31/5/08

αντίο



γεια χαρά, αντίο, Αγγελάκο -ή δε θα σε λέω άλλο Αγγελάκο;
παρά σκέτα Άγγελε, ούτε καν Άγγελέ μας, όπως σε φώναζαν πολλοί


κι έπειτα, βλέπεις, δεν πιστεύουμε, για να σου λέγαμε: πρέσβευε υπέρ ημών

σκέτα, γεια σου, λοιπόν










τα είπαν άλλοι:

απ’ όσα είδα για τον Άγγελο, του
Παντελή
, του Νίκου του Ξυδάκη, του Δημήτρη Ψυχογιού, της Άννας Δαμιανίδη


σημείωση: θέλησα να βρω φωτογραφία από την εποχή που γνώρισα τον Άγγελο, καμιά κάπως προσωπική, αλλά δε βρήκα πρόχειρη, ούτε και ξέρω ή θυμάμαι να ’χω, βρήκα μια «ιστορική», ας την πούμε, απομόνωσα τον Άγγελο για το «κυρίως» ποστ, τη βάζω τώρα ολόκληρη εδώ, πολλαπλό μνημόσυνο: η Μελίνα, ο Ντασέν, ο Άγγελος, αποχαιρετούν τον Αλέκο Παναγούλη



(θυμάμαι, είχα εντυπωσιαστεί με τι τεράστια αγκαλιά, με πόση αγάπη χαιρέτησε έξω απ' την εκκλησία τον Άγγελο η Μελίνα, πονεμένη -ζήλεψα, ομολογώ)


addenda: βλ. και εδώ

buzz it!

24/5/08

Για λευκότερα λευκά ελληνικά

Τα Νέα, 25 Νοεμβρίου 2006

Η κυρία Λουκά «εξήλθε απ’ τα ρούχα της» με τον ασεβή Τζίμη Πανούση


Αν συνεχίσουμε να μεταφράζουμε καθημερινές εκφράσεις και λέμε π.χ. «δεν το έλαβα χαμπάρι ότι εξήλθε στους κινηματογράφους η ταινία τού Χ», θα μιλάμε σαν τα μεταφρασμένα αγγλικά των Greek kamaki

το πλήρες κείμενο:

Αν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια παρουσιάστηκε μια εύλογη τάση βίαιου εκδημοτικισμού, τάση που πάντως αποδείχτηκε θνησιγενής, τι δικαιολογεί άραγε σήμερα μιαν αντίστροφη τάση εξίσου βίαιου, αν όχι βιαιότερου, εξαρχαϊσμού των πάντων;

Μακάρι να αποδειχτεί κι αυτή θνησιγενής, στη μακροϊστορία της γλώσσας. Για την ώρα μεγαλώνει, και αποφέρει ήδη καρπούς, αφού παρασκευάσματα αυτού του εξαρχαϊσμού, για να μην πω γλωσσικού βιασμού, κληροδοτούνται στις νεότερες γενιές σαν αυτονόητα.

Μια πρόχειρη σούμα:

–αυτονόητη θεωρείται η νέα λατρεία τής δύστροπης στη νεοελληνική γενικής, με αποτέλεσμα την υπερχρήση της όχι απλώς σε ουσιαστικά που δεν τη δέχονται («των σουπών» και «των κοτών») αλλά, χειρότερα, σε ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι («μετέρχομαι κάθε μέσου»)·

–αυτονόητοι οι πλήθος αρχαΐζοντες υβριδικοί ρηματικοί τύποι («διανοείτο») ή αμιγώς αρχαϊκοί («ηρνείτο»)·

–αυτονόητη η επαναφορά της λόγιας σύνταξης «αφορά σε», ακόμα και στις περιπτώσεις που «αρχαιόθεν» το αφορώ συντασσόταν με απλή αιτιατική·

–αυτονόητη η αναστροφή της πορείας τού ως προς το σαν, με αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν επικράτηση τού ως, σε πείσμα ακόμα και κάποιων ψευδοδιακρίσεων (όπως αυτές που εισάγει η τάχα μη ρυθμιστική Γραμματική Μπαμπινιώτη)·

–αυτονόητη η επιστροφή και γενίκευση της αρχαίας κατάληξης -ούς όχι μόνο στη Σαπφώ αλλά ακόμα και σε λαϊκά ή υποκοριστικά ονόματα (της «Αργυρούς» και της «Γωγούς»), και γενικότερα αυτονόητη η διατήρηση των αρχαίων καταλήξεων (του Έκτορος, του Πάριδος).

Έχω ξαναγράψει ότι αυτό που αποκαλείται «μαλλιαρισμός» υπήρξε καταρχήν άμυνα στον αττικισμό και οπωσδήποτε βάδιζε προς την κατεύθυνση την οποία έδειχνε η εξέλιξη της γλώσσας· από κει και πέρα –ώς ένα βαθμό αναπόφευκτα– συχνά ξεπερνούσε τα όρια και τη δυναμική της ίδιας της γλώσσας. Έτσι, κάτω από το βάρος των υπερβάσεων και των υπερβολών της, η τάση αυτή έσβησε, αφού επιπλέον συνάντησε την αντίδραση και των δημοτικιστών. Σε τι όμως αμύνεται σήμερα πια η «γλώσσα», και τι επιζητούν διάφοροι γλωσσοπατέρες, μεταλλαγμένοι καθαρευουσιάνοι ή απροκάλυπτα αρχαϊστές; Κι ό,τι κορόιδευαν κάποτε στον μαλλιαρισμό, υπαρκτές υπερβολές ή πλαστές, προβοκατόρικες κατασκευές όπως «Κεχριμπάρα» η Ηλέκτρα και «Παλιοκουβέντας» ο Παλαιολόγος, το λούζεται σήμερα η γλώσσα απ’ τη μεριά του νέου καθαρισμού, με τις αναρίθμητες «ελληνικούρες» που διαπράττονται εν ονόματι της Μιας και Ενιαίας, άρα της «πολυτυπίας».

Έχει γίνει όμως πια φανερό, θα έχει βαρεθεί εδώ τα παραδείγματα ο αναγνώστης, ότι πολυτυπία σημαίνει αυστηρώς και μόνο διεκδίκηση του αρχαϊκού τύπου, όχι απλώς πλάι στον νεότερο αλλά συχνά σαν μοναδική εκδοχή: μονοτυπία δηλαδή, τελεία και παύλα.

Στις δύο τελευταίες επιφυλλίδες (βλ. εδώ, α και β) ξεκίνησα από το νέοτερο φετίχ, που ήρθε να προστεθεί σε πλήθος άλλα, το ρήμα λαμβάνω, που αποκλείει πια το νεοελληνικό παίρνω· ακόμα χειρότερα, «μεταφράζει» το παίρνω σε νεοελληνικές, λαϊκές εκφράσεις· και πλέον «χειροτερότατα», γίνεται ρήμα πασπαρτού, για κάθε λογής χρήσεις, παντελώς άσχετες και με το παίρνω και με το λαμβάνω.

«Μετάφραση» εκφράσεων του καθημερινού λόγου είδαμε ήδη, π.χ. με την ταινία που «θα εξέλθει στους κινηματογράφους». Θα μας ξημερώσει άραγε η μέρα που κάποιος «θα εξέρχεται σκάρτος», και άλλος θα «λαμβάνει φόρα» για να τρέξει; Η Κεχριμπάρα δηλαδή και ο Παλιοκουβέντας απ’ την ανάποδη, σε ηπιότερη έστω, πλην ρεαλιστικότατη μορφή; Ή αλλιώς: οδηγούμαστε σε ελληνικά αντίστοιχα των «αγγλικών» των Greek kamaki;

Ένας γλωσσικός ευπρεπισμός απλώνει σιγά σιγά (για να μην τον «λάβουμε είδηση») το βέβηλο χέρι του: «οι παίκτες της Εθνικής φυσούν», διαβάζω, γιατί θα φάνηκε μαλλιαρό το φυσάνε· και η τάδε «δεν είχε πρόβλημα με τον Θέμο, που της τα σέρνει», για να αποφευχθεί κι εδώ η λαϊκότερη έκφραση τα σούρνει!

Φτάσαμε στο σημείο να μη γίνονται δεκτοί τύποι ισότιμοι σε κάθε πια γραμματική: ένα καινούριο τηλεπαιχνίδι αναγγέλλεται στις εφημερίδες «Πώς τον λέν’ τον ποταμό», με απόστροφο, γιατί μόνο ο τύπος λένε αναγνωρίζεται. Αλλά έστω κι έτσι, παρά την ορθογραφική αγκύλωση, διασώζεται ο κοινολεκτούμενος τύπος λεν, όπως παραδίδεται στο γνωστότατο τραγούδι του Χατζιδάκι, που χρησιμοποιήθηκε για τίτλος του παιχνιδιού.

Βρέθηκε όμως μεταφραστής που χρησιμοποίησε αποσπάσματα άλλων μεταφράσεων, με μια γενική, αρχική σημείωση πως επιφέρει «ορισμένες ενίοτε τροποποιήσεις τις οποίες επέβαλε η πληρέστερη κατανόηση». Συγκρίνω δειγματοληπτικά και διαπιστώνω ότι σε ορισμένα αποσπάσματα η «πληρέστερη κατανόηση» επέβαλε όλο κι όλο να «διορθωθεί» σε έγερναν το γέρναν, αλλού να γίνουν στήθη τα «στήθια της χώρας του», και «φυσικά» να γίνει ως το σαν. Ψύλλοι στ’ άχυρα; Όχι, ολόκληρη αντίληψη. Που αποδεικνύει την μπλόφα της πολυθρύλητης πολυτυπίας. Και παραπέρα –θα βαρεθώ κι ο ίδιος να με διαβάζω– μαρτυρεί την άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, άρνηση δηλαδή της γλώσσας.

Μίλησα για βέβηλο χέρι, κι ακούστηκε κι αυτό μεγάλος λόγος. Είναι όμως βέβηλο, όταν απλώνεται, έμμεσα έστω, στον Ελύτη, όπως τελείωνα την προηγούμενη φορά, παραλαμβάνοντας τη μετάφρασή του της Σαπφώς και γράφοντας ολοένα «της Σαπφούς». Πόσο μάλλον όταν απλώνεται άμεσα, πού, στον Εγγονόπουλο παρακαλώ, και στον κατεξοχήν λογιότροπο Καβάφη. Κι εδώ βαρέθηκα να γράφω για τη «διόρθωση» του περίφημου καβαφικού: σαν έτοιμος από καιρό… «Ως» επιμένουν, κάποτε και με ευθεία αναφορά στον ποιητή: «ως έτοιμοι από καιρό, που λέει ο Καβάφης» είχε πει ο Πάγκαλος· «ο Κ. Καραμανλής, ως έτοιμος από καιρό, σχημάτισε μια κυβέρνηση» έγραψε εγκυρότατος δημοσιογράφος· «Χριστίνα Λαμπίρη, ως έτοιμη από καιρό, ως θαρραλέα, αποχαιρέτα τη την τηλεθέαση που χάνεις» έγραψε εβδομαδιαίο περιοδικό, μιζερεύοντας το εύστοχο χιούμορ του με την απρεπή «διόρθωση».

Τα ίδια τραβάει και ο εγγονοπουλικός Μπολιβάρ, που είναι ωραίος σαν Έλληνας. Άπαγε! «Ως» και πάλι «ως», και πάλι με ευθεία αναφορά στον ποιητή: «όπως λέει το ποίημα για τον Μπολιβάρ, [...] είσαι ωραίος ως Έλληνας». Το ξανάγραψα αυτό το παράδειγμα, όπως και για την τηλεοπτική σειρά εκπομπών «Ωραίοι ως Έλληνες». «Ίσως το λέει έτσι» θέλησε να φανεί καλόπιστος ένας φίλος που πλέει στα βαθιά στα γλωσσικά, «επειδή ο Μπολιβάρ δεν ήταν Έλληνας, άρα είναι ωραίος σαν να ήταν Έλληνας, ενώ οι παρουσιαζόμενοι στην εκπομπή είναι Έλληνες, άρα ωραίοι ως Έλληνες.» Μακάρι να ’ταν έστω έτσι. Απλώς, την τάση της εποχής απηχεί ο τίτλος, ασεβώντας απέναντι σ’ έναν μεγάλο ποιητή. Απόδειξη; Λέει η δημιουργός της εκπομπής στον Αμερικανό πρέσβη: «Δεν είστε ωραίος ως Έλλην, είστε ωραίος ως φιλέλλην»… «Λάβε» το αβγό και κούρεφ’ το!

Άλλη δημοσιογράφος, στη σελίδα «Μ’ αρέσει / Δεν μ’ αρέσει» του Βημαgazino, δηλώνει ότι της αρέσει να ταξιδεύει «στις Μυκήνες με τον Κολοσσό του Αμαρουσίου, του Χένρι Μίλλερ, στο χέρι». Και σκέφτομαι, της άρεσε κι ωστόσο ξέχασε τον τίτλο, πως είναι Κολοσσός του Μαρουσιού; Γιατί δεν θέλω να διανοηθώ πως είχε μπροστά της το-βιβλίο-που-της-άρεσε κι ωστόσο του «διόρθωσε» τον τίτλο.

Έτσι όπως αναρωτιόμουν κι άλλη φορά: τι στο καλό, ο ραδιοφωνικός παραγωγός που έχει μπροστά του Το χαμόγελο της Τζοκόντας του Χατζιδάκι και κάνει ειδικό αφιέρωμα και λέει και ξαναλέει «της Τζοκόντα», τι τάχα σκέφτεται; Πως ήταν μαλλιαριστής, ποιος, ο Χατζιδάκις, πλάι στους άλλους μαλλιαρούς Ελύτη, Εγγονόπουλο, Καβάφη; (Βέβαια, ο Ελύτης έχει και αλλού «ευπρεπιστεί», και όχι σε λαθραία έκδοση, αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη ιστορία.* Άσε, πάλι, τον «ευπρεπισμό» των μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου.)

Λογιοτατισμός ή μικρόνοια;

Αν ο «ευπρεπισμός» του καβαφικού σαν έτοιμος από καιρό, με τη διόρθωση του σαν σε ως, και όλα τα ανάλογα παραδείγματα είναι ενδεχομένως προϊόν αυτοματισμού την ώρα που μιλάει ή και γράφει κάποιος, ένας μηχανισμός που ασυναίσθητα, υποσυνείδητα, «μεταφράζει» φράσεις, στίχους κτλ. από καιρό αποθησαυρισμένους στο μυαλό του χρήστη, το ακόλουθο κρούσμα συνιστά έγκλημα εκ προθέσεως, που πιο πολύ κι απ’ τον λογιοτατισμό του μαρτυρεί μικρόνοια:

Σε παιδικό βιβλίο με βιογραφίες ηρώων του 21, όπως γράφει φίλος μεταφραστής στο Λουξεμβούργο, ο δαιμόνιος περί τα γλωσσικά Νίκος Σαραντάκος (http://www.sarantakos.com, τώρα Γλώσσα μετ' εμποδίων, Αθήνα 2007, σ. 306 κ.ε.), στο κεφάλαιο για τη Μαντώ Μαυρογένους το «Μαντούς» δίνει και παίρνει, ενώ έχει «διορθωθεί» και το δημοτικό δίστιχο: Κάνει φτερά στον πόλεμο για της Μαντούς τη χάρη και της πατρίδας την τιμή κάθε άξιο παλικάρι.

Υπάρχει πάτος;


* Στην Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000, που αποτελεί «καταγραφή της αυτοπαρουσίασης του Οδυσσέα Ελύτη, όπως αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ “ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ” 1980, παραγωγής Αρχείου Κρήτης – Γ.Η. Σγουράκη – ΕΡΤ ΑΕΝΕΤ 1999», έχουν απαλειφθεί οι χαρακτηριστικές στον προφορικό λόγο επαναλήψεις, έχουν προστεθεί τελικά -ν, έγιναν «ήταν» τα «ήτανε», «επτά» το «εφτά» κ.ά., με αποκορύφωμα τη χαρακτηριστική μπενζίνα (τη βάρκα) που μετατράπηκε σε ανύπαρκτη «βενζίνα». Ελπίζω ότι μια προσεxτικότερη καταγραφή θα αποκαταστήσει τον προφορικό λόγο του ποιητή, και μαζί θα διορθώσει και ουσιαστικά λάθη, όπως «τα προβλήματα που έχει», αντί «που έθετε η μοντέρνα, η επαναστατική τέχνη» (σ. 16) κτλ.

buzz it!

17/5/08

Ο προπηλακισμός ενός 14χρονου

Τα Νέα, 17 Μαΐου 2008

Μπορεί άραγε να καταλάβει ένα μικρό παιδί τη διαφορά σάτιρας και κοροϊδίας, χιούμορ και χλεύης, παρωδίας και εξευτελισμού, ή μάλλον κανιβαλισμού;


Είτε κάνει είτε δεν κάνει καριέρα ο μικρός Χρήστος Σαντικάι, και αφού πια τον «απέσυρε» το Άλτερ, τα δυο-τρία σιντάκια του ας τα ακούν κρυφά οι επίδοξοι αλλά και αρκετοί επαγγελματίες τραγουδιστές: πολλά θα μάθουν, αν το θελήσουν

το πλήρες κείμενο:

Πέρασε το Πάσχα, θα χαλάρωσαν όσοι ζούσαν με τον εφιάλτη πως θα τους κόψει το αβγολέμονο στη μαγειρίτσα από την overdose Χρήστου Σαντικάι, με τα πολλά σποτάκια τού Άλτερ.

Οποία ευτυχία όμως, φέτος δεν είχε Σαντικάι: «Νηστέψαμε κι από Σαντικάι» ήταν ο τίτλος ολοσέλιδου άρθρου στο τηλεοπτικό ένθετο On off της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 26-27.4.08. Κι από κάτω, το εισαγωγικό: «Ο μικρός Χρήστος μεγάλωσε πια. Η τηλεόραση που τον ανέδειξε, τον καταχωνιάζει τώρα στο χρονοντούλαπο, γλιτώνοντας τους τηλεθεατές από τον καταιγισμό των διαφημιστικών τρέιλερ…»

Ας μείνω σ’ αυτό το σχετικά ψύχραιμο άρθρο, που με όση κοινωνιολογία τού επιτρέπει ένα τηλεοπτικό ένθετο μιλά για το ρόλο της τηλεόρασης που με την υπερπροβολή μπορεί να χαντακώσει κάποιον, ένα μικρό παιδί εν προκειμένω. Σωστά. Μόνο που ο ψύχραιμος συντάκτης δε σκέφτηκε ότι το άρθρο του αυτό θα το διαβάσει πιθανότατα το ίδιο το μικρό παιδί, εφηβάκι τώρα, ο Χρήστος Σαντικάι.

Και τότε να τη βράσω όλη την κοινωνιολογία του κόσμου, αν είναι να πληγωθεί ένα μικρό παιδί, για να πούμε τα προ πολλού κατακτημένα πια, για τον βλαπτικό ρόλο των ΜΜΕ κτλ.

Μας λέει λοιπόν το άρθρο ότι το φετινό Πάσχα σε μία όλη κι όλη εμφάνιση του μικρού, σε πρωινή εκπομπή, φάνηκε πόσο άλλαξε η φωνή του, τώρα με την είσοδο στην εφηβεία, εξού και θα τον «απέσυρε» το Άλτερ.

«Πάνε τρία χρόνια» διαβάζουμε (και μαζί μας, επαναλαμβάνω, διαβάζει και ο «μικρός Χρήστος», όσο κι αν «μεγάλωσε πια») «από τότε που μας παρουσίασαν τον 11χρονο μαθητή Μουσικού Γυμνασίου, ανάμεσα σε μανουάλια, μικρομέγαλα σακάκια και ύμνους με συνθεσάιζερ. Εκεί που έβλεπες “Παρατράγουδα” ή Μάκη, η εικόνα κοβόταν και ο Χρήστος Σαντικάι άρχιζε να ψέλνει, πριν προλάβεις να πιάσεις το τηλεκοντρόλ για να το αλλάξεις. [...] Όπως είναι λογικό, κάποιοι άρχισαν να εκνευρίζονται με την επίμονη προβολή. Αντικείμενα άρχισαν να εκσφενδονίζονται στις οθόνες…»

Ώστε, «όπως είναι λογικό», αντικείμενα στις οθόνες; Άραγε το ίδιο γινόταν, όταν το ίδιο κανάλι, με την ίδια ακριβώς τακτική καταιγισμού διαφημιστικών σποτ, έβαζε Φαραντούρη, σ’ έναν από τους τελευταίους δίσκους του Θεοδωράκη, και μας έδειχνε και το εξώφυλλο, με φωτογραφία του έφηβου Μίκη με «μικρομέγαλο» κουστούμι; Ή όταν πρόβαλλε, πρωτοπόρο στην κουλτούρα, το σποτάκι με το τάδε παραλογοτεχνικό βιβλίο της τάδε κυρίας, που ούτε τ’ όνομά της συγκρατώ τώρα;

Αν δηλαδή –καλώς– μας φταίει η τακτική του καναλιού, γιατί την ξεχάσαμε κιόλας –καλώς, κάλλιστα– τη λογοτέχνιδα κυρία τάδε (για την ακρίβεια ούτε που την προσέξαμε ποτέ), γιατί απ’ την άλλη δεν διανοηθήκαμε –κάλλιστα, καλλιστότατα– να σιχτιρίσουμε τη Φαραντούρη ή να εκσφενδονίσουμε αντικείμενα στον έφηβο Μίκη με το μικρομέγαλο κουστουμάκι του, και μας έφταιξε ο Χρήστος Σαντικάι;

Αλλά σε τι αλήθεια; Στο μικρομέγαλο σακάκι του; Που δε βγήκε δηλαδή με σνίκερς, τζινάκι κάτω απ’ τον αφαλό και το τζόκεϊ ανάποδα, να τραγουδάει με επιφωνήματα «γιο» και κόντρα «γιο», ραπάροντας, την Άγια Νύχτα;

Δεν έχει σημασία εδώ να πούμε για το αστραφτερό, πανέμορφο μουτράκι (εντάξει, άσχετο αυτό εδώ), με την υπέροχη φωνή (σχετικό αυτό εδώ) και την εντυπωσιακή τεχνική και ερμηνεία (σχετικότατο αυτό εδώ), στοιχεία δηλαδή που θα ’πρεπε να μας γοητεύσουν, αν όχι να μας καταπλήξουν, ένα παιδί που θέλησε να δοθεί στη μουσική, και πήγε σε μουσικό γυμνάσιο, και ούτε είναι κάνα σπασικλάκι ή ψωνισμένο, άμα π.χ. το δεις να μιλάει. Θα μπορούσε να μην είναι όλα αυτά, να είναι τα μισά, ή και τίποτα, να είναι απλώς ένα τηλεοπτικό κατασκεύασμα, φτιαγμένο με υλικά των στούντιο και των υπερσύγχρονων μηχανημάτων εγγραφής. Και τότε ακόμα, θα ήταν, ήταν, είναι, ένα μικρό παιδί. Που θα διαβάζει τις σοφές μας αναλύσεις για τα ΜΜΕ, και θα αδυνατεί να καταλάβει πώς και γιατί αμάρτησε, που του φορέσαν μικρομέγαλο σακάκι, κι ήρθε κι ένα κανάλι αποπάνω να μας το δείχνει ανά τρία λεπτά.

Ο Χρήστος Σαντικάι «πρόλαβε να γίνει προϊόν ενός πρωτοφανούς τηλεοπτικού μάρκετινγκ, να συζητηθεί σε όλη τη χώρα, και τώρα το άστρο του σβήνει –πριν προλάβει ο ίδιος να γίνει 15 χρονών» διαβάζουμε παρακάτω στο ίδιο άρθρο –και διαβάζει μαζί μας κι ένα παιδί, «πριν προλάβει να γίνει 15 χρονών», πως έσβησε, πως σβήνει.

Πόσο ανάλγητοι μπορεί να είμαστε, λοιπόν!

Ή ηλίθιοι. Χαζοχαρούμενοι ηλίθιοι. Γιατί, αν το εν λόγω άρθρο είχε στο κάτω κάτω θέμα του τη βιομηχανία-κρεατομηχανή των ΜΜΕ, τι μπορεί να βρει, όσο και να σκαλίσει κανείς, μες στο κεφάλι άλλου ενηλίκου που αποφάσισε να κάνει σάτιρα, υποτίθεται, με στόχο του ένα ανήλικο παιδί;

Μιλάω για τον πιο άχαρο από το πιο άχαρο δίδυμο της ελληνικής τηλεόρασης, τον Σεργουλόπουλο, που βγήκε και σατίρισε –αν είναι αυτό το σωστό ρήμα– τον Χρήστο Σαντικάι: φόρεσε κουστούμι, μεταμφιέστηκε τάχα σε Χρήστο Σαντικάι. Και άρχισε να κοροϊδεύει το μικρό παιδί. Αν δηλαδή τώρα εγώ ντυθώ Σεργουλόπουλος και μιλάω με κοκοράκια στην –ψεύτικη, έτσι κι αλλιώς– φωνή, αναπηδώ κάθε τόσο στο κάθισμά μου με γουρλωμένα από την έκπληξη ματάκια, όλο πόζες, όλο φωνίτσες και γελάκια και τιναγματάκια ώμων, χεριών κτλ., θα τη χαρεί αυτήν τη «μίμηση» λοιπόν ο Σεργουλόπουλος; Θα την απολαύσει τη σάτιρα; Θα του άρεσε και μόνο αν τα διαβάσει, έτσι όπως τα ’γραψα εδώ τώρα;

Κι εν πάση περιπτώσει, αν τάχα χαίρεται κανείς όταν τον σατιρίζουν, πέρα από την ψυχρή γνώση ότι έτσι βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος, αν λέω υπάρχει κανείς που ειλικρινά χαίρεται όταν τον σατιρίζουν, είναι ποτέ δυνατόν να καταλάβει ένα μικρό παιδί τη διαφορά σάτιρας και κοροϊδίας, χιούμορ και χλεύης, παρωδίας και εξευτελισμού, ή μάλλον κανιβαλισμού;

Το χιούμορ που πληγώνει

Ας φύγω όμως από την κιτσαρία Σεργουλόπουλου, παραγωγή περσινή ή προπέρσινη, που όμως την ξαναπαίξαν φέτος, και κυκλοφορεί και βιντεάκι στο διαδίκτυο, στο You Tube, ας φύγω από τη σκέτη χυδαιότητα και ας πάω σε κανονικό χιούμορ.

Την ίδια μέρα με το άρθρο τού On off, θαρρείς από σατανικό συντονισμό, το Βημαγκαζίνο του πασχαλιάτικου Βήματος χτυπάει δύο φορές: η μία στη σελίδα «Μ’ αρέσει - Δεν μ’ αρέσει», όπου ένας όντως συμπαθέστατος συντάκτης δηλώνει πως δεν του αρέσει «ο μικρομέγαλος», άντε πάλι, Χρήστος Σαντικάι! Τέλος πάντων, συνοπτικές οι διαδικασίες της εν λόγω σελίδας, δε βαριέσαι, όμως αμέσως στη συνέχεια, στα καθαυτό χιουμοριστικά «Τριτοκοσμικά» του Κοσμά Βίδου, στα οποία έχω κι άλλοτε αναφερθεί επαινετικά, διαβάζουμε με μεγάλα, χοντρά γράμματα, εκτός κειμένου: «Η εξαδέλφη μου έχει αλλεργία στον Σαντικάι. Ο γιατρός το δήλωσε κατηγορηματικά: “Θα πρέπει να την κρατήσετε μακριά από τέτοια παραθρησκευτικά φαινόμενα”» –είναι άπαιχτος ο Βίδος όταν έχει τα κέφια του, και ευτυχώς τα έχει συχνά. Και ακόμα καλύτερα και πιο βιτριολικά, μέσα στο κείμενο: «Η εξαδέλφη μου πάλι έχει πρόβλημα με τον Χρήστο Σαντικάι. Το μικρομέγαλο που τραγουδάει ύμνους με το θράσος του Μάριου Φραγκούλη (και τις υψηλές νότες που δεν έχει ο Φραγκούλης)» –είπα, άπαιχτος ο Βίδος. Που συνεχίζει για την αλλεργία της εξαδέλφης του: «Με το που τον ακούει να πιάνει το “Ω!” (από το “Ω γλυκύ μου έαρ”) πετάει καντήλες. [...] Τον Πέτρο Γαϊτάνο τον αποφεύγουμε, διότι σε αυτόν έχω αλλεργία εγώ. Με Γαϊτάνο και Λουδοβίκο των Ανωγείων ανεβάζω πυρετό και παθαίνω στοματίτιδα»…

Έμεινα λίγο παραπάνω στον Κ. Βίδο, για να φανεί η ξεκάθαρη πρόθεση του χιούμορ. Όμως, επιμένω εγώ: ακόμα και το πιο καλοπροαίρετο χιούμορ, αν και πάλι μπορεί να το αντιληφθεί ένα μικρό παιδί, σίγουρα δεν θα το πληγώσει;


ΥΓ. Όντως αλλάζει η φωνή με την εφηβεία, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως και πως χάνεται οριστικά. Δεν ξέρω έτσι αν γίνει ή δε γίνει τραγουδιστής ο Χρήστος Σαντικάι, ή αν γίνει άλλου είδους μουσικός, ή κι αν δε γίνει τίποτα σχετικό. Στο μεταξύ, και αν κανένα Άλτερ δεν τον ξαναπαίξει, οι επίδοξοι τραγουδιστές αλλά και πολλοί φτασμένοι επαγγελματίες ας τα ακούν προσεχτικά αυτά τα δυο-τρία σιντάκια του: πολλά θα μάθουν από τοποθέτηση φωνής, από τονισμούς, από ερμηνεία.

buzz it!

16/5/08

«H ασθενής έχρηζε μεγάλης ανάγκης»

Τα Νέα, 11 Νοεμβρίου 2006

Αναζητώντας μια νέα «επίσημη» γλώσσα, νομίζουμε ότι πλουσιότερο λεξιλόγιο σημαίνει λογιότερο, ή απροκάλυπτα αρχαϊκό


«Ο Ίβιτς αποχωρεί χολωμένος», λέει ο ρεπόρτερ αγωνιστικού χώρου, στην αλλαγή του Σέρβου. «Έχει δυσανασχετήσει με την αλλαγή του;» ρωτάει δικαιολογημένα ο εκφωνητής. Και η φονική απάντηση: «Όχι, έχει πρόβλημα στο πόδι και κουτσαίνει»! (δανείζομαι από τη σελίδα του Α. Φουντή, στο On off της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 12.2.06)

το πλήρες κείμενο:

Τα πράγματα είναι όντως σοβαρά, απ’ τη στιγμή που κάποια ασθενής «έχρηζε μεγάλης ανάγκης», δηλαδή «χρειαζόταν μεγάλη ανάγκη» (!), όπως είπε η ρεπόρτερ σε δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης.

Ή μήπως είναι απλώς ευτράπελα; Και επιδιδόμαστε στο γνωστό σπορ να στήνουμε γλέντι με τις διάφορες ελληνικούρες των διαφόρων; Έχω πολλές φορές εκφράσει την αντίθεσή μου στο αριστοκρατικό αυτό σπορ, κυρίως όταν η μπάλα που κλοτσάμε είναι κεφάλια μαθητών ή φοιτητών, που σε συνθήκες ουσιαστικά αφύσικες και βεβιασμένης έκφρασης, όπως π.χ. οι εξετάσεις, μας προμηθεύουν πλήθος μαργαριτάρια, να γελάμε απ’ τη μια, να μιλάμε για «γλωσσική αφασία» και «λεξιπενία» από την άλλη! Έτσι, πάγια τακτική μου είναι η αναφορά σε κείμενα επαγγελματιών του λόγου, όχι για να πω χαιρέκακα το «δάσκαλε που δίδασκες» ή ότι «απ’ το κεφάλι βρομάει το ψάρι» αλλά για να δείξω τα όρια της γλώσσας, αυτά που πεισματικά τα παραγνωρίζουμε, θεωρώντας πως με εφόδιο τα γονίδια, το κληρονομικό δικαίωμα και πέντε λέξεις «απαράλλαχτες απ’ τον καιρό του Ομήρου» μπορούμε να περιδιαβάζουμε όλες τις εποχές της Μίας και Ενιαίας.

Δεν πρόκειται όμως εδώ για κοινά μαργαριτάρια. Η τάση που όλο και πιο συχνά με απασχολεί, το θέμα στο οποίο ολοένα επανέρχομαι είναι αυτό που επιμένω να αποκαλώ νεοκαθαρευουσιανισμό (επιστημονική ονομασία του γλωσσικού αρχοντοχωριατισμού), οπωσδήποτε σε επιτελικό επίπεδο, ή μια ανάγκη για σιδερωμένο λόγο, στο επίπεδο πια του απλού χρήστη της γλώσσας, ανάγκη που εν πολλοίς τού επιβάλλεται από τη συστηματική υποτίμηση της σημερινής γλώσσας, στην οποία επιδίδονται ακριβώς οι πάσης φύσεως Επιτελείς. Έτσι, όσο απομακρυνόμαστε από τη νόμω επιβεβλημένη καθαρεύουσα και το διαχωρισμό ανάμεσα σε επίσημη, γραπτή γλώσσα και σε κοινή, προφορική, δημιουργούμε μια νέα, άλλου τύπου, υβριδική μορφή επίσημης γλώσσας, καθώς συγχέεται η αυτονόητη διαφορά γραπτού και προφορικού λόγου, η διαφορά π.χ. λεξιλογίου, με τη διαφορά συντακτικών δομών. Και προπαντός καθώς πιστεύεται, ακόμα και σε επίπεδο λεξιλογίου, ότι πλουσιότερο λεξιλόγιο σημαίνει κατανάγκην λογιότερο, ή απροκάλυπτα αρχαϊκό.

Αφιέρωσα την περασμένη επιφυλλίδα στη γενικευμένη, ίσως επιβεβλημένη –σε επιτελικό πάλι επίπεδο– χρήση τού ρήματος λαμβάνω. Και έδειχνα με διάφορα παραδείγματα όχι απλώς την πλήρη υποκατάσταση του προγραμμένου ρήματος παίρνω, αλλά και την εξάπλωση του λαμβάνω σε χρήσεις που ποτέ δεν του «ανήκαν», με αποτέλεσμα αδόκιμες, ασύστατες εκφράσεις.

Εδώ θα ήθελα να επισημάνω δύο σημεία. Το ένα μπορεί να εικονογραφηθεί ενδεικτικά από τη φράση: «1 μήνυμα ελήφθη» με την οποία μας εξοικειώνει καθημερινά η οθόνη του κινητού τηλεφώνου μας (του κινητού, ας θυμηθούμε με την ευκαιρία, που είχε δαιμονοποιηθεί πως θα μας επιβάλει την αγγλική γλώσσα, και νά που μιλάει όχι απλώς ελληνικά, αλλά αρχαία ελληνικά). Θέλω να πω ότι μια νέα γραφειοκρατική γλώσσα, μέσα και από τη νεότατη τεχνολογία, διαιωνίζει ή επαναφέρει σε κοινή χρήση τύπους που πάντως δεν ανήκουν στη νεοελληνική γλώσσα: «αποστέλλεται» λοιπόν, «εστάλη» και «ελήφθη» το μήνυμα στα κινητά, «κομβίο» πατάμε στο τραμ κτλ. Και ενώ από εμάς τους παλαιότερους άλλοι οικτίρουμε την ξύλινη και λογιοτατίζουσα γλώσσα και άλλοι χαίρονται χαρά μεγάλη που «τίποτα δε χάθηκε ακόμα», αφού και οι μεν και οι δε έχουμε ιστορία και συγκεκριμένη στάση απέναντι στις συγκεκριμένες λέξεις και το φαινόμενο, οι νέοι απλώς παραλαμβάνουν αυτό το κατασκεύασμα σαν κάτι πλέον φυσικό.

Δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να αντιγράψω από μόλις περσινό άρθρο μου την ακόλουθη στιχομυθία: Δεκαοχτάχρονα παιδιά σε ριάλιτι ψιθυρίζουν στα σκοτεινά, όσο δηλαδή πιο ιδιωτικά γίνεται σε συνθήκες ριάλιτι: «Αυτό που νιώθεις δείχνεις;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Όπως και αν το λαμβάνω;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Δεν είναι κακό…» «Όχι…» «…μου αφήνει το περιθώριο να το λαμβάνω όπως θέλω». Ο ουρανός με τ’ άστρα, κατακέφαλα. Και μόλις τις προάλλες, συζητώντας με νεότερη φίλη μου, παντελώς «αμόλυντη» από γλωσσικές διαμάχες, καταπτοήθηκα κι έπαψα να μετράω την κατά συρροή χρήση τού λαμβάνω σε σχέση με τα ιμέιλ, που ήταν το θέμα μας.

Κι εδώ είναι το δεύτερο σημείο που θέλω να επισημάνω. Ή που μάλλον μπορεί να μου επισημάνουν ακόμα και καλοπροαίρετοι αναγνώστες: μήπως κι εσύ κινδυνολογείς, θα μου πουν, εστιάζοντας στο αδόκιμο ή το λάθος, και άρα μεγεθύνοντάς το; Κι επιπλέον, εσύ δεν είσαι που λες (εντάξει, όχι ακριβώς εσύ, η γλωσσολογία το λέει) πως και το λάθος γίνεται κάποτε σωστό, και προπαντός ότι η γλώσσα δεν ρυθμίζεται παρά αυτορυθμίζεται; Ναι, θα πω. Και επίσης θα ξαναπώ ότι δεν πρέπει να παρατηρούμε τη γλώσσα στη μικροκλίμακα της εποχής μας. Άρα, στο προκείμενο, δεν είναι καταρχήν δυνατόν να πει κανείς ακόμα αν το φαινόμενο αυτό είναι παροδικό ή ίσως μονιμότερο. Αλλά κι αν έστω είναι μόνιμο, και κάποτε λ.χ. επανενσωματωθούν στη γλώσσα τα διάφορα λαμβάνω· και αν, ακόμα παραπέρα, δεχτεί κάποτε η γλώσσα κι όλα τα άλλα κραυγαλέα, ακόμα και στα αρχαία, λάθη, π.χ. τα πλήθος ρήματα που σήμερα ξαφνικά συντάσσονται με γενική («μετήλθε όλων των μέσων», «διέφυγε της προσοχής», ενώ το συχνότατο «αποποιούμαι των ευθυνών μου» πέρασε ακόμα και σε σχολικό βιβλίο του ΟΕΔΒ, όπως επισήμανε τις προάλλες από δω, 21/10, ο έξοχα καυστικός Φάνης Ι. Κακριδής), αν λέω κάποτε ενσωματωθούν όλα αυτά, και άλλα τόσα ακόμα, τίποτα δε θα πάθει η γλώσσα, όπως δεν έπαθε ώς τώρα, που προχώρησε μέσα στους αιώνες (μην το ξεχνούμε αυτό!) κυρίως μέσα από τα λάθη της.

Προς τι ο θρήνος τότε και ο κοπετός; Πολύ απλά, θα ξαναπώ ότι, ώσπου να ενσωματώσει η ίδια η γλώσσα τα όποια λάθη την εξυπηρετούν, δουλειά δική μας είναι, ακριβώς επειδή δεν είμαστε εμείς οι ρυθμιστές, να επισημαίνουμε τα εκάστοτε λάθη –και πιο πολύ εδώ τις επεμβάσεις–, και για λόγους επιτέλους στοιχειώδους συνεννόησης, επικοινωνίας, να τα διορθώνουμε.

Πολύ περισσότερο λοιπόν στο θέμα μας, όπου δεν έχουμε λάθη, από αυτά που γεννιούνται στα κενά του συστήματος, όπως μας λεν οι γλωσσολόγοι, αλλά επεμβάσεις, όπως είπα, ιδεοληπτικού και καθαρά ιδεογλωσσικού τύπου, σκόπιμη χρήση ειδικά σημασιοδοτημένου λόγου, που όταν τον ξεφλουδίσεις αποκαλύπτεται συχνά (βασικός σχεδόν κανόνας της καθαρεύουσας) το κενό.

Χειρότερο είναι το φαινόμενο του «ευπρεπισμού», της «μετάφρασης» λαϊκών εκφράσεων, με κριτήριο ακριβώς τον γραβατωμένο λόγο: έτσι, αν θεωρηθεί πάλι «ανώδυνη», ή επίσης μες στη μόδα η γενικευόμενη χρήση των άλλων πασπαρτού ρημάτων εισέρχομαι και εξέρχομαι (εισήχθη στο πανεπιστήμιο· να εξέλθει η κυβέρνηση από το θέμα· εισέρχεται σε κατάσταση υπερφυσική [=περνάει, ή λογιότερα: μεταβαίνει!]), ο βίαιος εκλογιοτατισμός θα ’πρεπε να μας απασχολήσει σοβαρότερα: νεοελληνικότατης καταγωγής είναι η έκφραση πως μια ταινία «βγαίνει» στους κινηματογράφους. Άπαπα, τώρα πλέον: «με τη νέα χρονιά θα εξέλθει η τάδε ταινία» διαβάζω, και άλλη «θα εισέλθει στο φεστιβάλ».

Ούτε ο Ελύτης μάς διδάσκει πια;

Με την ανοίκεια και άτοπη μετάφραση σχετίζεται και η απρεπής, η ασεβέστατη «διόρθωση» π.χ. της Σαπφώς του Ελύτη σε «Σαπφούς». Έχω ξαναγράψει ότι ο συντηρητικότατος αλλά κορυφαίος γλωσσολόγος Γ. Ν. Χατζιδάκις μάς διαβεβαιώνει ότι από τον 1ο (ολογράφως: τον πρώτο!) αιώνα μ.Χ. η Σαπφώ κλίνεται της Σαπφώς. Έστω ότι εμάς, τον 21ο αιώνα, «Σαπφούς» τραβάει η ψυχή μας. Όταν όμως ο Ελύτης μεταφράζει ποίηση της Σαπφώς, κι εμείς επιλέγουμε μετακόμιση (για την ακρίβεια οπισθοδρόμηση, και μάλιστα αιώνων) στον αστερισμό της «Σαπφούς», όταν δηλαδή θεωρούμε ατελές το γλωσσικό σύστημα του Ελύτη, δεν το αλλάζουμε· αλλάζουμε μετάφραση: παίρνουμε άλλη, ή κάνουμε δικιά μας! Αναφέρομαι για πολλοστή φορά στο συγκεκριμένο θέμα, επειδή συχνά χρησιμοποιείται «ποίηση της Σαπφούς σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη». Και τις μέρες αυτές σταδιοδρομεί πληθωρικά σ’ όλο τον Τύπο η… Σαπφού, με αφορμή τη μελοποίηση ποιημάτων της από τον Νίκο Ξυδάκη. Καίτοι ειλικρινής θαυμαστής του Ξυδάκη, δεν έτυχε ν’ ακούσω ακόμα το δίσκο, ντρέπομαι και λυπάμαι που στέκομαι σε λεπτομέρεια παντελώς άσχετη με το μείζον γεγονός του έργου, λυπάμαι ιδιαίτερα που αφορμή είναι ειδικά ο Ξυδάκης, από τους σημαντικότερους νέους συνθέτες, από τους σεμνότερους σαν παρουσία, που και προσωπικά μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής.

Το θέμα όμως είναι εδώ ο Ελύτης, και, πιο πολύ κι απ’ τον Ελύτη ακόμα, η γλώσσα, η στάση μας απέναντι στη γλώσσα, στην ιστορία της, δηλαδή στην ιστορία μας, στον εαυτό μας.

buzz it!

13/5/08

«Λαμβάνω», ένα ρήμα πασπαρτού

Τα Νέα, 27 Οκτωβρίου 2006

Η άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας αποτελεί ύβρη που τιμωρείται με το αντίθετο απ’ ό,τι επιδιώκεται, με τη μονοτυπία και την ισοπέδωση


«Έχω μπουχτίσει τις τελευταίες βδομάδες να λαμβάνω γυαλιστερά φυλλάδια» είδα να διατυπώνει τη δυσφορία του κάποιος, τώρα με τις εκλογές. Κι ένιωσα ανάλογη δυσφορία γι’ αυτήν τη χρήση και κατάχρηση του ρήματος «λαμβάνω».

διαβάστε τη συνέχεια...

«Τι σου ’φταιξε το λαμβάνω» νιώθω τη δυσφορία τώρα των άλλων, «αφού η γλώσσα είναι ενιαία, και ζωντανή, κι αφού η πολυτυπία» κτλ. κτλ. Και λέω να επιχειρήσω άλλη μια φορά να δείξω πως τέτοιες τάσεις αρνούνται ακριβώς τον δυναμισμό και την εξέλιξη της γλώσσας –άρα τη ζωντάνια, και κατ’ επέκταση τη συνέχειά της!

Αυτό σε επίπεδο θεωρίας (ιδεολογίας). Στην πράξη, αυτές οι χρήσεις, αυτές οι γλωσσικές τάσεις, προάγουν ίσα ίσα τη μονοτυπία, εκεί ακριβώς που, με τις ειλικρινέστερες και τις αγνότερες προθέσεις του κόσμου, επιζητούν να υπηρετήσουν την πολυτυπία.

Μόλις ένα χρόνο πριν, με τίτλο «Νέα από τον χώρο της μόδας» (1.10.05), έγραφα για το ίδιο θέμα, παρεμπιπτόντως και για το ίδιο ρήμα, σε επιφυλλίδα που εστιαζόταν κυρίως στην αυξανόμενη χρήση δύο άλλων λόγιων ρημάτων, του μορφώνω και του πληρώνω (από το πληρώ). Και έλεγα, μάλλον έλεγαν τα παραδείγματα, ότι ισοπέδωση, άρα γλωσσική ένδεια, είναι το αποτέλεσμα της μονοτυπίας στην οποία οδηγεί η παλινόρθωση λόγιων τύπων, όταν μάλιστα επιβάλλονται στανικά και σε νεοελληνικές χρήσεις. Όντως, από το μορφώνω ιδίαν γνώμην στο «μορφώνω μια κατάσταση», με την έννοια του διαμορφώνω, και από το πάντως ζωντανότερο πληροί τους όρους στο «πλήρωσε το θέατρο», με την έννοια τού γέμισε, το γλωσσικό αίσθημα μοιάζει να έχει νεκρωθεί. Νεκρωθεί; αυτοκτονήσει είναι το σωστό, αφού έχουμε να κάνουμε με εμπρόθετη, σχολαστικά υπολογισμένη χρήση.

Το περίεργο (;) στην ιστορία είναι ότι το λαμβάνω, αντίθετα με τα ρήματα μορφώνω και πληρώνω, είναι εξόχως απροσάρμοστο, που μόνο σαν «ελλειπτικό» διατηρούνταν έτσι κι αλλιώς, χωρίς δηλαδή όλους τους χρόνους του ή όλα τα πρόσωπα ενός χρόνου. Κοινότατος και ομαλός ήταν και είναι ο αόριστος: έλαβα, έλαβες, η προστακτική, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις: λάβετε θέσεις, λάβε τα μέτρα σου, ενώ ο ενεστώτας είχε προ πολλού μεταπλαστεί σε λαβαίνω, από το οποίο λ.χ. έχουμε το καταλαβαίνω, άσχετο βεβαίως προς το καταλαμβάνω (χώρο). Από το λαβαίνω άλλωστε αποκτήσαμε και παρατατικό: λάβαινα, λάβαινες κτλ. Επικίνδυνη ζώνη ήταν όμως μέχρι πρόσφατα, σε νεοελληνικό εννοείται λόγο, ο παθητικός αόριστος: ελήφθην, ελήφθητε (με εξαίρεση π.χ. το συνθηματικό «ελήφθη, όβερ», υπέροχη συνάντηση της ιερής αρχαιοελληνικής με την επάρατο αγγλική!).

Τώρα ο γλωσσικός καθαρισμός (αυτό δεν είναι η καθαρεύουσα;) απορρίπτει κάθε εναλλακτικό, ομαλότερο τύπο, και επιστρέφει στον «καθαρό»: λαμβάνω και ελάμβανα, και με την άτονη συλλαβική αύξηση δηλαδή, που η νεοελληνική την έχει ουσιαστικά καταργήσει (εγύριζα= γύριζα). Και δεν έγινε από σεβασμό στον λόγιο τύπο η διατήρηση της αύξησης, όταν αλλού, μάλλον στα ίδια ακριβώς χωράφια, ανθούν ψευδοαπλοποιήσεις και υβρίδια τού τύπου «δονείτο», ίσα για να κρατηθεί δηλαδή το καθαρεύον σήμα κόντρα στην τάση εξομάλυνσης και προσαρμογής την οποία αντιπροσωπεύει το δονούνταν στη νεοελληνική γραμματική (ναι, και στου Μπαμπινιώτη –το επισημαίνω για τους όπου και όσο τούς συμφέρει μπαμπινιωτικούς).

1. Με το λαμβάνω λοιπόν παρατηρούμε εκτόπιση, προγραφή θα έλεγα καλύτερα, του ρήματος παίρνω (συνώνυμο το θέλουν βεβαίως τα λεξικά), θαρρείς και το επέβαλε κάποια αόρατη εγγραφή στον ουρανό, «Εν τούτω νίκα», ενώ άλλη, κρυφή αλλά αυστηρότατη εντολή, κυρίως προς διορθωτές, απαγόρεψε τη χρήση του κοινότατου ρήματος παίρνω, που άγνωστο ποιος, πότε, πού και γιατί το θεώρησε, φαίνεται, μαλλιαρό:

Ξεκινώ με τα εξωτερικώς ομαλά, του αορίστου χρόνου, που έστω ότι μπορεί (αλλά προς τι τάχα;) να εναλλάσσονται με τον αντίστοιχο τύπο τού παίρνω, αρκεί να έχουμε κάθε φορά αίσθηση του επιπέδου:

έλαβε προθεσμία για να απολογηθεί· έλαβαν εξιτήριο· έχετε λάβει πολύ καλές κριτικές (=δεχτεί)

έλαβε άδεια από το στρατό: πότε όμως το είπε κάποιος έτσι, σ’ όλη του τη θητεία, ο ίδιος ή η μάνα του, που περίμενε πώς και πώς να πάρει άδεια το παιδί απ’ το στρατό; Ή πότε είπε κανείς: «άντε να ’ρθει το καλοκαίρι, να λάβω την άδειά μου, να σηκωθώ να φύγω»; Και μια και μιλάμε για άδεια: «έλαβε» κανείς άδεια απ’ τη σημαία;

το κανάλι έλαβε πάνω από 200 τηλεφωνήματα, και δεν χρειάζεται καν το «μαλλιαρό» ρήμα παίρνω --ή είναι πάλι "μαλλιαρό" αν δέχτηκε τηλεφωνήματα; Και το παίρνω τηλέφωνο τι θα γίνει; «λαμβάνω τηλέφωνο»; Υπερβάλλω πια και προβοκάρω; Λίγη υπομονή, κι εδώ είμαστε.

Αλλά οι άλλοι χρόνοι;

είναι η πρώτη φορά που λαμβάνω σημείωμα

πάντα λάμβανε μεγάλα ποσοστά· ο στρατός ελάμβανε την εντολή να προχωρήσει· δεν τον ελάμβαναν σοβαρά υπ’ όψη τους.

2. Όμως, πέρα από τη «νόμιμη», έστω εξ αδρανείας, χρήση του, το λαμβάνω βρίσκεται να καμαρώνει ακόμα και σε ανεπίσημο, λαϊκότερο λόγο, όπως στο εναρκτήριο παράδειγμα, πλάι στο μπουχτίζω. Εδώ είναι η ισοπέδωση που έλεγα, η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα σε διαφορετικά εκφραστικά επίπεδα, στοιχείο απολύτως καίριο γι’ αυτό που χαρακτηρίζεται ύφος, δηλαδή γι’ αυτό που είναι εντέλει γλώσσα:

η Χ λαμβάνει καταλόγους και τσακίζει τις σελίδες που με ενδιαφέρουν, διάβασα σε υπότιτλο χιουμοριστικής σειράς στην τηλεόραση!

Εδώ είναι και η νεκρανάσταση του αμιγώς καθαρευουσιάνικου (και εκ της γαλλικής) λαμβάνω χώραν:

την ώρα που το κακό λάμβανε χώρα σε αλλουνού την επικράτεια· η συζήτηση ελάμβανε χώρα στο εξωτερικό

–αυτή η δράση αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς λαμβάνει χώρα εκτός συνόρων
: όμως η δράση έτσι κι αλλιώς δεν λαμβάνει χώρα. Απλούστατα, η ψυχαναγκαστική πλέον χρήση τού λαμβάνω, η έξοδος δηλαδή από το γλωσσικό αισθητήριο, οδηγεί σε γενικότερη σύγχυση και εκφραστική αδυναμία.

Κοινώς ελληνικούρες

3. Είναι κάτι αναπόφευκτο, περίπου νομοτελειακό. Μόλις διαβούμε τα όρια του αισθητηρίου μας, παρ’ όλες τις προσευχές και τις χοές στα είδωλα και τα τοτέμ της Διαχρονίας και της Μιας και Ενιαίας, δουλεύουμε με άγνωστα και δύσχρηστα υλικά. Έτσι, κι αν έστω προς στιγμήν λησμονήσουμε το μείζον, που είναι η άρνηση, όπως είπα, της εξέλιξης της γλώσσας, ύβρις που τιμωρείται με το αντίθετο απ’ ό,τι επιδιώκουμε, με την ισοπέδωση και τη μονοτυπία, αν λέω λησμονήσουμε το μείζον, πλέον το επιμέρους, σε επίπεδο «ταμείου», είναι απλώς ελληνικούρες. Όπως τον «παλιό καλό καιρό», με την καθαρεύουσα, την τεχνητή δηλαδή γλώσσα που μοιραία γεννούσε τέρατα –ή επέτρεπε τέρατα, για να θυμηθούμε την άλλη βασική παράμετρο αυτής της ιδεολογίας, όπου χρησιμοποιούνταν ακριβώς ψεύτικη γλώσσα, κυρίως για να κρύψει την κενότητα ή να παραπλανήσει (π.χ. γλώσσα της πολιτικής, γενικά της εξουσίας), άλλοτε απλώς για να θαμπώσει (βλ. π.χ. τη ζουράρειο «καλλίπυγον μαγωδία», που μεταφραζόμενη σημαίνει κάτι σαν παντομίμα με ωραίους γλουτούς!).

Έτσι, στο προκείμενο, το λαμβάνω έφτασε να αντικαθιστά διάφορα άλλα, άσχετα ρήματα, έγινε ρήμα πασπαρτού, που με την καθαρεύουσα αίγλη του και τα νεοαποκτηθέντα εύσημα γλωσσικής ευπρέπειας καλείται να βολέψει την αδυναμία ή απροθυμία μας να βασανίσουμε το μυαλό μας λίγο παραπάνω:

ο Μπρίττεν έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές· εξαιτίας της ελλιπούς φροντίδας που έλαβε ο Χ…: ούτε έλαβαν ούτε βέβαια και πήραν· αυστηρώς και μόνο δέχτηκαν·

οι απίστευτες αντιδράσεις που λαμβάνω με έκαναν να δημιουργήσω τα τρικ που κάνω τώρα, (μετέφρασαν πως) είπε ο μάγος Κόπερφιλντ, αλλά δεν λαμβάνει κανείς ούτε παίρνει αντιδράσεις (δείτε με την ευκαιρία πώς αναδεικνύεται το λάθος, μόλις μεταφραστεί η καθαρεύουσα σε κοινή γλώσσα), απλώς δέχεται κτλ. αντιδράσεις· εδώ, αν μάλιστα ήθελε κανείς λογιότερο επίπεδο: οι αντιδράσεις που / τις οποίες εισπράττω / συναντώ, οι αντιδράσεις των οποίων γίνομαι αποδέκτης κτλ.

μόλις έλαβα τη θέση μου στα πρώτα καθίσματα με γυαλιά ηλίου: εδώ το ύφος απαιτούσε κάτι σαν: μόλις έπιασα θέση…, μόλις στρώθηκα

τιμωρήθηκε με… επειδή συνελήφθη να πίνει αλκοόλ στην παραλία και θα ελάμβανε το υπόλοιπο της ποινής του μόλις συνερχόταν, αλλά αυτό είναι από μετάφραση, άρα αμετάφραστο εδώ!

Με αυτά τα ελάχιστα που χώρεσαν σήμερα, και τα πολύ περισσότερα που θα βρείτε αν παρακολουθήσετε ειδικά τον Τύπο, το λαμβάνω μοιάζει να κατέχει τη θέση νούμερο ένα στο top ten της μόδας. Κι αυτό είναι ίσως και η παρηγοριά, πως σύντομα θα περάσει. Θα το «λάβει» το ρέμα, θα το «λάβει» ο ποταμός.

buzz it!

Η αντοχή των υλικών

Τα Νέα, 4 Φεβρουαρίου 2006

Ο Κριαράς δίδαξε γράμματα από την έδρα του στο πανεπιστήμιο και μέσα από το εργαστήρι του Λεξικού του· και ήθος με τη στάση του απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με τους ανθρώπους

Ο αιωνόβιος μαχητής Εμμ. Κριαράς, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Επικοινωνίας και MME του Πανεπιστημίου Αθηνών, επάνω, και κάτω ο πρύτανης Γ. Μπαμπινιώτης

το πλήρες κείμενο:

Εργατικός, μαχητικός, πάντα δοτικός και γενναιόδωρος διανύει το εκατοστό έτος της ηλικίας του ο Εμμανουήλ Κριαράς, δάσκαλος του γένους έστω και μόνο για το μνημειώδες έργο του, το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669).

Ο Εμμανουήλ Κριαράς, κορυφαία μορφή του ύστερου δημοτικισμού, σφράγισε με το έργο του την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ολόκληρο αιώνα, τον 20ό, ενώ συνεχίζει ακάματος, πάντα το ίδιο παραγωγικός, στον 21ο. Με σπάνια εγρήγορση και σπάνια ανακλαστικά στάθηκε ανυποχώρητος στον αγώνα πρώτα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, στην προάσπιση έπειτα βασικών κεκτημένων, και πάντα στον συνεχή αγώνα για τη διάδοση, τη μελέτη και την καλλιέργειά της –γιατί δεν έπρεπε «να αφήσομε να μας κυριέψει υπερβολική αισιοδοξία» (1975).

Γεννημένος το 1906, καθηγητής μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης από το 1950 ώς το 1968, οπότε απολύθηκε από τη χούντα, ομότιμος τώρα καθηγητής, έγινε τις προάλλες (24/1) επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στο πλουσιότατο έργο του Κριαρά, μελέτες γύρω από τη βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία, κριτικές εκδόσεις κειμένων της δημώδους μεσαιωνικής γραμματείας, μονογραφίες για μεγάλες μορφές του δημοτικισμού και εξαντλητικά κείμενα για τη χρήση της δημοτικής, δεσπόζει το Λεξικό της Μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, μοναδικό έργο για την αναζήτηση των πηγών της σημερινής γλώσσας, σε 14 μέχρι στιγμής τόμους, που φτάνουν ώς το λήμμα παραθήκη (ενώ κυκλοφορεί και μια δίτομη επιτομή τού έως τώρα έργου).

Όμως, το άλλο πόδι με το οποίο πατά γερά στην Ιστορία ο Εμμ. Κριαράς είναι το έργο για την ανάδειξη, την καθιέρωση και την προάσπιση, όπως είπα παραπάνω, της δημοτικής –το έργο, και ίσως ίσως, θα τολμήσω να πω, πιο πολύ η παρουσία, η παρουσία στις επάλξεις, με συνεχείς παρεμβάσεις, ιδίως από τη μεταπολίτευση και δώθε, και μάλιστα στην τελευταία μάχη του γλωσσικού, αυτήν που ξέσπασε μετά τη μεταρρύθμιση Ράλλη τού 1976 και την καθιέρωση της δημοτικής, και πιο πολύ μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την καθιέρωση του μονοτονικού.

Δοσμένος σ’ αυτή την υπόθεση ζωής, με τις μελέτες του για τους πατέρες του δημοτικισμού «θέλησε να μνημειώσει το έργο τους, να κρατήσει ζωντανή την παράδοση, σε μια εποχή που, απ’ ό,τι φαίνεται, χρειαζόταν μνήμες», όπως είπε ο επίκουρος καθηγητής γλωσσολογίας Σπύρος Μοσχονάς κατά την αναγόρευση του Κριαρά σε επίτιμο διδάκτορα, υπογραμμίζοντας τον «αφιερωματικό χαρακτήρα που έχει συχνά το έργο του»: «έργο για το έργο άλλων». Η ίδια αφοσίωση τον κράτησε εγρήγορο μαχητή στα καθημερινά πια δρώμενα γύρω από τη γλώσσα, με συνεχή άρθρα, σημειώματα, επιστολές, την επομένη κιόλας μιας δημοσίευσης!

Αυτή την παρουσία θα ’θελα να τονίσω προσωπικά, με όλο μου τον υποκειμενισμό εννοώ. Αυτήν που αφήνει προς στιγμήν το μείζον έργο, τα λεξικά και τις ειδικές μελέτες, για να καταπιαστεί με τα μικρά, με τα μικρά των μικρών ανθρώπων, που μπορεί όμως να κάνουν κακό μεγάλο, καθώς μιλούν τη γλώσσα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, και κολακεύουν το κοινό και τα πιο ταπεινά του ένστικτα, εθνοφυλετικά, διάβαζε ρατσιστικά, κ.ά., υποθάλποντας φόβους για την τύχη της γλώσσας και του περιούσιου γένους. Αυτή την παρουσία θεωρώ ύψιστη γενναιοδωρία και διδαχή.

Γιατί ο Κριαράς δίδαξε γράμματα και ήθος τον αιώνα και το γένος, δίδαξε γενεές μαθητών, ίσως όχι τόσο από την έδρα του στο πανεπιστήμιο όσο μέσα από το εργαστήρι του Λεξικού του. Και πιο πολύ ακόμα με το ήθος και τη στάση του απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με τους ανθρώπους. Και αφάνταστα γενναιόδωρος στον έπαινο και τον καλό το λόγο, ακόμα και σε μη οικείους του, τόσο που να σε φέρνει σε δεινή αμηχανία. Πώς να του ανταποδώσεις τη δωρεά, του έργου και της στάσης;

Παλαιάς κοπής καθαρευουσιάνοι και μεταμοντέρνοι αριστερογενείς «υπεργλωσσικοί» τον χαρακτήρισαν συχνά, όπως συλλήβδην πια τους δημοτικιστές, «παλαιοδημοτικιστή» και «ρυθμιστή», εννοώντας τη ρύθμιση σαν ύβρη, βλέποντας δηλαδή στο τεράστιο παιδευτικό του έργο ό,τι έφταναν να δουν, μια δασκαλίστικη βέργα. Αλλά και έτσι, τάχα, απέναντι στον ανιστόρητο χαρακτηρισμό του «παλαιοδημοτικιστή» θα ξαναπώ ότι ο «παλαιοδημοτικισμός», και ο μαλλιαρισμός ακόμα, κοιτούσε πάντως μπροστά: ίσως πήγαινε πιο μπροστά από την ίδια τη γλώσσα (έχει και ρίσκο η πρωτοπορία!), βάδιζε όμως πάντοτε σε δρόμους τους οποίους έδειχνε ήδη η γλώσσα, προς την κατεύθυνση εννοώ της εξομάλυνσης, αυτής που ανέκαθεν καθοδηγεί τη γλώσσα (κάθε γλώσσα). Υπηρετούσε δηλαδή τη συνέχεια, αντίθετα από τον λογιοτατισμό που, σταθμεύοντας στα παλαιά, αρνιόταν στην πράξη τη συνέχεια ακριβώς της γλώσσας!

Απέναντι σ’ αυτούς δεν χαρίστηκε ποτέ ο Κριαράς, δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ τον πολύτιμο χρόνο του, δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω: είτε απέναντι στους παλαιότερους και απροκάλυπτους εχθρούς της γλώσσας είτε απέναντι στους νεότερους, τους «τάχα αντικειμενικούς μελετητές (“πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής”)», σε κείμενο π.χ. του 1976, όπου φωτογραφίζεται στην παρένθεση, με τον τίτλο έργου του, ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος «ανήκει στους χτεσινούς οπαδούς της καθαρεύουσας που εγκατέλειψαν το στρατόπεδο χωρίς όμως και να προσέλθουν στο αντίθετο» (1979, τώρα στο Η σημερινή μας γλώσσα, σ. 160).

Ποτέ δεν χαρίστηκε ο Κριαράς. Πάντοτε όμως χάριζε. Και μας χαρίζει. Κόσμο ολόκληρο εντέλει, για να επιστρέψω στον Σπ. Μοσχονά, που η παρουσίασή του είχε τίτλο «Εμμανουήλ Κριαράς, “Ο αρχειοθέτης”»: «Αρχειοθέτης είναι εκείνος που αποκαλύπτει έναν κόσμο, που ενώνει με μία γραμμή σημεία απομακρυσμένα και ασύνδετα, είναι συνεπώς αυτός που δημιουργεί έναν κόσμο».


Σημείωση: ο μικρός και απρεπής

Στην τελετή αναγόρευσης του Εμμ. Κριαρά σε επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Αθήνησι, στις 24 Ιανουαρίου, τη μέρα με τα χιόνια, η προσφώνηση έγινε από τον πρύτανη του πανεπιστημίου, τον Γ. Μπαμπινιώτη. Είχε έτσι πολλαπλό ενδιαφέρον η συνάντηση δύο κόσμων και δύο ιδεολογιών. Και ήταν αφειδώλευτος ο έπαινος του πρύτανη προς τον αιωνόβιο πλην θαλερότατο δάσκαλο, που «πάντα υπεράσπιζε τις ιδέες του» (κι ας μην είχαν όνομα οι ιδέες αυτές)· κατέληξε όμως σε μισή, άρα αν μη τι άλλο παραπλανητική, παραδοχή: «Με τον τιμώμενο, δεν θα το κρύψω, είχαμε και κάποιες διαφωνίες» παραθέτω από μνήμης τα λόγια του κ. Μπαμπινιώτη· «όμως ήταν ουσιαστικά διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο»! Μπορεί άραγε να συρρικνωθεί, να μετατοπιστεί και να μετονομαστεί έτσι η διάσταση δύο κόσμων, όπως είπα, και δύο ιδεολογιών; Και με την ιταμή ισοπέδωση σε «διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο», όπου έτσι υπονοείται ότι ο –καθ’ ύλην αρμόδιος– γλωσσολόγος φυσικά είχε το δίκιο!

buzz it!

11/5/08

Το καρκινογόνο αντιγριπικό

Τα Νέα, 8 Ιουλίου 2006

Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει κάποιες δεξιότητες του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η σχολική πράξη, σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τον λόγο τον έχει η ψυχοπαιδαγωγική


Αποτελεί κοινό τόπο ότι το είδος των ερωτήσεων ή ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται, και το δείγμα στο οποίο απευθύνονται ή το δείγμα το οποίο χρησιμοποιείται σε μια δημοσκόπηση, και αναλόγως σε μια έρευνα ή ένα πείραμα, μπορούν να φαλκιδεύσουν και κυρίως να καθοδηγήσουν την κοινή γνώμη, αυτή την οποία υποτίθεται ότι θέλουν να διερευνήσουν.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τον σοβαρότατο αυτό κίνδυνο, της καθοδήγησης, της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, οφείλουμε να καθυστερήσουμε στην έρευνα Τσέγκου, μια έρευνα που διαφορετικά, όπως ήδη ανάγγειλα κι όπως θα δείξω στο τέλος, θα έπρεπε να την αφήσουμε να ανθεί στον συγκεκριμένο χώρο όπου φύτρωσε, για να μην πω ακόμα εκεί που μαγειρεύτηκε.

Από τον «κανόνα» λοιπόν αυτού του τύπου δημοσκοπήσεων και ερευνών δεν ξέφυγε η έρευνα της ομάδας Τσέγκου, μια έρευνα για τη σωτήρια επίδραση του πολυτονικού στην ψυχική υγεία, ούτε λίγο ούτε πολύ, του μαθητή! Ιδού τι δήλωσε ο επικεφαλής (Καθημερινή 5.3.06), ότι ξεκίνησε την έρευνα επειδή «υποψιαζόταν» πως η «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες», και με δεδομένη τη «γενικότερη γλωσσοπενία» (ένα βήμα δηλαδή πιο πέρα κι από την περιλάλητη «λεξιπενία»!), μπορεί να οφείλεται «στην αυθαιρέτως επιβληθείσα γλωσσική απλοποίηση του 1982». Η ειρωνεία είναι πως το ιδεολογικό αυτό μανιφέστο ακολουθείται από τη φράση: «Και επειδή δεν συνηθίζουμε να ιδεολογικοποιούμε, σκεφτήκαμε να συγκρίνουμε…» κτλ.

Ώσπου να τελειώσουμε με το ακριβές ιδεολογικό στίγμα της έρευνας και του χώρου στον οποίο καλλιεργήθηκε, χρειάζεται να συμμαζέψουμε όσα είδαμε και στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες (βλ. τώρα εδώ και εδώ).

Η ομάδα Τσέγκου λοιπόν διατείνεται ότι συγκρίνει δύο φαινομενικά ή αρχικά ίσες ομάδες παιδιών, παιδιών δηλαδή με ίσες ευκαιρίες, παρεισάγει όμως εξαρχής μια θεμελιώδη ανισότητα, αφού στη μία ομάδα δίνεται μια επιπλέον ευκαιρία, με τη μελέτη ενός επιπλέον γνωστικού αντικειμένου, εν προκειμένω αρχαίων και πολυτονικού δύο ώρες τη βδομάδα. Όμως αυτό το «επιπλέον» είναι ο δυναμίτης για όποια επιστημοσύνη, μεθοδολογία, και λογική, άρα αξιοπιστία της έρευνας! Αφού μοναδικός όρος θα ήταν να διδάσκεται και η ομάδα των «μονοτονικών» δύο ώρες παραπάνω, οτιδήποτε, έστω (ή μακάρι) επιπλέον νέα ελληνικά!

Τίθεται «ζήτημα ηθικής και μεθοδολογικής τάξης», καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε «ότι η εμπλουτιστική μας παρέμβαση έχει αποτελέσματα, χωρίς μια άλλη εξίσου εμπλουτιστική αλλά άσχετη ως προς το ζητούμενο δραστηριότητα να έρθει να εξειδικεύσει τα αποτελέσματα», τονίζει ο καθηγητής ψυχιατρικής Θανάσης Τζαβάρας (Καθημερινή 11.12.05). Όμως την εξωσχολική αυτή δραστηριότητα την είχαν, λέει, «προαποφασίσει τα παιδιά, ή οι γονείς, χωρίς εξωτερική, δική μας, εμπλουτιστική παρέμβαση», απάντησε, άρα δεν κατάλαβε και δεν απάντησε στην ουσία, ο κ. Τσέγκος (Καθημερινή 5.3.05).

Μήπως την καταλάβει με άλλα λόγια, όπως τη διατυπώνουν φερειπείν οι αρμοδιότεροι στο γλωσσικό επιστήμονες; «Οποιαδήποτε επιπλέον δραστηριότητα στην οποία θα υποβαλλόταν η μία ομάδα των μαθητών, π.χ. περισσότερες ώρες διδασκαλίας μαθηματικών ή μουσικής, θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα την εμφάνιση στατιστικά σημαντικής διαφοράς σε κάποια δοκιμασία δεξιοτήτων» γράφει η καθηγήτρια γλωσσολογίας Άννα Ιορδανίδου (Βήμα 14.5.06).

«Θα μπορούσαν τα παιδιά» γράφει και ο Σπύρος Μοσχονάς (Καθημερινή 7.2.06) «να διδάσκονται από την πρώτη δημοτικού μία ξένη γλώσσα [...]. Και πάλι, υποθέτουμε, θα έδειχναν βελτίωση όχι μόνο των οπτικοαντιληπτικών αλλά και των γλωσσικών δεξιοτήτων τους [γιατί σε γλωσσικές δεξιότητες η έρευνα Τσέγκου δεν ευτύχησε να έχει διόλου ευρήματα, είτε σε επίπεδο λεξιλογίου είτε σε επίπεδο «εκφραστικών ικανοτήτων» –σημ. δική μου], αφού η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας αποδεδειγμένα ενισχύει τη φωνολογική και εν γένει τη γλωσσική συνειδητοποίηση και της μητρικής γλώσσας.

»Ας επαναλάβει λοιπόν ο Τσέγκος και οι συνεργάτες του το ίδιο πείραμα με μία ξένη γλώσσα αντί των αρχαίων. Θα έπρεπε τότε, με τον ίδιο συλλογισμό, να αποδεχτούν το ανακόλουθο συμπέρασμα ότι η εκμάθηση της ελληνικής πρέπει να αντικατασταθεί από την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας».

Θα ήταν πια ψιλά γράμματα να επισημάνει κανείς, από μιαν άλλη άποψη, ότι ακριβώς το γεγονός πως τα παιδιά ή οι γονείς είχαν προαποφασίσει, έχει τεράστια σημασία –και πάντως για τα δεδομένα της έρευνας σημαίνει περίπου κατασκευασμένο, «στημένο» δείγμα. Γιατί η συνειδητή επιλογή της εξωσχολικής δραστηριότητας, όπως το χόμπι κάποιου, σημαίνει αν όχι πάντοτε προδιάθεση, έφεση, κλίση, οπωσδήποτε θέληση, αποφασιστικότητα. Κι αυτό είναι καθοριστικό για την πορεία και τα πορίσματα της έρευνας αλλά και, ιδιαίτερα, για τους όποιους παραπέρα στόχους. Όμως, ακόμα κι αν δεχτούμε προς στιγμήν τα πορίσματα αυτά, πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει τις όποιες δεξιότητες του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η αξιοποίηση των πορισμάτων αυτών σε επίπεδο σχολικής πράξης, σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τον λόγο τον έχει η ψυχοπαιδαγωγική –αν αγνοήσουμε δηλαδή και πάλι τη γλωσσολογία.

Επίσης, αν δεχτούμε, ξαναλέω, τα πορίσματα της έρευνας και πούμε ότι ο κ. Τσέγκος ανακάλυψε ένα φάρμακο, μήπως θα ’πρεπε, επιστήμονας άνθρωπος, γιατρός, να περιμένει λίγο προτού βγει στη γύρα, να ελέγξει για τυχόν παρενέργειες μακροπρόθεσμα; Προσωπικά, με όσα κατά καιρούς έχω εκθέσει για το θέμα, θα έλεγα ότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν ίσως ευρέθη όντως αντιγριπικό, φοβάμαι ότι είναι καρκινογόνο –αυτό τουλάχιστον μας δείχνει μέχρι τώρα η ιστορία της εκπαίδευσης κοντά δύο αιώνων.

Το στημένο παιχνίδι

Όμως η έρευνα-στοίχημα ήταν σαφώς αγώνας ιδεολογικός, μάλιστα λυσσαλέος, όπως μαρτυρείται άμεσα από τον εμπνευστή της έρευνας, από τα λίγα που είδαμε εδώ, από τα πολλά που λέει στο βιβλίο του, στις συνεντεύξεις του, ή σε εκπομπές και ημερίδες της Εκκλησίας, αλλά και όπως μαρτυρείται έμμεσα, από το ύφος πια με το οποίο τα λέει, ύφος και λεξιλόγιο που δείγματά τους είδαμε στο προηγούμενο.

Παραταύτα, το μείζον δεν είναι αυτό, ακόμα και οι ιδεολογικοποιήσεις δηλαδή, ούτε κι ο λυσσαλέος χαρακτήρας. Το μετερίζι όμως είναι μείζον.

Η ομάδα λοιπόν των «πολυτονικών» που πήγε και βρήκε ο Τσέγκος είναι ομάδα «προσκόπων», παιδιά που θέλησαν να μάθουν ή τα στείλαν οι γονείς τους, καλά να μάθουν πολυτονικό κι αρχαία, αλλά πού; Στην Ελληνική Αγωγή!

Έστιν ουν Ελληνική Αγωγή, σύλλογος, σωματείο ή κάτι τέτοιο, που διευθύνεται από τον γνωστό εσχάτως εκπρόσωπο του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, από ετών αφρισμένο ρήτορα πολύωρων εκπομπών στα διάφορα παρακάναλα, ετυμολόγο τού τύπου «η αλς [η αρχαία θάλασσα] είναι λέξη ηχοποίητη, επειδή η θάλασσα ακριβώς κάνει αλς, αλς», και το πέλαγο ομοίως, γιατί κάνει κάτι σαν πλ, πλ (συγνώμη, αυτό δεν το συγκράτησα καλά), πλάι δηλαδή ή, άντε, ένα μόλις βήμα δώθε από τους ευθέως ουφολόγους Λιακόπουλο και σία. Και με εξέχουσα διδασκάλισσα την κυρία Τζιροπούλου-Ευσταθίου, γνωστή κι αυτήν από τις ίδιες εκπομπές και από πλούσιο, τέτοιου επιπέδου συγγραφικό έργο.

Δηλαδή, από ένα ευρύτατο φάσμα ιδεολογικών απόψεων και χώρων, από την αριστερά ώς τη δεξιά, και από ένα ευρύτατο φάσμα επιστημονικών απόψεων και χώρων, ο κ. Τσέγκος ούτε στάθηκε ούτε άγγιξε. Πήγε με ζήλο αμέσως παραδίπλα, στο άλσος και τα τεμένη τού παρα-, της παραεπιστήμης και της παραετυμολογίας, στα παρακάναλα με τα θολά νερά τους, θολά όσο να μη φαίνεται από τη μια η απουσία ίχνους επιστήμης, από την άλλη η παρουσία ίσα ίσα ιδεολογίας, χρώματος αυστηρά συγκεκριμένου.

Εκεί έτρεξε να μάθει γράμματα, αφού δήλωσε αρχικά ανίδεος, ο κ. Τσέγκος, και την εν λόγω διδασκάλισσα ειδικά ευχαριστεί στο βιβλίο του, με μιαν άλλη ακόμα, «με τις οποίες συνεννοηθήκαμε αμέσως» γράφει, «χωρίς να χρειασθεί να ανταλλάξουμε ιδεολογικοπολιτικά επισκεπτήρια».

Εμείς όμως, από κάποια όρια και πέρα, ανταλλάσσουμε, υποχρεωτικά.

Για να τελειώνουμε: μολονότι έχει μεγάλη σημασία ότι το πολυτονικό δεν το στηρίζουν –για λόγους επιστημονικής ουσίας και όχι πρακτικούς– ακόμα και συντηρητικοί γλωσσολόγοι όπως ο Μπαμπινιώτης, υποστηρίζεται οπωσδήποτε από ευρύ φάσμα ανθρώπων, από τη δεξιά ώς την αριστερά.

Ε, πέρα από κάποια όρια, πολιτικά και επιστημονικά, διάλογος δεν νοείται.

buzz it!

9/5/08

στις επάλξεις [10] ή η Αργυρού και η κακή μαθήτρια Μαρία Χούκλη



1. «Οι εκδόσεις [τάδε] και τo βιβλιοπωλείο [τάδε] παρουσιάζουν το βιβλίο της Αργυρούς Πιπίνη [τάδε] το Σάββατο 10 Μαΐου στις 12.30»

και θυμήθηκα κάποια μελέτη «της καθηγήτριας της Iατρικής κ. Αργυρούς Φασουλάκη, Διευθύντριας της Α' Κλινικής Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών»

διαβάστε τη συνέχεια...

και σκέφτηκα πως θέλησαν κι οι δυο να ξορκίσουν έτσι, μάλλον να ξεπεράσουν το επίθετό τους –αλλά και το ίδιο το «λαϊκό» όνομά τους

και σκέφτηκα πως την κατηγορία εδώ «γλωσσική συντήρηση» πρέπει να τη μετονομάσω σε «γλωσσικό κρετινισμό»

και θυμήθηκα και τη συζήτηση με άλλον μπλόγκερ εδώ που πίστευε πως η γενική σε -ούς σε λαϊκά ονόματα μαρτυρεί απλώς ειρωνική χρήση

άντε να πει τώρα στη Φασουλάκη και την Πιπίνη πως ειρωνεύονται τον εαυτό τους

γιατί κοτζάμ καθηγήτρια δεν μπορεί παρά μετά λόγου γνώσεως [γνώσεως; θρη λιτλ μπερντς γουέρ σίττιν] να επέλεξε τη γενική του ονόματός της –για την ακρίβεια να άλλαξε τη γενική του ονόματός της

μήπως όμως, σκέφτηκα, πλάι στη Φασουλάκη, πήρε η μπάλα και την Πιπίνη; Μήπως τη γενική τής την άλλαξαν οι εκδόσεις τάδε και όχι η ίδια, οπότε την αδικώ; Μπα, πάω στο ίντερνετ και βλέπω πως και κάποιο άλλο βιβλίο «της Αργυρούς Πιπίνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις [τάδε], φιλοξενεί το Βιβλιοπωλείο [τάδε]…»

2. «ο τρόπος που μεταφέρονται, μεταγάγονται [οι κρατούμενοι]» είπε κάποιος δημοσιογράφος στην πρωινή εκπομπή της Π. Τσαπανίδου στη ΝΕΤ, 6.5.08, αναφερόμενος στο πρόσφατο αιματηρό φιάσκο της ΕΛΑΣ

αλλά εδώ, κοτζάμ μαθήτρια του Πρύτανη, η συμπαθέστατη πάντως Μαρία Χούκλη, είπε κάποτε πως «ο καθετήρας εισάγεται, με συγχωρείτε: εισαγάγεται στην αορτή» (31.1.06).

Η μαύρη αλήθεια είναι πως τα ρήματα σε -άγω βάζουν τρικλοποδιά ακόμα και σε φιλολόγους, και σε καθηγητές πανεπιστημίου, παρακαλώ, και πιο πολύ αστειεύομαι παρά σοβαρολογώ στην περίπτωση της Χούκλη· στο πρώτο παράδειγμα όμως, το «μεταγάγονται», το πρόβλημα δεν είναι τόσο το λάθος με το ρήμα σε -άγω, όσο η αυτοδιόρθωση του δημοσιογράφου, που θέλησε "επισημότερο" ρήμα αντί για το "κοινό" μεταφέρονται (και ψώνισε από τα δυστροπότερα: γιά να 'χε να πεί "μετήχθη" κτλ.). Σαν τον Χατζηνικολάου που κι αυτός αυτομαστιγώθηκε όταν είπε πως οι τραυματίες μεταφέρθηκαν… –«με συγχωρείτε: διεκομίσθησαν» έσπευσε να διορθώσει τον μαλλιαρισμό του.

Και με πιάνει μια ζαλάδα, κάθε που αναγκάζομαι να [τους] κοιτάζω εκεί πάνω, ψηλά στις επάλξεις...

buzz it!

6/5/08

Η Κέλλυ Σακάκου και ο Λόγιος Βύρων, με ελαφρά καθυστέρηση

Κάπου θα πήρε κι εσάς το μάτι σας την Κέλλυ Σακάκου, γνωστή εκφωνήτρια των πρώτων εποχών της κρατικής τηλεόρασης, αφότου επανέκαμψε τα τελευταία χρόνια, στην ιδιωτική τώρα τηλεόραση, επιτυχής εκδοχή μικιμάους, εμφανισιακά και φωνητικά, να επιδίδεται σε ξεκατίνιασμα αξιώσεων σε πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Γιατί αξιώσεων; Γιατί η Σακάκου ακολουθεί ένα γλωσσικό, συν τοις άλλοις, σαβουάρ βιβρ, εκτοξεύοντας αυτάρεσκα και με κάποια ελαφρά περιφρόνηση προς τους αδαείς συνπανελίστες της λέξεις εξεζητημένες, που σπεύδει όμως να τις μεταφράσει –όχι τόσο για να επιμορφώσει τους παρακατιανούς όσο για να επιβεβαιώσει την υπεροχή της.

Είχα την τύχη, είναι πάνω από μήνας τώρα, να πέσω πάνω στην τελευταία φάση διαπληκτισμού με συνπανελίστα της, τον Πρόδρομο του πρώτου Μπιγκ Μπράδερ, αν θυμάμαι καλά. Κάτι φαλλοκρατικό είπε, φαίνεται, αυτός, κάτι τον μάλωνε η Σακάκου, κι αυτός συνέχισε λέγοντάς της: «Εδώ που τα λέμε, στα νιάτα σου πρέπει να ’σουν καλό γκομενάκι!» «Γιά σε παρακαλώ» ύψωσε τον τόνο τής –μικιμάους– φωνής της η Σακάκου· «άλλη φορά, προτού μιλήσεις, να σκέφτεσαι και να ορρωδείς!» Και επανέλαβε, ανεμίζοντας και πάλι το λάβαρό της: «Να σκέφτεσαι και να ορρωδείς!», κι αμέσως μετέφρασε: «δηλαδή να φοβάσαι και να ντρέπεσαι»!

Ωλ δε μάνεϊ, ω Κέλλυ Κέλλυ!

Και θυμήθηκα τον Λόγιο Βύρωνα, πρωτομάστορα της τεχνικής αυτής: όλοι θα ’χετε δει το βιντεάκι με τη γάνα και με τους Συβαρίτες πολιτικούς – «της τρυφηλότητος δηλαδή», όπως αυτοερμηνευόταν. Πιο πρόσφατο κέρασμά του, χωρίς μετάφραση τη φορά αυτή, το είδαμε από την εξαιρετική "Ελληνοφρένεια" (3.4.08), μαζί με άλλα του φληναφήματα, σε κάποια συνεστίαση πολιτικών του φίλων. Είπε, είπε, και ξαφνικά, νά και ψαλμός Δαβίδ:

«Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών» άρχισε να απαγγέλλει, και πέρασε στον σημαδιακό στίχο: «Κολληθήτω η γλώττα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σού μνησθώ…» κι εδώ φεύγει απ’ τον Δαβίδ, και πάει κρεσέντο η φωνή: «πατρίδα, δημοκρατία, ελευθερία, θρησκεία, κοινωνία ελληνική, με ιστορική συνείδηση και δύναμη οραματική για το μέλλον!»

Γουάου, Βύρων, γουάου.

Μικρολεπτομέρειες: «η γλώσσα μου» λέει ο ψαλμός, ε καλά, από μνήμης τα λέει, εκ περιουσίας, ο Λόγιος, πάντως το «γλώττα» κάνει έτι λογιότερον. Και «κολληθείη» λέει ο ψαλμός, «κολληθήτω» λέει κατηγορηματικότερος στον Όρκο του αυτό ο Βύρων. Όπου «κολληθείη» ίσον ευκτική, «κολληθήτω» ίσον προστακτική.

Ε, να του κολληθεί τότε!

buzz it!

3/5/08

Η Εκκλησία τώρα και εμείς

Τα Νέα, 3 Μαΐου 2008

Μόλις δυόμισι μήνες από την ενθρόνιση του Ιερώνυμου, και αισθάνομαι πως βγήκαμε επιτέλους από κάποιο πολυτελές, κιτσάτο και σίγουρα ύποπτο νυχτερινό κέντρο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Προβολείς και φωτορυθμικά, εκκωφαντική μουσική, σκάλες κυλιόμενες απ’ όπου κατεβαίνουν οι φίρμες, τουαλέτες με στρας και φτερά, ημίγυμνα μπαλετάκια, λουλουδούδες, μπράβοι επιδεικτικά κουμπουροφόροι, κλακαδόροι, κονσοματρίς βεβαίως, παρκαδόροι απ’ έξω για πανάκριβες λίμο και 4x4 –η μαφία της παραλιακής και της εθνικής μαζί, πολιορκημένος εσύ, ο περίοικος, να μην μπορείς να παρκάρεις, να μπεις στο σπίτι σου, να κλείσεις μάτι τη νύχτα.

Και ξαφνικά, ανοίγεις την εφημερίδα σου ή την τηλεόραση, και όχι, δεν έχεις μπροστά σου αδιάκοπα, κάθε μέρα, σαν από κρατικά ΜΜΕ ολοκληρωτικού καθεστώτος, υψωμένο αλαζονικά φρύδι και επιτιμητικό δαχτυλάκι, κάθε λογής ατάκες, φραστικά πυροτεχνήματα και τάχα μου ευφυολογήματα, και προπαντός αφοριστικό, μισαλλόδοξο λόγο –μπορείς πια και ν’ ανασάνεις.

Δεν έλειψαν ούτε θα λείψουν τα ράσα, που πλημμύρισαν αίφνης τις προάλλες τους δέκτες μας, με αφορμή το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, έλειψε όμως η καθημερινή, υποχρεωτική σίτιση, μάλλον ο υπερσιτισμός, με την παραμικρή συλλαβή που έβγαινε από το στόμα του αρχιεπισκόπου –του προηγούμενου.

Δεν ξέρω τι έκανε ή τι θα κάνει ο νέος αρχιεπίσκοπος. Ξέρω πως δε μας λένε συνέχεια, πως δεν ακούμε συνέχεια τι έκανε ή τι θα κάνει. Ακόμα και τα όσα έκανε στο ελάχιστο αυτό διάστημα τα μαθαίνουμε εκ των υστέρων, μια απλή είδηση, πως πήγε λόγου χάρη και είδε τη Μαριέττα Γιαννάκου στο νοσοκομείο, πως είχε συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό παιδείας και θρησκευμάτων κτλ. Έτσι απλά. Χωρίς καμπάνες να βαράνε, χωρίς κάμερες, πολυπληθείς συνοδείες αυλικών και –ξανά– κουμπουροφόρων.

Δεν ξέρω εν ολίγοις αν είναι και αν θα είναι καλός ή κακός. Βλέπω, κι αυτό είναι ήδη πολύ, ότι δεν έχουμε μπροστά μας ρόλο, έχουμε άνθρωπο –καλό ή κακό, το ξαναλέω, δεν ξέρω, πάντως άνθρωπο, «κανονικό», όπως λέμε, με κανονική φωνή, με κανονική έκφραση, που μιλάει κανονικά, κοιτάζει κανονικά, τον απέναντί του, κι όχι την Κάμερα και δι’ αυτής την Ανθρωπότητα, την Ιστορία. Κοντολογίς δεν υποδύεται τον εαυτό του, το αξίωμά του, παρά είναι –ό,τι είναι. Το τι ακριβώς, θα το δούμε.

Για την ώρα, προσωπικά απολαμβάνω το χαμήλωμα της μουσικής και των φώτων, χαλαρώνω καθώς ακούω τις πανηγυριώτικες μπάντες και τα τύμπανα του πολέμου όλο και πιο μακρινά, τα καταιγιστικά πυρά που αραιώνουν, το θίασο που αποχωρεί, και λέω, δώσε, Θεέ μου, να μην ξαναδώ το ανατριχιαστικά παγερό, ίδιο με του Κούγια, βλέμμα του τέως εκπροσώπου τύπου και διευθυντή του ραδιοφωνικού τους σταθμού, να μην ξανακούσω τον αμετροεπή και ιταμό του λόγο, ή τον απροκάλυπτα χυδαίο του άλλου, του επικοινωνιολόγου. Όχι ότι θα πάψουν τάχα να υπάρχουν, αυτοί ή αντίστοιχοι και όμοιοί τους, αλλά να μην τους έχω, όπως είπα, αναγκαστική τροφή, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, στο τραπέζι μου, ή πάλι χωμένους στο κρεβάτι μου, σε κάθε γωνιά της προσωπικής μου ζωής: στο σπίτι τους δηλαδή πια αυτοί, κι εγώ στο δικό μου, ώστε από άλλη θέση, με άλλους όρους, να μπορεί να γίνει ο αναγκαίος διάλογος, η συνάντηση ή η αντιπαράθεση στον δημόσιο βίο.

Θα γαληνέψει αλήθεια το τοπίο; Θα μπουν εννοώ τα πράγματα στη θέση τους, η εκκλησία στη δική της, εμείς στη δική μας;

Οι οιωνοί μοιάζουν καλοί. Ήδη στην ενθρόνιση δεν είχαμε και τελετή στο Σύνταγμα, όπως το 1998, με τον σημερινό Αβραμόπουλο Νικήτα Κακλαμάνη να δίνει το κλειδί της πόλης στον αρχιεπίσκοπο, κι αυτός να κατεβαίνει έπειτα εν πομπή ώς τη Μητρόπολη με τα πόδια.

Και στον προχτεσινό επιτάφιο δεν είχαμε το ασεβές και διόλου αθώο σημειολογικά σόου, όταν ο Χριστόδουλος, με τα νώτα γυρισμένα από εξέδρας στη Βουλή, τη Βουλή την οποία είχε επανειλημμένα απαξιώσει, αυτήν και ό,τι αντιπροσωπεύει, εκφωνούσε σε πανελλαδική, απευθείας σύνδεση ημίωρο τουλάχιστον λόγο, λόγο κατά κανόνα διχαστικό, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πολιτικών και άλλων. Φέτος, η περιφορά του επιταφίου επανήλθε στα παλιά, ίσως και ακόμα λιγότερο μεγαλοπρεπής.

Θα τα καταφέρουν με τόσο λίγα μεγαλεία όσοι είχαν θαμπωθεί από τα λούσα και τα φώτα, όσοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Χριστόδουλου τον δικό τους αρχηγό, μάλλον τον υπεραρχηγό, που τους έσερνε τους άλλους απ’ τη μύτη, τυλιγμένους π.χ. σ’ ένα χαρτί με τρία τόσα, λέει, εκατομμύρια υπογραφές για τις ταυτότητες; Θα αντέξουν τη θρησκευτική σιγή όσοι συνεπαίρνονταν από τα κύμβαλα και τα μεγάφωνα με τα χιλιάδες ντεσιμπέλ;

Αμηχανία ήδη επικρατεί, στον θρησκευτικό αλλά και τον παραέξω κόσμο, καμιά φορά και δυσφορία, είναι σκληρό το ξεστόλισμα του πάλκου και της γιορτής, αλλά και πώς να αποτολμήσει να πει κανείς κάτι επικριτικό για κάποιες από τις πρώτες χειρονομίες του νέου αρχιεπισκόπου, που υπογραμμίζουν έστω έμμεσα την αντίθεση με το παρδαλόχρωμο παρελθόν: την απόφαση να εκποιήσει μερικές λιμουζίνες, να μην εγκατασταθεί στη βίλα του Ψυχικού, να περιορίσει τους σωματοφύλακες, ή να διώξει τις κάμερες από τις εκκλησίες κ.ά. Όμως: «Μας έβγαλε στα κανάλια, και γι’ αυτό τον αγαπάμε» είχε πει ευθέως στην τηλεόραση ένας ρασοφόρος για τον Χριστόδουλο, μετά το θάνατό του. Τώρα θα ξαναμαζευτούν; Και πώς να δεχτούν την αποχή του νέου αρχιεπισκόπου από δηλώσεις και συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, κι ενώ ξέρουν ήδη πως ήταν αντίθετος παλιά με τα συλλαλητήρια για τις ταυτότητες; Για «εσωστρέφεια» τον κατηγορούν, με μισή για την ώρα φωνή, πως θα χάσει η εκκλησία το ρόλο που είχε κερδίσει.

Αλλά και να μην ξεχνιόμαστε

Όμως η εκκλησία δε θα τον χάσει το ρόλο της, είτε έτσι είτε αλλιώς. Είτε με λίγα μεγαλεία δηλαδή είτε με πολλά. Ούτε και είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων, όπου αλλού θα μπορεί να τους μαζέψει ο Ιερώνυμος, αλλού όχι, καληώρα με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και τις λαθροχειρίες του Άνθιμου με τα περί πορνείας στην απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Γιατί και Άνθιμοι θα υπάρχουν, και Αμβρόσιοι Καλαβρύτων, ή Σεραφείμ Πειραιώς. Ο ένας με τις ακροδεξιές θέσεις του, χριστοδουλικότερος του Χριστοδούλου, ο άλλος με ύφος κάθε άλλο παρά χριστιανικό στον δημόσιο λόγο και τώρα και στο μπλογκ του, ο τρίτος με τη νοσηρή, αρμοδιότητας ψυχιάτρου, διατύπωσή του γι’ αυτούς που «έκαναν αξία ζωής το σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων».

Και τέτοιοι θα υπάρχουν, και χειρότεροι, ή πάλι καλύτεροι και μετριοπαθέστεροι, κι ωστόσο «συντηρητικοί»: δεν νοείται να περιμένουμε από την εκκλησία να μοιραστεί σώνει και καλά τον δικό μας τρόπο σκέψης και ζωής, αν και εφόσον είναι διαφορετικός. Κακά τα ψέματα, πορνεία λόγου χάρη είναι για την εκκλησία η ελεύθερη συμβίωση, και ήταν παράλογη η κατάπληξη και η συνακόλουθη αντίδραση απέναντι στην άποψη αυτή, που τη συγκεκριμένη στιγμή εξέφραζε την πλειοψηφία των ιεραρχών. Γιατί μπερδέψαμε την άποψή της με τη στάση της, με το τι θέλησε δηλαδή να την κάνει την άποψή της –ή να κάνει με την άποψή της.

Το θέμα δεν είναι αν καλώς ή κακώς πιστεύει ό,τι πιστεύει η εκκλησία. Το θέμα είναι αν διεκδικεί το δικαίωμα να επιβάλει την άποψή της, επεμβαίνοντας π.χ. στο ρόλο της συντεταγμένης πολιτείας. Το θέμα, από την άλλη, είναι ώς ποιο βαθμό τής εκχωρήσαμε εμείς, διά των πολιτικών εκπροσώπων μας, το δικαίωμα αυτό.

Δε θα αλλάξουμε λοιπόν τις απόψεις της εκκλησίας. Οφείλουμε να αλλάξουμε τη στάση τη δική μας απέναντί της. Μάλλον να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας, έπειτα από τη σύγχυση της τελευταίας δεκαετίας. Αν θέλουμε να επαναπροσδιορίσει και η εκκλησία τη δική της. Αυτό όμως σημαίνει ότι ξέρουμε τι θέλουμε. Ξέρουμε; Αλλά, και αν ακόμα ξέρουμε, θέλουμε κιόλας να αλλάξουμε;

Προς αυτή την κατεύθυνση ο Ιερώνυμος, που απ’ την πλευρά του φαίνεται να ξέρει και να θέλει, έκανε το δικό του βήμα. Σειρά μας.


ΥΓ [εκτός εφημερίδας]. Πριν από καναδυό μήνες πήγα με την Έλλη και τη Λιζέτα στο θέατρο, στο Λεωφορείο ο Πόθος, με την πάντα νεραϊδένια Όλια, Μπλανς των ονείρων του Τεννεσί, δίχως άλλο, και μετά πήγαμε για φαΐ. Αφού συνήλθαμε κάπως από τα μάγια που μας είχε κάνει η Όλια, η κουβέντα πέρασε στο θέμα των ημερών, τον καινούριο αρχιεπίσκοπο. Άσχετες με τα θρησκευτικά οι δυο φίλες, σε αντίθεση εννοώ από μένα με το –απώτατο– "αμαρτωλό" παρελθόν μου, σχολίαζαν με θαυμασμό ό,τι καινούριο είχαμε μάθει πως έκανε ή είπε ο νέος αρχιεπίσκοπος. «Είπε και ότι τα άδεια βαρέλια κάνουν θόρυβο όταν κυλάνε, όχι τα γεμάτα», μας μετέφερε η Λιζέτα. «Αυτό τώρα δε μ’ άρεσε, με χάλασε» είπε η Έλλη, βρίσκοντάς το ίσως κοινότοπο ή πολύ σχηματικό –δεν ξέρω, γιατί δεν τη ρώτησα εκείνη τη στιγμή, τη ρώτησα όμως γιατί να βρισκόμαστε στη θέση, μάλλον γιατί να νιώθουμε υποχρεωμένοι να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει και η παραμικρή κουβέντα του αρχιεπισκόπου· ήξερες ποτέ τι έλεγε την πάσα στιγμή λόγου χάρη ο Σεραφείμ; τη ρώτησα· ξέραμε ποτέ τι λέει σε κάθε του βήμα, σε κάθε στιγμή της ζωής του ο κάθε αρχιεπίσκοπος, για να μην πω αν ξέραμε καν ποιος είναι αρχιεπίσκοπος, που λέει ο λόγος; Εκεί συμφωνήσαμε και οι τρεις, πως δηλαδή το θέμα είναι να βγει από την καθημερινή ζωή μας η εκκλησία, με τον στανικό –και μιντιακό– τρόπο με τον οποίο είχε μπει, με τον λάθος τρόπο δηλαδή, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και για κείνους που ζουν ενδεχομένως με την εκκλησία.

Αυτή την ιστορία ήθελα να γράψω, έτσι αποφάσισα να γράψω την επιφυλλίδα αυτή, η ιστορία μου δε χώρεσε, κατά τα συνήθη, και η επιφυλλίδα μού φαίνεται κάπως «αποβουτυρωμένη» τώρα. Μη νομιστεί, προς Θεού, πως ακκίζομαι σαν τις νοικοκυρές, πως αχ, δε μου πέτυχε πολύ το κέικ σήμερα, προχτές να βλέπατε πώς μου είχε φουσκώσει, ήθελα απλώς να στείλω ένα χαιρετισμό στις φίλες μου για την ιδέα που μου έδωσαν –και στην Όλια, για τα τόσα που μας έδωσε, και όχι μόνο εκείνο το βράδυ.

buzz it!

2/5/08

Ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες

Τα Νέα, 24 Ιουνίου 2006

Κάθε θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη θέση!). Άλλο όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την ιδεολογία σου και άλλο να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την επιστήμη (σου)


Γεμίσαμε άραγε παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, μας τα ρήμαξε τα παιδιά μας η δυσλεξία, έχουμε «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες»; Ή μήπως, πρώτον, μάθαμε και αναγνωρίσαμε ότι υπάρχει διαταραχή που ονομάζεται δυσλεξία κι όχι σκέτη κοπριτοσύνη, όπως λέγαμε παλιά, του παιδιού, και δεύτερον ξεντραπήκαμε που το παιδί μας είναι δυσλεξικό και αποτολμήσαμε να απευθυνθούμε σε ειδικό;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αν τώρα η ένσταση αυτή μοιάζει και είναι εμπειρική, πόσο επιστημονική είναι η θέση που διαπιστώνει αυτή την «τρομακτική αύξηση» κτλ.; Ή τάχα να τη δεχτούμε, όχι επειδή υπάρχουν σχετικές έρευνες, που δεν υπάρχουν, αλλά επειδή, έστω, τη διατυπώνει επιστήμονας –εμπειρικά βεβαίως και αυτός, «παρατηρώντας την προσέλευση» στο τάδε κέντρο, αλλά και επειδή «πληροφορήθηκε» πως κάτι ανάλογο «συνέβαινε και σε άλλους θεραπευτικούς χώρους»;

Αναφέρομαι στην περιλάλητη έρευνα Τσέγκου κ.ά., αυτήν που αρχίσαμε να σχολιάζουμε στην περασμένη επιφυλλίδα, μια έρευνα που άντλησε λοιπόν την έμπνευσή της από «παρατηρήσεις της προσέλευσης» κι από «πληροφορίες», οι οποίες δέσαν εξαρχής με προϋπάρχουσες εμμονές, για να μην πω ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Σήμερα θα καθυστερήσω ιδιαίτερα εδώ, γιατί, πολύ πριν από την επιστημονική ανασκευή της έρευνας (έχω υπόψη μου τον αντίλογο δύο γλωσσολόγων και ενός ψυχιάτρου), έχει σημασία να δούμε τις προϋποθέσεις και τη λογική της, μάλλον τη λογική που ώθησε σ’ αυτήν, με δεδομένα ούτε καν σαφείς απόψεις και ιδέες, αλλά αυτό που χαρακτήρισα ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Αφού, όπως μας λέει ο Ι. Τσέγκος, αρχή αρχή στον πρόλογο της Εκδίκησης των τόνων, του βιβλίου όπου εκτίθεται η έρευνα και τα πορίσματά της: «αν και ανίδεοι περί τα παιδοψυχιατρικά, υποψιαστήκαμε και την προηγηθείσα γλωσσική και εκπαιδευτική μεταβολή του 1982»! Πάει καιρός που το διάβασα αυτό, καιρός επίσης που άρχισα τις σχετικές επιφυλλίδες, και ειλικρινά δεν βρίσκω πώς να το σχολιάσω: να υποψιαστεί κανείς το μονοτονικό, γιατί αυτή είναι η «μεταβολή του 1982», ούτε γλωσσική δηλαδή ούτε εκπαιδευτική, παρά απλώς και μόνο ορθογραφική, να υποψιαστεί λέω το μονοτονικό για αύξηση της δυσλεξίας, άντε της «δυσμαθίας», όπως πάνε να τα μαζέψουνε μετά, ούτε ο αυτοχαρακτηρισμός-ομολογία «ανίδεοι» δεν μπορεί να το εξηγήσει επαρκώς. Αναζητήστε δηλαδή ευθύς την ιδεολογία, τη γλωσσική για την ώρα, που μας ενδιαφέρει καταρχήν, αυτήν που προϋπάρχει ακόμα και από τη γνώση περί τα γλωσσικά –και πάλι ομολογημένα: «ανίδεοι αλλά και αθεραπεύτως περίεργοι εγκύψαμε και στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος» διαβάζουμε σε αμέσως επόμενη σελίδα.

Και τι μάθαν; Αυτό που ήδη ήξεραν, όχι από γνώση αλλά από ιδεολογία· αυτό που ήθελαν να μάθουν από πριν. Ξεκίνησαν δηλαδή από παγιωμένες θέσεις, συγκεκριμένης ιδεολογίας –για πού; για τι; για να τις ξαναπαγιώσουν! «Κατς= απάτη, όλα σικέ», σύμφωνα με παλιό γκράφιτι. Και λέω παγιωμένες θέσεις συγκεκριμένης ιδεολογίας, γιατί αυτά μας μαρτυρούν λ.χ. οι διατυπώσεις «επιβολή του μονοτονικού», «σακάτεμα», «κουτσούρεμα» και «ξεκατίνιασμα» της γλώσσας, από τον 18ο αιώνα, οπότε ήδη αλώνιζαν, λέει, οι (προπομποί του Κίσσιγκερ) Αμερικάνοι προτεστάντες, μαζί και οι «δυτικοσπουδαγμένοι και δυτικόφρονες», από τον Κοραή ώς τον Καραμανλή (τον θείο), οι «ΗΠΑνθρωποι», οι ζηλωτές του Ατατούρκ, οι πουλημένοι πολιτικοί (πλην Μεταξά!), οι «ξερόλες» πανεπιστημιακοί και οι «μοχθηροκομπλεξικοί φιλόλογοι και φιλολογούντες», που με τους «σκυλοκαβγάδες» τους «χρησιμοποιούν και τη γλώσσα ως γήπεδο για παίγνια επιβολής και απολαβών» –ώστε αυτή είναι λοιπόν η ταμπακέρα, τη βρήκε ο Τσέγκος: οι απολαβές· σαν εκείνον που τους απέρριψε την έρευνα, όπως είδαμε στο προηγούμενο, επειδή «επιτηδευόταν στη θεραπεία της δυσλεξίας» και φοβήθηκε μην του κόψουν την πελατεία.

Αυτά (ξανα)έμαθαν λοιπόν. Το πού, θα το πούμε στο τέλος, γιατί αν το λέγαμε από τώρα δε θα ’πρεπε να γράψουμε ούτε γραμμή, ούτε λέξη παρακάτω. Όσο για το πώς τα μάθαν, το είδαμε ήδη: μπερδεύοντας τη γλώσσα με τη γραφή, μπερδεύοντας το μονοτονικό με την ιστορική ορθογραφία, και άλλα παρόμοια, που τα ’χουμε πει επανειλημμένα από τη σελίδα αυτή. Πήραμε και μια ιδέα και για το πώς τα λένε, σε παραλήρημα-χαρμάνι Λιάνας Κανέλλη, όπως ξανάγραψα, Ζουράρι, Μακαριοτάτου και λοιπών, Καργάκου λόγου χάρη, στον οποίο παραπέμπουν, μεταξύ των κατεξοχήν δασκάλων τους –που θα τους δούμε όμως στο τέλος.

Αλλά γιατί όχι ιδεολογία, θα πείτε, αφού κι ο ίδιος πάντοτε πιστεύω πως ιδεολογία, αναπόφευκτα, υπάρχει πίσω (και) από την κάθε θέση μας στο γλωσσικό (ιδεολογία υπάρχει πίσω και από τη μη θέση, την «ουδέτερη» δηλαδή παρατήρηση, αλλά θα μας πάει μακριά αυτό!). Οι ίδιοι πάντως το αρνούνται, προπάντων αποτάσσονται τις «ιδεολογικοποιήσεις».

Από την αρχή λοιπόν. Και ας δεχτούμε ότι υπάρχουν αυξημένες μαθησιακές δυσκολίες.

Μόνο δυσκολίες; θα ’λεγα αίφνης εγώ! Έως σχιζοφρένεια, θα πω, ο επίσης «ανίδεος από παιδοψυχιατρικά»: ναι, σχιζοφρένεια, απ’ την παράλληλη λ.χ. διδασκαλία αρχαίων και νέων (με περισσότερες μάλιστα τις ώρες των αρχαίων, μετά την «ενίσχυση» της διδασκαλίας τους από τη νυν υπουργό Παιδείας). Ενώ στο αντίθετο ακριβώς, στην έλλειψη των αρχαίων και του πολυτονικού, αποδίδει τις δυσκολίες ο Τσέγκος. Ώστε ολοφάνερα είναι θέμα ιδεολογίας. (Και για την ώρα δεν χωράει ένσταση ότι ο Τσέγκος πάντως έκανε και έρευνα: βρισκόμαστε ακόμα στο πριν, όταν ακόμα «παρατηρούσε», «πληροφορούνταν» και «υποψιαζόταν».)

Και όχι, δεν προβοκάρω. Πήρα απλώς μια σκέψη, και την προχώρησα για τις ανάγκες της συζήτησης· μια σκέψη που τη διατύπωσε ο Εμμ. Κριαράς, μιλώντας όχι για μαθησιακές δυσκολίες, αλλά για προβλήματα στη χρήση της γλώσσας:

«Υποστηρίζεται ότι η αποδοχή του μονοτονικού συστήματος δε βελτίωσε τη χρήση της γλώσσας των μαθητών. [...] Πώς να παρατηρηθεί βελτίωση, όταν από χρόνια έχει συντελεστεί εντελώς άκριτα και επιπόλαια η επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας από την πρώτη τάξη του γυμνασίου». Διότι «δεν είναι δυνατόν ακόμη και οι επιμελέστεροι μαθητές να αφομοιώσουν δημιουργικά τα στοιχεία δύο γλωσσικών μορφών, που βέβαια συγγενικές είναι, αλλά διέπονται από εντελώς διαφορετικούς κανόνες» («Πάλι για το μονοτονικό;» Μακεδονία της Κυριακής 23.10.05).

Ιδού πώς ο καθένας με την ιδεολογία του. Απολύτως φυσικό. Ο ένας όμως έχει και την επιστήμη με το μέρος του, και απ’ αυτήν πάει στην ιδεολογία του, μάλλον μαζί με αυτήν, την επιστήμη, φτιάχνει την ιδεολογία του –και μάχεται έπειτα γι’ αυτήν. Ο άλλος ξεκινάει ανάποδα: αρχίζει από την ιδεολογία, αλλά γύρω της κάνει κύκλους, μην τυχόν και απαντήσει στο δρόμο του την επιστήμη –ή αλλιώς διαστρεβλώνοντάς την, αλλά αυτό οπωσδήποτε σε άλλες περιπτώσεις, γιατί εδώ, στο τονικό εννοώ, επιστημονικό επιχείρημα δεν υπάρχει τίποτα, κανένα.

Όπου ψωνίζει ο καθένας

Ο Κριαράς λοιπόν έχει μαζί του, προϋποθέτει, κυρίως γλωσσολογία, κι έπειτα παιδαγωγική, ψυχοπαιδαγωγική, ιστορία. Ο Τσέγκος εδώ δεν έχει τίποτα, δεν έχει προπαντός γλωσσολογία: γιατί, όπως θα βαρέθηκε να διαβάζει ο αναγνώστης, η γλωσσολογία, αν όχι πάντοτε στο θέμα ταύτισης γλώσσας και γραφής, οπωσδήποτε στο θέμα της γραφής, και πιο ειδικά του τονισμού, είναι σαφής και κατηγορηματική, με ομοφωνία όλων των τάσεων, από τ’ αριστερά ώς τα δεξιά. Δηλαδή, από τη σχολή της Θεσσαλονίκης ώς τη σχολή των Αθηνών, από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ώς τον Γεώργιο Χατζιδάκι (ναι, και τον Μπαμπινιώτη, κι ας τους φαίνεται απίστευτο), δεν παρέχεται επιστημονικό επιχείρημα που να στηρίζει το πολυτονικό είκοσι αιώνες τώρα, πόσο μάλλον σήμερα, στη νεοελληνική, όπου όχι μόνο αστήριχτο αλλά και ανεφάρμοστο είναι, πάντοτε με επιστημονικά κριτήρια.

Τι μένει τότε; Το πέρα από τα δεξιά. Που εκεί κι αν υποτάσσεται η επιστήμη στην –ακραία, την ακροδεξιά, ή και ακόμη πιο ακραία– ιδεολογία. Η επιστήμη; Βεβαίως όχι πια. Η παραεπιστήμη, η παραγλωσσολογία, με κορόνα στο κεφάλι της την παρετυμολογία! Αυτή που διακονείται στα λαθρόβια κανάλια, κι όχι μόνο, αυτή που απ’ την πόρτα τού καλτ (αμάν πια αυτό), και όχι μόνο, με διαβατήριο ακριβώς το καλτ, τη γραφικότητα, και την ανοχή όμως τη δική μας, φτάνει στα σπίτια, στις ψυχές, στα μυαλά μας. Δικαίωμά μας αν τη θέλουμε, αρκεί να ξέρουμε ποια είναι, τι είναι.

Βαριοί οι χαρακτηρισμοί; Οι αποδείξεις κατευθείαν στο βιβλίο του Τσέγκου, ή εδώ, στο επόμενο.

buzz it!