30/4/22

Αντίο; Τα ξαναλέμε; Ή και τα δυο;

 (Εφημερίδα των συντακτών 29 Απρ. 2022)

[1971-2021, πλάκα πλάκα 50 χρόνια --η μουτρωμένη φωτό, του 1970]

 

* Πενήντα χρόνια, λίγα δεν τα λες ποτέ· μ’ όλη τη σχετικότητα του κόσμου, είναι πολλά· οπότε αρκετά: αρκετά, με την έννοια πως φτάνει πια, αρκεί.

Και αλήθεια δεν ξέρω αν πρέπει να πω αντίο, οριστικά δηλαδή· ή να πω ότι τα ξαναλέμε, στο επανιδείν· ή μήπως αντίο, γεια σας, μα θα τα ξαναλέμε. Η ουσία είναι πως η μόνιμη στήλη «Ασκήσεις μνήμης», που γνώρισε απλόχερη φιλοξενία από τα πρώτα βήματα της εφημερίδας, σταματάει. Τα 50 χρόνια δουλειά, που είπα, η ηλικία, η δύσκολη πια υγεία, μαζί όμως και μια αίσθηση χορτασμού, όχι πλησμονής μα σίγουρα ικανοποίησης, ότι καλά πήγε ώς εδώ, κάτι μοιάζει να κάναμε –καιρός επέστη.

Για να μη φανώ όμως σαν κάτι τραγουδιστές που όλο αποσύρονται και όλο επανέρχονται, δεν αποχαιρετώ οριστικά: μπορεί, αραιά και πού, κάτι να ξαναλέμε. Για την ώρα, και με δεδομένο το τέλος της τακτικής πάντως συνεργασίας, ευχαριστώ την εφημερίδα, που από μιας αρχής αγκάλιασε την ιδέα μου για μια σαββατιάτικη ευέλικτη, πολυθεματική στήλη, 450-500 λέξεις, κάτι που ελάχιστα το τήρησα, πολλές φορές νόμισα πως χρειάστηκε να είναι μονοθεματική, να μην καίγονται θέματα εντέλει, και οι 500 λέξεις έφτασε να ξεπερνούν μόνιμα τις 700: ποτέ δεν επενέβη στο παραμικρό η εφημερίδα, εδώ έχει όνομα: ο φίλος διευθυντής Νικόλας Βουλέλης, ευχαριστώ και πάλι –το ίδιο και τους αναγνώστες, που με τον νοερό κατά κανόνα διάλογό μας έσπαζαν τον μονόλογο.

* Όχι, δεν μοιάζει σαν να ήταν χτες. 50 χρόνια είναι ολόκληρη ζωή, έχω την αίσθηση πως ανατρέχω πίσω σε ομιχλώδεις αιώνες. Έτος 1971 λοιπόν, στα 18, βρίσκομαι στην εγκυκλοπαίδεια Ελλάς-Μπριτάνικα, που δεν εκδόθηκε ποτέ, άντρο αντιστασιακών και το πρώτο μου μεγάλο σχολείο, μια και το κανονικό το είχα εγκαταλείψει, χωρίς να το τελειώσω: δάσκαλός μου, ο Μαρωνίτης.

Έπειτα, εκδόσεις Ολκός, με τον Αντώνη Καρκαγιάννη και αργότερα τον Δήμο Μαυρομάτη, στα βαθιά, διορθώσεις, επιμέλεια μετάφρασης, μετάφραση, και το βραχύβιο, τολμηρό περιοδικάκι Τώρα.

Μέρες Νομικής σε λίγο, μετά Πολυτεχνείο, μεταπολίτευση. Τον πρώτο κιόλας μήνα, ομάδα ανασυντακτών στο τότε ΕΙΡ: μεταγραφή των ειδήσεων από την καθαρεύουσα στη δημοτική: ιστορική απόφαση, ιστορικές στιγμές, μετά βίας πιστευτές τώρα. Με την πρώτη κυβερνητική παρέμβαση την επομένη των εκλογών, που παύει τη διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη, παραιτούνται διάφοροι διευθυντές διαφόρων τμημάτων, μαζί κι ο δικός μας Νάσος Δετζώρτζης, από κοντά κι οι περισσότεροι από μας, στο τσακ γλιτώσαμε την επείσακτη Άννα Παναγιωταρέα, γνωστή πλέον Εκπρόσωπο Τάφου.

Στο μεταξύ, συνεργαζόμαστε με τον Ε. Χ. Κάσδαγλη στα πρώτα Ανθολόγια του Δημοτικού, στον Ολκό έρχεται ο Άγγελος Ελεφάντης, αρχίζει η ωραία περιπέτεια του περιοδικού Ο Πολίτης, έρχεται και ο Σύγχρονος κινηματογράφος. Ο κόσμος όλο και μεγαλώνει.

Η συνεργασία με τον Κάσδαγλη γίνεται μονιμότερη από το 1978, με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Σταθμός για μένα, τα Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη, έκδοση, όπως επιγράφεται, Άγγελου Παπακώστα, του κατόχου του χειρογράφου, για την οποία δουλέψαμε εξαντλητικά, αναθεωρώντας τα πάντα, ο κορυφαίος νεοελληνιστής Λίνος Πολίτης, ο παλαιογράφος Αγαμέμνων Τσελίκας και η αφεντιά μου, αυτοσχέδιος… παλαιογράφος εντέλει, δίνοντας μορφή σ’ ένα «ασυνάρτητο» κείμενο, «κείμενο τρελού», όπως είχε χαρακτηριστεί, διόλου άδικα από μιαν άποψη, στην κατάσταση που είχε βρεθεί το χειρόγραφο.

Αρχές της δεκαετίας του ’80, περιοδικό Αντί, κείμενα για τη γλώσσα, για μεταφράσεις κ.ά.: δεν έγραφαν πολλοί την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα, για τον πανίσχυρο τότε –και σήμερα αυτογελοιοποιούμενο– Μπαμπινιώτη, ούτε για μεγαλόσχημους μεταφραστές με στρεβλή αίσθηση της γλώσσας.

Προς τα τέλη της δεκαετίας, μαζί μ’ ένα συναρπαστικό δεκάχρονο ταξίδι στον κόσμο της βυζαντινής μουσικής, δεκαπέντε χρόνια διδασκαλία ελληνικών σε αμερικανικά κολεγιακά προγράμματα τύπου «Έρασμος» –άλλη σαγηνευτική εμπειρία.

* Παράλληλα, τύχη ανέλπιστη, ο Ελύτης: σε στενή συνεργασία, ο δεύτερος τόμος με τα πεζά του, τα τελευταία έργα του, ποιητικά και άλλα, ενώ σχεδιάζαμε καταλεπτώς τη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του, που μπήκε όμως μπροστά και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Και μαζί ο Κούντερα, δεν ξέρω πώς να την πω κι αυτή την τύχη: μετάφραση όλων των καινούριων του βιβλίων και αναμετάφραση των παλιών, πάντα με την πολύτιμη βοήθειά του: 13 συνολικά έργα, ένα, η Συνάντηση, βραβεύτηκε από το ΕΚΕΜΕΛ.

Απροσδόκητα βρέθηκα και στα Νέα με τη στήλη «Μικρά Γλωσσικά», απ’ όπου οι δύο τόμοι Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη· ακολούθησε, στην ίδια εφημερίδα, η στήλη «Τα αδέσποτα», με ελεύθερη θεματολογία, απ’ όπου τέσσερα τομίδια, με γενικό τίτλο Στοιχήματα. 12 χρόνια συνολικά, τέλειωσαν με λογοκριτικά κρούσματα από τη νέα διεύθυνση, έπειτα από τη 10χρονη ανέφελη συνεργασία με τον Παντελή Καψή.

Ήταν η ώρα της Εφημερίδας των Συντακτών, με την οποία κλείνω τυπικά τον κύκλο των εργασιών μου (που προφανώς δεν τις κατέγραψα όλες), αυτό που λέγεται καριέρα. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω, να ευχηθώ. Δούλεψα σκληρά, αλλά υπήρξα και τυχερός, φεύγω γεμάτος.

Αποχαιρετώ λοιπόν φίλες και φίλους, αναγνώστριες και αναγνώστες. Αντίο; τα ξαναλέμε καμιά φορά; ποιος ξέρει…

buzz it!

23/4/22

Τα βαρίδι-α και ο Κυρι-άκος

 (Εφημερίδα των συντακτών 22 Απρ. 2022, εδώ με προσθήκες)

[κρα-σιά (κρασχιά) θα είναι καμνιά ρετσίνα ή κοκκινέλι --τα περιωπής θα είναι κρασι-ά (κρασϊά)]

 

* Όταν γράφουμε «μισό φαγωμένο», χωρίζοντας τη σύνθετη λέξη «μισοφαγωμένο» σε δύο, ακόμα και «τα παράθυρο φύλλα» ή «κατά σκοπεύω» κ.ά. –όπως σημείωνα σε πρόσφατη επιφυλλίδα–, είμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη ορθογραφική αλλαγή, μια τάση ουσιαστικά που μπορεί να οδηγήσει σε ορθογραφική αλλαγή, αλλαγή έτσι κι αλλιώς ήσσονος σημασίας, αν όχι ασήμαντη, όπως πάντα οι ορθογραφικές αλλαγές. Αν όμως η «αποσύνθεση» αυτή περάσει στον προφορικό λόγο, και προφέρουμε τις «δύο» λέξεις χωριστά, σε δύο χρόνους (ανεξάρτητα δηλαδή από εμφατικό τονισμό, όπως π.χ. «πρέπει να ξάναμαζεύω όλα τα δικαιολογητικά και να ξάνατρέχω…», τονίζοντας την πρώτη συλλαβή του α΄ συνθετικού), τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια πιθανή μορφοφωνολογική αλλαγή.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθούμε μια γλωσσική αλλαγή εν τω γίγνεσθαι, όχι για να την αναχαιτίσουμε, ακόμα κι αν καμιά φορά το θέλουμε, αφού ξέρουμε πως η γλώσσα δεν υπακούει σε εντολές (αντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν επιφανείς [αντι]γλωσσολόγοι), όσο γιατί μιλώντας για τη γλώσσα μιλάμε για την κοινωνία, για μας τους ίδιους, την ιδεολογία μας εντέλει, όπως μας έμαθε ο μεγάλος Τάσος Χριστίδης.

Σήμερα θέλω να ασχοληθώ με μια ενδεχόμενη αλλαγή πιο σοβαρή –εάν φυσικά επικρατήσει η σχετική τάση–, αλλαγή στη φωνητική αυτήν τη φορά, αλλαγή με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, με ειδικό δηλαδή ιδεολογικό βάρος: την όλο και πιο συχνή παραβίαση της συνίζησης.

* Συνίζηση, χωρίς πολλά πολλά, είναι το παλαιότατο φαινόμενο να συμπροφέρονται σε μία συλλαβή δύο γειτονικά φωνήεντα, αναπτύσσοντας συνήθως ένα ημίφωνο ανάμεσά τους: μιλάμε για τον κύρι-ο (ή κύρϊο), αλλά η μέρα του Κυρί-ου (εδώ βεβαίως ο τόνος καταργεί τη συνίζηση) είναι η Κυ-ρια-κή [= Κυργιακή], το ίδιο και ο Κυ-ριά-κος [Κυργιάκος], που μόνο η Ντόρα, ποιος [πχοιος] άλλος, τον λέει Κυρι-άκο [Κυρϊάκο]. Σαφής η ιδεολογία, λοιπόν, ένας συνειδητός ή ασύνειδος, δεν έχει σημασία, καθαρισμός, μια λογιοφροσύνη που θεωρεί λαϊκές, παρακατιανές, τις συνιζημένες λέξεις.

Είπα: «ποιος [πχοιος] άλλος» για την Ντόρα, και ιδού: ποιος, ποια, ποιο, και πιο [πχοιος, πχοια, πχοιο…], έτσι μονοσύλλαβα προφέρουμε όλοι, αλλά λέμε: το ποι-όν και η ποι-ότητα.

Όλοι οι φαντάροι φυλάνε σκο-πιά [σκοπχιά], και Σκό-πια [Σκόπχια] είναι η πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, και συνεκδοχικά η ίδια η ακατονόμαστη γειτονική χώρα.

Λέμε ατό-φια, φοράμε κο-λιέ, βάζουμε κρα-γιόν στα χείλη. Τα οποία χείλη τα λέμε και χεί-λια, όπως χί-λια, χι-λιάρικο, χι-λιόμετρο· αλλά συνήθως χιλι-οστός, και χιλι-αστές.

Λέμε κανονικά, ασυνίζητο δηλαδή, λόγω τόνου, Ηλί-ας, αλλά Λιά-κος και Άι-Λιας, όπως τσο-λιάς και τσο-λια-δίστικο.

Καθόμαστε στη λια-κάδα, λια-ζόμαστε στον ή-λιο, μιλούμε όμως για το ηλι-ακό ρολόι και το ηλι-ακό σύστημα, μαζί με το κανονικό ασυνίζητο: ηλί-αση. Τρώμε κο-χλιούς, μύ-δια και στρεί-δια, και βόσκουμε τα γί-δια.

Λέμε το βαρίδι, τα βαρί-δια· το σκουπίδι, τα σκουπί-δια, το στασίδι, τα στασί-δια· αλλά το σφαιρίδι-ο, τα σφαιρίδι-α. Κι όμως, συχνά ακούμε τα βαρίδι-α, δύο φορές το είπε πα-λιά σε μια ομιλία του ο τότε αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, κι έτσι οδηγηθήκαμε και στο βαρίδι-ο: αυτή κι αν είναι αλλαγή-καραμπόλα ή ντόμινο. Το ίδιο και τα στασίδι-α, που υπονοούν πως ο ενικός είναι: στασίδι-ο. Σκουπίδι-α και σκουπίδι-ο δεν έτυχε ν’ ακούσω, μα δεν φαντάζομαι ν’ αργήσω.

Λέμε και μία και μια, και καμί-α και κα-μιά, με σημασιολογική κατά κανόνα διαφορά (χωρίς βεβαίως να γράφουμε το ανύπαρκτο και κωμικό «’νια», από το μια-μνια, ενός μεταφραστή!).

Παίρνουμε άδει-α το καλοκαίρι, αλλά η τσέπη μας είναι ά-δεια, α-δειανή.

«Τώρα βάζουμε τα σπαράγγι-α», λέει ο τηλεμάγειρας, ενώ συνάδελφός του απευθύνεται στα «κορίτσι-α».

Λέμε Κά-τια, Ά-ντεια και Νά-ντια. Κι όμως, άκουσα τελευταία την παρουσιάστρια ενός τηλεπαιχνιδιού («τηλέ παιχνιδιού»;) να απευθύνεται σε μια παίκτρια με το Νάντι-α και πάλι Νάντι-α: το ξάφνιασμα ολοκληρώθηκε όταν η ίδια η παίκτρια είπε το όνομά της Νάντι-α· ευτυχώς η ανιψιά μου παραμένει σταθερά Νά-ντια. Η ίδια παρουσιάστρια επέμενε σε κάποιον παίκτη (ή παίκτρια;): «Θέλω να βι-αστείς πιο πολύ» (αφού βεβαίως άλλο το βιά-ζω κάποιον, τον ζορίζω, και το βιά-ζομαι να φύγω, κι άλλο, αλίμονο, το βι-άζω κάποιον/α ή βι-άζομαι). Αξίζει να σημειωθεί, για την έκταση της αλλαγής, πως η συγκεκριμένη παρουσιάστρια είναι μια μάλλον αυθόρμητη λαϊκή νεαρή γυναίκα, χωρίς γλωσσικές ιδεοληψίες κτλ.

* Για να τελειώνουμε, για να συνειδητοποιήσουμε την έκταση αυτού του φαινομένου, λέμε νιά-τα, ζά-ρια, ψά-ρια, μα-λλιά κουβά-ρια, καρά-βια, πά-πια, κουκουνά-ρια, κατά-ντια, κεσά-τια, μά-τια, μα-τιά-ζω, γυα-λιά –δεν έχουν μετρημό. Σαν πόσα θα αναθεωρήσουμε;

Εννοείται πως ο φυσικός ομιλητής –και εδώ– μιλάει έτσι αυθόρμητα, ενστικτωδώς, από μόνος του, από φυσικού του, χωρίς να ξέρει πώς το λένε το φαινόμενο, συνίζηση ή πορτοκάλι, χωρίς να ξέρει θεωρίες και κανόνες –χωρίς να ξέρει καν ότι υπάρχουν θεωρίες και κανόνες, όπως συμβαίνει πάντα με τον φυσικό ομιλητή σε κάθε γλώσσα. Είναι ο αυτοματισμός της γλώσσας, εν προκειμένω οι λεγόμενες αρθρωτικές συνήθειες, που τις αποκτά αυθόρμητα και αβίαστα από παιδί, μαθαίνοντας τη γλώσσα στο φυσικό του περιβάλλον.

Υπάρχει και «αφύσικος» ομιλητής, θα πείτε; Μισοαστεία μισοσοβαρά, θα πω πως ναι. Για την ακρίβεια, υπάρχει ο ομιλητής που επηρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τις πλείστες όσες απόψεις για ένδεια, συρρίκνωση, εκφυλισμό, έως και θάνατο, της γλώσσας (κι αυτά, σημειωτέον, πανομοιότυπα από αρχαιοτάτων χρόνων!), για κατώτερη γλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα-πρότυπο, την αρχαία, κ.ο.κ. Έτσι, και αφού έχει εσωτερικεύσει αυτή την απαξίωση, την υποτίμηση, της σύγχρονης κατά κανόνα γλώσσας, αναζητεί, συνειδητά ή ασύνειδα, ακολουθεί, μιμείται, ή και προσαρμόζει και δημιουργεί, τον «σωστότερο», τον «ευπρεπέστερο», δηλαδή τον λογιότερο τύπο, τον σπανιότερο, τον πιο εξεζητημένο, τον «ποιοτικότερο» και «απαιτητικό», όπως νομίζει, σύμφωνα με όλο και νεότερες ταξινομήσεις αντιεπιστημονικών εντέλει, και σίγουρα αντιγλωσσολογικών, κύκλων.

Τα αποτελέσματα τέτοιων τάσεων και εγχειρημάτων, προφανή· και κατά κανόνα, στο θέμα μας ιδίως, κωμικά. Μένει να δούμε αν, πού ή ώς πού θα φτάσει η συγκεκριμένη τώρα τάση, και αν θα έχουμε εντέλει κάποια αλλαγή, όπου το νυν αφύσικο θα γίνει φυσικό και νόμιμο για τους επόμενους –κατά τα γνωστά.

* Για την ώρα, συντελεσμένη μοιάζει η αλλαγή π.χ. στη βάρ-δια: βάρδι-α και βάρδι-ες ακούμε κατά κανόνα, αν όχι πάντα, από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ίσως γιατί έχουμε εδώ και το δυσπρόφερτο -ρδγ- [οι βά-ρδγιες].

Το ίδιο και ή έ-γνοια, η φροντίδα, που από παλιά συγχέεται, διόλου τυχαία πιστεύω, με βάση όσα είπαμε παραπάνω, με την έννοι-α, λέξεις με μεγάλη σημασιολογική διαφορά: «ο κλιματισμός είναι δική μας έννοι-α» γράφει και λέει μια διαφήμιση.

Αρκεί όμως τόσο. Καλή η ψαρι-ά μας –ή καλά κρασι-ά!

Καλό Πάσχα.

buzz it!

Κρυμμένοι μουσικοί θησαυροί τη Μεγαλοβδομάδα

 (Εφημερίδα των συντακτών 16 Απρ. 2022: παλιά ανάρτηση, του 2013, με μικροδιορθώσεις)

Κρυμμένοι μουσικοί θησαυροί τη Μεγαλοβδομάδα

buzz it!

10/4/22

Το ξύλο φόρτωμα του καθ’ ηγητή

 (Εφημερίδα των συντακτών 9 Απρ. 2022)

* Εν αρχή ην το ενωτικό, ένα χωριστικό ενωτικό, όπως το είχα ονομάσει, που χώριζε λέξεις σύνθετες με μακρά ιστορία και όχι ευκαιριακές κατασκευές: π.χ. «σοσιαλ-δημοκρατία». Πάνε δεκαπέντε χρόνια, είχα μάλιστα καταγράψει, διόλου συστηματικά, κοντά 200 λέξεις, που δεν ήταν βέβαια εκείνης της στιγμής, είχαν κι αυτές κάποια ζωή πίσω τους: δεν ήταν δηλαδή λίγος συνολικά ο χρόνος, είχαμε μια σχετικά σταθερή τάση, ούτε όμως και πολύς, στην ιστορία μιας γλώσσας, ώστε να μιλούμε για ενδεχόμενη αλλαγή –ορθογραφική έτσι κι αλλιώς.

Είχαμε λοιπόν: ακρο-δεξιός λόγος, αντι-φρονούντες, αντι-λαϊκά μέτρα, παν-ανθρώπινος, ενδο-κομματικός, αλληλο-σεβασμός, ηλεκτρο-σόκ·

λέξεις καθημερινές, λαϊκές: κουτσο-πίνω, παλιο-σκύλα, παρα-είναι, κακο-συνηθίζω, χαφιεδό-τσουρμο, στρογγυλο-καθισμένος·

λέξεις που δεν υπήρχαν χωριστά: χαζο-παίχνιδο, ρακο-κάζανο, αγριο-κάτσικο, ετσι-θελισμός, αλαφρο-ίσκιωτος, αφού ούτε «παίχνιδο» ούτε «κάζανο» ούτε «κάτσικο» ούτε «θελισμός» ούτε «ίσκιωτος».

Τότε τι; Απλή παρανόηση καταρχήν, επίδραση από ξένες γλώσσες, μα πιο πολύ, πιστεύω, ένα ασύνειδο καθαριστικό πνεύμα, σε εποχή λογιότροπη, που τακτοποιεί τα πάντα στη θέση τους, μη μολυνθούν στον συγχρωτισμό τους, μη μολυνθεί η γλώσσα εντέλει:

Έτσι, ξαναστέλνουμε τα ξένα στα ξένα, οπότε γράφουμε με λατινικά στοιχεία λέξεις κοινόχρηστες, παλαιότατα δάνεια: mini καύσωνας, φωτογραφικό album, γενναίο prim των παικτών, ακριβά accessoires, τον κυρίευσε το stress·

τα αρχαία στα αρχαία: του Πάριδος, της Αρτέμιδος, της Αλκήστιδος, του Αδώνιδος (μετά συγχωρήσεως), της Κλειούς (αλλά και της Γωγούς και της Ζωζούς!)·

χωρίζουμε παλαιά σύνθετα ή όσα νομίζουμε σύνθετα: «άλλως τε», «με μιας», «κι όλας», «δι ο», «εξ απίνης»· αλλά και, σπανιότερα, είν’ η αλήθεια: «κατ’ επείγον», «κατ’ όπιν» κ.ά.

Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το ενωτικό, το χωριστικό ενωτικό.

Η ελληνική, ξανάγραφα, έχει την ευκολία να δημιουργεί σύνθετα (όχι σαν τη γερμανική βεβαίως), να λέει π.χ. μονόδρομος αντί one way road, να λέει πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω, ξαναλέω. Θαρρείς και το μετανιώσαμε…

* Αυτή όμως ήταν η πρώτη πράξη. Η συνέχεια, εντυπωσιακή καθαυτή, υπήρξε ίσως αναπόφευκτη. Εξαφανίστηκε το ενωτικό, και οι σύνθετες λέξεις γράφονται χωρισμένες στα δύο. Βρισκόμαστε πάντα μέσα στα όρια μιας ορθογραφικής αλλαγής, με μία ίσως εξαίρεση: τη χρήση, τη θέση της λέξης «ξανά». Που αυτονομήθηκε, και πια τη συνηθίσαμε χωριστά, επηρεασμένοι και εδώ από τα αγγλικά: «δεν θα πάμε ξανά ποτέ», αντί «δεν θα ξαναπάμε ποτέ»· «μην πεις ξανά αυτήν τη λέξη», αντί «μην ξαναπείς αυτήν τη λέξη». Φυσικά και δεν είναι λάθος, φυσικά και υπήρχαν πάντοτε και οι δύο εναλλακτικοί τρόποι, όμως το σύνθετο είναι πλέον όλο και πιο σπάνιο. Και τότε, κατά τη νέα τάση, γράφεται χωριστά: «δεν θα ξανά πάμε…», «μην ξανά πεις…» κτλ.

Το διόλου μυστικό είναι ότι στην τάση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει το «έξυπνο πληκτρολόγιο» στα κινητά τηλέφωνα, όπου πληκτρολογείς: αγ-, και σου προτείνει: αγάπη, αγορά κτλ. Έτσι, πληκτρολογείς: ξαναπή-, και σου προτείνει: ξανά πήγα. Λίγο από νωχέλεια, περισσότερο από την πεποίθηση ότι αυτό θα είναι το σωστό, προάγεται η χωριστή γραφή.

Ενδεικτικά παραδείγματα (με τονισμένες άλλοτε και τις δύο λέξεις, άλλοτε τη δεύτερη): οι κλαρίνο γαμπροί· βρε παλιό σειρά· άσε τον παλιό κόσμο να λέει· παλιο χαρακτήρας· διπλό βάρδιες· ο από βιώσας· αμάν, ο τρελό καιρός· η καρά μπογιά· η απεργό σπαστική δραστηριότητα· χαμηλό συνταξιούχοι· το κέντρο δεξιό κόμμα· δεν πολύ κάπνιζε· τα παράθυρο φύλλα· με κατά σκοπεύει· ήμουν ψιλό down· το ίσο κράτημα στη βυζαντινή μουσική· αντί ισταμινική ένωση· να μην ξανά προδοθεί η αριστερά· δουλεύει παρά ’κει· η ψεύτο κανονικότητα.

Ορθογραφική αλλαγή, και πάλι. Μήπως ωστόσο το πανίσχυρο οπτικό πρότυπο (εξού και η κλασική σύγχυση γραφής και γλώσσας, οι σφοδρές αντιστάσεις στην παραμικρή ορθογραφική αλλαγή, την ίδια στιγμή που γεροί ξενισμοί, που σχετίζονται ακριβώς με τη δομή της γλώσσας, την καθαυτό γλώσσα, υιοθετούνται ταχύτατα και αθόρυβα), μήπως λέω αυτό το γραπτό τοτέμ υποβάλει κάποια στιγμή και διαφορετικό επιτονισμό πρώτα πρώτα; Μπορεί τάχα να προοιωνίζεται κάποια μικροαλλαγή;

«Όταν ψιλό στριμώχτηκε» είπε για τον Χατζηδάκη ο παρουσιαστής μιας εκπομπής, με ελαφρότατη παύση ανάμεσα στις δύο λέξεις· «σαν ένα μισό φαγωμένο κομμάτι σπανακόπιτα» είπε σε λίγο ο συμπαρουσιαστής, με καθαρότερη εδώ την παύση! Αναζήτησα την εκπομπή στο διαδίκτυο, την άκουσα και την ξανάκουσα, να βεβαιωθώ γι’ αυτό το αξιοπερίεργο.

Σύμπτωση, αυτές τις μέρες τηλεφωνάει στην ίδια εκπομπή μια ακροάτρια, εξοργισμένη με τους πολιτικούς: «να γκρεμό τσακιστούνε» φωνάζει, τονίζοντας εντονότατα την πρώτη λέξη, τόσο που το σχολίαζαν έπειτα ξαφνιασμένοι οι ίδιοι παρουσιαστές.

Τα παιχνίδια της γλώσσας και πάλι, μας αρέσουν – δεν μας αρέσουν.

 

ΥΓ.Το «ξύλο φόρτωμα» του τίτλου είναι από το επεισόδιο με τον καθηγητή στην ΑΣΟΕΕ. Το «καθ’ ηγητή» είναι δική μου συνδρομή στη νέα μόδα. Ή μήπως «καθ ηγητή»; Καλύ τερα;

buzz it!

27/3/22

Πορνογραφία με αποκλειστικό χορηγό

 (Εφημερίδα των συντακτών 26 Μαρτίου 2022)

* Κι ενώ, προτού εξοργιστείς, σου ’ρχεται να γελάσεις, να ξεκαρδιστείς στα γέλια, βλέπεις το πρόσωπο, τα μάτια, το φιδίσιο βλέμμα, και παγώνεις. Ανοίγει έπειτα το στόμα, και άλλη μια φορά θυμώνεις, μαζί δακρύζεις απ’ τα γέλια, μα και ξερνάς. Σιχαίνεσαι και που ακούς, όχι μόνο που βλέπεις. Σιχαίνεσαι, τον εαυτό σου πια· θυμώνεις, με τον εαυτό σου πια· κι εκεί σου κόβεται το γέλιο.

Θέλεις να καταλάβεις, πώς τόση ιταμότητα, τόση προκλητικότητα, αλλά και τόση γελοιότητα. Σκέφτεσαι, πόση ανασφάλεια να κρύβεται πίσω απ’ τον κουτσαβακισμό, από το νταηλίκι, θυμάσαι, και τι να πρωτοθυμηθείς, το θέατρο με την τακουνιά απ’ τη γυναίκα του και το ματωμένο μέτωπο, τη μάντρα του τηλεοπτικού σταθμού που καβάλαγε νυχτιάτικα να μπει μέσα, τους «εχθρούς» του που χιμούσε και τους χτύπαγε στις πλατείες και μες στα κέντρα, τις αντεγκλήσεις του με τους δημοσιογράφους, τα τηλέφωνα που τους κλείνει χολωμένος στον αέρα· λες, πόσα συμπλέγματα τον κάνουν να εκδίδει επίσημες ανακοινώσεις για το μπόι του, που τον είπανε κοντό (με άλλα μέτρα τη μια φορά, άλλα την άλλη), να δηλώνει δημόσια «μοντελοπνίχτης», «φανατικός γυναικόφιλος» και με «μεγάλο πουλί»!

Κι ενώ όλ’ αυτά κρατούν από παλιά, πάντα μέσα σ’ ένα κουκούλι απόλυτης ασυλίας και ατιμωρησίας, πάντα εξακολουθεί να σε εκπλήσσει, να ξεπερνά τον εαυτό του, κάθε νοητό όριο. Το τελευταίο διάστημα, μάλλον έναν χρόνο τώρα που έσκασε η υπόθεση Λιγνάδη, παρακολουθούμε όλες τις πτυχές της Κουγικής τέχνης: σενάρια επί σεναρίων που εναλλάσσονται με ξεδιάντροπη ταχύτητα, χονδροειδή και εξωφρενικά, πάντοτε κωμικά, με τη γνωστή αμετροέπεια, κράμα χυδαιότητας, ομοφοβίας και ρατσισμού. Το έργο προχωράει αργά αλλά σταθερά, ώσπου με τη δίκη πια το βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας ολοκληρωμένο:

* Ένα φτηνό πορνογράφημα, χυδαίο και προσβλητικό όχι μόνο για τους προσφιλείς του στόχους, ομοφυλόφιλους και γενικότερα μειονοτικούς, αλλά για την κοινωνία ολόκληρη –που ωστόσο παραμένει αδρανής, η ίδια με τα όργανά της, δικαιοσύνη κτλ., ανεκτική και τουλάχιστον εξ αντικειμένου συγκαλυπτική. Έτσι κι αλλιώς, ο εν λόγω έχει μεγάλο αποκλειστικό χορηγό, ου μην αλλά και συνσκηνοθέτη, τον εντολέα του, που κι αυτός με τη σειρά του έχει τους δικούς του χορηγούς, τη λεγόμενη καλή κοινωνία και ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους, με τα μίντιά τους φυσικά.

Από μια διαδικασία σχεδόν κεκλεισμένων των θυρών, που γενικότερα ακολουθεί εντολές του μεγαλοδικηγόρου, από τα λίγα που μαθαίνουμε ή που αντέχουμε να διαβάσουμε, κάτω από τον γενικό τίτλο: «Ένα χρόνο τώρα ασχολούμαστε με λούγκρες και αλλαξοκωλιές»· ή ασύστατες φαιδρότητες όπως: «Είναι η πρώτη δίκη στον κόσμο που θα έχουμε βιασθέντα άντρα. Αφορά ένα παγκόσμιο κίνημα με σκοπό να εμπεδωθεί ένα τρίτο φύλο»· ή «Σημασία δεν έχει αν είναι παιδόφιλος, αλλά αν είναι ενεργητικός ή παθητικός», από όλα αυτά ώς τις ηδονοθηρικές ερωτήσεις για το πού ακριβώς κύλησε το σπέρμα του κατηγορουμένου, αναρωτιέται εύλογα κανείς πόση η ευθύνη του φυσικού αυτουργού, του δημιουργού του πορνογραφήματος, και πόση του ηθικού αυτουργού, του αποκλειστικού χορηγού, που του παρέχει αφειδώς τα μέσα αλλά και τον καθοδηγεί, του εντολέα του εννοώ.

Έτσι, ο εθνικός νταής απειλεί με αγωγές και μηνύσεις πρώτα τους μάρτυρες κατηγορίας, τους γονείς τους, τους παππούδες, τη νονά τους και τη γάτα τους, τον σπιτονοικοκύρη τους και τον περιπτερά απ’ όπου αγοράζουνε τσιγάρα. Και φυσικά όποιον τους χαιρετάει στον δρόμο ή γράψει κάτι προς υπεράσπισή τους, δημοσιογράφος δηλαδή και κάθε ενάντιος στον κύριο και χορηγό του.

* Νταής όπου τον παίρνει, φυσικά. Γιατί αίφνης δεν είδα μισή ανακοίνωση, όπως για το μπόι του, όταν στα γήπεδα κρεμιούνται γιγαντιαίων διαστάσεων πανό χλευαστικά για τον ίδιο και τα καμώματά του. Γιατί στο γήπεδο έχουμε τον Κούγια δίχως το τάχα κουστούμι των δικαστηρίων και των τηλεκαναλιών. Έχουμε έναν κοινό χουλιγκάνο που μπουκάρει στον αγωνιστικό χώρο ή στα αποδυτήρια, βρίζει και παίζει ξύλο, και αφήνει ελεύθερο τον ποιητικό του οίστρο:

«Προς τους 5 απέναντι εμπόρους ναρκωτικών και τα 25 μπασταρδάκια αλβανάκια τους, την κυρία Τούρτα και τον κύριο Τούρτα, που σε λίγο φυλακίζονται μαζί με τον Ελβίρ: Όσο βρίζετε εμένα οι παίκτες μας θα βάζουν γκολ και θα το ευχαριστιόμαστε και όσο νυχτώνει η πο..τσ@ μεγαλώνει και σαν κι εσάς έχω γ@..σει πολλούς!» Ή:

«Ο “κοντός” έχει πολύ μεγάλα γεννητικά όργανα και θα τα χρησιμοποιήσει για να τους κάνει αυτό που έκανε σε αυτούς και που στο παρελθόν τον εκβίαζαν και είναι τώρα κατηγορούμενοι…» κτλ.

Και με την απορία αν αυτός, μπαίγνιο τώρα των φιλάθλων, αυτός με τη βιοτεχνία μηνύσεων, υπέβαλε ποτέ μήνυση ή αγωγή για τα όσα του κρεμάνε σε κοινή θέα, βάλτε στο γκουγκλ «Κούγιας πανό», και δείτε φωτογραφίες και διαβάστε, έστω τα ολίγιστα:

«Κοντέ είσαι “χρυσό” παιδί / όλα τα λαμόγια βγάζεις απ’ τη στενή»· «Ξεφτίλα στην TV σε όλη την Ελλάδα / Ξεφτίλισες μουνόπανο την πιο ωραία ομάδα»· «Έλληνας γλοιώδης δικηγόρος, κερατάς και πούστης με 7 γράμματα / Κούγιας»· «Κοντέ πούλο», και πλήθος άλλα.

Όμως αλλού θα επιμείνω εγώ: ακαθαρσίες πάντα υπάρχουν, το θέμα είναι ποιος σου τις τρίβει στα μούτρα. Μιλάω βεβαίως για τον αποκλειστικό χορηγό. Και αποκλειστικά υπεύθυνο.

buzz it!

20/3/22

Θρησκεία της αγάπης, Εκκλησία του μίσους

 (Εφημερίδα των συντακτών 19 Μαρτίου 2022)

[η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων]

 

* Αν ακούσεις ότι «άνθρωποι παράνομοι» «επλάνησαν τους κατοίκους της πόλεως», «λέγοντες, ας υπάγωμεν και ας λατρεύσωμεν άλλους θεούς», εάν «τοιούτον βδέλυγμα ενηργήθη», «εξάπαντος θέλεις πατάξει τους κατοίκους της πόλεως εκείνης εν στόματι μαχαίρας, εξολοθρεύων αυτήν, και πάντας τους εν αυτή, και τα κτήνη αυτής, εν στόματι μαχαίρας» (Δευτερονόμιον 13.12-16)!

Σαν πόση προσαρμογή θέλει το απόσπασμα αυτό για να φτάσει να εκφράσει έναν σημερινό πόλεμο; Με την ίδια βαρβαρότητα· ή μάλλον μεγαλύτερη; Μαχαίρι τους πάντες, ανεξαιρέτως: άντρες, γυναίκες, παιδιά· μαχαίρι και τα ζωντανά!

Πριν από λίγα χρόνια, το 2016, ένας Αμερικανός προγραμματιστής δημιούργησε ένα λογισμικό με το οποίο ανέλυσε Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη και Κοράνι, κατηγοριοποιώντας λέξεις που εξέφραζαν έννοιες και συναισθήματα όπως χαρά, αναμονή, θυμός, αηδία, θλίψη, έκπληξη, φόβος, άγχος, εμπιστοσύνη. Αποτέλεσμα, στα ύψη ο θυμός, στον πάτο η χαρά, η ευτυχία, σε σχέση μάλιστα με το Κοράνι. Στο θέμα μας, η βία, μέσα από την κατηγοριοποίηση λέξεων όπως καταστροφή, θάνατοι, εκδίκηση, εμφανίζεται με το υψηλότερο ποσοστό στην Παλαιά Διαθήκη (5,3%), αισθητά μικρότερο στην Καινή (2,8%) και ελάχιστα μικρότερο στο Κοράνι (2,1%).

Έναν μόλις χρόνο πιο πριν, το 2015, δύο νεαροί παρουσιαστές μιας σατιρικής εκπομπής στην Ολλανδία είχαν κάνει το εξής πείραμα: έντυσαν μια Βίβλο με εξώφυλλο του Κορανίου, επέλεξαν αποσπάσματα κυρίως από το Δευτερονόμιο και το Λευιτικό της Παλαιάς αλλά και από επιστολές του Παύλου, αναφορικά με την υποταγή της γυναίκας στον άντρα, τη θανάτωση αντρών που κοιμούνται μαζί, και γενικότερα πολεμόχαρα χωρία, με λιθοβολισμούς, σφαγές κτλ. Και βγήκαν στους δρόμους, και διάβαζαν σε περαστικούς τα τόσα βίαια και ανατριχιαστικά, και όλοι συμφωνούσαν πως, βεβαίως, τέτοια κηρύσσει το αιμοσταγές Κοράνι!

* Αυτά όμως τα βάρβαρα απαντούν, υποτίθεται, αποκλειστικά ή κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ ο Ιησούς ήρθε να θεμελιώσει τη θρησκεία της αγάπης, όπως αποτυπώνεται πλέον στην Καινή Διαθήκη: αυτός είναι ο σταθερός κοινός τόπος και με βάση αυτόν αναμετράται η Εκκλησία, οι λειτουργοί της αλλά και το πλήρωμα των πιστών.

Είπα «υποτίθεται», γιατί στην πραγματικότητα βλέπουμε να λατρεύεται ακόμα ο πολεμόχαρος Θεός της Παλαιάς, βλέπουμε τους εκπροσώπους του Θεού επί της γης κι από κοντά το ποίμνιό τους να πλειοδοτούν σε μισαλλοδοξία, ακόμα και σε μισανθρωπία, οπωσδήποτε σε ξενοφοβία, ρατσισμό και ό,τι άλλο τυπικά «αντιχριστιανικό», αντίθετο εν πάση περιπτώσει με τη θρησκεία της αγάπης την οποία τύποις διακονούν και πιστεύουν.

Τα είδαμε και τα βλέπουμε και τα ζούμε ιδίως τα τελευταία χρόνια, με το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, με την πανδημία, και ξάφνου και με τον πόλεμο.

* Χαρακτηριστικό αντιχριστιανικό παράδειγμα, ένας ήδη γνωστός από το αντάρτικο στην πανδημία, ο εφημέριος του Αγίου Νικολάου στα Πευκάκια, που δεν του φτάνει ο άμβωνας στην εκκλησία, έχει και διαδικτυακή εκπομπή. Λόγος υπέρ πολέμου τώρα (αντλώ από την «Ελληνοφρένεια»):

«Πώς να μη χαρούμε λοιπόν; Πώς να απελπισθούμε; Οι ακοές [!] των πολέμων και οι πόλεμοι δεν είναι κάτι κακό· θέλουμε να καθαρισθεί η ανθρωπότητα από αυτήν την αθεϊστική λαίλαπα. Γιατί να λυπηθούμε; Γιατί να στενοχωρηθούμε; Γιατί ίσως πεινάσουμε λίγο; Γιατί ίσως χάσουμε λίγο τη βολή μας; Ε λοιπόν; το Θεό μας να μη χάσουμε! [...]

»Αυτές οι ακοές του πολέμου και λίγο αργότερα αυτός ο ίδιος ο πόλεμος θα κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι ο Κύριος εγγύς, ο Κύριος αληθής, ότι δεν είναι λόγια, ότι δεν παίζουμε, θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχουν ηγέτες κρατών, υπάρχουν υπηρέται των δαιμονίων, και ως εκλείπει καπνός θα εκλείψουν: είναι αδύνατον να διαψευσθούν οι πατέρες μας.»

Αυτά τα αντιχριστιανικά ο με πλήρη ασυλία ιερέας, ενσταλάζοντας μίσος στην ψυχή των πιστών, αν τάχα αυτόν περίμεναν οι τέτοιοι πιστοί:

«Αυτό που λέτε ότι οι χριστιανοί είναι υπέρ του πολέμου (αφήνετε τέτοια υπονοούμενα) είναι παντελώς λάθος! Απλά ελπίζουμε, διότι δεν μένει και τίποτε άλλο, ότι ίσως με έναν πόλεμο να ξεβρομίσει εδώ ο τόπος! Μήπως και ως Έλληνες αποκτήσουμε κι εμείς δικαιώματα!» έγραψε μια πιστή χριστιανή στον αρθρογράφο μιας εφημερίδας.

Και η πολιτεία; Η δικαιοσύνη; Εμείς; Άλλα λόγια, βρε παιδιά.

Αυτοί; Ειδικά γραφεία μηνύσεων μοιάζει να έχουν συστήσει στις μητροπόλεις τους κτλ., επανδρωμένα με επίδοξους Κούγιες, πρώτος και καλύτερος π.χ. ο άγιος Πειραιώς, φέιγ βολάν οι μηνύσεις και οι αγωγές. Τώρα η «Εκκλησία online», ο επίσημος, καταπώς φαίνεται, ιστότοπος της Εκκλησίας, μηνύει τον Τατσόπουλο που ξεστόμισε το λιγότερο, τη λέξη «αποβλάκωση» για το σίριαλ για τον Παΐσιο, και μήνυσε και την Εφημερίδα των συντακτών, όπου ο Τάσος Κωστόπουλος έγραψε (= μετέφερε από παμπάλαια κείμενα!) τα λιγότερα για παιδεραστία στο Άγιο Όρος.

Και επικαλούνται εσχάτως τον αντιρατσιστικό νόμο και εγκαλούν για ρητορική μίσους. Οι επαγγελματίες ρατσιστές και ρήτορες του μίσους!

buzz it!

6/3/22

Ψυχολογία απ’ τα καροτσάκια και ο παλίμπαις Μπόμπος

 (Εφημερίδα των συντακτών 4 Μαρτ. 2022)

* Τα ζευγάρια με τα χρόνια μοιάζουν, λένε, μεταξύ τους, το κατοικίδιο μοιάζει με τ’ αφεντικό του, ή και το αντίστροφο, κι ο δάσκαλος, μπορούμε να πούμε τώρα, μοιάζει καμιά φορά στους μαθητές του, αντί για το αντίστροφο.

Όταν διδάσκεις λοιπόν φιλοσοφία στις κυρίες της καλής κοινωνίας, παίρνεις με τον καιρό το πρόσωπό τους –διόλου παράδοξο, αφού προφανώς προσαρμόζεις την καλοπληρωμένη διδασκαλία σου στις απαιτήσεις, τις ανάγκες και τα όρια των υψηλών μαθητριών σου.

Φιλοσοφία της σαλόνος, όπως θα έλεγε ο μεγάλος Μποστ, φιλοσοφία Λουί Βυϊτόν και Πράντα, του ανάκλιντρου και των σβαρόφσκι. Φιλοσοφία με στοιχεία ψυχολογίας, καθώς απευθύνεσαι πια σ’ ένα κατά το δυνατόν ευρύτερο κοινό, διεκδικώντας τον τίτλο του εθνικού φιλοσόφου.

Ψυχολογία, εννοείται, από εγχειρίδια απ’ τα καροτσάκια, κάτι «Ερωτάτε και σας απαντούμε» απ’ τα παλιά λαϊκά περιοδικά, κι έτσι μιλάς εμβριθώς για τη γραβάτα-φαλλικό σύμβολο και τον «ελλειμματικό ανδρισμό» των αγραβάτωτων, την εποχή ανόδου των άπλυτων Τσιπραίων, καίτοι αγραβάτωτος κι εσύ.

Τελευταίος καρπός αυτής της αμπελοφιλοσοφίας, για να την πούμε πια με τ’ όνομά της, η ανάλυση των αιτίων του τωρινού πολέμου, παναπεί η ψυχανάλυση της Ρωσίας και του Πούτιν.

Έτσι, ο Στέλιος Ράμφος, καλεσμένος της ΕΡΤ, έβαλε στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι τη Ρωσία: «χώρα ανασφαλής», ήταν η διάγνωση, που «δεν έχει άλλο τρόπο να συζητεί και να επικοινωνεί με τους ανθρώπους παρά κάνοντας [!] άσκηση βίας». Και ο «νέος τσάρος», ο Πούτιν:

«Δεν είναι τυχαίο ότι ο τρόπος με τον οποίο ζει στο παρελθόν, είναι κάνοντας λίφτινγκ στο πρόσωπό του. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το να τον προσέχει κανείς. Έχει μια τέτοια νεανικότητα και είναι τόσο τσιτωμένο το πρόσωπο, ώστε κάτι έχει κάνει και το διατηρεί μ’ αυτό τον τρόπο. Έχει ανάγκη να νεάζει. Και ξέρετε, όταν έχεις ανάγκη να νεάζεις, έχεις και την ανάγκη να δέρνεις κιόλας, εάν δεν μπορείς να μιλήσεις και να πείσεις. Δεν ήταν διαφορετική η Ρωσία ποτέ. Έτσι ήτανε, έτσι θα είναι».

Ώστε ο Πούτιν νεάζει, κάνοντας λίφτινγκ. «Έχει πολύ μεγάλη σημασία το να τον προσέχει κανείς»: κι αν ξέρει απ’ αυτό ο κ. Ράμφος! Άλλο κλειδί: η επιθυμία να είσαι νέος, άρα να τσαμπουκαλεύεσαι, να πουλάς νταηλίκι –σε άλλες περιπτώσεις, να πουλάς ψυχοφιλοσοφία. Κι ενώ όλα μοιάζει να ερμηνεύτηκαν, τι φταίει δηλαδή για την επιθετικότητα της Ρωσίας, το λίφτινγκ κάποιου και η επιθυμία να δείχνει με κάθε τρόπο τα «νιάτα» του, ξεπηδά ο αντικομμουνισμός του δασκάλου: πάντα έτσι ήταν η Ρωσία –και έτσι θα είναι: εδώ μιλά το μέντιουμ. Αλλ’ ω διδάσκαλε, αν πάντα έτσι ήταν, δύο τινά: (α) ή όλοι οι ηγέτες της έκαναν λίφτινγκ, και προ λίφτινγκ, ο Στάλιν προπαντός, (β) ή δεν έχει την παραμικρή σημασία το όποιο λίφτινγκ του Πούτιν. Αυτά, αν αναλάβουμε το ρίσκο της γελοιότητας, απαντώντας σοβαρά σε παιδαριώδη φληναφήματα.

Φευ, κάποιος χρειάζεται επειγόντως λίφτινγκ –σκέψης, εάν υπάρχει.

* Ο άντρας ο πολλά βαρύς ο αντικορεκτίλας. Που διάβασε την είδηση πως «Η Σκωτία εξετάζει βαγόνια τρένου μόνο για γυναίκες για να αποφεύγουν την παρενόχληση». Και εξανέστη:

«Αυτή η μαλακία με τις πατριαρχίες και τους σεξισμούς πρέπει να σταματήσει χθες. Βαδίζουμε ολοταχώς προς έναν νέο μεσαίωνα»! «Αηδία έχει καταντήσει πλέον. Όποια θεωρεί πως μόλις βγει έξω θα τη βιάσουν, ας βάλει μια ζώνη αγνότητας και ας μείνει για πάντα σπίτι της».

Είναι ο Θανάσης Χειμωνάς, τέως τομεάρχης πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ, καθότι και συγγραφέας: πολιτισμός ο ίδιος· επίδοξος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ· επίδοξος ευρωβουλευτής του Ποταμιού· επίδοξος ιδρυτής νέου κόμματος, όπως ανάγγειλε το καλοκαίρι του ’20, κάτι που όμως δεν το προχώρησε, ατυχώς για όλους.

Ο ίδιος που είχε πάει στην αρμόδια Αννίτα Πάνια, να κλαφτεί για τη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, που, έτσι και ξεφύγεις ένα κόμμα, σου κολλάν την ταμπέλα, άπαπα, του ρατσιστή, του σεξιστή!

Άρα δεν ήταν η ας πούμε υπερβολή των χωριστών βαγονιών (την εποχή πάντως που βλέπουμε βιασμούς μέσα σε βαγόνι, με άλλους επιβάτες κιόλας), αλλά η εν γένει δικτατορία που καταπιέζει τον machismo τού εν λόγω, επίλεκτου μέλους του Κόμματος των Κοπρολόγων, με πλούσιο ρεπερτόριο –ασκήσεις μνήμης, είπαμε:

«σάλτα γαμήσου, ρε μουνόπανο», ή «σάλτα γαμήσου, σκατόμπαζο», σε απλή διαφωνία, «καργιόλη», «πούτσες μπλε» κ.ά. Και το ευωδέστερον: όταν στο φέισμπουκ λέει σκαιά σε κάποια: «Μόκο!», κι εκείνη του απαντάει: «Μόκο να πείτε στη μανούλα σας που σας έμαθε τρόπους», και ο πολιτισμός ανταπαντάει: «Το λέω στη δικιά σου μάνα, όταν τη γαμάω από τον κώλο και τραγουδάει Πάριο»! (Κι όταν διαμαρτυρήθηκαν άλλοι αναγνώστες, «επανόρθωσε»: «Δεν ξέρω από εγχώρια μουσική – Οι μανάδες σας, αντί για Πάριο, τραγουδάν Πουλόπουλο»).

Ένας παλίμπαις Μπόμπος, ένα αξιοδάκρυτο συμπλεγματικό χαμαντράκι. Το μέλλον των γραμμάτων μας και της πολιτικής μας. Άξιος.

buzz it!