21/5/17

Ο ανθέλλην Θεός της Ελλάδας και η μοβόρα Παναγιά

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Μαΐου 2017)


«Είχε άγιο», «Βοήθησε ο Θεός», «Ο Θεός είναι μεγάλος», «Η Παναγία την έσωσε» είπαν οι οικείοι της 26χρονης Βασιλικής Πλεξίδα που βγήκε ζωντανή από τη συντριβή του στρατιωτικού ελικοπτέρου πριν από ένα μήνα, ενώ για «θαύμα» μίλησε, κάνοντας τον σταυρό του, ο αστυνομικός που τη βρήκε.[1]

Μας είναι απολύτως οικείες οι εκφράσεις αυτές, στερεοτυπικές θα μπορούσαμε να τις πούμε, που δεν εκφράζουν σώνει και καλά θρησκευτικότητα και πίστη, ίδια με τις καθημερινές επιφωνηματικές εκφράσεις, από χείλη πιστών και απίστων: «Αχ, Θεέ μου!», «Κύριε ελέησον!», «Έλα Χριστέ και Παναγιά!» κτλ.

Εμείς ωστόσο θα σταθούμε στις περιπτώσεις όπου τα παραλίγο θύματα και οι δικοί τους εκφράζουν την πίστη και την ευγνωμοσύνη τους στο θείο. Απολύτως κατανοητή η αντίδραση, που όμως ακούγεται απάνθρωπη, ιδίως για τους οικείους όσων δεν επέζησαν στο ίδιο δυστύχημα.

Ώστε οι νεκροί του συγκεκριμένου δυστυχήματος, οι τέσσερις στρατιωτικοί, από 28 ώς 55 ετών, με οικογένειες κι αυτοί, με μανάδες, γυναίκες και παιδιά κτλ., αυτοί δεν είχαν άγιο; τόσο αμαρτωλοί και άξιοι τιμωρίας, αυτοί και οι μανάδες, οι γυναίκες και τα παιδιά τους; Δεν τους βόηθησε αυτούς ο Θεός; Και γιατί; Δεν ήταν γι’ αυτούς μεγάλος ο Θεός; Ή, θα μπορούσε να συνεχίσει τώρα κανείς, ήταν μεγάλος για το ένα πέμπτο, μόλις κατά 20%, και εξ αντικειμένου μικρός για το 80%, κ.ο.κ.; Αμ η Παναγία, έσωσε τη μία, και άρα πήρε τη ζωή άλλων τεσσάρων;

Ασεβείς σκέψεις, σκανδαλιστικές –μπροστά όμως σε μια σκανδαλιστική πραγματικότητα, αλλά και σκανδαλιστική λογική, απάνθρωπη, ξαναλέω, για τα τέσσερα τώρα θύματα και τους δικούς τους, ασεβής στη βαθύτερη ουσία της, απ’ την πλευρά μάλιστα των πιστών, όταν αποδίδει συγκεκριμένες στρατηγικές στο θείο, και το πιστώνει ή ανάλογα του χρεώνει επιτυχίες και αποτυχίες στα ανθρώπινα.

Ας θυμηθούμε «τον Θεό της Ελλάδας», που ακούμε αμετροεπώς, ιδίως σε κάποια αθλητική επιτυχία, που τον ακούγαμε κάθε τόσο από αρχιερατικά χείλη, από τον Χριστόδουλο, αντιχριστιανικά τώρα –αιρετικά, θα έλεγε κάποιος άλλος! Ή εντέλει ανοήτως, αν είναι να μην υπερβάλλουμε και παίρνουμε στα σοβαρά επιπόλαιες ρήσεις. Γιατί αν τάχα Θεός της Ελλάδας, π.χ. στο Γιούρο του 2004, τι στο καλό Θεός είναι όλες τις άλλες; Θεός τότε ποιας άλλης κάθε φορά χώρας, συχνά ούτε καν χριστιανικής;

Έχουμε όμως επιτυχίες στο μπάσκετ, με το Ευρωπαϊκό, που έξι φορές το έχει κατακτήσει ο Παναθηναϊκός και τρείς ο Ολυμπιακός: εννιά φορές δηλαδή ο Θεός των Ελλήνων Χριστιανών Ορθοδόξων απέναντι σε πολύ περισσότερους άλλους Θεούς, άσχημα όμως δεν είναι. Γράφω μεσοβδόμαδα, και την ώρα που θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές, ημέρα Σάββατο, θα είναι γνωστό αν την Παρασκευή, στον πρώτο ημιτελικό του φάιναλ φορ στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεός των Ελλήνων Χ.Ο. οδήγησε τον Ολυμπιακό σε νίκη, κατατροπώνοντας την ΤΣΣΚΑ και τον Θεό, οπ!, των ομόδοξων Ρώσων, των επίσης δηλαδή Χριστιανών Ορθοδόξων! Και αν συνέβη το παράδοξο πλην ευκταίο, θα περιμένουμε στον τελικό της Κυριακής να δούμε τον αγώνα του δικού μας Θεού απέναντι στον χριστιανό μεν, όμως ρωμαιοκαθολικό Θεό των Ισπανών της Ρεάλ, ή απέναντι στον Αλλάχ της τουρκικής Φενέρμπαχτσε: ντέρμπι τώρα σωστό, σύγκρουση θρησκειών και πολιτισμών –θα μεσιτέψει τώρα, είμαι σίγουρος, η Σώτη, που γνωρίζει πιένες τις μέρες αυτές!

Ανάγκη όμως να βάλει το χέρι της και η Παναγία, κι εδώ η μεσιτεία θα έρθει από τον χώρο του ποδοσφαίρου, π.χ. από τον γνωστό προπονητή Άγγελο Αναστασιάδη, που πήγαινε υποχρεωτικό εκκλησιασμό τους παίκτες της ομάδας του και διατράνωνε την πίστη του με αποφάνσεις όπως: «Μείναμε όρθιοι λόγω της Παναγίας», «Την ομάδα την έχω αφήσει στην Παναγιά», «Η Παναγιά θέλει να μας έχει στην τσίτα»· ή, όταν ο ΠΑΟΚ έχασε εντός έδρας από τον Παναθηναϊκό: «Φάγαμε δύο γκολ με λάθη δικά μας, γιατί [παύση, σκέψη, και:] έτσι ήθελε η Παναγιά!»

Ή πάλι, πίσω στο μπάσκετ, στον τελικό Ολυμπιακού-ΤΣΣΚΑ του 2012, πάλι στην Κωνσταντινούπολη, τη «Νέα Ρώμη», όπως επέμενε να τη λέει ο παρουσιαστής, ο οποίος, μετά την απροσδόκητη νίκη του Ολυμπιακού, ρωτούσε και ξαναρωτούσε επίμονα κάποιον αθλητικό παράγοντα, αν ήταν θέλημα Θεού, ώσπου να του απαντήσει εκείνος «ναι», και το έλεγε και το ξανάλεγε μετά, πως ήταν θέλημα Θεού, και έπειτα σε άλλον σχολιαστή, ξανά: «Ρώτησα πριν τον Χ αν ήταν θέλημα Θεού»!

Σεβαστή οπωσδήποτε η πίστη κάθε ανθρώπου, όμως η έκφρασή της κάποιες φορές, αν παραβλέψουμε το ότι αντιφάσκει προς εαυτήν, κυρίως ακυρώνει την ευθύνη του για το κακό, το ίδιο όπως και τον μόχθο του για το καλό. Και σε περιπτώσεις σαν κι αυτή που υπήρξε αφορμή μας, δυστυχήματα με νεκρούς, αποτελεί εντέλει ύβρη, ασέβεια απέναντι στη μνήμη των νεκρών και σπίλωσή τους.


[1] «Ένα παλικάρι» ιστορεί πώς ακριβώς έγινε το θαύμα, όταν η Παναγία ξήλωσε «όχι μόνο το κάθισμα [στο οποίο καθόταν η αρχιλοχίας] αλλά και το πάτωμα του ελικοπτέρου…» κτλ.

buzz it!

13/5/17

Ο Κώστας και η Φρόσω, ο Πλούτων και η Αχερουσία

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Μαΐου 2017)

Ο Άδης (νά ωραία ιδέα για βαφτιστικό) με τον Κέρβερο


Την αγαπημένη μου γιαγιά, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, Παναγιώτα βαφτισμένη, τη φωνάζανε Παναϊτίτσα, σπανίως Παναγιωτίτσα –εκτός απ’ το «Παναγιωτίτσα λυγερή» που της τραγούδαγα εγώ, γι’ αστείο πιο πολύ. Κι ο παππούς, που δεν τον γνώρισα, Παναγιώτης κι αυτός, Παναής για το χωριό. Έτσι, τα πρωτότοκα των τριών γιων τους ήταν: Παναγιώτης, ο αδερφός μου, Παναγιώτα και Παναγιώτα, οι ξαδέρφες από τους δύο θείους. Φυσικά, για την εποχή εκείνη, Τάκης, Γιώτα και Γιώτα.

Ίσως αυτό να ήταν ένας επιπλέον λόγος που είχα δυσκολευτεί, για να το πω όσο πιο άχρωμα γίνεται, με την παλιά ήδη τάση να επανέρχονται τα ονόματα στην αρχική, «επίσημη» μορφή τους, ο Πάνος ή ο Τάκης να γίνουν Παναγιώτης (όχι ο αδερφός μου, ευτυχώς), και Παναγιώτες οι Γιώτες (όχι οι ξαδέρφες μου, πάλι ευτυχώς), Κωνσταντίνος ο Κώστας ή ο Ντίνος, Βασίλειος ο Βασίλης, πόσο μάλλον ο Λάκης, Εμμανουήλ ο Μανόλης ή ο Μάνος, Ιωάννης ο Γιάννης: «Να με λέτε Ιωάννη!» είχε κάνει τότε την υπόδειξη στους δημοσιογράφους ο ολυμπιονίκης Μελισσανίδης και σχολιάστηκε δεόντως –το σημείωνα κι εγώ, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη τάση, κοιτάζω τώρα τα γραφτά μου, έτος 1999 (εποχή πάντως, δεν ξέρω συμπτωματικά ή όχι, που επανερχόταν πλησίστια, έπειτα από σχεδόν 20 αιώνες, η γενικής σε -ούς: «της Μυρτούς», κι από κοντά «της Γωγούς» κτλ.).

Ήταν πάντως γενικότερο το ξάφνιασμα μπροστά στην ταχύτητα με την οποία προγράφονταν σχεδόν όλα τα υποκοριστικά, άνθρωποι ενήλικοι τίναζαν θαρρείς με βδελυγμία αποπάνω τους την κατηγορία του «λαϊκού» και αποκαθιστούσαν το βαφτιστικό τους όνομα στην αρχική του μεγαλοπρέπεια. Σήμερα η αλλαγή είναι δεδομένη, σπάνια θ’ ακούσεις χαϊδευτικό, δεν θεωρείται πια εξεζητημένο να φωνάζεις ακόμα και σε μωρό παιδί: «μη αυτό, Κωνσταντίνε», ούτε Κώστα, είπαμε, ούτε Ντίνο, μα ούτε καν Κωστάκη· ή «έλα εδώ, Αγγελική», ούτε Αγγελικούλα, ούτε Λίκα, και πολύ περισσότερο Κούλα, κ.ο.κ.

Όμως, για τους παλιότερους εμάς, σίγουρα για μένα, είναι κάτι σαν μικρό δώρο να σου συστηθεί κάποιος σήμερα «Κώστας» αντί για Κωνσταντίνος, κάτι σαν φιλική χειρονομία, που ιδρύει αυτομάτως μια οικειότητα αναμεταξύ σας, αντί για την παγερότητα του επίσημου ονόματος, όπως αναγράφεται στην αστυνομική ταυτότητα και παρουσιάζεται φερειπείν σε δημόσια υπηρεσία.

Χάρηκα έτσι, που το παιδί με τα τεράστια γελαστά μάτια στην πισίνα, όταν μετά από καιρό πιάσαμε σε κάποιο διάλειμμα την κουβέντα, είπε ότι το λένε Κώστα –ένα νέο παιδί, στα 25 τότε, σαν από άλλη εποχή, ένα παιδί που δεν ήθελε να πάει διακοπές στο νησί του εκείνο το καλοκαίρι, γιατί είχε πεθάνει η γιαγιά, κι έτσι ούτε οι γονείς του θα κατέβαιναν, και θα του ’λειπε το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι, και πιο πολύ δεν θ’ άντεχε άδεια την αυλή όπου μαζεύονταν κάθε απόγεμα γύρω από την καπετάνισσα γιαγιά οι γειτόνισσες. Όντως από άλλη εποχή ο Κώστας, που είναι ολόκληρη ιστορία, και το κορίτσι του, άλλη έκπληξη τώρα, το λένε Φρόσω: σχεδόν δεν πίστευα στ’ αφτιά μου, όταν μου μίλησε γι’ αυτήν, και έπειτα στα μάτια μου, όταν τη γνώρισα, μια αιθέρια κοπέλα, νέα και μοντέρνα, όπως λέμε, κι όμως Φρόσω: είχε κρατήσει  τ’ όνομα με το οποίο τη φώναζαν μικρή· δεν το ’κανε Ευφροσύνη· όχι· Φρόσω: Ακούγεται υπερβολικό, μπορεί και όντως να ’ναι, χρειάζεται όμως κάποιου είδους γενναιότητα να υπερασπίσει κανείς το όνομά του, ή εν πάση περιπτώσει να παραμείνει αδιάφορος σε μόδες και κελεύσματα της εποχής, μικρά ή μεγάλα –και πάντως το όνομα κάποιου δεν είναι διόλου μικρή υπόθεση.

Έχουμε όμως φύγει πια και από την τάση να τηρείται «αναλλοίωτο» το βαφτιστικό όνομα γενικά. Η νέα τάση είναι τα αρχαιοελληνικά, μυθολογικά κ.ά. ονόματα, ο Αριστομένης, η Ιοκάστη, ο Ιάσων (όχι Ιάσονας), η Αμαρυλλίς, ο Περσέας κ.ο.κ.: «Είμαι η μόνη στην παιδική χαρά με παιδί με όνομα κοινό, Παναγιώτης. Όλο κάτι αρχαία ακούς, κάτι “Αναξίμανδρε”, μία μάλιστα φώναζε το παιδί της Πλούτωνα!» μου έλεγε η βοηθός του οδοντογιατρού μου, η πανέμορφη Ελένη, και διασκέδαζε τον πόνο μου καλύτερα από κάθε άλλο αναισθητικό.

Εδώ έχει ενδιαφέρον ότι η νεαρότατη Ελένη είχε βρει ήδη παραδεδομένο το Παναγιώτης, καθώς δεν έζησε την εποχή του χαϊδευτικού Πάνος ή Τάκης, όπως λέγαμε· Παναγιώτης και Κωνσταντίνος είναι τα δικά της ακούσματα, Παναγιώτης και Κωνσταντίνος είναι τα «κοινά» ονόματα σήμερα. Και αυτά ακριβώς τα κοινά ονόματα, επειδή ακριβώς είναι κοινά, πάει να υπερκεράσει η νέα τάση, την εποχή της όλο και πιο συχνής καταφυγής στο αρχαίο μας κλέος:

Αναξίμανδρος, λοιπόν. Αλλά και Πλούτων;

Άντε, και στην κόρη: Αχερουσία!


buzz it!

7/5/17

Αύριο ψηφίζουμε! Ή Μακρόν ή Λεπέν

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Απρ. 2017)


Αύριο Κυριακή ψηφίζουμε. Όλοι μας. Οι Γάλλοι άμεσα, εμείς έμμεσα, αλλά εξίσου καθοριστικά, για μας τους ίδιους, για τις ιδέες μας, την κοινωνία μας, την εποχή μας –γενικότερα τώρα, στην έτσι κι αλλιώς, εξ αντικειμένου και προ πολλού, παγκοσμιοποιημένη εποχή μας.

Ψηφίζουμε λοιπόν, ή ήδη ψηφίσαμε, ψήφισαν πολλοί, προκατέβαλαν δηλαδή τη θέση τους· σειρά μου τώρα, όχι για να πω τίποτα παραπάνω απ’ όσα ειπώθηκαν παρά γιατί οφείλω, όπως νομίζω πως οφείλει όποιος βρίσκεται, σε οποιαδήποτε γωνιά, με δημόσιο λόγο. Κι είναι πολύ μεγαλύτερη η οφειλή όσο κρισιμότερες είναι οι προκείμενες εκλογές, που δοκιμάζουν σκληρά όσα νομίζαμε ή θα ’πρεπε να είναι δεδομένα και αυτονόητα, τουλάχιστον στην αριστερά.

Και είναι μερικά από τα δεδομένα ή αυτονόητα, πρώτα και κύρια, οι ιδέες μας και συνακόλουθα η στάση μας απέναντι στον φασισμό, παλιό και νέο, την ακροδεξιά γενικότερα· έπειτα, απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, ιδίως σήμερα που έχουμε δει για τα καλά τα δόντια του.

Δεν είμαστε λοιπόν, ούτε λόγος, με τη Λεπέν και όλα όσα αντιπροσωπεύει ιστορικά αλλά και εκφράζει με τον παρόντα λόγο της, αυτή και οι όμοιοί της. Και δεν είμαστε, ούτε λόγος, με τον Μακρόν και όλα όσα αντιπροσωπεύει, αυτός και οι όμοιοί του. Γενικά και καταρχήν. Γιατί σε έναν δεύτερο γύρο εκλογών, όπου είναι μόνο δύο, αυτοί οι δύο, οι όποιοι δύο, εκεί διαλέγουμε, εκεί ψηφίζουμε. Ναι, το μικρότερο κακό, γιατί πάντοτε υπάρχει κάποιο μεγαλύτερο· εδώ μάλιστα το απόλυτο κακό.

Έχω αρθρογραφήσει πολλές φορές κατά της θεωρίας της χαμένης ψήφου, όταν ο συγγενέστερός μου χώρος, ΚΚΕ Εσωτερικού, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωνε ένα ποσοστό που με το ζόρι τον έβαζε στη Βουλή. Πίστευα πως έπρεπε πάντα να αντιπροσωπεύονται κάποιες ιδέες μέσα στη Βουλή, όσο και αν, παράλληλα, σίγουρα μ’ ένοιαζε και μ’ έκοφτε αν θα ’βγαινε Νέα Δημοκρατία ή ΠΑΣΟΚ. Όμως, σε δεύτερο γύρο, π.χ. σε δημοτικές εκλογές, όταν ήταν μόνο οι όποιοι δύο, σαφώς και ψήφιζα –ναι, το μικρότερο κακό.

Και τώρα έχουμε, ξαναλέω, το απόλυτο κακό, την ακροδεξιά, όπως τάχα κόσμια ονομάζουμε τον τάχα μεταλλαγμένο φασισμό. Την οποία σίγουρα εκτρέφει, εν προκειμένω ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό όμως δεν μπορεί να σημαίνει ότι ενισχύουμε άμεσα την ακροδεξιά, έστω με την έμμεση ψήφο μας, την αποχή εννοώ ή το λευκό. Οπότε, ψήφο στον Μακρόν, τον όποιο Μακρόν μάς απαλλάξει από το να έχουμε πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας τη Λεπέν. Ψήφο, θα έπρεπε, στην Κλίντον, την εκπρόσωπο, όντως, του παλιού και διεφθαρμένου, αν ήταν όμως να μας απαλλάξει από τον Τραμπ. Ή ψήφο στον Μητσοτάκη, κούφια η ώρα, αν ποτέ βρεθεί με μόνο τον Μιχαλολιάκο απέναντί του.

Νιώθω εντέλει αφελής με αυτά που γράφω, μου φαίνεται αδιανόητο πόσο εξοικειωθήκαμε πια με την εικόνα της ακροδεξιάς στον δημόσιο, πολιτικό και κοινωνικό βίο, δεν λέω πια με τους Καμμένους ή με τους εξαγνισμένους ίσα ίσα στην κοινή συνείδηση, τη συνείδησή μας, Αδώνηδες και Βορίδηδες, αλλά και με την ακόμα πιο ακραία και ανατριχιαστική εκδοχή, τους ευθέως (νεο)φασίστες και (νεο)ναζιστές Κασιδιάρηδες και Μιχαλολιάκους, με τη Λεπέν, στο θέμα μας, και το ενδεχόμενο να πετύχει ποσοστό πάνω κι από το τερατώδες έτσι κι αλλιώς 40%! Και παρακολουθούμε μια μανιχαϊστική προσέγγιση, εξόχως επιθετική μάλιστα («μικρόνοες», «πρόβατα», «εθελοντές σφουγγοκωλάριοι του Μακρόν», «πολιτικά αστοιχείωτοι», «κόσμος που δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από το κουτί» κ.ά.), μια πολιτική εντέλει ίσων αποστάσεων, που εξισώνει τον «οικονομικό φασισμό» του νεοφιλελευθερισμού με τον «πολιτικό φασισμό» της Λεπέν.

Έτσι, «ούτε χολέρα ούτε πανούκλα», λένε, στην Αυγή θεμελιώνεται η ομοιότητα Μακρόν και Τραμπ (!) και υιοθετείται το γαλλικό σύνθημα: «2017 Μακρόν = 2022 Λεπέν», ενώ συναφείς αναλύσεις καταλήγουν στον πλέον ανιστόρητο παραλληλισμό της εποχής του Μακρόν με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: Αλλά ακόμα κι αν ίσχυε η αναλογία αυτή, όταν σήμερα ξέρουμε αυτό που πάντως δεν ήξεραν τότε, πως δηλαδή οδηγούμαστε στην επικράτηση του φασισμού, πώς την αποτρέπουμε αυτή την επικράτηση; Φωνάζοντας: νά τη, νά τη, έρχεται –και παράλληλα συντελώντας στη διάνοιξη του δρόμου με την αποχή και το λευκό;

Το δίλημμα είναι σκληρό, όμως αμείλικτο. Και αν είναι απολύτως κατανοητή η συναισθηματική πλευρά, πώς στο καλό να ρίξεις ψήφο σε Μακρόν, Χίλαρι, Μητσοτάκη, δεν νοείται η θεωρητικοποίηση και ιδεολογικοποίηση της μη ψήφου, με άξονα μάλιστα τη γνωστή και ήκιστα αριστερή άποψη πως «όλοι ίδιοι είναι», κι άρα «δεν τα λερώνουμε τα χέρια μας εμείς»!

Όμως η Ιστορία δεν μας θέλει καθαρούς· μας θέλει μέτοχους, συμμέτοχους στο ιστορικό ακριβώς γίγνεσθαι, που περιλαμβάνει φυσικά και (τέτοιου είδους) εκλογές-επιλογές, και όχι περιπατητές με γάντια και ομπρελίνα, τουρίστες μανιακούς των σέλφι μπροστά σε τοπία ζόφου –για τον οποίο φταίνε τάχα μόνο οι άλλοι, όχι εμείς!

buzz it!