρωινή, ο Παπαδάκης είχε καλεσμένο για το θέμα τον επιστήμονα του είδους, τον Καργάκο. «Μήνυση δηλαδή πρέπει να κάνω» έλεγε εμφατικά ο Παπαδάκης, «που παιδί με βάλαν και παρέλασα την 25η Μαρτίου, που έπαιξα σε σκετς για το Κρυφό Σχολειό, ή για την κήρυξη της επανάστασης στην Αγία Λαύρα, κρατούσα μάλιστα και το λάβαρο…» –Χριστόδουλος προ Χριστοδούλου δηλαδή ο Παπαδάκης, αρχιεπίσκοπος manqué, ή άλλος ένας χαμένος ηθοποιός, που θα έκανε παρέα ταιριαστή με τη Συνοδινού στα πατριωτικά αυτά! «Τι γίνεται λοιπόν», ρωτούσε με μένος ιερό τον Καργάκο, το ίδιο ερώτημα που ταλάνιζε και τον Λαζόπουλο και όλους τους σχετικούς τις μέρες τούτες, «τι γίνεται, άλλη Ιστορία διδάχτηκα εγώ, άλλη διδάσκονται σήμερα τα παιδιά κι άλλη τα αυριανά; Δηλαδή όλο ξαναγράφεται η Ιστορία;» Και άρχισε ο Καργάκος, κι έλεγε κι όλο έλεγε, ω τι γλυκιά εκδίκηση, ότι, ποπό, δεν διδάσκεται ποτέ σωστά η Ιστορία, νά, τώρα με αφορμή τους χολιγουντιανούς «300», «Δεν ήταν μόνο 300!» επέμενε ο Καργάκος, ήταν και τόσοι από τους τάδε, και άλλοι τόσοι από τους δείνα, δεν συγκράτησα ονόματα και αριθμούς, «δεν ήταν δηλαδή 300 Ράμπο του Λεωνίδα, δεν διδάσκεται σωστά η Ιστορία!»

Αχά! Ώστε να κάνω μήνυση τώρα εγώ, που με μαθαίναν για τα λιοντάρια τους Τριακόσιους, που μία χούφτα αυτοί τα ’βαλαν με μυριάδες, να κάνω λέω μήνυση, κι ας μην είχα παίξει σε ανάλογο σκετς, είχα όμως παίξει σ' ένα σωρό άλλα, και πάντα πρώτο ρόλο εγώ, κύριε Παπαδάκη, το μικρό ηρωικό κλεφτόπουλο (λόγω ύψους τους έπαιρνα φυσικά αυτούς τους ρόλους, εννοείται!), που ζώνεται τ’ άρματα κρυφά και πάει και τρώει Τούρκους –και με φέρναν πίσω λαβωμένο στη σκηνή και λιποθυμούσε από κάτω στο κοινό η αδερφούλα μου… (Χμμ, όχι μόνο μήνυση, και ψυχική οδύνη θα ζητήσω!)

Κλείνω μ’ ένα μικρό συναφές ενσταντανέ, που μου ’φτιαξε το κέφι λίγες μόλις πριν. Οδηγώντας έπιασα στο ραδιόφωνο το σταθμό της Εκκλησίας, της Μητρόπολης του Πειραιά, δε θυμάμαι, όλο τους μπερδεύω αυτούς τους δυο σταθμούς, λίγο πρόλαβα, το τέλος κάποιου πάλι οργισμένου, που έλεγε: «αυτά τους τα είπε και ο κ. Ζουράρις, που δηλώνει κομμουνιστής», χα, είπα τώρα κι άνοιξε η καρδιά μου, πέσαμε στους σοβαρούς, στις αυθεντίες, στον Ζουράρι τον κομμουνιστή, «και η κυρία Παπαρήγα άλλωστε…» συνέχισε ο παρουσιαστής, αλλά εγώ, είπα, είχα ήδη φτιαχτεί με τον Ζουράρι, μου αρκούσε, δεν έδινα άλλο σημασία, έχασα έτσι την αποφώνηση, μα δε βαριέσαι, με αποτέλειωσε το ηχητικό σήμα πάνω στο οποίο έπεφταν τα ονόματα πια των τεχνικών της εκπομπής. Κι ήταν το σήμα αυτό, που συνέχισε έπειτα ώρα πολλή, να γεμίσει ξέρετε το χρόνο, ένα (φαιδρό) ινστρουμένταλ τού (φαιδρότατου, και γιουροβιζιονικού, αν δεν απατώμαι) «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα, και τ’ αγόρι μου».

Τι κυκλοφοριακό μου λες και τι Ιστορία, οδηγούσα εν πλήρει ευθυμία, τι άλλο να ποθήσει πια κανείς, άμα τα έχει όλα, το σταθμό της Εκκλησίας, «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα, και τ’ αγόρι του»!

ΥΓ. Αν τυχόν ανησυχήσατε που δεν άρεσε στον κ. Καργάκο η ταινία για τους 300, ο Άδωνις Γεωργιάδης πήγε ήδη και την είδε τρεις φορές, και θα την πάρει βίντεο, είπε, να τη βλέπει μια φορά τη μέρα, «να αντρειώνεται», κάπως έτσι το είπε, αυτό ήταν τέλος πάντων το νόημα.

buzz it!

10/3/07

Δύο-Μηδέν, σημειώσατε 1 [Παπαϊωάννου α΄]

Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2007


«Tη σκηνή με τον αναπτήρα" γράφει ο thas του vita moderna, "αυτή τη σχεδόν αρχετυπική στιγμή συνάντησης των 2 που συνόψιζε την περιπέτεια του ανθρώπου, ίσαμε που θα την έβλεπα να ταξιδεύει στο δορυφόρο του διαστήματος (αντί εκείνης της ακατανόητης πλακέτας).»


Δύο-Μηδέν, σημειώσατε 1, όπου Δύο το «2» του ΠαπαΪωάννου, Μηδέν η μικρότητα ή η μιζέρια η δική μας, της «κριτικής», αγώνας που τελειώνει με νίκη τού Ένα, δηλαδή του Δύο.

Θα μπορούσε να διαβαστεί και διαφορετικά ο τίτλος, πως στον αγώνα τού Δύο με το Μηδέν, νίκη κατήγαγε το Ένα, πως δηλαδή η τραγικότητα της ύπαρξης τού Ένα είναι ότι παραμένει εντέλει Ένα, δεν κατορθώνει να γίνει Δύο. Κι ωστόσο δε χρειαζόταν παρά ένα κλικ, από αυτά όμως που μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια ολόκληρη στάση ζωής, τη γυρίζουν τα μέσα έξω: «Δε θέλει δύναμη, σπρώξε μαλακά» ήταν η καταληκτική φράση του έργου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά αυτό είναι μια πιθανή ανάγνωση του έργου· εγώ θα μείνω στην αρχική, γενική τοποθέτησή μου, ότι στον αγώνα τού Δύο με το Μηδέν νίκησε το Δύο. Και δεν το λέω αυτό για τον εντυπωσιακό αριθμό θεατών, που ξεπέρασαν τους 80.000: έχω και άλλες φορές τονίσει ότι δεν είναι δείκτης καθαυτόν η πλειονότητα, το μέγα πλήθος, γιατί το μέγα πλήθος λόγου χάρη μπορεί και να αναδεικνύει από Λεπάδες έως δικτάτορες, με δημοκρατικότατες μάλιστα διαδικασίες. Δεν είναι νίκη λοιπόν ο εντυπωσιακός αριθμός των θεατών, που εύλογα άλλωστε σχετίζεται με τις περγαμηνές του Παπαϊωάννου-τελετάρχη των Ολυμπιακών αγώνων.

Είναι όμως νίκη η δημιουργία ενός τέτοιου έργου, η ύπαρξή του, όπως είναι νίκη η δημιουργία κάθε αληθινού έργου τέχνης, ανεξάρτητα πάντοτε από την υποδοχή από τους συγχρόνους του, την πρόσληψη ή την κριτική -ανεξάρτητα δηλαδή από το τεράστιο πλήθος ή, αντίθετα, από το ελάχιστο έως ανύπαρκτο πολλές φορές κοινό, ανεξάρτητα από τη διθυραμβική ή, αντίθετα, την καταβαραθρωτική κριτική, κι ας προέρχεται κάποτε και από έγκυρα χείλη. Είναι νίκη όταν γεννιέται ένα μείζον έργο, και υπάρχει πια, ακόμα και θαμμένο κάτω από τόνους αρνητική κριτική ή σκέτα μικροψυχία και χολή, όμως υπάρχει, να το ανακαλύπτει κάθε τόσο κι από ένας, να το ανακαλύψει κάποτε έστω και ένας, και ν' αλλάξει -ή απλώς να ομορφύνει- η ζωή του.

Μεγάλα λόγια, θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω, θέλω όμως να μιλήσω γι' αυτό που ένιωσα, γι' αυτό που δέχτηκα, που έζησα ο ίδιος, και πάντως περίμενα να τελειώσει ο κύκλος των παραστάσεων και να έχει κλείσει τον κύκλο της η κριτική. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είναι καμιά αιρετική άποψη αυτή που διατυπώνω, είναι σύμφωνη με σημαντικό μέρος της κριτικής, που και στο παρελθόν, ιδίως, έχει μιλήσει υπερθετικά για το έργο του Παπαϊωάννου, που τον έχει από παλιά αναγνωρίσει σαν ιδιοφυή δημιουργό.

Τότε γιατί και πόθεν το Μηδέν του τίτλου, κι όλα αυτά τα καταρχήν δυσνόητα με τον αγώνα και το σκορ; Γιατί ήδη από τους Ολυμπιακούς, και λίγο πριν, με την ανάθεση δηλαδή της τελετής στον Παπαϊωάννου, και προπαντός μετά, άρχισε με μισό στόμα στην αρχή, μεγαλόφωνα μετά, η μεμψιμοιρία που κάποτε έφτασε ώς την απολύτως αρνητική κριτική. Αναφέρομαι στην κριτική που ανέβηκε (ή κατέβηκε) σκάλες πολλές, από το να χαρακτηρίσει κιτς την υψηλής αισθητικής και θαυμαστού μέτρου και ισορροπίας π.χ. Κλεψύδρα του Χρόνου, ώς το να στηλιτεύσει την έλλειψη μαρξιστικής ματιάς στη θεώρηση της Ιστορίας! Χειρότερα όμως από αυτού του τύπου την ανοιχτή στο κάτω κάτω κριτική ήταν, πιστεύω, η «κριτική» που εκφράστηκε μέσα από μισόλογα και υπαινιγμούς, αυτή που κυριάρχησε και τώρα, με το «2».

Λέω «κυριάρχησε», γιατί περίσσεψαν αυτήν τη φορά η κριτική, τα μισόλογα και οι υπαινιγμοί, αλλά επίσης και οι σιωπές. Γιατί αυτήν τη φορά το «σκάνδαλο» ήταν αλλού, κι έτσι η κριτική, ενώ σχεδόν ομόφωνα αναγνώρισε την αισθητική και τεχνική αρτιότητα, προσπέρασε την παράσταση με ένα μεγάλο «ναι μεν», για να φτάσει στο «αλλά». Και το «αλλά» ήταν η γκέι, λέει, θεματική, η (αντίστροφη) σεξιστική ιδεολογία, η εξαφάνιση ή απαξίωση της γυναίκας κτλ.

Είκοσι δύο άντρες εκφράζουν στο έργο αυτό την υπαρξιακή αγωνία, την αγωνιώδη αναζήτηση του Άλλου, ώστε το Ένα να γίνει Δύο: «έστω κι αν έπαιζαν είκοσι δυο γυναίκες ή είκοσι δυο τραβεστί ή όλα τα στοιχεία της ήταν "στρέιτ", η παράσταση το ίδιο θα κραύγαζε: "Άνθρωπο ζητάω!"» έγραψε εύστοχα εδώ ο Γ. Σαρηγιάννης (14.12.06). Κι ωστόσο πρόκειται για άντρες, και όντως την ιστορία τού άντρα πραγματεύεται ο Παπαϊωάννου, έστω προσχηματικά: από την παιδική-εφηβική ηλικία ώς την ενηλικίωση, την άνδρωσή του μέσα από το στρατό και την «υποχρεωτική», για μεγάλο ποσοστό, διέλευση όχι από τη γυναίκα αλλά από την παρωδία γυναίκας την οποία η ίδια η κοινωνία έχει πλάσει, δηλαδή ο άντρας, άρα τη γυναίκα όπως τη φαντασιώνεται κυρίως ο άντρας, αφού έτσι του παραδίδεται, για να τη ζήσει όμως αρχικά σαν τραύμα, το τραύμα του πορνείου (αναφέρομαι στην τεράστια πλαστική κούκλα Μπάρμπι της παράστασης, που τόσο σκανδάλισε τις γυναίκες, αυτές που θα 'πρεπε ίσα ίσα να αναγνωρίσουν τη συνθήκη που τους έχει ορίσει όχι ο γκέι αλλά ο άντρας).

Όμως ο άντρας γκέι του Παπαϊωάννου δεν είναι η καρικατούρα που κυριαρχεί στην τηλεόραση λόγου χάρη, αυτή δηλαδή που διασκεδάζει, με τη διττή έννοια: από τη μια διασκεδάζει τον θεατή εν γένει, με τα φτερά και τα ξεφωνητά, κι από την άλλη διασκεδάζει το φόβο του, καθώς διαβεβαιώνει τον άντρα για τον εαυτό του, ότι δεν (μπορεί ποτέ να) είναι σαν κι αυτές τις «τρελές», καθησυχάζει τον πατέρα για το γιο του, τη γυναίκα για τον άντρα της κ.ο.κ.

Όμως, για την ουσία τού «2» και την γκέι πλευρά του, θα παραχωρήσω σκόπιμα όλο τον υπόλοιπο χώρο εδώ σε κείμενα γραμμένα από σκοπιά δηλωμένα -ας το πω έτσι- «μη γκέι»:

Γράφει χαρακτηριστικά ο Νίκος Γ. Ξυδάκης, Καθημερινή 24.12.2006:

«Ο άντρας στο "2" είναι ευάλωτος και τρομαγμένος, είναι άντρας χωρίς θήλυ στη ζωή του, είναι θέσει ή δυνάμει γκέι.

»Γκέι; Δηλαδή, πώς μιλά και για μένα; Κι όμως μέσω αυτής της γκέι συνθήκης, αυτής της έκκεντρης ανθρωπολογίας, ο Παπαϊωάννου κατορθώνει να μιλήσει συναρπαστικά, ειλικρινά και βαθιά για την υπαρξιακή συνθήκη των αστικών πληθυσμών σήμερα· για τη μοναξιά, τον καημό του ενός και τις ακατόρθωτες σχέσεις, για τη δύσκολη αγάπη. Το "δεν θέλει δύναμη" δεν είναι παραδοχή αδυναμίας, είναι κατορθωμένη γνώση, εμπειρία πόνου και επίνοια· είναι καταλλαγή και τάντρα, είναι ο ψίθυρος παρηγοριάς για τον γκρίζο αστό που τρέχει, πιέζει, μάχεται, σωρεύει, και διαρκώς διαψεύδεται. Δεν θέλει δύναμη, χρόνο θέλει· μια στιγμή εξαίρεσης από τον θλιβερό κανόνα της κατίσχυσης».

Μισός κόσμος αλλά ολόκληρος

Και θα τελειώσω μ' ένα απόσπασμα από κείμενο του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, τχ. 148, 7.12.06:

«Πήγα στο νέο Παλλάς να δω Δημήτρη Παπαϊωάννου. Προκατειλημμένος απ' όσα είχα ακούσει και διαβάσει κι απ' τις δικές μου εμμονές, για τους 25 χορευτές στη σκηνή, μόνο άνδρες. Γιατί δεν τους μπορώ τους μισούς κόσμους, δεν θα ξαναπάω ταξίδι σε ισλαμική χώρα που κρύβουν τις γυναίκες, δεν θα πάω ποτέ στη ζωή μου στο Άγιο Όρος. Αλλά όταν άρχισε, όσο προχωρούσε η παράσταση, ήθελα να φωνάξω απ' τη χαρά μου. Γιατί αυτό που έβλεπα ήταν αυτό που όταν βλέπεις θέλεις να το ξαναδείς, να το θυμάσαι, να το συζητήσεις, αυτό που σε ταράζει, σε αναστατώνει, θες να το σκεφτείς, αυτό δηλαδή που λέμε έργο τέχνης. Και δεν μου 'λειψαν οι γυναίκες, γιατί σ' ένα έργο για τους άντρες οι γυναίκες είναι παντού. Γιατί τους ρόλους που παίζουμε είναι κάποια γυναίκα που τους κρίνει και τ' ανδρικά παιχνίδια που ανεβάζουμε στη σκηνή της ζωής μας, για τη γοητεία μιας γυναίκας ή την απουσία της τα ανεβάζουμε. Γιατί αυτό είναι οι άντρες, περπατάνε στο επικλινές δάπεδο με την κλίση να μεγαλώνει, να γίνεται συνέχεια δυσκολότερη, αναζητώντας απεγνωσμένα ρόλο, καθώς η αντρική βαρύτητα τους ρίχνει συνέχεια κάτω».

Αυτά για την ουσία, όπως είπα, του έργου. Για τη γενικότερη μεμψιμοιρία ώς τα ομοφοβικά σύνδρομα θα συνεχίσω.

buzz it!

8/3/07

"Ομιλείτε ελληνικά" καταπώς μας ξημερώνει κάθε φορά, ή "Διόρθωση" για τ' αδιόρθωτα

Για μια φαιδρή εντέλει ιστορία με το τσιμπούσι/τσυμπούσι στην περίφημη εκπομπή «Ομιλείτε ελληνικά» έγραφα στα Νέα 23.12.2006 (βλ. εδώ). Ο φίλος Νίκος Σαραντάκος μου έστειλε την εξής «διόρθωση», αφού είδε βιντεοσκοπημένη την εκπομπή:

«Η Χούκλη ρωτάει την παίκτρια για δύο όπως τα λέει “αντιδάνεια”, μπόρα και τσιμπούσι, και στην καρτέλα η λέξη φαίνεται σωστά [με -ι]. Η παίκτρια δεν απαντάει για την ετυμολογία, οπότε η Χούκλη την πληροφορεί ότι αρχή του τουρκικού cumbus είναι το συμπόσιο!

»Και μετά η Χούκλη λέει: “υπάρχει κι ένα θέμα ορθογραφίας” και για το τσιμπούσι και για το ξεφτιλίζω, που είχε τεθεί σε άλλον παίχτη. Και λέει “ας πάμε στο Εφετείο” δηλ. στον Μπαμπινιώτη. Και λέει ο Μπαμπινιώτης επί λέξει:

διαβάστε τη συνέχεια...

»“Ως προς το τσιμπούσι τώρα, εάν πραγματικά προέρχεται το τουρκικό cumbus από το ελλ. συμπόσιο, όπως έχει υποστηριχθεί [;!], πρέπει και το τσιμπούσι, για να δώσουμε την αρχική του προέλευση, να το γράψουμε με ύψιλον. Αυτό βέβαια θα ξένιζε, γενικά η ετυμολογική ορθογραφία ενοχλεί, αλλά από την άλλη έχουμε το δίλημμα τι θα κάνουμε όταν ξέρουμε την προέλευση μιας λέξης κι όταν θέλουμε αυτό να το δηλώσουμε;”

»Και εκείνη τη στιγμή που τα λέει αυτά στην οθόνη βγαίνει καρτέλα: “!τσυμπούσι (συμπόσιο)”»

Κάνω ευχαρίστως την επανόρθωση, και λέω «ευχαρίστως» γιατί τα πράγματα είναι εντέλει χειρότερα απ’ ό,τι τα έγραφα (με βάση πάντως τη μαρτυρία δύο διαφορετικών, διόλου τυχαίων μάλιστα, θεατών –κι έχει σημασία αυτό για το τι και πώς περνάει προς τα έξω αυτή η εκπομπή: βλ. παρακάτω):

– πού το βρήκε η [παρουσιάστρια της εκπομπής και όχι επιστημονική υπεύθυνη] Χούκλη ότι «αρχή του τουρκικού cumbus είναι το συμπόσιο» κι ότι «υπάρχει κι ένα θέμα ορθογραφίας»;
– όταν ο Μπ. λέει πως «έχει υποστηριχθεί ότι…» σε ποιον αναφέρεται;
– και αν δεν είναι δική του δουλειά να διορθώσει τώρα τη Χούκλη τίνος είναι; (Ίσα ίσα βρίσκει την ευκαιρία να δώσει το μάθημά του περί «ορθής» ετυμολογικής γραφής!)

Είπα πως τα πράγματα είναι χειρότερα,
– γιατί επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά και κατά τον πανηγυρικότερο τρόπο η άποψη την οποία υποστηρίζω, για τη σύγχυση δηλαδή που προκλήθηκε από την έκδοση του ΛΜπ,
– τη σύγχυση που γενικότερα προκαλείται στα γλωσσικά από τις απόψεις του Μπ. και περισσότερο από τις παλινωδίες, τη διγλωσσία: εντελώς ενδεικτικά: (α) παιχνίδι, μας λέει μια ζωή, η κατανόηση των «παλιότερων ελληνικών» και των αρχαίων· από την άλλη, ολόκληρα κατεβατά λέξεις κοινότατες με εντελώς διαφορετική όμως σήμερα σημασία έδινε, δείχνοντας πόσο απροσπέλαστα μπορεί να είναι τα «παλιότερα» αυτά, όταν θέλησε να στηρίξει την πρωτοβουλία του Μακαριοτάτου να ακούγονται τα ευαγγέλια και σε μετάφραση, (β) δεν κινδυνεύει η γλώσσα, βρίσκεται σε καλό δρόμο, λέει σε διάφορα δημοσιεύματα και συνεντεύξεις σε περιοδικά· κινδυνεύει η γλώσσα, λέει στο Μέγαρο, σε διαφορετικό δηλαδή ακροατήριο (βλ. ξανά στις ανορθογραφίες, κτλ. κτλ. –βλ. ακόμα εδώ, για το μια δημόσιο και μια ιδιωτικό πανεπιστήμιο),
– τη σύγχυση που επίσης προκαλείται και από τις συστηματικές και διόλου αθώες, φυσικά, παρασιωπήσεις: αναφέρομαι στην πάγια τακτική του Μπ. απέναντι σε διάφορα δρώμενα, στη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, και σε διάφορες απόψεις που κυκλοφορούν στη αγορά, τις οποίες καλύπτει με τη σιωπή του (π.χ. τώρα που «μια φούντωση, μια φλόγα» καίει τις καρδιές των πολυτονιστών), την ίδια στιγμή που ξιφουλκεί για πλήθος άλλες, δευτεροτριτεύουσες.

Συγκεκριμένα και στο συγκεκριμένο:
– είτε ο Μπ. αποσιωπά την πραγματικότητα, πως το τσιμπούσι ΔΕΝ είναι τελικά αντιδάνειο, όπως εσφαλμένα είχε αρχικά υποστηρίξει (α΄ έκδοση), για να μη δώσει λαβή σ’ όλους αυτούς που του καταλογίζουν ελληνοκεντρική ετυμολόγηση (πόσο αλήθεια απέχει αυτή, τηρουμένων εννοείται των αναλογιών, από την παρετυμολόγηση των παρακάναλων;) και να καλύψει παράλληλα την προχειρότητα που του καταλογίστηκε (και) για την έκδοση του ΛΜπ.,
– είτε, το διόλου απίθανο δυστυχώς, την ώρα εκείνη δε θυμάται, ίσως και δε γνωρίζει καν τι έχει διορθώσει στο λεξικό του, πως έχει δηλαδή απαλείψει, στη β΄ έκδοση, την πιθανότητα να είναι το τσιμπούσι αντιδάνειο.
(Απίθανο; Διόλου, για όσους ξέρουν πώς συντάσσονται τέτοια μείζονα έργα, όπως τα λεξικά, πως δηλαδή άλλοι τραβούν πάντοτε το κουπί –μόνο που πάντοτε τα λάθη βαρύνουν τον ιθύνοντα νου, αυτόν που βάζει την υπογραφή του πάνω απ’ το μόχθο των άλλων.)

Πώς αλλιώς να το πω; Έδωσε το τσιμπούσι αντιδάνειο στην α΄ έκδοση, του το διόρθωσαν μετά οι συνεργάτες του, και τώρα τάχα τι; δεν πήρε είδηση τη διόρθωση, κι έμεινε στα παλιά του; ή τάχα αναγκάστηκε να δεχτεί να τυπωθεί η διόρθωση, όμως τ’ άλλα ποθεί ακόμα η ψυχή του, κι άλλα λοιπόν μολογάει σε πρώτη ευκαιρία;

Ή, θα το πω ακόμα πιο… αλλιώς: Τι επιτέλους να υποθέσει κανείς στην ιστορία αυτή, με τον κ. Μπαμπινιώτη, και πόσο έξω θα ’πεφτε στη μια ή στην άλλη περίπτωση: (α) πως δεν γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί/διορθώνει/αναθεωρεί η αριστερά του, ή (β) μας δουλεύει κα-νο-νι-κό-τα-τα;

buzz it!

7/3/07

Βασίλειος Δ. Φόρης [1925-1995], "Ελληνικά παρατράγουδα" [α΄]

[άρθρο του 1985, απάντηση στην "έρευνα" του Σαββόπουλου για το πολυτονικό - αναδημοσιεύεται από το περιοδικό "η λέξη" 47, σεπτ. 1985, σ. 728-736]



διαβάστε τη συνέχεια...







[βλ. β΄ μέρος]

buzz it!

Βασίλειος Δ. Φόρης [1925-1995], "Ελληνικά παρατράγουδα" [β΄]



διαβάστε τη συνέχεια...




buzz it!

6/3/07

78. Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα; [δανεισμός, α΄]

Τα Νέα, 2 Μαρτίου 2002

Όταν ένα ταπεινό συνοικιακό τοστάδικο ονομάζεται Ευεσθίω και οι Terror X Crew γράφουν και τραγουδούν χιπ χοπ σε αρχαία ελληνικά,* πόσα πια θαυμαστικά να βάλει κανείς στο κείμενό του αλλά και πόσα ερωτηματικά στην επωδό περί αφελληνισμού ή εξαγγλισμού της γλώσσας μας…

Πέντε ολόκληρες επιφυλλίδες (α, β, γ, δ, ε)μάς πήρε για να δούμε, μέσα από βασικότατους τομείς, όπως είναι η διασκέδαση (κινηματογράφοι, νυχτερινά κέντρα, εστιατόρια) και προπαντός η μουσική κουλτούρα, ότι, παρά τα επιμέρους κραυγαλέα φαινόμενα, δεν συντρέχει ειδικός λόγος ανησυχίας. Όταν πάλι στον τεχνοκρατικό π.χ. χώρο οι εταιρείες λιγώνουν τριτόκλιτες: Άνωσις και Δόμησις, έστω και λατινογραμμένες: Drasis, τι έμεινε να αναστατώνει τις νύχτες των ανήσυχων; Έμειναν οι δάνειες λέξεις, η πρες κόμφερανς, ο κόουτς και το μπρίφιγκ, το μπαρ, το σάντουιτς και το κονιάκ, το φαξ, το σέρφιγκ και το ιμέιλ (e-mail).

διαβάστε τη συνέχεια...

Δύσκολα μοιάζουν τα πράγματα με το δανεισμό, και, με τις λέξεις που σημείωσα ενδεικτικά, πήγα κατευθείαν στα βαθιά, υποδεικνύοντας τρεις κατηγορίες δάνειων λέξεων. Η πρώτη, για να ξεμπερδεύουμε, αποτυπώνει τον γνωστό μαϊμουδισμό, αυτό που λέμε «ξενομανία», με την εισαγωγή και τη χρήση ξένων λέξεων εκεί που προϋπήρχαν και υπάρχουν λέξεις ελληνικές, και μάλιστα σε κοινή, κοινότατη χρήση: κι έχουμε ξαφνικά «πρες κόμφερανς» για τη συνέντευξη τύπου, «κόουτς» για τον προπονητή, και «μπρίφιγκ» για την ενημέρωση. Όμως, οι άλλες δύο κατηγορίες θα ’πρεπε να αθωωθούν: οπωσδήποτε η δεύτερη, το μπαρ, το σάντουιτς και το κονιάκ, λέξεις με κάποια ηλικία ήδη, που έχουν διαδοθεί ευρύτατα, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, χωρίς ποτέ να συναντήσουν αντίσταση καμία· και μέχρι νεωτέρας ας αθωωθεί και η τρίτη, το φαξ, το σέρφιγκ και το ιμέιλ, λέξεις έφηβες ακόμα –και αφού μοιάζει προς το παρόν απίθανο να γίνει στην κοινή χρήση το τοσοδούλι φαξ(συλλαβίστε παρακαλώ) τη-λε-ο-μοι-ό-τυ-πο, το ιμέιλ η-λε-κτρο-νι-κό τα-χυ-δρο-μεί-ο ή ήτα τα-χυ-δρο-μεί-ο,** και το σέρφιγκ ιστιοσανίδα, όσο κι αν αυτή τουλάχιστον είναι και «μαζεμένη» και εύηχη.

Είπα ότι βούτηξα κατευθείαν στα βαθιά, γιατί όλα μου τα παραδείγματα τα διάλεξα άκλιτες λέξεις, απροσάρμοστες, μια και εδώ παρουσιάζεται γενικότερη συμφωνία, ότι οι λέξεις που δεν προσαρμόζονται στο (φωνολογικό, μορφολογικό) σύστημα μιας γλώσσας αποτελούν όντως πρόβλημα –καταρχήν πρόβλημα θα προσθέσω εγώ, και παραταύτα όχι κίνδυνο σώνει και καλά.

Πέρα όμως από τις άκλιτες, υπάρχουν και άλλα δάνεια, λέξεις εμφανέστατα ξένες αλλά προσαρμοσμένες στο κλιτικό σύστημα, η καμπαρντίνα, το (ν)τεπόζιτο και η γκαρνταρόμπα,*** που επίσης μοιάζουν αναντικατάστατες, κι αυτές τις δέχονται τουλάχιστον οι μετριοπαθείς· πιο πίσω λέξεις που δύσκολα προδίδουν ότι είναι δάνειες, το άλικο και η ουτοπία· λέξεις υπεράνω υποψίας, όπως το πανδαιμόνιο και το μικρόβιο· και, ω της βλασφημίας σχεδόν, ο σίδηρος, η κάμηλος και ο χιτών.

Ας δούμε επιτροχάδην τα πράγματα από την αρχή. Πολύ αρχή. Ναι, ο οίνος, ο ίππος και η ναυς, το εγώ, το έχω και η μήτηρ, το ένα, δύο, τρία…, δέκα, εκατόν, ακόμα η θυγάτηρ, ο πατήρ, ο ωμός, ο στρατός, ο παχυλός, ο θήλυς, το άνθος, ο πεζός, ο τέκτων, ο πεζός και η άρκτος, όπως διαβάζουμε π.χ. στη Σύντομον ιστορίαν της ελληνικής γλώσσης του Γ. Ν. Χατζιδάκι, είναι ήδη λέξεις κοινές στην ελληνική, τη λατινική, και την ινδική, λέξεις ινδοευρωπαϊκές.

Ώς και η θάλασσα, προελληνική, και πλήθος τοπωνυμίες, όπως Αθήνα, Λυκαβηττός, Κόρινθος, Λάρισα κ.ά.

Εφεξής τα δάνεια είναι πιο καθαρά για τη γλωσσολογική επιστήμη, και έχουμε:

- τα σημιτικά κύμινον, σήσαμον και κρόκος, δέλτος, σινδών, χρυσός και αρραβών, σάκκος, κυπάρισσος και ελαία, λέων και χιτών (ήδη δανεικός στα σημιτικά από τα φοινικικά), ενώ σημιτικός είναι και ο σατανάς και ο Ιούδας και ο Ηλίας·

- τα περσικά ρόδον, τόξον, παράδεισος και μάγος και σατράπης·

- τη γαλατική λεύγη,

- την αιγυπτιακή όασιν,

- το ινδικό πέπερι,

- λέξεις που «παρελαμβάνοντο άμα μετά των πραγμάτων», έβενος, βύσσος, οθόνη, νίτρον, βίβλος, βάλσαμον, κάδος, λίβανος, ύσσωπος, φύκος, σάκχαρον,

- πλήθος λέξεις λατινικές, όπως οι ονομασίες όλων των μηνών, και δηνάριον, λεγεών, πραιτώριον, καίσαρ, δικτάτωρ, τίτλος, κώδιξ και περγαμηνή,

έτσι δηλαδή και τότε όπως και τώρα, όπως πάντοτε σε όλες τις γλώσσες, που κατά το συναρπαστικό τους ταξίδι και στις συναρπαστικές συναντήσεις τους παίρνει η μία συνεχώς από την άλλη, γιατί οι γλώσσες, γιατί οι άνθρωποι, παίρνουν λέξεις για να πλουτίζουν τον εκφραστικό τους ορίζοντα, την καθημερινή τους ζωή, και όχι για να κοκορεύονται τίνος είναι οι πιο ωραίες, οι πιο παλιές, και προπαντός οι πιο πολλές.

Γι’ αυτό και ανατρέξαμε τόσο πίσω. Για να δούμε ότι και η γλώσσα η Μία, η Ουρανόσταλτη, η Παρθενογεννημένη, απ’ το κεφάλι του Δία σαν την Αθηνά κι αυτή, η μετά το Γενηθήτω φως, κι αυτή τον πλούτο της τον μάζεψε από παντού, βεβαίως τον έκανε δικό της, κι από αυτόν δίνει κατόπιν και στους άλλους –τι δίνει δηλαδή; λέξεις ελληνικές, αλλά και λέξεις φοινικικές, σημιτικές, λατινικές, περσικές, ιουδαϊκές.

Κι αργότερα ακόμα, τι πήρε και τι ενδεχομένως δίνει; Λέξεις που δεν μοιάζουν πια αρχαίες, λέξεις τώρα της καθημερινής ζωής, ζυμωμένες με τον λαϊκό πολιτισμό, λέξεις

- σλαβικές: τσέλιγκας, λαγκάδι, κοτέτσι, ρούχο, μουντός, καρβέλι·

- αλβανικές: γκιόνης, σβέρκος, καλαμπόκι, κοκορέτσι, φλογέρα·

- αραβικές: δράμι, καραβάνι, κεχριμπάρι, μαγαζί, παπούτσι·

- τουρκικές: τσαρούχι, γιαταγάνι, μεράκι, κέφι, μαράζι, λεβέντης· και ξανά

- λατινικές/ιταλικές: άρματα, βάρκα, κάμπος, καβαλάρης.

Αλλά σ’ αυτή την κατηγορία είναι πλήθος οι λέξεις, εύκολα αναγνωρίζονται. Και ευτυχώς κανένας, τουλάχιστον κανένας νηφάλιος ή σώφρων, δεν προτείνει τον εξοβελισμό τους ή τη μεταγλώττιση και την αντικατάστασή τους.

Πρέπει όμως συνέχεια να θυμόμαστε από τι αποτελείται μια γλώσσα, κι όταν μετράμε ότι ελληνικές, λέει, λέξεις είναι το τριαντατόσο τα εκατό της αγγλικής, να ξέρουμε πόσο «αμιγή» ελληνικά είναι αυτά τα δανεικά.

Θα συνεχίσουμε όμως. Στο μεταξύ ας κρατήσουμε τον ακόλουθο συλλογισμό:

Εφόσον οι φοινικικές, οι σημιτικές, οι περσικές και οι λατινικές λέξεις που πέρασαν κάποτε στην ελληνική γλώσσα είναι πια αναντίρρητα ελληνικές, τότε και οι ελληνικές λέξεις τις οποίες δανείστηκε η αγγλική λ.χ. γλώσσα από «εμάς» θα έπρεπε να είναι ή έστω κάποτε να γίνουν αγγλικές! Μοιάζει παραδοξολογία, αλλά είναι η αμείλικτη λογική «ανάγνωση» της τακτικής που εννοεί να αντιμετωπίζει τη φυσική διακίνηση λέξεων ανάμεσα στις γλώσσες με όρους εισαγωγών-εξαγωγών.

* Και για να μην ξεχνούμε τις εκλεκτικές συγγένειες: «οι Terror X Crew ονόμασαν τον τελευταίο τους δίσκο Έσσεται Ήμαρ, τραγούδησαν στα αρχαία ελληνικά και συνέταξαν όλα τα κείμενα που τον συνοδεύουν στην καθαρεύουσα! [...] Ως ανταπόδοση βραβεύτηκαν από κάποιο ακροδεξιό πολιτικό κόμμα και φιλοξενήθηκαν στις σελίδες περιθωριακών εντύπων του ίδιου χώρου» (Γιάννης Κολοβός, στην ειδική έκδοση της Καθημερινής 10.2.02, «Μουσική χωρίς σύνορα», σ. 23).

** Σε στήλη για το βιβλίο στο Βήμα δοκιμάστηκε πρόσφατα (αλλά μάλλον εγκαταλείφθηκε ήδη) η εκδοχή «η-επιστολάριο», μια ανοικονόμητη πάλι, πολυσύλλαβη κατασκευή, που κυρίως επιζητούσε να αποδώσει στη σημερινή γλώσσα έναν σύγχρονο όρο με το λησμονημένο ήδη «επιστολάριο» (για τη μετάφραση με καταφυγή στη λόγια γλώσσα βλ. εδώ).

*** Η λέξη γκαρνταρόμπα, όσο κι αν δεν μπορεί να πει κανείς πως διακρίνεται για τη μουσικότητά της, ήρθε να σταθεί πλάι στην ιματιοθήκη: έχουμε έτσι ιματιοθήκη στο νοσοκομείο, και γκαρνταρόμπα (α) τον ρουχισμό μιας γυναίκας (κυρίως σε φράσεις όπως: «πήγε στο Λονδίνο να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα της») και (β) τον ειδικό χώρο όπου αφήνουμε τα παλτά μας στο θέατρο. Χαρακτηριστικά τώρα, η ιματιοθήκη παραμένει αμετακίνητη, το ίδιο και η γκαρνταρόμπα μιας γυναίκας (α), ενώ για το χώρο φύλαξης των παλτών στο θέατρο προτείνεται το (ιταλικό πάντως) βεστιάριο –όρος που χρησιμοποιείται ήδη για το χώρο όπου φυλάσσονται τα κουστούμια των ηθοποιών και γενικότερα για το «απόθεμα» θεατρικών κουστουμιών ενός θιάσου, μιας θεατρικής επιχείρησης.

buzz it!

79. Λέξεις δανεικές κι αγύριστες [δανεισμός, β΄]

Τα Νέα, 16 Μαρτίου 2002

Λέξεις φοινικικές, σημιτικές, περσικές, λατινικές, αραμαϊκές –τα παλαιότερα δάνεια– πλουτίζουν ήδη την αρχαία ελληνική γλώσσα, λέξεις που η καταγωγή τους χάνεται στους αιώνες και μόνο οι ειδικοί την αναγνωρίζουν. Και επιπλέον λέξεις σλαβικές, βλάχικες, αρβανίτικες, ιταλικές, τουρκικές, αραβικές, γαλλικές και αγγλικές –τα νεότερα δάνεια–πλουτίζουν τη νέα ελληνική.

Στο προηγούμενο σημείωνα ελάχιστα από αυτά τα δάνεια, για να δείξω ακριβώς τον πλούτο τον οποίο στοιχειοθετούν, έτσι υιοθετημένα από αιώνων (τα παλαιότερα) και αξεχώριστα δεμένα (μαζί πια και με τα νεότερα) με τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό μας. Είπα πλούτο, και ιδού: ποιος θα τολμούσε να μας πάρει πίσω τον χιτώνα, που έντυσε τον Πλάτωνα, και βάφτηκε με το αίμα τού (Ιουδαίου, μην ξεχνιόμαστε) Ιησού, επειδή ο χιτών αυτός μας ήρθε από τα σημιτικά! Και ας τολμήσει να μας απαγορέψει η Ευρωπαϊκή Ένωση το κοκορέτσι, που μας ήρθε, αλί, από τα αλβανικά!

διαβάστε τη συνέχεια...

Δανεικά κι αγύριστα, λοιπόν, όχι μόνο τα «ευγενή», τα παλαιότερα, αλλά και τα νεότερα, αυτά που μαρτυρούν πληβειακή τάχα καταγωγή.

Δεν είναι δυνατόν εδώ, ούτε και έχει γενικότερα νόημα, να επεκταθεί κανείς στην πληθώρα των δάνειων λέξεων. Αν όμως πάμε στις πηγές,* θα βρούμε πλήθος σελίδες με δάνειες λέξεις, αναντικατάστατες σήμερα στη γλώσσα μας, έτσι σαν έμμεση, μικρή απάντηση στους σκανδαλιστικών προθέσεων καταλόγους ξένων, άκλιτων λέξεων με τους οποίους επιχειρείται η καταπτόηση του αναγνώστη, που του λένε: «κοίτα, αγγλικά μιλάμε πια, έσβησε η γλώσσα»: αναφέρομαι στην εντυπωσιοθηρική χειρονομία που ανακατεύει λέξεις περιορισμένης χρήσης, λέξεις με τις οποίες αποθαυμάζεται στον καθρέφτη του ο πάσα ένας μύστης του λάιφστάιλ, λέξεις συχνά εφήμερες, μαζί με όρους της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, των υπολογιστών λόγου χάρη.

Έτσι, όμως, από τη χειρονομία αυτή απουσιάζει προκλητικά η επιστήμη, μαζί και η κοινή λογική: δεν φτάνουν τα 200 χρόνια για να προσαρμοστούν τα πρόσφατα δάνεια, λέει η μάλλον συντηρητική Γραμματική Τσοπανάκη, κι εμείς κόβουμε φλέβες για το μόλις χτεσινό ριμπούτ (reboot) του υπολογιστή. Και απουσιάζει και η πραγματικότητα, καθώς σε χρόνο μηδέν το ριμπούτ έγινε επανεκκίνηση. Όντως, η ασχημάτιστη σχεδόν ακόμα γλώσσα των υπολογιστών δοκιμάζεται, από τα πρώτα της κιόλας βήματα, και στην ελληνική: δείτε σ’ ένα οποιοδήποτε τεύχος του Ram την εντυπωσιακή προσπάθεια να αποδοθούν στα ελληνικά ακόμα και αυστηρότατα ειδικοί τεχνικοί όροι, προσπάθεια στην οποία επιδίδονται με ζήλο απλοί αναγνώστες και χρήστες των υπολογιστών.

Πάμε όμως πάλι στις πηγές, για να πούμε τώρα την αλήθεια: πόσες είναι επιτέλους αυτές οι πολλές δάνειες λέξεις που γεμίζουν πάμπολλες σελίδες, αυτές που έχουν συμμορφωθεί στο τυπικό της γλώσσας μας; Και το ίδιο ακριβώς: πόσες είναι επιτέλους οι άλλες, οι ασυμμόρφωτες, αυτές που θα μας πνίξουν, λέει, αν δεν μας πνίξαν κιόλας; Ένα 5% είναι όλα πια τα αγγλικά δάνεια, λέει η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη!** Ώστε κοτζάμ περιούσια κινδυνεύει από ένα 5%! Ή πιο πολύ; 6; 7%; Άντε, 10%; Μα εμείς χτυπάμε νυχθημερόν πανηγυρικά τις καμπάνες ότι το λεξιλόγιο της αγγλικής έχει πάνω από 30% ελληνικές λέξεις, κι η αγγλική όχι μόνο δεν έσβησε μα θα μας σβήσει, λέει, εμάς.

Εδώ ξεμυτίζει ένα πλέγμα ερωτημάτων, που όλα διασταυρώνονται ή, ακόμα περισσότερο, αλληλοεπικαλύπτονται: Αν είναι καλό να δανείζουμε τους άλλους, είναι άραγε ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, εθνικής μαγκιάς, το να μη δανειζόμαστε εμείς; Αν με τις λέξεις της γλώσσας μας πλουτίζουν οι άλλοι, γιατί φτωχαίνουμε εμείς με τις δικές τους; Και αλλιώς: Αν ξέρουμε ότι το λεξιλόγιό μας, όπως όλων των γλωσσών, ενσωματώνει πλήθος ξένες λέξεις, προς τι ο κομπασμός για τις λέξεις που δώσαμε εμείς στους άλλους; Γενικότερα: Αν θεωρούμε πλούτο για τη γλώσσα μας, για τη ζωή μας, τον χιτώνα, τη φλογέρα, αλλά και το κοκορέτσι, ή την ελαία και τον κάμπο, άρα καλός ο δανεισμός, πώς εξηγείται η πάγια φοβία, μάλλον ο πανικός, για τον συνεχιζόμενο και αναπόφευκτο δανεισμό!

Όμως, τις λέξεις τις απροσάρμοστες, τις άκλιτες, υποτίθεται πως κυνηγούν, τουλάχιστον οι περισσότερο νηφάλιοι. Αν περιοριστεί κανείς εδώ, είναι αλήθεια ότι έχει πολλά να πει, ξεκινώντας από τη γενική αρχή ότι τα δάνεια οφείλουν να προσαρμόζονται στη γλώσσα υποδοχής. Αν βέβαια μπορούν, θα πει όμως άλλος, και οπωσδήποτε στην ώρα τους, με τον καιρό τους. Και ο καιρός της γλώσσας δεν είναι οπωσδήποτε ο δικός μας ο καιρός, εδώ και τώρα: είναι απροσδιόριστος, όπως απροσδιόριστες είναι γενικότερα οι βουλές μιας γλώσσας. Πριν δούμε τους λόγους για τους οποίους μπορεί να είναι όντως σήμερα βραδύτερη –ή και κάποτε ανέφικτη– η προσαρμογή, βρίσκω ενδιαφέρον το εξής:

Ότι η γλώσσα μας έζησε και με άκλιτα, από τις πιο παλιές και ένδοξες εποχές της:

Νωρίς νωρίς η γλώσσα μνημειώνεται γραπτά μέσα από τα άκλιτα φοινικικά άλφα, βήτα, γάμμα…

Έπειτα, ολόκληρη η χριστιανική θρησκεία περνάει νικηφόρα από τον Αδάμ στον Ιωσήφ, από τη Βηθλέεμ στην Ιερουσαλήμ, και κορυφώνεται στο Πάσχα· κοτζάμ Θεός χαιρετίζεται με το ωσαννά, υμνείται από τα χερουβείμ και τα σεραφείμ με το αλληλούια, δέχεται την ταπεινή υποταγή των πιστών του με το αμήν.

Πιο έπειτα, ολόκληρη εθνικοφροσύνη βαδίζει προς τη δόξα «εμπρός, μαρς!» και σταματάει τον εχθρό, βάζοντας πλάι στο αγλαόν τις ει το «βάρβαρο» ξενικό αλτ!

Αλλά τι λέω; Ολόκληρος λαϊκός πολιτισμός έζησε μέσα από άκλιτα χωρίς να «μιανθεί»: αναφέρομαι στη γλώσσα των ναυτικών: πρίμα, μάινα, πόντζα λαμπάντα, όρτσα, βίρα, μπότζι, αρόδο, κόντρα φλόκο.

Θα συνεχίσουμε.

* Ενδεικτικά, Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης (1915) του Γ. Ν. Χατζιδάκι· Νεοελληνική Γραμματική (1941) και Ξενηλασία ή ισοτέλεια (1905) του Μ. Τριανταφυλλίδη· L’influence du français sur le grec (1978) του Ν. Κοντοσόπουλου· Νεοελληνική Γραμματική και συγκριτική ανάλυση (1984) του Ευ. Πετρούνια· Νεολογικός δανεισμός της νεοελληνικής (1994) της Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη· Νεοελληνική Γραμματική (1944) του Αγ. Τσοπανάκη· και πρόσφατα Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (2001) του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, επιμέλεια Α.-Φ. Χριστίδη –«Ιστορία Χριστίδη», προτείνω και για πρακτικούς λόγους.

** «Σε σύνολο 60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής ποσοστό 5% είναι οι δάνειες λέξεις από την αγγλική. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, αναρωτιέται αν είναι δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα» (Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, στο συλλογικό Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2001, σ. 64 κ.ε.).

buzz it!

80. Ψευδής λατρεία ψεύτικων θεών [δανεισμός, γ΄]

Τα Νέα, 30 Μαρτίου 2002

Δεν πρόλαβα καλά καλά ν’ ανοίξω το στόμα μου, στην ανολοκλήρωτη ακόμα ενότητα άρθρων για το δανεισμό, και ομοβροντία επιστολών, όλες με το «κύριε διευθυντά», επιχείρησαν να με βάλουν στη θέση μου.

Αποσπάσματα των επιστολών συνέπεσε να δημοσιευτούν στο ίδιο φύλλο με τη δεύτερη δική μου επιφυλλίδα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί από μιαν άποψη απάντηση σε ορισμένα από τα γραφόμενα των επιστολογράφων. Επανέρχομαι ωστόσο, επειδή τα ελάχιστα αποσπάσματα δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να μορφώσει γνώμη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Τι λένε οι επιστολές; Καταρχήν ότι κάνω «ανοίκεια επίθεσι εναντίον της ελληνικής γλώσσας», «καταφέρομαι κατά της ελληνικής», γράφω «απαξιωτικά για την ελληνική γλώσσα και όσους την προασπίζονται», και να είμαι καταραμένος! Ότι μιλώντας για το δανεισμό «δεν έχω τίποτε να πω για τον ανεπανάληπτο σχεδιασμό ενδύματος στην Μινωική και Κλασσική περίοδο»! Και ότι «έχει αποδειχθή ότι οι λεγόμενοι “ινδοευρωπαίοι” ήσαν πράγματι Έλληνες», και το έχει αποδείξει ο επιστολογράφος, που δεν μνημονεύει πάντως «τον τίτλο του βιβλίου, για να μην εκληφθή σαν διαφήμισι».

Και ποιο το έγκλημα; ποια η επίθεση στην ελληνική γλώσσα; Η μνεία δάνειων λέξεων που ενσωματώθηκαν στη γλώσσα, όπως αναφέρονται σε όλες τις σύγχρονες επιστημονικές πηγές.

Αλίμονο αν θα ’πρεπε να πάρω όρκο ότι όχι, μα σας παρακαλώ, δεν γράφω «απαξιωτικά για την ελληνική γλώσσα και όσους την προασπίζονται». Σίγουρα όμως γράφω για εκείνους που δεν προασπίζονται τη γλώσσα, για εκείνους που κάτι άλλο προασπίζονται ή κάποιο φάντασμά της, για εκείνους που πλαστογραφούν την ιστορία της ή αποδέχονται ασμένως την πλαστογράφησή της, γιατί για να την αγαπήσουν εκείνοι τη γλώσσα τους τη θέλουν ουρανόσταλτη, ή θεϊκή ή τίποτα, γιατί εκείνοι, βλέπεις, τη μάνα τους την αγαπούν μόνο άμα είναι Σοφία Λόρεν ή άσπιλη Μαρία Παρθένος, άρα εκείνοι δεν την αγαπούν τη γλώσσα, καθώς μάλιστα, απ’ την άλλη, και ενώ κόπτονται ότι η γλώσσα είναι μία και ενιαία, οικτίρουν συνεχώς τη νεοελληνική γλώσσα, τη γλώσσα τους, τη γλώσσα που μιλούν –άρα επιλεκτικά, αποσπασματικά αγαπούν εντέλει αυτοί, και υπό όρους.

Κατά τα άλλα, το κλειδί βρίσκεται στην εξής παράγραφο, που δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα: «όταν ανοίγουμε το ελληνικό λεξικό στη λέξη κεφτές και διαβάζουμε προέλευση τουρκική, ενώ ανάλυση γλωσσολόγων την φέρει προερχόμενη από τη βυζαντινή κοπτόν (κρέας)…» κτλ.

Θα κρατήσω λοιπόν εγώ το ελληνικό λεξικό, όλα τα ελληνικά λεξικά, και τον Δημητράκο, και τον Σταματάκο, και τον Ανδριώτη, και τον Κριαρά, και το Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, και τον Μπαμπινιώτη, και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, αλλά και τις άλλες πηγές που σημείωσα στο προηγούμενο, και η επιστολογράφος να κρατήσει τους δικούς της γλωσσολόγους με την ανάλυσή τους –και μολονότι καμία σημασία δεν έχει για τη γλώσσα αν ο κεφτές είναι τουρκικός, βυζαντινός ή και αραμαϊκός.

Και επίσης θα κρατήσω τον Γ. Ν. Χατζιδάκι, λόγου χάρη, αντί για το βιβλίο του επιστολογράφου που αποδεικνύει, όπως λέει, ότι οι Ινδοευρωπαίοι ήταν Έλληνες! Και αν μας πέφτει λίγη η επιστημοσύνη του κορυφαίου γλωσσολόγου αλλά και συντηρητικότατου Χατζιδάκι, ή όταν θεωρείται ολετήρας της γλώσσας και του έθνους ακόμα και ο Μπαμπινιώτης, δύσκολο να υπάρξει συνεννόηση.

Ώστε υπάρχει επιστήμη και επιστήμη, λεξικό και λεξικό, γλωσσολόγοι και γλωσσολόγοι; Φυσικά, πώς αλλιώς! Υπάρχουν όμως και όρια; Και πάλι φυσικά.

Και πέρα από τα όρια αυτά βρίσκεται η παραεπιστήμη και η παραγλωσσολογία του καφενέ, για την ακρίβεια κάποιων τηλεοπτικών εκπομπών σε διάφορα κανάλια και κάποιων περιοδικών, που ορισμένα μάλιστα δεν κρύβουν την ακραία ιδεολογική τοποθέτησή τους. Εκεί λοιπόν αερίζεται η επιστήμη με δηλώσεις όπως: «εντέλει όλοι οι λαοί ελληνικά μιλάνε, απλώς δεν το ξέρουν»! Εκεί οι αρχαίοι Έλληνες δεν λέγονται αρχαίοι: «είναι αστείο να αποκαλούμε αρχαίους κάποιους που έζησαν μόλις δύο με τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, όταν οι Έλληνες έχουν ζωή είκοσι εκατομμυρίων ετών»! Εκεί, όπως ξανάγραψα, ετυμολογείται το «κουπεπέ» που κάνουν οι μανάδες στα μωρά από το «κούπα, παι» –ο κεφτές μάς μάρανε! Εκεί δηλώνεται ότι «επί της προσθίας επιφανείας του 95% των ιπταμένων δίσκων αναγράφεται το αντεστραμμένο ελληνικό έψιλον, ανάμνηση προφανώς του “Ε” (ή “ΕΙ”) που γραφόταν στους Δελφούς»,* άρα ποιοι Προέλληνες και ποιοι Ινδοευρωπαίοι, ακόμα και οι εξωγήινοι, Έλληνες τότε είναι! Εκεί μαθαίνουμε ότι Έλληνες είναι λ.χ. και οι Ινδιάνοι Αναστάζι του Νέου Μεξικού, που ονομάζουν τεονανακάτλ το ιερό μανιτάρι τους, όπου τεο ίσον παραφθορά τού θεός, το νανα βγαίνει από το ναυς, και το κατλ από «τη ρίζα θάλατ-τα ή Θεττ-αλία»!** Εκεί λατρεύεται το δωδεκάθεο, και νά οι τελετές και δώσ’ του η χλαμύδα, στη Σαμοθράκη μάλιστα έπιασαν κι έγραψαν στους δρόμους: «Κάβειροι μόλοιτε», Κάβειροι δηλαδή, αρχαίες θεότητες που λατρεύονταν στη Σαμοθράκη, τη Λήμνο κ.α., είθε να ’ρθείτε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τιμητές μόνο της γλώσσας αλλά και της εθνικής ταυτότητας, αυτοί οι άνθρωποι ελεεινολογούν το «ευτελές» παρόν τους, ξέρετε, τους «Νεοέλληνες», φαντασιωνόμενοι άλλοτε Άγγλους, Γερμανούς και Γάλλους, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα αυτό εδώ, άλλοτε τους αρχαίους προγόνους «τους», φαντάσματα βεβαίως πάλι και αυτούς, να γράφουν μια Ιλιάδα το πρωί κι έναν Οιδίποδα το βράδυ ο καθένας, και το σαββατοκύριακο όλοι μαζί να χτίζουν κι από έναν Παρθενώνα, και να μην ξέρουν, άπαπα, τι πάει να πει ρεμούλα, μηχανορραφία, ή και εθνοπροδοσία.

Αλλά για ν’ αγαπήσεις δεν χρειάζεται ούτε να αποκρύψεις ούτε να εξωραΐσεις.

Γιατί η αγάπη δεν είναι πλαστική επέμβαση και σιλικόνη.

Αλλά και κάτι ακόμη: Στην «Ιστορία Χριστίδη», την πρόσφατη Ιστορία της ελληνικής γλώσσας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ένα εκτενέστατο κεφάλαιο επιγράφεται «Οι επαφές της ελληνικής με άλλες γλώσσες»: αν μπορεί κάποιος να μένει απαθής μπροστά στο συναρπαστικό ταξίδι της γλώσσας και στο συγκινητικό δούναι και λαβείν της με τις άλλες γλώσσες, και απλώς με τη μεζούρα στο χέρι να μετράει την πιο μεγάλη και την πιο καλή, φοβάμαι ότι έχει οτιδήποτε άλλο στο νου του «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».

* Όπως παραθέτει ο Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις, Αθήνα 2001, σ. 181.
** Στο ίδιο, σ. 391.

buzz it!

81. Υπέρ απροσαρμόστων [δανεισμός, δ΄]

Τα Νέα, 13 Απριλίου 2002

Είδαμε τα δανεικά κι αγύριστα, τις λέξεις που ενσωματώθηκαν ομαλά προ πολλού στη γλώσσα μας και, χωρίς να μαρτυρούν πλέον την ξενική καταγωγή τους, αποτελούν αναπόσπαστο, πολύτιμο κεφάλαιό της. Ας δούμε τώρα τα δανεικά τα καταναγκαστικά, λέξεις που δεν προσαρμόστηκαν, λέξεις που πληγώνουν κάποτε το αφτί μας και συχνά μας δυσκολεύουν με την προφορά τους.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όταν ξεκινούσα την ενότητα αυτή για το δανεισμό, είχα χωρίσει τις απροσάρμοστες ξένες λέξεις σε τρεις κατηγορίες: στα επιδεικτικά της απροκάλυπτης ξενομανίας πρες κόμφερανς, κόουτς και μπρίφιγκ, που δεν επιδέχονται καμία σοβαρή συζήτηση, στα σχεδόν αρτιγέννητα φαξ, σέρφιγκ και ιμέιλ (e-mail), που είναι νωρίς για να δείξουν τις διαθέσεις τους και τις αντοχές τους, και στα σχετικώς παλαιότερα μπαρ, σάντουιτς και κονιάκ, που, χωρίς να επιχειρηθεί να μεταφραστούν, παρέμειναν άκλιτα, ασυμμόρφωτα, μολονότι συχνά έδωσαν παράγωγα και σχεδόν πάντοτε υποκοριστικά: μπαρ, μπαράκι, μπαρόβιος, συν το νεανικό μπαροκατάσταση (αλλά μπάρμαν και μπαργούμαν, μεταφερμένα κατευθείαν από τα αγγλικά)· και σάντουιτς, σαντουιτσάκι· κονιάκ, κονιακάκι.

Σ’ αυτή την κατηγορία θα σταθώ σήμερα, συγκεντρώνοντας λέξεις που έχουν ήδη ζωή αρκετών δεκαετιών και δεν κυκλοφορούν σε κλειστές κάστες και σαλόνια, παρά αποτελούν κοινό κτήμα. Είναι λέξεις που χρησιμοποιούνται από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, λέξεις που οι περισσότερες έχουν περάσει στη λαϊκή χρήση (σάντουιτς μας έφτιαχναν οι μανάδες μας να πάρουμε μαζί μας στο σχολείο, κι όχι αμφίψωμο).

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι οι αρκετές ή και πολλές δεκαετίες ζωής των λέξεων αυτών είναι στην πραγματικότητα λίγες, ελάχιστες, για τη γλώσσα και τους μηχανισμούς της. Έτσι, μπορούμε στο μεταξύ να δούμε πρόχειρα διάφορες λέξεις που έρχονται και φεύγουν ή αντικαθίστανται, φαινομενικά αναίτια, πάντως όχι επειδή συνάντησαν την παραμικρή αντίδραση. Λέξεις-σήματα μιας εποχής, π.χ. οι χοροί σέικ, τουίστ, τσάρλεστον (θυμάστε και τις καραμέλες τσάρλεστον, ή το χτένισμα τσάρλεστον;), χάλι γκάλι, μπόσα νόβα, γιάνκα, που χάθηκαν μαζί με το σημαινόμενό τους. Λέξεις που αβίαστα, θαρρείς, υποχωρούν μπροστά σε άλλη, ελληνική ή τουλάχιστον κλιτή: έγραφα κι άλλοτε για το μανεκέν, που αντικαταστάθηκε από το κλιτό μοντέλο, το οποίο μάλιστα έδωσε αμέσως το ειρωνικό θηλυκό η μοντέλα-οι μοντέλες (αλλά τοπ μόντελ)· και θυμήθηκα ξαφνικά το χρώμα σαξ, το γαλαζοπράσινο· και τι έγινε η ρεκλάμα (παρότι κλιτή)· πώς υποχώρησε έτσι η περίφημη μπουτίκ· πώς χάθηκαν και τόσες άλλες λέξεις φετίχ (νά κι άλλη άκλιτη, το φετίχ, με τον φετιχισμό του όμως και με το σχετικό επίθετο, φετιχιστικός), λέξεις-αξίες και σύμβολα του μικροαστικού τρόπου ζωής, όπως το λίβιγκ ρουμ, τώρα καθιστικό· πάει η κούρσα κι η κουρσάρα που θάμπωνε τη γειτονιά, τώρα έχει ο καθένας το αυτοκίνητό του· δείτε πώς προελαύνει ο οδηγός στη θέση του λαϊκότατου σοφέρ, που είχε δώσει τους σοφεραίους και τη σοφεράντζα, αλλά και το ελαφρά υποτιμητικό σοφερίνα, η οποία θα μείνει πια μόνο στο τραγούδι για τη Ζοζεφίνα την τσαχπίνα· πάει και το βολάν, μένει (;) μόνο στη φράση «άσος τού βολάν» ή στα φουστάνια· το φοντάν έμεινε σκέτο σοκολατάκι, και δεν μας τρατάρουν παρά μας κερνούν· πάει το λαμπατέρ, έγινε φωτιστικό, και μάλιστα δαπέδου, και τώρα κοντά (και ελαφρώς ανατριχιαστικά) επιδαπέδιο, έφυγε και το επίσης τραγουδισμένο αμπαζούρ το θαλασσί, αγκαλιά εγώ κι εσύ· χάνεται, αν δεν χάθηκε κιόλας, η αμαρτωλή καπότα, που μόνο ψιθυριστά ξεστομιζόταν, τώρα ψιθυριστά ή φωναχτά, σε επίσημο αλλά και σε λαϊκό λόγο, κυριαρχεί το προφυλακτικό· χάνεται επίσης, όσο μπαίνει σ’ όλα τα σπίτια, και το αιρ κοντίσιον: έγινε κλιματιστικό. Ή πάλι, είναι μόνο δική μου αίσθηση ότι χάνεται η τόσο κοινή και εκφραστικότατη λέξη μπανάλ (με το μεγεθυντικό μπαναλαρία); Υποχωρούν δηλαδή κυρίως οι γαλλικές λέξεις; Αλλά το λίβιγκ ρουμ είναι αγγλικό, όπως και ο τζέντλεμαν-τζέντελμαν, άλλη λέξη-αξία, που έφερνε λιποθυμία: «πολύ τζέντελμαν αυτός!»

Ας θυμηθούμε τώρα μαζί απροσάρμοστες λέξεις που μοιάζει, για την ώρα, να έχουν εγκατασταθεί στη γλώσσα μας, κι ας δοκιμάσουμε νοερά, καθώς θα τις διαβάζουμε, να τις αποβάλουμε, ή έστω να τις αντικαταστήσουμε, να δούμε τότε να ακυρώνεται η μισή μας καθημερινή ζωή, ο μισός μας κόσμος, ή τουλάχιστον να χάνονται πολύτιμες υφολογικές αποχρώσεις (γιατί άλλο η κυρία και άλλο πια η μαντάμ, άλλο η κιλότα, το βρακί ή η βράκα, και άλλο το σλιπ και το σλιπάκι).

Έλεγα για τα ανθηρά και με μακρότατο εθνικόφρον παρελθόν μαρς και αλτ, νά και το (επ’ ώμου) αρμ!, και πάλι στο στρατό το τζιπ (πλάι στη σκελέα!) ή το ραντάρ, κι εκεί κοντά, σε χώρο γείτονα, το γκλομπ!

Χρώματα: μπεζ, κρεμ, ροζ, γκρενά, μπορντό (περιορίζομαι, όπως σε όλες τις κατηγορίες, στις πιο κοινόχρηστες λέξεις, κι όχι στο ειδικότερο κάθε φορά λεξιλόγιο –όπως θα ήταν εδώ, λόγου χάρη, τα πετρόλ, μπλε μαρέν, σικλαμέν κ.ά.).

Κουζίνα, μαγειρική-ζαχαροπλαστική: το κέικ κάθε νοικοκυράς, το κλασικό κορνφλάουρ, το γάλα εβαπορέ και το λικέρ, έπειτα μίξερ, γκριλ, φρικασέ, κονιάκ, κοκτέιλ, σουφλέ, και τα ήδη μακρόβια πτιφούρ, μιλφέιγ, κοκ κ.ά.

Συγκοινωνία: τρόλεϊ, ταξί (κάποτε με πληθυντικό ταξιά), μετρό και οσονούπω τραμ, και φέρι/φεριμπότ.

Οικοδομή, σπίτι: μπετόν αρμέ, [τοίχος] σαγρέ, σοβατεπί, καλοριφέρ, μπιμπελό (υπό εξαφάνιση;), κοντραπλακέ, ντουί και φις.

Αυτοκίνητο: καντράν, φλας, ρουλεμάν, ντεμπραγιάζ/αμπραγιάζ, μπουζί, σασί, κουπέ, ρεζερβουάρ και τζιπ.

Ρούχα, περιποίηση σώματος: πουλόβερ, φερμουάρ, καρό, κοτλέ, τζιν, ντεκολτέ, ρεβέρ, καπιτονέ, μπροκάρ, κομπινεζόν, ασορτί, ζέρσεϊ, τρουακάρ, κολιέ (αλλά και ο κολιές-οι κολιέδες), μενταγιόν, μπιζού, μανικιούρ, κραγιόν, λοσιόν, σαμπουάν, σεσουάρ (που μένει μόνο στα κομμωτήρια, γιατί στο σπίτι το κερδίζει το πιστολάκι [για τα μαλλιά]), μακιγιάζ, μεϊκάπ, μασάζ, κιμονό –αλλά πάει το μαντό!

Διασκέδαση, ψυχαγωγία, τέχνες: από τα περίφημα σκετς, στις σχολικές μάλιστα γιορτές, έως τα πάρτι, μπαρ, κλαμπ, ντίσκο, καμπαρέ, βαριετέ, με τους παλιούς χορούς βαλς και ταγκό, έπειτα ροκ εντ ρολ, και μιούζικαλ, θρίλερ, γουέστερν, ή μπαρόκ, ροκοκό, ρετρό, σολφέζ, κομεντί· και τώρα τα επελαύνοντα και εξαιρετικά παραπλανητικά κατά την ανάγνωση καφέ, που δεν είναι όμως ούτε καφετέριες ούτε καφενεία!

Αθλητισμός: εδώ, η ζωή μας όλη, με γκολ και σκορ και φάουλ και άουτ και πέναλτι και ματς και ντέρμπι, τώρα το μπάσκετ με τα ριμπάουντ του, που μπήκε σε κάθε σπίτι με τον Γκάλη, ακόμα πιο πρόσφατα τα αρασέ και τα ζετέ του Πύρρου Δήμα, και βόλεϊ, νοκάουτ, σκι, συν το γκολφ του εθνάρχη.

Γενικά, δοκιμάστε να βγάλετε από την καθημερινή ζωή του καθενός το χιούμορ, τα χόμπι, το ρεβεγιόν, το φλερτ και το αγκαζέ (χάθηκε μάλλον το αλά μπρατσέτα), το κομπρεσέρ, το κανό, το προφίλ, το σπρέι, τα κόμικς και τα κόμπλεξ (με τον κομπλεξικό κτλ.), το τρακ, το νάιλον, το σοκ.

Σοκ, δηλαδή. Ή κραχ. Και συνεχίζουμε.

buzz it!

82. Μια απλή ερωτοτροπιούλα! [δανεισμός, ε΄]

Τα Νέα, 27 Απριλίου 2002

Στο προηγούμενο σημείωσα ενδεικτικά αρκετές από τις πολλές απροσάρμοστες λέξεις που ρίζωσαν στην καθημερινή ζωή όλων των κοινωνικών στρωμάτων και είτε δεν έχουν αντίστοιχη ελληνική λέξη, όπως το χιούμορ* και το σάντουιτς, είτε συνυπάρχουν με την ελληνική αλλά με κάποια υφολογική διαφορά, όπως το σλιπ/σλιπάκι πλάι στη (γαλλική αλλά προσαρμοσμένη) κιλότα και στο (μεσαιωνικό) βρακί.

Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις μπορούμε αναμφισβήτητα να μιλούμε για εμπλουτισμό της γλώσσας, αφού έχουμε μια καινούρια λέξη, το χιούμορ, για μια βασική έννοια που δεν είχε όμως δική της λέξη· μια καινούρια λέξη, το σάντουιτς, μαζί με το καινούριο για τη ζωή μας σημαινόμενό της· και μια καινούρια λέξη, το σλιπ, σαν συνώνυμο άλλων, παλαιότερων λέξεων, δηλαδή εμπλουτισμό τώρα λεξιλογικό αλλά και υφολογικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Υπάρχει δηλαδή εμπλουτισμός, ακόμα και με λέξεις που μένουν απροσάρμοστες στο τυπικό της γλώσσας, πλάι στις άλλες άκλιτες που είδαμε επίσης, από το αμήν λόγου χάρη ώς το γκλομπ, δύο λέξεις που αποτυπώνουν περίπου τη διαχρονία της γλώσσας, ή, αν θέλετε, δύο λέξεις που αποτυπώνουν την πεμπτουσία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού –και δεν το λέω έτσι, περιπαιχτικά, αυτό: έχει να κάνει οπωσδήποτε με τους «εκ φύσεως» επιλεκτικούς κοινωνιογλωσσικούς μηχανισμούς υποδοχής και ενσωμάτωσης.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, πλάι στο σλιπ, είναι το φλερτ.** Το φλερτ παρέμεινε απροσάρμοστο, αλλά έφτιαξε υποκοριστικό, το φλερτάκι, έδωσε το ρήμα φλερτάρω, και από κει το φλερτάρισμα. Τώρα το φλερτάρω συνυπάρχει ομαλά με το ερωτοτροπώ, με τη σχετική βεβαίως υφολογική διαφορά. Πιστεύω όμως ότι το φλερτάρω είναι περισσότερο «ανάλαφρο» από το ερωτοτροπώ, ίσως επειδή στο ερωτοτροπώ ακούγεται ο έρωτας, άρα (και) η ερωτική πράξη, ενώ το φλερτάρω, ακριβώς με την ετυμολογική αδιαφάνειά του και με τη φανερά ξενική καταγωγή του παραμένει περισσότερο στην έννοια του απλού παιχνιδιού. Μπορούμε δηλαδή να πούμε πως η διαφορά δεν είναι μόνο υφολογική αλλά τείνει να γίνει και σημασιολογική. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν ερωτοτροπεί κανείς ίδια όπως φλερτάρει, ποτέ δεν θα μας διαβεβαιώσει πως, όχι, τότε στο σχολείο λόγου χάρη, δεν ήταν σοβαρή η σχέση που είχε με τον Νίκο ή με τη Νίκη, παρά απλή ερωτοτροπία, ψευτοερωτοτροπία, ερωτοτροπιούλα, όπως θα έλεγε δηλαδή για το φλερτ, το ψευτοφλέρτ, το φλερτάκι.

Οπότε; Αποτελούν όλα τα άκλιτα ξενικά πλούτο για τη γλώσσα; Και τότε, καθόμαστε στην πόρτα να τα καλοδεχόμαστε, ή μάλλον να τα καλούμε, παρακαλώ περάστε; Αλλά υπάρχει τάχα απάντηση πόσα και ποια ακριβώς χρειαζόμαστε, ή τάχα ξέρουμε πόσα από αυτά θα αφομοιωθούν και θα προσαρμοστούν, και πόσα θα φύγουν, αύριο κιόλας; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξέρουμε. Παρεμβαίνουμε ωστόσο; Φυσικά, ή τουλάχιστον επιχειρούμε να παρέμβουμε, έχοντας όμως πάντα κατά νου πόσο απροσδιόριστα ή και συχνά ανύπαρκτα είναι τα όρια ανάμεσα στην κοινωνιογλωσσική πραγματικότητα και την αυθαιρεσία ή τη γελοιότητα.

Ενδεικτικός για όλο αυτό το πλέγμα των αναπάντητων ερωτημάτων είναι ένας ευφάνταστος «αγώνας» ανάμεσα στον Άγγελο Βλάχο και τον Έντι Ντάκγουερθ (Eddie Duckworth), αγώνας που έληξε με ισοπαλία, χάρη στο χιούμορ και των δύο. Πριν από είκοσι χρόνια ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος δημοσίευσε σε συνέχειες στην Καθημερινή (17, 24 και 30.4.1983) ένα «Πρόχειρο γλωσσάριο», περίπου 400 ξένες λέξεις που τις εξελλήνισε, με τη βοήθεια και των λεξικών Λίντελ-Σκοτ, Βοσταντζόγλου κ.ά. Οπότε ο αείμνηστος Έντι Ντάκγουερθ, συνεργάτης της ίδιας εφημερίδας, σκάρωσε στις 29.5.1983 μια ιστορία, όπου δεν χρησιμοποιούσε καμία ξενική λέξη, με τίτλο «Η χειρονομία της Πλαγγόνας»:

Μια μέρα που πήγαινα περίπατο με το αυτοκίνητό μου, άκουγα έναν αγώνα λακτοσφαίρας*** από το ραδιόφωνό του. Εκείνη τη στιγμή, ο τερματίας είχε σημειώσει το 1-0 με γωνιολάκτισμα και το πλήθος ωρύετο. Ξαφνικά, η βενζινοδόχος μου άδειασε, και αναγκάστηκα να σταματήσω. Ευτυχώς εκεί κοντά ήταν ένα ζαχαροπλαστείο όπου πήγα και κάθισα. Φώναξα τον τραπεζοκόμο και παρήγγειλα ένα ηδύποτο. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια όμορφη κοπέλα η οποία όμως φαινόταν να έχει δυσκολίες με το κλείθρον της. «Καλύτερα με το κλείθρον της παρά με το στουποτήρι της» σκέφθηκα πονηρά. Εν τούτοις, την πλησίασα και, με την άδειά της, την βοήθησα να αποσυμπλέξει το ένοχο κλείθρον. Πιάσαμε κουβέντα.
«Από πού έρχεσθε;» την ρώτησα για να σπάσω τον πάγο.
«Από χειροκομία και ποδοκομία» μου απάντησε ετοιμόλογα. «Εσείς;»
«Εγώ μόλις επιστρέφω από μια μορφωταινία αθλητικού περιεχομένου» της αποκρίθηκα. «Πρώτα είδα πυγμαχία μέχρις ότου ο ένας απ’ τους αντιπάλους ευρέθη ύπτιος στο πυκτείο, και κατόπιν παρηκολούθησα έναν ωκυδρόμο που κέρδισε στα 100 μέτρα με μεγάλη ευκολία».
Η συζήτησις συνεχίστηκε ευχάριστα, στόμα με στόμα, μέχρι την στιγμή που τη ρώτησα τι δουλειά κάνει.
«Είμαι πλαγγόνα» μου είπε χαμηλώνοντας τα μάτια.
Κατάλαβα ότι είχε έρθει η γλυκόπικρη στιγμή του χωρισμού.


Και ανταπέδωσε ο Άγγελος Βλάχος, στις 7.6.1983, με τίτλο «Αγγλικό χιούμορ και Αττικό άλας»:

Α, Όχι! κ. Ντάκουορθ. Όχι του χωρισμού! Όταν μια κοπέλα σού λέει ότι είναι πλαγγόνα, και μάλιστα χαμηλώνοντας τα μάτια, δεν είναι η στιγμή του χωρισμού! Αντιθέτως. Βιάζεσαι να πληρώσεις την κονσομασιόν στο γκαρσόνι, δίνοντάς του καλό πουρμπουάρ, παίρνεις την πλαγγόνα αγκαζέ, την πηγαίνεις σ’ ένα μπαρ για σοφτ ντρινκς, αρχίζεις καυτό φλερτ, το συνεχίζεις σ’ ένα ρεστωράν με μενύ α λα καρτ εκλεκτό, κι ακολουθεί χορός σ’ ένα νάιτ κλαμπ, με φώτα ταμιζέ, τσικ-του-τσίκ (κανένα λικνιστικό μπλουζ) και γλυκόλογα ψιθυριστά, «σουίτυ, ντάρλιγκ, είσαι σαν σταρ…» κι όποιον πάρει ο χάρος. Γιατί σας τα γράφω όλ’ αυτά; Σας τα γράφω ώστε την προσεχή φορά που μια κοπέλα σάς πει πως είναι πλαγγόνα να το ξέρετε. Δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή… κ. Ντάκουορθ. Η αρχή.


* Είναι αξιοπερίεργο ότι στις διάφορες κατά καιρούς απόπειρες να εξελληνιστούν ξενικές λέξεις, όπως όταν προτάθηκε το «έγκυκλον» και το «σαρκοκάλυμμα» για την κομπινεζόν ή το «κομμωσαπούνι» για το σαμπουάν, το χιούμορ αφέθηκε πάντα στην ησυχία του. Και είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό καθώς η λέξη αυτή ήρθε, όπως είπα, να δηλώσει έννοια που βεβαίως προϋπήρχε, αλλά απλούστατα δεν είχαμε λέξη και χρειάστηκε να την πάρουμε από τα αγγλικά. (Και πριν σπεύσουν επιστολογράφοι: «η δημοφιλής συσχέτιση με το αρχ. χυμός δεν έχει ετυμολ. βάση», Λεξικό Μπαμπινιώτη.)

** Ή το κόρτε, που όμως χάνεται, για λόγους ανεξήγητους και αυτό, και μολονότι είχε δημιουργήσει και παράγωγα (κορτάρω, κορτάκιας).

*** λακτόσφαιρα=ποδόσφαιρο, τερματίας=σκόρερ, γωνιολάκτισμα=κόρνερ, βενζινοδόχος=ρεζερβουάρ, τραπεζοκόμος=γκαρσόνι, ηδύποτο=λικέρ, κλείθρον=φερμουάρ, στουποτήρι=ταμπόν, χειροκομία και ποδοκομία=μανικιούρ και πεντικιούρ, μορφωταινία=ντοκυμανταίρ, πυκτείο=ριγκ, ωκυδρόμος=σπρίντερ, στόμα με στόμα=τετατέτ, πλαγγόνα=μανεκέν.

buzz it!

83. Το CD, τα σιντίζ και ο δίσκος ακτίνας [δανεισμός, στ΄]

Τα Νέα 11.5.2002

Όσο κι αν αποτελούν μοναδικό πλούτο τα αναντικατάστατα κέικ, χιούμορ, πουλόβερ, μπαρ και νάιλον, που δεν τα έθιξαν ούτε οι πιο ορκισμένοι καθαρολόγοι, είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να παραιτούμαστε από το δικαίωμα της προσαρμογής των ξένων δανείων, όχι όμως κατόπιν εορτής και χωρίς αίσθηση της κοινωνιογλωσσικής πραγματικότητας, άρα του μέτρου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αίσθηση του μέτρου: μεγάλη κουβέντα, βεβαίως· και προπαντός: ποιος το ορίζει κάθε φορά το μέτρο; Μπορούν ωστόσο να καταγραφούν κάποιες αρχές. Μεταφέρω την ευσύνοπτη κωδικοποίηση της Μ. Κακριδή-Φερράρι (από τον Εγκυκλοπαιδικό οδηγό για τη γλώσσα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 205):

«Η ελληνική λέξη που επιλέγεται ως μετάφραση του ξένου όρου θεωρείται ότι καλό είναι: (α) να εισάγεται συγχρόνως με τον ξένο όρο, πριν προλάβει δηλαδή να καθιερωθεί ο τελευταίος [...]. Είναι υπερβολικά δύσκολο να θέλουμε να επικρατήσει ο ελληνικός όρος, όταν το αυτούσιο ξένο δάνειο έχει γίνει πια μέρος της κοινής χρήσης της γλώσσας (π.χ. καρμπόν → αντιγραφόχαρτο, τεστ → δοκιμασία

»(β) να είναι εξίσου οικονομική με τον ξένο όρο: να μην είναι ούτε πολυσύλλαβη ούτε περιφραστική, αν δεν είναι και αυτός (όχι π.χ. τηλεομοιότυπο κ.τ.ό. αντί για φαξ, ούτε μουσικοί αγώνες αντί για φεστιβάλ

»(γ) να είναι σχηματισμένη σύμφωνα με τους κανόνες και τις συνήθειες της ελληνικής γλώσσας [...]·

»(δ) να δίνει τη δυνατότητα, όσο γίνεται, αναγωγής στην ξένη λέξη, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία μετάφρασης, από τα ελληνικά στην ξένη γλώσσα: πολυμέσα multimedia».

Με βάση τα κριτήρια αυτά αξίζει να παρακολουθήσουμε διάφορες απόπειρες προσαρμογής. Αλλά προηγουμένως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τα εξής, έστω για λόγους δικαιοσύνης:

Για την αυξανόμενη εισδοχή ξένων λέξεων στη γλώσσα μας λέγεται ότι ευθύνονται η σύγχρονη τεχνολογία και οι χρήστες της, η χορεία των περιοδικών ποικίλης ύλης, των λεγόμενων «λάιφστάιλ», και φυσικά, πρώτοι και καλύτεροι, οι νέοι και η γλώσσα τους. Μπορεί. Για τη μη προσαρμογή όμως, ή καλύτερα για την άρνηση προσαρμογής, ευθύνονται ακριβώς οι τιμητές των παραπάνω τάσεων και κοινωνικών ομάδων!

Είναι εντυπωσιακό αλλά καθόλου παράδοξο εντέλει ότι οι αρνητές του δανεισμού, τουλάχιστον στην πράξη και ενδεχομένως ασυνείδητα, είναι οι βασικότεροι αρνητές της προσαρμογής: αρνούνται για λόγους αρχής και εθνογλωσσικού γοήτρου τις ξένες λέξεις, αλλά, όταν δεν μπορούν να τις εξοβελίσουν ή να τις μεταφράσουν, τις αποκαθιστούν σε όλο τους το ξενικό μεγαλείο: το μπαρ - «τα μπαρς»· το ίδιο επιμένουν να τονίσουν, τώρα πίσω πίσω, την ξενική καταγωγή ακόμα και παλαιότερων, ήδη προσαρμοσμένων λέξεων: το παλτό - «τα παλτό»· έτσι και η Ατλάντα - «της Ατλάντα», ακόμα και η Σάρα - «της Σάρα»!

Πρόκειται σαφώς για τάση «καθαρισμού», η οποία απλώθηκε πέρα και από τα παραδοσιακά κέντρα αντίστασης, από τα ανώτερα δηλαδή κοινωνικά στρώματα και τους μορφωμένους, και ανιχνεύεται στο κοινό αίσθημα και την κοινή πρακτική και στάση απέναντι στη γλώσσα γενικότερα, στο φαινόμενο του δανεισμού εν προκειμένω: τώρα και ο απλός χρήστης, με το πες πες και την ενοχοποίησή του, σπεύδει να βάλει το καθετί «στη θέση του»: τα ξένα με τα ξένα, τα δικά μας με τα δικά μας. Και τα δικά μας πρέπει τότε να δείχνουν την πιο μακρινή καταγωγή τους, όπως ακούσαμε πρόσφατα για το έγκλημα στην περιοχή της Αρτέμιδος, ή για την ποπ τραγουδίστρια Ηρώ, γενική της Ηρούς!

Ότι πρόκειται για ενιαία τάση καθαρισμού το βλέπει κανείς όταν ανοίξει λόγου χάρη το Τρίτο Πρόγραμμα, ναό της εθνικοθρησκευτικής ορθοφροσύνης: πλάι στα περί «μοναδικού ελληνικού πολιτισμού» και τις εκπομπές του Χατζηφώτη θα ακούσετε όλα τα «σόλι και ντουέτι», τα «τύμπανι» και τις «σοπράνι», μαζί με το έργο της «Αλεξάνδρα» Τάδε (επειδή τάχα είναι Ρωσίδα) κτλ. Ή, αν διαβάσει τον σαφώς συντηρητικό γλωσσικά Γιάννη Τζαννετάκο: πλάι στα «μεσολαβησάσης» και τα «κυβερνησάσης αριστεράς» θα δει τη γενική «του Σαράγεβο», αφού τον έχει διαβάσει, όπως ξανάγραψα, να νομοθετεί ότι η Νικαράγουα, αν και πανέτοιμο πρωτόκλιτο θηλυκό, πρέπει να μείνει άκλιτη: «της Νικαράγουα», καθότι ξένη.

Λίγο πριν μπει το ευρώ στη ζωή μας, προτάθηκε εγκαίρως κάτι που έπρεπε να είναι αυτονόητο, να κλίνεται, σαν ευρό - του ευρού, ή καλύτερα το εύρο - του εύρου είπε ο Μπαμπινιώτης, και άρχισαν τα τσου-τσου-τσου και τα άπαπα από εκεί που κατά τα άλλα ομνύουν στο όνομά του, από εκεί που την ίδια στιγμή ωρύονται για τα απροσάρμοστα δάνεια! Ποια τότε δάνεια; Όσα δεν αποτελούν τη δική τους παράδοση, όσα ξεφεύγουν από το δικό τους γνωστικό πεδίο και τον έλεγχό τους. Γιατί η αντίδραση κατά των δανείων κρύβει συχνά το φόβο, και έπειτα και την έχθρα, για το ξένο, το άγνωστο: τι είναι αυτό που ξέρουν αυτοί και δεν το ξέρουμε εμείς: μόντεμ, σου λέει, μουλτιπροσέσορ και ντιφράγκ, ή τέκνο και ιμουσική, εμείς που τέρπουμε την ακοή μας με «ντιβερτιμέντι» και «ρετσιτατίβι αριόζι», που πάμε και σε φόρουμ, πληθυντικός «τα φόρα», που έχουμε και «πιάτι» στην ορχήστρα, ενώ αυτοί πιάτα κοινά, ίσα για να τρώνε.

Ελάχιστα παλαιότερο από το ευρώ είναι το σιντί (CD), ένα παράδειγμα που δείχνει τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η μία είναι αυτό που όλο και πιο συχνά ακούμε: «τα σιντίς», ή ακριβέστερα «σιντίζ», ένας πληθυντικός που θα τον εκτρέφει μοιραία η εμμονή στην ξενική γραφή CD (και CDs). Η άλλη είναι να ξορκιστεί τελείως το κακό: συμπαγής δίσκος, δοκίμασαν αρχικά να μεταφράσουν, φωτοφωνικός δίσκος κ.ά., ενώ τώρα κερδίζει έδαφος ο δίσκος ακτίνας: όλα περιγραφές, επεξηγήσεις, αλλά κανένα τους όνομα, που να μπορεί να συναγωνιστεί, σε συντομία καταρχήν, το σιντί. Όσο για την επικρατέστερη, το δίσκος ακτίνας, απλώς δεν λέει τίποτα έτσι σκέτο: ίσα ίσα, αφαιρεί το βασικό χαρακτηριστικό, το ότι η ακτίνα είναι Λέιζερ –το αφαιρεί, για να μη βάλουμε στο στόμα μας αυτό που πήγαμε να αποφύγουμε, λέξη «βαρβαρική». Αλλά σύμβαση δεν είναι οι λέξεις; Άρα συνεννοούμαστε και έτσι. Όμως ο δίσκος, παλιά, έδωσε δισκοπωλείο και δισκάδικο· ο δίσκος ακτίνας, τι; Ενώ το σιντί, όσο κι αν ξενίζει στην αρχή, μπορεί κάλλιστα να κλιθεί, τα σιντιά, να δώσει και σιντάδικο, και σιντιέρα το μηχάνημα (το CD player), όπως το λένε ήδη όσοι ασχολούνται επαγγελματικά στο χώρο αυτό (κατά τα μπανιέρα, ψωμιέρα, μπετονιέρα και τόσα άλλα), ενώ το πικάπ πεθαίνει χωρίς να έχει ποτέ μεταγλωττιστεί (αυτοφωνόγραφος είχε προτείνει ο Άγγ. Βλάχος, δισκοφόρος ο Γ. Τζαννετάκος!).

Θα συνεχίσουμε.

buzz it!

84. Η μετάφραση τού σήμερα μέσα από το χτες [δανεισμός, ζ΄]

Τα Νέα, 25 Μαΐου 2002

Βασικοί όροι για να έχει καταρχήν ελπίδες να επικρατήσει μια εξελληνισμένη λέξη είναι (1) η έγκαιρη μετάφραση, προτού καθιερωθεί η ξένη λέξη, (2) η οικονομική μετάφραση, και όχι λέξεις-σιδηρόδρομοι, (3) η αντιστοιχία με το σύστημα της ελληνικής γλώσσας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Την κωδικοποίηση αυτών των περίπου αυτονόητων όρων την είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, μέσα από ένα παράθεμα της Μ. Κακριδή-Φερράρι, μαζί και με έναν τέταρτο, κυρίως ευκταίο όρο, τη δυνατότητα αναγωγής στην ξένη γλώσσα με αντίστροφη μετάφραση (το παράδειγμα εδώ ήταν: πολυμέσα - multimedia). Όντως, αυτονόητο είναι ότι (1) δύσκολα αντικαθιστάς όρο εδραιωμένο στην κοινή χρήση, δεν αντικαθιστάς δηλαδή το συνθηματικό σχεδόν και επιφωνηματικό γκολ με τη λέξη «τέρμα»· (2) αυτονόητο επίσης είναι ότι δύσκολα θα αντικαταστήσεις το μονοσύλλαβο φαξ με το «τηλεομοιότυπο»· και το πιο αυτονόητο απ’ όλα, που δεν χρειάζεται σχολιασμό, ότι (3) η μετάφραση πρέπει να ανταποκρίνεται γραμματικοσυντακτικά στη γλώσσα μας.

Αλλά η συνήθης πρακτική, παλαιότερα και τώρα, παγιδευμένη στα συνήθη ιδεολογήματα, γυρίζει θαρρείς προκλητικά την πλάτη σ’ αυτά τα οποία χαρακτήρισα αυτονόητα, μα φαίνεται εντέλει πως δεν είναι. Υπονομεύεται έτσι η επιβεβλημένη απόπειρα μετάφρασης των ξένων δανείων, που συχνά γίνεται με μόχθο και σκέψη πολλή, όχι όμως πάντοτε με αίσθηση των παραπάνω όρων, που υπαγορεύονται από τη γλωσσική και γενικότερα την κοινωνική πραγματικότητα.*

Βασικότερη ωστόσο θεωρώ την «παράβαση» του τρίτου όρου, του πλέον αυτονόητου, του όρου με τον οποίο συμφωνούν οι πάντες προγραμματικά και θεωρητικά, όχι όμως και στην πράξη. Τι εννοώ; Ότι η αντιστοιχία με τη γλώσσα μας δεν νοείται να αναφέρεται γενικά και αόριστα στην ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της, και με έμφαση κυρίως σε παλαιότερες μορφές, κι έτσι να αντλούμε πάντοτε από το χτες για να μεταφράσουμε όρους τού σήμερα. Κι όμως, βλέπουμε ότι η μετάφραση των δανείων ακολουθεί πιστά τη γραμμή του 19ου αιώνα, επιστρατεύει δηλαδή αρχαϊκά και οπωσδήποτε λόγια στοιχεία για να αποδώσει έννοιες και λέξεις σημερινές –όχι μόνο επιστημονικές, όπου κάποιος βαθμός λογιότητας εμφανίζεται σχεδόν απαραίτητος, αλλά και κοινόχρηστες, λαϊκές λέξεις: διότι μπορεί να είναι εύστοχος ή ίσως ο πλέον κατάλληλος ο «αποκατακερματισμός»** για τον τεχνικό όρο των υπολογιστών defrag, αλλά δεν γίνεται να προτείνεται στα σοβαρά το «γεωπροωθητής» αντί για την μπουλντόζα. Άσε πια το «πυγολουτήρας» στη θέση του μπιντέ!

Τελικά, φαίνεται από την πράξη ότι έχει εγκατασταθεί σαν άλλο αυτονόητο πως η μετάφραση πρέπει να γίνεται μέσα από τη λογιότερη γλώσσα, και μάλιστα για κάθε γλωσσικό επίπεδο αδιακρίτως. Φαίνεται ότι ο μεταφυσικός τρόμος απέναντι στα δάνεια, γενικότερα ο τρόμος της εξαφάνισης της γλώσσας μας από την κυρίαρχη αγγλοαμερικανική, μας συσπειρώνει πίσω από τη μόνη –όπως θεωρείται– «αποδεκτή» μορφή γλώσσας, τη λόγια, την αρχαΐζουσα, την αρχαία. Εκεί που νιώθουμε αδύναμοι πια και διακονιάρηδες, υποχρεωμένοι να εισαγάγουμε πράγματα και έννοιες από άλλους πολιτισμούς και άλλες γλώσσες, ορθώνουμε ενστικτωδώς το αλλοτινό μας ανάστημα, θυμίζουμε, πρώτα στον εαυτό μας κι έπειτα στους άλλους, πως κάποτε ήμασταν εμείς οι ισχυροί κι εκείνοι ακόμα μας χρωστάνε –και όχι ήμασταν απλώς, μα είμαστε και τώρα, αφού είμαστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι οι χτεσινοί. Πήρα ίσως πάλι φόρα, μα πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύεται αυτή η πάγια τάση;

Ας παρακολουθήσουμε, όπως είχα υποσχεθεί, ορισμένες τέτοιες απόπειρες μετάφρασης και προσαρμογής ξένων δανείων. Είδαμε ήδη την αρχαία «πλαγγόνα» με την οποία πρότεινε ο Άγγ. Βλάχος (1983) να αντικατασταθεί το μανεκέν. Άλλες προτάσεις του: «βραδυκινηθμός» και «βραδυπροβολή» το ραλαντί, «φυσαρμόνιο» το ακορντεόν, «αυτοφωνόγραφος» το πικάπ, «κλείθρο» το φερμουάρ, «ακροπρεπίζω» το γαρνίρω, «επιδοσίας» ο ρέκορντμαν, «ωκυδρόμος» ο σπρίντερ.

Καθένα από τα παραδείγματα αυτά προέρχεται από κάποιον ειδικό ώς ένα βαθμό χώρο, και οι πιθανότητες να επικρατήσει ο ελληνικός όρος είναι περιορισμένες· εξανεμίζονται όμως εντελώς, όταν η προτεινόμενη μετάφραση προβάλλει τα λόγια συνθετικά της, αποθαρρύνοντας τον χρήστη, και κάνοντάς τον γενικότερα αρνητικό απέναντι σε κάθε ανάλογη προσπάθεια.*** Ναι, καλό θα ήταν να μεταφραστεί ο σπρίντερ, όταν όμως προσπερνάς το ταχύς (δικαίως, αφού κατακυρώθηκε στον ταχυδρόμο) και πας πιο πίσω ακόμα, στο αρχαιότατο ωκύς, τότε ο άλλος απ’ τη μια θα αρχίσει πεισματικά να κλίνει ο σπρίντερ - οι σπρίντερς κι από την άλλη θα χλευάσει, όπως ξανάγραψα, την εύλογη και ρεαλιστική πρόταση να κλίνει λ.χ. το ευρό, του ευρού - τα ευρά.

Αυτά ως προς τη λογιότροπη μετάφραση. Υπάρχει και η απλώς άστοχη, που περιορίζει μάλιστα τη σημασία των λέξεων: «λιθοβολισμός» για το λιντσάρισμα και «λιπόπατρις» για τον εμιγκρέ. Αυτή είναι όμως η συρρίκνωση της γλώσσας, μου ’ρχεται να πω: να θυσιάζουμε καινούριες λέξεις μόνο και μόνο επειδή είναι ξένες, κι ας έχουν μάλιστα προσαρμοστεί στο κλιτικό μας σύστημα· να θυσιάζουμε λέξεις που πλουτίζουν το λεξιλόγιό μας με καινούριες εννοιολογικές αποχρώσεις, ή και διαφορετικές εντέλει έννοιες. Το λιντσάρισμα π.χ. έχει τη δική του, πολύ συγκεκριμένη ιστορία, άρα και τη δική του σημασιολογική φόρτιση, και εν πάση περιπτώσει γίνεται με διάφορους τρόπους, ένας μόνο από τους οποίους είναι ο λιθοβολισμός. Ο εμιγκρές, πάλι, κι αυτός με τη δική του ιστορία και την ειδική του φόρτιση, δεν νοείται να αντικατασταθεί με τον ανύπαρκτο εδώ και αιώνες «λιπόπατριν», λέξη που επιπλέον δεν μαρτυρεί εύκολα τη σημασία της (=φυγάς, αλλά ρωτήστε και θα σας πουν ότι «του λείπει η πατρίδα του»)· ο εμιγκρές λοιπόν πλουτίζει και αυτός το λεξιλόγιό μας, πλάι στον μετανάστη, στον πρόσφυγα, στον πολιτικό πρόσφυγα, στον αυτοεξόριστο κ.ά., λέξεις συγγενικές αλλά με τη δική της επίσης ιστορία η καθεμιά: άλλο οι ρώσοι εμιγκρέδες των αρχών του 20ού αιώνα, άλλο οι δικοί μας μετανάστες σε Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία την ίδια εποχή, άλλο οι μικρασιάτες πρόσφυγες και οι δικοί μας πάλι πολιτικοί πρόσφυγες της μετεμφυλιακής εποχής στις ανατολικές χώρες, άλλο οι αυτοεξόριστοι της πρόσφατης δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Θα συνεχίσουμε.


* «Για να αντικατασταθεί μια ξένη λέξη από ελληνική πρέπει [...] να μη χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη σημασιολογική φόρτιση, συχνότητα, επιμονή κτλ., π.χ. fétichisme - φετιχισμός (και όχι παταϊκισμός), communiste - κομμουνιστής (και όχι κοινωνιστής), table d’hôte - ταμπλντότ (και όχι ομοτράπεζα) κ.ά.» (Δ. Τομπαΐδης, Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, Γ΄ Γυμνασίου, βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔΒ, 10η έκδ. 1990, σ. 17).

** Λέω ότι μπορεί να είναι εύστοχος και κατάλληλος, αν έτσι συνεννοούνται μεταξύ τους οι ειδικοί για μια αυστηρά ειδική τεχνική διαδικασία, άρα με έναν αυστηρά ειδικό όρο· διαφορετικά, με το «από» και το «κατά» μαζί, σίγουρα δεν παίρνει εύσημα γλωσσικής καλλιέπειας.

*** Και δεν πρόκειται για κανένα πείσμα του χρήστη, αλλά για πείσματα της γλώσσας: Όπως γράφει ο Δ. Τομπαΐδης (όπ. παρ.): «σε περιπτώσεις που η ξένη λέξη δεν αποδόθηκε εύστοχα στα ελληνικά έμεινε η ξένη λέξη, π.χ.
»η ξένη λέξη            που αποδόθηκε με τη λέξη         έμεινε
         ↓                                     ↓                                ↓
radiophonie            ακτινοφωνία                              ραδιοφωνία
passe-partout         παντανοίκτης ή αντίρροπτρον     πασπαρτού
baromètre               βαρεογνώμων (κ.ά.)                 βαρόμετρο
passerelle               δοκογέφυρα                               πασαρέλα
statistique             πολιτειογραφία (κ.ά.)                  στατιστική
».

buzz it!

85. Παρφουμαρισμένη; Ποτέ! «Μύροις γεγανωμένη» [δανεισμός, η΄]

Τα Νέα, 8 Ιουνίου 2002

«Και λάβε άρτον μετά τυρού ως έμβρωμα εις το σχολείον.» Πλαστό το παράδειγμα και σίγουρα υπερβολικό. Σε ποια γλώσσα όμως φιλοδοξεί να ενταχθεί το «έμβρωμα» σαν μετάφραση της καθημερινής λέξης κολατσιό, αν όχι σε άκρα καθαρεύουσα;

Η μετάφραση ξένων δανείων ακολουθεί πιστά τη γραμμή του 19ου αιώνα, έγραφα στο προηγούμενο, και ιδού, μαζί με το «έμβρωμα», από την ίδια πηγή: «προσόψημα» το ορντέβρ, «έγκυκλον» η κομπινεζόν, «νεωτεριοποιός» ο μοντέρνος, «προτεροδόξως» το απριόρι, «πεύσις» το ρεπορτάζ, «κατέρειψις» το σοκ, «φιλενδείκτης» ο φιγουρατζής, «ψωλοδίαιτος» ο ζιγκολό, «παράγυμνος εσθής» η μίνι φούστα και «φαινόπους» αυτή που τη φοράει.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεκαετία του ’60, δεύτερο μισό δηλαδή του 20ού αιώνα, εποχή της μίνι φούστας, και αυτό που έχει να αντιπροτείνει η επιστημονική εγρήγορση και εποπτεία είναι η «παράγυμνος εσθής»! Αυτά στο επιστημονικό περιοδικό Αθηνά, τόμ. 70, 1968, σ. 106-107, με την υπογραφή Ι. Φ. Δημάρατος. Ακραία τάση, θα πείτε, αλλά τα είδαμε και τα μετριοπαθέστερα, και θα τα δούμε και στη συνέχεια. Εδώ θα σταθώ στην απόπειρα να μεταφραστεί ο ζιγκολό (και μάλιστα με το «ψωλοδίαιτος», σύνθεση που υποδηλώνει μάλλον αυτόν που διαιτάται με… παρά αυτόν που ζει χάρη σε…). Η λέξη ζιγκολό έχει σαφώς περιορισμένη χρήση και ανήκει στην αργκό. Σήμερα πια είναι κοινός τόπος ότι η αργκό εμπλουτίζει τη γλώσσα με λέξεις αναντικατάστατες, καθώς χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, με ειδική συναισθηματική φόρτιση και συχνά με διαφορετική εννοιολογική απόχρωση. Δεν είναι λοιπόν νοητό να παρέμβει κανείς στην αργκό, όπως δεν παρεμβαίνει σε διαλέκτους, σε συνθηματικές γλώσσες μειονοτήτων κτλ.

Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, και η μετάφραση του φαστφουντάδικου σε «ταχυφαγείο». Ας προσέξουμε τις ελαφρότατες αποχρώσεις: λέμε και γράφουμε, στις εφημερίδες λ.χ., εστιατόριο φαστ φουντ, και εδώ θα μπορούσε καταρχήν να σταθεί η πρόταση για το «ταχυφαγείο». Όμως το φαστφουντάδικο, πια, είναι λέξη της νεολαίας, στην οποία και απευθύνονται κυρίως (ή απευθύνονταν αρχικά) τα συγκεκριμένα μαγαζιά. Όσο λοιπόν τα μαγαζιά αυτά θα παραμένουν έτσι προσδιορισμένα κοινωνικά, κάθε πρόταση για γλωσσική, άρα κοινωνική, επέμβαση θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Λεπτομέρεια: γρηγοροφαγάδικο «μεταφράζουν» αστειευόμενοι οι ίδιοι οι νέοι, αλλά αυτό ακριβώς το αστείο υποδεικνύει πού πρέπει να αναζητήσουν οι επαΐοντες τις ισχύουσες κοινωνιογλωσσικές αντιστοιχίες.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ίδιας τάξεως, από την κριτική του Γιάννη Μ. Καλιόρη για το λεξικό του Μπαμπινιώτη (Νέα Εστία, τχ. 1706, 1998, σ. 1078). Εδώ, θεωρητικά τουλάχιστον, έχουμε φύγει από την κραυγαλέα αρχαΐζουσα γραμμή του Ι. Φ. Δημάρατου: ο κριτικός δίνει μετριοπαθώς ορισμένα «ελληνολεκτικά ισοδύναμα», με τη σημείωση: «έστω κι αν δεν πρόκειται να επικρατήσουν· απλώς ας υπάρχουν ως παρακαταθήκη για κάθε ενδεχόμενο, δείχνοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες της γλώσσας μας». Και μαζί με τον «γεωπροωθητή» για την μπουλντόζα και τον «πυγολουτήρα» για τον μπιντέ, που σημείωνα στο προηγούμενο, δίνει την «ομαδογαμία» σαν μετάφραση της παρτούζας. Όμως η παρτούζα, ίδια όπως ο ζιγκολό παραπάνω, δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιηθεί έξω από τα οποιαδήποτε όρια της αργκό: δεν θα μιλήσουν για παρτούζα στο δικαστήριο λ.χ., αλλά για ομαδικό έρωτα, όπως αντίστροφα δεν θα μιλούν δυο φίλοι μεταξύ τους για έναν «φανταστικό [=καταπληκτικό] ομαδικό έρωτα» που τους έτυχε στις διακοπές! Η παρτούζα, λοιπόν, στην απολύτως συγκεκριμένη κοινωνική και γλωσσική πραγματικότητά της, θα μείνει κουφή σε κάθε δική μας απόπειρα να την ευπρεπίσουμε.

Στην ίδια κριτική διαβάζουμε και την πρόταση να γίνει το μπεστ σέλερ «πολυπώλητο, ή καλύτερα, πλειονοπώλητο (βιβλίο)». Το μπεστ σέλερ μπορεί όντως να χαρακτηριστεί προβληματικό δάνειο, που δεν διαθέτει μάλιστα και τη βασική αρετή άλλων ξένων δανείων, τη συντομία. Είναι δύο λέξεις, όρος πολυσύλλαβος, και προπαντός: εξαιρετικά δυσπρόφερτος, μ’ αυτό το -στσ- που σχηματίζεται στη συνεκφορά των δύο λέξεων: «μπεστσέλερ». Άρα, ευχής έργο θα ήταν να εξελληνιστεί. Δεν μοιάζει όμως εύκολη υπόθεση, καθώς εδώ συνυπάρχουν βασικοί ευνοϊκοί και δυσμενείς παράγοντες για τον εξελληνισμό ενός δανείου: το μπεστ σέλερ, μολονότι ανήκει σε συγκεκριμένο χώρο, είναι όρος ευρύτερα γνωστός και άμεσα αναγνωρίσιμος, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει κατά κανόνα με τους ειδικούς όρους άλλων, κλειστών επαγγελματικών χώρων. Απ’ την άλλη, μολονότι ευρύτερα γνωστός, δεν χρησιμοποιείται ευρύτερα έξω από τον δικό του χώρο, έναν χώρο μάλιστα ιδιαίτερα εξοικειωμένο με ξένες γλώσσες. Έτσι, θα πρέπει να είναι συντριπτική η υπεροχή της όποιας πρότασης απέναντι στο ανεπιθύμητο μπεστ σέλερ. Φοβούμαι όμως ότι το «πλειονοπώλητο» εμφανίζεται αρκετά λόγιο, ενώ το «πολυπώλητο» είναι απαγορευτικό ηχητικά, με τα δύο του -poli- (polipolito)!

Μένει το «ευπώλητο», που λανσαρίστηκε σαν τίτλος σχετικής στήλης στο κυριακάτικο Βήμα, «μετά από συζήτηση» με τον Γ. Μπαμπινιώτη, και με «εναλλακτικούς νεολογισμούς» το «αριστοπώλητα» και το «ευπωλούμενα» (16.1.2000). Ο Γ. Μπαμπινιώτης έχει στο ενεργητικό του τις αποδόσεις internet=διαδίκτυο και multimedia=πολυμέσα, που είναι ιδιαίτερα εύστοχες καθώς μοιάζουν σχεδόν αυτονόητες· το «ευπώλητο» όμως είναι ανεπαίσθητα αλλά καθοριστικά, πιστεύω, λογιότερο, και έτσι μοιάζει εξεζητημένο –χώρια που το ευ δηλώνει περισσότερο το καλό παρά το πολύ! Διαβάζω άρθρο με τίτλο «Τα ευπώλητα της ποίησης», και μέσα «ευπώλητοι ποιητές», και κραυγάζει, κατά την αίσθησή μου, το πεποιημένο. «Των συγκαιρινών τους ευπωλήτων συγγραφέων» διαβάζω, και νά που, υποχρεωτικά σχεδόν, κατέβηκε ο τόνος στο επίθετο. Ή διαβάζω «της ευπώλητης συγγραφέως», και κάπως μου φαίνεται σαν Μποστ αυτό, έτσι μαζί με την –αναπόφευκτη για την ώρα– γενική σε -εως. Έχει πάντως ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την τύχη του καινούριου αυτού όρου, σαν πείραμα, και γι’ αυτό μεταφέρω εδώ διάφορες χρήσεις του, μαζί με τις εύλογες αμφιταλαντεύσεις των ίδιων των χρηστών του:

- «Η (ξανακερδισμένη) τιμή των ευπωλήτων»=τίτλος· αρχή κειμένου: «Οι λίστες των καλοκαιρινών ευπωλήτων…», αναφέρονται τίτλοι βιβλίων, και αμέσως μετά: «Τα βιβλία αυτά βρίσκονται σταθερά [...] στις πρώτες θέσεις των μπεστ σέλερ…» (Ν. Μπακουνάκης)·

- «σ’ αυτή την ομάδα ευπώλητης τυπωμένης αφέλειας», αλλά παρακάτω: «τα λαϊκά μπεστ σέλλερς [!] μυθιστορήματα» (Κ. Γεωργουσόπουλος)·

- [η ανθολογία Ρίτσου] «δεν αναδείχθηκε ευπώλητη» (Δ. Ν. Μαρωνίτης)·

- «βραβευμένο και ευπώλητο το δεύτερο μυθιστόρημα του Ν. Θέμελη» (ανυπόγραφο, Η Καθημερινή).

Αναμένεται συνέχεια.

buzz it!