29/4/08

Καινούριο κοσκινάκι μου

Τα Νέα, 10 Ιουνίου 2006

Η τεχνική μπονσάι, ιδανική για την ανάπτυξη των οπτικοαντιληπτικών ικανοτήτων, άριστο προληπτικό λοιπόν της δυσλεξίας

Έρευνα που θέλει να αξιολογήσει τις επιδράσεις εξωσχολικών δραστηριοτήτων και συγκρίνει μαθητές που έχουν μια ορισμένη δραστηριότητα με μαθητές που δεν έχουν κάποια άλλη, ανάλογη ή μη, μόνο τις προκατατεθειμένες ιδέες του ερευνητή αξιολογεί

το πλήρες κείμενο:

Αρχίζω, ας πούμε, μια έρευνα με σκοπό την «αξιολόγηση, γενικά, των επιδράσεων των εξωσχολικών δραστηριοτήτων στην ψυχοεκπαιδευτική ανάπτυξη του παιδιού». Σχηματίζω έτσι δύο ομάδες με παιδιά ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών, τη μία με κάποια συγκεκριμένη εξωσχολική δραστηριότητα, την άλλη χωρίς. Και συγκρίνω. Τις δύο άνισες αυτομάτως ομάδες, αφού η μία, είπαμε, έχει εξωσχολική δραστηριότητα, κι η άλλη όχι. Και αξιολογώ.

Αξιολογήστε τώρα εσείς την έρευνα, μάλλον τη μέθοδό μου. Πώς; Αντιεπιστημονική; Σας παρακαλώ! Επιστήμονες εικοσιδυό, ψυχίατρος ο ένας και εμπνευστής, ψυχολόγοι όλοι οι άλλοι! Άραγε τότε έρευνα αφελή; Μακάρι! Φοβούμαι όμως ότι μας κοροϊδεύουν πάλι. Γιατί πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με κλασική περίπτωση λήψης του ζητουμένου. Με έρευνα «στημένη» δηλαδή, έτσι όπως έχουν ομολογηθεί ρητά οι προθέσεις της. Έτσι όπως έχουν προπαντός κατατεθεί τα αυστηρώς ιδεολογικά δεσμά της, με ζήλο μάλιστα και φανατισμό ανοίκειο για επιστημονική έρευνα –ζήλο και φανατισμό που αποτυπώνεται ακόμα και στο λεξιλόγιο και το όλο ύφος, τουλάχιστον του εμπνευστή.

Αναφέρομαι στην πολυσυζητημένη ήδη έρευνα που κυκλοφόρησε και σε βιβλίο με το όνομα του εμπνευστή και επόπτη της έρευνας Ιωάννη Κ. Τσέγκου, του Θαλή Ν. Παπαδάκη και της Δήμητρας Βεκιάρη. Εύγλωττος ο τίτλος: Η εκδίκηση των τόνων: Η επίδραση των «Αρχαίων Ελληνικών» και του «Μονοτονικού» στην ψυχοεκπαιδευτική εξέλιξη του παιδιού, κι από κάτω: «Συγκριτική μελέτη», αφού, όπως είπαμε, συγκρίνει δύο ομάδες παιδιών ηλικίας 6-9 ετών, που κι οι δυο, με ίδιο οικογενειακό, κοινωνικό κτλ. επίπεδο, διδάσκονται στο σχολείο μονοτονικό, αλλά η μία διδάσκεται επιπλέον δύο ώρες τη βδομάδα αρχαία και πολυτονικό. Ας διδασκόταν όμως επιτέλους και η άλλη ίδιες ώρες κάτι, ανθοκομική, μαγειρική, χαρτοκολλητική. Εννοώ, πριν απ’ τα καθαυτό επιστημονικά και ιδεολογικά, ότι απαιτείται καταρχήν κοινή λογική.

Ψυχραιμία όμως, γιατί η επιστημονικών απαιτήσεων έρευνα έφτιαξε ήδη τον μικρό της μύθο και ενδέχεται να τη βρίσκουμε του λοιπού μπροστά μας. Ήδη ενέπνευσε τον μακαριότατο, που μυρίστηκε ψαχνό κι έσπευσε να χωθεί μπροστά, εκδίδοντας λίγους μήνες πριν διαμαρτυρία-πρόταση για την επαναφορά του πολυτονικού, που θα γιατρέψει τα παιδιά από τη δυσλεξία στην οποία τα ’ριξε το μονοτονικό, και οργανώνοντας τις προάλλες ημερίδα για την αξιολόγηση του μονοτονικού, με ομιλητή τη μακαριότητά του και μεταξύ άλλων και τον Ι. Τσέγκο –ο οποίος απένειμε τα εύσημα στην Εκκλησία, που βρέθηκε μπροστάρης στον αγώνα τον καλό, λες κι έλειψε ποτέ από τέτοιους ακριβώς αγώνες η Εκκλησία: άλλο όμως είναι αυτό εδώ, τι μπέρδεψε δηλαδή τώρα ο πάλαι ποτέ αντιεξουσιαστής ψυχίατρος, άλλο και τα γνωστά του μακαριοτάτου· ας γυρίσουμε στην έρευνα, που έφτιαξε ήδη, όπως είπα, τον δικό της μύθο. Ο οποίος είναι –με την ανεξάρτητη έστω πορεία πια των μύθων και τη δική τους δυναμική– η πρόληψη της δυσλεξίας διά του πολυτονικού, κι ας βγαίνει τώρα ο ίδιος ο εμπνευστής ή λίγο πιο παλιά (Καθημερινή 6.11.05) ο συνυπογράφων Θ. Παπαδάκης, να επιμένουν πως αυτοί δεν μίλησαν ειδικά για δυσλεξία. Ο καινούριος μύθος, ένα υπερσύγχρονο όπλο στο εξαντλημένο οπλοστάσιο του πολυτονικού, ήρθε να εμπλουτίσει τα στερεότυπα και αυτονόητα του τύπου «ο ήλιος κινείται, απ’ την Ανατολή ώς τη Δύση», πλάι σε νεότερους μύθους όπως η ψευδορήση του Κίσιγκερ για τον αφανισμό του γένους των Ελλήνων μέσω της καταστροφής της γλώσσας τους κτλ., ή η καθ’ ύπνους έρευνα της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς για τις 800 όλες κι όλες λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί ο μέσος Έλληνας, και άλλα, που τα ξανασημείωσα και σ’ αυτήν τη σειρά επιφυλλίδων.

Όμως, τάχα αλήθεια δεν μίλησαν για δυσλεξία οι υπεύθυνοι ερευνητές, και άρα τους αδικούμε όλοι οι άλλοι, και πρώτοι οι υποστηρικτές τους;

«Πρόθεσή μας [...] ήταν να διερευνήσουμε τα αποτελέσματα πολλών πανεπιστημιακών ερευνών που κατέγραψαν εντυπωσιακή αύξηση των κρουσμάτων μαθησιακών διαταραχών, και κυρίως της δυσλεξίας, ύστερα από την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος» είχαμε διαβάσει τα λόγια του Ι. Τσέγκου, μέσα σε εισαγωγικά, στο ρεπορτάζ του Στ. Βραδέλη, εδώ στα Νέα (18.5.2004), μια μόλις μέρα μετά την παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας. Ότι με τα αρχαία και το πολυτονικό βελτιώνεται η «ψυχοεκπαιδευτική ανάπτυξη του παιδιού σε καίριους τομείς όπως είναι οι αντιληπτικές ικανότητες, λειτουργίες που συνδέονται άμεσα με την εμφάνιση της δυσλεξίας», πάλι εντός εισαγωγικών, σε ανάλογο ρεπορτάζ, λίγες μέρες μετά, της Αλεξάνδρας Κασσίμη στην Καθημερινή (29.5.04).

Παραταύτα, ας σημειώσουμε και τ’ άλλο εδώ: για «πολλές πανεπιστημιακές έρευνες» μας λέει ο κ. Τσέγκος στη μια εφημερίδα, για καμία στην άλλη: «Εδώ και 22 χρόνια δεν έχει πραγματοποιηθεί από κανέναν φορέα έρευνα που να αξιολογεί τις επιπτώσεις της απλοποίησης της γλώσσας» (sic· εδώ περί «απλοποίησης της γλώσσας» ο λόγος). Και στο βιβλίο μέσα δηλώνεται επίσημα πως, φευ, καμία έρευνα: η δική τους είναι η πρώτη, και μάλιστα τρόμαξαν να την προχωρήσουν και να τη φέρουν στη δημοσιότητα: π.χ. σε συνέδριο για τη δυσλεξία τούς ζήτησαν πρώτα να δουν αν «στέκει επιστημονικά», και τη βρήκαν αντιεπιστημονική, αλλά έμαθαν πως ο οργανωτής του συνεδρίου, που την απέρριψε, «επιτηδεύεται στη θεραπεία της δυσλεξίας!… Από καιρό γνωρίζαμε για φυγόπονους διορθωτές [...], τώρα έχουμε, φαίνεται, και πελατοθήρες θεραπευτές…» –με άλλα λόγια, ο απορρίψας δεν ήθελε να γνωστοποιηθεί η έρευνα, άρα και το φάρμακο κατά της δυσλεξίας, μη χάσει του λοιπού πελάτες! Το παράθεμα είναι από τον πρόλογο του εμπνευστή στο βιβλίο, δείγμα γραφής για το ύφος που έλεγα πιο πάνω. Και με τη λεξούλα «φυγόπονοι» προοικονομήσαμε άλλο δείγμα, για την ιδεολογική γραμμή που υπαγορεύει και καθοδηγεί την έρευνα (επιτρέψτε μου μόνο ένα τόσο δα ερωτηματικό εδώ, για τους δόλιους τους διορθωτές: ίσα ίσα, μούρη και ειδικότητα πουλάγαμε με το πολυτονικό, με τη βαρεία μάλιστα και κάποιες εξαιρέσεις στους κανόνες της, που κοκορευόμασταν πως μόνο καναδυό από μας και άλλοι τόσοι τυπογράφοι τις γνωρίζαμε!).

Πρέπει λοιπόν να δούμε, πρώτα, πόθεν τα πληθυνθέντα δυσλεξικά παιδιά, γιατί χαρακτηρίζουμε «στημένη» την έρευνα και αντιεπιστημονική, ποια δηλαδή τα ιδεολογικά δεσμά, που κατατίθενται, όπως είπα, όχι απλώς ρητά αλλά ιδιαιτέρως επιθετικά –για να μην πω ολίγον καλτ, κάτι από Κακαουνάκη, Ανευλαβή, Λιάνα Κανέλλη, καταπώς είδαμε, γιά κοίτα σύμπτωση, στο προηγούμενο.

Δυσλεξικά και μετρήσεις της AGB

Πόθεν λοιπόν η στρατιά των δυσλεξικών; Όχι από πού και γιατί έγιναν δυσλεξικά τα παιδιά, αλλά πού βρέθηκαν τόσο πολλά και τόσο ανησύχησαν τον ψυχίατρό μας; Πάντως όχι από «πολλές πανεπιστημιακές έρευνες που κατέγραψαν εντυπωσιακή αύξηση των κρουσμάτων μαθησιακών διαταραχών, και κυρίως της δυσλεξίας»: το ’παμε έτσι, μια φορά αυτό, μα στην πορεία το ξεχάσαμε. Πόθεν λοιπόν; Νά, ουρές περίπου κάναν από τις αρχές της δεκαετίας τού ’90 έξω από το Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του ΑΨΚ, του υπό τον κ. Τσέγκο Ανοιχτού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου, μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και γονείς που γύρευαν βεβαίωση πως τα παιδιά τους είναι δυσλεξικά, ώστε να απαλλαγούν από τις εξετάσεις. Αυτά μας λένε οι ερευνητές, κατάπληκτοι απ’ τη μια μπρος στην «παράδοξη αύξηση» του αριθμού των προβληματικών μαθητών, με κάποια ίσως καχυποψία, από την άλλη, απέναντι στην ευκολία των γονιών, που έμοιαζε να θέλουν να εκμεταλλευτούν το ευεργέτημα του νόμου.

Έστω ότι μεγάλωσε περίεργα η ουρά έξω απ’ το ΑΨΚ, κι ας μοιάζει τώρα σ’ εμάς αυτό σαν μέτρηση της AGB.

Αλλά καταρχήν «αυξήθηκε πράγματι η δυσλεξία;» αναρωτιέται ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή 6.11.05) «ή απλώς άλλαξαν με τον καιρό οι αντιλήψεις και η στάση μας απέναντί της, η ιατρική στάση, η οικογενειακή, η εκπαιδευτική, η κοινωνική», κι αναγνωρίζουμε πλέον μια διαταραχή εκεί που έπεφτε άλλοτε η βίτσα στον ανεπίδεκτο τον «στούρνο», όπως πιστευόταν, μαθητή; «Μα με την ίδια λογική» σκοτώνει πάντα με το χιούμορ του ο Μπουκάλας «θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυξήθηκε η αριστεροχειρία λόγω του μονοτονικού, αφού σήμερα οι αριστερόχειρες δεν ντρέπονται, δεν κρύβονται, δεν τιμωρούνται για το “κουσούρι” τους…»

Θα συνεχίσω.

buzz it!

28/4/08

Γυρολόγοι και μεσσίες

Τα Νέα, 15 Απριλίου 2006

Εξόφθαλμα κίβδηλες είναι διάφορες έρευνες που με τις ερωτήσεις κιόλας προεξοφλούν τα «πορίσματά» τους, ή υποβάλλουν αξιολογήσεις (π.χ. υπεροχή λόγιας γλώσσας) και αντίστοιχες δαιμονοποιήσεις (π.χ. χρήση «ξενόφερτων» λέξεων)


Αμέθοδες και αντιεπιστημονικές έρευνες «διαπιστώνουν» ότι ζούμε στα σπήλαια, ότι στη λίθινη εποχή μας μιλάμε με 800 λέξεις, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος με 2.500, αλλά μ’ αυτές έστω τις 800 λέξεις μιλάμε οχτώ ώρες τη μέρα, τουλάχιστον οι Κρητικοί κι όσοι διαβάζουν αθλητικές εφημερίδες!

το πλήρες κείμενο:

Χρειάστηκαν αρκετές επιφυλλίδες (βλ. αμέσως προηγούμενη εδώ) για την πορεία της γλώσσας και της γραφής της, για να δούμε τις θέσεις της αρμόδιας επιστήμης, δηλαδή της γλωσσολογίας, στο τονικό σύστημα, μολονότι η επιστήμη αποδεικνύεται γενικά ανίσχυρη μπροστά στην ιδεολογία.

Έτσι, σε πείσμα όλων των επιστημονικών θέσεων που θεμελιώνουν την αναγκαιότητα του μονοτονικού, ορισμένοι από αυτούς που οπωσδήποτε γνωρίζουν τις θέσεις αυτές επιμένουν να παραπλανούν το κοινό, εκμεταλλευόμενοι την αγάπη των ανθρώπων για τη γλώσσα αλλά και τις ανησυχίες τους. Νά, μόλις την περασμένη Κυριακή, ο γνωστός θεολόγος καθηγητής φιλοσοφίας, ανάμεσα σε πολλά περίπου απίστευτα, μιλούσε πάλι για «το πασοκικό ανοσιούργημα επιβολής του μονοτονικού», αποσιωπώντας και αποκρύβοντας, πίσω από το όνομα του Βερυβάκη και του ΠΑΣΟΚ, αρμόδιους επιστήμονες και την ιστορία ενός και πλέον αιώνα στην πορεία για το μονοτονικό.

Άλλο τόσο έχει τότε νόημα να επιμένουμε κι εμείς, για όσους δεν έχουν ήδη το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στην τσέπη, για νεότερους λ.χ. αναγνώστες. Έτσι ξεκίνησε εδώ και καιρό αυτή η σειρά άρθρων, με αφορμή το τετραπλό «χτύπημα»: (α) την πρόταση Κούβελα-Παπαθεμελή και (β) την αντίστοιχη πρόταση της Ιεράς Συνόδου για επαναφορά του πολυτονικού, (γ) μια έρευνα για τον «αφανισμό» της γλώσσας και (δ) μια άλλη έρευνα που αποδίδει στην εφαρμογή του μονοτονικού δυσλεξία και μαθησιακές δυσκολίες των σημερινών παιδιών.

Για την τελευταία αυτή έρευνα έχουμε αρκετά να πούμε, γιατί παρουσιάζεται με ιδιαίτερες επιστημονικές απαιτήσεις, καθώς υπογράφεται από ψυχολόγους, κι έγινε αμέσως ένα καινούριο όπλο στη διάθεση των πολυτονιστών. Θα σταθώ όμως για λίγο και στην άλλη, μολονότι πέρασε καιρός στο μεταξύ, ξεφούσκωσε και μπαγιάτεψε, όμως ποτέ δεν ξέρεις πότε θα ξαναβρεθεί μπροστά σου, με τον οποιονδήποτε αντίλογο να έχει ξεχαστεί, κι αυτή να εμφανίζεται σαν αυτονόητη, σαν τεκμηριωμένη αλήθεια.

Ανάλογο παράδειγμα χαρακτηριστικό:

Αρχές Δεκεμβρίου οργανώθηκε στο Μέγαρο περίλαμπρη φιέστα της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς (ΕΓΚ), ενός σωματείου που, όπως έχω ξαναγράψει, στα κοντά 200 ιδρυτικά μέλη του δεν έχει ούτε έναν (αριθμητικώς: 1) γλωσσολόγο: όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός, δεν θα ασχοληθώ τώρα με το μόρφωμα αυτό και τη γιορτή του· για την ώρα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο μια θαυμάσια δουλειά στο μπλογκ «ανορθογραφίες» (ανταπόκριση και καίρια σχόλια του Βαγγέλη Τόλη, και ένα πυκνό και διαφωτιστικό άρθρο για την ΕΓΚ γενικότερα του Μιχάλη Καλαμαρά). Εδώ θα αναφερθώ στο δελτίο τύπου με το οποίο, καθώς φαίνεται, κάλεσε η ΕΓΚ τον λαό στην ημερίδα της. Στην Ελευθεροτυπία της επομένης (3.12.05), κάτω από τον τίτλο «Ελληνικά 800 λέξεων!», διαβάζω:

«Μετά τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν 800 λέξεις το πολύ για να εκφρασθούν, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης 2.500, δημιουργήθηκε προ 4ετίας η ΕΓΚ με πρώτο πρόεδρο τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Κάρολο Παπούλια, ο οποίος χθες αναγορεύθηκε επίτιμος πρόεδρός της».

Έπειτα από 8 ημέρες, στο ένθετο «7» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (11.12.05), σε επιφυλλίδα αυτήν τη φορά, διαβάζω τα ολόιδια, κάτω από τον επίσης ίδιο τίτλο: «Ελληνικά με… 800 λέξεις»:

«Μια προ τετραετίας έρευνα έδειξε ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν 800 λέξεις, το πολύ, για να εκφραστούν. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η Εταιρεία Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς, με πρώτο πρόεδρο τον νυν πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, ο οποίος σε ημερίδα την περασμένη Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της».

Ας αφήσουμε τώρα τον μεσσιανικό ρόλο που ανέλαβε η ΕΓΚ, μόλις διάβασε τη δυσοίωνη έρευνα. Το θέμα είναι η ίδια η έρευνα, μια έρευνα που κραυγάζει από μακριά την αντιεπιστημονικότητα, κοινώς τον τσαρλατανισμό της. Πότε, από ποιον και πώς έγινε άραγε; Πάντως, τη διακινεί ένα μεγαλόσχημο σωματείο και –το χειρότερο– την καταναλώνουν πρόθυμα και ανεξέλεγκτα τα ΜΜΕ.

Μια ανάλογη έρευνα εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Επικοινωνίας με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. Την παρουσίασε πρώτο θέμα στην πρώτη της σελίδα η Απογευματινή (31.10.05), με τίτλο «Χάνεται η γλώσσα μας» και ψευδόμενο υπέρτιτλο «Μόνο στην “Α”, Έρευνα-σοκ του Ινστιτούτου Επικοινωνίας». Λέω «ψευδόμενο», μια και η Καθημερινή λ.χ. την είχε παρουσιάσει τρεις μέρες νωρίτερα (28.10), αλλά έσταξε η ουρά του γαϊδάρου, όταν η ίδια η έρευνα αποδεικνύεται κίβδηλη, όπως και όλες οι έρευνες αυτού του είδους, που προοικονομούν με τη διατύπωση κιόλας των ερωτήσεων τα «πορίσματά» τους, ή υποβάλλουν σαν δεδομένες γνωστές αξιολογήσεις (π.χ. υπεροχή λόγιας γλώσσας) και αντίστοιχες δαιμονοποιήσεις (π.χ. χρήση «ξενόφερτων» λέξεων).

Οι ερωτώμενοι καλούνται εδώ να μετρήσουν (πώς;) πόσες ώρες μιλούν καθημερινά, οπότε προκύπτει λόγου χάρη ότι ένα ποσοστό γύρω στο 40% μιλάει ένα 8ωρο τη μέρα! Μπροστά πάνε οι Κρητικοί κι ακολουθούν οι κάτοικοι της Αττικής, οι αναγνώστες αθλητικών εφημερίδων (άλλη κατηγοριοποίηση τώρα!), μετά οι κάτοικοι της Ηπείρου, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι κτλ. Ενώ έως 3 μόνο ώρες τη μέρα μιλούν οι κάτοικοι της Δ. Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, οι εργάτες…

Ή καλούνται οι ερωτώμενοι να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν κείμενα Παπαδιαμάντη, σε πρωτότυπο και μετάφραση, Μυριβήλη και Π. Κωστόπουλου: από όλες δηλαδή τις κατηγορίες γραπτού λόγου, λογοτεχνία και λαϊφστάιλ. Αλλά γιατί πρέπει να αρέσει σώνει και καλά σε κάποιον η λογοτεχνία; Και μόνη εναλλακτική, στο άλλο άκρο, να είναι η γλώσσα λαϊφστάιλ; Αλλά και από τη λογοτεχνία επιλέγεται ο κορυφαίος πλην «ιδιωματικός» Παπαδιαμάντης, εν πάση περιπτώσει λογοτεχνία συγκεκριμένου, ειδικού ύφους και εποχής, αντί λ.χ. για Βενέζη, από τους παλαιότερους, Ιωάννου και Κουμανταρέα από τους νεότερους. Έτσι όμως δημιουργούνται οι τίτλοι και τα αναθέματα του τύπου: «Ο Κωστόπουλος αρέσει περισσότερο από τον Παπαδιαμάντη»!

Γράφει λοιπόν η Απογευματινή: «μόνο το 9,9% δήλωσε ότι του αρέσει περισσότερο το πρωτότυπο κείμενο του σπουδαίου λογοτέχνη, έναντι του 12,5% που προτίμησε τα γραπτά του γνωστού εκδότη». Υπογράμμισα εγώ «το πρωτότυπο», για να υποδείξω τον παραπλανητικό τρόπο ανάγνωσης της εφημερίδας, γιατί στην ίδια ερώτηση ο Παπαδιαμάντης σε μετάφραση έρχεται πρώτος, με 40,6%! Αλλά και αλλιώς να ήταν τα πράγματα, ξεπηδούν πλήθος χύμα ερωτήματα: πρώτο και κύριο, αυτό που ήδη σημείωσα: γιατί είναι αυτονόητο ότι αρέσει σε κάποιον η λογοτεχνία; Έπειτα, γιατί να αρέσει ειδικά το συγκεκριμένο κείμενο του Παπαδιαμάντη (ποιο επέλεξαν άραγε; Είκοσι διαφορετικά κείμενα του ίδιου συγγραφέα μπορούν να δώσουν είκοσι διαφορετικές εκτιμήσεις); Και στο πρωτότυπο; δεν συγχέεται τάχα στο μυαλό του ερωτώμενου το «κατανοώ» με το «μου αρέσει», ή δεν επηρεάζει η κατανόηση την απόλαυση; Αλλά και πάλι, επιμένω, η ανάγνωση της έρευνας από την εφημερίδα είναι αν μη τι άλλο παραπλανητική, καθώς σε άλλη ερώτηση τα ελληνικά του Παπαδιαμάντη προκρίνονται με το μεγαλύτερο ποσοστό (38,1% σε μετάφραση, 22,3% στο πρωτότυπο), ενώ του Κωστόπουλου έρχονται τελευταία (9,2%)!

Περιττό να προχωρήσουμε σε ερωτήματα αμιγώς γλωσσικού ενδιαφέροντος, όπου συγχέονται η αργκό, η καθομιλουμένη και η αυστηρά περιγραφική γλώσσα, συγχέονται δηλαδή διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες και περιστάσεις και διαφορετικά επίπεδα ύφους, όταν λ.χ. καλείται κανείς «να περιγράψει κάποιον που έχει καταναλώσει αλκοόλ και φαίνεται», και οι προτεινόμενες επιλογές είναι: μεθυσμένος (που παίρνει πάντως το υψηλότερο ποσοστό), λιώμα, τύφλα κτλ.

Δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε άλλο, κι ας παρουσιάστηκε επίσημα η έρευνα αυτή, με την υπουργό Παιδείας να υπόσχεται αξιοποίηση των πορισμάτων. Έτσι κι αλλιώς σημασία έχει περισσότερο η πρόσληψη και η ερμηνεία τέτοιων ερευνών. Και από αυτή την άποψη ενδεικτικός είναι ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Απογευματινής, μαζί με υπότιτλους όπως «Το 70% των Ελλήνων μιλάει την αργκό», «Το 82% χρησιμοποιεί ξενόφερτες λέξεις» κ.ά., εκτιμήσεις που πάντως ελάχιστα υποστηρίζονται ακόμα και από αυτή την έρευνα.

Στην Καθημερινή, αίφνης, ο Παντελής Μπουκάλας έγραψε δύο επικριτικές επιφυλλίδες (2 και 3.11.05), ενώ ο Σπύρος Α. Μοσχονάς (15.11.05) αντέκρουσε από αυστηρότερα επιστημονική άποψη την «αμέθοδη και διαβλητή έρευνα» με τα σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματά της. Δε βαριέσαι. Διόλου απίθανο, σε κάποια άλλη εφημερίδα, για να μην πω και στην ίδια, να διαβάσουμε μετά από λίγον καιρό για μια έρευνα που είχε αποδείξει ότι «χάνεται η γλώσσα μας» και κάποια νέα Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά ανέλαβε και πάλι να τη σώσει.

[συνεχίζεται]

buzz it!

23/4/08

Η κουρά του αβγού

Τα Νέα, 1 Απριλίου 2006

Μπορεί το πολυτονικό να μην είναι απολύτως ιστορική ορθογραφία, με βάση τη σταθερή αναγωγή των υποστηρικτών του στην αττική γλώσσα του 5ου αιώνα μ.Χ., αφού, όπως είδαμε, γεννιέται τον 2ο-4ο αιώνα μ.Χ. και ανδρώνεται μόλις τον 9ο-10ο, μπορεί να μην είναι καν στοιχείο της ορθογραφίας, ή οργανικό στοιχείο της γραφής, δεν παύει όμως να έχει ζωή πολλών αιώνων, να αποτελεί δηλαδή εντέλει στοιχείο της παράδοσης, ακούγεται ο αντίλογος.

διαβάστε τη συνέχεια...

Βέβαια, ο αντίλογος δεν ακούγεται έτσι ακριβώς, και έχει σημασία αυτό: θα είχε σημασία δηλαδή για έναν ουσιαστικό και γόνιμο –άρα έντιμο στις προϋποθέσεις του– διάλογο η παραδοχή των αντικειμενικών, ιστορικών και επιστημονικών δεδομένων. Έστω και έτσι όμως. Ας τα παραβλέψουμε όλα αυτά, το ήθος εννοώ του διαλόγου, κι ας δεχτούμε το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να είναι καταρχήν σεβαστό: τη συναισθηματική σχέση με την παράδοση, τη μισή έστω και κατά βούληση οριζόμενη παράδοση, αυτό το δέσιμό μας (και των παιδιών μας όμως;) που ζητά την επιστροφή στο πολυτονικό. Ας παραβλέψουμε απ’ την άλλη τους παιδαγωγικούς λόγους (αλλά και τους οικονομικούς, που εύκολα χλευάζονται σαν οικονομικίστικοι), ας παραβλέψουμε προπάντων την επιστημονική συνέπεια σε θεωρητικό επίπεδο, όλα αυτά που οδηγούν νομοτελειακά στο μονοτονικό (με τους νόμους της γλώσσας εννοώ, και όχι του εύκολου στόχου Βερυβάκη, του υπουργού τού ΠΑΣΟΚ που υπέγραψε την καθιέρωση του μονοτονικού). Και ας δούμε αν μπορεί να σταθεί το πολυτονικό επιστημονικά σε πρακτικό πλέον επίπεδο.

Διότι όντως κρατήσαμε, κατά το δυνατόν, την ιστορική ορθογραφία (βλ. προηγούμενη επιφυλλίδα). Κρατήσαμε τα διάφορα [i] (ι, η, υ, ει, οι, υι), τα διάφορα [o] (ο, ω) και [e] (ε, αι), κρατήσαμε και τα διπλά σύμφωνα, ακόμα και τον παραλογισμό να σημειώνουμε τόνους πάνω στα σύμφωνα, όπως ωραία επισημαίνει ο Ευ. Πετρούνιας (Νεοελληνική Γραμματική, 1984, σ. 571): για την ακρίβεια, κρατήσαμε την εικόνα λέξεων που πια προφέρονται αλλιώς, και χρησιμοποιούμε έτσι φωνήεντα για να δηλώσουμε σύμφωνα, π.χ. στις λέξεις αύριο (avrio) και εύκολο (efkolo), και πάνω σ’ αυτά τα σύμφωνα βάζουμε και τόνους, στο πολυτονικό μάλιστα και πνεύματα! Αυτές όμως είναι κάποιες από τις συνέπειες της ιστορικής ορθογραφίας –συνέπειες που συνιστούν αυτόματα ασυνέπειες. Το νόημα ωστόσο ήταν, και είναι, ότι κρατήσαμε όλα όσα ήταν κάποτε, όλα όσα αντιπροσώπευαν κάποτε μια αξία. Οι τόνοι όμως και τα πνεύματα υπήρξαν εξαρχής αντιπρόσωποι αντιπροσώπου, ενός αντιπροσώπου που η ταυτότητά του ήδη τότε αγνοούνταν: τι τους κάνουμε; Τους διατηρούμε, γιατί έτσι μας αρέσει; Ωραία. Μπορούμε;

Μπορούμε, ξέρουμε δηλαδή, να βάλουμε τόνους σε παλιότερες και προπαντός νεότερες λέξεις, από αυτές που άφθονα δίνει η εξέλιξη της γλώσσας, λέξεις που παράγονται, που σχηματίζονται, ερήμην των παλαιών και από αιώνες ανενεργών νόμων της βραχύτητας και της μακρότητας των φωνηέντων; Η απάντηση στο βασικό, το πλέον κρίσιμο και –θα ’πρεπε– καθοριστικό αυτό σημείο, που ελάχιστα αναφέρεται στις σχετικές συζητήσεις, είναι κατηγορηματικά όχι, από παλιά.

Ο λόγος αποκλειστικά στους δασκάλους:

Πρώτα στον Γ. Ν. Χατζιδάκι, πατέρα της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και βαθύτατα συντηρητικό (πρέπει κάθε φορά να το τονίζουμε αυτό), που γράφει έναν αιώνα πριν (κι αυτό πρέπει να το τονίζουμε, πόσο παλιά είναι δηλαδή η υπόθεση του μονοτονικού, ή οπωσδήποτε η αμφισβήτηση του πολυτονικού), και ενώ είχε ήδη προηγηθεί ο Νικόλαος Φαρδύς, έτος 1884, και πιο πριν ακόμα ο Χριστόπουλος ή ο Βηλαράς.

Γράφει λοιπόν ο Χατζιδάκις το 1905: «Θαρρούντως διισχυριζόμεθα ότι, αφού κατά τον β΄ μ.Χ. αιώνα και εν αυτή τη Αττική [...] τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα εξισώθησαν εν τη προφορά, ουδέν σημαίνει ως προς την ιστορίαν των τύπων και της γλώσσης η ορθογραφία τύπου τινός [...] διά περισπωμένης ή οξείας κλπ. Είναι άρα καθ’ ολοκληρίαν ματαιοπονία εάν τις διά στατιστικής πειράται ν’ αποδείξη τίς ήτο η ορθογραφία τούτου ή εκείνου του τύπου κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, προκειμένου περί φθόγγων ου διαστελλομένων εν τη προφορά» (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1, σ. 205).

Ματαιοπονία λοιπόν μας λέει ο φανατικός υποστηρικτής της ιστορικής ορθογραφίας, που ορθογραφούσε Βασίλεις και δράκως, όπως είδαμε στα προηγούμενα, ματαιοπονία όχι η βάσανος της μάθησης αλλά η αναζήτηση της «αληθείας» με τη στατιστική, εντέλει τη χειρομαντεία, που οδηγεί μοιραία στην αυθαιρεσία.

Το 1932 στα Γλωσσικά πάρεργα ο Ελισαίος Γιανίδης αποτυπώνει μέσα σε λίγες σελίδες όλο τον παραλογισμό του πολυτονικού συστήματος και των δυσκολιών του. Μεταφέρω εδώ ενδεικτικά μία από τις περιπτώσεις με το δίχρονο α:

«Πρέπει λοιπόν το παιδί να μάθει ότι [...] το τελικό α των θηλυκών, όταν έχει από πίσω του σύμφωνο εκτός ρ, είναι βραχύ: μοῦσα. Όταν έχει φωνήεν ή ρ είναι συνήθως μακρό: χώρα. Εξαιρούνται όμως (1) τα αλήθεια, μάχαιρα κ.ά., (2) τα γραῖα, μαῖα, μυῖα, (3) τα εις -ρα δισύλλαβα όσα πριν απ’ το -ρα έχουν υ ή δίφθογγο: μοῖρα, σφῦρα…, (4) μα απ’ αυτά πάλι κόντρα εξαιρούνται όσα έχουν το δίφθογγο αυ· αυτά έχουν το α μακρό: αύρα, λαύρα, σαύρα, (5) η τελεία έχει το α μακρό και θέλει οξεία, επειδή είναι απ’ το δευτερόκλιτο τέλειος, ενώ η οξεῖα, η βαρεῖα έχουν το α βραχύ και θέλουν περισπωμένη, επειδή το αρσενικό τους είναι τριτόκλιτο: οξύς, βαρύς, (6) η ωραία, η τελευταία… θέλουν οξεία, τα ωραῖα, τα τελευταῖα… θέλουν περισπωμένη, (7) η σφαῖρα, η μοῖρα θέλουν περισπωμένη, αλλά της σφαίρας, της μοίρας θέλουν οξεία. Περιττό πια να σας πούμε την αιτία. Καταλαβαίνετε μόνοι σας ότι, αφού το σφαῖρα έχει περισπωμένη, το α είναι βραχύ, και, αφού το σφαίρας έχει οξεία, σίγουρα το α θα είναι μακρό. Έναν καιρό, επειδή το α ήτανε βραχύ, γι’ αυτό η λέξη είχε περισπωμένη, σήμερα ανάποδα, επειδή η λέξη έχει περισπωμένη, γι’ αυτό το α είναι βραχύ. Απ’ το αποτέλεσμα βρίσκουμε την αιτία, την ανύπαρχτη σήμερα αιτία…» Για να αναρωτηθεί παρακάτω ποιο «λογικό σύνδεσμο μεταξύ τους» έχει «η οξεία στην πατρίδα και η περισπωμένη στη βαθμῖδα», η οξεία στην ελπίδα και η περισπωμένη στην αψῖδα ή την ακτῖνα κτλ. κτλ., θα μπορούσε να πολλαπλασιάζει κανείς τα παραδείγματα.

Ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις

Ας μείνω όμως στην ουσιαστική αδυναμία να βρει κανείς τον τόνο που θα έπρεπε να πάρει μια λέξη στη σημερινή γλώσσα. Εδώ μιλάει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, το 1933. Που αναρωτιέται (Άπαντα Ζ΄ 272) τι τόνο πρέπει να πάρουν οι λέξεις

«τριάντα, πενήντα, παραμύθι, προζύμι ή Νίκος, διάκος. Πώς πρέπει να τονιστούν σύμφωνα με την ιστορική αρχή; Η πρώτη σκέψη ενός “ιστοριστή” είναι, πως αφού το ι και το α ήταν κοντόχρονα στο τέλος των ουδετέρων και των αριθμητικών σε -κοντα κτλ., πρέπει να τονιστούν και οι λέξεις αυτές με περισπωμένη –όσο η παραλήγουσά τους είναι μακριά: τριᾶντα, προζῦμι, παραμῦθι. Από μιαν άλλη ωστόσο άποψη και στη βάση πάντοτε της ιστορικής ορθογραφίας μπορεί να πει κανείς πως οι λέξεις αυτές πρέπει να φυλάξουν τον τόνο που είχαν πριν χάσουν μια συλλαβή: τριά(κο)ντα, παραμύθι(ον), προζύμι(ον), τρῶγε αλλά τρώ(γο)με. Αυτή την άποψη μπορεί να τη δυναμώσει και η σκέψη πως, όταν γεννήθηκαν οι νέοι τύποι, η περισπωμένη δεν είχε πια την ξεχωριστή της προφορά κι επομένως δε θα είχε εδώ ιστορική δικαιολογία και δικαίωμα, ακόμη περισσότερο αν αποβλέψομε σε λέξεις νέες καθώς τουλουμοτύρι κτλ. Γίνεται φανερό σε τι άγονα αδιέξοδα μάς πάει η εφαρμογή της ιστορικής αρχής στην ορθογράφηση της νέας μας γλώσσας».

Όμως η συζήτηση είναι υπονομευμένη εξαρχής από την ιδεολογική παράμετρο, όπως καθετί σχετικό με τη γλώσσα, από μια ιδεολογία που πάντως σήμερα δεν έχει άμεση σχέση με την πολιτική ταυτότητα. Όπως κι αν ονομαστεί πάντως, πάει τόσο βαθιά, ώστε να μην ακούγεται η φωνή όχι του Τριανταφυλλίδη και του Γιανίδη, του Κακριδή, του Λίνου Πολίτη και τόσων άλλων δασκάλων απ’ τους παλαιούς δημοτικιστές, ή του παλαιού μα και σημερινού Κριαρά, αλλά ούτε του συντηρητικού Χατζιδάκι παλιά, του Μπαμπινιώτη σήμερα, που κι αυτός δηλώνει ότι το πολυτονικό δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά στη νέα ελληνική.

Και είδαμε ότι δεν μπορεί να σταθεί όχι απλώς εν ονόματι κάποιου επιστημονικού πουρισμού αλλά για λόγους που σχετίζονται και με την πρακτική εφαρμογή ενός συστήματος που ήδη την εποχή κατά την οποία γεννιόταν δεν αντιστοιχούσε στην εποχή του.

[συνεχίζεται]

buzz it!

19/4/08

Μαζί με τους γυρολόγους προφήτες της συμφοράς

Τα Νέα, 19 Απριλίου 2008 [εδώ με μικροπροσθήκες· από την άλλη, η επιφυλλίδα στην εφημερίδα βασίζεται σε αποσπάσματα από παλαιότερες αναρτήσεις εδώ: α, β, γ]

Όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός

Στο πρόσφατο συλλαλητήριο του Καρατζαφέρη για το Μακεδονικό ο Λαζόπουλος έβγαλε να αντιτάξει το «παλιό, καλό» συλλαλητήριο. Να μας έλεγε όμως και τη διαφορά… Στο πλήθος είναι όλη κι όλη η ιστορία;

το πλήρες κείμενο:

Μέρες που ’ρχονται, θυμάμαι τον Χριστόδουλο στον Επιτάφιο, να εγκλωβίζει τον κόσμο όχι μόνο της Μητρόπολης αλλά και των άλλων εκκλησιών της περιοχής, και να του επιβάλλει ένα εξαντλητικό, επιπλέον, ημίωρο έως σαρανταπεντάλεπτο κήρυγμα, από εξέδρας –και από τηλεοράσεως.

Έτσι όπως γενικότερα μετέτρεπε τον άμβωνα σε πολιτικό βήμα και το εκκλησίασμα σε ακροατήριο των πολιτικών θέσεών του, στην υπηρεσία δηλαδή των πολιτικών –εθναρχικών ακριβέστερα– φιλοδοξιών του.

Κάπως έτσι, αν όχι ακριβώς έτσι, ο ιδιοφυής αναντίρρητα κωμικός Λάκης Λαζόπουλος επιδίδεται όλο και περισσότερο, μέσα από το περίφημο τσαντίρι του, όχι σε πολιτική σάτιρα, κάτι αυτονόητο και θεμιτό, κι ακόμα περισσότερο: καλόδεχτο, αλλά σε πολιτικό κήρυγμα, νέτα σκέτα.

Όμως η σάτιρα έχει τους δικούς της νόμους, όπως και η πολιτική τους δικούς της. Και το ήθος της μιας δεν μπορεί να συμπίπτει με της άλλης. Γιατί όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, η πλέον οξυδερκής, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός. Και όταν η πολιτική πράξη, όπως είναι η πολιτική σάτιρα, χρησιμοποιεί τον τρόπο της δημαγωγίας, όταν η πολιτική πράξη συναντάται με το λαϊκισμό, αυτή η πολιτική πράξη είναι εξ αντικειμένου πια αντιδραστική. Γιατί ο λαϊκισμός είναι εξ ορισμού αντιδραστικός.

«Επικίνδυνες ακροβασίες» χαρακτήρισε αυτήν τη σύγχυση των ειδών η Πόπη Διαμαντάκου (Νέα 4.3.08), στην οποία οφείλεται ο εύστοχος παραλληλισμός Λαζόπουλου-Χριστόδουλου. Και είναι όντως ιδιαίτερα επικίνδυνη ακροβασία, όταν η σάτιρα εγκαταλείπει «το κύριο επιχείρημά της, το χιούμορ, και αποβάλλει τον υπαινιγμό [...], για να μετατραπεί σε άμεση, απροκάλυπτη πολιτική παρέμβαση». Έτσι, μέσα από την πολιτική καθοδήγηση που γίνεται με κράχτη τη σάτιρα, σε εκπομπή με υψηλότατη τηλεθέαση, βλέπουμε ακριβώς τη σάτιρα και τον δημιουργό της να ταυτίζονται «με μεθόδους καθοδήγησης του συναισθήματος του κοινού (και δη του τηλεοπτικού, που τελεί εξ ορισμού σε κατάσταση γοητείας), οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του φασισμού» καταλήγει η τηλεκριτικός.

Ας φύγουμε όμως από το γενικό αυτό και ας περιοριστούμε στο ειδικό, στον έτσι κι αλλιώς συντηρητικό, πολλές φορές, πολιτικό λόγο του Λάκη Λαζόπουλου.

Ενδεικτικά υπενθυμίζω τη συστράτευσή του στον αγώνα για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού. Εδώ βέβαια το μέτωπο κατά του βιβλίου ήταν ευρύτατο, από την ολομέλεια της ακροδεξιάς ώς την εθνικιστική αριστερά, αλλά και μια σεβαστή μερίδα της καθαυτό αριστεράς. Άρα δεν προσφέρεται η περίπτωση για να χαρακτηριστεί η συμμετοχή του Λ.Λ. Από ποια θέση όμως έδωσε τη μάχη του;

«Άντε να δεχτώ εγώ ότι δεν υπήρχε το Κρυφό Σχολειό…» έλεγε στην εκπομπή του. «Αλλά…» Αλλά τι; Αλλά «πού ακούστηκε να ξαναγράφεται η Ιστορία, κι άλλη Ιστορία να διδάσκεται κάθε γενιά;» τάχα απορούσε.

Δεν το δέχεται δηλαδή ουσιαστικά ο Λαζόπουλος πως δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό, απλώς χάρη μάς κάνει· δεν το δέχεται, γιατί προφανώς δεν διάβασε Ιστορία, δεν έμαθε δηλαδή πως δεν υπάρχει ούτε μισή μαρτυρία πρωταγωνιστών της εποχής και ιστορικών που να μιλάει για κρυφά σχολειά. Δεν ανευθυνολογείς όμως αδιάβαστος, και μάλιστα από τέτοιο βήμα όπως η τηλεόραση (άσε τώρα τη σατιρική εκπομπή). Αλλά δεν έχει ο Λάκης χρεία: «την Ιστορία» είπε «δεν τη μαθαίνουμε απ’ τα βιβλία. Την ιστορία τη μαθαίνουμε απ’ τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας»!

Τα ξανάγραφα αυτά, πλάι πλάι, κι ας μην του αρέσει καθόλου του Λ.Λ., με την κακαουνάκειο ρήση ότι «Το κρυφό σχολειό υπήρξε διότι όλοι εμείς μάθαμε στα σχολειά μας ότι υπήρξε. Και τώρα, τι θα γίνει, θα πετάξουμε όλα αυτά που μάθαμε, ακόμη κι αν είναι ψέματα;»

Αλλά πού ’ναι τος τώρα ένας Λαζόπουλος, να τα σατιρίσει όλα αυτά!

Ο δικός μας Λαζόπουλος στηρίζει τον σκληροπυρηνικό δεξιό, τέως (;) ακροδεξιό, και με μηδενικό ήδη από τα πριν έργο Νικήτα Κακλαμάνη. Ο δικός μας Λαζόπουλος κάνει -κι είμαι μαζί του κι εγώ- σκληρή κριτική στον Γιώργο Παπανδρέου, με "σημείο αναφοράς" όμως την επιστήθια φίλη του Δήμητρα Λιάνη -θαυμαστής άλλωστε μέγας ο ίδιος τού κατεξοχήν λαϊκιστή Αντρέα. Ο δικός μας Λαζόπουλος χειροκροτάει κάθε τόσο τη «μεγάλη Ελληνίδα», λέει, Λιάνα Κανέλλη, δείχνοντάς μας σε βίντεο όλο και κάποια της κορόνα, κατά κανόνα εθνικιστική. Ε, και φυσικά την παρουσίασε και ζωντανά κάποια φορά, στη –σατιρική είπαμε;– εκπομπή του, στο τέλος της οποίας η Κανέλλη μάς ζήτησε να προσευχηθούμε για την υγεία του άρρωστου τότε Χριστόδουλου.

Στην ίδια εκπομπή με τα «ιστορικά» του, ο Λ.Λ. χειροκρότησε τον «φίλο του», είπε, τον Θέμο, που από κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο έλεγε: «τι τα βάζουμε τώρα με δυο παιδιά που παν και καίνε μια σημαία, όταν κοτζάμ συντεταγμένο κράτος κατέβασε τη σημαία από τα Ίμια!» Στόχος εδώ, από τους πιο προσφιλείς του Λ.Λ., κάτι σαν την Ντενίση δηλαδή, ο «αχώνευτος ο κοντός» Σημίτης, εν προκειμένω επειδή δεν πήγε σε πόλεμο με την Τουρκία.

Και φτάσαμε στο Μακεδονικό. Σκοπιανοφάγος, πρώτος στη γραμμή κι εδώ ο Λ.Λ., να διαβάζει κατ’ αποκλειστικότητα την παραληρηματικά εθνικιστική και σαρτζετάκειου ύφους επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη, που ήδη σχολιάστηκε εκτενώς, ακόμα και σαν χειρονομία: «κάνουμε [...] την Ιστορία ατάκες για την τηλεόραση» ήταν η εξαιρετική κατακλείδα του Ν. Γ. Ξυδάκη, στην Καθημερινή 1.3.08.

Και τι ελάλησε τη φορά αυτή ο Λ.Λ.; «Κάθε λαός» είπε, «όταν πρόκειται να φορέσει ένα κουστούμι που δεν του αρέσει, γίνεται γελοίος [...]. Οι Έλληνες πρέπει να φορέσουν αυτό που τους πάει στην ψυχή –και στην Ιστορία!» Κάτω τα χέρια δηλαδή απ’ το Όνομα, και πανηγύρισε: «ο Μητσοτάκης δεν δικαιώθηκε: τελικά οι Έλληνες δεν το έχουν ξεχάσει το όνομα, τους απασχολεί!»

Όμως εδώ το αξιοδάκρυτο πια, αν όχι κωμικό, είναι η προσπάθειά του να κρατήσει αποστάσεις από τις πανομοιότυπες, εννοείται, θέσεις της άκρας δεξιάς. Έτσι, «σατίρισε» την τσιριχτή φωνή του Άδωνη Γεωργιάδη, ή τους χλαμυδάτους παραστάτες του Καρατζαφέρη στο συλλαλητήριο, προβάλλοντας από την άλλη πλάνα από το παλιό, «μεγαλειώδες» συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης: «αυτό ήταν συλλαλητήριο» είπε.

Αλλά εδώ ζητείται πλέον πολιτικός ψυχαναλυτής.

Ο Λάκης, η Λιάνα και ο Χένρυ, ή ο Λάκης και ο Χένρυ της Λιάνας

Στην προτελευταία του εκπομπή ο Λ.Λ., σημαία υπερηφάνειας ο ίδιος για το Μέγα Βέτο, ξαναζέστανε για το ευρύ τηλεοπτικό κοινό μια πολυδημοσιευμένη «δήλωση» του Κίσσινγκερ, που τη νομίζαμε συνταξιοδοτημένη από καιρό, έτσι καθώς είχε γίνει φανερή η πλαστότητά της.

Ένας δαιμόνιος διπλωμάτης πολιτικός όπως ο Κίσσινγκερ είπε τάχα δημόσια, σε κάποια εκδήλωση προς τιμήν του στην Ουάσιγκτον, το 1994, πως «ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετιστεί. Εννοώ δηλαδή τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί και να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας απασχολεί…» κτλ. κτλ.

Κανένας δεν την πήρε είδηση τη δήλωση αυτή. Έπειτα από τρία χρόνια μόνο, το 1997, η αγγλόγλωσση τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News (17.2.97). Και από εκεί μας τη χάρισε η Λιάνα με το περιοδικό της Νέμεσις. Αν τάχα χρειαζόταν διάψευση μια τέτοια, πρόδηλα ανυπόστατη δήλωση, τη διέψευσε ο Κίσσινγκερ γραπτώς στα Πολιτικά Θέματα, 13.6.97. Αλλά και τι θα ’λεγε τάχα ο Κίσσινκγερ, θα πει κανείς. Αμ τι είπε η Λιάνα! Σε επόμενο τεύχος του περιοδικού της (10.1997) ομολόγησε αμήχανα πως δεν μπορούσε πια να βρει το φύλλο της Turkish Daily News, ούτε στο ίντερνετ ούτε στα γραφεία της εφημερίδας!

Το καλυτερότερο; Ο Ιός της Ελευθεροτυπίας, που δίνει όλο το ιστορικό (1.4.2001), επισημαίνει ότι η δήλωση του 1994, που δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα το 1997, είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία κοντά 8 χρόνια πριν, στις 26/1 του 1987, από τον δικηγόρο Θ. Σταυρόπουλο, που τη χρησιμοποιούσε σαν επιχείρημα για την επιστροφή των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, και –το καλυτερότατο– τη χρονολογούσε το Νοέμβριο του 1973, «ακριβώς μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου».

Σφαγή; Μακελειό! Της πολιτικής κτλ. εντιμότητας, άντε της κοινής λογικής.

Το Αλ Τσαντίρι άρχισε με τους λαμπρότερους οιωνούς, με τον Λάκη γύφτο ανάμεσα στα καρπούζια του Ντάτσουν του, όλα να τα σφάζει, όλα να τα μαχαιρώνει. Ευγνωμοσύνη τού χρωστάμε, έτσι κι αλλιώς, για το γέλιο που μας χάρισε. Και οπωσδήποτε μας χαρίζει ακόμα. Μα πιο συχνά μας παγώνει το αίμα, όταν όλα ίδια καρπούζια τα βλέπει πια, και με τον ίδιο πάντα τρόπο όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει.

buzz it!

16/4/08

Αμάν! η αντανακλαζομένη;

Τα Νέα, 18 Μαρτίου 2006


Οι τόνοι και τα πνεύματα είναι σαν σημαδάκια πάνω σε παλιά φωτογραφία, να μας θυμίσουν τον Δημήτρη και τον Νίκο· όχι μόνο δεν είναι, φυσικά, ο Δημήτρης και ο Νίκος, ή η εποχή τους, αλλά δεν ανήκουν καν στην ίδια τη φωτογραφία


Τι ακριβώς ήταν το πολυτονικό σύστημα, αυτό το σύστημα που η χρήση του γενικεύτηκε μόλις τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ., προχωρημένο δηλαδή Μεσαίωνα, και λίγη σχέση έχει συνεπώς με την ιστορική ορθογραφία; Έχει όμως καν με την ορθογραφία;

διαβάστε τη συνέχεια...

Ορθογραφία είναι η «ορθή» γραφή των λέξεων, έννοια που αρχικά ταυτίζεται ή θα έπρεπε να ταυτίζεται απλώς με τη γραφή. Και γραφή είναι η αποτύπωση με ειδικά σημάδια, τα γράμματα, των φθόγγων που προφέρουμε όταν μιλάμε. Τα γράμματα δηλαδή αντιπροσωπεύουν αυτομάτως μια απολύτως συγκεκριμένη αξία το καθένα. Αυτά, οπωσδήποτε στα πρώτα στάδια της ελληνικής γλώσσας, όταν κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε έναν φθόγγο, όταν δηλαδή γραφόταν ό,τι ακριβώς εκφωνούνταν, άρα η ορθογραφία ήταν αυτό που λέμε σήμερα φωνητική (βλ. και περασμένη επιφυλλίδα).

Με την εξέλιξη της γλώσσας η γραπτή εικόνα της λέξης φτάνει συχνότατα να έχει ελάχιστη ή και καμία σχέση με την εκφωνούμενη πραγματικότητα: «ουδέν γράμμα συνδέεται μεθ’ ωρισμένου φθόγγου διά πραγματικής τινος σχέσεως» έγραφε κατηγορηματικά ο Γ. Ν. Χατζιδάκις (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1, 1905, 204 –και εδώ θα έπρεπε να τελειώνει η σύγχυση γραφής και γλώσσας, και κατ’ επέκταση ο φετιχισμός της ορθογραφίας). Και ο γλαφυρότατος Β. Δ. Φόρης: «γράφουμε εμείς συγκεντρωτισμός και προφέρουμε σιν-γκ-εν-ντροτιζμός, γράφουν οι Γάλλοι oiseau και προφέρουν wazó (όπου κανένα γράμμα δεν αντιστοιχεί σε κανέναν από τους φθόγγους που εκφωνούνται), κι αν πείτε και για τους Άγγλους, αυτοί, όπως διεθνώς τους πειράζουν, γράφουν Μάντσεστερ και προφέρουν Λίβερπουλ» (Καθημερινή 31.10.1980).

Αυτή όμως η ατελής εικόνα εύλογα διατηρείται, έστω για πρακτικούς λόγους. Έτσι έφτασε η ορθογραφία να είναι κάτι αυστηρότερα ειδικό, να αποκτά δηλαδή συγκεκριμένο νόημα η έννοια ορθή γραφή, με βάση πια, καταρχήν και κατά το δυνατόν, την ετυμολογία μιας λέξης. Έτσι μιλούμε πλέον για ιστορική ορθογραφία, έτσι ακριβώς διατηρούμε και τα πολλαπλά [i] (ι, η, υ, ει, οι, υι), [o] (ο, ω) και [e] (ε, αι) και τα διπλά σύμφωνα κτλ. Όλα αυτά όμως τα σημάδια εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν κάτι που υπήρξε, είχαν τα ίδια μιαν αυστηρά συγκεκριμένη αξία –και είναι τρόπον τινά ακόμα, οπτικά, η ίδια η παλιά αξία. Αντίθετα, οι τόνοι γεννήθηκαν εξαρχής για να θυμίσουν κάτι που δεν υπήρχε πια, όταν ακριβώς είχε αρχίσει να χάνεται η συγκεκριμένη αξία κάποιων σημαδιών/γραμμάτων.

Οι τόνοι δηλαδή δεν υπήρξαν στοιχεία οργανικά της γραφής, όταν η γραφή ήταν αυτομάτως «ορθή», αφού έγραφε κανείς ό,τι ακριβώς εκφωνούσε, αλλά βοηθητικά εργαλεία, ενδεικτικά, υπομνηστικά μιας αλλοτινής αξίας και προφοράς. Γι’ αυτό και είπα ότι από μιαν άποψη οι τόνοι και τα πνεύματα δεν είναι καν ορθογραφία, δεν σχετίζονται με την «ετυμολογικά» δοσμένη ιστορία και εικόνα μιας λέξης, δεν έχουν σχέση με το «έτυμο» (το «αληθές»!): απλώς βοηθούσαν να παρασταθεί, ούτε καν: να υποδειχτεί έμμεσα το «έτυμο».

Για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, σκέφτομαι τη φωτογραφία κάποιας τάξης του σχολείου, από εκδρομή κτλ., όπου έπειτα από χρόνια σημειώνουμε επάνω της βελάκια και αριθμούς, για να μην ξεχάσουμε τελείως τους αγνώριστους πια συμμαθητές μας ακόμα και εμείς οι ίδιοι, πόσο μάλλον οι άλλοι που δεν τους γνώρισαν ποτέ.

Έτσι ακριβώς σημειώνονταν εκ των υστέρων και σποραδικά, όπως είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, οι τόνοι αρχικά, τα πνεύματα αργότερα, πάνω σε παλαιότερα κείμενα, έτσι όπως σημειώνουμε κάτι την ώρα που διαβάζουμε, υπογραμμίζουμε κάποια λέξη, βάζουμε ένα σημαδάκι στο περιθώριο κ.ο.κ.

Τι ακριβώς, να θυμηθούμε, σημειωνόταν στις άτονες ώς τότε λέξεις, όταν χανόταν ο μουσικός τονισμός;

οξεία, για τον οξύτερο μουσικά τόνο της μόνης τονιζόμενης συλλαβής, που ακουγόταν δυνατότερα σε ένταση αλλά και σαν μια νότα ψηλότερα, και βαρεία σε όλες τις άλλες συλλαβές, μόνο και μόνο επειδή δεν είχαν κι αυτές ήχο οξύ, αλλά έπεφτε βαρύτερος ο «τόνος»: φὶλόσὸφὸς· ώσπου σύντομα καταργήθηκαν οι περιττές βαρείες, «ίνα μη καταχαράσσωνται τα βιβλία», και κρατήθηκε το σχετικό σημάδι σαν μοναδικός τόνος για λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα, που κι αυτές όμως, όταν ακολουθεί στίξη, τρέπουν τη βαρεία σε οξεία·

οξυβάρεια, η μετέπειτα περισπωμένη, εκεί όπου ο τόνος ήταν οξύτερος και αμέσως κατέβαινε βαρύτερος: λῶρος, για να θυμίζει ότι ένα μακρό γράμμα εκφωνούνταν σαν δύο φθόγγοι στη σειρά, είχε μακρό ήχο, π.χ. το ω εδώ ήταν δύο ο, όπου στο πρώτο η φωνή ανέβαινε και αμέσως κατέβαινε στο δεύτερο: λόὸρος (έζησε για λίγο και το αντίθετο της οξυβάρειας, κάτι σαν «βαρυόξεια»: αντανακλωμένη την έλεγαν και αντανακλαζομένη –μην τα σκαλίζουμε όμως αυτά και ανοίγουμε την όρεξη σε αυτούς που ακόμα και τη βαρεία την έμαθαν κατόπιν εορτής ).

Αργότερα σημειώνονταν και τα πνεύματα, στις λέξεις που άρχιζαν από φωνήεν:

δασεία σε ορισμένες μόνο, ελάχιστες λέξεις, ένα σημάδι, το μοναδικό, που αντιπροσώπευε αλλοτινό φθόγγο, εκεί που κάποτε προφερόταν δασύτερα ένα φωνήεν: ἡμέρα· και ψιλή σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, για να δηλώνεται απλώς η έλλειψη δασείας!

Ώσπου χάθηκε τελικά οριστικά η προσ-ωδία, η μουσική εκφώνηση, και ο μουσικός τονισμός έγινε δυναμικός· μακρά και βραχέα είχαν τον ίδιο χρόνο, όπως στη σημερινή γλώσσα. Η ισοχρονία ήταν γεγονός ήδη τον 2ο με 3ο αιώνα μ.Χ., οπότε «συνεξέλιπεν, ως εικός, και η επί της μακράς προσωδίας [των φωνηέντων] στηριζομένη διαφορά του οξέος και περισπωμένου τόνου» γράφει το 1905 ο κέρβερος παραταύτα της ιστορικής ορθογραφίας Γ. Ν. Χατζιδάκις (Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, σ. 61), και λίγο αργότερα εισηγείται την αντικατάσταση όλων των τόνων με ένα μόνο διακριτικό σημάδι. Αλλά και έτσι, από τον 2ο με 3ο αιώνα μ.Χ., και ενώ οι τόνοι υπάρχουν από τους προχριστιανικούς χρόνους, όταν τους επινόησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός φιλόλογος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.), μόνο τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ. γενικεύεται, όπως είδαμε, η χρήση τους.

Το πολυτονικό μετράει ωστόσο ζωή αιώνων και διεκδικεί μερίδιο στην ιστορική ορθογραφία, αφού ακριβώς επί αιώνες εδραίωσε τη σύγχυση που αναβάθμιζε ένα βοηθητικό εργαλείο, ένα όργανο εργαστηρίου, σε συστατικό της ίδιας της γραφής, σύγχυση που καλοταΐστηκε από τη μεγαλύτερη αδερφή της, τη σύγχυση γλώσσας και γραφής. Έτσι, με κάτι σαν χρησικτησία δηλαδή, το πολυτονικό φτάνει ακόμα και σήμερα να διεκδικεί θέση στη γραφή της σημερινής γλώσσας, κι ας είναι, πέρα από αντιεπιστημονική, αδύνατη η εφαρμογή του με συνέπεια, αφού η γλώσσα πορεύτηκε στο μεταξύ με άλλους νόμους, εν προκειμένω χωρίς τη μακρότητα και τη βραχύτητα των φωνηέντων. Αυτό όμως το σημείο θα το δούμε στο επόμενο μέρος.

Το εκ γενετής στίγμα

Εδώ θα ήθελα να συνοψίσω με μια επισήμανση και με μια παρατήρηση.

Η επισήμανση είναι ότι οι τόνοι και τα πνεύματα δεν υπήρξαν οργανικό σημάδι της γραφής· απλώς υπενθύμιζαν κάποια παλιά, ανενεργή πλέον αξία. Αν δεχτούμε ότι επινοούμε σύμβολα και γράμματα για να ανταποκριθούμε σε τρέχουσες, υπαρκτές ανάγκες της γραφής, οδηγούμαστε στην ασεβή και εν μέρει άδικη παρατήρηση πως είναι άτοπο εξ ορισμού, από τη σύλληψή του, να δημιουργούνται σημάδια για να αποτυπώσουν αξίες που δεν υπάρχουν πια. Είπα άδικη την παρατήρηση, επειδή οι τόνοι επινοήθηκαν ουσιαστικά για λόγους «εργαστηριακούς», π.χ. για τους ίδιους τους φιλολόγους: από αυτή την άποψη, ήταν και είναι πολύτιμο εργαλείο μελέτης –εξού και η ασέβεια της παρατήρησης. Η γενίκευση όμως της χρήσης τους και η αναγωγή τους σε σύστημα «ορθής» γραφής –όταν μάλιστα η ισοχρονία και ο δυναμικός τονισμός είχαν παγιωθεί προ πολλού, από αιώνες– ήταν ήδη παράλογη, και ήδη τότε αντιεπιστημονική. Αυτά τον 9ο με 10ο αιώνα.

Τον 20ό πια και 21ο αιώνα, δεν μένει άλλος χαρακτηρισμός, δεν μένει κανένα επίθετο σε κανέναν υπερθετικό βαθμό να χαρακτηρίσει τη διαιώνιση του συστήματος αυτού, σε φάση της γλώσσας που απέχει έτη φωτός από την «αρχική», και διέπεται από άλλους νόμους, ενώ διαθέτει το δικό της, πλήρες και αυτόνομο σύστημα. Γιατί μιλάμε, εννοείται, για γλωσσικό σύστημα, για τυπικό, για δομή, και όχι απλώς για λέξεις –να το θυμόμαστε κάθε φορά αυτό, απέναντι στις λέξεις τις ανάλλαχτες «απ’ τον καιρό του Ομήρου».

buzz it!

13/4/08

Παράδοση κατά βούληση

Τα Νέα, 4 Μαρτίου 2006

Το μονοτονικό σύστημα δεν είναι παρά στοιχειώδης εξορθολογισμός της ορθογραφίας, απαραίτητος, αν θέλουμε όντως να μιλούμε για "ορθή γραφή". Γιατί το πολυτονικό σύστημα στη νέα ελληνική συνιστά μάλλον κατάφωρη ανορθογραφία


Στήλη του 3ου αιώνα π.X. (Ελεύθερνα Κρήτης) που φέρει χαραγμένη τη συμφωνία για τη συμμαχία δύο κρητικών πόλεων: αυτή κι αν είναι εντέλει ιστορική ορθογραφία!

το πλήρες κείμενο:

Τίποτα δεν έπαθε από τις κατά καιρούς επιμέρους παραβιάσεις της ιστορικής ορθογραφίας η ελληνική γλώσσα, όπως είδαμε ώς τώρα (βλ. και προηγούμενη επιφυλλίδα εδώ), αλλά και πώς θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, αφού άλλο η γλώσσα και άλλο η γραφή της, όπως επίσης είδαμε.

Μπορούμε τώρα να σταθούμε στο μονοτονικό, θέμα που δεν έπαψε να δημιουργεί πάθη μεγάλα, καθώς μοιάζει αλλαγή ριζικότερη από μια κατάληξη, ή από ένα ω κι ένα η, και κατηγορείται ότι παραβιάζει την –ήδη παραβιασμένη!– ιστορική ορθογραφία.

Χρησιμοποιώ όμως κι εγώ εδώ τον όρο «παραβιάσεις», ενώ πρόκειται κατά κανόνα για στοιχειώδη εξορθολογισμό της ορθογραφίας. Γιατί η ορθογραφία δεν άλλαξε ποτέ από κάποιο βίτσιο κανενός ούτε από κάποια διάθεση ανατροπής της: πάντοτε παρακολουθεί, και μάλιστα με εντυπωσιακά μεγάλη καθυστέρηση, τις αλλαγές που σημειώνονται στη γλώσσα. Και είναι δυσανάλογα μικρές και ασήμαντες οι αλλαγές στην ορθογραφία σε σχέση με μείζονες κάποτε αλλαγές στη γλώσσα, οι οποίες όμως περνούν συχνά απαρατήρητες. Και αν οι αλλαγές στη γλώσσα οφείλονται, μεταξύ άλλων, στον δρακόντειο νόμο της έλξης και της αναλογίας, οι αλλαγές στην ορθογραφία τρέχουν ξοπίσω καταϊδρωμένες, να μπαλώσουν κατά το δυνατόν τα κενά που δημιουργούνται στο ορθογραφικό σύστημα.

Μια τέτοια επιμέρους αλλαγή, ένας στοιχειώδης εξορθολογισμός της ορθογραφίας είναι το μονοτονικό σύστημα, απαραίτητος, αν θέλουμε όντως να μιλούμε για ορθή γραφή. Γιατί το πολυτονικό σύστημα στη νέα ελληνική συνιστά μάλλον κατάφωρη ανορθογραφία.

Την καρδιά του προβλήματος μας την υποδεικνύει ο καθηγητής Ευάγγελος Πετρούνιας, στον οποίο οφείλουμε και τις ετυμολογίες στο πρόσφατο μεγάλο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη: «το πολυτονικό σύστημα δεν δημιουργήθηκε κατά την αρχαιότητα, ώστε να στηρίζεται σε κάποια γλωσσική πραγματικότητα. Άρχισε να δημιουργείται αργότερα, και στη συνέχεια άλλαξε και ύστερα επεκτάθηκε η χρήση του, όταν η αρχαία προφορά δεν υπήρχε. Κάνοντας αναφορά σε παλιότερη περίοδο της γλώσσας, που δεν ήτανε πια αρκετά κατανοητή, φυσικό ήτανε να παρουσιάσει ατέλειες και ασυνέπειες» (Νεοελληνική Γραμματική και συγκριτική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1984, ανατύπ. 1993, σ. 572).

Έτσι, με την πάροδο του χρόνου και με τη διαρκή εξέλιξη της γλώσσας, το πολυτονικό αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες που παρουσιάζονταν. Ο εγγενής παραλογισμός του, να επισημαίνει βραχύτητα και μακρότητα ανύπαρκτη ήδη στη γλώσσα, έφτανε στα όριά του και τα ξεπερνούσε: δεν ήταν δυνατή πλέον η εφαρμογή του πολυτονικού –η ορθογράφηση δηλαδή– σε πολλές παλαιότερες λέξεις που επέζησαν ελαφρά αλλαγμένες μορφοφωνολογικά, και οπωσδήποτε σε νεότερες, από αυτές που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της νεότερης γλώσσας.

«Είναι πασίγνωστον γεγονός ότι η φωνητική της ελληνικής γλώσσης κατά την δ΄ και ε΄ μ.Χ. εκατονταετηρίδα τοσούτον είχεν αλλοιωθή και απομακρυνθή από της αρχαίας [...], ώστε [...] ανάγκη να υποτεθή σφόδρα ομοία τη ημετέρα σήμερον [...], εν δε τη νέα γλώσση ούτε μακρά ούτε βραχέα, αλλά πάντα ισόχρονα» έγραφε πριν από έναν αιώνα, το 1905, ο Γ. Ν. Χατζιδάκις (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1, σ. 202).

Αλλά αν τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. πιστοποιείται η απόλυτη ισοχρονία, η αλλαγή είχε αρχίσει, όπως είναι φυσικό, πολλούς αιώνες πριν. Από τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, με την εξάπλωση της Κοινής, μακρά και βραχέα δεν διακρίνονται, ενώ έχει χαθεί και η δάσυνση: «Το δασύ λεγόμενον πνεύμα ήδη π.Χ. έπαθεν εξασθένωσιν, εντεύθεν ευρίσκομεν γραφάς, οίον κατ’ ὐοθεσίαν, κατ’ ἐταιρίαν, εἴσατ’ ὐπό κλπ.», γραφές δηλαδή που δείχνουν ότι «το δασύ δεν εξεφωνείτο όπως πριν» (Γ. Ν. Χατζιδάκις, Σύντομος Ιστορία της ελληνικής γλώσσης, 1915, σ. 62). [οι λ. υοθεσίαν, εταιρίαν και υπό, με ψιλή -το σημειώνω, επειδή δε διακρίνεται καλά εδώ, στο μπλογκ]

Έτσι γεννιούνται οι τόνοι και αργότερα τα πνεύματα, για να υποδείξουν αυτό που είχε ήδη χαθεί. Σημειώνονται αρχικά σε φιλολογικές εκδόσεις, και σποραδικά, για να διακρίνουν κυρίως ομόγραφα (ἄγος-ἀγός, αἶνος-αἰνός, δῆμος-δημός, εἶμι-εἰμί, κάλως-καλῶς, νέων-νεῶν, παίδευσαι-παιδεύσαι και παιδεῦσαι κτλ.), και η χρήση τους γενικεύεται μόλις τον 9ο-10ο αιώνα, όταν καθιερώνεται πια και η μικρογράμματη γραφή: «και κατεκράτησαν εν τη ημετέρα γλώσση, ώστε κείμενον άνευ τούτων γεγραμμένον προσπίπτει ημίν αλλόκοτον. Αλλ’ η αλήθεια είναι ότι η καθολική χρήσις τούτων δεν είναι αρχαία αλλά μεσαιωνική και ότι πολλάς παρέχει τοις διδασκομένοις αυτά δυσκολίαν» (Χατζιδάκις, ό.π. 70).

Ώστε, ανεξάρτητα από τη δυσκολία που παρέχει «τοις διδασκομένοις», επιστημονικός λόγος ύπαρξης των τόνων και των πνευμάτων, ακόμα και κατά τον υπέρμαχο της καθαρεύουσας Γ. Ν. Χατζιδάκι, δεν υπάρχει, παρά μόνο η «αλλόκοτη» όψη του άτονου και απνευμάτιστου ή μονοτονικά γραμμένου κειμένου. Και για να αποτραπεί ή να ξορκιστεί αυτό το αλλόκοτο, έμειναν αιώνες πολλούς οι τόνοι, όχι απλώς περιττοί και βασανιστικοί (από μια άποψη δεν είναι αυτό το μείζον, θα έλεγα εγώ, σε μια γλώσσα που ούτως ή άλλως διατηρεί ουσιαστικά, και για πρακτικούς λόγους, την ιστορική ορθογραφία), αλλά δυσλειτουργικοί· για την ακρίβεια: ανίκανοι να παρακολουθήσουν με συνέπεια τη νεότερη γλώσσα, όπως θα δούμε παρακάτω.


Ο μεσαίωνας και το κλέος του Περικλέους

Και επιπλέον, ούτε καν ελληνιστική είναι η εφαρμογή των τόνων και των πνευμάτων, όπως επικράτησε να πιστεύεται, αλλά μεσαιωνική. Ώς τότε, γράμματα κεφαλαία, απνευμάτιστα και άτονα. Έχει σημασία τώρα αυτό, θα πείτε; Απλώς ειρωνικό το βλέπω, τι σχέση έχει ο μεσαίωνας με το κλέος του Περικλέους, ειρωνικό κυρίως για όσους αρνούνται να δουν τη γλώσσα μακριά από το νεφελώδες πρότυπο της «αρχαίας», για όσους αρνούνται να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της γλώσσας, ανθρώπους που έχουν σταθμεύσει επιδεικτικά τη σχέση τους με τη γλώσσα, τον γλωσσικό τους έρωτα, στην κλασική αποκλειστικά εποχή και στην αττική γλώσσα. Δηλαδή το πολυτονικό δεν είναι και τόσο ιστορική ορθογραφία, ούτε τόσο παράδοση, που θα τις καταργήσει τώρα τάχα και τις δυο το μονοτονικό: αυτή θα μπορούσε να είναι, από μιαν άποψη (τη δική τους!), η απάντηση σ’ αυτούς, που δυστυχώς δεν είναι λίγοι, και δεν σιτίζονται αποκλειστικά στα διάφορα παρακάναλα.

Αλλιώς, αν θέλουμε να είμαστε σοβαρότεροι εμείς, παράδοση δημιουργείται και σ’ έναν αιώνα μέσα, παράδοση είναι αίφνης και το δυτικότατο κλαρίνο (το κλαρινέτο), που το γνωρίσαμε, οποία πεζότης, από στρατιωτικές μπάντες, και δεν μετράει στα μέρη μας πάνω από ενάμιση αιώνα ζωή. Αυτήν όμως τη σχετικότητα δεν τη δέχονται γενικότερα στην ιστορία και την εξέλιξη της γλώσσας οι υπέρμαχοι του πολυτονικού, αυτοί ακριβώς που απ’ τη μια ανάγονται αυστηρά και μόνο στην αρχαία αττική και από την άλλη μετρούν και προσδιορίζουν κατά βούληση την παράδοση ή την ιστορική ορθογραφία. Και δέχτηκαν λόγου χάρη, για να μείνουμε αυστηρότερα στο θέμα μας, ή ίσως και δεν πήραν καν είδηση (σίγουρα η συντριπτική πλειονότητα, ακόμα και των φιλολόγων), την κατάργηση της βαρείας, δηλαδή τον ακρωτηριασμό του πολυτονικού συστήματος.

Καταργήθηκε όμως η βαρεία, και από ποιον; Όχι· αδράνησε και αυτή, όπως όλοι οι τόνοι και τα πνεύματα ουσιαστικά, μόνο που αυτή αδράνησε και τυπικά· και χάθηκε. Έμειναν τύποις οι υπόλοιποι τόνοι και τα πνεύματα, ένα κολοβωμένο πάντως πολυτονικό, και πάνω σ’ αυτό τον τύπο ή γύρω απ’ αυτό τον τύπο δίνονται μάχες σκληρές, ερήμην εννοείται της ουσίας. Όμως, επιμένω και ξαναρωτώ, αν δεχτήκαμε, αν δέχτηκαν, την κατάργηση της βαρείας, πού και πώς τη μετρούν την παράδοση, πόσο και πού τη δέχονται, ή πού τη σταματούν, την απλοποίηση;

Θα φτάσω όμως στην ανάγκη να ολοκληρωθεί η απλοποίηση του τονικού συστήματος, με το μονοτονικό, όχι έτσι απλά, για λόγους αρχής, αλλά επειδή, όπως είπα, το πολυτονικό αδυνατεί να παρακολουθήσει με συνέπεια τη νέα ελληνική γλώσσα, και δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά, κάτι στο οποίο ομοφωνούν οι γλωσσολόγοι (βεβαίως και ο Γ. Μπαμπινιώτης). Ώς τότε, χρειάζεται ίσως εδώ να δούμε κάπως λεπτομερέστερα τα πράγματα και από την αρχή, τι ακριβώς ήταν δηλαδή οι τόνοι και τα πνεύματα, για να έρθουμε έπειτα στην αδυναμία να επιτελέσουν έστω αυτό το μη λειτουργικό αλλά καθαρά υπομνηστικό έργο που τους είχε ανατεθεί. Στο επόμενο.

buzz it!

12/4/08

Ο δράκως κι οι βαρκάροιδες

Τα Νέα, 18 Φεβρουαρίου 2006

«Ο άι-Γεώργις με τον δράκω»: δεν είναι λαϊκή ανορθογραφία, ίσα ίσα είναι ιστορική ορθογραφία!



Αν η γραφή είναι αποτύπωση, και μάλλον ισχνή, της γλώσσας, όπως διδάσκει η γλωσσολογία, τότε οι αλλαγές στη γραφή δεν μπορεί να επηρεάζουν τη γλώσσα, όπως συμπεραίνει η λογική –και όντως δεν την επηρεάζουν, όπως πιστοποιεί πλέον η Ιστορία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Άλλο δηλαδή η γλώσσα και άλλο η γραφή, και ειδικότερα η ορθογραφία, η κατεξοχήν σύμβαση, όπως είδαμε στη σειρά αυτή των επιφυλλίδων (βλ. την προηγούμενη επιφυλλίδα εδώ). Γιατί ο λόγος είναι ο ζωντανός και ο έμψυχος· η γραφή του είναι το είδωλό του, μας λέει από παλιά ο Πλάτων: τον του ειδότος λόγον λέγεις, ζώντα και έμψυχον, ου ο γεγραμμένος είδωλον αν τι λέγοιτο δικαίως; ρωτάει ο Φαίδρος τον Σωκράτη· που απαντάει: παντάπασιν μεν ουν (276a).

Ώστε δεν βλάπτεται, δεν κινδυνεύει η γλώσσα, αν παραβιαστεί, ακόμα και αν καταργηθεί η ιστορική ορθογραφία –αν τάχα ήταν επιθυμητό για άλλους λόγους, αλλά και εφικτό, κάτι τέτοιο. Δεν κινδυνεύει έτσι από το μονοτονικό, όπως δεν κινδύνεψε με τις όποιες κατά καιρούς «παραβιάσεις» της ιστορικής ορθογραφίας.

Δεν ήταν δηλαδή απαραβίαστη ώς τώρα η ιστορική ορθογραφία, και τώρα μόνο «καταργείται», με το μονοτονικό, όπως ανεύθυνα διακηρύσσεται από υπεύθυνα, υποτίθεται, πρόσωπα, σχήματα και φορείς: όρα βουλευτές, ιερές συνόδους κτλ.

Προτού λοιπόν ασχοληθούμε ειδικότερα με το μονοτονικό, που είναι εντέλει ο αναπόφευκτος εξορθολογισμός του τονικού συστήματος, ας δούμε άλλες απλοποιήσεις, που μοιάζουν αυτονόητες σήμερα, κι ωστόσο «παραβιάζουν» όλες την ιστορική ορθογραφία.

Πάμε πάλι στον συντηρητικό Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι, που επισήμανε όμως και τόνισε τον ολέθριο ρόλο του αττικισμού για το έθνος, όπως είδαμε και από εδώ, που μίλησε για τα δεινά της διγλωσσίας και ζήτησε την κατάργηση των τόνων. Υπέρμαχος της καθαρεύουσας, αντίθετος με την εισαγωγή της δημοτικής στην εκπαίδευση, έγραφε ωστόσο, έναν αιώνα πριν, ότι «το βιβλίον το προωρισμένον διά τους μικρούς μαθητάς δέον να είναι απηλλαγμένον των τοιούτων σημείων», των τόνων δηλαδή και των πνευμάτων. Έγραφε ότι «πολλώ μείζονα δυσκολίαν παρέχει τοις διδασκομένοις η παρ’ ημίν αρχαιόθεν επικρατούσα ιστορική ορθογραφία μετά των διαφόρων διφθόγγων, μακρών και βραχέων φωνηέντων… Ταύτα όντως βασανίζουσι μεγάλως και επί μακρόν τους παίδας διδασκομένους και μανθάνοντας αυτά μηχανικώς, άτε ουδέν τούτων αισθανομένους εν τη γλώσση ην λαλούσι και μανθάνουσι».

Παρ’ όλα αυτά, στάθηκε άκαμπτος στην εφαρμογή της ιστορικής ορθογραφίας, επιχειρώντας να διατηρήσει την ετυμολογική εικόνα των αρχαίων τύπων και στους νεότερους: έγραφε «Αντώνις», από το Αντώνιος, «Βασίλεις» από το Βασίλειος, «δράκως» από το δράκων. Πόσο «κατάργησαν» την ιστορική ορθογραφία εξορθολογισμοί, συμμορφώσεις, απλοποιήσεις του τύπου Αντώνης, Βασίλης και δράκος, όπως γράφουμε όλοι σήμερα; Και πόσο κινδύνεψε η γλώσσα;

Ιδού και άλλοι τύποι, από τα γραπτά του Χατζιδάκι: βαπῶρι, τημῶνι, μῦτι και φορᾷω , λᾳδι και λᾳδικό, γέρως, βαρκάροιδες, ψαίλνω, χαμώγελο, τσώφλι· γραιά και Ρωμαιός (με υφέν κάτω από το -αι, δηλαδή γριά και Ρωμιός) κ.ά. «Τοὶς» γυναῖκες έγραφε, για να ταιριάζει με την ονομαστική, που ώς τότε πάντως γραφόταν συχνά με [και υπογεγραμμένη]: γυναῖκες · στο επιμένει αργότερα π.χ. και ο Σπύρος Μελάς: περηστάσεις, ενώ χιονιαῖς και ἀντάραις γράφει ο Βαλαωρίτης, καλλήτερα και κἀνείς ο Κάλβος· και ο Παλαμάς έλεγε πως δεν το ξέρει το ξέρω με -ε, αφού το έγραφε με -αι: ξαίρω.


Σήμερα, αντίθετα, κανένας δεν το ξέρει το «ξαίρω». Δεν τα προλάβαμε τα είνε, παλαίβω και θεώρατος. Μακρινή μοιάζει και η μόλις χτεσινή αναζήτηση ανάμεσα σε πολλαπλούς τύπους όπως νειάτα / νηάτα / νιάτα, λειώνω / λυώνω / λιώνω, και πλήθος άλλα. Η σωστή ετυμολόγηση και πιο πολύ η χρήση οδήγησαν κατά κανόνα στον απλούστερο τύπο, με επιδεικτικά φιλόδοξη εξαίρεση, έναν ολόκληρο αιώνα μετά τον Χατζιδάκι, το Λεξικό Μπαμπινιώτη, που επαναφέρει ή συχνότερα πρωτολανσάρει τσηρώτα, αγώρια, αίολους, καρώτα, καλοιακούδες κ.ά.

Το σύστημα ορθογράφησης που χρησιμοποιούσε ο Χατζιδάκις εφαρμοζόταν και στο περίφημο Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών, ώσπου διαπίστωσε κι η ίδια η Ακαδημία το αδιέξοδο και προχώρησε σε μερικές απλοποιήσεις, με τον Κανονισμό της νεοελληνικής ορθογραφίας του 1933: καταργεί την υπογεγραμμένη στο δᾳδί, στο λᾳδι, στο ἀγαπᾷς, στο μάθῃς, τη δασεία στο ρ, τα διπλά σύμφωνα σε ξένες λέξεις (κωπέλλα, φασσαρία) και ενοποιεί τις διαφορετικές καταλήξεις των αρσενικών (Γεώργις-Βασίλεις-Γιάννης).

Πάει λοιπόν η υπογεγραμμένη, κι ας ήταν γράμμα ολόκληρο κάποτε, που αντιστοιχούσε σε φθόγγο, που προφερόταν δηλαδή, αντίθετα από τους ενδεικτικούς απλώς τόνους, πάει η δασεία στο ρ, η δασεία-ψιλή στο ρρ, πάει η κορωνίδα, πάει η βαρεία, όλως ανεπαισθήτως, κι ας κολοβώνει έτσι το πολυτονικό, πάει το η της υποτακτικής (να φύγη= να φύγει), μόλις χτες, το 1976, κ.ά. Πάει τάχα η ιστορική ορθογραφία; Πάει κι η γλώσσα;

Κι αν όλα αυτά είναι «λελογισμένες», αποδεκτές πια απλοποιήσεις, ποιος καθορίζει τα όρια; Ερώτημα ακόμα πιο κρίσιμο, προκειμένου για το μονοτονικό, και μάλιστα ως προς την παράδοση, που έτσι τάχα καταργείται. Ποιος την απλώνει ώς πού και πόσο, ή μάλλον από πού κι ώς πόσο, την παράδοση; Παράδοση κατά παραγγελία, με το μέτρο, κατά βούληση;

Φαντάσματα του Γεωργίου Χατζιδάκι

Το αδιέξοδο της αυστηρά ετυμολογικής ορθογράφησης το έθιγε σε ένα άρθρο τού 1979 ο Β. Δ. Φόρης, σχολιάζοντας κριτική του Θ. Ξύδη για βιβλίο του Εμμ. Κριαρά («Τα γεγονότα και τα ζητήματα: Παρατηρήσεις σε μια κριτική», Νέα Εστία 1255, 15.10.1979, σ. 1450)· αναφέρεται στο πρόβλημα της διαφορετικής γραφής λέξεων, όπως κυττάζω-κοιτάζω, αφήνω-αφίνω κτλ., που σημαίνει διαφορετική ετυμολόγηση, και τονίζει:

«Αλλά και [...] για τύπους που έχουν μία και μόνη ορθογράφηση, και μάλιστα απλούστατη, ποιος απ’ όλους μας “ετυμολογεί ορθά” [για «σωστή ορθογράφηση, που είναι επακόλουθο ορθής ετυμολογήσεως» έγραφε ο Θ.Ξ.] γράφοντας π.χ. τη λέξη μάτι έτσι, όταν πρέπει να γράφουμε το λιγότερο ’μμάτι, για να μη δώσω τον ακραίο τύπο ’μμάτι’ , που θα μας οδηγούσε ετυμολογικά ίσια στο ομμάτιον; Και πώς θα ισχυριζόμασταν, όλοι μας, ότι “ετυμολογούμε” γράφοντας τη λέξη βρίσκω, αφού έπρεπε να γράφουμε ’υρίσκω, όπως έγραφαν παλαιότεροι λόγιοι και επιστήμονες του κύρους ενός Γεωργίου Χατζιδάκι, μόνο και μόνο για να διασώσουν –με τα δόντια, θα έλεγα– το ε τού ευρίσκω

Και συνέχιζε με το δαιμονικό, σουρεαλιστικό κάποτε χιούμορ του:

«Θα καταντούσε αστείο να θέλουμε να διασώσουμε (ενδεχομένως με αποστρόφους, με παρενθέσεις κτλ.) όλους εκείνους τους φθόγγους που μέσα στην ιστορική εξέλιξη της γλώσσας μας χάθηκαν σε πολλές λέξεις και τύπους. Ένα χτυπητό παράδειγμα θα ήταν να μπορούσαμε να παραστήσουμε με τη γραφή, ή με την ετυμολογική ορθογράφηση, τον τύπο που καθημερινά χρησιμοποιούμε, τη λέξη πᾶς (πού πας; πώς τα πας;): θα έπρεπε να γράψουμε είτε ’πά’’’ς είτε (υ)πά(γ)(ει)ς, για να θυμίζουμε την προέλευσή του. Γράφουμε ωστόσο πᾶς , παραβιάζοντας μάλιστα τον ιστορικά ορθό τονισμό με την οξεία, γιατί παιδαγωγικά θα ήταν άτοπο να διδάσκουμε την περισπωμένη στο ἀγαπᾶς και την οξεία στο πάς».

Φάνταζαν όντως σουρεαλιστικά αυτά, δυόμισι μόλις δεκαετίες πριν, σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Όπως και ο Βασίλεις και το ’υρίσκω ή το τραυώ (επειδή προέρχεται από το ταυρίζω < ταύρ(ος) -ίζω). Και δείχνουν εξόχως σχολαστικά όλα αυτά, τώρα πίσω-πίσω, και μάλιστα εδώ, σε εφημερίδα. Δείτε όμως παραδίπλα, ακριβώς σε σημερινές εφημερίδες και περιοδικά: την εποχή της παλινόρθωσης, δε λέω, προς Θεού, της καθαρεύουσας, αλλά του υποτιθέμενου γοήτρου της και της αξίας που έχει, σαν φάση κι αυτή, λέει, ισότιμη, της μίας και ενιαίας γλώσσας· πάντως σε εποχή με σαφώς συντηρητική στροφή στη γλώσσα και στην ορθογραφία, τι άλλο είναι το περίφημο Λεξικό Μπαμπινιώτη και οι ασμένως υιοθετούμενοι τύποι του, τι άλλο είναι «ορθογραφήσεις» τού τύπου «κά’νας», «κάν’τε», «πάρ’τε» (έτσι είδα και το «δέσ’τε» προστακτική τού βλέπω, κι όχι του δένω!), «ξανά’πα», «έρ’μος», ή τα ουδέποτε υπάρξαντα έτσι «κι όλας», «με μιας», «προς ώρας», «εφ’ εξής», «την παρ’ άλλη» κ.ά.;

Φτάσαμε πια στο μονοτονικό: στο επόμενο.

buzz it!

10/4/08

Με τους γυρολόγους της συμφοράς

update:το ποστ αυτό ας θεωρηθεί πως "δεν ισχύει": ενσωματώθηκε, ανασυνταγμένο απλώς, σε γενικότερη για τον Λαζόπουλο επιφυλλίδα στα Νέα (βλ. εδώ)

Τελευταία φορά έγραψα για τον Λάκη Λαζόπουλο όταν φόρεσε την καινούρια του στολή, του Σκοπιανομάχου, και κίνησε για το μέτωπο ζωσμένος τη σαρτζετάκειας έμπνευσης επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη. Νισάφι πια. Κι άλλωστε δεν ξέρεις πια πόσο για γέλια είναι (εκείνος) και πόσο για κλάματα (εμείς), όταν βλέπεις την απελπισμένη και κωμική προσπάθειά του να διαχωρίσει τάχα τη θέση του (τη σκοπιανοφαγική εν προκειμένω, τη γενικότερα αντιδραστική, όρα κρυφά σχολειά κτλ. κτλ.) από την ακραιφνώς ακροδεξιά, από Άδωνη, Άνθιμο, Ψωμιάδη και σία. Αξιοδάκρυτος.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν είχα σκοπό να επανέλθω σύντομα -όχι πως δεν έχει νόημα να επανέρχεται κανείς όσο συστηματικά επανέρχονται οι άλλοι, απλώς κάποια στιγμή χρειάζεται και ν' ανασάνει λίγο. Στο μεταξύ, τις ίδιες εκείνες μέρες διάβασα και δύο άλλα κείμενα, με αφορμή την ίδια εκείνη εκπομπή του Λ.Λ., κείμενα από αυτά που ζηλεύω:

- το ένα, "Δάσκαλε που δίδασκες..." της Πόπης Διαμαντάκου, στα Νέα 4.3.08, με τον εύστοχο παραλληλισμό Λαζόπουλου-Χριστόδουλου, και την κατακλείδα:

"Είναι κρίμα και για τη σάτιρα και για τον Λάκη Λαζόπουλο να ταυτίζεται με μεθόδους καθοδήγησης του συναισθήματος του κοινού (και δη του τηλεοπτικού, που τελεί εξ ορισμού σε κατάσταση γοητείας), οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του φασισμού. Υποτίθεται ότι η σάτιρά του ακριβώς αυτό έχει στόχο, να καταδείξει τον παραλογισμό που παράγει η άσκηση γοητείας του τηλεοπτικού μέσου. Έγινε μέρος του παραλόγου.
Αυτοκαταργήθηκε".

- το άλλο, του Ν. Γ. Ξυδάκη, στην Καθημερινή 1.3.08, τώρα στο μπλογκ του, ειδικότερα για τον Θεοδωράκη, προς τον οποίο η απαράμιλλη ατάκα με την οποία κλείνει η επιφυλλίδα: "κάνουμε [...] την Ιστορία ατάκες για την τηλεόραση"!

Δεν είχα, λέω, σκοπό να επανέλθω, αλλά στο χτεσινό τσαντίρι του, μέσα στην εθνική του υπερηφάνεια για το Βέτο, μας έδειξε και την ταυτότητα-κάρτα μέλους με την οποία προστέθηκε πια επισήμως στη λέσχη των γυρολόγων της συμφοράς, των επαγγελματιών θρηνωδών και διακινητών πάσης φύσεως σαθρών ιδεολογημάτων αλλά και μυθευμάτων. Η κάρτα μέλους; Η περίφημη πια δήλωση, λέει, του Κίσινγκερ για τον εξανδραποδισμό του γένους των Ελλήνων.

Ήταν λοιπόν η μοίρα του, του Λ.Λ. Από τη Λιάνη στη Λιάνα, και τώρα στον Λιακόπουλο;

buzz it!

6/4/08

Το ρομπάκι

συντομευμένη μορφή του κειμένου αυτού (στο μισό!) δημοσιεύτηκε στα Νέα, 5 Απριλίου 2008, τρίτο και τελευταίο μέρος μιας δειγματοληπτικής παρουσίασης του Ορθογραφικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη


Ο ροϊχλίνειος και η σοσάρα, ο ρώθων και η σολίτσα, φίλοι μας εδώ απ’ τα παλιά, βάλτε τώρα το λορένσιο και το ρομπάκι, το σαμπάν και το σαμπούκ, το σομακί και το σολανό, ρίξτε και λίγη πίτζιν από πάνω, και έτοιμο το λεξικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δύο επιφυλλίδες (βλ. εδώ και εδώ) αφιέρωσα στο καινούριο Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, για να δούμε καταρχήν πώς μεταφέρεται μηχανικά όχι απλώς το λημματολόγιο του μεγάλου λεξικού Μπαμπινιώτη αλλά όλες του οι λέξεις, ατάκτως ερριμμένες, αφού μοναδική αρχή είναι η αυτόματη αλφαβήτιση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έτσι

(1) δίνονται σε χωριστά λήμματα ο δεύτερος και τρίτος και τέταρτος τύπος, άλλοτε αδόκιμος, άλλοτε σπάνιος ή και ανεύρετος, της ίδιας λέξης, χωρίς καμία σύνδεση αναμεταξύ τους. Αυτή η «ισοτιμία» των διαφόρων τύπων, έτσι όπως εμφανίζεται (βλ. και τα –χωριστά πάντοτε– λήμματα ακτίνα / αχτίνα,[1] φθάνω / φτάνω, διαλεκτός / διαλεχτός, νύκτα / νύχτα, νυκτόβιος / νυχτόβιος, αλλά νυχτοφύλακας, νυχτοφυλακή, όχι και νυκτοφύλακας, νυκτοφυλακή), μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει στον χρήστη, κυρίως όταν πρόκειται για λέξεις όχι ιδιαίτερα κοινόχρηστες: παράδειγμα, από την προηγούμενη φορά, η σουρντίνα, που εμφανίζεται και σαν σορντίνα και σαν σουρτίνα και σαν σουρδίνα![2]

Άλλο παράδειγμα, η πατου(κ)λιά, λέξη που ούτως ή άλλως είναι αμφίβολο αν έχει θέση σήμερα σε επίτομο ορθογραφικό λεξικό, παράδειγμα λοιπόν που εικονογραφεί ένα δεύτερο χαρακτηριστικό,

(2) τη λημματογραφική βουλιμία, η οποία δεν φαίνεται να διέπεται από στοιχειώδεις αρχές και, κυρίως, συνέπεια: λήμμα λοιπόν πατουκλιά, και αμέσως από κάτω πατουλιά. Πάμε στο μεγάλο λεξικό: πατουλιά και πατουκλιά, φράχτης από βάτα, είναι ο διαλεκτικός τύπος της βατουλιάς, στην οποία και παραπέμπεται ο αναγνώστης. (Αλλά, σημειώνω εδώ σε παρένθεση, ενώ θα έπρεπε με κεφαλαία: λήμμα βατουλιά δεν υπάρχει –ούτε στο μεγάλο, ούτε φυσικά τώρα και στο ορθογραφικό.)

Ακολουθούνται τουλάχιστον πιστά οι αρχές αυτές; Όχι, όπως είδαμε π.χ. με τη νυχτοφυλακή, μιλώντας για τη δήθεν πολυτυπία και ισοτιμία· όχι, πάλι, όσον αφορά τη λεξικογραφική βουλιμία.

Στη δεύτερη αυτή αρχή θα σταθώ λίγο περισσότερο: εδώ, διατρέχοντας οποιαδήποτε σελίδα, είναι εύκολο να δούμε τι περιττό, κατά την άποψή μου, έστω υπερβολικό για επίτομο ορθογραφικό λεξικό, υπάρχει· αλλά μόνο συμπτωματικά ή με ειδική έρευνα θα εντοπίσει κανείς τι δεν υπάρχει. Έτσι, ως προς τις ελλείψεις, περιοριζόμαστε σε λίγα: λείπει η ράδα, ο ενδοσωματικός, το εξυπονοείται, το πλαστρόν, που είχαν επισημανθεί παλιά και από εδώ, ο εξωγαμιαίος βλέπω τώρα, το διοσμαρίνι ή γιοσμαρίνι και ροσμαρίνι (βλ. Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη· ο Μπ. έχει μόνο το ροσμαρί!), αλλά και το πασίγνωστο σήμερα μπλογκ, με την ήδη περπατημένη ελληνική απόδοση: ιστολόγιο, όπως σημείωνα στην πρώτη επιφυλλίδα της σειράς αυτής, μαζί και ο μπλόγκερ και η μπλογκόσφαιρα.[3]

Ευκολότερα εντοπίζονται οι ελλείψεις στην αργκό, που επίσης μοιάζει να αποδελτιώνεται χωρίς εμφανείς αρχές και όρια. Έτσι, λημματογραφείται το φυτούλι, αλλά όχι το μάλλον συχνότερο μπάζο (= η άσχετη ή/και κακάσχημη κοπέλα), όχι η φλασιά, με το φλασάκι και τον φλασάτο, όχι το νταουνιάρικο (= το καταθλιπτικό), ο ψαγμένος, το γατόνι (= ο ξύπνιος, αλλά και το γατάκι, απλώς), ο γαμάτος, ο ξιδάκιας (= ο αλκοολικός). Έχουμε επίσης τον πισωγλέντη, τον πούλο και το πουλεύω, όχι όμως τα παλαιότερα, κοινά και εξόχως εκφραστικά κλαψομούνης ή (την) πουτσίζω: την πουτσίσαμε= την πατήσαμε: τωόντι!

Και τι περιέχεται στο λεξικό: είδαμε ήδη αρκετά, από το εξαιρετικά σπάνιο και λόγιο ροϊχλίνειος ώς τα αρχαϊστικά αποσμήχω, ρώθων, συνωδά, χώρια το προσκλητήριο μεγεθυντικών και υποκοριστικών, από τη σπάνια σοσάρα ώς την ανύπαρκτη σολίτσα.[4]

Τώρα, πλάι σ’ αυτά που βρήκαν θέση στη σημερινή εισαγωγή, ιδού: ρονιά, ρυάδα, ρυάζομαι και ρυάσιμο, Σαμνίτης και Σαμογέτης, σόντα, σοντάρισμα και σοντάρω, νά και το σόργο, και η γνωστή μας σουαρέ, αλλά και άλλο λήμμα, ο σουαρές! Και το σουλαντιστήρι, δηλαδή το ποτιστήρι, με όλα τα συμπράγκαλά του: σουλαντίζω, σουλάντισμα, σουλαντώ! Και σοβράνος, σόκορο και σοβχόζ, σολινταρισμός και σομακί, και προπαντός ο σομφός: διάλειμμα εδώ: σομφός, μας λέει το Μεγάλο, είναι ο πορώδης· αλλά χρειαζόταν, βλέπεις, και η σομφότης (προσοχή: -ότης!), κι ακόμα παραπέρα: σομφωδώς, το επίρρημα· δηλαδή, αν πάρουμε το γνωστό μας πορώδης, φανταστείτε και επίρρημα «πορωδώς»!

Ορθογραφία με κλήρωση

Αλλά και πάλι, θα πει κανείς, επιλογή όλα αυτά του λεξικογράφου, ακόμα κι αν πρόκειται για επίτομο ορθογραφικό λεξικό. Ας δούμε τότε τι ορθογραφικό λεξικό είναι αυτό που συν τοις άλλοις δίνει σε χωριστά λήμματα την ίδια λέξη διαφορετικά γραμμένη: μεϊκάπ και από κάτω μέικ απ, τσεκάπ και από κάτω τσεκ απ! Χώρια το σοβαρότερο θέμα των προθετικών εκφράσεων που γράφονται με μία λέξη: εδώ, άλλο ένα δείγμα της προχειρότητας, αλλιώς δίνονται σαν λήμμα, αλλιώς στο ορθογραφικό παράρτημα (ΟΠ, σελ. 96), αλλιώς γράφονται σε άλλο σημείο του λεξικού.

Ενδεικτικά:

– το ΟΠ εντέλλεται πως το κατεξοχήν πρέπει να γράφεται με μία λέξη· το λήμμα όμως είναι και με μία και με δύο, ενώ με δύο γράφεται στον πρόλογο (σ. η΄)·

– με μία λέξη το φερειπείν κατά το ΟΠ, με δύο (μόνο) είναι το λήμμα·

– με μία το εξού σαν λήμμα, έτσι και στο ΟΠ, αλλά με δύο σε σχόλιο στη σ. 556 (σχόλιο στο νυκτο-)·

– το διαμέσου ο κ. Μπ. το θέλει, σύμφωνα με το ΟΠ, με δύο λέξεις: διά μέσου· αλλά στο κυρίως σώμα του λεξικού δίνεται και λήμμα διά μέσου και λήμμα διαμέσου! Κι ακόμα:

– λήμμα επικεφαλής, με μία λέξη. Ακολουθεί σχόλιο, με το εντυπωσιακό επιχείρημα ότι, για να αποφεύγονται λάθη όπως «του επικεφαλή», «τον επικεφαλή», «από ομιλητές οι οποίοι εκλαμβάνουν το επίρρημα [...] σαν επίθετο σε -ής», «θα ήταν προτιμότερο να γράφεται η επιρρηματική αυτή περίφραση ως δύο λέξεις: επί κεφαλής». Άλλωστε, το ΟΠ, όπου δεν υπάρχουν προτιμότερα και μη, αλλά κανόνας, μας λέει ότι ο επικεφαλής πρέπει να γράφεται με δύο λέξεις! Και στη σ. 697, στο σχόλιο στο λ. πρύτανης, γιά δες σύμπτωση, γράφεται με δύο λέξεις.[5] Όμως το λήμμα, επαναλαμβάνω, είναι με μία λέξη![6]

Τέτοια λοιπόν το ορθογραφικό. Συνεπές στη γενική ασυνέπεια της αλυσίδας λεξικών Μπαμπινιώτης.

Ανάκρουση πρύμνας;

Εδώ χρειάζεται μια σύντομη αναδρομή: ο Μπ. έβγαλε αρχικά το (μεγάλο) λεξικό του, με σοβαρές αποκλίσεις από το ισχύον ορθογραφικό σύστημα: τα γνωστά πια αγώρι, ρωδάκινο, αίολος κτλ.

Έπειτα από έντονες επικρίσεις, στις δύο επόμενες εκδόσεις ξεμύτισε και η σχολική ορθογραφία: πρώτα σε ειδικούς πίνακες, έπειτα σε κάθε λήμμα, μέσα σε παρένθεση. Ουσιαστικό βήμα, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Έτσι, σε δύο επόμενα λεξικά, «για το Γραφείο και το Σχολείο» και στο «Μικρό Λεξικό», ακολουθήθηκε η σχολική ορθογραφία!

Από μια άποψη θα ’πρεπε να ’μαστε ευχαριστημένοι, πως έπιασε εντέλει τόπο η φωνή μας. Και θα ’ταν μικρόχαρο να περιμένει κανείς να ομολογήσει ο λεξικογράφος ρητά πως ήταν άτοπο να προτείνει έτσι το δικό του ορθογραφικό σύστημα, και όχι μέσα από ειδική μελέτη, που θα κρινόταν από την επιστημονική κοινότητα, και θα παρέμενε σαν πρόταση για τον αρμόδιο, θεσμικό φορέα (τον οποίο επικαλείται συνέχεια και ο ίδιος!) που θα αναλάμβανε να προχωρήσει στις όποιες ορθογραφικές αλλαγές.

Διότι, αν δεν είναι έμμεση παραδοχή του ανορθόδοξου χαρακτήρα του εγχειρήματός του, τι σημαίνουν τα επόμενα λεξικά, με τη σχολική ορθογραφία; πού αποβλέπουν; Στο ευρύ πια αγοραστικό κοινό, το μαθητικό ιδιαίτερα;

Νά μαστε λοιπόν στο τέταρτο λεξικό, όπου το όνομα του εχθρού αναγράφεται ήδη στη σημαία-εξώφυλλο: «βασισμένο στη σχολική ορθογραφία». Εδώ έχουμε ξανά σχολική ορθογραφία, αλλά με ειδικό σχόλιο (όπως και στο Λεξικό για το Γραφείο…), όπου δίνεται η κατά τον λεξικογράφο «ορθή» γραφή, η «ετυμολογική» –κάτι οπωσδήποτε θεμιτό, ίσως αυτό που έπρεπε να έχει γίνει από μιας αρχής, στο περίφημο μεγάλο του λεξικό.

Ασυνέπεια και αυθαιρεσία στα θολά νερά

Μόνο που με τα σχόλια αυτά εμφανίζεται καθαρότερα η βασική ασυνέπεια, άρα αυθαιρεσία, που χαρακτηρίζει όλο το εγχείρημα της υποτιθέμενης «ετυμολογικής ορθογραφίας». Υπενθυμίζω:

(1) Αν το τραβώ θα έπρεπε να γράφεται «κανονικά» τραυώ (και τη φορά αυτή συμφωνούν και έγκυροι ετυμολόγοι), γιατί ο λεξικογράφος αποδέχεται την απλοποιημένη γραφή, «η οποία έχει από μακρού καθιερωθεί», ενώ αλλού ανατρέχει σε παλιές ή και κατ’ αναλογία πεποιημένες γραφές, όπως π.χ. με τον περίφημο «αίολό» του, που αιώνες είκοσι σχεδόν, χρόνους δύο χιλιάδες, γράφεται έωλος; Από «πόσου μακρού» τις θέλει τάχα τις γραφές του ο κ. Μπαμπινιώτης; Ή: ποιος ορίζει πότε δεχόμαστε μια γραφή που «έχει από μακρού καθιερωθεί» αλλά όχι άλλη που έχει επίσης από μακρού, κοντά 20 αιώνες, καθιερωθεί; Η επιστήμη ή η «κολοκυθιά» που παίζαμε παιδιά;

(2) Αλλά και στο λήμμα ενάμισης, μέσα σε αγκύλες, διαβάζουμε: «παλαιότ. ορθογρ. ενάμισυς»· και στο σχόλιο που ακολουθεί: «πρόκειται για μεσαιωνικό σύνθετο: ένας + ήμισυς > ενάμισυς, ένα + ήμισυ > ενάμισυ. Άρα οι τύποι ενάμισυς και ενάμισυ είναι οι ετυμολογικώς ορθοί και θα έπρεπε να γράφονται ως εξής: ο ενάμισυς, του ενάμισυ, τον ενάμισυ - το ενάμισυ, του ενάμισυ, το ενάμισυ. Ωστόσο, επειδή το θηλυκό σχηματίστηκε διαφορετικά…» κτλ. κτλ. Εντέλει πότε ισχύει το «ωστόσο» και πότε δεν ισχύει; Υπάρχει κάποια αρχή ή δεν υπάρχει; Φοβούμαι πως, ακόμα κι όταν υπάρχει, η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία μπορεί να οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα: π.χ.

(3) φραπέ με ένα π, καθότι ξένη λέξη, λόττο με δύο τ παρότι ξένη λέξη! Ας διαβάσουμε τι λέει στο σχόλιο του καθενός:

– «λόττο ή λότο; Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό lotto και γι’ αυτό γράφτηκε και γράφεται ακόμη με δύο -τ- (λόττο). Ως ξένη λέξη, όμως, πρέπει να απλογραφείται: λότο. Το γνωστό τυχερό παιχνίδι, πάντως, επικράτησε να γράφεται με δύο -τ-». Και

– «φραπέ ή φραππέ; Αν και ελληνικό προϊόν, για την ονομασία του χρησιμοποιήθηκε γαλλική λέξη (frappé), υπό την επίδραση της οποίας γράφτηκε στα Ελληνικά με δύο -π- (φραππέ). Ως ξένη λέξη της Ελληνικής, όμως, απλογραφείται: φραπέ».

Οι ξένες λέξεις, ως γνωστόν, απλογραφούνται· εδώ όμως η μία απλώς «πρέπει» να απλογραφείται, αλλά δεν απλογραφείται, η άλλη όμως απλογραφείται. Γιατί δεν απλογραφείται η πρώτη, το «λόττο», παρότι πρέπει; Επειδή «επικράτησε να γράφεται με δύο -τ-»! Αυτές κι αν είναι περγαμηνές –του λότο, εννοώ, μην πάει αλλού ο νους μας.[7]

Ξανά η ερώτηση: Υπάρχει κάποια αρχή ή δεν υπάρχει; Άλλο, ενδεικτικό παράδειγμα:

(4) στο λήμμα τσίμα τσίμα σημειώνεται: «ετυμολ. ορθογρ. τσύμα τσύμα»· και από κάτω, στο σχόλιο, μετά τα σχετικά ετυμολογικά, διαβάζουμε: «Αυτή η ετυμολογία θα υπαγόρευε και γραφή της λέξης ως τσύμα (με -ύ-). Ωστόσο η λέξη έχει καθιερωθεί με την απλούστερη γραφή -: τσίμα τσίμα». Δύο στοιχεία παρουσιάζουν ενδιαφέρον εδώ: το και: «θα υπαγόρευε και γραφή…», άρα: μπορεί ναι, μπορεί όχι. Και καθώς δεν υπάρχει λήμμα «τσύμα τσύμα» να παραπέμπει στο κοινό τσίμα τσίμα, όπως γίνεται με τις μπαμπινιώτειες γραφές, πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι ο κ. Μπ. δέχεται τελικά και αυτός τη γραφή με ι;[8] Ή απλώς να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει σαφής αρχή, στοιχειώδης συνέπεια;

Πιο σημαντικό όμως από την ασυνέπεια είναι το θόλωμα των νερών: δίνει τη σχολική ορθογραφία ο κ. Μπ., και μαζί διάφορες άλλες γραφές: Πώς θα ξεχωρίσει ο μαθητής, ο κάθε χρήστης, ποια είναι ποια, ποια είναι καινούρια, αμιγώς μπαμπινιωτική, ποια ήδη και από αλλού «καθιερωμένη», π.χ. το κτήριο, ποια απλώς λάθος κ.ο.κ.; Παράδειγμα:

(5) λημματογραφείται κανονικά ο κολικόπονος και ο κολικός, σύμφωνα άλλωστε και με τη σχολική ορθογραφία, όπως μας δίνεται από το πολύτιμο λεξικάκι του Γεραλή του 1965[9] ώς το μεγάλο Λεξικό τώρα του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Υπάρχει όμως και λήμμα κανονικό κωλικόπονος. Τελεία. Και από κάτω, χωριστό λήμμα: κωλικός. Και μόνο εδώ υπάρχει σχόλιο: «κωλικός ή κολικός; Προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο κωλικός < κώλον, εσφαλμένη γραφή του αρχ. κόλον. Συνεπώς, η λέξη γράφεται ορθότερα κολικός». Προς τι τότε τα δύο αυτά λήμματα με το ω; Και μάλιστα χωρίς παραπομπή στο κολικόπονος και στο κολικός;

Κι ακόμα:

(6) λήμμα μειξοβάρβαρος, και μέσα σε αγκύλες: «άλλη ορθογρ. μιξοβάρβαρος»· το ίδιο συμβαίνει και με τα λήμματα μειξοπαρθένα και (χωριστά, πάντοτε!) μειξοπάρθενος (α! ουδέτερο δεν έχει;). Ποια είναι άραγε η «άλλη ορθογρ.»; η σχολική; ή κάποια απλώς λανθασμένη; Ιδού τώρα, έπειτα από 18 σελίδες, στην οικεία θέση, τα αντίστοιχα λήμματα με ι, το καθένα με τη σημείωση: «ετυμολ. ορθογρ. μειξο…» Πάλι θα αναρωτηθεί ο χρήστης, αλλά με διαφορετικό τρόπο: αφού η «ετυμολ. ορθογρ.» είναι με ει, η γραφή με ι τι είναι; σχολική; κάποια άλλη, λάθος; Και θα ρωτήσω εγώ: τότε προς τι τα λήμματα με ι; Πολύ περισσότερο που η σχολική ορθογραφία, όπως αποτυπώνεται π.χ. στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη, είναι κι αυτή με ει! Και όπως με τα κολικός / κωλικός, ούτε εδώ υπάρχει παραπομπή από τη μια γραφή στην άλλη!

Το τέλος της αθωότητας

Αλλά υπάρχουν και οι μικρολαθροχειρίες: εφόσον ο κ. Μπαμπινιώτης δίνει τη σχολική ορθογραφία, γιατί υπάρχουν π.χ. μόνο τα δικά του

(7) «πόσω μάλλον»,[10]
(8) «επί τούτω»,[11] ή
(9) «χάρις σε»,[12]
αντί για το πόσο μάλλον και το επί τούτο ή το χάρη σε της σχολικής ορθογραφίας, αυτά δηλαδή που γράφαμε έτσι κι αλλιώς ώς τώρα;

Και πιο σημαντικό:

(10) γιατί δεν έχει κανονικό λήμμα τον έωλο, με σχόλιο εκεί για τον δικό του «αίολο», κατά τη γραμμή του λεξικού αυτού –πόσο μάλλον που ο έωλος, ακόμα και σύμφωνα με την μπαμπινιώτεια αντιδιαστολή με τον «αίολο», έχει δική του, διαφορετική σημασία, άρα δικαιούται έτσι κι αλλιώς λήμμα ξεχωριστό! Κάποιος μας κοροϊδεύει εντέλει;

Η ανακάλυψη της Αμερικής, ή μα πού πάει ο κάθε Καραμήτρος

Ας δεχτούμε ωστόσο ότι δε μας κοροϊδεύει, παρά πως ψάχνεται ακόμα. Άλλο ένα, χαρακτηριστικό δείγμα:

(11) λήμμα κλαυσίγελος, και μέσα σε αγκύλες η ένδειξη: «παλαιότ. ορθογρ. κλαυσίγελως»· και παραπομπή στο λ. περίγελος. Και σχόλιο: «κλαυσίγελος ή κλαυσίγελως; Η αρχαία λέξη γράφεται με - στην κατάληξη [...]. Η γραφή με -ο- (κλαυσίγελος) προέκυψε στη Νέα Ελληνική από μεταπλασμό της λέξης κατά τα πολλά αρσενικά ουσιαστικά σε -ος (πβ. ρινόκερως – ρινόκερος, αιγόκερως – αιγόκερος)». Πάμε στο λήμμα

περίγελος, με τη σημείωση: «παλαιότ. ορθογρ. περίγελως», και παραπομπή στον κλαυσίγελο. Να δούμε και το πλουσιότερο εδώ σχόλιο: «Ο αρχ. τύπος είναι περίγελως (με -ω-), καθώς η λέξη ανήκει στη μικρή ομάδα ουσιαστικών που αποκαλούνται «αττικόκλιτα» (περίγελως, γενική περίγελω). Όταν η λέξη χρησιμοποιείται στη ΝΕ με την εξομαλισμένη κλίση (περίγελος, γενική περίγελου…) γράφεται με -ο-».

Ορίστε; «Όταν η λέξη χρησιμοποιείται στη ΝΕ με την εξομαλισμένη κλίση»; Δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιείται και με τη μη εξομαλισμένη; Και θα πρόκειται πάλι για ΝΕ γλώσσα, για νεοελληνικό λόγο; Και θα έχουμε δηλαδή, σήμερα, γενική του περίγελω; Άρα και του κλαυσίγελω; (εκεί πάντως δε μας το είπε αυτό, ή μάλλον δε μας είπε τίποτα).

Πάμε τώρα και στο μεγάλο λεξικό Μπ.: μόνο κλαυσίγελως, με ω. Και σε άγκιστρα μέσα: κλαυσιγέλ-ωτος, -ωτα / -ωτες, -ώτων. Και φυσικά την ένδειξη «αρχαιοπρ.» Και επίσης μόνο περίγελως, με ω. Εδώ στα άγκιστρα μέσα σημειώνεται: «μόνο στην ονομ.». Άρα δεν θα ισχύει η γενική του περίγελω, όπως γράφει τώρα στο Ορθογραφικό.

Δεν τα είχα δει τα λήμματα αυτά στο Μεγάλο, ώσπου πρόσφατα διάβασα εμβρόντητος εδώ, στην εφημερίδα, τον «κλαυσιγέλωτα», και ρώτησα τον φίλο συντάκτη πώς στο καλό του ήρθε, πού τον ξεχώνιασε αυτό τον τύπο, και μου απάντησε αθώα πως άνοιξε τον Μπ., το μεγάλο λεξικό, και το είδε. Τώρα πρέπει να του πω να αγοράσει και τον καινούριο Μπαμπινιώτη. Το ίδιο και μια επίσης φίλη συνάδελφος: «του κλαυσιγέλωτος» έγραψε αυτή, στη γενική. Εδώ, ευτυχώς, δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα το Ορθογραφικό, γιατί τότε μπορεί και να ’γραφε «του κλαυσίγελω». Είναι προφανές: πού πάει ο κάθε Καραμήτρος, χωρίς να έχει αγοράσει όλα τα λεξικά Μπαμπινιώτη;

Και όχι απλώς όλα, αλλά και όλες τις επανεκδόσεις του καθενός. Γιατί; γιατί στην τελευταία έκδοση του Μεγάλου ο μεν κλαυσίγελως μένει όπως ήταν, αλλά στον περίγελω δίνεται και ο περίγελος, και τώρα, μαζί με την ονομαστική, σημειώνεται ότι χρησιμοποιείται και στην αιτιατική. Βεβαίως και έτσι συμβαίνει πάντοτε: σε όλα τα έργα γίνονται επανεκδόσεις με διορθώσεις, αλλά στην έκταση που έχουμε δει πολλές φορές ώς τώρα στο λεξικό Μπ., δε φαντάζομαι να υπάρχει προηγούμενο.

Το θέμα όμως είναι άλλο: η διαδρομή από το μεγάλο λεξικό στο τωρινό Ορθογραφικό, από τον κλαυσίγελω και τον περίγελω στον κλαυσίγελο και τον περίγελο –στους τύπους δηλαδή που υπήρχαν και ακολουθούνταν πολύ πριν από την έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη. Όπου άπλωσε όλη του τη λόγια και αρχαϊστική πραμάτεια («αρχαιοπρ.» σημείωνε για το κλαυσίγελως, και τέτοιους «αρχαιοπρ.» τύπους πρότεινε, σε λεξικό της νεοελληνικής υποτίθεται, αποσιωπώντας, άρα αρνούμενος τον τύπο ακριβώς της νεοελληνικής), τα άπλωσε όλα λοιπόν, αλλά και πάλι φύρδην μίγδην, και άρχισε έπειτα λίγο λίγο και σιωπηρά να τα μαζεύει –το ίδιο όπως είδαμε να κάνει και με το περίφημο ορθογραφικό του σύστημα.

Πάλι καλά, πρέπει να λέμε. Αίσιο το μήνυμα, θα περιμένουμε. Και αν κάποτε του πήρε κάποιες δεκαετίες, πρώτα να πάψει να μάχεται τη δημοτική, και έπειτα να την ακολουθήσει (αν και σε θανάσιμο, φοβούμαι, εναγκαλισμό), τώρα σε λιγότερο από μία δεκαετία έχουμε βήματα δείγματα ικανοποιητικά. Θα περιμένουμε λοιπόν, το επόμενο, μακάρι, λεξικό του.

Ώς τότε δεν χρειάζονται, φαντάζομαι, και άλλα παραδείγματα, αφού σημασία έχει κυρίως η «αρχή», δηλαδή η μη αρχή, σημασία έχει ότι η μόνη συνέπεια είναι εντέλει η συνέπεια στην ασυνέπεια. Και δυστυχώς δεν είναι λογοπαίγνιο αυτό.


1. Χαρακτηριστικό είναι ότι την ακτίνα τη χωρίζουν από την αχτίνα εκατόν τόσες σελίδες. «Ακτίνα κ. αχτίνα κ. αχτίδα» είναι το λήμμα, και ορθώς, στο μεγάλο λεξικό του Μπ.· και στην αχτίνα και στην αχτίδα υπάρχει απλώς παραπομπή στην ακτίνα. Αλλά εδώ είναι, θα μας πει, σκέτα ορθογραφικό το λεξικό. Δηλαδή; Αυτός που θα ψάξει την ακτίνα, θα πάει μετά να δει με πόσα χι γράφεται η λέξη, αν θελήσει να την πει ακριβώς αχτίνα; και το αντίστροφο;

Δεν είναι όμως θέμα οικονομίας απλώς. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, όπως π.χ. με τη σουρντίνα (βλ. αμέσως παρακάτω, σημ. 2), έχει σημασία να ξέρει ο χρήστης αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σε τύπους με ελαφρά έστω μορφοφωνολογική απόκλιση: ακτίνα ή αχτίνα δηλαδή, φθάνω ή φτάνω (όπως και ίντερνετ ή ιντερνέτ: κι εδώ έχουμε δύο ξεχωριστά λήμματα). Έχει ενδιαφέρον να δούμε το φαινομενικά ασήμαντο, ότι ένας λεξικογράφος δίνει φθάνω κ. φτάνω, άλλος φτάνω κ. φθάνω, άλλος μόνο τον ένα ή τον άλλο τύπο κτλ. Γιατί ακόμα κι εδώ υπάρχουν ορισμένα όρια. Π.χ. ο κ. Μπ. στο μεγάλο του λεξικό έχει κύριο λήμμα φθάνω κ. φτάνω, και από το φτάνω παραπέμπει απλώς στο φθάνω: προκρίνει δηλαδή, κάτι απολύτως σεβαστό εννοείται, το σύμπλεγμα φθ. Και ενώ, πάλι, από τον φτηνό παραπέμπει στον φθηνό (φθηνός κ. φτηνός), τη φθήνια τη στέλνει, ορθότατα, στη φτήνια, και εκεί και μόνο εκεί έχει τα λήμματα φτηναίνω, φτηνιάρης (και φτηνιάρικος), φτηνοδουλειά, φτηνοπράματα κτλ. Τώρα, ατυχώς, στο καινούριο του λεξικό, οι λεπτές αυτές διακρίσεις εξαφανίζονται.

2. Αν λ.χ. ο χρήστης πέσει πάνω στη λέξη σορντίνα σουρτίνα ή σουρδίνα), υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει ότι αυτός είναι ο επικρατέστερος, άρα ο «ορθότερος» τύπος αυτού που ήξερε ώς τώρα σαν σουρντίνα· και αν όχι ο «ορθότερος», πάντως ένας τύπος ισόκυρος, ισοδύναμος.

3. Ιδιαίτερη σημασία θα είχε, πιστεύω, να προστεθεί το ευρώπουλο (διόλου σπάνιο στον πληθυντικό: ευρώπουλα), καθώς εντάσσεται εκ των πραγμάτων στη διαδικασία προσαρμογής των άκλιτων λέξεων, διαδικασία που για διάφορους λόγους δεν είναι ιδιαίτερα έντονη σήμερα. Αλλά και το ευρό έχει κι αυτό αρχίσει να ακούγεται, π.χ. στις λαϊκές αγορές, περισσότερο στη γενική: του ενός ευρού, και στον πληθυντικό: τα ευρά. Δε βλέπω γιατί να μη βρουν θέση σ’ ένα λεξικό που έσπευσε να λημματογραφήσει απ’ τη μια την τηλεμαχία και τον ανθυποψήφιο, από την άλλη τον πισωγλέντη (βλ. παρακάτω).

4. Πάντως, μολονότι τα υποκοριστικά και τα μεγεθυντικά μοιάζει να έγιναν μηχανικά, με την προσθήκη της σχετικής κατάληξης σε κάθε λέξη αδιακρίτως (βλ. και πάλι τη σολίτσα, ή τη σαμπρελίτσα, τώρα την πουδρίτσα κ.ά.), με αποτέλεσμα τον άνευ λόγου και πρακτικής σημασίας πολλαπλασιασμό των λημμάτων (γάτα, γατάκι, γατάρα, γάταρος, γατί, [...] γάτος, γατούλα, γατούλης, διαβάζουμε λήμματα στη σειρά), υπάρχουν λέξεις που, χωρίς προφανή λόγο, δεν έχουν ούτε υποκοριστικό ούτε μεγεθυντικό: βλ. παρακάτω, σημ. 9, για το ανύπαρκτο λήμμα λεξικάκι. Ή ακόμα, και ενώ το συγκεκριμένο λεξικό δεν χαρακτηρίζεται από σεμνοτυφία –και αυτό είναι οπωσδήποτε από τα θετικά του–, π.χ. ο πούτσος δεν έχει, και αυτός, ούτε μεγεθυντικό ούτε υποκοριστικό, ενώ αμέσως πριν (δίνω τώρα ολόκληρη την κάθε οικογένεια λέξεων), πλούσια τα ελέη: πουτάνα, πουτανάκι, πουτανάρα, πουταναριό, πουτανιά, πουτανιάρης (γιατί όχι και το πουτανιάρικος;), πουτανίζω, πουτανίστικος, πουτανίτσα· κι αμέσως παραπάνω: πουστάκος, πουστάρα, πουσταράς, πουσταριό, πούσταρος, πουστεύω, πούστης, πουστιά, πούστικα, πούστικος, πούστρα. Στον ίδιο χώρο, των «άσεμνων» λέξεων, θα πρόσθετα τα παλαιότερα και ιδιαίτερα εκφραστικά πουτσοχάμπερα ή ψωλοκουβέντες.

5. Στο μεγάλο λεξικό Μπ., στην α΄ έκδοση, το λ. είναι: επί κεφαλής και επικεφαλής· στην τελευταία: επί κεφαλής, και μόνο σε παρένθεση: «συνηθ. ορθ. επικεφαλής», που σημαίνει ότι, αντίθετα από την ανεκτικότερη εδώ α΄ έκδοση, στην τελευταία ο κ. Μπ. έχει καταλήξει στη γραφή με δύο λέξεις. Ιδιαίτερα σ’ ένα περίπλοκο θέμα όπως ή γραφή των επιρρηματικών ή προθετικών εκφράσεων με μία ή δύο λέξεις είναι φυσικό να αναθεωρεί κάποιος την άποψή του, να υπαναχωρεί, να επανέρχεται κτλ. Δεν νοείται όμως να μην υπάρχει μία γραμμή κάθε φορά, σ’ ένα συγκεκριμένο έργο, βιβλίο, πόσο μάλλον λεξικό, όπως τώρα στο Ορθογραφικό.

6. Με την ευκαιρία, ας διαγραφεί στο ΟΠ, στον κατάλογο «των λέξεων που γράφονται ως μία λέξη» (σ. 96), το μολαταύτα, που εμφανίζεται και δεύτερη φορά μετά το μολονότι (και ακολουθεί, χωρίς νόημα, το μολοντούτο μέσα σε παρένθεση)· επίσης, να μπει το κατευθείαν στη σωστή αλφαβητική του σειρά. Και, μιλώντας για διορθώσεις, ας ανακτήσει το μέγεθός της η κοτζάμ διοικητική περιφέρεια της Γαλλίας Λωρραίνη, με τους τέσσερις νομούς της, που συρρικνώθηκε σε πόλη, στο σχόλιο «Λωρραίνη ή Λορένη;» (Περιέργως, εδώ το ορθογραφικό δεν αντέγραψε τον μεγάλο του αδερφό: στην τελευταία έκδοση του μεγάλου λεξικού δεν υπάρχει αυτό το λάθος –στην α΄ έκδοση απλώς δεν υπάρχει το λήμμα.) Και η «χλαλωή», όπως θέλει ο κ. Μπ. τη χλαλοή, δεν υπάρχει στους σχετικούς πίνακες με τα κατά Μπαμπινιώτη προβλήματα ορθογραφίας (ούτε σ’ αυτό το λεξικό ούτε στο μεγάλο, από την α΄ κιόλας έκδοση).

7. Αλλά βλ. και λιρέτα: «Η λέξη ανάγεται στο ιταλικό ουσιαστικό liretta και γράφτηκε παλαιότερα ως λιρέττα. Ως ξένης προελεύσεως λέξη της Ελληνικής, όμως, απλογραφείται: λιρέτα (με ένα -τ-), όχι λιρέττα». Δηλαδή, μολονότι η λιρέτα έχει «παλαιότ. ορθογρ.» τη «λιρέττα», δεν επικράτησαν τα δύο ττ, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με το μόλις χτεσινό παιχνίδι λόττο;

8. Το ίδιο συμβαίνει και με το παραπανίσιος: λημματογραφείται μόνο με ι, σύμφωνα με τη σχολική ορθογραφία· δεν υπάρχει λήμμα του μπαμπινιωτικού «παραπανήσιος» που να παραπέμπει στο παραπανίσιος.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω κάτι που το σημείωνα παρεμπιπτόντως και μέσα σε παρένθεση στην πρώτη επιφυλλίδα της σειράς αυτής, ότι τα αγώρια και τα ρωδάκινα και όλες οι άλλες μπαμπινιώτειες γραφές κακώς λημματογραφούνται, και παρά πάσα (λεξικογραφική) λογική: ένα λεξικό λημματογραφεί τύπους που υπάρχουν, ακόμα και λανθασμένους (ή «λανθασμένους»), και όχι τύπους ανύπαρκτους ή ιδεατούς, που θα έπρεπε –όντως, ή κατά τον λεξικογράφο, όπως εδώ– να υπάρχουν! Ωστόσο, αυτή την (διόλου αθώα) τακτική ακολουθεί ο κ. Μπ. στο συγκεκριμένο λεξικό, και το ερώτημα πια είναι αν η τακτική αυτή ακολουθείται πάντοτε, ή όχι· και, αν όχι, υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, π.χ. υπαναχώρηση του λεξικογράφου απέναντι σε κάποια γραφή;

9. Νεώτατο Ορθογραφικό Λεξικό της Δημοτικής Γλώσσας (Με βάση τη «Νεοελληνική Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Κένταυρος, 1965, τώρα Ζαχαρόπουλος, 1985. Έγραψα «λεξικάκι», και βλέπω ότι στο Ορθογραφικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, με την πανστρατιά των υποκοριστικών, λήμμα τέτοιο δεν υπάρχει: φαίνεται πως ένα λεξικό ή είναι ή δεν είναι –και λεξικό είναι μόνο ένα, ως γνωστόν!

10. Εδώ δεν υπάρχει σχόλιο· υπάρχει κοινό σχόλιο κάτω από το πολλώ μάλλον, όπου το ω δικαιολογείται επειδή, λέει, στη φράση περιλαμβάνεται το επίθετο πόσος «στη δοτική πτώση» (βλ. αμέσως παρακάτω, σημ. 11)!

11. Λήμμα επιτούτου & επιτούτο έχει, βεβαίως, το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, που ετυμολογεί: «λόγ. φρ. επί τούτο, επί τούτου», και επιτούτου το Νέο Ελληνικό Λεξικό του Κριαρά. Το Ορθογραφικό όμως του Μπαμπινιώτη στο λήμμα επί τούτω, μέσα σε αγκύλες, σημειώνει: «άλλη ορθογρ. επί τούτο»: αλλά τι είναι και εδώ αυτή η άλλη ορθογραφία; Σχολική; προφανώς όχι, γιατί τότε θα μας το έλεγε, υποτίθεται· είναι κάποια άλλη, λανθασμένη; που έχει όμως επικρατήσει; Απάντηση δεν θα έχουμε, κι αυτό είναι το θόλωμα των νερών, όπως έγραφα παραπάνω.

Και εν πάση περιπτώσει, το επιτούτου ή επί τούτου, που και το λέμε και το γράφουμε, και μόλις το βρήκαμε και σε άλλα σύγχρονα λεξικά, κατά τον Μπαμπινιώτη δεν υπάρχει; Μόνο συμπτωματικά, παρεμπιπτόντως, το βλέπουμε στο ΟΠ, εκεί που δίνεται ο «κατάλογος των λέξεων που γράφονται ως μία ή ως δύο λέξεις» (sic): εκεί λοιπόν, στο 2, στις λέξεις «που γράφονται ως δύο λέξεις», σημειώνεται: «επί τούτω (όχι επιτούτο και επιτούτου)». Όμως, προτού τεθεί θέμα γραφής με μία ή με δύο λέξεις, έκφραση επί τούτου υπάρχει ή δεν υπάρχει; Κι αφού προφανώς υπάρχει, ακόμα και κατά τον Μπαμπινιώτη εννοώ, γιατί δεν λημματογραφείται; Φαύλος κύκλος: για να μην υπάρξει! Γιατί, θα έλεγε τότε κανείς, για να δεχτούμε το επί τούτου, πρέπει προηγουμένως να έχουμε δεχτεί το επί τούτο, την «από μακρού» δηλαδή χρήση της έκφρασης στον κοινό λόγο, άρα και στη γραφή –τη χρήση η οποία δημιουργεί συνείδηση πως έχουμε να κάνουμε με κοινό νεοελληνικό λόγο. Ενώ, κατά τον κ. Μπ., «πρόκειται για την ήδη αρχ. φράση επί τούτω…», έτσι όπως στο πόσω μάλλον (βλ. σημ. 10) ταριχεύει την παλαίφατον (μπα, πώς και του ξέφυγε τέτοιο λήμμα;) δοτική πτώση.

12. Εδώ ο λεξικογράφος εμφανίζεται συγκαταβατικότερος, στο σχόλιο: «μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ο τύπος (ονομαστικής) χάρη σε, όπως συμβαίνει με όλα τα παλαιά τριτόκλιτα (πόλις - πόλη, χρήσις - χρήση)…» Ώστε απλώς «μπορεί»; Όχι «είναι φυσικό, εύλογο», ή επιτέλους, αν υπάρχει συγκεκριμένο τυπικό της νεοελληνικής, «επιβάλλεται»; Τι σόι απολίθωμα είναι, υποτίθεται, αυτό, και προς τι; Εδώ όμως, στο άνευ λόγου και σημασίας, γίνεται φανερή, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στα προηγούμενα παραδείγματα («πόσω μάλλον» και «επί τούτω»), η αγκύλωση, άρα η ιδεολογία, και συνεπώς το νόημα όλης αυτής της αναχρονιστικής παρέμβασης και της «ετυμολογικής ορθογραφίας».

buzz it!