24/2/08

είμαστε όλοι θλιβεροί και μίζεροι

Στα χτεσινά Νέα ο Δημοσθένης Κούρτοβικ κρίνει τη Γλώσσα μετ' εμποδίων του Νίκου Σαραντάκου. Η κριτική είναι γενικά επαινετική, με ορισμένες επιφυλάξεις, για τις οποίες έγραψε ήδη ο συγγραφέας στο σάιτ του.

διαβάστε τη συνέχεια...

Εγώ εδώ θα σταθώ στον τίτλο της κριτικής: "Ο Φρύνιχος βγαίνει από το μνήμα του"!

και στην τελευταία παράγραφο της κριτικής:

"Ο αττικισμός εμφανίστηκε μια εποχή που ο Ελληνισμός είχε πάψει να παίζει πολιτικό ρόλο, ενώ και ως πολιτισμική μήτρα είχε χάσει πολλή από τη γονιμότητά του. Οι αττικιστές ήθελαν να συντηρήσουν μέσω της γλώσσας την ψευδαίσθηση ενός συνεχιζόμενου σφρίγους. Νομίζω πως κάτι πολύ παρόμοιο δείχνει ο σημερινός γλωσσαμυντορισμός: μια γλώσσα που ανασύρει από το χρονοντούλαπο και φοράει επιδεικτικά τους λαμπρούς κληρονομικούς τίτλους της, για να κρύψει τη σύγχρονη πολιτισμική ένδειά της. Από αυτή την άποψη, η παρατεταμένη εμπλοκή σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, έστω και για να αντικρουστούν οι καθαρολόγοι, μου φαίνεται πως έχει κάτι το θλιβερό και μίζερο".

Σκέφτομαι λοιπόν κατά πόσο ο κριτικός αναφέρεται, με τον τίτλο του, στον "σημερινό γλωσσαμυντορισμό", οπότε [μας λέει ότι] τα πράγματα είναι σοβαρά, άρα μόνο θλιβερό και μίζερο δεν είναι να ασχολείται κανείς μαζί του, ή μήπως αναφέρεται στον Σαραντάκο, οπότε είναι μάλλον θλιβερό και μίζερο να αφιερώνει ολόκληρο σαλόνι κριτική για την περίπτωσή του.

Αλλά εδώ, θα μου πείτε, αρμοδιότερος, γλωσσολόγος και πανεπιστημιακός (όχι ο γνωστός μεγάλος, αλλά ο άλλος), μας έστελνε να κάνουμε γλωσσική ψυχανάλυση...

Θλιβερά και μίζερα πράματα, αλλά και επικίνδυνα!

buzz it!

23/2/08

Το εκτός τόπου και η χαζοχαρούμενη κοινωνία

Τα Νέα, 23 Φεβρουαρίου 2008

Μαθήματα μέτρου από τη Ρούλα Κορομηλά: «Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα»

Οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα

το πλήρες κείμενο:

Χαβαλές κόντρα τάχα στη σοβαροφάνεια, και αφού η σοβαρότητα ταυτίζεται σκόπιμα με τη σοβαροφάνεια, στην ίδια γραμμή ισοπέδωσης και απαξίωσης των πάντων, αυτός λοιπόν ο χαβαλές αποτελεί μια γενικότερη τάση σήμερα.

Η ιδεολογία του χαβαλέ, με τον συνοδό κυνισμό, μια ιδεολογία διακηρυκτικά απολιτική, άρα στη βαθύτερη ουσία της αντιδραστική, διαποτίζει την καθημερινή μας ζωή, άλλοτε κραυγαλέα, άλλοτε χαμηλόφωνη, υπόρρητη και διακριτική –εξού και συχνά χαριτωμένη και γοητευτική.

Στην ακραία της, «επιστημονική» μορφή την ιδεολογία αυτή την είδαμε ενδεικτικά στην περίπτωση του Θέμου Αναστασιάδη (26/1), στην πλούσια διαδρομή του, μέσα μάλιστα από προοδευτικές εφημερίδες, την Ελευθεροτυπία, το Βήμα, αλλά και την Καθημερινή, παραγωγό δηλαδή και σύμπτωμα μαζί του ιδεολογικού χυλού που παριστάνει την πολιτική ανεξιθρησκία, την πολυφωνία, τον πλουραλισμό.

Κι είναι δηλαδή σημερινό το φαινόμενο αυτό; Οπωσδήποτε όχι. Μόνο που σήμερα, κι όταν λέω σήμερα αναφέρομαι στις τελευταίες δεκαετίες, η ιδεολογία αυτή βγήκε από το χώρο τού (εκάστοτε) λαϊφστάιλ και ευδοκιμεί σε παραδοσιακώς σοβαρότερα εδάφη, όπως στις εφημερίδες που ανάφερα προηγουμένως, κι όχι μόνο σ’ αυτές, εννοείται.

Σήμερα π.χ. οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες όχι απλώς δεν διστάζουν αλλά θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν κάθε τόσο δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα. Το σύνθημα που ήρθε ύστερα από την υπερπολιτικοποίηση των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ότι «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», ήταν ακόμα πολιτικό, επιζητούσε μια ισορροπία, μια θέση του ανθρώπινου πλάι στο πολιτικό. Σήμερα η μοναξιά και ο τρόμος της έγινε καλόδεχτη ιδιωτεία, ή πάντως ιδιωτικότητα, θρίαμβος του ιδιωτικού επί του δημοσίου, κι ο ιμπεριαλισμός μοιάζει λέξη άγνωστη, προκατακλυσμιαίων εποχών. Ακριβέστερα, και πάλι χειρότερα, είναι λέξη και έννοια μπανάλ –όπως ξανάπαμε με άλλη αφορμή: pass
é, παρωχημένη!

Κι αν εκεί, στην περίπτωση (του κάθε) Θέμου, τα πράγματα είναι εμπρόθετα και προγραμματικά, και κυρίως κραυγαλέα, όπως είναι και στην αμεσότερα πολιτική τακτική των «ίσων αποστάσεων», αυτήν που μας γέμισε τα κανάλια με νούμερα και άνθη ακροδεξιά, θα ήθελα να σταθούμε εκεί που το τοπίο θολώνει, εκεί που η ιδεολογία του χαβαλέ δεν είναι ακόμα ιδεολογία (και ίσως και να μη γίνει ποτέ): εκεί που όλα είναι μια ευφρόσυνη, ενδεχομένως, και αθώα στις προθέσεις της πλάκα.

Φεύγουμε λοιπόν από τις άμεσα πολιτικές καταστάσεις, που εύκολα επιδέχονται κατηγοριοποίηση και ανάλυση, και πάμε σε μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις, χειρονομίες, ούτε καν καταστάσεις. Και πάμε στα ακόμα πιο παιγνιώδη και απλά, σε έδαφος άκρως ολισθηρό, αφού ο σχολιασμός αυτός θα μοιάζει αφόρητος γεροντοκορισμός και μικρολογία, αν δεν τον δούμε κάτω από το πρίσμα της φευγαλέας, ώς ένα μεγάλο βαθμό, έννοιας του άτοπου, αυτού που κάνει το αλλιώς φυσικό να μοιάζει αφύσικο, και τότε, από μια άποψη, σκανδαλιστικό.

Είχα θελήσει και άλλη φορά να προσεγγίσω αυτή την έννοια, όταν έγραφα για την καταδικασμένη εξ ορισμού –καθότι εκτός τόπου– μίμηση γλεντιού επί πάλκου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών του 2004 (που ήταν και η μόνη μου ένσταση, πρέπει να υπενθυμίσω τώρα). Παράδειγμά μου ήταν το «πείραμα» κατά το οποίο κάθεται κανείς απέναντι από μια παρέα, που γελούν συνέχεια και δυνατά. Στην αρχή χαμογελάει κι αυτός, αλλά, όσο συνεχίζουν οι άλλοι, χάνει το χαμόγελό του, κι απ’ την αμηχανία φτάνει στον εκνευρισμό.

Κι έλεγα επίσης ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εξαγριώσει κανείς τον άλλο είναι να αρχίσει να γελάει ασταμάτητα μπροστά του –όχι ειρωνικά, κοροϊδευτικά, αλλά όσο πιο ανέμελα γίνεται, και σαν να καταδιασκεδάζει με κάποιο ευχάριστο θέαμα. Αυτό το παράδοξο, κάτι από μόνο του καλό, το γέλιο, να λειτουργεί αρνητικά, έχει να κάνει με το περίπλοκο θέμα των κωδίκων που διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά μας, με το εξαιρετικά λεπτεπίλεπτο θέμα του άκαιρου και του άτοπου.

Κάτω από αυτό το πρίσμα λοιπόν, ας δούμε επιμέρους συμπτώματα:

Το ιδιαίτερα επιτυχημένο, κατά την άποψή μου, τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, το On off, μολονότι τα έχει όλα και σε ικανή δόση, ευθυμογραφικά σχόλια, που πιάνουν από τηλεόραση μέχρι ποδόσφαιρο, κουτσομπολιά και ό,τι άλλο σηκώνει ένα τέτοιο περιοδικό, κάνει ένα βήμα ακόμη, παραπατάει, και, πάλι κατά την άποψή μου, πέφτει και τσακίζεται. Εξηγούμαι, όχι χωρίς δυσκολία, ομολογώ:

Στο εξώφυλλο κάθε τεύχους φιγουράρει ο ηθοποιός, κατά κανόνα, ή πάντως άνθρωπος του θεάματος, που συνέντευξή του φιλοξενείται στις μέσα σελίδες: μία η φωτογραφία του εξωφύλλου, μία στη σελίδα με τα περιεχόμενα, και μία με τη συνέντευξη, ίσον τρεις, και οι τρεις σε πόζα «χιουμοριστική». Προφανέστατα από άποψη, δηλαδή, το κεντρικό πρόσωπο του τεύχους εμφανίζεται φορτωμένο την Άρτα και τα Γιάννενα, με κουδούνες ή πλεξούδες σκόρδα περασμένες στο λαιμό, και σχεδόν πάντα μορφάζοντας στο φακό –τσαλακωμένη εικόνα το λέμε τώρα αυτό;

Υπερβολές, θα πείτε. Κι όμως, έφτασε να μας την πει η Ρούλα Κορομηλά:

«Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα» είπε ποιος; η Ρούλα Κορομηλά! και για ποιον; όχι για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον αρχιεπίσκοπο, ή κάποιον πρεσβύτη πολιτικό ή επιστήμονα, αλλά για τη Βουγιουκλάκη! Το διάβασα κατάπληκτος, σχεδόν ακόμα δεν το πιστεύω, στο tvguide, το τηλεοπτικό ένθετο του Βήματος 29.2.04· την ίδια μέρα στο αδελφό ΒΗΜΑgazino ο Θανάσης Λάλας φωτογραφιζόταν «αντισυμβατικά» σε κάτι παράλληλα κρεβάτια με τη Νάντια Κομανέτσι.

Όπως ο Θανάσης Λάλας, πάντοτε σε «αντισυμβατικές», συχνά αστείες, κλοουνίστικες πόζες, με τον περίφημο μαέστρο Κουρτ Μαζούρ ή με τον Σάιμον Ρατλ, με τον Τζεφ Κουνς, με τον Λουί Βυϊτόν, με τον Ντέιβιντ Λιούις της B&O, με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρκετές φορές σε πρώτο πλάνο ο ίδιος και σε δεύτερο το τιμώμενο πρόσωπο, και πάντα και στο εξώφυλλο (μόνο με την τιμωρημένη τότε Κατερίνα Θάνου είχε παραλείψει τις φωτογραφίσεις και τους χαριεντισμούς), τόσα εξώφυλλα σ’ έναν χρόνο ούτε ο Μπραντ Πιτ δεν είχε κάνει.

Αν μη τι άλλο, καλοί τρόποι

Είναι λοιπόν, εκτός από το θέμα του άτοπου, το να βγαίνεις λόγου χάρη με μαγιό σε ορεινό θέρετρο, είναι και θέμα επιτέλους καλών τρόπων. Έτσι όπως γενικά οι ολοπλούμιστες δημοσιογράφες που κλέβουν την παράσταση από τον καλεσμένο τους, με κορυφαία του είδους τη Βίκυ Φλέσσα, που τιμωρεί όσους φιλοξενεί στην εκπομπή της με τον παροιμιώδη ακκισμό της –ο οποίος δίνει έπειτα τροφή σε σατιρικές εκπομπές (μήπως άραγε γι’ αυτό;).

Και τότε τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Εντελώς χαρακτηριστικά την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας, μια και είπαμε για την τελετή λήξης, την τελετή έναρξης που καταποντίστηκε στον βαθύ ωκεανό τής πέρα από κάθε έννοια και μέτρο λογοδιάρροιας του εθνικού εκφωνητή! Άλλος εκφωνητής, του Τρίτου, που κάποιος κριτικός είχε πει το ανήκουστο ακόμα και σαν σχήμα λόγου, ότι από το στόμα του ακούγονται μακρά, βραχέα και δίχρονα, αυτός λοιπόν αναμετέδιδε συναυλία βυζαντινής μουσικής του Λυκούργου Αγγελόπουλου και έχωνε ανάμεσα, με ζαχαρωμένη και λυγμική ή οργισμένη φωνή, σχόλια δικά του, σε πρώτο ενικό, για το κατάντημα της παράδοσης των Χριστουγέννων κτλ.! Άλλος πάλι, ηθοποιός αυτός, αφηγητής σε συναυλία άλλης βυζαντινής χορωδίας στη Θεσσαλονίκη, καθόταν σε καρέκλα επί σκηνής στα ενδιάμεσα, λες κι ήταν δα σολίστ, στη μια άκρη της χορωδίας αλλά κάνα μέτρο πιο μπροστά, και καθόταν σταυροπόδι την ώρα που έψελναν οι άλλοι μεγαλοβδομαδιάτικα τροπάρια, ή που έψελναν, δεν έχει σημασία, ακόμα κι αν τραγούδαγαν επίσης, κι αγνάντευε απέναντι και κάτω του το κοινό, με τους επισήμους εννοείται στην πρώτη σειρά, όπου και ο αθόρυβος ακόμα τότε Άνθιμος. Θυμάμαι και τον μαέστρο της ίδιας εκείνης χορωδίας, με κουστούμι αυτός ενώ με ράσα οι χορωδοί, να διευθύνει με θεατρινίστικες κινήσεις, παράσταση ολόκληρη έδινε, λες και παρουσίαζε τα Κάρμινα Μπουράνα.

Από τα δυσκολότερα πράγματα η αίσθηση του μέτρου, η αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Όμως χωρίς αυτήν –όσο κι αν ακούγεται μεγάλος λόγος– δεν θα υπήρχε κοινωνία. Ή τότε θα ’ταν μια χαζοχαρούμενη κοινωνία. Αλλά μόνο για τους μισούς. Άρα και πάλι δεν θα ήταν στην ουσία κοινωνία.

buzz it!

19/2/08

3. Η ξιπασιά, της ξυπασιάς, ω ξιππασιά, ή Βάσανα λεξικά και η βάσανος ορθογραφία

Τα Νέα, 24 Απριλίου 1999

σκίτσο του Δημ. Χαντζόπουλου

Στο προηγούμενο χαρακτήριζα ξιπασιά την τάση να παραμένει άκλιτη η Νταϊάνα - «της Νταϊάνα» και παράλληλα να κλίνεται το μπαρ - «τα μπαρς». Και ο συνάδελφος διορθωτής διόρθωσε, ορθώς, σε ξυπασιά. Όταν είδα το δοκίμιο, σημείωσα στο πλάι: «παράκληση: ξιπασιά». Και ο δαίμων του τυπογραφείου επενέβη δραστικά, και πάλι ορθώς: ξιππασιά. «Ορθώς» και οι τρεις: και ο γράφων, και ο διορθωτής, και ο δαίμων. Αφού τα τρία νεότερα λεξικά, κατά σειρά εμφάνισης: του Εμμ. Κριαρά (ΚΡ), του Γ. Μπαμπινιώτη (ΜΠ) και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (ΤΡ), υποστηρίζουν το καθένα διαφορετική γραφή.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν είναι θέση εδώ να κριθούν τα λεξικά αυτά. Έτσι κι αλλιώς, μόνο ως χρήστης, έστω ειδικός χρήστης, λόγω επαγγέλματος, μπορώ να εκφέρω γνώμη. Ας δούμε όμως την περιπέτεια την οποία καλείται να ζήσει όποιος θελήσει να προσφύγει σε λεξικό: πόσα λεξικά πρέπει να αγοράσει, και πόσα να ανοίγει κάθε φορά, και πόσο πρέπει να παριστάνει τον γλωσσολόγο και τον πάνσοφο κριτή, που συναιρεί εντέλει τις πολλές απόψεις και αποφαίνεται, διότι πρέπει να αποφασίσει, να γράψει ή να διορθώσει: ξιππασιά ή ξυπασιά ή ξιπασιά. Πάμε λίγο πίσω:

Εν αρχή ην το πολύτιμο λεξικάκι του Γεραλή, το πρώτο «με βάση τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη». Ακολούθησαν κι άλλα, του Γεωργοπαπαδάκου π.χ., αλλά του Γεραλή παρέμενε ο γνησιότερος εκφραστής της «ορθογραφίας Τριανταφυλλίδη». Και φτάσαμε εσχάτως σε πλούσια καρποφορία, μεγαλύτερων τώρα λεξικών, ερμηνευτικών, ετυμολογικών κτλ. Πρώτα το ευρέως διαδεδομένο, ευσύνοπτο και χρηστικό λεξικό «Τεγόπουλου-Φυτράκη», και μαζεμένα, θαρρείς, τα τρία μείζονα (και σε όγκο: στην περίπτωση μάλιστα Μπαμπινιώτη και Τριανταφυλλίδη, σχεδόν απαγορευτικό για χρηστικό λεξικό) που αναφέρθηκαν εδώ στην αρχή.

Στο μεταξύ, η κατά Τριανταφυλλίδη ορθογραφία της δημοτικής συμπληρώνει 60 χρόνια ζωή. Και εκεί που είχε πλέον μπει κάποια τάξη (και εξαφανίστηκε, λ.χ., το «ταξείδι», ή το «ξαίρω», αυτό που έκανε τον Παλαμά να λέει, όπως θρυλείται, πως δεν το ξέρει το «ξέρω» με έψιλον!), διαφορετική ετυμολόγηση αναθεωρεί ή αποκαθιστά τη γραφή ορισμένων λέξεων: χλομός αντί χλωμός, βρομιά αντί βρωμιά κ.ά. Τι γίνεται όμως όταν δεν ομονοούν τα λεξικά; Και κυρίως όταν η αναθεώρηση γίνεται με φορά αντίστροφη προς την τάση της απλογράφησης;

Τι επιλέγει πια κανείς: τη λέξη του; ή το λεξικό του; Μάλλον άτοπο και πρακτικά ανέφικτο να επιλέξει τη λέξη του, που σημαίνει ότι αυθαιρέτως θα γλωσσολογεί και αναλόγως θα τσιμπολογάει τον τύπο της προτίμησης ή της έγκρισής του! Άρα επιλέγει το λεξικό του. Και τα κριτήρια πια, αρρήτως έστω, ιδεολογικά; Οι μπαμπινιωτικοί τον Μπαμπινιώτη τους κι εμείς τον Τριανταφυλλίδη μας; Διότι κάθε λεξικό κουβαλάει, όπως είναι φυσικό, «εξωκειμενικά» ή «παρακειμενικά», στην καλύτερη περίπτωση, την ιδεολογία του συντάκτη του. Στη χειρότερη (προκειμένου για λεξικό), την κουβαλάει ενδοκειμενικά: είναι η περίπτωση του λεξικού Μπαμπινιώτη, το οποίο στα ειδικά σχόλια, ακόμη και με τη στίξη (θαυμαστικά, αποσιωπητικά), αποτυπώνει τις γλωσσοϊδεολογικές απόψεις του συντάκτη. Ωστόσο, τα σχόλια αυτά είναι οπωσδήποτε λαμπρή ιδέα καθαυτήν. Χρήσιμο λοιπόν το λεξικό, και το κρατούμε. Πλάι στου σοφού δασκάλου, του Εμμ. Κριαρά, ο οποίος κουβαλά και την παράδοση του μνημειώδους Μεσαιωνικού λεξικού του. Και ακολουθεί το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, με τη μακρά παράδοσή του επίσης, λεξικό το οποίο –βασικότατο αυτό– δεν ανατρέπει την ορθογραφία που επικράτησε αυτά τα 60 χρόνια. Ξανά λοιπόν με τρία λεξικά, μολονότι –ως προς την ορθογραφία ειδικά και για καθαρά πρακτικούς λόγους– το «τρίλημμα» θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να λύνεται υπέρ του λεξικού Τριανταφυλλίδη, ακριβώς επειδή συνεχίζει και αποτυπώνει την «επίσημη» ορθογραφία, αυτήν που διδάσκεται στο σχολείο. Όμως, εκτός από τους πρακτικούς λόγους, υπάρχουν και οι επιστημονικοί, οι ερευνητικοί, και πιο πολύ οι ιδεολογικοί, όπως είπαμε, ακόμα και η μόδα ή το πιο αχαλίνωτο μάρκετιγκ.

Τρία λοιπόν τα μεγάλα λεξικά, και μακάρι κι άλλα αύριο, πάντως ο χρήστης βαδίζει με αισθήματα ανάμεικτα (ΤΡ), ή ανάμικτα (ΚΡ, ΜΠ), μπροστά σε καινούρια (ΤΡ), ή καινούργια (ΚΡ, ΜΠ) ετυμολογικά και ορθογραφικά δεδομένα, ξυπόλυτος (ΚΡ, ΜΠ, ΤΡ, δόξα τω Θεώ) στ’ αγκάθια. Και μη δοκιμάσετε να βρείτε συσχετισμούς ή συμμαχίες ανάλογα με την ιδεολογία των συντακτών. Το σκορ αλλάζει διαρκώς: γαρίφαλο (ΚΡ, ΤΡ) και γαρύφαλλο (ΜΠ)· κτήριο (ΚΡ, ΜΠ) και κτίριο (ΤΡ)· νεωτερίζω (ΜΠ, ΤΡ) και νεοτερίζω (ΚΡ).

Το σχιζοφρενικότερο: αιμομιξία, αιμομίκτης κτλ. (ΚΡ, ΜΠ, ΤΡ), ενώ: αναμειγνύω (ΜΠ, ΤΡ), αναμιγνύω (ΚΡ), αλλά ανάμεικτος-μεικτός (ΤΡ), ανάμικτος-μικτός (ΚΡ, ΜΠ), μείγμα-μείξη (ΜΠ, ΤΡ), μίγμα-μίξη (ΚΡ). Αλίμονο, αναγνώστη. Παρατηρούμε λοιπόν: πλάι στην κοινή αιμομιξία, στον Τριανταφυλλίδη όλα με -ει, στον Κριαρά όλα με -ι, στον Μπαμπινιώτη άλλα έτσι κι άλλα αλλιώς (κάτω από το λ. «αναμειγνύω κ. αναμιγνύω» υπάρχει σχετικό σχόλιο, αλλά η λύση δεν παύει να είναι δυσεφάρμοστη).

Τέλος, πλάι στην ήδη γνωστή ισοπαλία ως προς το λήμμα ξιππασιά (ΚΡ, αλλά το ρήμα εξετάζεται σαν ξυπάζω, με παραπομπή στο ξιππάζομαι), ξυπασιά (ΜΠ), ξιπασιά (ΤΡ), να σημειωθεί και το λόξυγκας, λόξυγγας, λόξιγκας. Ικανός να μας πνίξει.

Για «αλαζονεία της ετυμολογίας» είχε μιλήσει ο Παντελής Μπουκάλας, όταν έκρινε το λεξικό Μπαμπινιώτη (Καθημερινή 23.6.98), η οποία επανεισάγει «με κανονιστικό ζήλο γραφές που ξενίζουν και συγκρούονται με την οπτική μνήμη οποιουδήποτε γραφιά», και σημείωνε χαρακτηριστικά παραδείγματα, αρκετά από τα οποία απαντούν και στο λεξικό Κριαρά: ατόφυος (+ΚΡ), κουλλός, κουλλουράς, γώπα (+ΚΡ), φιλαινάδα (+ΚΡ), ρωδάκινο (+ΚΡ), τσιππούρα, καλοιακούδα κ.ά. Προσθέτω μερικά: μουλλωχτός, φύσκα, πιτσυλώ (+ΚΡ), τιττυβίζω, τσηρώτο. Και τσυτσυρίζω –πράγματι!

Σκέψεις κάθε άμοιρου χρήστη: αν η γλώσσα προχωρεί ενσωματώνοντας λάθη, αναντίλεκτα λάθη, γραμματικά και άλλα –όπως όλοι οι συντάκτες των λεξικών μας γνωρίζουν και μαρτυρούν–, πόσο μάλλον η γραφή, δηλαδή η εικόνα, απλούστατα, της λέξης. Πώς νοείται δηλαδή να αλλάζουν με το χρόνο λέξεις, γραμματικοί τύποι και συντακτικά σχήματα, και από την άλλη να «αποκαθίσταται» περιπλεκόμενη η ορθογραφία λέξεων που το ετυμολογικό ίνδαλμά τους, ακόμη κι όταν δεν αμφισβητείται, χάνεται στους αιώνες;

Και να ενισχύεται έτσι και η αυτάρεσκη ετυμηγορία κάθε χρήστη-παντογνώστη «εγώ έτσι το γράφω».

buzz it!

4. Πάλι για το Λεξικό Μπαμπινιώτη

Τα Νέα, 8 Μαΐου 1999 [τα δύο εκτενή ΥΓ προστέθηκαν κατά την έκδοση του βιβλίου --εκτενέστερα όμως για το Λεξικό Μπαμπινιώτη βλ. μεταγενέστερο άρθρο, εδώ]

Για λεξικά και σύγχυση ως προς την ορθογραφία μιλούσα στο προηγούμενο, και μεταξύ αυτών για το λεξικό Μπαμπινιώτη, που με την εμμονή του σε μιαν απόλυτη ετυμολογική καθαρότητα διεκδικεί σημαντικό μερίδιο στη σύγχυση αυτή.

Στο μεταξύ, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου έδωσε τέλος στην τραγικωμωδία που έστησαν όσοι θεώρησαν πως θίγεται η εθνική συνείδησή τους και κατ’ επέκταση η χώρα από την καταγραφή της ποδοσφαιρικής βρισιάς «Βούλγαροι». Ο Γ. Μπαμπινιώτης τώρα δικαιώθηκε, και μαζί, εν προκειμένω, η κοινή λογική –πολύ περισσότερο από την επιστημονική ελευθερία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Και βρέθηκαν «χαμένοι» όσοι ανέξοδα, βεβαίως, διέπρεψαν σε δημαγωγία και λαϊκισμό. Τουλάχιστον ας τους θυμηθούμε: όχι τόσο τον Χ υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο και πρωτεργάτη (Ασπασίδης), που εζήλωσε τη δόξα της κυρίας Λουκά, και μαζί του τον Ψ δικαστή (Ντάκος), όσο τους άλλους, αναμενόμενους και μη, Παπαθεμελή, Παπαγεωργόπουλο και Λαζαρίδη, Πετσάλνικο, Πασχαλίδη και Πάνο Θεοδωρίδη, ακόμη και ακαδημαϊκούς δασκάλους, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Μιχάλης Σταθόπουλος.

Τώρα πια, χωρίς τον κίνδυνο ανίερων συμμαχιών, μπορούμε να δούμε ψυχραιμότερα, και πάντοτε από τη σκοπιά του χρήστη, ένα λεξικό που πολύ συζητήθηκε. Διότι ήταν μεγάλες οι προσδοκίες που γεννούσε και γεννά, καθώς αποτελεί συνδυασμό ετυμολογικού, ερμηνευτικού αλλά και εγκυκλοπαιδικού λεξικού, με πλήθος σχόλια για γραμματικά και συντακτικά προβλήματα, εκτενείς πίνακες κ.ά. Αναμενόμενο βεβαίως είναι, σε τόσο ογκώδη εργασία, να υπάρχουν λάθη και παραλείψεις, όπως έχει κατ’ επανάληψη τονίσει και ο συντάκτης του λεξικού. Σημασία όμως έχει το είδος των λαθών, περισσότερο, πιστεύω, και από την έκτασή τους.

Για τον απλό αναγνώστη και τον χρήστη τα ερωτηματικά είναι κρισιμότερα όταν αφορούν όχι το πρόσωπο και την πολιτεία του συντάκτη, ούτε καν τις γλωσσοϊδεολογικές απόψεις ή την όποια μέθοδό του, αλλά στοιχεία ήσσονος φαινομενικά σημασίας, καθοριστικά όμως για την αξιοπιστία ενός λεξικού. Και τέτοια είναι σοβαρά λάθη, εκτός από τα τυπογραφικά, σε αρκτικόλεξα ή χρονολογίες, σύγχυση στα ερμηνεύματα, διπλοτυπίες. Σ’ ένα λεξικό, σ’ ένα εγχειρίδιο, σε μια εγκυκλοπαίδεια, πριν από τη σωστή αποτίμηση π.χ. του έργου ενός ιστορικού προσώπου, περιμένει κανείς να είναι σωστές οι χρονολογίες και τα ονόματα. Από κει και πέρα, επιχειρεί να παρακολουθήσει όσα επισημαίνουν στο λεξικό οι κατά θέμα αρμόδιοι, εν προκειμένω για σφάλματα στην ερμηνεία όρων της φιλοσοφίας, της λογικής, της νομικής, της χημείας κ.ά. Έχω υπόψη μου άρθρα του Φ. Κ. Βώρου, της Ελένης Καραντζόλα, του Ε. Χ. Μαραβέλια, του Παντελή Μπουκάλα, του Παναγιώτη Νούτσου, του Α.-Φ. Χριστίδη κ.ά. Αλλά και στα κυρίως επαινετικά, π.χ. των Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη, και ιδιαίτερα στην εκτενέστατη και εμπεριστατωμένη κριτική του Γιάννη Μ. Καλιόρη (Νέα Εστία 1706, Νοέμ. 1998, σ. 1056-1082), οι ελλείψεις και οι αστοχίες που επισημαίνονται ξεπερνούν συχνότατα τα όρια του «κατανοητού» και μαρτυρούν ασύγγνωστη προχειρότητα.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει λ.χ., πέρα από τα λανθασμένα αρκτικόλεξα (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΠΕΕΑ) ή το χωροφυλακίστικο «Κ.Κ.=Κουμουνιστικό Κόμμα» (βλ. Ποντίκι 28.5.98), ο ορισμός της νύχτας: «το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση του ηλίου» (Κ. Π. Παπαθανασίου, Καθημερινή 18.7.98), η ερμηνεία του ρ. «λούζω=1. πλένω τα μαλλιά [...], 2. πλένω (τα μαλλιά)...» (Ηρ. και Στ. Αποστολίδης, Καθημερινή 23.8.98), ο «Ελευθέριος Παπανούτσος», και άλλα ανάλογα, όχι βεβαίως τυπογραφικά.

Χαρακτηριστικά και πάλι: στο λήμμα ότι (χωρίς υποδιαστολή) είδα να εξετάζεται ο «χρονικός» σύνδεσμος, με παραδείγματα: «ότι λέγαμε για σένα / ότι σε μελετούσαμε». Και στο αμέσως επόμενο λήμμα ό,τι (με υποδιαστολή), το ίδιο! Με παραδείγματα: «καλώς τον Γιάννη! ό,τι σε σκεφτόμουνα / ό,τι λέγαμε για σένα». Τόσο αρκεί.

Τέτοιου τύπου αμαρτήματα είναι ικανά να χαρακτηρίσουν «εξ όνυχος» το λεξικό. Που, αν ήταν οποιοδήποτε άλλο προϊόν, θα το χαρακτήριζαν απλούστατα ελαττωματικό. Τώρα, οι υπερδεκαπέντε χιλιάδες αγοραστές της πρώτης έκδοσης, ένα μόλις χρόνο από την κυκλοφορία της, θα αγοράσουμε τη δεύτερη; Ή θα περιμένουμε την τρίτη, μια και στη δεύτερη οι διορθώσεις μοιάζει να έγιναν σπασμωδικά και πάντως όχι συστηματικά;* Κι ώς τότε, θα καταφεύγουμε σε άλλα λεξικά για να επαληθεύσουμε αυτό που λέει το λεξικό μας; Ένα λεξικό εξαιρετικά ενδιαφέρον, το λέω απερίφραστα, στη σύλληψή του, που μ’ αυτά και μ’ άλλα τόσα, κι ώσπου να έχουμε κάποια απάντηση για τα καθαρώς επιστημονικά σφάλματα που του καταλογίζουν, δεν θα πάψει να είναι απολαυστικό στην ανάγνωσή του. Φοβούμαι όμως ότι, περισσότερο από την οποιαδήποτε αξία του, θα το συνοδεύει η αμφισβήτηση –και τον χρήστη η αμφιβολία.


* Πριν από την έκβαση της δικαστικής περιπέτειας, ο Γ. Μπαμπινιώτης έσπευσε να ανταποκριθεί στην «ευαισθησία» των βορείων: απάλειψε το επίδικο ερμήνευμα του λ. Βούλγαρος («ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης...»), για να το εντάξει, όπως είπε, σε γενικότερο σχόλιο για τη γλώσσα των γηπέδων, ακυρώνοντας έτσι μία από τις αρετές του λεξικού του, την καταγραφή λέξεων και εκφράσεων της εποχής. Αλλά, γενικότερα, τι είδους διορθώσεις νοείται να έχουν γίνει σε μια δεύτερη έκδοση; Στη σ. 188 κοιτάζω αν διορθώθηκε το «συνομίληκος» (δύο φορές, στο σχόλιο μετά το λ. ανήλικος), και βλέπω ότι σ’ αυτήν τη σελίδα, δηλαδή σε λιγότερο από το ένα δέκατο του λεξικού, έχει μεταφερθεί σχεδόν μισή στήλη από τη σ. 189 της πρώτης έκδοσης: δηλαδή έχουν επέλθει αλλαγές, εν προκειμένω αφαιρέσεις, τόσο εκτεταμένες;

Το ελάχιστο, ίσως: να τυπωθεί ένα λιγοσέλιδο φυλλάδιο με τις διορθώσεις που έγιναν στη δεύτερη έκδοση και να βρεθεί τρόπος να το προμηθευτούν οι αγοραστές της πρώτης. Με την ευκαιρία, μαζί με τον «συνομίληκο», ας διορθωθεί και το επίσης τυπογραφικό σφάλμα: 1896, αντί για 1897, για «τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες στην Αθήνα», στο λ. λούης.



Υστερόγραφο 1: ο σαμπόδρομος

Είχε γραφτεί και είχε δημοσιευτεί αυτή η επιφυλλίδα, όταν διάβασα μια επισήμανση του Παντελή Μπουκάλα, ότι στο λεξικό Μπαμπινιώτη λημματογραφείται ο παντού αλλού ανύπαρκτος σαμπόδρομος: ο δρόμος, λέει, όπου «παρελαύνουν οι σχολές της σάμπας κατά το διαγωνιστικό μέρος του καρναβαλιού του Ρίο Ιανέιρο στη Βραζιλία»! Και είδα και εθαύμασα, μολονότι δέχομαι σαν αρετή ακριβώς του λεξικού ότι είναι ώς ένα βαθμό και εγκυκλοπαιδικό, κι ας μην είναι στις προθέσεις του κάτι τέτοιο. Αλλά, ακόμα κι έτσι, λήμμα σαμπόδρομος; Ανοίγω στην οικεία σελίδα και βλέπω και τα εξής, που έχει ενδιαφέρον να τα μεταφέρω εδώ, σαν άλλη μια δειγματοληπτική προσέγγιση του λεξικού.

Σε μία λοιπόν σελίδα και μόνο, εκτός από τον σαμπόδρομο, διαβάζουμε: το σαμπάν, πλοιάριο που χρησιμοποιείται και σαν κατοικία στη ΝΑ Ασία και την Ιαπωνία· το σαμπούκ, αραβικό πλοιάριο στην Ερυθρά Θάλασσα· ο Σαμνίτης, μέλος ιταλικών φύλων τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ., και ο Σαμογέτες, μέλος μογγολοειδούς φυλής στη Σιβηρία. Προφανώς το λεξικό αντλεί από ειδικά λεξικά, όπως βεβαίως κάνουν όλα τα λεξικά: απλώς, αναρωτιέται κανείς σε ποια πραγματικότητα λογοδοτεί αυτή η λημματογραφική βουλιμία.

Και αυτός ο Σαμνίτης τώρα ορίζεται ως εξής: «καθένας από τα μέλη ορισμένων ιταλικών φύλων…»· και ο Σαμογέτες: «καθένας από μια μογγολική φυλή…»: ώστε δεν αντλεί απλώς, παρά μεταφράζει, που ούτε κι αυτό είναι, αλίμονο, κακό, αρκεί η μετάφραση, και μάλιστα σε λεξικό, να γίνεται σε «στρωτά» ελληνικά.

Τέλος, στην ίδια σελίδα εικονογραφείται και η γενικότερη προχειρότητα που επισημάνθηκε συχνά στο λεξικό αυτό: το λήμμα Σαμόα παραπέμπει στη Δυτική Σαμόα, αλλά τέτοιο λήμμα δεν υπάρχει. Έτσι όπως –αντλώ και πάλι από τον Π. Μπουκάλα– στην «άτυπη» (βλ. αμέσως παρακάτω) δεύτερη έκδοση προστέθηκε λήμμα απριόρι, αλλά με κενό δίπλα, γιατί ξεχάστηκε το ερμήνευμα!

Υστερόγραφο 2: η δεύτερη 2η έκδοση

Στη σημείωση της επιφυλλίδας αυτής μιλούσα για τη δεύτερη έκδοση του λεξικού, μια έκδοση με σημαντικές αλλαγές, με δεν ξέρω τι αφαιρέσεις, ακόμα και με προσθήκες λημμάτων. Το ότι καταφανώς εσφαλμένα δεν ονομάστηκε «Δεύτερη έκδοση» αλλά απλώς «Επανεκτύπωση» θεώρησα ότι μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια, παραδρομή κτλ. Ωστόσο, βλέπω ότι σ’ αυτή την έκδοση είχε προστεθεί (νά μια προσθήκη δηλαδή) λήμμα επανεκτύπωση, προφανώς για να δικαιώσει το εγχείρημα. Και έλεγε αυτό το καινούριο λήμμα ότι επανεκτύπωση είναι «η εκ νέου εκτύπωση (συνήθ. με μεταβολές στη μορφή του κειμένου)».

Και πώς μεταβάλλεται η μορφή; με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Και πώς νοείται να διαφέρει η επανεκτύπωση από τον γλωσσικά ταυτόσημο όρο ανατύπωση (ανα- = επανα-, τύπωση = εκτύπωση), τον όρο που χρησιμοποιείται ανέκαθεν για να δηλώσει αυτό που και το λεξικό Μπαμπινιώτη δηλώνει: «η εκ νέου εκτύπωση εντύπου: λόγω της μεγάλης ζήτησης του βιβλίου ο εκδοτικός οίκος προέβη σε ανατύπωση…»; Έτσι κι αλλιώς, λήμμα επανεκτύπωση δεν υπάρχει, όσο μπόρεσα να ψάξω, σε νεότερα λεξικά, στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, στον Κριαρά, στου Τριανταφυλλίδη, και σε παλαιότερα, στον Βοσταντζόγλου, τον Δημητράκο, τον Σταματάκο, ή και τον Κουμανούδη: αρκεί αυτό και η ίδια η «επανεκτύπωση», όπως την υλοποίησε ο κ. Μπαμπινιώτης, για να δώσουν νέο περιεχόμενο σ’ έναν παμπάλαιο και κοινότατο όρο (ανατύπωση) που εμφανίζεται απλώς λογιότερος (επανεκτύπωση),** και πολύ περισσότερο να «ιδρύσουν» και σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους;

Εν πάση περιπτώσει, αυτό το «προσωπικό» λοιπόν ερμήνευμα επέτρεψε στον κ. Μπαμπινιώτη να ονομάσει δεύτερη την τρίτη ουσιαστικά έκδοση του λεξικού, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2002, τέσσερα (4) μόλις χρόνια από την πρώτη.

Αλλά μέσα σε τέσσερα χρόνια τρεις εκδόσεις –όπως κι αν ονομάζονται–, και όχι ανατυπώσεις για λόγους κυκλοφορίας, έστω με ορισμένες διορθώσεις τυπογραφικών αβλεψιών, όπως συνηθίζεται· τρεις διορθωμένες εκδόσεις, και μάλιστα λεξικού, φοβούμαι ότι έστω έμμεσα ομολογούν αυτό που επισημάνθηκε κατά κόρον και από διαφορετικές μεριές: ότι δηλαδή η πρώτη έκδοση που έχουμε στα χέρια μας δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες είναι περίπου σκάρτη, ένα κακέκτυπο που, αντίθετα από ό,τι συνηθίζεται για ένα οποιοδήποτε κακέκτυπο βιβλίο, δεν μπορεί κανείς να το επιστρέψει και να το αντικαταστήσει, παρά αφού καταβάλει το ευτελές –όπως νομίζει η εκδοτική μεγαλοθυμία– ποσό των 15.000 δραχμών.

Έτσι, χιλιάδες αντίτυπα σε χιλιάδες βιβλιοθήκες, χάρη και στο πρωτοφανές για επιστημονικό βιβλίο μάρκετιγκ, θα μείνουν να απαντούν με προχειρότητα, επίσης πρωτοφανή για σοβαρών προδιαγραφών λεξικό, στη φιλέρευνη ματιά αναγνωστών-χρηστών, και ιδιαίτερα παιδιών, μαθητών του σχολείου.


** Με τη διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μαζί των εκτυπωτών, η παλαιότερη αλλά κοινότατη εκτύπωση σχεδόν εκτοπίζει το τύπωμα, ενώ, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το λιγότερο κοινό εκτυπώνω εκτοπίζει το κοινότατο, ακόμα και σε λόγιες μέρες, τυπώνω· ήταν επόμενο να σταδιοδρομήσει έτσι και η επανεκτύπωση, λ.χ. στις πρώτες σελίδες των βιβλίων, εκεί όπου από παλιά «απαγορεύεται ρητώς η ανατύπωσις ή αναδημοσίευσις μέρους ή όλου του παρόντος έργου…» κτλ. Τώρα λοιπόν, συχνά διαβάζουμε «ότι απαγορεύεται η επανεκτύπωση…», ίσως γιατί δεν έγινε γνωστό ακόμα το ερμήνευμα του λεξικού Μπαμπινιώτη.


[για το Λεξικό Μπαμπινιώτη βλ. εδώ, μεταξύ άλλων, Ι, ΙΙ, και ιδιαίτερα ΙΙΙ]

buzz it!

17/2/08

Αντί κατηγορούμενοι, κατήγοροι [β΄]

Τα Νέα, 20 Ιανουαρίου 2007

Αν στον πολιτικό χώρο είναι γνωστό το λυσσαλέο παιχνίδι ιδεολογιών και συμφερόντων, που εκφράζεται με βιομηχανία μηνύσεων και αγωγών, δεν πάει καθόλου πίσω και ο λεγόμενος πνευματικός χώρος

το πλήρες κείμενο:

Η τρομοκρατία των αγωγών μοιάζει να αποκτά τίτλους ευγενείας, καθώς περνά και στον λογοτεχνικό χώρο.

Αυτό ήταν το θέμα της περασμένης επιφυλλίδας μου, με κύρια αφορμή την αγωγή του Αλ. Ασωνίτη κατά του συγγραφέα και κριτικού Παντελή Μπουκάλα, μάλλον μοναδική περίπτωση συγγραφέα που σέρνει στα δικαστήρια τον κριτικό του. Στο μεταξύ ο Α.Α., μετά την απόρριψη της αγωγής του, δηλώνει ότι θα συνεχίσει δικαστικά. Θέμα δικό του. Το δικό μου ήταν η κατατρομοκράτηση διά των αγωγών και η φίμωση του κριτικού λόγου, η προσφυγή πλέον στα δικαστήρια και για «πνευματικές», όπως τις λέμε, υποθέσεις.

Άκρως επικίνδυνα αυτά τα παιχνίδια, όσο κι αν τα χωνεύει τάχιστα η μικρή μας κοινωνία. Άκρως επικίνδυνα ούτως ή άλλως, πολύ πριν περάσουν στον καθαυτό χώρο της λογοτεχνίας.

Στον ιδεολογικοπολιτικό στίβο η βιομηχανία μηνύσεων και αγωγών ανθεί ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στη χώρα μάλιστα των Φώτων, όπου ο Λεπέν, ηγετική μορφή του νεοφασισμού και διδάκτορας του ρατσισμού, έφτασε να κερδίσει κιόλας τέτοιες δίκες, να κερδίσει δηλαδή δίκες εις βάρος όσων τον χαρακτήριζαν αυτό ακριβώς που είναι, αυτό με το οποίο κατήγαγε περιφανείς εκλογικές νίκες. Μιμητής του, ο δηλωμένα κάποτε υποστηρικτής του Γ. Καρατζαφέρης, απειλούσε με μηνύσεις και αγωγές όποιον τον χαρακτήριζε ακροδεξιό ή ρατσιστή, την ίδια ώρα που κυριαρχούσε (και κυριαρχεί) σε ολόκληρο τον τηλεοπτικό σταθμό του και έπειτα στο κόμμα του ο ξενόφοβος και σφόδρα αντισημιτικός λόγος. Και θα ’πρεπε να θεωρούμε εαυτούς ευτυχείς που περιορίστηκε απλώς στις απειλές, καθώς μάλιστα άλλαξε έπειτα τακτική και προσωπείο, και, δηλώνοντας λ.χ. θαυμαστής του Τσε Γκεβάρα και του Φιντέλ Κάστρο, παίζει με ζηλευτή επιτυχία το μεγάλο χαρτί τού καλτ, αυτό που του εξασφαλίζει μόνιμη και προβεβλημένη θέση σε τηλεπαράθυρα και τοκ σόου.

Με ολόκληρη εκστρατεία αγωγών, με απειλές για αγωγές και με σωρεία εξωδίκων, με απαιτήσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών τότε, εναντίον δημοσιογράφων, εφημερίδων και ραδιοσταθμών, ακόμα και της ΕΡΑ και της ΕΡΤ, θέλησε να επιβάλει την παρουσία του, τέλη της δεκαετίας του ’90, το βραχύβιο ευτυχώς «Δίκτυο 21», μια οργάνωση «εθνικών θεμάτων», με ηγετικές μορφές Καργάκο, Σαμαρά, Καραμπελιά κ.ά. Με πλήθος αγωγές, μηνύσεις και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και με απαιτήσεις δισεκατομμυρίων δραχμών είχαν φορτώσει διάφοροι και τον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας, επειδή συνέδεσε το όνομά τους με την ακροδεξιά.

Αν όμως στον πολιτικό χώρο ήταν ανέκαθεν γνωστό και αυτονόητο το λυσσαλέο παιχνίδι ιδεολογιών και συναφών συμφερόντων, ήρθε η ώρα να μαθευτεί ευρύτερα η πικρή αλήθεια ότι δεν πάει καθόλου πίσω και ο λεγόμενος πνευματικός χώρος. Πριν από λίγα χρόνια κάποιος πανεπιστημιακός έσυρε στα δικαστήρια τον πεζογράφο και καθηγητή πανεπιστημίου Γιώργη Γιατρομανωλάκη μαζί με τον κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, για συκοφαντική δυσφήμηση, επειδή έκριναν ορισμένα ανεκδιήγητα συγγράμματά του, που όμως αγοράζονταν από το κράτος και μοιράζονταν στους φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έτσι να στραβωθούν μ’ αυτά και να αποδείξουν έπειτα με εξετάσεις αν όντως επιτεύχθηκε η τύφλωσή τους. Οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν μεν, το βιβλίο όμως εξακολούθησε την ένδοξη πορεία του.

Άλλος πανεπιστημιακός τώρα, που διδάσκει κοινωνιολογία του θεάτρου σε τμήμα νηπιαγωγών, σέρνει πάλι στα δικαστήρια Γιατρομανωλάκη και Γεωργουσόπουλο, πάλι για συκοφαντική δυσφήμηση, επειδή έκριναν κάποιο περίπου αχαρακήριστο σύγγραμμά του, καθώς μάλιστα προορίζεται να διδάξει στοιχειώδεις έννοιες θεάτρου σε νηπιαγωγούς, που με αυτά τα εφόδια θα μυήσουν έπειτα τα μωρά, τα νήπια, στη θεατρική γοητεία. Ολόκληρη σελίδα με ασχολίαστα αποσπάσματα του πονήματός του είχε δημοσιεύσει εδώ ο Κ. Γεωργουσόπουλος (30.7.05, ενώ επανήλθε στις 24.9.05), κι αντί να τρέξει εκείνος να κρυφτεί, έτρεξε στα δικαστήρια. Ονόματα δε λέμε πια, όχι άλλη διαφήμιση, ιδού όμως ένα μόνο από τα αποσπάσματα, που με τεράστια δυσκολία το ξεχώρισα από τα ομοειδή του:

«Συμπερασματικώς, ο έμμεσος διορισμός περί της νομοτελειακής τραγωδίας επικαλύπτει τις ενστικτώδεις εγγραφές περί των θερμοδυναμικών ενεργειών ή ενεργημάτων και των έμψυχων παθών ή παθημάτων. Αντιθέτως, ο άμεσος διορισμός περί της ιδεολογικής αποτραγικοποιήσεως αποσκοπεί στις εν συνειδητότητι επιτελούμενες μετα-εγγραφές, μέσω των ελλόγως κεκαθαρμένων και καθαρκτικών πληροφοριών, προς έλεγχον των αναπότρεπτων ενεργειών ή ενεργημάτων, των παθών ή παθημάτων, των μιμήσεων ή μιμημάτων και, εν γένει, των θεωριών και θεωρημάτων».

Έτσι είναι: αντί να μηνύουμε, που λέει ο λόγος, εμείς, μας μηνύουν εκείνοι. Νά, σκέφτομαι τον άλλο, τον κανονικό απατεώνα, δεν συγκρατώ δυστυχώς το όνομά του, που από ένα κανάλι γ΄ διαλογής (πού ο μετρ –και κατεξοχήν καλτ, λέει– Λιακόπουλος με την πολλαπλή παρουσία σε τρία και τέσσερα κανάλια ταυτοχρόνως!) πουλάει βιβλία για αρχαία ελληνικά, λέγοντας: «πάρτε γονείς, να εξασφαλίσετε το μέλλον των παιδιών σας, γιατί, όπως λέει και το BBC, μόνο όποιος γνωρίζει αρχαία ελληνικά θα προσλαμβάνεται, μόνο με αρχαία θα λειτουργούν οι υπολογιστές στο μέλλον» και άλλα τέτοια μεγαλειώδη ψεύδη: πες τον λοιπόν «κοινό απατεώνα», και θα σε τραβολογάει για συκοφαντική δυσφήμηση, ούτε λόγος.

Ή άντε να πεις τους δωδεκαθεϊστές γραφικούς ή ότι πίσω από πολλές ομοειδείς οργανώσεις συχνά κρύβεται ακροδεξιά ιδεολογία: με αγωγές απειλούσαν πάντοτε και αυτοί, πόσο μάλλον φαντάζομαι τώρα που αναγνωρίστηκαν σαν θρησκεία, οπότε σε πάνε για προσβολή θρησκεύματος. (Για προσβολή θρησκεύματος, απροπό, δέχτηκε και η σελίδα αυτή μια μηνυσούλα, για κάποιο αντιχριστοδουλικό της άρθρο, η οποία όμως δεν έφτασε καν στον εισαγγελέα, αφού η περιύβριση, έστω, εκπροσώπου θρησκείας, δεν συνιστά περιύβριση θρησκεύματος.)

Και άσε πια τα μεγάλα συμφέροντα βιομηχανιών ή άλλων συγκροτημάτων. 40.000 ευρώ καλείται να πληρώσει ο Στάθης της Ελευθεροτυπίας για κριτική που άσκησε σε εταιρεία που προωθούσε παιδικά έπιπλα, ότι με διαφήμισή της «έφθειρε τον ψυχισμό των παιδιών» κτλ. Και έκρινε, άκουσον άκουσον, το δικαστήριο ότι ορθώς άσκησε την κριτική αυτή, δεν χρησιμοποίησε όμως πρέπουσες λέξεις! Δηλαδή, εκμαυλιστές ψυχών, και με τη βούλα του δικαστηρίου, και, αντί να τους μηνύσουμε και πάλι εμείς, αντί να πληρώσουν αυτοί, ζητούν και (ώς την έφεση πάντως) πετυχαίνουν ό,τι ακριβώς μπορεί να εξουθενώσει οικονομικά, άρα εν συνεχεία να φιμώσει, έναν δημοσιογράφο, επειδή δεν χρησιμοποίησε κόσμιες λέξεις στην καταγγελία του εγκλήματός τους.

Πιο παλιά, το 1995, ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος είχε σχολιάσει πως η ονομασία «Ζαβολάκια» για εκπαιδευτήριο προσχολικής αγωγής (που διαφημιζόταν με τη μάσκα του Ζορό!) εξοικειώνει κατά κάποιον τρόπο τα παιδιά με την απάτη, σύμφωνα και με τον ορισμό της ζαβολιάς στα λεξικά. Και του ζητούσε το εκπαιδευτήριο 110.000.000 δραχμές, για «ηθική και υλική ζημία», επειδή η κριτική του είχε δημοσιευτεί αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε αρχίζουν οι εγγραφές, και έτσι είχαν, υποτίθεται, απώλειες.

Μακάρι να ’χε τέτοια, ή έστω και τη μισή, δύναμη η κριτική.

Ανταγωγές στις αγωγές, αυτεπαγγέλτως

Μακάρι, άλλο θα πω για να κλείσω τώρα, να υπήρχε κάποιο σύστημα «αυτόματων ανταγωγών», που θα ασκούνται αυτεπαγγέλτως. Και ούτε καν. Με την απόρριψη μιας αγωγής, αυτοί που χάνουν, να πληρώνουν αυτομάτως όχι απλώς το ποσό που απαιτούσαν αλλά επιπλέον τη διαφήμιση που τους έγινε από τον Τύπο! Νά, ο ιεροψάλτης εξ Αγρινίου, που έγινε πανελλήνια γνωστός όταν έσυρε, όπως έγραφα, τη Δόμνα Σαμίου και τη δημοτική παράδοση στα δικαστήρια, για τα αποκριάτικα «άσεμνα» τραγούδια, ο περίφημος πανεπιστημιακός με τις δύο ολόκληρες σελίδες που του αφιέρωσε ο Γεωργουσόπουλος, και ο δικός μας τώρα συγγραφέας που υπήρξε αφορμή για τις επιφυλλίδες αυτές.

Κάποιος θα πρέπει να πληρώνει επιτέλους, γιατί δεν πρόκειται μόνο για τον διασυρμό και την υλική και ψυχική ταλαιπωρία των μηνυομένων που αθωώνονται μετά, αλλά και για την προσβολή επιτέλους της κοινής λογικής και του δημόσιου ήθους.


* Και για τους αναγνώστες του μπλογκ τώρα, δώρο άλλο ένα απόσπασμα:

«Συμφώνως προς τις έλλογες θεωρήσεις, αναλόγως προς τις ανεπίγνωτες προ-θέσεις και αντιστοίχως προς τις ενσυνείδητες δια-θέσεις, η φερόμενη ουσία της δημιουργίας δίκην εξουσίας εκ-φέρεται. Εν τινί τρόπω, καθεμία προσωπική θέσις αποτελεί το κέντρον μιας εκάστης ατομικής ενέργειας ή συμπεριφοράς. Άλλωστε, εν γένει, οι ατομικές δράσεις και οι αντι-δράσεις εμψυχώνονται εκ του φερόμενου υποσυνόλου του όλου της μερισμένης ενέργειας και της ιδέας, τα οποία ποσοτικώς και ποιοτικώς διαβαθμίζονται. Επομένως, ενέχουν κάποιο μέρος της καθολικής ουσίας. Κατ’ επέκτασιν, όμως, βάσει των αδιαλείπτως επιτελούμενων αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων, τόσον καθένα πρόσωπον όσον και καθένα προσωπείον, εν είδει φαινομενικής εξουσίας, εκ-φέρουν την υπερφαινομενική ουσία».

buzz it!

Η άλλη τρομοκρατία [α΄]

Τα Νέα, 5 Ιανουαρίου 2007

Η τρομοκρατία των αγωγών με τα πολλά τα ευρώπουλα μοιάζει να αποκτά τίτλους ευγενείας, καθώς περνά και μέσα στους κόλπους του λογοτεχνικού χώρου. Συγγραφέας εναντίον κριτικού, κι όμως ελάχιστα απασχόλησε τη δημοσιότητα

το πλήρες κείμενο:

Μεταπολεμικά, αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Μ. Καραγάτσης είχε μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμηση τον Ηρακλή και τον Ρένο Αποστολίδη, για πολυσέλιδο κείμενό τους στο περιοδικό Τα Νέα Ελληνικά, με αντικείμενο το αμιγώς ιστορικό βιβλίο του Η ιστορία των Ελλήνων.

Είναι η μόνη περίπτωση προσφυγής συγγραφέα στη δικαιοσύνη που θυμάται ο κριτικός αλλά και ιστορικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου, όπως γράφει η Σταυρούλα Παπασπύρου («Κριτική στο εδώλιο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6.6.2004). Έχει όμως ενδιαφέρον η κατάληξη, όπως καταγράφεται στο ίδιο άρθρο (με τη βοήθεια του αρχείου του Γ. Ζεβελάκη). Παραμονές της δίκης ο δικηγόρος Π. Καρανικόλας έγραψε στη Βραδυνή πως ο πελάτης του δεν θα δώσει συνέχεια: «Οι μηνυθέντες, έγραφε, σε επόμενα τεύχη του περιοδικού είχαν αποκαλέσει συλλήβδην όλους τους “φθασμένους” έλληνες λογοτέχνες (Μυριβήλη, Θεοτοκά, Ελύτη, Σεφέρη κ.ο.κ.) “ανεντίμους και αχρείους”. Αντιμέτωπος με μια “ιδιότυπον κατάστασιν εκτός των ορίων του λογικού αυτοελέγχου”, και συνεπώς εκτός των αρμοδιοτήτων της Δικαιοσύνης, ο Π. Καρανικόλας ομολογούσε ότι συμβούλεψε τον Καραγάτση να εγκαταλείψει τον αγώνα μια και καλή».

Άρα «μοναδικότερη» ίσως περίπτωση είναι η αγωγή του Αλέξανδρου Ασωνίτη κατά του συγγραφέα και κριτικού Παντελή Μπουκάλα, μια περίπτωση εντελώς κραυγαλέα, που είχε ωστόσο αναιμικότατη παρουσία στον Τύπο, ή και ανύπαρκτη, ειδικά με την απόρριψη της αγωγής.

Από τη στήλη της Λώρης Κέζα στο κυριακάτικο Βήμα της 24.12 μάθαμε ότι «δεν δικαιώθηκε δικαστικά ο Αλέξανδρος Ασωνίτης με την αγωγή που είχε καταθέσει κατά κριτικού εφημερίδας. Πάντως το καινούργιο του μυθιστόρημα Γεια σου, τηλεόραση! το αφιερώνει στον δικηγόρο του. (Να γράψω κανένα κειμενάκι ή θα με τρέχει κι εμένα τα επόμενα χρόνια;)».

Ο μη κατονομαζόμενος εδώ κριτικός είναι βέβαια ο Παντελής Μπουκάλας, και το θέμα το δικό μας σήμερα, αυτά που γράφονται παρενθετικά μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο φόβος δηλαδή ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή ο καθένας να μας τρέχει και να μας έχει στην πρίζα, π.χ. 2 ολόκληρα χρόνια, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλιώς να το σκεφτόμαστε πολύ πριν γράψουμε, να αυτολογοκρινόμαστε δηλαδή.

Ας μείνουμε όμως στην ιστορία αυτή, που πάλι μέσα από τη στήλη της Λ. Κέζα πρωτομαθεύτηκε, πριν καν επιδοθεί η αγωγή στον «κατηγορούμενο». Έγραψε λοιπόν η Λ.Κ. στις 2.5.2004:

«Γίνονται δίκες για ένα ευρώ; Αυτό το ποσό θα διεκδικήσει ο Αλέξανδρος Ασωνίτης ως αποζημίωση από τον Παντελή Μπουκάλα επειδή –κατά την αγωγή– τον έβλαψε και τον συκοφάντησε η κριτική που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι του αποδόθηκαν ψευδώς λόγια που δεν έγραψε. (Μα είναι πράγματα αυτά, να σέρνουμε ο ένας τον άλλον στα δικαστήρια;)»

Και την επόμενη Κυριακή, 9.5:

«Είχα πολλά τηλεφωνήματα από “ανθρώπους του βιβλίου” που ρωτούσαν λεπτομέρειες για την αγωγή του πεζογράφου Αλέξανδρου Ασωνίτη κατά του κριτικού της εφημερίδας Καθημερινή κ. Παντελή Μπουκάλα. Ρωτούν το εξής: Τώρα το θυμήθηκε; Το δημοσίευμα [= η κριτική του Π.Μπ.] έχει ημερομηνία 16.4.2002 και η αγωγή κατατέθηκε στις 24.4.2004. Κάτι ακόμη. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι στο δικαστήριο θα ζητήσει συμβολική αποζημίωση ενός ευρώ. Ο δικηγόρος του, Ναούμ Π. Τζίφρας, στην αγωγή του αναφέρει 70.000 ευρώ. (Λέξη και χιλιάρικο;)»

Τελικά, για την ιστορία, το 1 ευρώ που έγινε 70.000, δυο βδομάδες αργότερα, στις 11.5, οπότε και κατατέθηκε τελικά αυτή η αγωγή, έφτασε τις 85.000. Έχουν σημασία τέτοιες λεπτομέρειες; Όχι ακριβώς, δίνουν πάντως το μέτρο της σοβαρότητας.

Η ουσία της αγωγής δεν έχει λόγο να μας απασχολήσει εδώ, τώρα μάλιστα που κρίθηκε η υπόθεση. Ένα όμως σχόλιο θα το κάνω: ο Ασωνίτης κατηγορούσε τον Μπουκάλα πως παραποιεί τα γραφόμενά του και τον εμφανίζει ρατσιστή και εθνικιστή, επειδή λ.χ. τη φράση «κλέφτες και βάρβαροι εκ γονιδίων» ο ίδιος δεν την αποδίδει στους τάδε, όπως του καταλόγισε ο Μπουκάλας, αλλά στους δείνα. Ώστε υπάρχουν κλέφτες, βάρβαροι ή οτιδήποτε άλλο «εκ γονιδίων», και αυτό δεν είναι ρατσισμός; «ρατσισμός εκ γονιδίων» μου ’ρχεται να πω κι εγώ, ο ορισμός του ρατσισμού;

Εν πάση περιπτώσει: ο Α.Α. πρωτοεμφανίστηκε με ένα μυθιστόρημα που δέχτηκε εγκωμιαστικές κριτικές. Το δεύτερό του, αυτό που οδήγησε στα δικαστήρια τον Μπουκάλα και παραπαίει, καθώς φαίνεται, ανάμεσα σε δωδεκαθεϊστές, «Ελληνόψυχους» κτλ., με εξαίρεση ένα τουλάχιστον αμετροεπές υμνητικό κείμενο στον Ιχνευτή, αντιμετωπίστηκε αρνητικά: «παιδαριώδης και ασύστατη είναι ολόκληρη η σύλληψή του», «ένα ταυτολογικό και ανύποπτο περί τα πάντα συνονθύλευμα που υποδύεται ετσιθελικά το ρόλο μυθιστορήματος», έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου («Ένας παγανιστής στο Λονδίνο», Ελευθεροτυπία 31.5.02).

Όμως ο Χατζηβασιλείου είχε λάβει ήδη, προκαταβολικά, την πληρωμή του: το 1998, σε συμπόσιο της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, επειδή σε αναδρομή που έκανε στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν ανάφερε τον Α.Α. (με το ένα ώς τότε μυθιστόρημά του), εισέπραξε χαρακτηρισμούς, που θα μπορούσαν αναλόγως να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής με απαίτηση 1/75.000/85.000 κ.ο.κ. ευρώ: «γελοιογραφία ποιητή», «γελοιογραφία κριτικού», «αυτοδημιούργητος λακές», «ακαταπόνητος περιφερόμενος μαϊντανός», που διακρίνεται από «εγγενή φασισμό, μικρόνοια, ποταπότητα, ιδιοσυγκρασιακή ευτέλεια». Λεπτομέρεια, ήθους σημαντική: όλα αυτά δεν ειπώθηκαν ενώπιον ακροατηρίου, οπότε και θα σχολιάζονταν, αλλά προστέθηκαν όταν πια δημοσιεύτηκε η ομιλία τού Α.Α. (Τα τετράδια της Π.Π.Κ. 6, Μάιος 1998)!

Λακές και μαϊντανός ο Χατζηβασιλείου; να ’ναι περήφανος ο Μπουκάλας, που αξιώθηκε ευγενέστερο τίτλο: «ταγματασφαλίτης της λογοτεχνίας», και μάλιστα με καλή παρέα, τον συγγραφέα και πανεπιστημιακό καθηγητή Γιώργη Γιατρομανωλάκη: «ταγματασφαλίτες της λογοτεχνίας» με «ευτελή εξωλογοτεχνικά» κίνητρα και «βαθύτατη άγνοια για τη λογοτεχνία».

Τι είχε διαπράξει ο δεύτερος ταγματασφαλίτης; Σε κριτική του στο Βήμα της 10.4.1999 είχε σχολιάσει τη «φερόμενη ως» μετάφραση του περίφημου αρχαίου Βίου Αλεξάνδρου του Μακεδόνος του Ψευδοκαλλισθένη από τον Α.Α., μια μετάφραση-διασκευή πολλαπλά αμαρτωλή, που παραδίδει κείμενο «αλλοπρόσαλλο» και επιπλέον ανασκολοπισμένο («διορθωμένο»).

Όμως, σημασία δεν έχει εδώ η καθαυτό αξία ή μη του μεταφραστικού ή συγγραφικού έργου του Α.Α. –και από αυτή την άποψη λυπάμαι που δεν μπορώ να διανθίσω το κείμενό μου με χαρακτηριστικά αποσπάσματα που θα άμβλυναν τον σχολαστικό χαρακτήρα του– όσο ο ήδη μακρύς κατάλογος χαρακτηρισμών που εμπίπτουν ακριβώς στον ποινικό κώδικα, εκεί δηλαδή όπου ο Α.Α. έστειλε τον κριτικό που έκρινε τη λογοτεχνική παραγωγή του και την ιδεολογική σκευή της.

«Εκτός των ορίων»

Και σημασία έχει η ελάχιστη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση αυτή. Ειδησεογραφικά το θέμα μοιάζει να καλύφθηκε μόνο από τα σχόλια της Κέζα. Κατά τα άλλα, ο μεν Μπουκάλας δεν έγραψε ο ίδιος τίποτα, από σεμνότητα φαντάζομαι, και, εκτός από το άρθρο της Στ. Παπασπύρου όπου παρέπεμψα στην αρχή, δεν έτυχε να δω άλλο από δύο σημειώματα του Γ. Κοροπούλη, στην Ελευθεροτυπία 14 και 21.5.04, ένα εκτενέστερο κείμενο του Ηρακλή Λογοθέτη στην κυριακάτικη Αυγή της 6.6.2004, και ένα σχόλιο στο Δέντρο 139-40, Φεβρ.-Απρ. 2005. (Ένα καυστικό σχόλιο για τα περί «ταγματασφαλιτών» είχε δημοσιευτεί στο Διαβάζω 13, Μάρτιος 2003, πριν δηλαδή από την αγωγή.)

Αν αυτή είναι ίσως η μοναδική περίπτωση συγγραφέα που σέρνει στα δικαστήρια τον κριτικό του, θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη προβολή και αντιδράσεις από σχετιζόμενους φορείς. Τίποτα. Γι’ αυτό, και επειδή η συγκεκριμένη υπόθεση είναι χαρακτηριστική της μεθόδου τρομοκράτησης μέσω αγωγών, άξιζε πιστεύω τον κόπο αυτή η ολοσέλιδη «διαφήμιση» του Αλέξανδρου Ασωνίτη, για την οποία, κατά τα άλλα, νιώθω πως πρέπει να ζητήσω συγνώμη από τον αναγνώστη.

Διαφορετικά, μηνύσεις και αγωγές ανθούν και θάλλουν έξω από τον καθαυτό λογοτεχνικό χώρο. Αξίζει να δούμε ορισμένες, άλλη φορά εκτενέστερα, π.χ. με θύμα, μια και τον αναφέραμε, τον Γ. Γιατρομανωλάκη, παρέα με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, να τους τραβολογάει νεόκοπος πανεπιστημιακός που ξεκαρδιστικά αποσπάσματά του μας χάρισε απλόχερα ο Γεωργουσόπουλος από εδώ. Ή τη Δόμνα Σαμίου που σύρθηκε, ένα εθνικό κεφάλαιο, στα δικαστήρια του Μεσολογγίου από τοπικό ιεροψάλτη, αλλά και με τις ευλογίες έπειτα, ποιου άλλου, του Μακαριοτάτου, για τα «άσεμνα» αποκριάτικα της λαϊκής μας παράδοσης, αυτά δηλαδή που τραγουδάνε τις απόκριες στο χωριό οι μανάδες και του ιεροψάλτη και του Μακαριοτάτου.

Θα επανέλθω.

buzz it!

14/2/08

5. Ένα πιάτο πατατών κι ένα χόρτων

Τα Νέα, 22 Μαΐου 1999

Άλλο είναι «ένα ποτήρι κρασί» το οποίο πίνουμε, κι άλλο «ένα ποτήρι κρασιού», που δεν το πίνουμε, διότι «ποτήρι κρασιού» είναι το κρασοπότηρο

το πλήρες κείμενο:

Κανείς μας δεν παράγγειλε ποτέ ούτε έφαγε «ένα πιάτο χόρτων» ή «ένα πιάτο πατατών», χωρίς να πνιγεί αυτοστιγμεί, στο γέλιο το δικό του και των φίλων του· μόνο για ανέκδοτο θα μπορούσαμε να το πούμε, και μάλιστα παρατονίζοντας: «πιάτο πατάτων», σαν μνημόσυνο στον πιο ευφρόσυνο Μποστ. Γράφουμε όμως και διαβάζουμε για τόσους «τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας» την οποία στέλνουμε στα θύματα της νατοϊκής επίθεσης, έπειτα από τόσες «μέρες βομβαρδισμών», και μάλιστα «τόνους φαρμάκων» και «τόνους ψωμιού»! (βλ. και κεφ. 92)Υπάρχει διάκριση; και ποια;

«Ο Χ, έπειτα από 10 χρόνια φυλακή...» διαβάζω σε μια εφημερίδα το σχόλιο για μια ταινία που θα προβληθεί στην τηλεόραση. Και σε άλλη εφημερίδα, για την ίδια ταινία, τα ίδια σχεδόν λόγια, προφανώς από κάποιο δελτίο τύπου. Μόνο που εδώ κάποιος «διόρθωσε»: «έπειτα από 10 χρόνια φυλακής...» Ποιο το σωστό και ποιο το λάθος; Υπάρχει λάθος; Όχι. Ο ελαφρώς καθαρεύων χαρακτήρας του ετερόπτωτου προσδιορισμού (10 χρόνια φυλακής) δεν συνιστά επ’ ουδενί λάθος. Αν όμως αναλογιστούμε τις άπειρες ανάλογες εκφράσεις με ομοιόπτωτο προσδιορισμό (μια ώρα δρόμος), βλέπουμε ότι στην παράβαση αυτής της κοινής χρήσης («μια ώρα δρόμου») ενεδρεύει μάλλον ο κίνδυνος της γελοιότητας παρά του λάθους. Και δεν ξέρω ποιο είναι το χειρότερο.

Αφού όλοι αγοράζουμε ένα κιλό λεμόνια κι όχι «ένα κιλό λεμονιών», πίνουμε ένα ποτήρι γάλα κι όχι «ένα ποτήρι γάλατος», γράφουμε ή τυλίγουμε κάποιον σε μια κόλλα χαρτί κ.ο.κ., πώς θα ήταν δυνατόν να πνιγούμε σε «μια κουταλιά νερού», να ακούσουμε τα «Δέκα χρόνια κομματιών» του Σαββόπουλου, να διαβάσουμε τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς»* του Μάρκες. Ωστόσο, διαβάζουμε συχνά για τα τόσα «χρόνια κινηματογράφου» ή «κοινοβουλευτικής ζωής» κ.ά. (Εδώ ας σημειωθεί ότι το «γης» στην κοινότατη έκφραση «ένα κομμάτι γης» δεν είναι γενική πτώση παρά αιτιατική ή ονομαστική, όπως στο γνωστό δημοτικό: τούτ’ η γης που την πατούμε…)

Οπωσδήποτε, στον γραπτό λόγο και σε λογιότερα συμφραζόμενα είναι ανεκτός ή και προτιμότερος, και πάντως συνηθέστερος, ο ετερόπτωτος προσδιορισμός, ενώ στον προφορικό λόγο ή σε «λαϊκότερα» συμφραζόμενα ο ομοιόπτωτος. Ποια είναι όμως τα όρια; Απ’ τη μια, η φράση λ.χ. «30 έτη ομαλού κοινοβουλευτικού βίου» (ενώ πιο εύκολα ακούγεται το «30 χρόνια ομαλή κοινοβουλευτική ζωή») και απ’ την άλλη το «παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Είναι πράγματι τόσο δύσκολο να τα διακρίνουμε τα όρια, ή μήπως παρουσιάζεται κι εδώ η τάση να βάζουμε τα καλά μας κάθε που πλησιάζουμε το μικρόφωνο ή την τηλεοπτική κάμερα, για να πούμε ακόμη και τα απλά και καθημερινά μας γραβατωμένα; Και ενώ τρώμε μια φέτα ψωμί, όταν τάχα πρόκειται για την υψηλή και ευγενή χειρονομία της ανθρωπιστικής βοήθειας, μιλούμε για «τόνους ψωμιού». Και ποια η διαφορά ανάμεσα σε δύο κιλά μελιτζάνες και σε «δύο κιλά ηρωίνης»; Γιατί οι πλημμύρες να κατεβάζουν «τόνους λάσπης»; Επειδή η αναγωγή γίνεται πάντοτε σε στερεότυπα, που αναπαράγονται αναίτια και άτοπα τις περισσότερες φορές, και όχι στον απλό, προσωπικό μας λόγο.

Ας ανατρέξουμε στον Τζάρτζανο, που μόνο με κλειστό βιβλίο τον τιμούμε, να δούμε τα όσα ταξινομεί με τον σοφό του τρόπο στο κεφάλαιο για την κατά παράθεση σύνταξη. Μεταφέρω 6 από τις 10 κατηγορίες τις οποίες συγκροτεί, και περιορίζομαι σε ένα από τα παραδείγματά του κάθε φορά (Νεοελληνική σύνταξις, β΄ έκδ. 1946, τόμ. α΄, σ. 65-67):

«1. σχέσις περιέχοντος και περιεχομένου: δυο πιάτα φαΐ·

»2. σχέσις ενός διηρημένου όλου κι εκεινών που το αποτελούν [...]: ένα κοπάδι πρόβατα·

»3. σχέσις ενός πλήθους και του αριθμού εκεινών που το αποτελούν [...], όταν ο αριθμός του πλήθους εκφράζεται με αριθμητικό ουσιαστικό: εκατομμύρια εργάτες·

»5. σχέσις ποσού συνεχούς ή διηρημένου και του είδους ή της ύλης από την οποίαν [...] αποτελείται: μια αχτίδα φως·

»6. σχέσις μέτρου και του πράγματος που μετριέται μ’ αυτό: ένα κιλό σιτάρι·

»8. σχέσις ενός χρονικού διαστήματος και μιας ενέργειας ή καταστάσεως που υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα αυτό: δέκα λεπτά γυμναστική».

Ποιος δεν αναγνωρίζει σαν δικό του κτήμα εκφράσεις όπως οι παραπάνω και ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι «λέγονται κι αλλιώς». Άρα, μένουμε στο διαχωρισμό «λόγιο-λαϊκό». Υπάρχουν λοιπόν όρια, και δεν θα ’πρεπε να κυριαρχήσει άλλη μια φορά η αδιαφορία που ενδύεται το μανδύα του γλωσσικού πλουραλισμού.

Πολύ περισσότερο όταν καραδοκεί και το πραγματικό λάθος. Όντως, σε κάποιες περιπτώσεις η χρήση του ομοιόπτωτου προσδιορισμού δεν είναι μόνο προτιμότερη και φυσικότερη, παρά επιβάλλει σαφή νοηματική διάκριση: άλλο είναι ένα ποτήρι κρασί το οποίο πίνουμε, κι άλλο «ένα ποτήρι κρασιού», που δεν το πίνουμε, διότι «ποτήρι κρασιού» είναι το κρασοπότηρο. Γι’ αυτό και πίνουμε ένα φλιτζάνι τσάι, γιατί το «φλιτζάνι (του) τσαγιού», σε μια συνταγή ζαχαροπλαστικής π.χ., μπορεί να περιέχει ζάχαρη: «ένα φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρη» (όχι, φυσικά, «φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρης»). Και τρώμε ένα πιάτο σούπα, αυστηρώς και αποκλειστικώς, γιατί κανείς δεν τρώει «πιάτο (της) σούπας», δηλαδή πιάτο για σούπα, εκτός κι αν είν’ του γένους των Κουταλιανών.


* Κι όμως, «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1979 στις εκδόσεις Λιβάνη: για τα πολλαπλά αμαρτήματα της έκδοσης και της μετάφρασης έγραψε ο Διονύσης Καψάλης, ο Φ. Δ. Δρακονταειδής και ο υπογραφόμενος (με σχόλιο και για τον τίτλο). Δεν ξέρω πόσο ρόλο έπαιξαν αυτές οι κρίσεις, πάντως ο τότε εκδότης Αντώνης Λιβάνης επανεξέδωσε το έργο σε νέα μετάφραση. Την όφειλα πάντα αυτή την επισήμανση, κυρίως επειδή δεν γνωρίζω ανάλογο περιστατικό, ενώ όλοι γνωρίζουμε πόσο σπάνια προχωρούν οι εκδότες ακόμη και σε επιμέρους, επιβεβλημένες διορθώσεις.

buzz it!

13/2/08

ολίγη από λεξιπενία και ολιγότερη από "καλή χρήση της γλώσσας"

Στο κυριακάτικο Βήμα, 10/2, ο Γ. Μπαμπινιώτης
γράφει
για τις ευχάριστες εκπλήξεις που μας επιφύλαξε η φετινή Βουλή των εφήβων (άραγε αφότου δέχτηκε «την ευθύνη της προεδρίας στην Επιτροπή της Βουλής των Εφήβων»;).

διαβάστε τη συνέχεια...

Η δεύτερη έκπληξη: «Επιβεβαιώθηκε η άποψη που υποστηρίζουμε οι γλωσσολόγοι και πολλοί άλλοι ότι αποτελεί μύθο η υπεργενίκευση, που συχνά ακούγεται και αναπαράγεται, ότι οι νέοι στη χώρα μας μιλούν με 100 ή 200 (μερικοί τις ανεβάζουν γενναιόδωρα και σε 500...) λέξεις! Τριακόσιοι νέοι –ένα καλό δείγμα– εκφράστηκαν με πολύ καλή χρήση τής ελληνικής γλώσσας, που η ποιότητά της αυξομειωνόταν βεβαίως ανάλογα με τον μαθητή, αλλά που έμεινε γενικά σε ένα πολύ καλό επίπεδο…» (τα έντονα στοιχεία, δικά του).

Ας ξεχάσουμε αυτό που ξέχασε και θέλησε να το ξεχάσουμε κι εμείς ο κ. Μπαμπινιώτης, ότι υπήρξε μπροστάρης στον αγώνα για τη σωτηρία της γλώσσας, που πρωτίστως έπασχε από λεξιπενία –εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ας το ξεχάσουμε, αφού αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια μάς διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει λεξιπενία, ότι οι νέοι εκφράζονται απλώς με διαφορετικούς κώδικες, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες τους κτλ. –αυτά δηλαδή που πρεσβεύει η σύγχρονη γλωσσολογία.

Αν λοιπόν κάποτε υπήρξε λεξιπενία, και έπειτα δεν υπήρξε λεξιπενία, τώρα πάλι υπάρχει ή δεν υπάρχει; Είναι υπεργενίκευση τα περί λεξιπενίας; άρα κατά βάση υπάρχει ολίγη λεξιπενία; Και πόση;

ΥΓ - απορία (και αφού δεχτούμε ότι αποτελεί παραδρομή η φράση πως η υπεργενίκευση αποτελεί μύθο!): το ότι οι νέοι «εκφράστηκαν με πολύ καλή χρήση τής ελληνικής γλώσσας», ή η "αυξομείωση της ποιότητας", τι είδους χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι;

buzz it!

10/2/08

Η πολλαπλή ύβρις

Τα Νέα, 9 Φεβρουαρίου 2008

Τα ανέκδοτα και το περίφημο άνοιγμα στους νέους στάθηκαν σωσίβιο σε όσους δεν θέλησαν να αντιταχτούν στο «κοινό αίσθημα» με μια οφειλόμενη αναδρομή στην εν γένει αντιδραστική ιδεολογικά πολιτεία του Χριστόδουλου


Στις δημοσκοπήσεις ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό ήθελε πάλι αρχιεπίσκοπο σαν τον Χριστόδουλο, και μεγάλο επίσης ποσοστό ήθελε τον ιδεολογικά όμοιό του Άνθιμο. Καλά έσπειρε ο μεταστάς, κι εμείς μαζί

το πλήρες κείμενο:

Κι όμως, τη στιγμή που είπε το ανήκουστο για άνθρωπο της εκκλησίας «Γιατί εγώ, Θεέ μου…», εκείνη τη στιγμή, για μία έστω στιγμή, προσωπικά μου έγινε συμπαθής.

Γιατί, ακόμα κι αν δεν άρμοζε σε άνθρωπο της εκκλησίας, ήταν βαθιά ανθρώπινο. Μιλούσε επιτέλους άνθρωπος, ο άνθρωπος. Κι ας το συμπλήρωσε, αμέσως μετά: «Γιατί σ’ εμένα και όχι κάπου αλλού…» Γιατί, ακόμα κι εδώ, όσο ακριβώς γινόταν πια απάνθρωπος, έδειχνε πως ήταν ακριβώς άνθρωπος. Με τη συστατική αδυναμία δηλαδή του ανθρώπου –την αδυναμία που μπορεί να φτάσει ώς την απανθρωπία.

Το ίδιο κι όταν, με την αμέσως επόμενη φράση: «Όμως, τελικά το πήρα πίσω, γιατί έμοιαζε με ύβρι, ήταν σαν να ελέγχω τον Θεό…», έγινε πια άνθρωπος μικρός, αφού από το φόβο και μόνο του Θεού του πήρε πίσω τον ανήκουστο λόγο.

Αλλά, ακόμα κι έτσι, ο άνθρωπος ο μικρός, ο ολίγιστος, πάντα άνθρωπος είναι. Κι ο άνθρωπος τον φοβάται το θάνατο. Μπροστά στο θάνατο, ανθρώπινο είναι να χάσει τον έλεγχο. Βαθιά ανθρώπινο, γι’ αυτό και συγκινητικό.

Τώρα πώς από κει βρέθηκε ξαφνικά να είναι αυτός, λέει, που στάθηκε γενναίος, βράχος, ήρωας μπροστά στο θάνατο… Γιατί; Επειδή δε δέχτηκε, λέει, να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.

Μοιάζει μικρόχαρος αυτός ο έλεγχος, αλλά είναι, δυστυχώς, αναγκαίος. Γιατί σ’ όλο αυτό το αλλιώς ασεβές κατασκεύασμα, αυτό που αρνείται την ανθρώπινη πλευρά, βρήκε ασφαλές καταφύγιο η υποκρισία των πολλών και η ατολμία άλλων, που έμειναν να αποθαυμάζουν αυτή την ουσιαστικά αμάρτυρη γενναιότητα, παρασιωπώντας αυτά που έπρεπε να τονιστούν σ’ έναν στοιχειώδη απολογισμό του βίου και της πολιτείας ενός προσώπου που σημάδεψε την ιστορία των τελευταίων χρόνων.

Μήπως όμως, από άλλη οπωσδήποτε σκοπιά, τίποτα δεν κατάλαβε ο εκλιπών, ούτε μπροστά στο θάνατο; Γι’ αυτό και αρκετές φορές έσπευσε να πει το λογάκι του, για το Μακεδονικό, ξανά για το Διαφωτισμό κ.ά.; Ή, το βασικότατο, γι’ αυτό και δε διανοήθηκε, ο κατεξοχήν χριστιανός, να ζητήσει μια συγνώμη, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει κατ’ ελάχιστο έναν χριστιανό; Παρά βγήκε ίσα ίσα να συγχωρέσει, λέει, όσους τον πίκραναν.

Αλλά γιά να δούμε –και να φύγουμε αμέσως από την παγίδα που μας έστησαν– γιατί στάθηκε γενναίος που δεν πήγε στο νοσοκομείο; Μόνοι τους μαρτυρήθηκαν: στο Μαϊάμι, λέει, μάλλον το είπε ο ίδιος, έτυχε κάποια μέρα να βρεθεί πέντε ολόκληρες ώρες μόνος του στο θάλαμο· δεν ήθελε να ξαναπεράσει τέτοια δοκιμασία, και γι’ αυτό ζήτησε να μείνει πια στο σπίτι του, αφού μάλιστα ήξερε πως πάλι θα ’χει την καλύτερη δυνατή φροντίδα, στις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Ποιος τάχα δε θα το ’θελε αυτό; Εδώ σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν συμμερίζομαι καθόλου την κριτική που του ασκήθηκε επειδή πήγε στο Μαϊάμι και δέχτηκε να μπει πρώτος στη λίστα για μεταμόσχευση, στερώντας ουσιαστικά το πολυπόθητο μόσχευμα από έναν νεότερο λόγου χάρη: αλίμονο, Χριστόδουλος Ξεχριστόδουλος, ο αρχιεπίσκοπος είναι αρχιεπίσκοπος, το ίδιο κι ένας πρωθυπουργός, ένα σημαίνον πρόσωπο γενικότερα –είναι αναπόφευκτο, εννοώ, να έχει ειδική μεταχείριση, την καλύτερη δυνατή.

Γενναιότητα λοιπόν η ευλογότατη επιδίωξη των καλύτερων δυνατών συνθηκών; Οπωσδήποτε ύβρις κι αυτό, για όσους πορεύονται με το κεφάλι ψηλά προς το θάνατο, πουλώντας το σπίτι τους για το φακελάκι, στοιβαγμένοι στα εξωτερικά ιατρεία, πάνω σ’ ένα ράντζο στο διάδρομο ή μέσα σ’ έναν βρομερό θάλαμο. Αλλά νά τη η παγίδα, του λαϊκισμού δηλαδή. Σταματώ. Αφού συνοψίσω πως είναι εξοργιστικό πώς του θολώσανε εκείνο του το δάκρυ μπροστά στην κάμερα, ακόμα κι εκείνο το γλυκερό κατά τα άλλα «είμαι ο Χριστόδουλός σας», που, αν στο στόμα του ηχούσε σπαραχτικά ανθρώπινο, έγινε αφόρητα γελοίο στις οθόνες και σε τίτλους, πως «η Ελλάδα αποχαιρετά τον Χριστόδουλό της».

Όπως αφόρητα γελοία ήταν όλα τα γνωστά εξάλλου κι από άλλοτε αμετροεπή, με όλον το θίασο μαυροφορεμένο και με τσακισμένη φωνή, Αυτιάδες, Τέρενς, Κωσταπρέκες, Δρούζες, ή με τη Λαμπίρη να χάνει, είπε, τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.

Ας φύγουμε όμως απ’ αυτή την τελευταία απρέπεια, εκεί που εκείνος θέλησε, ή που αφέθηκε έστω μια στιγμή να είναι ανθρώπινος, κι έσπευσαν εν χορώ οι δικοί του να στήσουνε το ξόανο του Ατρόμητου, να προσκυνάνε. Αυτοί, αλλά και οι άλλοι, οι νηφάλιοι ή και αντίθετοι.

Περίσσεψαν έτσι τα «παρόλο που», τα «αν και», τα «μολονότι» και τα «ανεξάρτητα από». Τέτοια μεγαθυμία, τέτοια χριστιανική συγνώμη –αζήτητη μάλιστα απ’ τον ίδιο, όπως είπα παραπάνω…

Διότι, γιά φαντάσου, είπε στους νέους πως τους πάει, και τους είπε επίσης να πάνε στην εκκλησία του με το σκουλαρίκι τους. Σαν να μην είδαμε ποτέ ξανά δημαγωγό και λαοπλάνο. Και γιά φαντάσου, έλεγε ανέκδοτα –και πρώτος γέλαγε αυτός, όπως βρήκε να εκθειάσει ο Σαββόπουλος. Πού ο Σαββόπουλος; Σε σαλόνι του κυριακάτικου Βήματος 3/2, όπου 12 νομάτοι μάς λένε «Τι θα θυμόμαστε», κι απ’ όλους αυτούς μόνο ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υπήρξε απερίφραστα και έντονα επικριτικός, και έπειτα, μ’ έναν δικό του, έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, ο Ροβήρος Μανθούλης.

Έστω πως στάθηκε όμως ήρωας ο Χριστόδουλος στο τέλος. Ή ότι ήταν, και όντως ήταν, χαρισματικός και με ταλέντο. Αλλά από πότε το ταλέντο έχει σώνει και καλά θετικό πρόσημο; Αφού ακόμα και εγκληματίες, ή τύραννοι και σφαγείς που σφράγισαν την ιστορία της ανθρωπότητας, με χάρισμα και με ταλέντο έφτασαν όπου έφτασαν.

Είναι λοιπόν νοητό με τα ανέκδοτα να διαγράφεται ολόκληρη πολιτεία, που σφράγισε κι αυτή, εδώ στα δικά μας τώρα, ολόκληρη δεκαετία;


Το τέλος που θ’ αργήσει να ’ρθει

Αυτό κι αν είναι, λέω τώρα, κατεξοχήν ύβρις. Ένας άτολμος, λειψός απολογισμός, που πίσω από μια –ας το δεχτούμε προς στιγμήν– γενναία τελευταία στάση ή χειρονομία κρύβει τον υβριστή προσώπων και θεσμών. Αυτόν που διέβρωσε συνειδήσεις. Και –ξανά– θεσμούς. Που χλεύασε και πολέμησε βασικές έννοιες και κατακτήσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, του πολιτισμού του ανθρώπου.

Και άνοιξε δρόμους. Γκρεμίζοντας, εννοείται. Όσα έφτανε κι όσα μπορούσε απ’ όσα έχτιζαν και χτίζουμε αιώνες τώρα, με και για την κοινωνία των εθνών, με και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με και για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Άνοιξε λοιπόν δρόμους, δημιούργησε προηγούμενα και «δεδικασμένα». Έτσι, ακόμα και με το θάνατό του, δεν θα κλείσει ένα κεφάλαιο (τι κεφάλαιο! τόμος ολόκληρος) της ζοφερής μας ιστορίας, δεν θα ξυπνήσουμε δηλαδή από ’ναν εφιάλτη, αλλά θα συνεχίσουμε να τον ζούμε τον εφιάλτη που μας δημιούργησε.

Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό, γι’ αυτά δηλαδή που πρέπει να παλέψουμε να τα στήσουμε ξανά απ’ την αρχή, έτσι δεκαετίες πίσω που μας πήγε, γι’ αυτό και μόνο δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι τώρα που πέθανε, πως τάχα κλείνει μια παρένθεση.

Γι’ αυτό, και για έναν ακόμα λόγο.

Γιατί τον εφιάλτη αυτόν δεν μπόρεσε να τον δημιουργήσει μόνος του αυτός ο ένας και οσοδήποτε ικανός. Υπήρχε, όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στην ιστορία, από απλούς δημαγωγούς έως αιμοσταγείς δικτάτορες τυράννους, υπήρχε μια κοινωνία έτοιμη να τους υποδεχτεί –και να τους ακολουθήσει. Και τότε τις ευθύνες θα τις ζητήσουμε από τον εαυτό μας, από τους δικούς, και όχι από τους τυπικώς ομοϊδεάτες τού εν λόγω.

Έτσι, την ώρα αυτή του απολογισμού, μόνο ανατριχίλα μού προξενεί η δήθεν ή και όντως χριστιανική ή απλώς, λέει, ανθρωπιστική συμπόνια ή «συγνώμη».

Γιατί κάθε κροκοδείλιο ή και –ακόμα χειρότερα– ειλικρινές δάκρυ είναι απλούστατα ύβρις. Στην ιστορία, στον πολιτισμό, στις ιδέες, στους θεσμούς, σε όσα χλεύασε και πολέμησε, ξαναλέω, ο Χριστόδουλος. Ύβρις σε όσους μέσα στους αιώνες αγωνίστηκαν ή και έδωσαν και τη ζωή τους για όλα αυτά που χλεύασε και πολέμησε ο Χριστόδουλος.

Ύβρις ίδια με την ύβρη την οποία προσωποποίησε όσο ζούσε ο Χριστόδουλος.


Σημείωση: Στο δεύτερο μέρος της επιφυλλίδας, θα το αναγνώρισαν ίσως οι αναγνώστες του μπλογκ, αναδημοσιεύεται με ελάχιστες αλλαγές το παλαιότερο εδώ ποστ, γραμμένο όταν είχε αρρωστήσει ο Χριστόδουλος.

buzz it!

9/2/08

να με χαίρομαι;


φτου να πάρει, πέρασαν τα γενέθλιά μου, του μπλογκ εννοώ, στις 6/2 χρόνισε, κι ενώ το είχα συνέχεια στο νου μου, δεν πρόλαβα καν να με ευχηθώ

σοκολατάκι λοιπόν, κέρασμα για τους αναγνώστες, το κείμενο ενός sms που το παρέθετε ο Ρούσσος Βρανάς στην πάντοτε ενδιαφέρουσα στήλη του στα Νέα, 23.5.2001:

διαβάστε τη συνέχεια...

"Καθώς μηχανούσα το οδηγάκι μου & έπινα 1 λεμωμένη παγωνάδα, μυρμηγκούσε πάνω μου 1 περπατάκι & κολώθηκα σε 1 καρφώνα. Μουνάς γελάκι;"

και μια παλιά ιστορία, από τις άπειρες που μου 'λεγε ο αλεξανδρινός συγγραφέας Μανόλης Γιαλουράκης (1921-1987) -τη γράφω πριν την ξεχάσω εντελώς, ήδη δεν είμαι σίγουρος για όλες τις λεπτομέρειές της, έψαξα και στο ίντερνετ, τίποτα σχετικό, μακάρι να βρεθεί κάποιος που να ξέρει και να συμπληρώσει ή να διορθώσει:

κάποια εποχή λοιπόν ο Λαπαθιώτης που ήταν τσακωμένος με τον Πέτρο Χάρη (ψευδώνυμο, ε; μην το ξεχνάμε) έστειλε στη Νέα Εστία ένα ποίημα. Κολακεύτηκε ο Πετροχάρης που ο ποιητής τού ξεθύμωσε και του έστειλε και ποίημα, και το έβαλε στην πρώτη σελίδα (ή ίσως και στο εξώφυλλο;). Το ποίημα είχε τίτλο "Καρκινική επιγραφή", τέλειωνε με κάτι σαν απόφαση του ποιητή να επισκεφτεί την περίφημη κρήνη, όπου -έλεγε ο τελευταίος στίχος-

ίσως και της ψυχής μου νίψω λίγα μίση

[διαβάστε φωναχτά, και θα καταλάβετε το τι χαμός έγινε μόλις κυκλοφόρησε το τεύχος...]


ΥΓ 1. απροπό, το πρώτο μου ποστ ήταν για τον Μπαμπινιώτη που θα 'φερνε, λέει, τον Κούντερα στο Megaron plus, το φθινόπωρο που μας πέρασε. Τώρα τελευταία δημοσιεύτηκε και το φετινό πρόγραμμα του Megaron plus: πουθενά Κούντερα, εννοείται.

ΥΓ 2. δεν μπόρεσα να βρω φωτογραφία μου σε μικρότερη ηλικία -για να την πω και στον τέττιγα δηλαδή :-)

buzz it!

2/2/08

6. Στα ελληνικά δεν γράφουμε με ελληνικά;

Τα Νέα, 5 Ιουνίου 1999

Πρέπει να ξεκινούμε από το αυτονόητο. Που δεν μπορεί να είναι άλλο από το γεγονός ότι μιλούμε και γράφουμε με τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα μας: τη φωνητική και το αλφάβητό της

Robert Hue = Ρομπέρ Υ: Μας αρέσει, δε μας αρέσει, διαβάζουμε πάντως όλοι ένα Υ, αντί να δοκιμάζουμε αμήχανα: Χιου; Χούε; Χουέ; Υέ; Ουέ;

το πλήρες κείμενο:

Ένα θέμα που έχει συχνά επισημανθεί μα παραμένει ενοχλητικά ανοιχτό είναι η πλεγματική στάση μας απέναντι στις γλώσσες των ευρωπαίων εταίρων. Μιλώ για την πεισματική τάση να μεταφέρουμε στα ελληνικά ξένες λέξεις και ονόματα με ξενική προφορά, όταν μιλούμε, και με λατινικούς χαρακτήρες, όταν γράφουμε. Και όσο για την ξενική προφορά, όπως σημείωνα σε παλαιότερη επιφυλλίδα, διεκδικεί κυρίως τίτλους ξιπασιάς. Είναι όμως λίγο διαφορετικό το θέμα της ξενογράμματης γραφής, που κάποτε ανταποκρίνεται σε ουσιαστικές ανάγκες.

Πρόκειται για τα ξένα κύρια ονόματα που μεταφέρονται στα κείμενά μας όπως γράφονται στη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η σελίδα κατάστικτη από λέξεις συχνά απροσπέλαστες στον αναγνώστη.* Κι όμως, αν μη τι άλλο, είναι θέμα ορθογραφίας της ελληνικής γλώσσας, όπως σημειώνει εύστοχα ο Άγγελος Ελεφάντης σε σχετικό άρθρο του (Δεκαπενθήμερος πολίτης 53, 1998, σ. 11-13). Φυσικά –και μοιάζει όντως φυσικό σε όλους μας– στις εφημερίδες ή στα σχολικά βιβλία όλα τα ξένα ονόματα γράφονται ανέκαθεν στα ελληνικά. Το πρόβλημα αρχίζει μόλις περνούμε σε χώρους «ειδικότερους», καλλιτεχνικούς, επιστημονικούς. Σε περιοδικά, και εδώ στο δικό μας αίφνης, σε προγράμματα συναυλιών, σε δοκίμια και σε επιστημονικές μελέτες ο Καντ γίνεται Kant, και ο Μπετόβεν Beethoven. Και καλά ο Kant και ο Beethoven,** που εύκολα αναγνωρίζονται. Τόσα άλλα όμως ονόματα, που δεν είναι πάντοτε γνωστά στους αναγνώστες, πέρα από τον συντάκτη ή έναν κύκλο ειδικών;

Δικηγόρος του διαβόλου: και τι θα τον κάνω ελληνικά τον γάλλο συγγραφέα Huysmans; Ουυσμάνς, Υυσμάνς, Υϊσμάνς, ή, σύμφωνα με την τάση των εφημερίδων, Ιισμάνς; Και ποιος θα τον αναγνωρίσει; Διότι το κύριο, και όχι αβάσιμο, επιχείρημα υπέρ της ξενογράμματης γραφής είναι αυτό: πώς θα αναγνωρίσει ο ειδικός το όνομα ενός συγγραφέα π.χ., ώστε να αναζητήσει το έργο του. Εύκολα όμως θα μπορούσαμε να θυσιάσουμε το δικαίωμα 5 ή 10 ειδικών αναγνωστών, που θα ταυτίσουν τελικά το όνομα και θα το βρουν στη βιβλιοθήκη τους, προς όφελος όλων των υπολοίπων, που τους στερείται ακόμη και η δυνατότητα να το διαβάσουν.

Υπάρχει άλλωστε και το χειρότερο από τον Huysmans, ακραίο αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα: ο Robert Hue. Πολιτικός αυτός, και όχι επιστήμονας ή καλλιτέχνης, μπορεί και κυκλοφορεί ολοένα, καθότι γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ, σε όλες τις εφημερίδες στα ελληνικά: σαν ανατριχιαστικό, λιπόσαρκο Ι(κεφαλαίο γιώτα) στην αρχή, κάπως αντιπροσωπευτικότερο Υ αργότερα. Μας αρέσει δε μας αρέσει, διαβάζουμε πάντως όλοι ένα Υ: Ρομπέρ Υ, αντί να δοκιμάζουμε αβοήθητοι αμήχανα: Hue=Χιου; Χούε; Χουέ; Υέ; Ουέ; Σαν αναγνώστες λοιπόν, μιας εφημερίδας εν προκειμένω, κάποια στιγμή μαθαίνουμε, αντλούμε γνώση, πληροφορίες, έστω και μέσα από ένα Υ, όπως εδώ. Και μαζί μ’ εμάς και ο ειδικός, ο επιστήμονας· που θα επιφυλαχτεί όμως, μόλις περάσει στα δικά του τα λημέρια, να «επανορθώσει»: Hue. Όμως η ξενογράμματη γραφή απλώς συγκαλύπτει το πρόβλημα, τη δυσκολία να αποδοθεί ελληνικά κάποιο όνομα. Και οπωσδήποτε αρνείται την πρωταρχική λειτουργία της γραφής: τη μετάδοση πληροφορίας.

Η λύση είναι εξαιρετικά απλή, και δοκιμασμένη: την πρώτη φορά που απαντά σε κάποιο κείμενο ένα ξένο όνομα, να δίνεται σε παρένθεση στη γλώσσα του. (Στη βιβλιογραφία, για τον ειδικό λοιπόν, το όνομα ούτως ή άλλως γράφεται όπως είναι στον τίτλο του βιβλίου, δηλαδή στη γλώσσα του.)

Είναι άραγε ατιμωτικό να δεχτούμε ότι η γλώσσα μας δεν διαθέτει παχιά σύμφωνα, κλειστά φωνήεντα και ορισμένα γράμματα στο αλφάβητό της, ώστε να αποδώσει τη διαφορά: s-ch, ts-tch, e-eu, i-u, b-mp-mb, d-nt-nd, και άλλα; Αλλά σάμπως μπορεί ο Γάλλος να διαβάσει και να προφέρει σωστά το αγγλικό ή το γερμανικό όνομα; Και πρέπει δηλαδή να μιλούμε και να γράφουμε ελληνογαλλοξφορδιανά; Τότε όμως θα έπρεπε να μάθουμε να προφέρουμε και να τυπώνουμε και αραβικά και ρωσικά και ιαπωνικά, που εύκολα τα εξαιρούμε αυτομάτως: πώς να γράψουμε στα αραβικά ή με κυριλλικό αλφάβητο και ιδεογράμματα!

Πιο σοβαρά: Όλοι σταθήκαμε κάποτε αμήχανοι μπροστά σε αδιάγνωστα ονόματα. Έχουμε παρακολουθήσει έργα συνθετών που δεν μπορούμε έπειτα να πούμε το όνομά τους, να πούμε το στοιχειώδες: «άκουσα ένα υπέροχο τραγούδι τού τάδε»! Έχουμε διαβάσει για κάποιους συγγραφείς, που δεν μπορούμε να μπούμε στο βιβλιοπωλείο να ζητήσουμε ένα έργο τους: «το βιβλίο τού τάδε»! Πρέπει δηλαδή να κυκλοφορούμε και να συνεννοούμαστε, θαρρείς αναλφάβητοι, με χαρτάκια, όπου θα έχουμε αντιγράψει το ξένο όνομα; Και πόσες γλώσσες να γνωρίζουμε; Εδώ ακόμη και με την ευρύτατα διαδεδομένη αγγλοσαξονική δεν μπορούμε να πορευόμαστε ήσυχοι. Αυτή πια κι αν μας εκθέτει! Που, κατά το γνωστό αστείο, γράφουμε Μάντσεστερ αλλά προφέρουμε Λίβερπουλ. Πώς να αναγνωρίσεις πράγματι στο Leicester το Λέστερ, στο Worcester το Γούστερ; Πώς να ταυτίσεις αμέσως με το Maugham τον (Σόμερσετ) Μωμ;

Έτσι, εθισμένοι σε μια παραπλανητική, συχνά, οπτική εικόνα, όταν χρειαστεί να προφέρουμε ή επιτέλους να γράψουμε καμιά φορά και στα ελληνικά, διαπράττουμε ή αναπαράγουμε παραμορφωτικά λάθη: «Βώγκαν» Ουίλλιαμς έκανε πρόσφατα τον Ραλφ Βων-Ουίλλιαμς (Vaughan-Williams) ένας μουσικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα, και μάλιστα κατά συρροήν, σε σειρά εκπομπών με έργα άγγλων συνθετών των αρχών του 20ού αιώνα. Το ίδιο έγινε και με τη Σάρα Βων (Vaughan), την περίφημη αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ: «Βώγκαν» την παρουσίασε άλλος μουσικός παραγωγός. «Μιλώ» ακούγεται συχνά ο γάλλος συνθέτης Νταριούς Μιγιώ (Milhaud), και «Μιλώ» πάλι γράφεται, ακόμα και σε φροντισμένες, ειδικές εκδόσεις.

Να τελειώσουμε εδώ μ’ αυτό από το οποίο πρέπει να ξεκινούμε: το αυτονόητο. Που δεν μπορεί να είναι άλλο από το γεγονός ότι μιλούμε και γράφουμε με τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα μας: τη φωνητική και το αλφάβητό της. Και προκειμένου για το θέμα ειδικότερα της γραφής: στα ελληνικά γράφουμε με ελληνικά.


* Κι αν για την ξενική γραφή των κυρίων ονομάτων υπάρχουν πολλά και σοβαρά επιχειρήματα (κυρίως στον δοκιμιακό-επιστημονικό χώρο), δεν υπάρχει κανένα για την ξενική γραφή κοινών λέξεων. Εδώ είναι φανερή αφενός η γραμμή της ξιπασιάς και της επιδεικτικής γλωσσομάθειας, η κλασική «ξενομανία», ιδιαίτερα στα έντυπα λάιφστάιλ, και αφετέρου η «καθαριστική» γραμμή που ξεχωρίζει τα αμιγώς ελληνικά από τα ξένα. Έτσι, όταν κλίνουμε ξαφνικά «το κλαμπ - τα κλαμπς», αναγόμαστε αυτομάτως στη γλώσσα καταγωγής, τα αγγλικά, ή βρισκόμαστε αυτομάτως σε γλωσσικό περιβάλλον τέτοιο που οδηγεί, ψυχαναγκαστικά σχεδόν, και στην ξενική γραφή: «το club - τα clubs». Κι αν είναι τώρα αυτονόητη η τάση αυτή στα έντυπα λάιφστάιλ, αξίζει να σταθούμε στις εφημερίδες μας, όπου π.χ. στη σχετικά συντηρητική Καθημερινή διαβάζουμε: «πρώην κατοικίδια, νυν clochard της υπαίθρου», «apartheid» τρεις φορές σε μια επιφυλλίδα, «η star-γυναίκα του star-ποδοσφαιριστή», «straight ζευγάρι και gay ζευγάρι», «δεν είναι stars οι δημοσιογράφοι»· στο Βήμα: «galleries του Κολωνακίου», «να κάνει baby-sitting», «έκαναν τα παιδιά μικρούς businessmen», «οι διανοούμενοι ως accessoire» (και μάλιστα σε τίτλο), «να δίνει στις μάζες τροφή για show»· στα Νέα: rock και rocker, restaurant αλλού, και talk shows· «ο mini καύσων» στην Αυγή· και πιο πολύ το «καραrealitοπαίχνιδο» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και το «θύμα των mediaκών μοδών», πάλι στην Καθημερινή (όλα νεότατης εσοδείας).

** Άραγε «το ους του Beethoven» που γράφει ο Ελύτης πώς θα διαβαστεί; Του Μπετόβεν ή του Μπέετ[χ]όβεν, όπως το λένε κάποιοι του Τρίτου λόγου χάρη; Κι αν αυτό μοιάζει ελαφρά προβοκατόρικο, ο Arthur Rimbaud, πάλι του Ελύτη, στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, πώς θα διαβαστεί: Αρτύρ (και με κλειστό άραγε -υ, γαλλοπρεπώς;), κι ενώ αλλού ο ποιητής γράφει: Αρθούρος; Και η Mercedes στη Μαρία Νεφέλη είναι Μερτσέντες ή Μερσεντές; Και δεν είναι σχολαστικισμός αυτά: η ανάγνωση εν προκειμένω, το να ξέρουμε δηλαδή τι και πώς πρέπει να διαβάσουμε, έχει άμεση σχέση με το ρυθμό, την προσωδία, με τον ποιητικό λόγο.



[βλ. και εδώ]

buzz it!

7. Στο κενό ο Κενώ και κιτς ο Κητς;

Τα Νέα, 19 Ιουνίου 1999

Σκεφτείτε τώρα, ξαφνικά, να γράφουμε Ρόοζβελτ τον Ρούζβελτ, Τζιμπρώλταρ το Γιβραλτάρ, Βαγουένσα τον Λεχ Βαλέσα


Τα ξένα κύρια ονόματα είπαμε να τα γράφουμε στα ελληνικά, ώστε να είμαστε ικανοί τουλάχιστον να τα διαβάζουμε. Το επόμενο όμως ερώτημα είναι: πώς; Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η τάση της απλογράφησης: «Σέξπιρ» ο Σαίξπηρ, «Κοκτό» ο Κοκτώ. Οι λόγοι είναι πολλοί. Και πρώτα η ουσιαστική δυσκολία να αποφασίσει κανείς: Τζον ή Τζων ο John, και πώς δικαιολογείται το ωμέγα στα ελληνικά· το ίδιο και η Lyon: Λυών ή Λυόν; Γράφει λοιπόν «Λιόν», και ξεμπερδεύει.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ένας άλλος λόγος είναι η επέκταση του νόμου της απλογράφησης, ο οποίος ακολουθείται από Τριανταφυλλίδη και εντεύθεν στα κοινά ουσιαστικά (τρένο το «τραίνο» κτλ.), καθώς είναι λέξεις ενσωματωμένες πια στη γλώσσα μας.* Πολλοί λοιπόν, είτε επειδή το θεωρούν φυσική συνέπεια, άρα λογικό και νόμιμο, είτε από άγνοια, πιστεύοντας πως ο κανόνας είναι γενικός, απλογραφούν και τα ονόματα προσώπων και τόπων.

Αντίθετα όμως από τα κοινά ουσιαστικά (τα προσηγορικά), τα προσωπωνύμια και τα τοπωνύμια ακολουθούν την «αρχή της αντιστρεψιμότητας» και μεταγράφονται με στόχο την κατά το δυνατόν πιστότερη μεταφορά της δικής τους ορθογραφίας. Αυτή είναι η γενική αρχή περί μεταγραφής η οποία ισχύει, πάντοτε με επιμέρους διαφορετικές εκτιμήσεις και εφαρμογές, από την εποχή της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη.** Μια τέτοια αρχή μάς επιτρέπει, ώς ένα βαθμό, να μεταφερθούμε από τα ελληνικά στην εικόνα του ξένου ονόματος όπως εμφανίζεται στη γλώσσα του. Έτσι, η μεταγραφή Ντεμπυσσύ μάς οδηγεί ασφαλέστερα στον Debussy απ’ ό,τι το «Ντεμπισί». Και ο Μπω-Μποβύ στον Baud-Bovy, αντί για το «Μπο-Μποβί». Γι’ αυτό και Ουγκό, επειδή Hugo, αλλά Ρουσσώ, επειδή Rousseau.***

Και κάτι ακόμα, κι ας μην είναι, ούτε αυτό, επιχείρημα «επιστημονικό»: η οπτική σύγχυση και οι φαιδροί συνειρμοί που δημιουργούνται με την απλογράφηση. Ας δοκιμάσουμε μαζί, σύμφωνα και με τον τίτλο του παρόντος: πώς μοιάζει να ευτελίζεται ο John Keats (Κητς) εάν μεταγραφεί Κιτς, πώς γίνεται ένα πελώριο Κενό ο Raymond Queneau, αν του τσιγκουνευτούμε το ωμέγα (Κενώ). Και ο Alfred de Musset, σαν τι να λέει στους παλαιότερους εμάς, αν γίνει Ντε Μισέ, ίδιος δηλαδή με τις ομώνυμες κλωστές (Ντεμισέ, DMC); Αλλά τα λογοπαίγνια είναι εύκολα, ενώ τα προβλήματα της μεταγραφής πολλά και σοβαρά.

Ας αποκλείσουμε τουλάχιστον, για να αρχίσουμε, την ατελέσφορη, αν μη τι άλλο, απλογράφηση στα κύρια ονόματα. Και πρώτα πρώτα τα διπλά σύμφωνα. Έχουμε ήδη δεχτεί όσες –σημαντικές συχνά– απώλειες συνεπάγεται η έλλειψη συγκεκριμένων γραμμάτων για να αποδώσουμε ορισμένους φθόγγους των ξένων γλωσσών. Αλλά τα διπλά σύμφωνα σ’ εμάς υπεραφθονούν. Κι όμως, είναι τα πρώτα που καταργούμε στα ξένα ονόματα. Ενώ, παράλληλα, δεν αποτελούν πάντοτε απλή ορθογραφική σύμβαση, αλλά έχουν και αξία φωνητική, όπως στην ιταλική γλώσσα, όπου τα διπλά σύμφωνα προφέρονται (για να μην πούμε και για τα δικά μας Δωδεκάνησα, λ.χ. Χίο, Ικαρία, όπου επίσης προφέρονται, έστω σε επίπεδο ντοπιολαλιάς). Έτσι, με τη γραφή «Φελίνι», με ένα λάμδα, πέρα από την –ανεπαίσθητη στη συγκεκριμένη περίπτωση– αλλοίωση της εικόνας του ονόματος, αφαιρείται κατά κάποιον τρόπο ένας φθόγγος. Δεν εννοώ, βεβαίως, ότι θα προφέρουμε με δύο λάμδα τον Φελλίνι· να μην επαναπαυόμαστε όμως ότι απλώς πετούμε ένα καθαρά διακοσμητικό γράμμα. Διατηρούμε λοιπόν τα διπλά σύμφωνα, και μένει να συζητηθούν τα ακανθώδη προβλήματα της μεταγραφής των φωνηέντων και των συνδυασμών τους. Από τα πλέον κρίσιμα, η μεταγραφή του γαλλικού u: ου όπως επικράτησε στον Ουγκό ή υ όπως στον Ντεμπυσσύ; Το θεατρικό έργο Ubu Roi=Βασιλιάς Ουμπού ή Βασιλιάς Υμπύ; Ο γάλλος συνθέτης Lully=Λουλλύ, όπως επίσης επικράτησε; ή όπως επιμένουν ορισμένοι: Λυλλύ; Όντως προβλήματα, που δεν τα λύνει όμως η απλογράφηση· γιά δείτε: Ιμπί και Λιλί!

Η «παραδοσιακή» μεταγραφή και ορθογραφία προσπαθεί τουλάχιστον να το αντιμετωπίσει, σε γενικές πάντοτε γραμμές, το θέμα. Και έχουμε πια απομακρυνθεί από την εποχή του Αμστελόδαμου (Άμστερνταμ) και του Διδερότου (Ντιντερό).**** Και η Ουάσιγκτον απέβαλε το καταληκτικό ωμέγα, που τη συμμόρφωνε ελληνιστί: «της Ουασιγκτώνος», κατά το: «ο Μαιζών (Maison) - του Μαιζώνος» (όπως μνημειώθηκε στην αθηναϊκή οδό). Υποχωρούν και τα εξίσου αστήρικτα, σήμερα πλέον, -ω στα ρωσικά ονόματα (Τσέχωφ→Τσέχοφ). Υπάρχουν δηλαδή και εδώ λελογισμένες απλουστεύσεις. Μην πάμε στο άκρο.

Ούτε όμως και στο άλλο άκρο: Η τάση να αποδοθεί πιστά η προφορά, αναμορφώνοντας τον Γκράχαμ Σουίφτ σε Γκρέιαμ Σουίφτ, ή και τον Πόε σε Πόου, μας απομακρύνει εξίσου από την εικόνα του ονόματος, και πάντως έχει, ας δεχτούμε, νόημα μόνο αν μιλάει κανείς με ξενική προφορά. Γιατί αν μιλήσει ελληνικά, ακολουθώντας τη φωνητική της ελληνικής γλώσσας, τότε το Γκρέιαμ, αντί για το ελαφρώς συμβατικό Γκράχαμ, είναι, νομίζω, τερατώδες. Και σκεφτείτε τώρα ξαφνικά να διορθώσουμε σε Ρόοζβελτ τον Ρούζβελτ, Τζιμπρώλταρ το Γιβραλτάρ, Βαγουένσα τον Λεχ Βαλέσα.

Η δουλειά είναι μπροστά μας, και μόνο από αρμόδιους φορείς μπορεί να γίνει. Πολύτιμη βάση θα μπορούσε να αποτελέσει το εμπεριστατωμένο σχετικό κεφάλαιο, προϊόν προδρομικής εργασίας σε ανύποπτη, όπως λέμε, εποχή: αναφέρομαι στην ανέκδοτη «γραμματική της Μπριτάνικας» (όπως είναι γνωστή, σε περιορισμένο έστω κύκλο), έναν πλήρη οδηγό της δημοτικής, που εκπονήθηκε μεσούσης της δικτατορίας, με σκοπό να ακολουθηθεί κατά τη μετάφραση και προσαρμογή της γνωστής εγκυκλοπαίδειας: Η εργασία έγινε υπό τον αξέχαστο δημοσιογράφο Κώστα Τριανταφυλλίδη, από ομάδα που την αποτελούσαν ο Δ. Μάνος, ο Αιμ. Χουρμούζιος, ο Νάσος Δετζώρτζης και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Μετά τη μεταπολίτευση ο Κ. Τριανταφυλλίδης δημοσίευσε στην Καθημερινή (Σεπτ.-Δεκ. 1975) σειρά άρθρων με βάση την εργασία αυτή, ενώ ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, που επεξεργάστηκε περαιτέρω το υλικό, δημοσίευσε εκτενή σύνοψη σε συνέχειες στο περιοδικό Ταχυδρόμος (1991-92).

Αυτά, επειδή από κάπου πρέπει να αρχίζουμε και επειδή τίποτα δεν φυτρώνει στο δρόμο.


* Έτσι όλα τα νεότερα λεξικά, μαζί και του Μπαμπινιώτη.

** Στην ίδια γραμμή, με περισσότερο εξορθολογισμένα ορισμένα σημεία, είναι και δύο σχετικά άρθρα του Γ. Μπαμπινιώτη, «Οι ξένες λέξεις της Ελληνικής» και «Αντιστρεψιμότητα και όχι απλογράφηση» (Το Βήμα 22.6 και 9.11.97· βλ. πάντως και τον αντίλογο του Αθ. Κακουριώτη, «Απλογράφηση σε όλα», Το Βήμα 26.4.98).

*** Ενώ υπάρχουν, έστω σπάνια, και ομόηχα ονόματα: π.χ. ο «Μιρέ», όπως επισημαίνει ο Λάκης Προγκίδης, θα είναι ο σύγχρονος γάλλος συγγραφέας Muray ή ο γάλλος ουμανιστής του 16ου αιώνα Muret;

**** Την εποχή εκείνη, απέναντι ακριβώς στα Αμστελόδαμα και τους Διδερότους, ή το Νέον Εβώρακον (=Νέα Υόρκη), εύλογο αίτημα ήταν η γραφή με λατινικά στοιχεία: «Εγώ μετ’ άλλων εγκρίνω διά τα φραγκικά ιδίως το να γράφωνται εν τοις ημετέροις βιβλίοις διά του λατινικού αλφαβήτου όλως αμετάβλητα, όπως και ήρχισάν τινες ήδη να κάμνωσι τούτο, βλέποντες ότι είναι άλλως δυσοικονόμητα» γράφει ο Στ. Κουμανούδης στο μνημειώδες έργο του Συναγωγή νέων λέξεων, 1900, ανατύπ. Ερμής, Αθήνα 1980, σ. 974, σχολιάζοντας το «δυσοικονόμητο» Σχοισεύλιος, σαν μεταγραφή τού Choiseul!



[βλ. και εδώ]

buzz it!