31/12/21

Τα χρηστήρια ελάσματα, ο Χριστίδης, η σιωπή

 (Εφημερίδα των συντακτών 30 Δεκ. 2021)

* Μ’ αγαπάει; Δεν μ’ αγαπάει; Να την παντρευτώ ή όχι; Η αρρώστια μου είναι από Θεού ή φταίω μόνο εγώ; Κι είναι καλό αυτό το φάρμακο ή να τ’ αλλάξω; Και ν’ ακούσω τον πνευματικό μου ή τον γιατρό; Να μείνω στη δουλειά που είμαι ή να κοιτάξω αλλού; Κι ο παγετός που έπεσε στον τόπο μας είναι τιμωρία Θεού; Και τι να κάνουμε για να μας συχωρέσει; Και το παιδί που έχει στην κοιλιά η γυναίκα μου είναι δικό μου ή όχι; Θα την κερδίσω τη δίκη ή θα τη χάσω; Δράμα οι δουλειές, μαζεύονται τα χρέη· να φύγω γι’ άλλη χώρα;

Ερωτήσεις εναγώνιες που βασανίζουν πάντα τους ανθρώπους, ερωτήσεις για την πορεία στη ζωή, για την οικογενειακή γαλήνη, για την επαγγελματική προκοπή, για την υγεία. Ερωτήσεις προς αστρολόγους, μέντιουμ, καφετζούδες. Ανέκαθεν. Από τα πιο αρχαία χρόνια που γνωρίζουμε, νά, στο αρχαιότερο μαντείο στον ελλαδικό χώρο, το μαντείο της Δωδώνης, λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης.

Τέτοιες ερωτήσεις απλών προσκυνητών, μαζί όμως και πόλεων για διοικητικά ζητήματα, άσκηση πολιτικής κ.ά., από τον 6ο ώς τον 3ο αιώνα π.Χ., από διάφορες πόλεις, Αθήνα, Κόρινθο, Τάραντα, Συρακούσες, σε διαφορετικές διαλέκτους, χαραγμένες σε μικρά μολύβδινα ελάσματα, βρέθηκαν σε αφθονία στις ανασκαφές, τέλη του 19ου αιώνα, και συστηματικά από τον Δημήτρη Ευαγγελίδη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Μετά τον θάνατο του Ευαγγελίδη το 1959, συνεχίζει ο συνεργάτης του Σωτήρης Δάκαρης, προστίθεται η Ιουλία Βοκοτοπούλου, και το 1976 ο Τάσος Χριστίδης. Τώρα είναι το τεράστιο έργο της μελέτης των ευρημάτων και της έκδοσής τους. Που έπειτα πια από τον θάνατο της Βοκοτοπούλου το 1995 και του Δάκαρη το 1996, πέφτει στους ώμους του Χριστίδη, ώς το 2004, ώς τον πρόωρο δικό του θάνατο, από έμφραγμα, που μπορεί και να οφείλεται στον όγκο αυτής της δουλειάς και την πίεση για την ολοκλήρωσή της.

* 26 Δεκεμβρίου, αυτές τις μέρες, μνήμη Αναστάσιου-Φοίβου Χριστίδη, δεκαεφτά χρόνια από τον θάνατο ενός κορυφαίου γλωσσολόγου, χίλια δεκαεφτά κι όμως σαν χτες από τον θάνατο ενός σπουδαίου ανθρώπου και ανυποχώρητου μαχητή!

Σύμπτωση, έναν-ενάμιση μήνα πριν, στις 19 Νοεμβρίου, το υπουργείο Πολιτισμού υπέβαλε πρόταση στην Ουνέσκο να περιληφθούν αυτά τα «χρηστήρια ελάσματα» στο πρόγραμμα «Μνήμη του Κόσμου». Η σημασία τους, μοναδική. Από αυτά «αναδεικνύονται ζητήματα κοινωνικά, όπως η απελευθέρωση δούλων, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η μετανάστευση, αλλά και εμπορικά ή οικονομικά, όπως οι παραγωγές μαλλιού και σιτηρών, η εξέλιξη συναλλαγών, η δυνατότητα εξόφλησης χρεών, καθώς και ζητήματα από τον κόσμο των συναισθημάτων, όπως η πορεία του γάμου, η δυνατότητα τεκνοποιίας, η αντιμετώπιση της χηρείας ή της απιστίας». Από αυτά αντλούμε στοιχεία «για την αρχαία ελληνική θρησκεία αλλά και για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων…» Στοιχεία πολύτιμα για τις θρησκευτικές πρακτικές της αρχαιότητας, κυρίως τις χρησμοδοτικές, και για επιστημονικούς κλάδους όπως η επιγραφική, η διαλεκτολογία, η ανθρωπολογία κ.ά.

Τα εντός εισαγωγικών είναι από τη δήλωση της υπουργού, που αναπαράχθηκε από ορισμένα μέσα, έντυπα και περισσότερο ηλεκτρονικά. Διάβασα το ένα, διάβασα το άλλο, πουθενά τα ονόματα των επιστημόνων που επιτέλεσαν τον τεράστιο αυτό άθλο· ανέτρεξα στη δήλωση της υπουργού στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου, τίποτα. Θαρρείς και μάζεψε η υπουργός κάτι σακιά ελάσματα, που βρέθηκαν από θαύμα έξω στο πεζοδρόμιο ή σε κάποιο υπόγειο του υπουργείου της, και τα κουβάλησε στην Ουνέσκο!

Πουθενά ο βασικός ανασκαφέας και έπειτα η ομάδα που μελέτησε τον εντυπωσιακό όγκο των 4.216 επιγραφών που σώζονται, ολόκληρες ή αποσπάσματά τους, σε 1.453 ελάσματα (παλίμψηστα, με επάλληλες επιγραφές), εργασία που καταγράφεται στη μνημειώδη δίτομη έκδοση της Αρχαιολογικής Εταιρείας: Σωτήρης Δάκαρης, Ιουλία Βοκοτοπούλου, Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, Τα χρηστήρια ελάσματα της Δωδώνης των ανασκαφών Δ. Ευαγγελίδη, τόμ. Α΄: Επιγραφές 1-2.220, τόμ. Β΄: Επιγραφές 2.221-4.216, επιμέλεια Σωτήρης Τσέλικας, ευρετήριο Γ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2013, σελίδες 1.120!

* Ασήμαντες λεπτομέρειες θαρρείς… Από τα διάφορα μέσα που επισκέφθηκα, μόνο η LifO (22/11), η Liberal, με άρθρο της Αγγελικής Κώττη (21/11), και κυρίως η Athens Voice, με άρθρο της Ευγενίας Μίγδου (23/12), προχώρησαν παραπέρα από τη δήλωση της υπουργού, αλλά πάντα χωρίς ονόματα συντελεστών· εξαίρεση, η κ. Μίγδου, που πάλι περιορίζεται στον Κωνσταντίνο Καραπάνο, που ανακάλυψε τα πρώτα ελάσματα, έπειτα στον συστηματικό ανασκαφέα Δ. Ευαγγελίδη και τον συνεχιστή του, τον Σωτήρη Δάκαρη.

Όμως ο Τάσος Χριστίδης, για τον οποίο αυτό το μνημόσυνο, αφιέρωσε πάνω από 25 χρόνια, για τον σκοπό αυτό έφυγε το 1982-1983 με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου στη Σχολή Κλασικών Σπουδών του Κέμπριτζ, και μετά τον θάνατο των άλλων δύο της ομάδας, έμεινε, όπως είπαμε, μόνος να ολοκληρώσει το κολοσσιαίο αυτό έργο. Δεν πρόλαβε να δει την έκδοση, που κυκλοφόρησε εννέα χρόνια από τον θάνατό του, και όλως περιέργως δεν προκάλεσε την ανάλογη αίσθηση.

Είχε αρχίσει να απλώνεται η σιωπή; Οι νεκροί με τους νεκρούς;

Έτσι κι αλλιώς, εκκρεμεί, λείπει ένας τρίτος τόμος με όλο το φωτογραφικό υλικό.

Κυρίως λείπει ο Τάσος. Δεν θα υπάρξει ο Χριστίδης. Θα χορεύουν τα ποντίκια.

Όσο για μας, καλή, καλύτερη χρονιά!

buzz it!

11/12/21

Επιδημία πανδημιών

 (Εφημερίδα των συντακτών 11 Δεκ. 2021)

("εσκοροδισμένος" κουτοκόκορας)

 

* Αφοί Λιγνάδη Α.Ε. = Άνευ Ευθύνης. Για όσα παραπέμπεται εντέλει σε δίκη ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν μπορώ να έχω άποψη. Έχω όμως για το όλο σκηνικό, τη στάση τη δική του, των Προστάτιδων Δυνάμεων και του Δικηγόρου στην υπόθεση.

Μέσα σ’ αυτό το ιλαρό από μιαν άποψη πλην άκρως προκλητικό θεατρικό δρώμενο, έγραφα, όταν άρχισε η παράσταση, για την «απόλυτη ενοχή» του Λιγνάδη, την ανάθεση της υπεράσπισής του στον Κούγια· για το ότι δηλαδή ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης και στο συγκεκριμένο δρώμενο μας επέβαλε συνσκηνοθέτη, αν όχι υπερσκηνοθέτη, τον Κούγια. Που με μια τέτοια υπόθεση-πρώτο λαχείο ξεπέρασε τον εαυτό του από την πρώτη κιόλας μέρα, κι ένας Θεός ξέρει τώρα τι υπερπαραγωγή μας ετοιμάζει για τις μέρες της δίκης.

Δεν ήταν όμως μόνο ο Κούγιας, αλλά και ο αδερφός Λιγνάδης, που βγήκε κι αυτός, μοιραία θα ’λεγε κανείς, στη σκηνή. Και λούζεται τώρα κι αυτός στα φώτα της δημοσιότητας, δίνοντας τροφή στα άλλο που δεν θέλαν ΜΜΕ, με παρεμβάσεις, κείμενα και συνεντεύξεις, μέσα στα οποία η ιερή αναμφισβήτητα αδερφική αγάπη ανοίγει διάπλατα ένα απύλωτο στόμα, όπου αμετροέπεια, αλαζονεία, ιταμότητα και γλωσσική επιδειξιομανία φιλοτεχνούν άλλον έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.

«Εγώ σε χρόνο νηφάλιο θα βγω σε εφημερίδες και κανάλια και θα πω αυτά που πρέπει να πω. Όχι τώρα όμως. Νομίζω οι έχοντες ορθό λόγο καταλαβαίνουν πολύ καλά, όσοι ξέρουν να διαβάζουν κάτω από τις γραμμές –που λένε– ξέρουν πολύ καλά τι είδους υπόθεση είναι αυτή. Οι ανορθόλογοι κατασπαράζουν» είχε πει στην έναρξη κι αυτός.

* Επέστη φαίνεται ο «νηφάλιος χρόνος» (!) και ελάλησε και είπε. Αφορμή, κάποια συνέντευξη του Σωτήρη Χατζάκη, που δεν θα μας απασχολήσει εδώ, όπως δεν θα μας απασχολήσει και η απάντηση του αδερφού Λιγνάδη επί της ουσίας. Άλλα προέχει να δούμε.

Γράφει λοιπόν ο αδερφός για τον Χατζάκη, που εμφανίστηκε σε εκπομπή της Φαίης Σκορδά (θαυμαστικά, διπλά εισαγωγικά και έντονα στοιχεία, όλα δικά του): «εμφανίστηκε και δεύτερη φορά (!), δια ζώσης, στον ίδιο πρωινάδικο “ορνιθώνα” (!), για να λιθοβολήσει εκ νέου, κατά πρόσκλησιν (αν όχι και κατά παραγγελίαν) “εσκοροδισμένης κουτόρνιθας”, η οποία φουσκωμένη από αέρα ναρκισσισμού και κουφόνοιας, τελευταίως δεν παύει να καμώνεται την ένθερμη “δικαιωματίστρια” και σταυροφόρο του νεόκοπου “μιτουισμού”, τη στιγμή που η ίδια καθημερινώς επιδίδεται σε άγριο κανιβαλισμό προσωπικοτήτων (με εμμονή στον Δ. Λιγνάδη), υποκινώντας και διακινώντας το “μιτουικό” μόρφωμα στη νέα του μετάλλαξη: την ανοιχτή πρόσκληση του κοινού των media στην ανθρωποφαγία».

Αφήνει έπειτα την «εσκοροδισμένη κουτόρνιθα» με την «κουφόνοιά» της, και απευθύνεται στον Χατζάκη, με «ερειδόμενος» και «ρίπτεσθαι», με «λίθους καταδικαστικούς» και «εν τοις πλείστοις», με μπαμπινιώτικες κατασκευές όπως «αίολες», ή με «το trendy κύμα του ανελέητου ανθρωποφαγικού τσουνάμι», και τέλος τον αφήνει κι αυτόν να «κοάζει όσο θέλει μέσα στη “σκοροδάλμη” του τηλεοπτικού βορβόρου».

Μας ελεεί ωστόσο μ’ ένα γλωσσάρι: «“ορνιθώνας”: το κοτέτσι· “εσκοροδισμένος”: ταϊσμένος με σκόρδο (κόκορας) για να ντοπαριστεί πριν από την κοκορομαχία· “κουτόρνιθα”: η κότα του κουτιού· “σκορoδάλμη”: σκορδοστούμπι, σκορδαλιά· “βόρβορος”: βούρκος».

Γι’ αυτόν τον βούρκο χρειάστηκε, επιβαλλόταν, πιστεύω, να σταθώ στην εμφάνιση του Γιάννη Λιγνάδη, τον βούρκο στον οποίο μας βύθισε μαζί με τον αδερφό του και τον Ηγαπημένο του Θεού, κατά δήλωσή του, μεγαλοδικηγόρο.

Τον βούρκο όπου ο Λιγνάδης Νο 2, λόγιος τώρα Σεφερλής, παρασκευάζει φτηνά αστειάκια με το επώνυμο της Σκορδά: «εσκοροδισμένη» κτλ. Κυρίως όμως, ακόμα κι αν έχει κάποιο, όσο και όποιο, δίκιο, η εκτροπή σε «δικαιωματίστρια» και «μιτουισμό» άλλα κουκιά μαρτυράει, άλλη ιδεολογία.

Μας συστήνεται δηλαδή ο αδερφός σαν μέλος της παρέας των γνωστών νεοφιλελεύθερων δημοσιολόγων (Πρετεντέρη π.χ., που ’χαμε μόλις τις προάλλες εδώ) που ντουφεκάνε στον αέρα, νομίζοντας πως θα βρουν στόχο αυτούς τους «δικαιωματιστές», τους «επαγγελματίες ανθρωπιστές» κτλ.· και πιο πολύ, μέλος της στρατιάς που σχηματίζουν οι Γιατιτώρες, οι αμείλικτοι κυνηγοί του «μιτουισμού».

* Όπου «μιτουισμός» προφανώς είναι η χλευαστική ονομασία του κινήματος #metoo και των υποστηρικτών του, που πρόσφατα πάλι δέχτηκε συντονισμένα, θαρρείς, πυρά, από μιαν άτυπη ιερή τριάδα, τον ξερόλα δημοσιογράφο μας, που γράφει και ξαναγράφει και αγανακτεί: μα γιατί τώρα· μιαν ανθυποστιχουργό, που αυτή κι αν απορεί, μιλώντας κατά σύμπτωση για τον Λιγνάδη, ότι αφού πήγε και πληρώθηκε το αγοράκι, τι θέλει τώρα και φωνάζει πως βιάστηκε, μα ακόμα και τα κοριτσάκια που δεν πληρώνονται αλλά κάθονται, γιατί κι αυτά λένε μετά ότι βιάστηκαν («Μετά το #metoo βγήκε το “σε βίασαν”, πρώτα το είχες μούγκα. Γιατί; Μπλεχτήκαμε» αναφωνεί)· και τρίτος ένας άγνωστος πρώτα ηθοποιός, που ενώ διασύρθηκε καιρό στα μανταλάκια, πως νάρκωσε και βίασε με ερωτικό βοήθημα έναν ταξιτζή, βγήκε θύτης ο ίδιος τώρα, ανοηταίνοντας μάλιστα πως «το #metoo είναι κατά 70% ένα παράνομο πράγμα» και πως «αυτοί που ήξεραν και δε μιλούσαν είναι διπλά ένοχοι». Κι από κοντά η συνήθης Βάνα Μπάρμπα…

Μα πόσες πανδημίες ν’ αντέξουμε πια;

buzz it!

5/12/21

Δημοσιογραφίας δόξα (β΄)

 (Εφημερίδα των συντακτών 4 Δεκ. 2021)

* «Όλοι ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι [το χρέος] δεν είναι βιώσιμο, αλλά μας έλεγαν μην το πείτε τώρα, δεν είναι σωστό. Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι το 2010 έλεγαν όλοι ότι το χρέος είναι βιώσιμο και εμείς δεν τους απαντούσαμε “όχι, δεν είναι!” Δεν τους λέγαμε ότι αυτά είναι βλακείες.»

Ψεύτης καθ’ ομολογίαν! (Και σε διατεταγμένη, πάλι καθ’ ομολογίαν, υπηρεσία: αυτό όμως αλλιώς το λένε!)

«Φωνάξαμε “λύκος” περισσότερες φορές απ’ όσες έπρεπε τα Μέσα Ενημέρωσης. Το δεύτερο είναι ότι δεν τα είπαμε όλα, μέσα από μια ηλίθια αίσθηση εθνικού, δημόσιου συμφέροντος»: Α, και ηλίθιος λοιπόν!

Όπως και κοινός χουλιγκάνος, με το μπουκάλι που εκσφενδόνισε στον διαιτητή ενός αγώνα μπάσκετ, κάτι για το οποίο όχι μόνο δεν έκανε ποτέ του αυτοκριτική, αλλά το δικαιολόγησε κιόλας, βγάζοντας ξενέρωτους μάλιστα όλους τους άλλους:

«Δεν με ενδιαφέρει να [το] κουβεντιάσω...» είπε κάποτε ο μπλαζέ σε σχετική ερώτηση. «Στην αρχή είχα στεναχωρηθεί. Δεν με αφορά πια»!

Όταν ένα γήπεδο πετάει μπουκάλια, συνέχισε, «εύλογο είναι κι εσύ ν’ αντιδράσεις με τον ίδιο τρόπο... εθιμικά. Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται θέμα. Όποιος δεν έχει πάει γήπεδο, δεν μπορεί να καταλάβει [...]. Όταν νιώθεις ότι αδικείσαι, αντιδράς με όποιον τρόπο βρίσκεις πρόσφορο εκείνη τη στιγμή»!

Αυτά, ο ίδιος που εξομοίωνε το γιαούρτι στον Πάγκαλο με το μαχαίρι των Χρυσαυγιτών στον μετανάστη, και ολολύζει μαζί με τους ομοίους του για τις επιθέσεις που δέχεται η Δημοκρατία, κάθε που βλέπει δυο πινελιές μπογιά στον τοίχο ή μερικά τρικάκια στους δρόμους!

Ο που ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας: «Εγώ δεν δέχομαι την ευθύνη της δικής μας πολιτείας για το αν έρχονται χιλιάδες οι οποίοι καθ’ οδόν, μες στο Γενάρη μήνα, παίρνουν τα παιδιά τους, ανεβαίνουν σε μια βάρκα στο Αιγαίο, και προφανώς πνίγονται! Δε σημαίνει ότι κάποιος φταίει γι’ αυτό…», είπε και (νόμισε πως) έπλυνε τα καταβρόμικα χέρια του!

* Έτσι, με τους άφρονες πνιγμένους, συνδεόμαστε με το πρόσφατο ποίημά του:

«Αν κατάλαβα καλά, το Μεταναστευτικό έχει δημιουργήσει μια σειρά από νέα επαγγέλματα. “Διακινητής”, “διασώστης”, “Ολλανδός δημοσιογράφος με καπέλο”, “ερευνητής δημοσιογράφος χωρίς καπέλο”, “στέλεχος ΜΗΚΥΟ”, “αντιρατσιστής ΚΕΕΡΦΑ”, “ακτιβιστής ανθρωπιστής”, “ανθρωπιστής εισαγωγής”, “σπιτονοικοκύρης μεταναστών” (αριστερός, κατά προτίμηση…) και άλλα που μου διαφεύγουν.

»Κι ο μεν αριστερός σπιτονοικοκύρης ή το στέλεχος ΜΗΚΥΟ μια χαρά δραστηριότητα είναι. Όλο και κάτι βγάζουν.

»Αλλά πόσα να βγάλει κάποιος που (έστω και χωρίς καπέλο) ερευνά δημοσιογραφικά και μονότονα αν έρχονται, πώς έρχονται ή πώς δεν έρχονται παράνομοι μετανάστες στην Ελλάδα; Ειλικρινά δεν μπορώ να υπολογίσω.

»Προφανώς πάντως κάπως τα βγάζουν πέρα, διότι δεν ακούω να κάνουν κανένα άλλο επάγγελμα…»

Δεν μπορώ να τον βοηθήσω σ’ αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα τον κύριο Πρετεντέρη, εάν και πόσα βγάζουν αυτοί οι μπλιαχ δημοσιογράφοι, όπως δεν μπορώ να ξέρω αν και πόσα βγάζουν οι καθωσπρέπει δημοσιογράφοι, που τους βάζουν, που τους πείθουν; αλλά πώς; να αποκρύπτουν την αλήθεια και να λένε τα αντίθετα, ψέματα δηλαδή ασύστολα.

Η συνέχεια είναι, όπως μαντεύετε, πως οι πουλημένοι μπλιαχ που ασχολούνται με τις επαναπροωθήσεις αναπαράγουν την τουρκική προπαγάνδα –ακόμα κι αν υπάρχουν και πραγματικά περιστατικά, που «μπορεί, δεν τα γνωρίζ[ει]» ο κύριος Πρετεντέρης. «Άλλωστε κάθε προπαγάνδα χρειάζεται κάποιο πραγματικό περιστατικό για να πείσει.

»Και στη Γερμανία» συνεχίζει, και κρατήστε σφιχτά τη μύτη σας τώρα, «υπήρχαν ενδεχομένως περιστατικά αντιπαθητικών Εβραίων, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί γιατί ο Χίτλερ πούλαγε αντισημιτισμό, ούτε γιατί εξόντωσε έξι εκατομμύρια ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης»!

* Αν υπήρχε Αλητοδικείο, ούτε εμείς θα ασχολούμασταν άλλο με τον εν λόγω, ούτε αυτός θα είχε τη δυνατότητα να χλευάζει ανεμπόδιστος το δημόσιο ήθος και τον δικαιακό πολιτισμό που χτίστηκε μέσα στους αιώνες και μέσα από αγώνες σκληρούς.

Μεγάλο λόγο όμως είπα, γιατί, νά, και ο Κασιδιάρης βγάζει διαγγέλματα και κάνει εκπομπές μέσα από τη φυλακή, ενώ ο υπόδικος και κατηγορούμενος για βαριά κακουργήματα Φουρθιώτης ξαναβγάζει την «εφημερίδα» του –και με πλαστή, εντέλει, συνέντευξη της συζύγου του πρωθυπουργού, για την οποία (για τον οποίο Φουρθιώτη δηλαδή!) μούγκα τα ΜΜΕ μας.

«Δημοσιογραφίας δόξα» ήταν το θέμα μου επί δύο επιφυλλίδες, με τρία τώρα παραδείγματα (Ευαγγελάτο, Ελληνοφρένεια, Πρετεντέρη) και με αφορμή πρόσφατα κρούσματα. Αλλιώς, ο κατάλογος μακρύς: λίγοι εντέλει μέσα στους πολλούς, που όμως πάλι φαίνονται πολλοί, καθότι επιφανέστεροι, που δίνουνε τον τόνο, από όλα τα κύρια πόστα.

Πείτε μου λοιπόν, τώρα, πώς μπορώ να διώξω από τον νου μου το ανόσιο εκείνο σύνθημα που κάτι λέει για κάποιους αλήτες… –αλλά ας μην το πω.

buzz it!

28/11/21

Δημοσιογραφίας δόξα (α΄)

 (Εφημερίδα των συντακτών 27 Νοεμ. 2021)

* Τον συνάδελφό τους κήδευαν τις προάλλες, με τρίωρη στάση εργασίας, οι εργαζόμενοι στα μέσα σταθερής τροχιάς (ΗΣΑΠ, μετρό, τραμ), τον εργοδηγό του ΗΣΑΠ που βρήκε τραγικό θάνατο πάνω στη δουλειά του, όταν συγκρούστηκαν δύο συρμοί (που ο ένας τους είχε πρόβλημα με τα φρένα, και ήταν ειδοποιημένη η υπηρεσία –έχει σημασία αυτό).

Και ο Νίκος Ευαγγελάτος μας: «Η απεργία γίνεται για τον άνθρωπο που χάθηκε [!]. Τον τεχνικό ο οποίος έδινε κάθε μέρα τη ζωή του για να πηγαίνουμε όλοι στη δουλειά μας. Είπαμε πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήτανε. Είπαμε πόσο προσηλωμένος στη δουλειά του ήτανε. Είπαμε ότι πρέπει να γίνει βαθιά έρευνα και προφανώς να αποζημιωθεί κι η οικογένεια. Αλλά αυτός ο άνθρωπος που ξύπναγε το πρωί, από τα χαράματα και τ’ αξημέρωτα, για να πάμε εμείς στη δουλειά μας, θα ’ναι άραγε ευχαριστημένος που σήμερα ταλαιπωρήθηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;»

Η «ενσυναίσθηση», όπως λέμε τελευταία, ολίγος λυρισμός, και η τελική πρόταση του εισαγγελέα (Εισαγγελάτος γαρ): εις θάνατον –οι απεργοί, εννοείται.

Χρόνια και χρόνια Ευαγγελάτος, δεν χρειάζεται φαντασία να καταλάβει κανείς πώς γεμίζει καθημερινά στο Μέγκα τη σχεδόν δυόμισι ωρών «ενημερωτική εκπομπή» του (2 ώρες και 20 λεπτά, για την ακρίβεια!), πώς ξεφτιλίζει, επιδεικτικά θαρρείς και με μοναδικό τεατράλε ύφος, κάθε έννοια δεοντολογίας…

Παρεμπιπτόντως, σε πρόσφατη πάλι εκπομπή, σε είδηση για τις εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία, μίλησαν διάφοροι ρεπόρτερ και αξιωματούχοι, από τη γείτονα κυρίως, όλοι «Βόρεια Μακεδονία» είπαν, ο Ευαγγελάτος, δύο φορές που χρειάστηκε, και τις δύο «Σκόπια» είπε.

Και έλαμψε στον ήλιο η περικεφαλαία τού Μακεδονομάχου.

* «Φότοσοπ ο Κώστας Αρβανίτης, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, σε ανάρτησή του για το Πολυτεχνείο, έσβησε από τις κολόνες της πύλης το περίφημο και πασίγνωστο, διάολε, σύνθημα “Έξω αι ΗΠΑ”, αφού βεβαίως το κόμμα του ξεπουλήθηκε και μας ξεπούλησε στους Αμερικάνους…»: παραθέτω από μνήμης, μα σίγουρα λίγα λέω, από τα όσα έσουραν στον Αρβανίτη οι της «Ελληνοφρένειας» («Ελληνοφρενείας» τονίζει συχνά ο Καλαμούκης, μαζί με άλλες καθαρευουσιανιές).

Ομολογώ τους πίστεψα, ετοίμαζα και σχόλιο στο φέισμπουκ, με τίτλο «Να τα λέμε και τα δικά μας», και αναζήτησα την ανάρτηση του Αρβανίτη, για να βάλω την πειραγμένη φωτογραφία της ντροπής στη δική μου πια ανάρτηση. Και εύκολα διαπίστωσα όσα δεν είδε, ή δεν θέλησε να δει, η τυφλωμένη από τον Κνιτισμό της εκπομπή.

* Παρένθεση εδώ, για την πετυχημένη, ξαναλέω, σατιρική «Ελληνοφρένεια», απαράδεκτη όμως και μαζί αφόρητα ανιαρή στον πολιτικό της οίστρο: όχι σώνει και καλά επειδή πρόσκειται στο ΚΚΕ, αλλά επειδή ο φανατισμός της, στην καλύτερη περίπτωση, την οδηγεί σε αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων, που έχει αποδειχτεί δηλαδή η πλαστότητά τους (η βίλα του Τσίπρα, ο πατέρας του Τσίπρα κ.ά.), ανακριβειών, λειψών, άρα παραπλανητικών, πληροφοριών κτλ. Και αφήνω άγνοια και ανακρίβειες σε στοιχειώδη πολιτιστικά πλέον, σε ονόματα συνθετών, τίτλους τραγουδιών κτλ. Παρωνυχίδες.

Όχι όμως οι μικρότητες και οι φτήνιες του τύπου, ποιος είναι ο Βασιλικός; Α, «αυτός που έγραψε το Ζ, που το έκανε ταινία ο Γαβράς… [μικρή παύση], γενικώς συγγραφέας…», όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, στις τελευταίες εκλογές, έβαλε επικεφαλής στο Επικρατείας τον Βασίλη Βασιλικό. Ή όταν κατέβηκαν με το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ η Μυρσίνη Λοΐζου και ο Δημήτρης Πλουμπίδης, «η κόρη του Λοΐζου» και «ο υιός Πλουμπίδης», που «πρόδωσαν τα ιερά και τα όσια στα οποία πίστευαν οι γονείς τους και τα οποία διαφυλάσσει το Κόμμα», όπως έγραφα εδώ (22.3.19).

«Οι γόνοι που εξαργυρώνουν», «είναι πολλά τα λεφτά», «τραπεζογραμμάτια», «προσοδοφόρο επάγγελμα το επάγγελμα κόρη ή γιος», κανιβάλιζαν, με τους ακροατές της εκπομπής από κοντά. Κι όταν κάποιος ρώτησε: «Καλά η Λοΐζου, που είχε απαγορεύσει στο μνημονιακό ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιεί τραγούδια του πατέρα της, αλλά αυτός ο Πλουμπίδης τι είναι, έχει κάνει τίποτα στη ζωή του, ή έτσι τον βάλαν, λόγω ονόματος;» «Δεν ξέρω» απάντησε σε οργίλο ύφος ο Τσολιάς, και σε στιλ: «κι ούτε με νοιάζει»!

Από τον κώλο της μαϊμούς, καλλιγραφίες, ακόμα κι αν όντως δεν ήξερε αλλά δεν φρόντισε να μάθει ποιος είναι αυτός ο άγνωστός του «υιός Πλουμπίδης», ο κορυφαίος ψυχίατρος, με σημαντικό συγγραφικό έργο και άλλους τίτλους, που ούτε που τον νοιάζουν έναν χουλιγκάνο τώρα δημοσιογράφο.

* Πάμε όμως στη δήθεν «πλαστογραφία», «παραχάραξη» κτλ. του Αρβανίτη: πρώτα υπενθυμίζω τις τέσσερις κολόνες στην είσοδο του Πολυτεχνείου, με τη μεγάλη κεντρική πύλη και τις δύο μικρότερες εισόδους ένθεν και ένθεν. Στις οποίες κολόνες διαβάζουμε: στην α΄ «ΕΞΩ αι ΗΠΑ»· στη β΄ «ΚΑΤΩ το ΝΑΤΟ»· στη γ΄, επάνω διακρίνεται αμυδρά: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ...» κτλ., και χαμηλότερα: «ΚΑΤΩ Η...» κτλ.· και στη δ΄ «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ...» κτλ. Στη φωτογραφία λοιπόν που χρησιμοποίησε ο Αρβανίτης ο φακός έχει πιάσει τη β΄, γ΄ και δ' κολόνα –η α΄, με το «ΕΞΩ αι ΗΠΑ», έμεινε έξω από το πλάνο.

Ας μη βάλουμε όμως κακό με τον νου μας. Ας μείνουμε στην άθλια προχειρογραφία που καμαρώνει σαν δημοσιογραφία.

Έμεινε απέξω ο Πρετεντέρης, ολόκληρο κεφάλαιο, ως γνωστόν. Στο επόμενο.

buzz it!

21/11/21

Το φιδόσογο, ο νέος Σωκράτης και τα ατομικά δικαιώματα

 (Εφημερίδα των συντακτών 20 Νοεμ. 2021)

* Τα φιδάκια της Παναγίας τα ’χουμε όλοι ακουστά· βγαίνουν τον Δεκαπενταύγουστο στην Κεφαλονιά και είναι ακίνδυνα. Τα φιδάκια του Πολυτεχνείου, φίδια, φιδόπουλα και παραφίδια, βγαίνουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, αλλά είναι άκρως επικίνδυνα.

Γιατί δεν είναι αυστηρώς τοπικά, όπως στην Κεφαλονιά, και προπαντός δαγκώνουν και εξ αποστάσεως, μέσα από όλα τα μίντια, παραδοσιακά και νέας τεχνολογίας, σόσιαλ κτλ.

Κάθε χρόνο λοιπόν τα φίδια τύπου Άδωνης (τον Μπογδάνο δεν έτυχε να τον ακούσω φέτος) λυσσάνε ν’ αποδείξουν πως δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο παρά μόνο στους γύρω δρόμους (σιγά τη διαφορά, κι αν τάχα ήταν έτσι). Και τα φιδόπουλα και παραφίδια, κι ωστόσο, από μιαν άποψη, πιο επικίνδυνα, τα φιδόπουλα λοιπόν τύπου Σώτη (τον Τάκη δεν έτυχε να τον διαβάσω φέτος) λυσσάν να αποδείξουν πόσο άχρηστος, επιζήμιος (και αντιαισθητικός!) είναι ο γιορτασμός της επετείου.

Το κωμικό είναι όταν τα φιδόπουλα, κυρίως, τραβούνε τα μαλλιά της κεφαλής τους για την καπηλεία, τη βεβήλωση, την παραχάραξη κτλ. του Πολυτεχνείου και του νοήματός του.

Και το τραγικό όταν, σύντομα μάλλον, φίδια αυριανοί κυβερνήτες τύπου Μπογδάνος θα κάνουν αγωγές και μηνύσεις για «εθνική προδοσία» σε όσους είχαν πρωτοστατήσει στην εξέγερση, αφού αυτοί, λέει/λένε, οδήγησαν στο ξεπούλημα της Κύπρου!

Γελάτε! γιατί γελάτε, κύριοι;

Εδώ πάντως ξαναγελάστε:

* Ο σοφότερος! «Ο σοφότερος των σημερινών Ελλήνων, ο Στέλιος Ράμφος», και με τη βούλα –με την υπογραφή του Νίκου Δήμου (Βήμα 7/11).

Το «σημερινών» βάζει, είναι η αλήθεια, τα πράγματα στη θέση τους, δεν αμφισβητούνται δηλαδή τα πρωτεία του Σωκράτη, λόγου χάρη –για να μείνουμε μεταξύ φιλοσόφων. Που σαν και τον Σωκράτη πάντως αφοσιώθηκε ο Ράμφος στη διδασκαλία, μεταδίδοντας τον φιλοσοφικό του πλούτο σε κύκλους κυριών της καλής κοινωνίας, οι οποίες συνέρρεαν όλο δίψα για γνώση στο ερημητήριό του στην Πεντέλη, έναντι αμοιβής –η μόνη διαφορά απ’ τον Σωκράτη, που στο κάτω κάτω ήταν ο μόνος από τους συγχρόνους του που δίδασκε χωρίς να αμείβεται.

Ο Ράμφος όμως, εύλογα, θα είχε τις ανάγκες του, που δεν ήταν πάντως οι ταπεινές, των δικών του συγχρόνων, αλλά π.χ. το χτίσιμο εκκλησίας. Έτσι, τι θυμάμαι τώρα, μάλλον τι σκαλίζω, διαβάζαμε στο Αντί (Β΄ 261, 25.5.1984) για το «πανηγύρι που οργανώνουν στην Πεντέλη ο Στέλιος και η Ειρήνη Ράμφου [...]. Πρόκειται για μια πολυτονική [!] και πολύχρωμη εκδήλωση με άφθονη μουσική, από τον Χριστοδουλόπουλο μέχρι τον Διονύση Σαββόπουλο, και από τον βιολιστή Γιώργο Κόρο μέχρι τον Λουκιανό Κηλαηδόνη»: «Υπέρ ανεγέρσεως ιερού ναού» έγραφε η πρόσκληση-εισιτήριο, 500 δραχμές, παρακαλώ, χώρια το φαγητό!

Επειδή δεν πρέπει να τα βλέπουμε τα πρόσωπα ξεκομμένα από την εποχή τους, θαμπά από τον χρόνο, με αμβλυμένες ή και πλήρως λησμονημένες, σκόπιμα καμιά φορά, τις διάφορες πτυχές του δημόσιου βίου τους, μαζί, εννοείται, με τις θέσεις τους.

Τον πλάνητα δηλαδή Ράμφο, από ιδεολογία σε ιδεολογία, ώσπου απάγκιασε στον χριστιανισμό, και έβαλε το λιθαράκι του, τι λέω, κοτρόνα, λατομείο ολόκληρο, στην περιλάλητη και ελαφρώς ιλαρή υπόθεση της νεοορθοδοξίας, με Ζουράριδες και Σία.

Τον γλωσσαμύντορα προπάντων Ράμφο, σκληρό πολέμιο της δημοτικής –και εν υστερία, όσο θυμάμαι εμφανίσεις του στο γυαλί, ή όταν βγήκε στο (πόσο ανεξίθρησκο και πλουραλιστικό πια) χατζιδακικό Τρίτο Πρόγραμμα, για να αφορίσει δημόσια τον ολετήρα της γλώσσας, ποιον; τον Σολωμό!

Ο μωρότατος!

* Ατομικό «δικαίωμα» κουραστήκαμε να ακούμε από τους αντιεμβολιαστές, και ευτυχώς, μεταξύ μας ιδίως, είναι ξεκάθαρη πια η παρανόηση. Άλλο δηλαδή ο φόβος κτλ. και άλλο τα ατομικά δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες κτλ. Που δεν νοείται να εξετάζονται από μόνα τους, καθαυτά, όταν επηρεάζουν τον άλλον, το κοινωνικό σύνολο.

Έτσι, θα επανέλθω στο παμπάλαιο θέμα του τσιγάρου. Που είναι απόλαυση για τον καπνιστή, μοναδική κάποτε παρηγοριά, ανακούφιση, εκτόνωση, ή αδυναμία, πάθος, και πάντως μέγιστη ηδονή. Ατομικό δικαίωμα όμως και ατομική ελευθερία δεν είναι, αφού παραβιάζει τα δικαιώματα του άλλου και τις ελευθερίες του, τη δική του επιτέλους απόλαυση, νέτα σκέτα.

Και αφήνω τώρα απέξω το μείζον πρόβλημα της υγείας. Μου αρκεί το πρωταρχικό και αδιαμφισβήτητο: θέλω - δεν θέλω, μου αρέσει - δεν μου αρέσει. Τόσο απλά αλλά και τόσο βασικά.

Δεν τελειώνει αυτό το θέμα, ούτε βρίσκει εύκολα λύση. Δεν επανήλθα όμως τυχαία. Πρόσφατα είδα μίνι συνέντευξη του ιδιοκτήτη ενός κέντρου του αντι-αντικαπνιστικού αγώνα, ιδρυτή μάλιστα και πολιτικού κόμματος, που είχε κατέβει στις τελευταίες εκλογές, με την ονομασία ΚΟΤΕΣ («Καπνιστικές Ομάδες για την Τέχνη και την Εικαστική Συγκρότηση»): και ξαναδιάβασα ό,τι και σε ολοσέλιδη συνέντευξη τότε, παραμονή της μέρας των εκλογών!

Το τσιγάρο σημαία και τότε, το τσιγάρο και τώρα, «ατομικό δικαίωμα» πάντα.

Έχουμε μέτρο σύγκρισης όμως τώρα.

buzz it!

14/11/21

«Ημείς ο βασιλεύς» και οι αμνήμονες λαϊκιστές

 (Εφημερίδα των συντακτών 13 Νοεμ. 2021, εδώ με μικροπροσθήκες)

* «Ημείς ο βασιλεύς» είναι σήμερα η διακωμώδηση του «πληθυντικού της μεγαλοπρεπείας», ο οποίος οδήγησε και στον δικό μας πληθυντικό ευγενείας. Πληθυντικό μεγαλοπρεπείας φυσικά δεν έχουμε, μόνο πληθυντικό ανοησίας.

Παράδειγμα: «Αποτιμώντας ως σοβαρές αυτές τις επιφυλάξεις, οι ίδιοι κλίνουμε μολαταύτα προς μετριοπαθή θεώρηση των προσαρμογών που επέβαλε η υγειονομική πραγματικότητα» (δίνω ολόκληρη την πρόταση σε στιλ ροκοκό, γιατί μαζί πάνε αυτά συνήθως). «Οι ίδιοι κλίνουμε» λοιπόν, χωρίς αίσθηση προφανώς του κωμικού, γιατί εδώ υπόκειται μια αντίληψη τάχα σεμνότητας, που αποφεύγει το πρώτο πρόσωπο: «εγώ», που είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση το μόνο φυσιολογικό –αρμόζον και επιβαλλόμενο, για την ακρίβεια.

Συχνά βεβαίως χρησιμοποιείται ο πληθυντικός: «όπως είδαμε παραπάνω», όπου δηλαδή ο γράφων εμπλέκει και τον αναγνώστη· «διαβάσαμε στις εφημερίδες», θεωρώντας αυτονόητο πως διάβασαν και άλλοι –όχι όμως και «όπως γράψαμε παραπάνω», γιατί μόνο ένας γράφει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γενικότερα, μόνο ενικός νοείται όταν τονίζουμε ή εξειδικεύουμε: «κατά τη γνώμη μου / την άποψή μου / την αίσθησή μου…», «πιστεύω / νομίζω ότι…», «θα επέμενα εγώ…» κ.ο.κ.

Ωστόσο, και εδώ μπορεί να γράψουμε: «πιστέψαμε ότι μ’ αυτή την κυβέρνηση θα πετυχαίναμε τάχα…», εντάσσοντας τον εαυτό μας σ’ ένα ευρύτερο σύνολο, ακόμα κι όταν, προσέξτε, δεν πιστέψαμε ποτέ εμείς κάτι τέτοιο (εξού και το «τάχα»), εμείς π.χ. της άλλης παράταξης –όταν μάλιστα είναι φανερή, γενικότερα ή στο εκάστοτε κείμενο, η πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση μας, η δική μας ή του εντύπου.

Αντίθετα, είναι περίπου ιταμό το β΄ ή γ΄ πληθυντικό, σε οργίλο συχνά ύφος, σε κάθε αναφορά ή απάντηση στους ακροατές π.χ. της σατιρικής κατά τα άλλα (και τότε επιτυχημένης) «Ελληνοφρένειας»: «πιστέψανε [= οι άσχετοι]», «εσείς [= τα ζώα] που τους ψηφίζετε», όλους εννοείται, «αφού όλοι ίδιοι είναι», από τη σκοπιά τού πάντα εκτός και εκ του ασφαλούς ΚΚΕ.

Κι όμως, ακριβώς επειδή όλοι γνωρίζουν την τοποθέτηση της εκπομπής, το α΄ πληθυντικό: «φταίμε εμείς που τους ψηφίζουμε», θα δήλωνε απλώς και μόνο την αντικειμενική πραγματικότητα, το εντός μιας κοινωνίας, και όχι το εκτός και υπεράνω, όχι σώνει και καλά ενεργό συμμετοχή (= ψήφο) στα εκάστοτε μητσοτακικά, τσιπρικά κ.ο.κ.

Ανάμεσα στην ιταμότητα και τη γελοιότητα αδυνατώ, αλήθεια, να διαλέξω. Πάντως με τη γελοιότητα ευθυμώ/ευθυμούμε:

«Αγνοούμε παλαιότερες δουλειές της Μαρίνα [σικ, αλίμονο πια] Αμπράμοβιτς, ασύμπτωτες με τη στήλη μας, αλλά διεκδικούμε εύρος και βάθος αντίληψης της βιογραφίας και της κληροδοσίας της Μαρίας [μπα!] Κάλλας», όπου δεν ξέρω τι είναι πιο κωμικό, ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας ή το γλωσσικό ιδίωμα εν γένει. Και παρακάτω, για τη Μόνικα Μπελούτσι στο Ηρώδειο, «την οποία παρεμπιπτόντως αποτύχαμε να παρακολουθήσουμε»!

Και μια και σταθήκαμε και στο γλωσσικό ιδίωμα, απότοκο κυρίως εκζήτησης (όπως κι ο πληθυντικός μεγαλοπρέπειας: γι’ αυτό είπα πως πάνε μαζί): «ο αμήχανος νεολογισμός [...] ενεργοποιούσε de lege artis προϋποθέσεις αξιολόγησης, καθώς αξιοποιείται προκειμένου να σηματοδοτήσει ένα παραστατικό aliud…», και λίγο πιο κάτω η «δήλη πρόθεση» κ.ά.

Πιο δήλη εκζήτηση, πεθαίνεις.

 

* Άγνοια, λαϊκισμός, εξαπάτηση εντέλει, είναι ο ρυθμός στον οποίο χορεύουν κανιβαλιστί δημοσιογράφοι και σχολιαστές σε κανάλια και εφημερίδες γύρω από τους εκπαιδευτικούς –που έτσι κι αλλιώς, κατά τον επιμελώς καλλιεργούμενο «κοινωνικό αυτοματισμό», «κοπρίτες» είναι, που κάααθονται τον μισό χρόνο κτλ. Αφορμή τώρα η αντίδραση στον νόμο της Κεραμέως για την αξιολόγηση εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών, θέμα το οποίο, κόβω το κεφάλι μου, αγνοούν στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κανιβαλιστές. Αρκεί το σταθερό μοτίβο των τεμπελχανάδων που αρνούνται την αξιολόγηση, μην και φανερωθεί η στραβωμάρα τους, την οποία μεταφέρουν στα παιδιά μας.

Επιστρατεύονται έτσι διάφοροι σολοικισμοί, που αποδεικνύουν τάχα την ανεπάρκεια (και την αγραμματοσύνη!) των δασκάλων, χωρίς κανείς να μοιάζει να θυμάται, όσο παλαιότερος ιδίως, πως πάντα ανθολογούνταν επιμελώς πάσης φύσεως ελληνικούρες, όχι από παλιά, από αιώνες –κυριολεκτώ.

Τώρα; «Δίκαιη και οδυνηρή είναι για τους εκπαιδευτικούς η αξιολόγηση που έγινε στους δρόμους της Αθήνας από τις απαντήσεις που έδωσαν οι μαθητές στην ερώτηση δημοσιογράφων για την επέτειο του ΟΧΙ» γράφει σχολιαστής σε τακτική στήλη του Βήματος (με την έγκριση προφανώς του συντάκτη της στήλης), και πλάι στο όνομά του βάζει και τόπο διαμονής: Λάρισα. Η αλήθεια μάλλον είναι: Άλλος Πλανήτης.

Άλλος τώρα; «Τώρα που επί 40 περίπου χρόνια[1] έχουμε εκπαιδευτικούς ανάξιους για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση,[2] ακούς από ενημερωτικές εκπομπές σημαντικών ραδιοσταθμών να λένε: “Η δημοσκόπηση έδειξε ότι το 61% των εμβολιασμένων ερωτηθείς απάντησαν ότι κλπ. κλπ.” [...] Ας όψονται οι υπεράνω αξιολογήσεων δάσκαλοί του [ενν. του παρουσιαστή]. Αλλά εδώ είναι πλέον ζήτημα αν πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονται καν τα γλωσσικά βατράχια που εκστομίζουν για λογαριασμό τους οι επίλεκτοι συνδικάλες τους [!]. Δεν θέλω να φαντάζομαι τι ακούγεται μέσα στις τάξεις».

Αν αυτά τα γράφει δημοσιογράφος, φιλόλογος ο ίδιος, που έκανε χρόνια εκπαιδευτικό ρεπορτάζ και πρόλαβε βιβλία ολόκληρα με «μαργαριτάρια» μαθητών και φοιτητών αλλά και ούλτρα λογίων, δεν έχουμε να κάνουμε με άγνοια παρά με καθαρή κοροϊδία.

Άηθες, εντέλει.

 

 1. Περίπου από Μεταπολίτευση και έπειτα! Ακριβέστερα: από ΠΑΣΟΚ και έπειτα, με ΝΔ μέσα δηλαδή. Που σημαίνει ότι πιο πριν, τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής ΝΔ, και πιο πριν τα χρόνια της χούντας και όλο και πιο πίσω είχαμε «σωστούς» εκπαιδευτικούς άξιους… κτλ.

 2. «από εκπαιδευτικούς ανάξιους για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση»: μην το προσπεράσουμε αυτό, από σπουδαγμένο μάλιστα φιλόλογο: η υψηλού επιπέδου ειρωνεία λέει πως οι σημερινοί εκπαιδευτικοί, κυρίως οι συριζομαδούροι, μην κοροϊδευόμαστε, θεωρούν πως η αξιολόγηση τους απαξιώνει, είναι απαξίωση, και αυτοί δεν είναι άξιοι για τέτοια απαξίωση, ίσον: «ανάξιοι για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση». Να καταλαβαίνουμε, κι οι παρακατιανοί!

buzz it!

6/11/21

Άρον τον Προμαχώνα σου…

 (Εφημερίδα των συντακτών 6 Νοεμ. 2021)

* Τρία γιγάντια στρογγυλά χτένια με αραιά δόντια, για τα άγρια μαλλιά τζίβες μιας ακόμα πιο γιγάντιας μάγισσας, από αγριευτικό παιδικό παραμύθι, ή όνειρο εφιάλτη, για μικρούς και για μεγάλους.

Τσιμπιέσαι: όχι· είσαι ξύπνιος, μέρα με φως κιόλας, να το βλέπεις καλύτερα, στην ωραία ανοιχτωσιά του κήπου μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πατησίων. Που τι τη χρειάζεται όμως τόση ανοιχτωσιά; Κόψ’ της κάτι, κόψε λίγο κι από την πρόσοψη του επιβλητικού νεοκλασικού κτιρίου (σχέδια Λάνγκε-Κάλκου, τελική διαμόρφωση Τσίλερ), νά, μ’ ένα σύγχρονο γλυπτό, κι έχεις τη σύγχρονη τέχνη σε μια γόνιμη συνομιλία με τον κλασικισμό: ωραία δεν τα γράφω;

Πιο ωραία όμως τα έγραφαν στην ιστοσελίδα του υπουργείου πολιτισμού (για την παρουσίαση του γλυπτού την 1η Οκτωβρίου του 2016): «το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζει στον κήπο της οδού Πατησίων το μνημειώδες έργο σύγχρονης γλυπτικής της Βένιας Δημητρακοπούλου με τίτλο Προμαχώνες. Ο τίτλος και η μορφή του έργου συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και νοηματοδοτούν τις συλλογικές αντιστάσεις στις βέβαιες επιβουλές ενός αβέβαιου μέλλοντος. Οι Προμαχώνες είναι τρεις, όχι ένας μόνος, και συνιστούν την “πρώτη γραμμή”, τις επάλξεις. Οι πιέσεις που δέχονται μοιάζουν να είναι μεγάλες, όχι όμως ολέθριες: οι Προμαχώνες δεν καταρρέουν, αλλάζουν κλίση, αντέχουν, ανθίστανται».

Το ’χω δει και ξαναδεί το «μνημειώδες έργο», πάντα φευγαλέα, μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητο. Τελευταία συνδυάζω κάποιες υποχρεώσεις μου στην περιοχή μ’ έναν καφέ στον κήπο του Μουσείου, κι έτσι τον ζω ο ίδιος τον εφιάλτη. Γιατί το έργο είναι φτιαγμένο, έχει τοποθετηθεί, για την ακρίβεια, έτσι που να το βλέπεις από μπρος μονάχα. Στην καφετέρια, δίπλα, σού κρύβει από πολλά σημεία το Μουσείο, το μεγαλύτερο μέρος του κήπου, και προπαντός σε καταπλακώνει με το μέγεθός του και τους τόνους ατσάλι, γεννώντας σου κλειστοφοβία στον πιο ανοιχτό χώρο.

Το κωμικό; Μπείτε στο διαδίκτυο, γκουγκλάρετε τα σχετικά, και στην ενότητα Εικόνες θα δείτε ουκ ολίγες φωτογραφίες από την ιστοσελίδα της ίδιας της γλύπτριας, από γωνία που εξαφανίζει πάνω κι απ’ το μισό Μουσείο, σε κάποια μάλιστα ολόκληρο!

Η αγορά (η δωρεά; δεν ξέρω) και η εγκατάσταση ήταν για τα 150 χρόνια από τη θεμελίωση του Μουσείου. Στα 200 ευτυχώς δεν θα ζω, να δω άλλο ένα «μνημειώδες έργο» να κλείνει και το άλλο μισό της πρόσοψης και του κήπου.

Ντε γκούστιμπους…, όπως πάντα, και κάποιοι άλλοι θα οικτίρουν την ασχετοσύνη μου, αν δεν σταμάτησαν κιόλας το διάβασμα. Πάντως, είτε αριστούργημα είτε τερατούργημα, ένα βασικό πάντοτε θέμα είναι η κλίμακα και η τοποθέτηση του έργου, που ως γνωστόν μπορεί να αναδείξει ή να χαντακώσει ένα έργο.

* Είχα αρχίσει με το καινούριο άγαλμα που παριστάνει την Κάλλας, και που επιπλέον αδικεί και αδικείται από τη λάθος κλίμακα και σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο, το ίδιο το βάθρο κτλ. Αναφέρθηκα και στην προτομή της Μελίνας στην αρχή της Αρεοπαγίτου, αριστούργημα μπροστά στην Κάλλας, που χάνει πρώτα πρώτα από την κοντόχοντρη βάση της κι έπειτα από τη θέση. Και έγραφα, για πολλοστή μάλιστα φορά, για το μνημείο των Ποντίων στην πλατεία Αλεξάνδρας του Πειραιά, το ίδιο το κατασκεύασμα, τη θέση του κτλ.: αυτό ειδικά που αναδεικνύει το μείζον θέμα των δωρεών (εδώ του Μαρινάκη), όπου ο καθένας με τον παρά του επιβάλλει ό,τι του κατέβει, χωρίς διαγωνισμό, βαρβαρίζοντας τον δημόσιο χώρο εσαεί.

Ανάλογες ασχημίες σε δημόσιο χώρο από δωρεές, όπως έχω ξαναγράψει, είναι μια ανεκδιήγητη κρήνη σε άσχετο επιπλέον σημείο στον Εθνικό Κήπο, δωρεά κάποιου ελληνοαμερικανικού σωματείου, και προπαντός μια σοσιαλιστικού ρεαλισμού σύνθεση σ’ ένα παρκάκι πίσω από το Χίλτον, με κάτι σχολιαρόπαιδα που διαβάζουν σε μια πλάκα που τους δείχνει ο δάσκαλός τους έναν λογοκριμένο Σολωμό, το περίφημο: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα –ή οτιδήποτε άλλο– και θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο», χωρίς το «ή οτιδήποτε άλλο» (o altra cosa), που το παραλείπουν συστηματικά οι εθνοκάπηλοι, για να φέρουν τον ποιητή στα μέτρα τους. Δωρεά κι αυτό, από σχολείο, ναό της μάθησης δηλαδή και τώρα της παραχάραξης, τα Εκπαιδευτήρια Δούκα!

* Υπάρχουν όμως και σπουδαία έργα, κατά την άποψή μου πάντα, που απαξιώνονται ακριβώς από τη λάθος κλίμακα και θέση, όπως το γλυπτό του Δημήτρη Αρμακόλα στη διασταύρωση Ερμού και Βουλής, πνιγμένο από τα τεράστια κτίρια τριγύρω, μες στη μύτη των πολυπληθών περαστικών. Ή ο ανδριάντας του Ελύτη, όπως έχω ξαναγράψει, στη Δεξαμενή, που αποδίδει πιστά τον ποιητή (αντίθετα από τις καμαρωτές ανοησίες του Μπακογιάννη και της προέδρου του Συλλόγου Μαρία Κάλλας πως κανένα άγαλμα δεν μοιάζει με το παριστώμενο πρόσωπο, όπως είδαμε στο προηγούμενο)· πιστά λοιπόν αλλά ακριβώς σε φυσικό μέγεθος, με αποτέλεσμα έναν κοντοστούπη Ελύτη, γιατί βασικός κανόνας στη γλυπτική είναι πως, για να φαίνεται φυσικό ένα άγαλμα, πρέπει να γίνει μεγαλύτερο απ’ το κανονικό! Έτσι, προστέθηκε δεύτερο βάθρο πάνω στο αρχικό, μπας και ψηλώσει καμιά στάλα ο ποιητής –μάταιος κόπος.

Κι είναι και ο περήφανος, γυμνός Έφηβος του Απάρτη, που ένα διάστημα τον είχαν πετάξει στη διασταύρωση Καλλιρόης και Βουλιαγμένης, σε κατηφορικό κιόλας σημείο, κι έδειχνε ένα κακόμοιρο εφηβάκι δίχως ρουχαλάκια. Και πόσα άλλα…

Κακοποίηση προσώπων, έργων, δημόσιου χώρου. Ασχετοσύνη, μωροφιλοδοξία, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, η συνεισφορά μας στην τέχνη.

buzz it!

31/10/21

«Πώς διυλίζουμε στα μυαλά μας έναν μύθο»

 (Εφημερίδα των συντακτών 30 Οκτ. 2021)

* «Έρμη Μελίνα, δε σ’ έκαναν από μπρούντζο…» είχα γράψει στο ιστολόγιό μου κάτω από φωτογραφία της μαρμάρινης Μελίνας στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τότε που έκλεψαν από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων πέντε μπρούντζινες προτομές συγγραφέων, έτσι όπως έκλεβαν κάθε λογής σιδερικό, ώς τα καντήλια απ’ τους τάφους στα νεκροταφεία.

Τώρα, στην άλλη άκρη της Αρεοπαγίτου, σύμπτωση, ο χρυσός ανδριάντας της δήθεν Κάλλας (που μπροστά του η προτομή της Μελίνας μοιάζει Μικελάντζελο!), μπρούντζινος αυτός, έτοιμος να αποκτήσει αξία εντέλει μεγαλύτερη απ’ την υποτιθέμενη καλλιτεχνική.

Κι είναι και η αψίδα από σκουπιδοντενεκέδες στην πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», που αυτήν όμως άρχισαν να την ξηλώνουν παίζοντας τα πιτσιρίκια: «το γλυπτό συνδιαμορφώνεται από όσους το χαίρονται [...]. Αποκτάει μια καινούρια ζωή. Αλλάζει. Παίρνει άλλο σχήμα. Δεν είναι άσχημα!» δήλωνε ένας ιστορικός τέχνης, όταν παρουσίασε δεύτερη φορά το ίδιο έργο στα έντυπα του Μεγάλου Αυθέντη και Δωρητή Μαρινάκη. Οι ελπίδες μας λοιπόν στα πιτσιρίκια κι όσους άλλους το χαρούν και του προσδώσουν «άλλο σχήμα», άλλη, «καινούρια ζωή».

Ασεβείς, βλάσφημες σκέψεις θα πούνε άλλοι. Τι λένε όμως για την ασέβεια κάποιων καλλιτεχνών απέναντι στα παριστώμενα πρόσωπα ή στις τραγικές ιστορικές καταστάσεις, που μάλλον τα γελοιοποιούν παρά τα τιμούν;

* Κάποτε πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά και όχι ευκαιριακά με τον δημόσιο χώρο και την ευκαιριακή διαμόρφωσή του από στοχευμένες βεβαίως δωρεές ή μεγαλομανείς ιδέες δημοτικών αρχόντων. Μακάρι η κακοποίηση της Κάλλας να είναι μια αρχή. Από τη μεριά μου, μεταφέρω όσα σκόρπια έγραψα αλλού, στο φέισμπουκ (εδώ με μικροαλλαγές), για το άγαλμα που πιο πολύ βασάνισε τους υποστηρικτές του από ό,τι τους επικριτές του.

«Το περίεργο είναι πως η Αφροδίτη Λίτη δεν είναι κάποια τυχαία γλύπτρια» έγραψα όταν πρωτάρχισε η συζήτηση. «Το ακόμα πιο περίεργο είναι πως έζησε πλάι σ’ έναν από τους σπουδαιότερους γλύπτες μας, τον Γιώργο Λάππα, που μας άφησε πριν από 5 χρόνια. Εντυπωσιακό, λοιπόν, πώς έφτασε σ’ αυτό το άψυχο κατασκεύασμα, όπου συγχέεται η ακαμψία με τη μεγαλοπρέπεια… Παράλληλα, το πρόσωπο ανήκει σε εμφανώς υπέργηρη γυναίκα, που μακάρι να είχε φτάσει σε τέτοια ηλικία η Κάλλας, εννοώ να μας έδινε για χρόνια ακόμα, έστω την αύρα της αν όχι τη φωνή της…

»Το χειρότερο, τα χέρια, σε πόζα: “τι λες, κυρά γειτόνισσα”, έτοιμη για καβγά... Όμως η Κάλλας, σε μερικές από τις γνωστότερες φωτογραφίες της, αγκαλιάζεται με τα χέρια της, αγκαλιάζει τα μπράτσα ή τους ώμους της, σαν να συγκρατεί την εσάρπα της, σε μια κίνηση βαθύτατης εσωτερικότητας, ίσως και εγκαρτέρησης, και μαζί αισθησιασμού.»

Αναμενόμενο ίσως, η γλύπτρια τα χρέωσε όλα στα δαιμονοποιημένα κοινωνικά μέσα, και δήλωσε ορθά κοφτά πως τίποτα δεν την αγγίζει στο παραμικρό: Ξέρει, είπε, τι θέλει και πού βαδίζει, δέχτηκε και άπειρα συγχαρητήρια –ποιος ασχολείται δηλαδή με την πλέμπα! Την οποία πλέμπα ανέλαβαν να κατειρωνευτούν και να τη μαστιγώσουν οι πάντα εκτός και υπεράνω, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα.

* Πολλά θα μπορούσαν να είναι κωμικά, όπως κωμική είναι από μιαν άποψη η αυταρέσκεια και η αλαζονεία. Φυσικά της γλύπτριας, αλλά ακόμα περισσότερο των δευτερότριτων εμπλεκομένων.

Του φαντασμένου δήμαρχού μας, αίφνης, που του επισημαίνει ο δημοσιογράφος:

«Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σ’ έναν τέτοιο δρόμο που περνάνε ένα εκατομμύριο άνθρωποι την ημέρα, και το καλοκαίρι ίσως και περισσότεροι, θέλει ένα έργο που να θυμίζει λίγο τη Μαρία Κάλλας, αυτό είναι που ξενίζει».

Κι αυτός: «Ξέρετε, το καταλαβαίνω αυτό το οποίο λέτε, εγώ δεν έχω δει κανένα [!] άγαλμα το οποίο να θυμίζει πραγματικά έναν άνθρωπο… αλλά έχει πιο πολύ να κάνει με το πώς εμείς βιώνουμε και μετουσιώνουμε και διυλίζουμε στα μυαλά μας έναν μύθο».

Και η πρόεδρος του Συλλόγου Μαρία Κάλλας, που με το όνομα της Κάλλας γεμίζει τα ταμεία του συλλόγου και κερδίζει, καλή ώρα, πολλά 15λεπτα δημοσιότητας. Τη ρωτάνε:

«Εσείς είστε ικανοποιημένη από τον συγκεκριμένο ανδριάντα;»

Κι αυτή: «Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη, διότι δύο πράγματα θελήσαμε: αυτό το άγαλμα να αποδίδει τη μεγαλειότητα και την ελληνικότητα της Κάλλας, διότι, αν πάρετε τα 5 διαφορετικά γλυπτά που έχουν γίνει απ’ τον Ελευθέριο Βενιζέλο κανένα δεν αποδίδει ακριβώς τη μορφή του [σ.σ. ούτε αυτό μπροστά στη Βουλή π.χ.; ή πλάι στο Μέγαρο;]. Αν δείτε το άγαλμα της πριγκίπισσας Νταϊάνας με τα παιδιά, δε θα το αναγνωρίζετε. Ο Έλληνας έχει την κακή συνήθεια όχι να κρίνει και να κατακρίνει, αλλά και να κοροϊδεύει. Το άγαλμα που έγινε της Νταϊάνας με τα παιδιά δεν δείχνει καθόλου την Νταϊάνα, είναι ένα σύμβολο της πριγκίπισσας. Εδώ πέρα όμως είναι πολύ πιο συγκεκριμένο: τα χέρια αυτά δείχνουν την αυτοπεποίθηση, το ρούχο αυτό και το ύψος δείχνει τη μεγαλοπρέπειά της, το κεφάλι έτσι όπως είναι στημένο δείχνει πώς ατενίζει το θείο».

* Είναι γνωστό στους πάντες, πλην του δημάρχου και της προέδρου, ότι σε πολλά ρεύματα στη σύγχρονη τέχνη ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τα δικά του αισθήματα απέναντι στο πρόσωπο το οποίο ζωγραφίζει ή σκαλίζει σε άγαλμα· όμως στη ρεαλιστική προσέγγιση, όπως στα εν λόγω αγάλματα, αποδίδει όσο πιο πιστά γίνεται το πρόσωπο.

Αδαημοσύνη; ή μάλλον εμπαιγμός;

buzz it!

27/10/21

Το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του

 (Καθημερινή 24 Οκτ. 2021)

Συμμετοχή σε έρευνα του Νικόλα Ζώη, που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη «Καθημερινή», 24/10/21: «Η μετάφραση σαν πολιτικό ζήτημα».

Το θέμα: Η Αφροαμερικανίδα ποιήτρια και ακτιβίστρια Αμάντα Γκόρμαν, που απάγγειλε ποίημά της κατά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, «εξέφρασε την επιθυμία να μεταφράζεται από άτομα με παρόμοια πολιτισμικά χαρακτηριστικά, δηλαδή από νεαρές γυναίκες, αφρικανικής καταγωγής». Παράλληλα η Ιρλανδέζα συγγραφέας Σάλι Ρούνεϊ αρνήθηκε να πουλήσει τα μεταφραστικά δικαιώματα για το καινούριο μυθιστόρημά της σε Ισραηλινό εκδοτικό οίκο, συμμετέχοντας στο πολιτιστικό μποϊκοτάζ στο κράτος του Ισραήλ, για τη στάση του απέναντι στους Παλαιστίνιους.

«Άραγε η μετάφραση ενός έργου» διατυπώνει το ερώτημα ο Ν. Ζώης, «η κυκλοφορία του σε μια άλλη χώρα, δεν είναι κυρίως εκδοτική, λογοτεχνική και γλωσσική υπόθεση; Επηρεάζεται […] από το χρώμα, το φύλο, την κοινωνική τάξη, την πολιτική στάση και άλλα εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά του μεταφραστή ή της χώρας “εισόδου”;»

 

Η (αντιδημοφιλής) απάντησή μου:

«Σε ιδεώδεις συνθήκες ένας συγγραφέας θα έπρεπε να μπορεί να επιλέξει τον μεταφραστή του, όπως στο κάτω κάτω οποιοσδήποτε επιχειρηματίας τους συνεργάτες ή τους υπαλλήλους του. Κι από την άλλη ένας μεταφραστής να επιλέξει τον συγγραφέα τον οποίο θα μεταφράσει.

»Τα κριτήρια και στις δύο περιπτώσεις θα είναι οπωσδήποτε υποκειμενικά, η λεγόμενη πνευματική συγγένεια, που σχετίζεται με λογοτεχνικά κριτήρια, όσο κι αν αυτά ουσιαστικά θα προσδιορίζονται από αντικειμενικά, άρα εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Τέτοια είναι, αναπόφευκτα και αυτονόητα, τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρει ο καθένας μας, εθνικότητα, χρώμα, φύλο, ταξική-κοινωνική θέση, ιδεολογική ταυτότητα, σεξουαλικός προσανατολισμός, επίσης ενδεχόμενη σωματική αναπηρία κ.ά. –άσχετα αν αποτυπώνονται ή γενικότερα ανιχνεύονται στο έργο του συγγραφέα.

»Έτσι, ο συγγραφέας θα αναζητήσει τον συγγενέστερό του μεταφραστή. Και π.χ. οι γυναίκες και οι μαύροι/ες, με την καταπίεση εγγεγραμμένη στο DNA τους, οι ομοφυλόφιλοι, ένα άλλοτε κακοποιημένο παιδί, ο κατάκοιτος ασθενής κ.ο.κ. θα θεωρήσουν ότι θα τους νιώσει, ότι θα επικοινωνήσει καλύτερα μαζί τους ένας ομοιοπαθής –χωρίς βεβαίως αυτό να αποτελεί αυτόματα εγγύηση για το αποτέλεσμα της εργασίας.

»Η αξίωση λοιπόν της Αμάντας Γκόρμαν να μεταφράζεται από πολιτισμικά συγγενή της άτομα, εν προκειμένω νεαρή γυναίκα αφρικανικής καταγωγής, ακτιβίστρια, μπορεί να μοιάζει άγονη και αδιέξοδη στην απόλυτη εφαρμογή της (Σουηδός να μεταφράζεται από Σουηδό, αριστερός από αριστερό), είναι όμως απολύτως κατανοητή, και πάντως απορρέει από το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του.

»Όσο για την Ιρλανδέζα Σάλι Ρούνεϊ και την άρνησή της να μεταφραστεί στο σημερινό Ισραήλ είναι καθαρά πολιτική απόφαση, που αυτή κι αν σχετίζεται με το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του. (Ας θυμηθούμε εδώ τον Άρθουρ Μίλλερ, που την περίοδο της δικτατορίας είχε απαγορέψει να ανεβάζονται έργα του στη χώρα μας.)»

 

Στην έρευνα απαντούν επίσης η μεταφράστρια Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά (που έχει μεταφράσει και το συγκεκριμένο ποίημα της Γκόρμαν) και η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου. Δυστυχώς η έρευνα δεν υπάρχει ονλάιν, ώστε να διαβαστούν και οι άλλες απαντήσεις.

Ιδίως της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που θεωρεί «φαιδρό» το μποϊκοτάζ στο οποίο θέλησε να συμμετάσχει η Σάλι Ρούνεϊ: «Ως Σάλι θα μπορούσε να μποϊκοτάρει τα ισραηλινά προϊόντα ή να πάει να πετάει πέτρες στη Λωρίδα της Γάζας, δικαίωμά της, αλλά ως Ρούνεϊ θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί. Είναι σαν να μας λέει ότι οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες [...] είναι ευθέως υπεύθυνοι για τις κυβερνήσεις τους». Και την κολλάει στον τοίχο: «Γιατί ως ευσυνείδητη αριστερή δεν απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου της στην Τουρκία ή στην Αμερική του Τραμπ;» Και κορυφώνει: «Αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού δεν ξαναδίνουν στη λογοτεχνία το χαμένο πολιτικό της γόητρο, δείχνουν απλώς ότι ασπαζόμαστε όλο και περισσότερο την ινσταγκραμική λογική του πυροτεχνήματος»!

Πσσσσσς…

buzz it!

23/10/21

Η πλέμπα των αδαών και η ελίτ των Εκλεκτών

 (Εφημερίδα των συντακτών 23 Οκτ. 2021)

* Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι, ερωτεύτηκα το Μουσείο Κλυνύ. Είναι στο περίφημο Καρτιέ Λατέν, την καρδιά του Παρισιού τα χρόνια εκείνα, ένα κομψοτέχνημα, μουσείο τσέπης το έλεγα, που το γυρίζεις μέσα σε ελάχιστες ώρες. Το είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά, κι έτσι κεντρικά που ήταν επιπλέον, έμπαινα ακόμα και για να γλιτώσω τη βροχή· προσπερνούσα τρέχοντας σχεδόν τις αίθουσες με τις μεσαιωνικές πανοπλίες, και γραμμή για τις υπέροχες ταπισερί, τη θρυλική Κυρία με τον μονόκερο κ.ά.

Τα μεγάλα μουσεία σχεδόν με απωθούσαν, με τις ουρές, και τις εξ ορισμού δυσμενείς συνθήκες επικοινωνίας με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, συνθήκες εντελώς διαφορετικές απ’ ό,τι στις άλλες τέχνες. Αλλιώς είναι πρώτα πρώτα με το βιβλίο, που το διαβάζεις μόνος σου, αλλά και με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική· με τις εικαστικές τέχνες, από τις γκαλερί έως τα μουσεία, θα περιτριγυρίζεσαι από άλλους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται κουβεντιάζοντας, στριμώχνονται δίπλα σου, μπαίνουν συχνά μπροστά σου, άσε πια τα πολυμελή κατά κανόνα γκρουπ με τους ξεναγούς… Κι όλα αυτά όρθιος, όπου αν έχεις και προβλήματα με μέση λ.χ., όπως από πολύ νέος εγώ, κόλαση σωστή.

Στο Λούβρο, φερειπείν, πήγα μία και μοναδική φορά, και πάντως όχι στο πρώτο μου ταξίδι, στήθηκα ούτε θυμάμαι πόσο στην ουρά, πρώτη ήδη δοκιμασία, και όταν πλέον μπήκα, πήγα γραμμή στη Νίκη της Σαμοθράκης, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου (όχι πως το ’χω δύσκολο), τη χάζεψα δεν ξέρω πόση ώρα, κι έφυγα.

* Πολύ αργότερα στη ζωή μου πήγα σε σχετικά ελάχιστα μουσεία, και αξιώθηκα και είδα μερικούς από τους ζωγράφους που αγαπούσα, Μαγκρίτ, Μπρέγκελ (Μπρέχελ το σωστό), Σαγκάλ κ.ά., ελάχιστους γενικά, και όχι το συνολικό τους έργο φυσικά, και ίσως αυτό ήταν κι όλο, δεν θα ξανάχω πιστεύω άλλη ευκαιρία.

Κι όμως, αγαπούσα κι αγαπώ πολλούς άλλους, χωρίς ποτέ να έχω δει έργα τους από κοντά, το ίδιο, εννοείται, όπως δεν έχω δει έργα όσων δεν αγάπησα ποτέ, δεν μου άρεσαν ποτέ, έως και τους αποστρεφόμουν.

Μιλάω φυσικά για μένα· προφανώς πολλοί είδαν πολύ περισσότερα στη ζωή τους, μα εξίσου πολλοί, για να μην πω ακόμα πιο πολλοί, δεν είδαν ούτε τόσο. Σκέφτομαι μάλιστα ότι, ακόμα και πολυταξιδεμένοι ιστορικοί τέχνης, ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, δεν έχουν δει ούτε τα μισά απ’ όσα θα ’θελαν ή και θα ’πρεπε να έχουν δει. Παρ’ όλα αυτά, έχουν και αυτοί τις προτιμήσεις τους, έργα που τα λατρεύουν και έργα που τα αποστρέφονται.

* Αφορμή μου, το περιλάλητο, διαβόητο θα έλεγα, καινούριο άγαλμα της Κάλλας, που τις μέρες αυτές επικρίθηκε και χλευάστηκε κατά κόρον, δικαίως κατά τη γνώμη μου. Το ίδιο όμως επικρίθηκαν και χλευάστηκαν οι αρνητές, συλλήβδην, πως έκριναν χωρίς να έχουν δει από κοντά το έργο. Τόσο που, όταν κάποιος θέλει να πάρει θέση, να πει μια γνώμη, ακόμα και θετική, σπεύδει να εξασφαλίσει τα νώτα του με κάτι σαν άλλοθι, απαλλαγή, συχωροχάρτι: «δεν το έχω βέβαια δει ακόμα…» κ.τ.ό.

Εξωφρενικό. Ακόμα πιο εξωφρενικό, αυτοί που κρίνουν και χλευάζουν τους αρνητές, από ανώτερη (μα πώς και πόσο;) θέση, κοιτάζοντας από ψηλά τον όχλο, τη μάζα, που άγεται και φέρεται (υποθέτω από τους αντιπολιτευόμενους τη σημερινή εξουσία), παίζοντας έτσι πολιτικά και μιντιακά παιχνίδια, αδαείς σχεδόν εξ ορισμού και πλεμπαίοι, και προπαντός χω-ρίς-να-έ-χουν-δει-α-πό-κο-ντά-το-έρ-γο!

«Σήμερα “τρώμε” γλύπτες» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου της Καθημερινής σ’ αυτό το πνεύμα. Στο ίδιο πνεύμα και ο Σταύρος Θεοδωράκης, αφ’ υψηλού κι αυτός, να πλημμυρίζει η ειρωνεία του, ίδιος Μπάλλος, τους «ανώνυμους κριτές των πάντων, τους ξερόλες των σόσιαλ μίντια», λέει, που ξημεροβραδιάζονται στην όπερα γενικά και μπροστά στο άγαλμα ειδικά.

* Υπάρχει όμως κάτι γενικότερο πίσω απ’ όλα αυτά, παλαιότατο και ισχυρότατο. Η άρνηση της κριτικής –όταν βεβαίως προέρχεται απ’ τους άλλους.

Και όμως, όλοι μας, απαξάπαντες και ανέκαθεν, κρίνουμε –και ορθώς– τα πάντα: το φαγητό που τρώμε σ' ένα εκλεκτό εστιατόριο, χωρίς να μαγειρεύουμε οι ίδιοι· τις πολυκατοικίες γύρω μας και τα διαμερίσματά μας, χωρίς να ξέρουμε από αρχιτεκτονική· τους δρόμους όπου κυκλοφορούμε, χωρίς να είμαστε πολεοδόμοι· την πολιτική, ιδίως την εξωτερική, τις τέχνες, τα πάντα.

Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, κατεξοχήν αυτοί, θα έλεγα, σε διάφορες εμφανίσεις ή συνεντεύξεις τους, όπου, αν δεν μιλήσουν μόνοι τους, τους πιέζουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να τοποθετηθούν επί παντός: για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τις γεωστρατηγικές συμμαχίες, το μεταναστευτικό, τον επικείμενο θάνατο της γλώσσας κτλ. Όμως, οι ίδιοι αυτοί καλλιτέχνες, με τη συνδρομή και των συνοδών δημοσιογράφων, δεν δέχονται, δεν επιτρέπουν, κάποτε ρητά, να κρίνεται η τέχνη, η δική τους ειδικότερα, εννοείται.

Αφ’ υψηλοτάτου λοιπόν.

buzz it!

16/10/21

Στον ίσκιο των ομπρελών, επί των ξαπλωστρών

 (Εφημερίδα των συντακτών 16 Οκτ. 2021)

(φωτ. Αντώνης Νικολόπουλος / Eurokinissi)

 

* Υπέροχος Μποστ; Όχι. Τρέχοντα νεοελληνικά. Και λέω νεοελληνικά, και όχι γενικώς ελληνικά, όχι σε αντιδιαστολή με τα αρχαία ελληνικά ή άλλα, μεσαιωνικά φερειπείν, αλλά επειδή είναι ακριβώς νεοελληνικά. Τελευταίας εσοδείας.

Εδώ πλημμύρισε όλη η χώρα, κι εγώ μιλάω για άραγμα στον ίσκιο ομπρελών, επί των ξαπλωστρών; Ε, όσο να μεγαλώσουν τα αειθαλή πλατάνια του Άρχοντα Φαντασμένου, οπότε και θα ζούμε την απόλυτη νιρβάνα, κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα πλατάνια της Πανεπιστημίου, ας περιοριστούμε στις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες που μόλις αφήσαμε, πριν από έναν μόλις μήνα.

Και τώρα αναρωτιέμαι σαν πόσο να ξένισαν ώς εδώ οι γενικές «των ομπρελών» και «των ξαπλωστρών». Το «ομπρελών» πάντως το δέχεται ο διορθωτής του υπολογιστή, άρα, ας πούμε, δόκιμο, σωστό, ενώ το «ξαπλωστρών» το κοκκινίζει, άρα αδόκιμο, λάθος. Όντως, κοιτάζω στο γκουγκλ, 1.300.000 «των ομπρελών», 26.500 «των ξαπλωστρών».

Τα τελευταία λοιπόν καλοκαίρια διαβάζω ότι «μαίνεται ο πόλεμος των ομπρελών και των ξαπλωστρών». Φέτος και πέρσι, μάλιστα, με τα μέτρα για τον κορονοϊό, στην ημερήσια διάταξη ήταν η «απόσταση μεταξύ των ξαπλωστρών»· και όχι, αμέσως αμέσως, η «απόσταση ανάμεσα στις ξαπλώστρες».

Ή, το πλαστό παράδειγμα του τίτλου μου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι: «στον ίσκιο της ομπρέλας, πάνω στην ξαπλώστρα», οπότε θα αποφεύγαμε τουλάχιστον τη γενική του πληθυντικού –ο οποίος, παρεμπιπτόντως, συχνά είναι αδόκιμος, ή πάντως άσκοπος, από τα άσκοπα δάνεια: «θα ζήσουμε μαζί το υπόλοιπο των ζωών μας», αντί για «την υπόλοιπη ζωή μας» (= for the rest of our lives βεβαίως)!

* Το παιχνίδι με τη γενική, γενικότερα, μοιάζει να έχει οριστικά χαθεί. Δηλαδή, στο συχνό: «Ο Δήμος έδωσε άδεια για την τοποθέτηση ομπρελών και ξαπλωστρών…» έχει χαθεί το παιχνίδι για την –ομαλότερη στη δημοτική– ρηματική έκφραση, αντί για την άκαμπτη ονοματική, που συνεπάγεται και αλλεπάλληλες, κάποτε, γενικές. Εδώ, ο Δήμος θα μπορούσε να δώσει άδεια όχι για την τοποθέτηση…, αλλά για να τοποθετηθούν ομπρέλες και ξαπλώστρες.

Έχει χαθεί, έχει ατονήσει, δεν υπάρχει ο σχετικός προβληματισμός, η τάση να αποφεύγουμε τη γενική (ιδού, λ.χ., σήμερα η επικρατέστερη σύνταξη είναι «η τάση αποφυγής της γενικής»). Γιατί όταν επισήμαινε κανείς ότι στη δημοτική αποφεύγεται η γενική, γιατί είναι δύσκαμπτη, ότι στη δημοτική προτιμάται η αναλυτική σύνταξη αντί για τη συνθετική κ.ο.κ., αυτή η οδηγία, ας την πω, ακουγόταν, υποσυνείδητα προφανώς, σαν διαταγή, και ξεσήκωνε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του Έλληνος του οποίου ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει, του Νεοέλληνος που αντιδρά ακόμα και στον όρο «δημοτική», και επαναστατεί απέναντι σε ό,τι συνδέεται με αυτήν.

Όλο και εδραιώνεται λοιπόν η γενική, όχι μόνο με την ονοματική σύνταξη, αλλά και παντού αλλού, ακόμα και εκεί που θα μπορούσε κάλλιστα να αποφευχθεί. Χαρακτηριστικό το απολύτως κοινολεκτούμενο από καιρό στους ηθοποιούς: «κατά τη διάρκεια (ή στη διάρκεια) των προβών», αντί, πολύ απλά: «στις πρόβες».

Έτσι:

– τόνισε την ανάγκη προστασίας της πανίδας των υγροτοπικών περιοχών= 4 γενικές, αντί για 2: τόνισε την ανάγκη να προστατευτεί η πανίδα των υγροτοπικών περιοχών·

– ο φωτισμός μπορεί να αποσκοπεί στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και παράγοντα αποπροσανατολισμού της μεταναστευτικής ορνιθοπανίδας και δυσχέρανσης της κίνησης της τοπικής ορνιθοπανίδας= ο φωτισμός μπορεί να έχει σκοπό να αναδείξει τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά ταυτόχρονα αποπροσανατολίζει… και δυσχεραίνει την κίνηση της τοπικής ορνιθοπανίδας= 9 γενικές αντί για 2!

– επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πωλήσεις [...] κονσολών παιχνιδιών = που πουλάνε… κτλ.

– η αποθεραπεία του πηγαίνει καλύτερα των προσδοκιών· και άλλο: η πορεία της αποθεραπείας του Κιμ Τιλί εξελίσσεται καλύτερα των προσδοκιών…

– η διεκδίκηση νησιών και ξερών·

– ορίσαμε ραντεβού στις λίγες ώρες που μεσολαβούσαν των ταξιδιών του·

– απαλλάσσεται όλων των βαριδιών·

– ιδιοποιείτο (!) της περιουσίας τους…

* Μια βασική ιδεοληψία, υπόρρητη έστω, ότι η Μία και Μόνη όλα τα μπορεί, όλα τα φτιάχνει, οσοδήποτε κακόζηλα, ή αυθαίρετα λογιοπρεπή (με ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν με γενική), αδόκιμα, ή σουρεαλιστικά:

– μάχονται των δουλειών και των ζωών τους·

– ο δίσκος του ευτύχησε υψηλών πωλήσεων.

Ας επιστρέψουμε όμως στην κανονικότητα, κατά το σύνθημα των ημερών. Δεν είναι πάντοτε εύκολο ή και εφικτό να αποφεύγεται η γενική, γενικά, η γενική πληθυντικού, ειδικότερα. Όμως η «τοποθέτηση καμερών» θα μπορούσε συχνά να είναι «τοποθέτηση κάμερας», και το να «απαγορεύεται η χρήση καμερών στα σχολεία [στο σχολείο!]», θα μπορούσε επίσης να είναι: «απαγορεύονται οι κάμερες στα σχολεία/στο σχολείο».

Ξανά μανά: ό,τι ξενίζει σήμερα, αν υιοθετηθεί από τη γλωσσική κοινότητα, αύριο θα είναι δόκιμο, σωστό, δεν θα ξενίζει πια κανέναν.

Αλλά επίσης ξανά μανά: όταν μιλάμε για τη γλώσσα, μιλάμε για την κοινωνία, μιλάμε για μας.

buzz it!

9/10/21

Και ενεφύσησεν πνοήν ζωής

 (Εφημερίδα των συντακτών 9 Οκτ. 2021)

(Νταβίδ Αλφάρο Σικέιρος, από την εικονογράφηση της 1ης έκδοσης του Κάντο Χενεράλ, 1950 –από katiousa.gr)

 

* Ιούνιος 1974, διερευνητικό ταξίδι στο Παρίσι, όπου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και την περίφημη Εκόλ Πρατίκ μπορεί κανείς να γραφτεί χωρίς απολυτήριο λυκείου –η περίπτωσή μου. Η φίλη μου η Θοδώρα, που κάνει μεταπτυχιακό εκεί, με φιλοξενεί κρυφά στο δωμάτιό της, στο Ελληνικό Σπίτι στην Πανεπιστημιούπολη, στη Σιτέ. Tο πρώτο που κάνω, και συνεχίζω επί μέρες, είναι να παίζω στο πικάπ, επιτέλους ελεύθερα και στη διαπασών, το τραγούδι-ποταμός «Χάρης 1944» του Θεοδωράκη σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη, που ακούγεται ώς κάτω στον κήπο –πόσοι θα μ’ έβριζαν τότε…

Στον οποίο Θεοδωράκη έχω να μεταφέρω κάποια απάντηση από το εδώ αφεντικό και φίλο μου στις εκδόσεις Ολκός, τον Αντώνη Καρκαγιάννη, και τον «συνεταίρο», τον Δήμο Μαυρομμάτη, φυσιογνωμίες της Αριστεράς και οι δύο, της Ομάδας του Χάους, στους οποίους είχε στείλει τότε κοντά ο Θεοδωράκης 44 σελίδες υπόμνημα για την ενότητα της Αριστεράς.

Μου ’χουν δώσει το τηλέφωνο ενός δικηγόρου, στενού συνεργάτη του Μίκη, τηλεφωνώ, μου λέει πως ο Μίκης είναι σε περιοδεία στη Γερμανία, έρχεται όμως κάθε Τετάρτη που γίνονται πρόβες στο Καθολικό Ινστιτούτο για ένα του έργο –ήταν το Κάντο Χενεράλ, που θα το πρωτοπαρουσίαζε σε λίγους μήνες στο φεστιβάλ της Ουμανιτέ. Μου δίνει τη διεύθυνση, έλα την επόμενη Τετάρτη, μου λέει, και το κανονίζουμε.

Την Τετάρτη, φτάνουμε με τη φίλη μου τη Θοδώρα, η πρόβα της χορωδίας έχει αρχίσει, ο Μίκης δεν ήταν εκεί, ακούμε ένα άνευρο, υποτονικό έργο: πάει, ξόφλησε ο Μίκης, στεναχωριόμαστε κι οι δύο φεύγοντας.

Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη Τετάρτη ο Μίκης είναι εκεί, με τη Μυρτώ και μια μεγαλούτσικη παρέα, και παρακολουθεί την πρόβα, το ίδιο υποτονικό κομμάτι: «Όχι, όχι, δεν είναι έτσι!» πετάγεται όρθιος ξαφνικά, πάει μπροστά κι αρχίζει να διευθύνει, το κομμάτι αμέσως μεταμορφώνεται και λάμπει, αφήνει ο Μίκης τον διευθυντή να συνεχίσει με το καινούριο τέμπο, κι ο ίδιος περνάει διαδοχικά από όλες τις ομάδες, σοπράνο, άλτο, τενόρους, βαρύτονους, μπάσους, χώνεται ανάμεσά τους και τραγουδάει μαζί τους: και ενεφύσησεν αυτοίς πνοήν ζωής!

* Το ασχημόπαπο που γίνεται κύκνος, το άνευρο, το υποτονικό κομμάτι που γίνεται ένα εμπνευσμένο έργο, μια έκρηξη ρυθμού και μελωδίας, όπως το είχε συλλάβει προφανώς ο συνθέτης.

Το θαύμα συντελείται μπροστά μας! Κι αν έχω εμπειρία από την κλασική μουσική, με τις διαφορετικές εκτελέσεις που άλλαζαν ένα έργο, τον ξένο μαέστρο που μεταμόρφωνε την έρμη την Κρατική μας κτλ. Τώρα όμως το ’βλεπα με τα ίδια μου τα μάτια, το ζούσα!

Η πρόβα τελειώνει, οι χορωδοί φεύγουν σιγά σιγά, μένουν μερικοί, που πλησιάζουν τον Μίκη και μαζί με τον διευθυντή τους κάτι τον ρωτάνε, κάτι τους λέει.

* Και νά, θαύμα νούμερο δύο, κάθεται ο Μίκης στο πιάνο, κι αρχίζει: «Όταν το πρώτο πιάνο παίζει αυτό…», παίζει και συνοδεύει με τη φωνή, «το δεύτερο πιάνο παίζει αυτό…», και παίζει και συνοδεύει με τη φωνή· «ενώ τα κρουστά παίζουν αυτό…» κ.ο.κ., κάνει δηλαδή όλα τα όργανα του μουσικού συνόλου και μαζί τη χορωδία. Δεν υπάρχουν λόγια!

«Παίξε μας κάνα τραγούδι, ρε Μίκη» ακούγεται, όταν τελειώνει, μια φωνή, αρχίζει ο Μίκης, έχουμε πλησιάσει όλοι στο μεταξύ, «αχ Μαργαρίτα, μαγιοπούλα», και νά τα δάκρυα, κλάματα σωστά μετά… Το μίνι ρεσιτάλ προχωρεί, τα μάτια τρέχουν, πώς θα πάω να του πω εγώ μετά πως είπε ο Αντώνης με τον Δήμο να σας πω…

Στο τέλος με συστήνει ο συνεργάτης δικηγόρος, ο πάντα προσηνής Μίκης με χτυπάει στην πλάτη, «Έλα» μου λέει, «θα πάμε στο τάδε μέρος για φαγητό, θα ’ναι και η Μελίνα…», εγώ ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί: «συζήτηση» έτσι κι αλλιώς δεν θα γινόταν, το βασικότερο όμως: είχα κομπλάρει εντελώς… Αρνήθηκα αμήχανα την πρόσκληση, είπαμε αόριστα για κάποιαν άλλη φορά, θα κανόνιζα με τον δικηγόρο.

Η άλλη φορά θα ήταν έπειτα από μια συναυλία που θα έδινε ο Μίκης, συμπαράσταση στους Μαροκινούς φοιτητές που έκαναν πολυήμερη απεργία πείνας, στο Περίπτερό τους, στην Πανεπιστημιούπολη. Ημερομηνία, 23 Ιουλίου 1974! Περνάει η ώρα, περνάει, πουθενά ο Μίκης. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στη σκηνή: «Απόψε η δημοκρατία γύρισε στη χώρα μου» άρχισε, και κόντεψε να πέσει το κτίριο, «και κατεβαίνουμε με τον Καραμανλή στην Ελλάδα…» είπε και βγήκε. Πανδαιμόνιο, οι Έλληνες πεταχτήκαμε έξω, στο φουαγιέ, πηδώντας πάνω απ’ τα καθίσματα, πάνω από τους εξαντλημένους απεργούς που ήταν ξαπλωμένοι στα πλαϊνά σκαλοπάτια –όλο το φουαγιέ ένα πηγαδάκι γύρω από τον Μίκη, μπας και μάθουμε κάτι απ’ όσα δεν ήξερε ούτε ο ίδιος ακόμα.

Η περίφημη «αποστολή» δεν εξετελέσθη ποτέ. Όμως η βραδιά που έζησα το θαύμα μπρος στα μάτια μου είναι από τους θησαυρούς που κουβαλάω στη ζωή μου, και ανατριχιάζω όποτε τον ανακαλώ και τον μοιράζομαι με κάποιον, νά, λόγου χάρη, τώρα που γράφω.

Και μεγαλύνω άλλη μια φορά τον Μίκη.

buzz it!

2/10/21

Το σπουδαιότερο τραγούδι του Μίκη

 (Εφημερίδα των συντακτών 2 Οκτ. 2021)

* Σήμερα, 2 Οκτωβρίου, κλείνει ακριβώς ένας μήνας από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, ένας μήνας σαν μια μέρα, μια στιγμή, όπως μια στιγμή πάντα, ένα τίποτα, θα μοιάζει να μας χωρίζει από τον βιολογικό θάνατο ενός δημιουργού που το πλούσιο έργο του θα είναι διαρκώς ολοζώντανο, παρόν, δίπλα μας, μέσα μας, παντού.

Δεν συμβαίνει πάντοτε το ίδιο, πιστεύω, με κάθε μεγάλο δημιουργό, και σίγουρα με μη μουσικό: η μουσική ήταν πάντα περισσότερο προσιτή, ευκολότερα ανακαλέσιμη, απ’ ό,τι η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η γλυπτική, το θέατρο –το πιο αδικημένο, εν προκειμένω. Αυτό είναι το εύκολο μέρος στον συλλογισμό μου, το δύσκολο είναι να υποστηρίξω γιατί ο Μίκης είναι περισσότερο παρών απ’ ό,τι θα ήταν οποιοσδήποτε εξίσου μεγάλος συνθέτης. Ίσως, σκέφτομαι, επειδή το έργο του δέθηκε αξεδιάλυτα με την ιστορία και τις περιπέτειες του τόπου, με την πολύ συγκεκριμένη ιστορία και τις πολύ συγκεκριμένες περιπέτειες, μιας χώρας που έβγαινε από έναν παγκόσμιο πόλεμο μαζί κι από έναν ακόμα πιο καθοριστικό για το μέλλον της εμφύλιο· και σύντομα, μέσα από ασταθή, ανώμαλη πολιτική ζωή, βούλιαξε σε μια δικτατορία, ούτε ενός, ούτε δύο…, αλλά εφτά χρόνων.

Και μαζί με όλα αυτά, ο Μίκης δεν υπήρξε απλώς ο δημιουργός που μέσα από το σπίτι ή το γραφείο του έγραφε εμπνευσμένη αλλά πάντα στρατευμένη μουσική· υπήρξε ταυτόχρονα και στρατευμένος αγωνιστής, μάχιμος πολιτικός, που έγραφε μέσα στα χαρακώματα, μέσα απ’ τη φυλακή ή την εξορία.

* Το τίμημα της πρωτοπορίας είναι συχνά βαρύ. Ανατρέχω για πολλοστή φορά στους «Δρόμους μέσα στην ομίχλη» του Κούντερα (Προδομένες διαθήκες, Εστία, 1993), εκεί όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει (σ. 263-264):

«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.

»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στον δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει τον δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί.

»Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»

* Ο Μίκης, πάντα στην πρώτη γραμμή, διέπραξε λάθη θηριώδη. Πολύ πριν κι από το «Καραμανλής ή τανκς», αντιμετωπιζόταν, στην καλύτερη περίπτωση, συγκαταβατικά για τις παλινωδίες του. Που πια τα τελευταία χρόνια τον οδήγησαν σε ακραίες εθνικιστικές θέσεις. Προσωπικά, και μ’ όλη μου τη λατρεία για τον δημιουργό, έχω σχολιάσει επανειλημμένα τις διάφορες αλλοπρόσαλλες τοποθετήσεις του, και δεν θα έπαιρνα πίσω ούτε ένα γιώτα. Η αναφορά στην ομίχλη καλεί απλώς, άλλη μια φορά, να καταλάβουμε –κάτι εντελώς διαφορετικό από το να δικαιολογήσουμε.

Όμως ο Μίκης πριν από το τέλος του έγραψε το καλύτερο, το σπουδαιότερο τραγούδι του, την περίφημη επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, το μεγαλύτερο δώρο στον εαυτό του, στην Ιστορία, σ' εμάς, όπως σημείωσα αλλού επιγραμματικά εκείνες τις μέρες.

* Ήταν μια μοναδική κίνηση του Μίκη. Που, αν έκανε ευθέως αυτοκριτική, σαν τι θα έλεγε δηλαδή; έκανα λάθος, παρασύρθηκα, δεν ήξερα τι λέω; ή μπέρδεψα τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό (και τον χρυσαυγιτισμό); Μάλλον τη γενική δυσπιστία θα αντιμετώπιζε, και τη χλεύη.

«Τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ' το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”» είπε· «θέλω να πεθάνω σαν κομμουνιστής». Στην αριστερά είχε στρατευτεί ο Μίκης, από τις δικές της επάλξεις αγωνίστηκε και μάτωσε, αυτή ήταν το μεγάλο μέγεθος, οι αγώνες της και αγώνες του τα μεγάλα μεγέθη.

Και έκλεισε τα στόματα των λύκων που τον νόμιζαν δικό τους, αλλά και τα δικά μας. “Έχασε την ευκαιρία να φανεί εθνικός ηγέτης, να συνενώσει τους Έλληνες”, σχολίασαν πικρόχολα κάποιοι. Όμως όχι· δεν χρειαζόμαστε συνένωση με τους λύκους. Δεν συμφιλιώνεται η αριστερά με τους εχθρούς της· δεν συμφιλιωνόμαστε εμείς με τους από κει, ποτέ δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει τέτοια συνένωση, σύμπτωση, συμπόρευση.

Ο Μίκης έδειξε άλλη μια φορά τη βαθιά, τη ριζική τομή.

Και τον ευχαριστούμε.

buzz it!

31/7/21

Απρέπειες, τις λέμε και ουρανομήκεις

 (Εφημερίδα των συντακτών 31 Ιουλ. 2021)

* Κουκουέδες, όχι, δεν λέμε! Δεν ξέρω πότε θ’ αξιωθώ να γράψω δυο λόγια για έναν καλαίσθητο τόμο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νήσος, με την επιμέλεια της μεταφράστριας και καθηγήτριας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αθηνών Μαρίας Παπαδήμα: Πολίτες της Βαβυλωνίας είναι ο τίτλος, με κείμενα 29 μεταφραστών, χωρισμένα σύμφωνα με την εμπνευσμένη αρχιτεκτονική της επιμελήτριας σε τέσσερις διακριτές ενότητες (κάποιοι μίλησαν για συλλογή ετερόκλητων κειμένων!) με τρία ιντερμέτζα ανάμεσά τους.

Απλή σημείωση για την ώρα, δημόσια ευχαριστία στην έξοχη μαστόρισσα Παπαδήμα, με κίνδυνο να φανεί κολακεία, αφού ανάμεσα στους 29 είναι κι η αφεντιά μου (ουσιαστικά αναθεωρημένες και εμπλουτισμένες δύο επιφυλλίδες μου εδώ, η μία για την τύχη των μεταφράσεων του Κούντερα, κι η άλλη για την αλλαγή του τίτλου της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι σε Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, όπως εναλλάσσεται εξάλλου μέσα στο ίδιο το βιβλίο, και προπαντός όπως το είχε δεχτεί ο συγγραφέας).

Χάρηκα έτσι μόλις είδα στο φέισμπουκ να αναπαράγεται ένα σχετικό κείμενο του Ανδρέα Παππά («Τη “Βαβυλωνία” μην την κλαις», Τα Νέα 17/7) και ετοιμάστηκα να το αναδημοσιεύσω. Ώσπου προχωρώντας στο διάβασμα, αλήθεια πάγωσα.

* Πρώτα να ξαναπώ ότι οφείλω χάριτες στην Ανδρέα Παππά για μια καίρια παρέμβασή του στην Κεντρωτιάδα στο Αντί παλιά (άρθρα επί άρθρων ανάμεσα σ’ εμένα και τον Κεντρωτή, για μια μετάφραση του Μούζιλ), όπου διέκοψε το παραλήρημα μεγαλείου του μεταφραστή με μερικές κωμικά, κατά τα γνωστά πλέον, ανελλήνιστες εκφράσεις του, αλλά προπάντων υποδεικνύοντας την άγνοιά του στα μουσικά, αφού «εξηγούσε», σε σημείωση κιόλας, ότι το μπάσο κοντίνουο (μουσική συνοδεία) είναι μουσικό όργανο! Και επίσης του οφείλουμε όλοι ένα πρόσφατο, εξαίρετο κείμενο για το διαβόητο Λεξικό Μπαμπινιώτη, μ’ ένα μοναδικό, σπαρταριστό εύρημά του (που θα το δούμε κι από δω, με κάτι Μπαμπινιώτικα που τάζω από καιρό, έχει όμως πια αηδιάσει ακόμα και το πληκτρολόγιό μου).

* Τώρα όμως η απρέπεια. Ο Α.Π. μιλά για τη βελτίωση του επιπέδου των μεταφράσεων από την περίοδο 1968-73: «Έχει παρέλθει οριστικά η εποχή όπου μεταφράσεις έκαναν κατά κανόνα κυρίες που είχαν πρόσφατα χωρίσει (“δώσ’ της κάτι, της καημένης, να περνάει η ώρα της”) και κουκουέδες που γύριζαν από τις εξορίες ή από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ αργότερα».

Προσπερνώ το άκομψο σχόλιο για τις χωρισμένες κυρίες. Πάω στο άλλο σκέλος, και αναφωνώ, με όλη μου τη δύναμη, πως «κουκουέδες», με όσον αντικομμουνισμό κι αν διακατέχεται κανείς, απόλυτο δικαίωμά του, κουκουέδες, όχι, δεν λέμε, και πάντως δεν γράφουμε.

Το ουσιαστικότερο όμως είναι η ανιστόρητη και μαζί αμοραλιστική αναφορά στους ανθρώπους που γύριζαν καθημαγμένοι από φυλακές και εξορίες και αναζητούσαν ένα κομμάτι τίμιο ψωμί. Χώρια το πιο πολύ κι από ανιστόρητο, το εγκληματικά άδικο και άηθες εντέλει, η ταύτιση όλων αυτών των ανθρώπων με την κομματική ηγεσία, απ’ την οποία βρέθηκαν συχνά κυνηγημένοι οι ίδιοι, προπάντων η ταύτιση των πρώιμων αγωνιστών μ’ αυτό στο οποίο εξελίχτηκε το κομμουνιστικό ιδεώδες.

Τίποτ’ άλλο.

* Είπα απρέπειες, στον πληθυντικό. Είδα και ξαναείδα αφίσες διαφημιστικές: «Μιχαήλ Μαρμαρινός / Ιχνευταί Σοφοκλή…», μετάφραση πουθενά. Κι όμως, συνήθως πρώτα αναγράφεται ο συγγραφέας, έπειτα ο τίτλος του έργου, ακολουθεί ο μεταφραστής, αφού αυτός «εκπροσωπεί» τον συγγραφέα τώρα, και έπειτα πια ο σκηνοθέτης. Κάποια φορά διάβασα για «ελεύθερη απόδοση», και φαντάστηκα πως ο σκηνοθέτης, διόλου ασύνηθες, θα έκανε και τη μετάφραση του έργου.

Ώσπου είδα, σε συνέντευξη πια, συμπτωματικά δηλαδή, ότι ο σκηνοθέτης διάβασε μια «έμμετρη μετάφραση από κάποιον Εμμανουήλ Δαυίδ, μια κατά τη γνώμη [τ]ου συγκλονιστική μετάφραση αυτής της εποχής κιόλας [1933], την οποία διαβάζεις και δεν αλλάζεις λέξη»! Στη LifO αυτά (21/7), όπου στο τέλος η ταυτότητα της παράστασης, με όλους τους συντελεστές: «“Ιχνευταί” του Σοφοκλή / Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 23-25 Ιουλίου / Ελεύθερη έμμετρη απόδοση (1933) / Σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινός…» κτλ. κτλ.

Ώστε ανώνυμος ο συγκλονιστικός!

* Κι αφήνω την αρχοντοχωριατιά, το «Ιχνευταί Σοφοκλή» στις αφίσες, όπως μερικά χρόνια πριν με «τις Βάκχας» του Ξενάκη, όπως έγραφαν, έφτασαν μάλιστα και στο «τις Βάκχαι» –ίσως από παραδρομή, ίσως όμως κι από την άλλη τάση: «οι υπεύθυνοι της Κτηματολόγιο» ή «το μενού του Βλάσσης» κ.ο.κ.

Καταρχήν, εάν «Ιχνευταί», τότε και «Σοφοκλέους», για να συνεννοούμαστε στα πιο απλά. Έπειτα όμως, το σοβαρότερο: σ’ αυτά τα «Βάκχαι», «Ιχνευταί», ακόμα και στα σκέτα ορθογραφικά, «Αχαρνής», «Ιππής» κτλ., επιμένουν, με φοβερό μάλιστα μένος, αυτοί που κόπτονται ίσα ίσα για τη συνέχεια της γλώσσας, την ίδια ακριβώς στιγμή που την αρνούνται! Γιατί «συνέχεια της γλώσσας» είναι οι Ιχνευταί που έγιναν Ιχνευτές, οι Αχαρνής Αχαρνείς, άνδρας/άντρας ο ανήρ, γυναίκα η γυνή.

Δεν μας έφτανε ο καύσωνας, δηλαδή…

Καλό καλοκαίρι εν πάση περιπτώσει· κι αν αργήσουμε, πάλι εδώ θα βρεθούμε.

buzz it!

24/7/21

(1) Η «χούντα» των εμβολίων και (2) Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

 (Εφημερίδα των συντακτών 24 Ιουλ. 2021)

1. Η δολοφονία του αυτονόητου, ή η αυτοκτονία του, όπως το πάρει κανείς: Διαβάζω και ξαναδιαβάζω κείμενα δικών μας, που τους εκτιμώ και τους εμπιστεύομαι, προς στιγμήν με πείθουν, μα γρήγορα (αν όχι αμέσως και εξαιτίας τους) ξαναβουλιάζω στις αρχικές μου, ακόμα πιο βασανιστικές τώρα, σκέψεις.

Και με δεδομένη φυσικά την εναντίωση στην κυβέρνηση της αμετροέπειας, της παλινωδίας, και προπαντός της εγκληματικής αδιαφορίας (δημόσιο σύστημα υγείας, μέσα μαζικής μεταφοράς κτλ.), αναρωτιέμαι:

Πόσο περισσότερο παραβιάζουν τις ατομικές μας ελευθερίες και την αυτοδιάθεση του σώματός μας κ.ο.κ. τα εμβόλια και η αυριανή υποχρεωτικότητά τους, όχι από τα τόσα ήδη υποχρεωτικά εμβόλια από την παιδική μας ηλικία, αλλά από ένα τεράστιο πλέγμα απαγορεύσεων (και συνεπώς αντίστοιχων περιστολών των ατομικών μας ελευθεριών!): υποχρεωτικό κράνος στη μηχανή, υποχρεωτική ζώνη στο αυτοκίνητο, υποχρεωτικά όρια ταχύτητας, έως τις υποχρεωτικές ώρες κοινής ησυχίας ακόμα ακόμα, απαγορεύσεις που στόχο έχουν να προστατέψουν τον εαυτό μας και τους γύρω μας, το κοινωνικό σύνολο, την ισορροπία του κοινωνικού συνόλου, αν όχι την ίδια τη συγκρότησή του, την ύπαρξή του.

Δεν αναφέρομαι προφανώς στο αν τηρούνται ή όχι οι απαγορεύσεις αυτές, ή αν και πόσο εξορθολογισμένες είναι όλες κτλ.· σημασία έχει πως αποτελούν αδιαμφισβήτητους νόμους με τις συνακόλουθες ποινές.

Και δεν αναφέρομαι επίσης σε νομικά κενά που καθιστούν αδύνατο και αντισυνταγματικό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ουσιαστικά ότι τα εμβόλια δεν έχουν πάρει ακόμα κανονική άδεια: προφανώς και δεν εννοούν αυτού του τύπου την αντισυνταγματικότητα οι αντιεμβολιαστές και κήρυκες της αυτοδιάθεσης του σώματός τους· ακριβέστερα: οι πριν και από το εμβόλιο αρνητές της ύπαρξης του ιού και της σοβαρότητάς του –γιατί τότε άρχισε να δημιουργείται το μέτωπο, έστω το ρεύμα που εξέβαλε νομοτελειακά στον αντιεμβολιασμό!

Και τότε ειλικρινά αδυνατώ να καταλάβω το αυτομαστίγωμα μέρους της αριστεράς, πως η αριστερά των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών δεν μπήκε μπροστά σ’ αυτούς τους αγώνες για την περιστολή των ελευθεριών κτλ. και άφησε το πεδίο ελεύθερο στην ακροδεξιά και τον χώρο του ανορθολογισμού...

Που με τον τρόπο του, φοβάμαι τώρα εγώ, μας διαβρώνει, και σίγουρα μας επιβάλλει τον ρυθμό του.

 

2. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Αμοραλισμός, αήθεια, προπάντων ανιστόρητη οπτική, δεν έμεινε στερητικό άλφα που να μην το φόρεσε μονάχη της παράσημο η Ασώτη Ατριανταφύλλου, καμαρωτά καμαρωτά επιπλέον, γιατί το πρώτο που τη χαρακτηρίζει είναι η αν-αισθησία, με την επιστημονική, ας πούμε, έννοια του όρου, η ασυναίσθηση, μάλλον ανενσυναίσθηση που θα λέγαμε τώρα.

Στα Νέα λοιπόν διαβάζουμε («Δολοφονία Θάνου Αξαρλιάν: Το “μοναδικό λάθος” της 17 Νοέμβρη», 11/7):

«Το 2008, ο ίδιος λαός παρ’ ολίγο να στερηθεί τη γιορτή των Χριστουγέννων επειδή αστυνομικός πυροβόλησε ένα βράδυ στα Εξάρχεια τον 16χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο που κινούνταν στον αναρχικό χώρο: αν ο Αλέξης δεν είχε τις παρέες που είχε, οι τόνοι θα ήταν χαμηλότεροι και η ελληνική κοινωνία δεν θα είχε χάσει μια ολόκληρη δεκαετία καταστροφής και κοινωνικού μίσους. Κι αν επρόκειτο για μέλος δεξιάς οργάνωσης δεν θα κουνιόταν φύλλο. Το ίδιο αληθεύει και για τον φόνο του Παύλου Φύσσα: εφόσον η αριστερά υπαγορεύει το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο, αν ο Παύλος Φύσσας ήταν δεξιός, ηλικιωμένος και ασκούσε ένα ανιαρό επάγγελμα –όχι εκείνο του ράπερ– η δολοφονία του δεν θα είχε συγκλονίσει ολόκληρη τη χώρα, ούτε θα είχε μετονομαστεί δρόμος προς τιμήν του».

Όλους του χαρακτηρισμούς τούς εξάντλησα στην αρχή. Τώρα πια συμπαραστεκόμαστε στην ανιστορική ιστορικό, που παραλίγο να χάσει τα Χριστούγεννά της για έναν αναίτια δολοφονημένο έφηβο, και εφεξής ταράσσεται ο ύπνος της με τη δολοφονία τού πάσα ένα, μη δεξιού εννοείται, όπως του Παύλου Φύσσα, με τον αριστερής προέλευσης σάλο που προκαλείται.

Έμεινε κι η αηδία, αλλά δεν της τη χαλαλίζω, γιατί η αηδία είναι συναίσθημα, συναίσθημα ανθρώπινο, και η εν λόγω έχει δραπετεύσει προ πολλού από τα τετριμμένα ανθρώπινα, που ίσα ίσα τα χλευάζει.

Μονάχα μία στιγμή, ας δεχτούμε ότι έχουμε μπροστά μας μια όντως ιστορικό. Και τη διαβάζουμε, από το ίδιο πάντα άρθρο:

«Έτσι κι αλλιώς [η ακροδεξιά], μετά τη δεκαετία του 1950-60 έχει υποχωρήσει: της λείπουν οι οπαδοί· το ακροδεξιό ιδεολογικό υπόβαθρο παραείναι ισχνό για να δικαιολογήσει φόνους και να στρατολογήσει εκτελεστές».

Και τότε τη ρωτάμε: αφού φαλίρισε η ακροδεξιά (τη σβήσαμε μ’ ένα σφουγγάρι δηλαδή!), ποια ακροαριστερά, τύπου 17Ν ή άλλου, δολοφόνησε εν ψυχρώ τον έφηβο Γρηγορόπουλο ή τον Παύλο Φύσσα.

Πώς και κατάφερε δηλαδή να εξαφανίσει πίσω από τόση ανιστορική προσέγγιση κοτζάμ Χρυσή Αυγή, με κοντά μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους; Ή πώς την προσδιορίζει τότε; Ή πού επιτέλους ζει μετά το 1950-60 το ακοριτσάκι με τα ασπίρτα;

Ζει; Ή είναι μόνο παραμύθι; Για παιδιά βεβαίως, και πάντως τρόμου.

buzz it!