29/9/18

Χειμωνάς κατά βούληση (α΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 29 Σεπτ. 2018)


«Σκίζετε! Σκίζετε! Κυκλοφορούνε -ίδηδες!» έλεγε χαμογελώντας ο Οδυσσέας Ελύτης, πως έτσι συμβούλευε τους νέους ποιητές, να μην αφήνουν δηλαδή κατάλοιπα, ημιτελή ποιήματα, σημειώματα κτλ., απ’ αυτά με τα οποία χαίρονται και αγαλλιούν οι φιλόλογοι ερευνητές μετά τον θάνατο του δημιουργού (και εκεί ανέφερε στον πληθυντικό το όνομα εξέχοντος κριτικού της εποχής), διαμεριζόμενοι εαυτοίς τα ιμάτιά του, στήνοντας από ένα τόσο δα χαρτάκι ολόκληρες μελέτες, άρθρα για το βιογραφικό τους και την πανεπιστημιακή εξέλιξή τους. Και ήταν τόσο απόλυτος σ’ αυτό, που έπειτα από μια σοβαρότατη περιπέτεια της υγείας του, όταν αποφάσισε να εκδώσει άλλο ένα βιβλίο, σίγουρος πως θα είναι το τελευταίο, έγραψε τρία ποιήματα, άλλα τρία πεζά, και παρενέβαλε ελεύθερα μεμονωμένους στίχους, δίστιχα, στροφές, μια σκέψη, μία πρόταση, περισσότερες, μία παράγραφο, ή πάλι περισσότερες, δηλώνοντας πως έτσι θα προσθέτει και θα αναδιατάσσει, ώσπου να ολοκληρωθεί η έκδοση –αλλά ο κορμός του βιβλίου, τα τρία ποιήματα και τα τρία πεζά, θα έμεναν αυστηρώς και μόνο τρία. Ήταν φανερό, τον ποιητή τον απασχολούσε μήπως δεν προλάβει να πιάσει τον επόμενο ιερό αριθμό, το εφτά, και περισσέψουν έτσι ποιήματα, ολοκληρωμένα αλλά όχι εφτά, πόσο μάλλον ημιτελή. Έτσι εκδόθηκε η ιδιόμορφη, από αυτή την άποψη, συλλογή Εκ του πλησίον, ο οριστικός αποχαιρετισμός του ποιητή, με τον ακροτελεύτιο στίχο: Ανθ’ ημών η αγάπη.

Ο Γιώργος Χειμωνάς όμως άφησε κατάλοιπα. Το αρχείο με τα κατάλοιπά του, όπως και της Λούλας Αναγνωστάκη, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μένει να δούμε τι τύχη θα ’χουν. Πάντως ένα πρώτο δείγμα αξιοποίησης του αρχείου δεν μας γέννησε αισιοδοξία.

Στο Βήμα της 26ης Αυγούστου ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ευριπίδης Γαραντούδης δημοσιεύει ένα σύντομο κείμενο του Χειμωνά, που το παρουσιάζει ως εξής:

«Το 1986, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη (1971), ο Γιώργος Χειμωνάς δημοσίευσε ένα γραπτό με τίτλο “Οι τρεις συναντήσεις”. Εκεί περιγράφει τις συναντήσεις του με τον ποιητή όσο ζούσε: (α) τη γνωριμία τους το 1969 και την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και συζήτησε μαζί του· (β) την επίσκεψη του Σεφέρη με τη σύζυγό του Μαρώ στο σπίτι του Χειμωνά για να δουν τον νεογέννητο γιο του και, τέλος, τη στιγμή που ο Χειμωνάς μπήκε στον θάλαμο της Εντατικής, όπου νοσηλευόταν ο ποιητής, λίγες ημέρες πριν πεθάνει. Σώζεται στο αρχείο του και ένα τέταρτο κείμενο-“συνάντηση” που ο Χειμωνάς δεν δημοσίευσε ποτέ και περιγράφει την κηδεία του Σεφέρη. Το δημοσιεύω εδώ, ως ένα από τα πολλά σημαντικά τεκμήρια του αρχείου, με την άδεια του γιου του, Θανάση Χειμωνά».

Γιατί δεν το δημοσίευσε αρχικά κι αυτό ο Χειμωνάς; «Τρεις και μία συναντήσεις» θα ήταν ένας τίτλος, οικείος στον ποιητικό ιδίως χώρο, που θα προσδιόριζε ακριβώς τις τρεις εν ζωή συναντήσεις μαζί με την τέταρτη, τη μεταθανάτια. Την απάντηση τη δίνει το ίδιο το κείμενο, στην αρχική μάλιστα μορφή του, όπως δημοσιεύτηκε στο Βήμα, μολονότι ο Χειμωνάς το είχε κάποια στιγμή ξαναδουλέψει. Το γιατί η τωρινή δημοσίευση δεν λαμβάνει υπόψη τις βασικότερες διορθώσεις του ίδιου του δημιουργού μοιάζει ακατανόητο –για να μην μπούμε στα ουσιώδη αλλά βαθιά, που αφορούν τη δημοσίευση κειμένου που δεν παράπεσε, ας πούμε, αλλά συνειδητά επέλεξε ο δημιουργός του να μην το δημοσιεύσει.

Ας δούμε όμως το κείμενο, στη μορφή με την οποία πρωτόδε τώρα το φως της δημοσιότητας:

(Υπήρξε και μία τέταρτη [συνάντηση], που δεν μπορείς να την πεις συνάντηση. Πήγα στην κηδεία τέσσερις ώρες νωρίτερα για να βρω θέση μέσα στην εκκλησία. Ήρθε όλος ο κόσμος. Η λειτουργία τελείωσε κι ένας βίαιος συνωστισμός τάραξε το πλήθος. Σε μια πλαϊνή θύρα του ναού είδα την Ζωή Νάσιουτζικ να γέρνει, να καταποντίζεται. «Θα την ποδοπατήσουν» σκέφθηκα αδιάφορα. Το πλήθος γέμισε τους δρόμους, αργά έρρεε προς το νεκροταφείο, με σιωπή. Αραιά συνθήματα Ελευθερία! ξεσπούσαν σαν λυγμοί. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η ζωή του, ο θάνατός του, όλα τα είχε παραλάβει εκείνο το αναρίθμητο πλήθος και πήγαινε με πλατειούς ταραγμένους κυματισμούς όλα να τα παραχώσει. Στο νεκροταφείο φθάσαμε λίγοι, επειδή οι χωροφύλακες έκοψαν την πορεία. Σκορπίσαμε ανάμεσα στους αλαζονικούς τάφους. Σαν μέσα από τη γη ερχόταν ο ψαλμός του ιερέα. Ξαφνικά πετάχθηκε ένας κοντός άνθρωπος, μεσόκοπος, και φώναξε δυνατά Δημοκρατία! Δημοκρατία! Το πρόσωπό του αλλοιωμένο, πρησμένο, παραπατούσε και φώναζε. Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του, πήγε χαμένη. Την αισθάνθηκα γελοία, θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους.)

Η αλήθεια είναι πως έχουμε να κάνουμε με αδύναμο κείμενο, που κάποια ουσιώδη όμως προβλήματά του θέλησε να τα απαλείψει ο συγγραφέας του. Όχι δυστυχώς ο εκδότης του.

buzz it!

23/9/18

Η Παναγία η Υπολογίστρια και η Μάνα Φύσσα

(Εφημερίδα των συντακτών 22 Σεπτ. 2018)



300, 500, πάνω από 1.500, «ξεπερνούν τα 1.747 (!) τα επίθετα που έχουν αποδοθεί στη Θεοτόκο Μαρία», διαβάζω κατάπληκτος με την απόλυτη ακρίβεια του αριθμητικού προσδιορισμού. Σημειώνω ελάχιστα, από τα πιο άγνωστα, κατά τη γνώμη μου, και πιο ποιητικά: Παναγία η Παυσολύπη, η Αερινή, η Επταβηματούσα, θυμάμαι από τον Ελύτη την Παναγία την Παντοχαρά, ενώ πρόσφατα έμαθα από τον Π. Μπουκάλα (Καθημερινή 18/8), τα δύο πιο συγκλονιστικά, την Παναγία του Πάθους και την Παναγία του Χάρου: η Παναγία του Πάθους, τυπική βρεφοκρατούσα, αλλά οι δύο αρχάγγελοι που συνήθως εικονίζονται επάνω δεξιά και αριστερά, κρατούν ο ένας τον σταυρό και τον ακάνθινο στέφανο, ο άλλος τη λόγχη, τον σπόγγο και το δοχείο με τη χολή και το όξος· του Χάρου, πάλι στη στάση της βρεφοκρατούσας, έχει στην αγκαλιά της, σε διαστάσεις βρέφους, τον εσταυρωμένο, τον σταυρό δηλαδή με το σώμα του Ιησού!

Απέναντι σ’ αυτή την πλούσια ποιητική φαντασία, κατά κανόνα λαϊκής καταγωγής, μια εξίσου πλούσια ασέβεια σκαρφίζεται «θαύματα» και τα υποβάλλει στη λαϊκή πάλι ευσέβεια, θαύματα όπου πολύ συχνά π.χ. η Παναγία σώζει, λέει, έναν ή μία, άντε δυο-τρεις, άρα επιλεκτικά, από ένα δυστύχημα με δεκάδες ή και εκατοντάδες νεκρούς!

1. Και τότε προσθέτω εγώ, με το συμπάθιο, την Παναγία την Υπολογίστρια:

Η οποία, τώρα σ’ εμάς, το καλοκαίρι, για να τελειώνουμε με τα καλοκαιριάτικα εδώ, έσωσε, λέει, απελευθέρωσε τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς, αυτούς που ομολογημένα κυνηγούσαν παράνομα μετανάστες, και τους έπιασαν οι Τούρκοι, και τους κράτησαν πεντέμισι μήνες, κι εμείς τους κάναμε ήρωες, αυτούς λοιπόν τους απελευθέρωσε η Παναγία, που εμφανίστηκε στον ύπνο της κυρίας Ερντογάν (ναι, γράφτηκε κι αυτό!), και τη φοβέρισε: «Κοίτα να πεις του άντρα σου…, αλλιώς σας πήρα και σας σήκωσα…», κι έτσι, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, ο Ερντογάν υπάκουσε στο θέλημά της, κι άρχισαν όλοι να μιλούν, με πρώτο βέβαια τον συγκυβερνήτη, για το θαύμα της Μεγαλόχαρης.

Σκέφτεται ο τότε ασεβής νους: 1η Μαρτίου ήταν η σύλληψη των νεαρών στρατιωτικών· γιατί η Παναγία δεν έκανε το θαύμα της στις 25, στη μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της, που είναι και μεγάλη εθνική γιορτή, ταμάμ δηλαδή για μέγα θαύμα σε υπόθεση με έντονο εθνικό χρώμα; Άσε λίγο πιο έπειτα ο αναστάς Ιησούς, τίποτα κι αυτός. Ώστε περίμενε λοιπόν η Παναγία πεντέμισι ολόκληρους μήνες, να καρδιοχτυπούν φυλακισμένοι οι δύο, μαζί οι γονείς τους, να δημιουργείται διπλωματικό επεισόδιο, με άγνωστες, πάντως άκρως (όχι «ακραίως», παρακαλώ!) επικίνδυνες πιθανές εξελίξεις στις σχέσεις δύο χωρών, περίμενε λοιπόν (και μαζί βασάνιζε!) η Παναγία, για να κάνει το θαύμα της, όσο πιο αργά τόσο πιο θεαματικά, μαζί με την άλλη μεγάλη της γιορτή!

Νιώθω να μου κλονίζεται, αλίμονο, η πίστη!

Ας φύγουμε όμως από την επικράτεια της ασέβειας των ευσεβών, και ακριβέστερα της θεομπαιξίας.

2. Έχουμε κι άλλη χώρα κάποτε εμείς, κάπου αλλού για ν’ ακουμπάμε. Τώρα στη Μάγδα Φύσσα, που έτυχε σχεδόν να ομοηχεί το όνομά της με την ιδιότητά της, μεγαλειώδη και τραγική μαζί: Μάγδα-Μάνα: μάνα του Παύλου Φύσσα, που το μαχαίρι της Χρυσής Αυγής τον μετέτρεψε σε σύγχρονο σύμβολο του αντιφασισμού, αυτόν και μαζί πια κι εκείνη.

Την οποία άκουσα τυχαία τις προάλλες, σε συνέντευξή της στην Ελληνοφρένεια (17/9):

«Τι σου έχει λείψει πιο πολύ από τον Παύλο;» τη ρώτησαν.

«Όλα» απάντησε.

«Πιο πολύ;»

«Το “Μάνα”.»

Ίσως θα ’πρεπε να ’κλεινα εδώ, με τον σπαραχτικό αυτό λόγο της.

Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω να γράψω πολλά ή τίποτα ιδιαίτερο για τη Μάγδα Φύσσα· όλοι την ξέρουμε, την έχουμε διαβάσει στις εφημερίδες, την έχουμε δει και την έχουμε ακούσει στην τηλεόραση: μόνο από κοντά δεν την έχουμε δει, αφού οι περισσότεροι ούτε που πατήσαμε ποτέ στη δίκη της Χρυσής Αυγής· αν όχι για άλλο λόγο, ιδεολογικό προφανέστατα, σαν ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα της νεοναζιστικής οργάνωσης, τους νεκρούς, τον Σαχζάτ Λουκμάν πρώτα κι έπειτα τον Παύλο Φύσσα, κι από κει και πέρα τους πλήθος τραυματίες, τους αμέτρητους ουσιαστικά, αφού ελάχιστοι τολμούν και καταγγέλλουν, και άρα καταγράφονται, στο αστυνομικό δελτίο ή στις εφημερίδες μας –όχι όμως, αναπόφευκτα, και στη μνήμη μας.

Και έχει μείνει πια μόνη, καιρό τώρα, στην τελείως άδεια από κόσμο αίθουσα του δικαστηρίου, Μάνα του Πάθους, Μάνα του Χάρου, η Μάγδα Φύσσα, που όμως πώς να κρατήσει μόνη της στην αγκαλιά, όχι πια βρέφος αλλά άντρα ολόκληρο 34 χρονών!

Μόνη της, κι όμως το μπορεί. Χωρίς ωστόσο να μας απαλλάσσει αυτό εμάς.

Γι’ αυτό, Μάγδα Φύσσα, Μάνα Φύσσα, συγνώμη!


buzz it!

17/9/18

Ξορκίζοντας τον θάνατο και το κακό

(Εφημερίδα των συντακτών 15 Σεπτ. 2018)


Πάνε κάμποσα χρόνια, σε μια παράσταση του Πέτερ Στάιν στην Επίδαυρο, συνωστισμός έξω απ’ τα καμαρίνια, μπροστά μου ένα νεαρό ζευγάρι, ο άντρας κρατάει μια τεράστια φωτογραφική μηχανή, απ’ αυτές με τους χιλιάδες φακούς, επαγγελματική δηλαδή, ο ίδιος επαγγελματίας ή χομπίστας άδηλο, πάντως δεν τραβούσε φωτογραφίες, περίμενε να πλησιάσει τον Στάιν. Όταν κόντευε πια, έδωσε τη μηχανή στην κοπέλα του, κι αυτός χαιρέτησε με χειραψία διαρκείας τον Στάιν, κι έπιασε να του λέει τα νενομισμένα, «συγχαρητήρια», «τι ωραία» κτλ., όλο πλατιά χαμόγελα και χειρονομίες, σκέτη πόζα, γυρισμένος με τρόπο προς την κοπέλα του, που φωτογράφιζε, εννοείται, μανιωδώς, τα δυο καρντάσια. Έπειτα αποχαιρέτησε, σφίγγοντας πάλι επί ώρα το χέρι του Στάιν, κι έφυγε, τάχα χώρια από την κοπέλα με τη μηχανή, που του την έδωσε μόλις έσμιξαν λίγο παραπέρα: αποστολή εξετελέσθη, μια ιστορία πλασματικής φιλίας είχε επικυρωθεί διά του φακού, αθάνατη πια στο βιογραφικό του νεαρού –που σίγουρα θα είναι γεμάτο από τέτοιες ιστορίες, ανάλογα ντοκουμενταρισμένες πάντα.

Κοίτα, σκέφτηκα, με κάτι σαν ζήλια, ομολογώ: έπειτα από χρόνια συνεργασία και επαφή, ούτε διανοήθηκα να ζητήσω να βγω φωτογραφία π.χ. με τον Κούντερα ή με τον Ελύτη, και ο μεν Κούντερα μου ’δωσε κάποτε μερικές δικές του, του Ελύτη ούτε του ζήτησα ποτέ, να ’ναι καλά η σύντροφός του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που μου δώρισε, μετά τον θάνατό του, μία εξαιρετική, και σε υπέροχη κορνίζα μάλιστα.

Παλιά τις απεχθανόμουν τις φωτογραφίες, τη φωτογράφιση για την ακρίβεια, αν και δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς το πολύτιμο συχνά αποτέλεσμα: μια φωτογραφία-μαρτυρία ή με συναισθηματική αξία λ.χ., από την ενοχλητική έως βάρβαρη διαδικασία της φωτογράφισης: οι επαγγελματίες αλλά κι οι ερασιτέχνες που θα σε σπρώξουν, θα σε ποδοπατήσουν, στην καλύτερη περίπτωση θα σου χωθούν μπροστά, στο μουσείο, στον δρόμο, σε μια εκδήλωση, άσε τα κλικ-κλικ-κλικ σε μια θεατρική παράσταση ή συναυλία.

Την αντίφαση δεν την έλυσα ποτέ, ίσα ίσα έγινα μέρος της ο ίδιος, όταν κάποια στιγμή, αρκετά μεγάλος πάντως, με κίνητρο τα ταξίδια με τη χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου, πήρα μια τόση δα ψηφιακή μηχανή, κι άρχισα να τραβάω αβέρτα, χωρίς δυστυχώς το απειροελάχιστο όχι θράσος αλλά απλό θάρρος να φωτογραφίσω ξένο κόσμο: πάντα μισές δουλειές.

Την έχω ξανακάνει την αυτοκριτική μου, με άλλες ιστορίες και κυρίως με άλλη αφορμή: το προβοκατόρικο πρωτοσέλιδο της κιτρινόμαυρης φυλλάδας του μαύρου Αναστασιάδη, που το έπιανε όλο η φωτογραφία του μαχαιρωμένου Φύσσα, στα χέρια της καλής του, με τίτλο «Δεν ξεχνώ τον φασισμό»!

Όμως, «αυτή η συγκλονιστική Πιετά, με τον σπαραγμό στο πρόσωπο της ανακαθισμένης κοπέλας που κρατάει τον γερμένο απάνω της ετοιμοθάνατο Παύλο Φύσσα, επείγει να αποσυνδεθεί από τον βούρκο του Αναστασιάδη και να μας δοθεί. Καθαρή, όπως είναι από μόνη της. Ιστορία πια και ιστορία μας –περιουσία μας» έγραφα τότε, που, λίγο τα προσωπικά δεδομένα (ορθώς καταρχήν), λίγο η φρίκη ή κι η αηδία, λίγο (μάλλον πολύ) ο μεταφυσικός μας τρόμος, γενικευόταν ήδη η αντίδραση στη δημοσίευση φωτογραφιών με τραυματίες και νεκρούς, ιδίως παραμορφωμένους. Και ιδιαίτατα απανθρακωμένους, όπως τώρα με την τραγωδία στο Μάτι, που είναι και η νέα μου αφορμή.

Είναι αφάνταστα λεπτό το θέμα, όταν αμέσως αμέσως σκεφτεί κανείς πως κάθε τραυματίας ή νεκρός έχει γονείς, παιδιά, αδέρφια, φίλους κτλ. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι, χωρίς τις φωτογραφίες των σκελετωμένων του Άουσβιτς, αλλά και των σκελετών των ομαδικών τάφων, ελάχιστα θα ξέραμε, και κυρίως θα ήμασταν σε θέση να αποδείξουμε παραέξω, για το Ολοκαύτωμα. Πως δεν θα ’χαμε την ίδια εικόνα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ χωρίς το επίσης σκελετωμένο γυμνό κοριτσάκι, που τρέχει κλαίγοντας να σωθεί από τις φλόγες των ναπάλμ. Ούτε για την τραγωδία των μεταναστών, χωρίς φωτογραφίες με πνιγμένους που επιπλέουν στο νερό, με το ξεβρασμένο στην ακτή κορμάκι του τρίχρονου Αϊλάν, με μανάδες και πατεράδες με μωρά στην αγκαλιά, τον άντρα με την υπέργηρη μάνα του στους ώμους, τον νεαρό που υποβαστάζει τον φίλο του με το ακρωτηριασμένο πόδι ή σπρώχνει το αναπηρικό καροτσάκι κάποιου άλλου.

Άλλωστε με φωτογραφίες, γενικότερα, βίντεο κτλ., εικόνα δηλαδή, στηρίζονται οι κατηγορίες στη δίκη της Χρυσής Αυγής, και με τα παραμορφωμένα πρόσωπα των θυμάτων από τις παλιές ή νέες επιθέσεις της αποκτούν υπόσταση τα ίδια τα θύματα απ’ τη μια, τα εγκλήματα απ’ την άλλη.

Όχι, δεν πιστεύω στο υπεραπλουστευτικό κλισέ πως μία φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις, όμως η εικόνα δεν επιτρέπει σε κανέναν να δηλώνει ανίδεος και άρα αθώος, η εικόνα μας φέρνει αντιμέτωπους με τη μεγαλύτερη φρίκη, όπως είναι λόγου χάρη ένα απανθρακωμένο πτώμα, γιατί αυτός είναι ο καθρέφτης όπου πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κοιταχτούμε ανά πάσα στιγμή.

buzz it!

15/9/18

Στις Βάκχας με τους Έλα Μωρέ

(Εφημερίδα των συντακτών 8 Σεπτ. 2018)


"Βάκχαι" του Ι. Ξενάκη, μουσική διεύθυνση Νίκος Βασιλείου, σκηνοθεσία Γιάννος Περλέγκας (φωτ. Δημήτρης Σακαλάκης)










Συνεχίζουμε με «Καλοκαιριάτικα ληγμένα και μη», με μερικά απ’ όσα μας φόρτωσε το καλοκαίρι, κάποια ληγμένα με την έννοια ότι δεν είναι στην επικαιρότητα, σχετίζονται όμως με θέματα και φαινόμενα πολιτικοϊδεολογικά, γλωσσικά κ.ά., που τα συναντούσαμε και θα τα συναντούμε, άσχετα από την όποια επικαιρότητα, την όποια αφορμή δηλαδή.

1. Φωτιές μας άναψαν οι Βάκχες του Ξενάκη, όπερα που παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Λυρική Σκηνή. Φωτιές, γιατί ο Ξενάκης έχει τον τίτλο στο πρωτότυπο: Βάκχαι, στοιχείο που μοιάζει να ενθουσίασε μα και να μπέρδεψε. Κι όμως, είναι απλό, θα ’πρεπε να είναι απλό: ή «το έργο Βάκχαι» όπως διαβάζω λ.χ. στο σάιτ της ίδιας της Λυρικής, ή «οι Βάκχες», «τις Βάκχες», όπως διαβάζω στο ίδιο πάντα κείμενο –όπου ωστόσο ξεφυτρώνει ξαφνικά κι ένα «οι Βάκχαι».

Και, διόλου περίεργο, αυτός ο άτοπος συνδυασμός κυριάρχησε στα μίντια. Οι Βάκχαι και δώσ’ του οι Βάκχαι, ώσπου γκρεμοτσακίστηκαν σε μια αιτιατική: «τις Βάκχαι»! Αν θέλουμε όμως τίτλο στο πρωτότυπο, δεν μπορεί να τα ’χουμε όλα δικά μας: «το έργο / η όπερα Βάκχαι»· αλλιώς «οι Βάκχες».

Γιατί «οι Βάκχαι» δεν υπάρχουν, θα ’πρεπε να ’ναι πια ΑΙ Βάκχαι, οπότε και ΤΑΣ Βάκχας–ή τάχα «τις Βάκχας»;

Αυτό μου θύμισε «τις παραστάσεις της Αθηναϊκή Σκηνή», ή «την πρώτη περίοδο του Βλάσσης» (= του εστιατορίου), όπως ξανάγραφα παλιά, που λίγο απέχουν απ’ «το πρωτοσέλιδο της Νέα» ή «της Τα Νέα», ή «πήγα στην Επίδαυρο και είδα την Πέρσαι» –ή «την Βάκχαι»!

Κοντός ψαλμός, αλληλούια, φοβάμαι.

2. Η Βούλα Παπαχρήστου είναι νέα και ταλαντούχα, μοιάζει να έχει σίγουρο μέλλον, έτσι θα μας απασχολεί κάθε φορά, αναπόφευκτα, και μακάρι, λέω εγώ, με το παρελθόν της, που επίσης αναπόφευκτα θα την ακολουθεί.

Δεν ξέρω αν και το επόμενο χρυσό, ή κι ασημένιο και χάλκινο, γίνει δεκτό με πανηγυρισμούς όπως: «Μπράβο ρε Βουλάρα! Κάνεις περήφανους όλους τους Έλληνες και κερνάς πόνο τα ανθελληνικά ελληνόφωνα σκουπίδια. Περαστικά σας ζώα» (Π. Ηλιόπουλος), ή: «Πιείτε ξιδάκι αντιφάδες του “δημοκρατικού” τόξου και σταλινομα@άκες» (Χρ. Παππάς) κ.ά.

Το σίγουρο είναι ότι θα ξαναβγούν οι Έλα Μωρέ, που αποτελούν εντέλει και τη συντριπτική, θα έλεγα, πλειονότητα, και θα μυκτηρίσουν όσους «μίζερους» και «κολλημένους» ή «μικρόψυχους» επιμένουμε να θυμόμαστε αυτά που μες στη μεγαθυμία τους εξαφανίζουν ή παραβλέπουν αυτοί, πίσω από ένα «σιγά ντε, ένα αστείο, έστω ρατσιστικό, έκανε κάπου κάποτε ένα 20χρονο παιδί, που όμως ζήτησε συγνώμη…» κτλ.

Απ’ την αρχή λοιπόν: Εκτός από το (α) κάπου κάποτε αστείο (ότι τα κουνούπια του Νείλου θα φάνε καλά εδώ, με τόσους Αφρικανούς που έχουμε), που της κόστισε τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς του ’12, έχουμε ανάρτηση (β) φωτογραφίας με 45άρι όπλο και την επιγραφή «Μολών λαβέ», (γ) βίντεο με αερομαχία ελληνικού αεροπλάνου με τουρκικό και την επιγραφή: «Γάμα τον κωλότουρκο», (δ) φωτογραφία με τον Κασιδιάρη σε ιδιαίτερα οικείες στιγμές, ενώ αργότερα, το ’13, μετά τον αποκλεισμό και τις τάχα συγνώμες, (ε) υπεράσπιση του Κασιδιάρη για το χαστούκι στην Κανέλλη, (στ) και κυρίως του «έργου» του: «ο Κασιδιάρης εκφράζει τα λόγια του απλού πολίτη, τα περνάει μέσα στη Βουλή»!

Οι τάχα συγνώμες ήταν προς την Ομοσπονδία της, μήπως γλιτώσει τον αποκλεισμό. Μόνο. Σε δύο τουλάχιστον τηλεοπτικά ρεπορτάζ-συνεντεύξεις σε μεγάλα κανάλια επαναλάμβανε πως «φυσικά και δεν μετανιώνει, ένα αστείο ήταν», και συμπλήρωνε φιλοσοφώντας: «δεν χρειάζεται να μετανιώνει κανείς για κάτι που έκανε στη ζωή του»! Στην επόμενη ερώτηση για τις «οικειότητες» με τον Κασιδιάρη, ακούγαμε κάτι ήξεις αφήξεις, που κορυφώνονταν (αυτοβούλως!) με την ανάλυση για τον Κασιδιάρη-εκφραστή του λαού. Όσο για το χαστούκι, «η Κανέλλη το προκάλεσε», απάντηση που επαναλήφθηκε σε διάφορες παραλλαγές.

«Είστε ρατσίστρια;» τη ρωτούσε σχεδόν γελώντας ο δημοσιογράφος, εννοώντας: «αφήστε τους μαλάκες να λένε…» Εδώ πια η Παπαχρήστου μόνο σταυρό που δεν φιλούσε, απαριθμούσε ίσα ίσα «έγχρωμους» αθλητές και αθλήτριες που θαυμάζει –όπως οι χουλιγκάνοι, που αποθεώνουν αντιρατσιστικά τους δικούς τους μαύρους παίκτες, ενώ στους άλλους πετάν ρατσιστικότατα μπανάνες, μιμούνται κραυγές πιθήκων κτλ.

Συγνώμη λοιπόν δεν υπήρξε, υπήρξε ίσα ίσα συνέχεια και αυτοεπικύρωση του φιλο(;)χρυσαυγιτισμού της. Τώρα, δεν μοιάζει να ’χει μεταστραφεί (κάτι δείχνει και ότι την κανακεύουν ακόμα οι χρυσαυγίτες, ενώ τοπικές οργανώσεις τους την ακολουθούν στο τουίτερ), όμως απέχει. Να απέχουμε κι εμείς; Ενδεχομένως. Αλλά όχι ξεχνώντας και προπαντός αλλοιώνοντας αλήθεια και πραγματικότητα. Αλλιώς, και τον Βορίδη με το τσεκούρι να συχωρέσουμε, κι ας μη ζήτησε ποτέ συγνώμη, μόνο κάτι σαν τους Έλα Μωρέ ψελλίζει πάντα κι αυτός –που επίσης νέος άνθρωπος ήταν τότε. Και φυσικά θα συχωρέσουμε και τον Άδωνη, που αυτός ζήτησε και παραζήτησε συγνώμη για τα αντισημιτικά του!

Έχουμε όμως κι άλλα «καλοκαιριάτικα». Θα συνεχίσουμε.

buzz it!

2/9/18

Καλοκαιριάτικα ληγμένα και μη

(Εφημερίδα των συντακτών 1 Σεπτ. 2018)


Παλιά Επίδαυρος μετά από καταιγίδα
Κοίτα σύμπτωση, μια εβδομαδιαία στήλη, σαββατιάτικη, να συμπίπτει με την πρώτη του μήνα, όχι οποιουδήποτε, αλλά του Σεπτέμβρη, της ουσιαστικής δηλαδή πρωτοχρονιάς, έπειτα από τις καλοκαιριάτικες διακοπές, κι όταν αρχίζει νέα εποχή: το φθινόπωρο, νέα χρονιά για τα σχολεία, νέα σεζόν για θέατρα και κινηματογράφους, κτλ. κτλ. Μόνο που αυτή η πρωτοχρονιά, όπως ξανάγραφα, σε αντίθεση με την άλλη, που έρχεται μέσα σε γιορτές, φώτα και δώρα, αυτή εδώ η τωρινή φτάνει μουρτζούφλα, αφού κανείς δεν θέλει να γυρίσει στο θρανίο, στη δουλειά κ.ο.κ.

Και βέβαια, για να εμφανιστεί στην ώρα της αυτή η στήλη, πρώτη του Σεπτέμβρη, σημαίνει ότι γράφεται τελευταία βδομάδα του Αυγούστου, χάνει απ’ τις διακοπές της δηλαδή. Εντάξει, σόφισμα είναι αυτό, το ομολογώ, κι ας πούμε, τάχα περιχαρείς και με καινούρια ορμή, καλή χρονιά, σε όλους μας και για όλα.

Γράφω, γράφω, προλόγους και εισαγωγές, μπας κι έρθει ξαφνικά αυτή η καινούρια, λέει, ορμή. Όμως για να ’ρθει η καινούρια, πρέπει να ξαλαφρώσουμε, παλιός κανόνας της στήλης, απ’ όσα μείναν μαζεμένα πριν κι από τις διακοπές ακόμα, κι απ’ άλλα τόσα που εύλογα μαζευτήκαν μέσα στο καλοκαίρι, παραφορτώνοντας ένα όλο και πιο φυρό μυαλό, που έβλεπε με τρόμο να συσσωρεύονται θέματα, μικρά ή μεγάλα, κάποια τεράστια, που θέλουν μήνες ολόκληρους να αναπτυχτούν, ενώ η επικαιρότητα όλο θα φέρνει τα πιο φρέσκα τα δικά της.

Έτσι είχαμε, κατακαλόκαιρο, τα νενομισμένα θαύματα της Παναγίας, αλλά και άλλα θαύματα, ή σκάνδαλα να τα πω; μπα, έτσι γρήγορα που κουκουλώθηκαν, ενώ άλλα πέρασαν στη μούγκα, θαμμένα και χαμένα στον αχανή κόσμο του διαδικτύου, αχανή μεν, που όμως φτιάχνει από την άλλη γειτονίτσες-παρεΐτσες, όπου χέρι δεν απλώνεις πια στον αδερφό, τον αδερφοποιτό, τον φίλο, τον καρντάση. Άλλη σύμπτωση, μεταφραστικά ήταν τα «σκάνδαλα» αυτά: του ενός κατέβηκε ο Αισχύλος και του ξομολογήθηκε όσα άλλα είχε κατά νου κι όμως δεν τα ’γραψε, έτσι τα πρόσθεσε τώρα ο εξομολόγος μπιστικός, «συμπλήρωσε» π.χ. τα χορικά με ποιήματα δικά του! Τον άλλον τον βρήκε ο Μπωντλαίρ, του είπε, αμάν, όλο λεπταίσθητο με λένε, βάλε με να μιλώ βαρβάτα, και νά τώρα τα «τσούρμα» και τα «τσούκια»! Είναι ο ίδιος που πρόσφατα σχετικά τον είχε βρει και το αρχαίο πνεύμα, και του είπε, βάζε και τίποτα δικό σου, ένα αίμα είμαστε, και γενικά: μία θα λέω εγώ, δέκα εσύ, να δείξεις πως όλο πλουτίζεται η γλώσσα: έτσι, «οιχόμεθα» το αρχαίο: «γι’ αυτό –γαμώ την τύχη μου γαμώ!– καλύτερα είναι να του δίνω» η «μετάφραση»!

Άντε λοιπόν να κάνεις διακοπές με όλα αυτά, που θέλεις όχι μια και δυο αλλά εκατόν δύο στήλες, άσε όμως, λες, θα βρεις κάποτε το κουράγιο και τα νεύρα· και πριν προλάβεις να συνέλθεις, σκάει υπόθεση τυμβωρυχίας, βάναυσης κακοποίησης του Γιώργου Χειμωνά!

Με τη σειρά τους όμως όλα, τώρα τα παλιά: προχωρημένο Ιούλιο μήνα, κατέβηκα παραδοσιακά στην Επίδαυρο, για την πολλά υποσχόμενη Ηλέκτρα. Εξωθεατρικό είναι το σημείο που θέλω να θίξω, εξωπαραστασιακό εν πάση περιπτώσει, απλώς ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω, επί τη ευκαιρία, δύο μόνο: την Αλεξία Καλτσίκη (Ηλέκτρα), που θρηνεί μπρος στα υποτιθέμενα λείψανα του Ορέστη και σου φέρνει κυριολεκτικά δάκρυα στα μάτια, και τη Μαρία Ναυπλιώτου (Κλυταιμήστρα), που όσο κι αν πάσχισε να την καταστρέψει κι αυτήν με τα κοκοράκια στη φωνή ο σκηνοθέτης, με την παρουσία της και μόνο μας ομορφαίνει πάντα τη ζωή. Γούστα, βεβαίως· το θέμα μου εξάλλου είναι, όπως είπα, εξωπαραστασιακό: στο τέλος, στον χαιρετισμό, ο σκηνοθέτης εμφανίστηκε, ψηλός στητός, στα μαύρα: μαύρες εφαρμοστές μπότες ώς το γόνατο, μαύρο παντελόνι κάπως σαν ιππασίας, μαύρο πουκάμισο κουμπωμένο ώς απάνω και μανίκια ώς κάτω, και το κούρεμα, εντάξει, απλώς της μόδας, παρμένα ολόγυρα, μπόλικα επάνω, ήρθε κι έδεσε, πιο ανατριχιαστικά ναζί δεν γινόταν: «Ναι, μου αρέσουν οι στολές» είχε απαντήσει πέρσι σε ερώτηση αν φοράει πάντα μαύρα –και φέτος διάλεξε στολή ναζί!

Την επομένη, Σάββατο, ξεκινώ για ένα αποχαιρετιστήριο και μακάρι καθαρτήριο μπάνιο στην Παλιά Επίδαυρο, που δύο παραλίες έχει δίπλα ακριβώς, η πρώτη οικογενειακή, με το αυτοκίνητο παρκαρισμένο πλάι στον ιδιοκτήτη, κυρίως όμως χωρίς ίσκιο, για την τρίτη ηλικία λ.χ., και η άλλη, με κάποιο περπάτημα, ανηφόρα-κατηφόρα, αυτό κι αν είναι ζόρι για την τρίτη ηλικία, ένας όμορφος μικρός κόλπος όλο πεύκα. Έφτασα με κόπο, το αδιαχώρητο από σκηνές, νέα, συμπαθητικά παιδιά, με τις καρέκλες τους μπροστά, μπορεί και τις πετσέτες τους απλωμένες στην παραλία: το περίφημο ελεύθερο κάμπιν, με την ελευθερία που είναι αυστηρά (και κομμάτι αντικοινωνικά!) για λίγους. Τόπος πουθενά· γύρισα κι έφυγα. Επιστροφή στα πιο δύσκολα εδώ.

Καλή χρονιά, πάντως, το σύμπαν σίγουρα θα συνωμοτήσει…, και τα λοιπά…

buzz it!