27/1/18

Πουριτανικός αντιπουριτανισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 27 Ιαν. 2018)


προ φούστας εποχή, όταν (και) στο μπάσκετ δείχναν ξεδιάντροπα τα μπούτια τους
Δεν πάει πολύς καιρός που είχε ανάψει η συζήτηση αν είναι εντέλει σεξιστικό ή απλώς αθώα πλάκα να κυνηγάει στον δρόμο ο τσολιάς της τηλεοπτικής «Ελληνοφρένειας» τις περαστικές και να τις χουφτώνει· έγραφα τότε (15.7.17), ανάμεσα σε θεωρητικές αναλύσεις και τις γνωστές κατάρες για τη «φασιστική» πολιτική ορθότητα, πώς θα ’ταν να ξαμοληθεί στους δρόμους η εντυπωσιακή Κυπρία της εκπομπής και να χουφτώνει τους περαστικούς.

Κατά σύμπτωση, μια αντίστοιχη συζήτηση έχει αναπτυχθεί τελευταία, διεθνώς πλέον, έπειτα από μια χιονοστιβάδα καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση και βιασμό, στον χώρο ιδίως του θεάματος. Δημιουργήθηκαν αμέσως σχετικά διαδικτυακά κινήματα όπως το Me too, μαζί όμως άρχισαν και οι αντιδράσεις, καθώς οι καταγγελίες συχνά αφορούσαν περιστατικά που είχαν συμβεί πριν από δεκαετίες, κάποτε έμοιαζαν με πράξεις εκδίκησης ή έδειχνε να έχουν σκοπό την προβολή απλώς του θύματος. Έτσι, σε ιεροεξεταστικές πυρές που άναψαν με συνοπτικές διαδικασίες, μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, θύτες (και «θύτες») έπεσαν τώρα θύματα ηθικού λιντσαρίσματος, ενώ πολλοί έχασαν και τη δουλειά τους. Κορυφαία ίσως αντίδραση ήταν ένα μανιφέστο που το υπέγραφαν 100 Γαλλίδες, από τον καλλιτεχνικό έως τον επιστημονικό χώρο, με διασημότερη ανάμεσά τους την Κατρίν Ντενέβ.

Οι 100 θέλησαν να απαντήσουν στις ακρότητες και τις υπερβολές, εύκολα όμως γλίστρησαν στο άλλο άκρο: «Ο βιασμός είναι έγκλημα» ξεκινάει το κείμενό τους· «όμως, το επίμονο και αδέξιο καμάκι δεν είναι αξιόποινη πράξη, ούτε η φιλοφροσύνη και τα ερωτόλογα φαλλοκρατική επίθεση». Γενικότερα, οι 100 αντιμάχονται μια μορφή φεμινισμού (τον φεμινισμό;) που θεωρούν πως οδηγεί σ’ έναν νεοπουριτανισμό και γίνεται «μίσος προς τους άντρες», καταδικάζοντάς τους επειδή έπιασαν ένα γόνατο, επιχείρησαν να κλέψουν ένα φιλί, ή και τρίφτηκαν στα οπίσθια μιας γυναίκας στο μετρό. Μία μάλιστα από τις υπογράφουσες, πρώην πορνοστάρ και τώρα παρουσιάστρια, σχετικοποίησε έμμεσα και τον βιασμό, μιλώντας για την ηδονή που μπορεί να νιώσει το θύμα.

Ας μείνουμε όμως στο «επίμονο και αδέξιο καμάκι», που πάντως καλύπτει αδιακρίτως τη σεξουαλική παρενόχληση από έναν οποιονδήποτε άντρα και την παρενόχληση που ασκείται από θέση εξουσίας, π.χ. τον εργοδότη.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η πανέμορφη Κατρίν Ντενέβ, πριν γίνει διάσημη, θα έπεφτε θύμα, λέμε εμείς, συνεχών παρενοχλήσεων, θα απολάμβανε, λέει όμως αυτή, να της πιάνουν το γόνατο, να της κλέβουν ένα φιλί, να της τρίβονται στο μετρό. Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό, που μπήκε επιθετικότερα στον χορό, περίπου βρίζοντας τις φεμινίστριες και καταγγέλλοντας τις γυναίκες ίσα ίσα που την πέφτουν στον παραγωγό, για να κερδίσουν έναν ρόλο· η Μπαρντό λοιπόν είπε πόσο της άρεσε όταν της έλεγαν, προφανώς στον δρόμο, πως είναι όμορφη και τι ωραίο κωλαράκι που έχει.

Μπόρεσε όμως ποτέ η άσημη τότε Ντενέβ να τριφτεί σε κάποιον στο μετρό; είπε ποτέ σε κάποιον και η άσημη τότε Μπαρντό τι ωραίο κωλαράκι που έχει; Μπόρεσε ποτέ γυναίκα να εκφράσει τον θαυμασμό της, τον πόθο της, σε κάποιον άγνωστο στον δρόμο; Να τον πάρει στο κατόπι και να του λέει, να του λέει; Σαν κι αυτά που της λέει εκείνος, έστω τα πιο σεμνά: κούκλα μου εσύ, γουστάρεις παρεΐτσα κτλ., κι αυτή επιταχύνει έντρομη το βήμα, η κίνηση είναι αραιή, ή δεν υπάρχει καν κίνηση, είναι νύχτα, τι θα κάνει; Μπορεί π.χ. να τον διαολοστείλει; Προφανώς όχι.

Όμως το μέτρο δεν είναι αυτό. Είναι πως κατά κανόνα δεν μπορεί να αντιστρέψει τους ρόλους, να εκφράσει ελεύθερα και η ίδια την επιθυμία της, να κάνει επιτέλους κι η ίδια καμάκι. Ή, ακόμα χειρότερα, δεν θέλει. Δεν θέλει ν’ αλλάξει ρόλο· θέλει τον άντρα κυνηγό, κυρίαρχο του παιχνιδιού. Και στις δύο σχηματικά ακραίες περιπτώσεις: δεν μπορεί ή δεν θέλει, μοιάζει άτοπο να μιλούμε για επερχόμενο νεοπουριτανισμό, σύμφωνα με τις 100, όταν εξάλλου μετράμε ήδη κοντά μισό αιώνα στον αστερισμό του πουριτανισμού, έπειτα π.χ. από τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60.

Δεν φτάσαμε τυχαία· ακριβέστερα: δεν έφτασε μόνος του ο άντρας από τα κλασικά μαγιό σλιπ και τα κοντά αθλητικά σορτσάκια λόγου χάρη στις φούστες, συχνά κάτω κι από το γόνατο (βάλτε μια εικόνα του Γκάλη πλάι σ’ έναν σημερινό μπασκετμπολίστα), και κυρίως να ξυρίζει ή να αποτριχώνει πρώτα τις μασχάλες, έπειτα το στήθος, κάποτε, όχι σπάνια, κι ολόκληρο το σώμα. Φαινομενικά παράδοξο: από τη μια ευνουχίζεις τον άντρα, από την άλλη τον θες κυνηγό. Δεν είναι όμως τελικά παράδοξο· πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του πουριτανισμού. Που τον εκτρέφουν, παρ’ όσα αντίθετα λένε, ακριβώς οι Ντενέβ κι οι Μπαρντό.

buzz it!

21/1/18

Επαναστατικό θέατρο

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Ιαν. 2018)


Η πιο αθώα περίπτωση είναι όταν η κάμερα σταματά για λίγο σε μια παρέα φιλάθλων, την ώρα που χαζεύουν βαριεστημένα μιαν αδιάφορη φάση του παιχνιδιού, και ξαφνικά, στη θέα της κάμερας, παίρνουν φωτιά, βροντοφωνάζουν κάποιο σύνθημα –και στέλνουν και χαιρετισμούς στη μάνα τους. Από το χαριτωμένο όμως περνούμε στο γελοίο και, αναλόγως, εξοργιστικό, όταν ο φακός καλεί κάποιον ή μια ομάδα, σε διαδήλωση ή άλλη εκδήλωση διαμαρτυρίας, να πρωταγωνιστήσει. Εκεί, γυρίζει ένας αόρατος διακόπτης, και νά, πετάγονται οι φλέβες στον λαιμό, εξαπολύονται κεραυνοί, και μια πασιφανής υπερβολή, το υπερπαίξιμο που λεν στο θέατρο, ψαλιδίζει ή και ακυρώνει το όποιο δίκιο τού –πλέον– θεατρίνου.

Κάποτε τη λέγαμε «επαναστατική γυμναστική»· τώρα, με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω της, με όλα τα ΜΜΕ να την προβάλλουν, αναβαθμίστηκε; υποβαθμίστηκε; δύσκολο να πεις, διεκδικεί πάντως τον χαρακτηρισμό του θεάτρου, αφού εκτυλίσσεται με όρους θεάματος.

Από τις πλήθος περιπτώσεις θα σταθώ σε δύο: (α) στον προπηλακισμό (στα όρια της βιαιοπραγίας) των συμβολαιογράφων που εκπλειστηριάζουν ακίνητα, φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σταθερά, και συχνά αδιακρίτως, χωρίς διάκριση δηλαδή αν πρόκειται για πρώτη κατοικία, και πάντως χαμηλής αξίας, ή για βίλα κτλ.· και (β) στο σπάσιμο της τζαμαρίας του υπουργείου εργασίας και την εισβολή του ΠΑΜΕ, σαν πιο πρόσφατο περιστατικό και με ιδιαίτερη σημασία, αφού έχουμε συγκεκριμένη δράση συγκεκριμένου κομματικού φορέα.

Από μια απολύτως κατανοητή πολιτικοϊδεολογική διαφωνία, θα μου πείτε, στέκομαι στον θεατρικό χαρακτήρα της; Οπωσδήποτε ναι, έτσι που το θέατρο θολώνει την καθαρότητα της πολιτικής στόχευσης και καθιστά την πολιτική δράση αναποτελεσματική, ενώ παράλληλα οδηγεί σε μορφές έκφρασης παραδοσιακά ξένες προς την αριστερά.

Πρώτα στους πλειστηριασμούς, όπου έχουμε όλοι δει στην τηλεόραση π.χ. μια σταθερή ομάδα, με κορυφαίο έναν ψηλό φωτογενή νέο άντρα, που παίζει τον ρόλο του μετωπικά, απευθυνόμενος κυρίως στην κάμερα παρά στην προπηλακιζόμενη συμβολαιογράφο· κι από κοντά ο χορός, να εξαπολύει κατάρες και απειλές όχι προς την υπεύθυνη εξουσία αλλά απέναντι σ’ ένα καθαρά εκτελεστικό όργανο. Εύκολα μπαίνεις πια στον πειρασμό να στείλεις αυτού του είδους τα πολιτικά μυαλά, μαζί και με τους Ρουβίκωνες, που μπήκαν εσχάτως στον χορό, αφού πρώτα κυνήγησαν την αμαρτία στο Πεδίο του Άρεως, νύχτα με φακούς και με λοστάρια, να τους πεις λοιπόν να μεταφέρουν την επαναστατική ορμή τους μέσα στα αστυνομικά τμήματα π.χ., και να τραμπουκίσουν τώρα τους μπάτσους, που κι αυτοί εκτελούν εντολές, άλλο αν συχνά δείχνουν και υπερβάλλοντα ζήλο.

Και ιδού σπασμένες τζαμαρίες στο υπουργείο εργασίας από το ΠΑΜΕ, που εισβάλει στο γραφείο της υπουργού. Εδώ, πολύ χαρακτηριστικά, μόλις αρχίζουνε οι κάμερες να γράφουν, ο καινούριος κορυφαίος ανεβάζει στροφές, βροντώντας τη γροθιά πάνω στο τραπέζι. Όμως το θέατρο είναι τέχνη υψηλή και με νόμους αυστηρούς, και τους μικρούς και αδαείς τους καταπίνει, και μια επίσης εύλογη πολιτικοϊδεολογική διαφωνία τη μετατρέπει σε καταγέλαστο επιθεωρησιακό νούμερο· ενώ, το κυριότερο, όπως έγραψα παραπάνω, εξωθεί σε δράσεις ξένες προς την αριστερά, από αυτές ειδικότερα που διακρίνουν απολύτως την αριστερά από τον αριστερισμό –στην καλύτερη περίπτωση.

Σπασμένες τζαμαρίες λοιπόν, πράξη που σε συμβολικό αν μη τι άλλο επίπεδο σηματοδοτεί μια στροφή του ώς τώρα κόμματος-καλού παιδιού, που εισέπραττε εύσημα αφειδώς και επαίνους από τη δεξιά για τη σύνεσή του, σε δράσεις τώρα που και οι μεν και οι δε τις καταδίκαζαν σαν μπάχαλα. Είπα στροφή του ΚΚΕ, αν βέβαια πάλιωσε πολύ η πρώτη ιδίως περίοδος της δράσης των ΚΝΑΤ, π.χ. η επίθεση με λοστάρια και σιδεροσωλήνες στο Χημείο το 1979, ενώ έκτοτε τα λοστάρια έγιναν κοντοί σημαίας, έτοιμοι για κάθε χρήση, κατά την «περιφρούρηση» διαδηλώσεων.

Ώστε κοινοί μπάχαλοι οι συνετοί, αφού έτσι το καλεί η εποχή, και εύσημα μπορεί να μην έχουν δημοσία, η επιβράβευση όμως και πάλι υπάρχει, υπόρρητη απλώς. Κι αναγαλλιάζουν τα κανάλια, και δείχνουν και ξαναδείχνουν τις διάφορες σκηνές, τώρα όμως λιτά, «αντικειμενικά». Πού το σκανδαλισμένο ύφος της Μάρας Ζαχαρέα, όταν τής ιστορούσε λαχανιαστά και με τρεμάμενη από θυμό φωνή η Κάτια Μακρή το κακό: το σπασμένο πεζοδρόμιο, το γιαούρτι στον Πάγκαλο, όλα ίδια κι απαράλλαχτα με το ξύλο στον φουκαρά τον Χατζηδάκη, πού οι φιλιππικοί της Τρέμη και του Πρετεντέρη, του Πορτοσάλτε και του Μπάμπη, του… της… -σάμπως είχε λείψει και κανένας;

Αλλά πιο θλιβερή μου μοιάζει η αναγκαστική σιγή των δημοσιολόγων, που έγραψαν χιλιόμετρα στη Σταυροφορία κατά της Ανομίας, ψυχαναγκαστικά θαρρείς: ανομία, ανομία, ανομία…, λέξη σφραγίδα μιας ολόκληρης εποχής, που ένωσε αξεδιάλυτα σε ένα σώμα μια ψυχή απαξάπασες τις αντισυριζαϊκές δυνάμεις, σύνθημα και παρασύνθημα μαζί, ουσιαστικά μια ηθικολογούσα μεταμφίεση της παρανομίας, αφού η παρανομία τιμωρείται απ’ τους ανθρώπους, η ανομία όμως από τον Θεό. Της Ελλάδας, προφανώς.



buzz it!

14/1/18

Έθνος Τιμημένο - Η κορδωμένη ασχετοσύνη

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Ιαν. 2018)


Έθνος Τιμημένο

Η ελληνική σημαία στον Κεράτιο Κόλπο -στην Τουρκία

«Όυκ! Όυκ! Όυκ!», ακούγονταν οι κραυγές –γραπτώς ΟΥΚ, όπως το ’χουμε συνηθίσει να το βλέπουμε, και μόνο το γράμμα Γ να του λείπει: ακριβώς έτσι πάντως, σωστοί Ουγκ δηλαδή, κραύγαζαν οι Όυκ που έπεσαν για τον σταυρό στο λιμάνι του Πειραιά. Τον έπιασαν λοιπόν τον σταυρό, τον ασπάζονταν ένας ένας, κατά το έθιμο, από την εξέδρα επάνω συνεχιζόταν η τελετή με τους ιερείς και τους ψάλτες, τον σταυρό όμως οι Όυκ δεν τον ανέβαζαν, παρά έστησαν τη δική τους παράσταση μέσα στο νερό: «Όυκ! Όυκ! Όυκ!» Και συνέχισαν με διάφορα που δεν μπόρεσα να τα ξεχωρίσω, μόνο το «Ελλάς! Ελλάς!», ίσως «Για το Χριστό!», όπου φώναζε ένας το σύνθημα και επαναλάμβαναν, πάντα κραυγάζοντας, οι άλλοι εν χορώ. Πάντως, μονολεκτικά ήταν σχεδόν όλα τα συνθήματα, τα άλλα, όπως: «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρμα απ’ αυτούς!», τα φυλάνε για τις παρελάσεις της 25ης Μαρτίου. Τώρα απλώς μαύρα σορτσάκια και μαύρα φανελάκια φορούσαν, σίγουρα όχι από αλβανόδερμα, χρώμα πάντως που μαζί με την κοψιά και το όλο στιλ θύμιζαν τα άλλα γνωστά μας «παιδιά».

Πίσω στο θέαμα όμως, που ήταν εμφανέστατα πλέον διπλό: πάνω παπάδες και ψαλτάδες, κάτω Οϋκάδες, που αγωνίζονταν θαρρείς να επισκιάσουν τους επάνω. Και μόνο όταν πια τέλειωνε η τελετή, λίγο πριν από το «Δι’ ευχών…», τέλειωσαν και οι κάτω το σόου και άρχισαν να ανεβαίνουν ένας ένας, να επιστρέψουν τον σταυρό και να πάρουν την ευλογία και το κατιτίς τους, από τον αρχιεπίσκοπο αλλά και από τον δήμαρχο.

Νέα έθιμα, άλλη μία εθνικιστική πινελιά στα θρησκευτικά δρώμενα; Άλλη μια ευκαιρία να εκφραστούν του κόσμου τα «παιδιά»;

Όπως τα άλλα, «στη ρίξη του σταυρού», όπως διάβασα, στον Κεράτιο, στην Κωνσταντινούπολη, με τον πατριάρχη. Εκεί η παράλληλη τελετή ξεκίνησε ομαλά, τον έπιασαν τον σταυρό, τον ασπάστηκαν και τον ανέβασαν αμέσως, κανονικά, και παρατάχτηκαν μπροστά από την εξέδρα, όσο συνεχιζόταν ομαλά η ακολουθία, κανονικά και τα παιδιά στην όψη, όχι σαν τα φόβια τ’ άλλα, ώσπου ξαφνικά, θείος οίστρος, άρχισαν να ψέλνουν δυνατά τον εθνικό ύμνο: τα δικά τους οι ψάλτες και οι ιερείς, τον εθνικό ύμνο τα παιδιά –όσα είχαν ανέβει επάνω, γιατί γυρίζει η κάμερα και μας δείχνει άλλους τόσους να ’χουν μείνει μέσα στο νερό και να προσπαθούν ν’ ανοίξουν μια ελληνική σημαία!

Και θυμήθηκα, πέρα από το άλλο καινούριο έθιμο, να ψέλνουν  τον εθνικό ύμνο τα τιμητικά αγήματα, μαζί με την μπάντα, πάλι την ώρα που ψέλνουν οι παπάδες, π.χ. στην Ανάσταση, θυμήθηκα τον έναν Αλβανό νεκρό και τους δεκάδες τραυματίες στο ανά την Ελλάδα πογκρόμ, όταν βγήκαν οι Αλβανοί να πανηγυρίσουν τη νίκη της Εθνικής τους επί της ελληνικής, παρότι τους είχε προειδοποιήσει π.χ. ο λεπενιστής τότε Βορίδης πως είναι φιλοξενούμενοι εδώ και μόνο στα Τίρανα να πανηγυρίσουν –όπου ωστόσο παρέα Ελλήνων έψαλαν ανενόχλητοι τον ελληνικό εθνικό ύμνο.

Κι ήταν Σεπτέμβρης του 2004, δύο μόλις μήνες αφότου χιλιάδες Έλληνες αλώνιζαν επίσης ανενόχλητοι την Πορτογαλία σηκώνοντας το Τιμημένο, έπειτα από νίκη της Ελλάδας ακριβώς επί της Πορτογαλίας.

 Έθνος Τιμημένο...


Η κορδωμένη ασχετοσύνη

«Η απόλυτη επικοινωνία με τον Άλλον οδηγεί αργά ή γρήγορα στην καταστροφή της δικής του και της δικής μας δημιουργικότητας», είπε σε μια ομιλία του ο Λεβί-Στρως (1971), μια φράση που ουσιαστικά αρχίζει και τελειώνει με το επίθετο «απόλυτη». Μ’ αυτήν τη φράση σαλπίζει τώρα τον χαμό μας ο έβδομος άγγελος της Αποκάλυψης, για τη «δημιουργικότητα [που] θα χάσει η Ελλάδα αν έρθει σε απόλυτη επικοινωνία με τον άλλον, απεμπολώντας τις ιδιαιτερότητές της» (Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Η απάτη του αντιρατσισμού», Καθημερινή 30-31.12.17).

Υπό την αίρεση πάντα του επιθέτου-οδοστρωτήρα «απόλυτη», ας κάνουμε εμείς κάποιες απλές σκέψεις:

Από την άπλα του χωριού στα καμαράκια της φτωχογειτονιάς στη μεγαλούπολη, την εποχή της αστυφιλίας, και κυρίως πιο μετά: από τη μονοκατοικία στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, μεσοτοιχία πια με εντελώς αγνώστους, οι όροι της γειτνίασης αλλάζουν ριζικά. Μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί βιώνονται πολύ πιο έντονα και δραματικά απ’ ό,τι στον στοιχειωδέστερο κοινοτικό πυρήνα του χωριού και της γειτονιάς, όταν ακόμα έμοιαζαν αναπόφευκτοι ή και αυτονόητοι –δεν θεωρούνταν δηλαδή συμβιβασμοί, αλλά αναγκαίοι όροι κοινωνικής συνύπαρξης. Αυτό είναι ο εκκοινωνισμός, αυτή είναι η κοινωνία, έτσι είναι η κοινωνία, που αλλάζει, αυτή και το καταστατικό της, νομοτελειακά, όσο νομοτελειακά μεγαλώνει και η πολυκατοικία, η ίδια η πόλη.

Τόσο απλά και στοιχειώδη, που είναι ν’ απορείς…

Είπα: από τη μονοκατοικία στην πολυκατοικία. Οι Μαριαντουανέτες όμως, ως γνωστόν, ζούνε σε πύργους και παλάτια.

buzz it!

6/1/18

Η πικρή χρονιά κι η κουνημένη αχλαδιά

(Εφημερίδα των συντακτών 5-7 Ιαν. 2018)


Καλή χρονιά, «επίσημα» πια, αφού ένας φίλος με διόρθωσε, όταν του ευχήθηκα «Καλή χρονιά», λίγες ώρες προτού αλλάξει ο χρόνος: «Καλή πρωτοχρονιά λέμε, δεν μπήκε ακόμα η νέα χρονιά!» μου είπε. «Και πότε ευχόμαστε π.χ. καλό σαββατοκύριακο;» είπα εγώ, «το Σάββατο πια, όταν έχει αρχίσει, ή από την Παρασκευή, όταν πλησιάζει;»

Άνευ σημασίας, μάλλον το διασκέδασα, όταν σκέφτηκα πόσο εδραιώθηκε τελευταία κι αυτή η ευχή, έτσι, με τη μανία μας να σκαρώνουμε ευχές: «καλή συνέχεια», «καλό τριήμερο», «καλή βάρδια», μανία που προσωπικά δεν με χαλάει καθόλου, με εξαίρεση ορισμένες όπως «καλή απόλαυση» ή και «απολαύστε», σε εστιατόρια ή θεάματα, αλλά και «καλή ακρόαση», στο Τρίτο Πρόγραμμα αυτό, πού αλλού· και από άλλη πια σκοπιά, το εντελώς ασύστατο «καλησπέρα» ντάλα μεσημέρι, με όλη τη μέρα μπροστά, αφού εσπέρα  είναι βέβαια το βράδυ, άρα είναι σαν να ευχόμαστε μεσημεριάτικα «καλό βράδυ» –κι έπειτα να αποχαιρετιόμαστε με «καλό απόγεμα»!

Καλή χρονιά λοιπόν, μέρες γιορτής ακόμα, που «όλοι μας θέλουμε οικογενειακά κλίματα», όπως άκουσα μια τηλεπερσόνα τριτοκλασάτου καναλιού –ενώ, αντίθετα, χρήστης αξιώσεων μιλούσε για τα όσα πέτυχαν στην εκπομπή τους, «παρά τις κουράσεις τους»…

Πάει άλλη μια χρονιά λοιπόν, με κουράσεις και εξαντλήσεις ων ουκ έστι αριθμός, και προσωπικά, αν ξεκινήσω από το τέλος, χάρηκα χαρά μεγάλη που, με το τέλος Δεκεμβρίου, τέλειωσε κι ο Καρυοθραύστης στο Μέγαρο και μαζί η από μήνες καταιγιστική διαφήμισή του, που τελευταία έφτασε να τη δω δύο φορές στο ίδιο διαφημιστικό διάλειμμα! Άκουγα λοιπόν τον περίφημο εθνικό εκφωνητή να διαφημίζει, με το γνωστό περιπαθές ύφος του, τον Γιούρι ΓκριγκΑρόβιτς, με άλφα και παχύ το -τσ, τον θρύλο των ΜπΑλσόι, επίσης με άλφα και παχύ το σίγμα, ενώ διαβάζαμε στην οθόνη ή βλέπαμε σε ολοσέλιδες διαφημίσεις: Γκριγκορόβιτς και Μπολσόι. Σιγά όμως που θα διάβαζε ο εν λόγω τα γραμμένα που του δώσαν να διαβάσει, έτσι δηλαδή όπως τα προφέρει η πλέμπα –και μετά κοροϊδεύουμε το chοκολατάκι της Ντόρας, με παχύ το σίγμα, εννοώ.

Πάει η χρονιά, η πρώτη της αυτοκρατορίας του Τραμπ, σύμφωνα με τον απολογισμό όλων των ξένων ΜΜΕ, και καταπίνουμε τη γλώσσα μας εμείς, στη χώρα του Άδωνη, του Σώρρα και του Ντάνου. Ίδια ένας πλανητάρχης, θα πείτε, με Άδωνη, Σώρρα και Ντάνο;

Τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί και να τον περνάμε εμείς με τους δικούς μας, ιδίως με τον πρώτο, αν υποθέσουμε πως ο δεύτερος και σχεδόν σίγουρα ο τρίτος έχουν σχετικά κοντινή ημερομηνία λήξης.

Κι από τους τρεις αυτούς, λιγάκι μόνο θα σταθώ στον τρίτο, τον Ντάνο του Σαρβάιβορ, καθώς τα σοβαρά ΜΜΕ απαξιούν να ασχοληθούν με τα ριάλιτι, κι έτσι δεν είδαν τις επιδόσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας, που λιγωνόταν μπροστά σ’ έναν ευειδή γραμμωμένο (διόλου τον μόνο μέσα στο παιχνίδι), με άλλοθι το ότι σταυροκοπιόταν ασταμάτητα, τόσο επιδεικτικά, που θα περίμενε κανείς ότι αυτό ακριβώς θα απωθούσε, ενώ παράλληλα, μ’ ένα ύφος μόνιμα ζοχαδιασμένο και μάτι παγωμένο και δολοφονικό, ενίσχυε την εικόνα τού (πάντως άτριχου/ξυρισμένου= άλλο άλλοθι αυτό!) αρσενικού: «έχει αγριάδα, έχει αλητεία», όπως έλεγαν στην κάμερα διάφοροι θαυμαστές του.

Έπεσα όμως χαμηλά, με τα σαρβάιβορ, που πάντως λίγο μόνο  τα ’βλεπα, όχι για τίποτα λόγους αρχής, απλώς επειδή ήταν θανάσιμα βαρετά τα παιχνίδια τους.

Ας σηκωθούμε τώρα πιο ψηλά, πάμε στην Επιστήμη, κι ας είν’ οι αλήθειες της πικρές: Οι πικρές αλήθειες της γλώσσας μου είναι ο τίτλος ενός από τα δύο βιβλία που μας χάρισε προς το τέλος της χρονιάς ο Γ. Μπαμπινιώτης, το άλλο είναι μια Γραμματική, «για όλους» τη φορά αυτή.

Στις πικρές αλήθειες της γλώσσας του κ. Μπαμπινιώτη, όπως τις εκθέτει σε μια «συν-ζήτηση» (μπα, άλλο είναι η συζήτηση;) με τον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, συγκαταλέγεται και η εξής: «αν θέλεις να εντυπωσιάσεις, αρχίζεις και βάζεις τέτοιες λέξεις, όπως π.χ. κλαρινογαμπρός, κιτσάτος, μούρη κ.ά.», γράφει, έμμεση πλην σαφή αναφορά στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας, με την επιμέλεια του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη.

Άρα δεν θέλει να εντυπωσιάσει ο ίδιος, όταν «αρχίζει και βάζει τέτοιες λέξεις», όπως π.χ. σοσάρα, πούλος και πουλεύω, ή πισωγλέντης, ακόμα κι όταν γίνεται κωμικά γλαφυρός, βάζοντας στο ρήμα κουνώ και τη φράση: «την κούνησα την αχλαδιά: είχα σεξουαλική επαφή ή (για άντρα) ήρθα σε ομοφυλοφιλική επαφή: “από παιδάκι έπαιζα με τις κούκλες, συμπεριφερόμουν σαν κοριτσάκι και στα δεκατέσσερα την κούνησα την αχλαδιά μ’ έναν ναύτη”».

Αυτά όμως έχουμε όλη τη χρονιά μπροστά μας να τα λέμε. Καλή μόνο να είναι, καλύτερη!

buzz it!