28/5/11

Το πείραμα του Ριάτσε και ο Σαββόπουλος, Ο Άνθιμος και η υπέρτερη ηθική

Τα Νέα, 28 Μαΐου 2011

            Το πείραμα του Ριάτσε και ο Σαββόπουλος

Ο δήμαρχος του Ριάτσε δήλωσε στην κυβέρνηση πως ο δήμος του είναι έτοιμος να δεχτεί ένα μέρος από τους ανεπιθύμητους παντού αλλού Τυνήσιους πρόσφυγες που έφτασαν στη Λαμπεντούζα (Le Monde, 27/4)

Στο Ριάτσε η κοινωνία αγκάλιασε από μόνη της τους μετανάστες, δεν της επιβλήθηκαν από κάποιον κεντρικό επιτελικό σχεδιασμό


Ιούλιος 1998, ένα σκάφος προσαράζει σε μια παραλία κοντά στο χωριό Ριάτσε της Καλαβρίας, γνωστό από τους περίφημους Πολεμιστές του Ριάτσε, τα δύο χάλκινα ελληνικά αγάλματα που είχαν βρεθεί εκεί το 1972. Το σκάφος μετέφερε γύρω στους 300 Κούρδους, άντρες, γυναίκες, παιδιά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Οι ντόπιοι περιμαζεύουν τους ξένους και τους παραχωρούν τα εγκαταλειμμένα σπίτια στο ορεινό πάνω χωριό, που το είχαν αφήσει οι ίδιοι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα. Έτσι κι αλλιώς, και το παραθαλάσσιο χωριό τους τώρα ήταν σε απόλυτο μαρασμό, ελάχιστοι κάτοικοι είχαν απομείνει, καταστήματα βασικών ειδών δεν υπήρχαν πια, το σχολείο κόντευε να κλείσει.

Ο δάσκαλος του χωριού και κατοπινός δήμαρχος Ντομένικο Λουκάνο φτιάχνει σύλλογο με τη χαρακτηριστική ονομασία «Πόλη του Μέλλοντος» και σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ παρέχει νερό και ηλεκτρικό στους μετανάστες, κι εκείνοι ανταποδίδουν με προσωπική εργασία.

«Ένας άνθρωπος είναι άνθρωπος, με νόμιμα χαρτιά ή όχι. Οι πιο φτωχοί κι απ’ τους φτωχούς θα σώσουν το Ριάτσε, και σε αντάλλαγμα θα σωθούν κι οι ίδιοι απ’ αυτό» ήταν το σύνθημα με το οποίο εκλέχτηκε ο Λουκάνο δήμαρχος το 2004 και ξανά το 2009, ενώ το 2010 ανακηρύχτηκε τρίτος καλύτερος δήμαρχος στον κόσμο από το City Mayors Foundation.

Και όντως, οι μετανάστες έσωσαν το Ριάτσε και σώθηκαν απ’ αυτό. Οι άντρες δούλεψαν στην οικοδομή, οι γυναίκες ραπτική και χειροτεχνία, δημιουργήθηκαν δουλειές και για τους ντόπιους και για ανέργους από τις γύρω περιοχές, ανακαινίστηκαν σπίτια του 17ου αιώνα και νοικιάζονταν στους τουρίστες, άνοιξαν ταβέρνες με κουρδική κουζίνα, οργανώθηκαν αποτελεσματικές ομάδες δασοπροστασίας, γέμισε παιδιά το σχολείο.

Οι πρώτοι Κούρδοι έφυγαν κάποια στιγμή για τη Γερμανία. Στη θέση τους ήρθαν μετανάστες από την Ερυθραία, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Ιράκ κ.ά. Η ζωή για το αναγεννημένο πια Ριάτσε συνεχίστηκε.

Το πείραμα πέτυχε. Η «ρεαλιστική ουτοπία» προσέλκυσε και τον Βιμ Βέντερς, που γύρισε την «Πτήση», μια τριαντάλεπτη ταινία με τους ίδιους τους μετανάστες και τους ντόπιους κατοίκους.

Αυτήν τη συγκλονιστική ιστορία ενδέχεται να διάβασε ο Διονύσης Σαββόπουλος, μολονότι είδε το φως κυρίως στο διαδίκτυο και ελάχιστα έως καθόλου στον Τύπο. Του διέφυγε όμως το ουσιώδες. Ότι στην περίπτωση του Ριάτσε η κοινωνία αγκάλιασε από μόνη της τους μετανάστες κι έγινε ένα μαζί τους. Δεν της επιβλήθηκαν από κάποιον κεντρικό σχεδιασμό, μέσα από τον κρατικό μηχανισμό με τα όργανά του, την αστυνομία κτλ., και έπειτα από περινούστατη υπόδειξη ενός οσοδήποτε μεγάλου μουσικού.

Όσο για τη ρεαλιστική ουτοπία, σκέτη ουτοπία θα μένει για μας. Ενώ η πραγματικότητα, όλο και πιο εφιάλτης.


                                        σήματα


Ο Άνθιμος και η υπέρτερη ηθική

«Μέσα μου αντέδρασα, όταν είδα τον τρόπο που μεταχειρίστηκαν οι αρχές, εκεί εις τη μεγάλη χώρα, την Αμερική, τον Ντομινίκ Στρος Καρ [sic, δεύτερη μάλιστα φορά!]. Κατέπεσαν πύργοι πιο μεγάλοι και πιο ισχυροί από τους διδύμους.

»Μέσα εις την παγκόσμια κοινωνία, το υπ’ αριθμόν 1 πρόσωπο του ΔΝΤ, ο πανίσχυρος και πάμπλουτος και ένδοξος και πιθανός μεθαύριο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Γαλλίας, με τις χειροπέδες;

»Είναι πιθανόν, ας πούμε και 1 τοις χιλίοις, να είναι αθώος. Δεν ξέρομε εμείς. Είναι ένας άνθρωπος, ένας επιστήμων, έστω. Τον βάζεις με τις χειροπέδες, τον κρατούν οι αστυνομικοί, του πέφτει το μισό σακάκι πίσω και φορεί το μισό σακάκι όπως οι μεθυσμένοι στο δρόμο! [η περιγραφή συνοδεύεται από παντομίμα] Για να τον πας πού; Να τον κρίνει μία γυναίκα τι θα γίνει… Και τον στέλνεις στη βαριά φυλακή!»

Το κυριακάτικο κήρυγμα (22/5· πηγή: «Ελληνοφρένεια», 23/5) του αίφνης υποτονικού και εμβρόντητου Άνθιμου Θεσσαλονίκης, που τον πήρε ο πόνος, βλέποντας πρώτη φορά άνθρωπο με χειροπέδες.

Όπου ολόκληρη η χριστιανική, πουριτανική ηθική υποχωρεί μπροστά στην υπέρτερη ηθική, τη φαλλοκρατική. Στην πιο γελοία, εννοείται, εκδοχή της:

«Να τον κρίνει μία γυναίκα…»

buzz it!

24/5/11

πάλι έχουν κέφια οι τοίχοι

                                [φωτογραφίες του Δ.Α.]



buzz it!

23/5/11

Εουρόπα, Αζία, Άφρικα

Η κυριακάτικη πεζοπορία, από Πασαλιμάνι παραλιακά Πειραϊκή και πάλι πίσω, στο γυρισμό έχει νυχτώσει, περνώντας κάτω από την πολυκατοικία του Σταύρου απ’ την πισίνα τού τηλεφωνάω:

«Βγες στη βεράντα να πούμε ένα γεια».

Δεν είναι επάνω, είναι για καφέ, ψιλοκουβεντιάζουμε ενώ συνεχίζω βήμα ταχύ, ίσα που πρόσεξα τον μελαψό, μπορεί Αφγανό, δεν ξέρω, που έρχεται καταπάνω μου:

διαβάστε τη συνέχεια...

Εxcuse me, με σταματάει.

«Μισό λεπτό», λέω στο Σταύρο.

Do you speak English? με ρωτάει.

Yes, του λέω.

Patras? με ρωτάει δείχνοντας πίσω μου, προς τα κει που πήγαινε εκείνος.

«Πάτρας;» απορώ εγώ και σφίγγω το κινητό.

«Τι είναι ρε συ», λέει μες στ’ αφτί μου ο Σταύρος.

Εγώ σφίγγω στο χέρι το κινητό καθώς μιλάω με το μπλουτούθ –η Εύα που δουλεύει ντάλα Ευριπίδου λέει πως συνήθως σου την πέφτουν όταν μιλάς στο κινητό κι έχεις το ένα χέρι απασχολημένο.

«Γιες, Πάτρας» λέει, κοιτώντας με ερωτηματικά. Είναι ψηλός, όμορφος, με ωραία, κατάμαυρα μαλλιά.

«Πάτρας;» ξανακάνω αμήχανα, με το νου στο κινητό και τη φωνή του Σταύρου μες στ’ αφτί μου, να επιτείνει τη σύγχυση.

Προσπαθώ να σκεφτώ, το λιμάνι θα θέλει:

«Γιες» του λέω –βέβαια, έτσι θα κάνει ολόκληρο κύκλο, αλλά πού να του εξηγώ.

«Γιες, Πάτρας» ξαναλέω, να τελειώνουμε.

Αλλά αυτός: «Εουρόπα;» ρωτάει τώρα.

Εδώ είναι που τα χάνω τελείως, προσπαθώ να τον περιεργαστώ, τον κοιτάζω με τρόπο: μ’ ένα κοντομάνικο είναι, κάνει ζέστη, καλοκαιρινή βραδιά, αλλά δεν κρατάει απολύτως τίποτα στα χέρια.

Πάντα αμήχανος, βάζω το κινητό στην κωλότσεπη και μένω με το μπλουτούθ.

«Εουρόπα;» ξαναρωτάει, δείχνοντας πάντα προς την κατεύθυνση που είχε πάρει, προς «Πάτρας».

Τον κοιτάζω χαζά.

«Εουρόπα» ξαναλέει, και έπειτα, δείχνοντας προς τη δική μου κατεύθυνση, προς ανατολάς:

«Αζία;» κάνει ερωτηματικά.

Σε απόλυτη πια σύγχυση εγώ.

«Εουρόπα; Αζία;» λέει τώρα μαζί, δείχνοντας πρώτα δυτικά και μετά ανατολικά, κι έπειτα: «Άφρικα;» και δείχνει νότια.

Ααα, άστραψε φως:

«Γιες, γιες» λέω, ανακουφισμένος που κάτι κατάλαβα.

«Θενκ γιου» είπε, ικανοποιημένος που επιβεβαιώθηκε ο προσανατολισμός του, και προχώρησε.

Συνέχισα κι εγώ.

«Θα πηγαίνει να χωθεί σε κάνα κρουαζιερόπλοιο και να βγει Πάτρα-Ιταλία» είπε ο Σταύρος.

Τώρα όντως κατάλαβα, λίγο λίγο ξεκαθάριζαν όλα, έτσι όπως είχε φύγει κι εκείνος αποπάνω μου.

Και χωρίς την έγνοια πια του κινητού. Με την ντροπή μου μόνο.

buzz it!

21/5/11

Φόνος με φόνο διαφέρει;, Την έβαψε ο Στρος Καν –αλλά δεν είναι «στα σκατά»!, Γλωσσολογούντες κατά γλωσσολογούντων, Τι είναι η μετανάστευση

Τα Νέα, 21 Μαΐου 2011

                        Φόνος με φόνο διαφέρει;

Ο ένας δολοφονήθηκε για μια κάμερα,
ο άλλος για το λάθος χρώμα δέρμα του
–και τη συνθήκη του μετανάστη






Φόνος με φόνο διαφέρει; Έγκλημα με έγκλημα, προφανώς ναι. Αλλά φόνος με φόνο; Θάνατος με θάνατο;

Πάντα μας συγκλονίζει ο θάνατος («πρόωρος χαμός») ενός νέου, ιδιαίτερα ενός παιδιού, και πολύ περισσότερο η δολοφονία του, η δολοφονία δηλαδή ενός αθώου. Ανάλογα έντονα αισθήματα μας προξενεί η δολοφονία ενός ανήμπορου ηλικιωμένου. Από κει και πέρα, πολλά και διάφορα στοιχεία μπορεί να ανεβάζουν τη συγκίνηση, να κορυφώνουν τον αποτροπιασμό:

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην περίπτωση του 44χρονου Μανόλη Καντάρη, που είναι προφανώς η αφορμή μου, το γεγονός ότι ετοιμαζόταν να μεταφέρει τη γυναίκα του στο μαιευτήριο να γεννήσει, το αντικείμενο-αιτία του φόνου, μια κάμερα, που την έπαιρνε μαζί του για να απαθανατίσει το κορυφαίο γεγονός του ερχομού ενός νέου ανθρώπου, τέλος οι πισώπλατες μαχαιριές.

Ωστόσο, άλλο υπήρξε το ειδοποιό στοιχείο, δε λέω που πυροδότησε τα πογκρόμ κατά των μεταναστών, αυτό είναι άλλη, μεγάλη ιστορία, αλλά που οδήγησε στην έκφραση της οδύνης και του αποτροπιασμού με λουλούδια, κεριά και σημειώματα στον τόπο του εγκλήματος: το γεγονός ότι οι δράστες ήταν αλλοδαποί.

Εύλογη αυτού του τύπου η αντίδραση, όσο κι αν, εύλογα και πάλι, εμφανίζεται «επιλεκτική». Έτσι πάντως έγινε πρόσφατα με τη δολοφονία των δύο αστυνομικών στου Ρέντη, πέρσι με τους τρεις πυρπολημένους της Μαρφίν, έτσι και με τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο κ.ά.

Στο άλλο άκρο, σχεδόν σιωπή για την επίσης άγρια δολοφονία τού επίσης νέου, τι νέου, παιδιού σχεδόν, του 20χρονου από το Μπαγκλαντές, που κλήθηκε να πληρώσει έπειτα από λίγες ώρες τη δολοφονία του 44χρονου. «Σιωπή»; Μπορεί, όχι μπορεί, σίγουρα και κάποια κρυφή ικανοποίηση.

Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν καν φόνος για φόνο, αυτοδικία δηλαδή απέναντι σε αυτουργό της δολοφονίας του 44χρονου, έστω δράστη κάποιου άλλου εγκλήματος.

Με άλλα λόγια έχουμε δύο εξίσου αθώα θύματα. Οι διαφορές; Πέρα από την προφανή, ότι ο ένας δολοφονήθηκε για μια κάμερα κι ο άλλος απλώς για το λάθος χρώμα δέρμα του –και τη συνθήκη του μετανάστη;

Στη δολοφονία του 44χρονου οι εγκληματίες έδρασαν εν γνώσει ότι εγκληματούν. Στη δολοφονία του 20χρονου οι εγκληματίες έδρασαν με τη βεβαιότητα ότι ευεργετούν τον τόπο.

Η μεγαλύτερη: Οι δολοφόνοι του 44χρονου έχουν απέναντί τους ολόκληρη την κοινωνία. Οι δολοφόνοι του 20χρονου έχουν μαζί τους μεγάλο μέρος της κοινωνίας: σχεδόν 50%, οι μισοί πολίτες, επικροτούν την αυτοδικία, όπως έδειξε έρευνα της Κάπα Research, που έγινε έπειτα από τη δολοφονία του Καντάρη.

Τελικά, αλίμονο, φόνος με φόνο είναι ίδιος· εμείς είμαστε διαφορετικοί, όχι με τους διαμετρικά αντίθετους ιδεολογικά, αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό, τη δική μας ιδεολογία, ακόμα και με τη θρησκεία τους μερικοί.



                        Την έβαψε ο Στρος Καν
                –αλλά δεν είναι «στα σκατά»!


Θεία δίκη, αφού το θείο είναι πάντα με το μέρος των Ελλήνων, όπως (θα) έλεγε ο Χριστόδουλος· η εκδίκηση της Ιστορίας, αφού και Ιστορία νοείται μόνο η των Ελλήνων: ο Στρος Καν είναι τώρα ο ίδιος βουτηγμένος στα σκατά.

Αγάλλεται το διαδίκτυο, όλο και σε κάποιες εφημερίδες θα γράφτηκε, φαντάζομαι, στο μεταξύ, πως ήρθε η ώρα να πληρώσει ο υβριστής των Ελλήνων. «Ποιος είναι σήμερα μες στα σκατά…» διαβάζω, κι αποκάτω: «Η φωτό του με χειροπέδες και με συνοδεία αστυνομίας καθώς και το βίντεο από τη σύλληψή του είναι μία ικανοποίηση για τους ΑΓΡΙΑ ΥΒΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ Έλληνες...»

Ας ξαναδούμε όμως πώς μας είχε «βρίσει» ο Στρος Καν, γιατί τα λάθος μεταφρασμένα λόγια του πήραν ήδη τη θέση τους στη λίστα με τους αφορισμούς των Εχθρών του Ανάδελφου Λαού, πλάι στην περίφημη ψευδορήση του Κίσσιγκερ, και πρόσφατα αναπαράχθηκαν έτσι και στην εφημερίδα μας εδώ.

Είχε πει λοιπόν σε συνέντευξή του πως οι Έλληνες «sont dans la merde», κατά λέξη: «είναι μες στα σκατά». Αλλά μόνο κατά λέξη.

Merde, κατά το εγκυρότατο Petit Robert, είναι «situation fâcheuse, inextricable»· πολύ απλά: δυσάρεστη / ενοχλητική, μπερδεμένη / αδιέξοδη κατάσταση.

Ήθελε δηλαδή να πει ο Στρος Καν πως είμαστε σε δεινή θέση, σε τραγική οικονομική κατάσταση. Και το είπε σε καθημερινή γλώσσα, πως την έχουμε βαμμένη, την έχουμε άσχημα: αυτό είναι το αντίστοιχο υφολογικό επίπεδο της γαλλικής έκφρασης πως είμαι dans la merde (ή αλλιώς, σε άλλα συμφραζόμενα, είμαι μπλεγμένος, τα ’χω παίξει κτλ.).

Ούτε για σκατά λοιπόν μίλησε, ούτε «σκατιάρηδες» μας είπε, και όσα άλλα τάχα προσβλητικά για την εθνική μας ευθιξία γράφτηκαν.



                                        σήματα


Γλωσσολογούντες κατά γλωσσολογούντων,
ή Ο αδιάβαστος καθηγητής


Έτος Παπαδιαμάντη, η χαρά και των καθαρολόγων, σε αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας (29/4) γλωσσολογών καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας (Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος), τα βάζει με τους «γλωσσολογούντες», επειδή δεν έτυχε, φαίνεται, να διαβάσει γλωσσολόγους.

Παραθέτει Παπαδιαμάντη, ότι «κατήντησε να γίνη όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα…» κτλ.

Και σχολιάζει: «Αυτά για τους γλωσσολογούντες, που μας λένε ότι νόρμα και κανόνας είναι ό,τι επικράτησε να λέγεται και να γράφεται».

Δεν διάβασε, λέω, γλωσσολόγους, κάθε σχολής, ή ιστορία της γλώσσας, να δει ότι εξέλιξη της γλώσσας είναι τα λάθη της, ότι ο άνδρας λ.χ. είναι ο κάποτε λανθασμένος τύπος της λέξης ανήρ.

Ο Παπαδιαμάντης ψέγει τους συγκαιρινούς του, επειδή έλεγαν Σμύρνη αντί για Σμύρνα, Αικατερίνη αντί για Αικατερίνα, ή προθυμοποιείται αντί για προθυμείται. Όσο δίκιο κι αν είχε ο Παπαδιαμάντης, κανένας δε λέει σήμερα, ούτε, φαντάζομαι, ο αδιάβαστος καθηγητής, Σμύρνα και Αικατερίνα και προθυμείται.

Ώστε νόρμα και κανόνας είναι… κτλ.


«Η μετανάστευση δεν αποτελεί δικαίωμα…»

«Η μετανάστευση δεν αποτελεί δικαίωμα…» Το διαβάσαμε κι αυτό, και μάλιστα εδώ (11/5). Πέντε λέξεις όλες κι όλες, να βγάζουν τη γλώσσα στον αρχαίο πολιτισμό, για τον οποίο σίγουρα είμαστε περήφανοι κατά τα άλλα, στον πολιτισμό έπειτα γενικώς.

Μα το χειρότερο δεν είναι αυτό, πως δηλαδή γυρίζουμε την πλάτη στην Ιστορία, όσο ο ίδιος ο αφορισμός, διατυπωμένος σαν αυτονόητο (πως η κοινωνία όφειλε «να έχει ξεκαθαρίσει… πως η μετανάστευση…» κτλ.), η ίδια η σκέψη. (Που μάλιστα επαναλήφθηκε δις την επομένη από τον αυτουργό στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, γεγονός που πάντως αποκλείει να έχουμε να κάνουμε με άστοχη διατύπωση, παραδρομή κτλ.)

Αλίμονο αν χρειάζεται να το πούμε, πως η μετανάστευση είναι δικαίωμα, κι από τα ιερότερα, αφού είναι το δικαίωμα στη ζωή.

buzz it!

16/5/11

Ο Ελύτης όπως τον γνώρισα

Τα Νέα, 14 Μαΐου 2011 [ειδική έκδοση "Ελύτης, 100 χρόνια από τη γέννησή του"]

Τρίτες ήταν, δε θυμάμαι αν είχαμε κι άλλη σταθερή μέρα τη βδομάδα, 7 το απόγεμα, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, κάθε Τρίτη λοιπόν στις 7 άνοιγε την πόρτα στο δυαράκι της Σκουφά ο Ελύτης. Έφτιαχνε «το ουίσκι μας», άναβε το πρώτο του απογευματινό τσιγάρο, από τα ελάχιστα και αυστηρώς μετρημένα που κάπνιζε πια, εγώ το πολλοστό, ακολουθούσε το 15λεπτο δελτίο υγείας, είχαμε κοινό την πονεμένη μέση, «να περπατάτε, να περπατάτε» του έλεγα, ο ήδη παλαίμαχος εγώ, «βγαίνουμε κάθε μέρα με την Ιουλίτα» μού έλεγε, μου περιέγραφε και τις ασκήσεις που έκανε –τέλος του δελτίου, κι αρχίζαμε τη δουλειά. Στις 8 ανέβαινε η Ιουλίτα, συνεχίζαμε άλλη μία ώρα, μιάμιση το πολύ, και πάντως πιο χαλαρά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έτος 1989, ένα τροχαίο μου τους τελευταίους μήνες του ’88, ένα σπασμένο πόδι και ελαφρότερα σπασμένο κεφάλι, με είχαν φέρει κοντά στον Ελύτη. Ο θρίαμβος της στερεότυπης ρήσης ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού. Για την ακρίβεια, το τροχαίο με είχε αναγκάσει να δώσω πίσω στον Ίκαρο, με κρυφή χαρά, την επιμέλεια ενός χαοτικού τόμου από τις Μέρες του Σεφέρη, που δεν την είχα αρχίσει ακόμα, και που κυρίως την είχα αναλάβει απρόθυμα, έπειτα από αρκετά χρόνια σκόπιμη αποχή από την τυπογραφική επιμέλεια. Λίγο αργότερα, οι ενοχές απέναντι στις ήδη φίλες Χρυσή και Κατερίνα Καρύδη, των εκδόσεων Ίκαρος, με οδήγησαν στον Ελύτη, καθώς συζητούσαν τότε μια συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του.

Αρχίσαμε τις συζητήσεις με τον ποιητή, πώς ακριβώς τη σκεφτόταν την έκδοση, στο γνωστό πια μικρό σχήμα, «να χωράει στο σακίδιο μιας φοιτήτριας» έλεγε, συζητούσαμε, ξανασυζητούσαμε, έκανα και ξανάκανα μακέτες, δοκιμές με τυπογραφικά στοιχεία κτλ., όμως δεν την ήθελε την έκδοση αυτή, που προπαντός δεν την έλεγε «Άπαντα». Ευνόητο ήταν, ένιωθε πως κλείνει τον κύκλο του έργου του, γρήγορα μπήκε στην μπάντα η υπόθεση αυτή, και βάλαμε μπροστά το Εν λευκώ, τον δεύτερο τόμο με τα πεζά του, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα.

Έργο τεράστιο, εκεί ήταν και η στενή συνεργασία, σωστή ευλογία· ευλογία έτσι κι αλλιώς, από μόνη της, η επαφή και η συνεργασία με έναν Ελύτη, διπλή τώρα, χάρη στη γενναιοδωρία που χαρακτήριζε τον Ελύτη. Έχω ξαναγράψει σχετικά, δύο ολόκληρες επιφυλλίδες, και με τίτλο ακριβώς «Η γενναιοδωρία των σοφών» (α και β). Εκεί αναφερόμουν ειδικότερα στη δουλειά που απαιτήθηκε για τη συγκεντρωτική έκδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατο του ποιητή, με οδηγό πάντοτε τις πολλές συζητήσεις μας απ’ τη μια, τον φύλακα του έργου του, την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, απ’ την άλλη. Και τόνιζα πόσο ανοιχτός ήταν, δοτικός έτσι κι αλλιώς, και προσηνής, αυτός ο ερημίτης ουσιαστικά της οδού Σκουφά, πόσο ανοιχτός λέω ήταν, κοτζάμ Ελύτης, να ακούσει, να συζητήσει, να δεχτεί –τουλάχιστον ή ειδικά στα πεζά του– επιμέρους διορθώσεις και αλλαγές, γραμματικών τύπων, λέξεων, ακόμα και συντακτικών σχημάτων. Πολύ περισσότερο στο θέμα το ορθογραφικό.

Επανέρχομαι στο διόλου αυτονόητο, ιδίως σήμερα, πως ο Ελύτης, προφανώς διά του εκάστοτε επιμελητή των έργων του, ακολουθούσε πάντοτε τη σχολική γραμματική· έτσι, ο ποιητής που έγραψε για τον πολιτισμό τού ωμέγα, του ύψιλον και της υπογεγραμμένης, που από άλλους δρόμους συνέπεσε με απόψεις οι οποίες ταυτίζουν γλώσσα και γραφή, στην πράξη ελάχιστα ασχολήθηκε με την ορθογραφία. Αν και δεν συμφωνούσε λ.χ. με την απλογράφηση των ξένων λέξεων (τρένο με -ε, κτλ.), μόνο σαν χάρη σχεδόν ζητούσε να μείνει το μωβ με -ω· δεν είπε ποτέ ο Ελύτης το τραγικά γνωστό της ημιμάθειας και της ματαιοδοξίας: «έτσι το γράφω εγώ», δεν αναμείχθηκε στο καθαρά ορθογραφικό θέμα, ούτε καν στο ουσιωδέστερο του τελικού -ν, με αποτέλεσμα να τηρείται άλλη αρχή κατά συλλογή ή κατά επιμελητή. Με άλλα λόγια, δεν ξέφυγε ποτέ και για κανένα εντέλει ωμέγα και ύψιλον και υπογεγραμμένη από την ουσία, τη γλώσσα δηλαδή της ποίησής του, την ποίηση την ίδια και τη γλώσσα την ίδια, κι όχι τη γραφή της…

Και γλώσσα του Ελύτη ήταν η δημοτική: αμιγής, θα λέγαμε, στα πεζά του, στο ογκώδες δοκιμιακό έργο του, με περισσότερα λόγια στοιχεία μερικές φορές στο ποιητικό, λέξεις για την ακρίβεια, λόγιες, αρχαίες, κι αυτές ενοφθαλμισμένες (μαζί βεβαίως με δημώδεις ή και λαϊκές) στον πάντα δημοτικό στη δομή του κορμό της γλώσσας του. Έχει σημασία αυτό, για τον ποιητή που ο στίχος του «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» μαζί με κάποιες ποιητικές απόψεις του για την ορθογραφία έγιναν παντιέρα της γλωσσικής συντήρησης.

Δεκατρία χρόνια κράτησε η ενασχόλησή μου με το έργο του Ελύτη, από το 1989 ώς το 2002, με τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού του έργου. Αλλά η συνεργασία και η επαφή με τον ποιητή, σκάρτα εφτά, ώς το θάνατό του το 1996. Λέω σκάρτα, γιατί η εργασία προφανώς δεν ήταν συνεχής. Ήταν εξάλλου τα χρόνια που οδηγούσαν στο τέλος, και μόνος μου μετρώ τώρα τη φθορά στις πάντα γενναιόδωρες (μα τι άλλη λέξη να βρω;) αφιερώσεις στα βιβλία του, με τη δραματική αλλαγή στον γραφικό του χαρακτήρα.

Σκέφτομαι αυτά τα σκάρτα χρόνια, στο κυνήγι πάντα των τυπογραφικών διορθώσεων και του τελικού -ν, μέσα απ’ τη σχολαστικότητα ή και τη μικρολογία της ίδιας της δουλειάς, σίγουρα και τη δική μου, και όλο μου έρχεται στο νου ο σεφερικός τώρα στίχος: λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου… Και τι ποτάμι!

Μήπως εντέλει δεν τον γνώρισα;



έργα του Ελύτη σε επιμέλεια δική μου:
1990, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
1991, Τα ελεγεία της Οξώπετρας
1992, Εν λευκώ
1996, 2x7 ε
1998, Eκ του πλησίον
1999, Εν λευκώ, 5η, συμπληρωμένη έκδοση
2002, Ποίηση

buzz it!

14/5/11

Μίκης, "ο άνθρωπος των αντιθέτων", Της Θεανούς; τότε και της Μαρίνης!, Oi neoi mas kai oi xenes mousikes

Τα Νέα, 14 Μαΐου 2011

                        Ο άνθρωπος των αντιθέτων

Τα στερεότυπα φέρουν πάντοτε τη δική τους ιδεολογία, ανεξάρτητα ή και αντίθετα από τις προθέσεις μας και τις ιδέες μας

Το «Μαουτχάουζεν», η παλιά, υπέροχη ελεγεία του Θεοδωράκη για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, δεν μπορεί να συμψηφίζει επ’ άπειρον άλλες, αμφιλεγόμενες θέσεις του


«Γι’ αυτό είμαι άνθρωπος των αντιθέτων» χαριτολόγησε ο Μίκης Θεοδωράκης όταν διάβαζε την ιδρυτική διακήρυξη της Σπίθας, στο σημείο που ζήτησε «να οχυρωθούμε σαν αστακοί», συνειδητοποιώντας ότι λίγο πριν είχε ζητήσει μείωση των αμυντικών δαπανών! «Αυτό έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με όσα είπα προηγουμένως» μουρμούρισε, και πρόσθεσε το εισαγωγικό εδώ χαριτολόγημα περί ανθρώπου των αντιθέτων (Δ. Ψαρράς, «Ο Σπίθας και το Παιδί Φάντασμα την εποχή του Μνημονίου», iospress.gr).

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως, «αντίθετα» με «αντίθετα» έχουν διαφορά. Άλλα διασκεδάζονται με το χιούμορ, όπως εδώ, όπου βοά το γεγονός ότι το πολυσέλιδο κείμενο είχε συντάκτες περισσότερους από έναν. Σε άλλα, όπως το πρόεδρος των Λαμπράκηδων και υπουργός του Μητσοτάκη, θα μπορούσαμε να σεβαστούμε τη σκοπιά του ίδιου του Θεοδωράκη, ακόμα κι αν εμείς τη βλέπουμε σαν αλλαγή πλεύσης.

Υπάρχουν όμως και οριακά σημεία, όπου τα αντίθετα παραμένουν πεισματικά ασυμφιλίωτα, ανεξάρτητα και από τις προθέσεις μας, και δεν επιδέχονται και οποιονδήποτε συμψηφισμό. Έτσι, το «Μαουτχάουζεν», η παλιά, υπέροχη ελεγεία του Θεοδωράκη για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, δεν μπορεί να συμψηφίζει
επ’ άπειρον, και πόσο μάλλον να διαγράφει, διάφορες αντισημιτικές θέσεις του.

Αναφέρομαι στην αναστάτωση που προκλήθηκε με την ανάκληση τιμητικής πρόσκλησης για συναυλία με το «Μαουτχάουζεν» σε τελετή μνήμης για τα θύματα του ναζισμού στην Αυστρία. Άρχισε πάλι ο ολοφυρμός για τα ξένα κέντρα που μας πολεμούν, οι κατάρες για τους Αυστριακούς που δεν κοιτάν το φιλοναζιστικό παρελθόν τους. Μέχρι τον πρέσβη στείλαμε να ζητήσει εξηγήσεις!

Όμως οι δηλώσεις του Θεοδωράκη δεν αναιρούνται, ξαναλέω, ούτε από τη μαγεία του «Μαουτχάουζεν», ούτε από αγαπητικές εξομολογήσεις για το λαό των Εβραίων ή αναλύσεις –εδώ μαζί του!– για την εγκληματική πολιτική του κράτους του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους.

Αλλ’ ιδού οι δηλώσεις:

«Πίσω από ό,τι γίνεται σήμερα, είτε οι πόλεμοι στο Ιράκ, είτε η επίθεση η οικονομική η οποία γίνεται και στην Αμερική και στην Ασία και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα σήμερα, συνδέονται απολύτως με τον σιωνισμό. Ο οποίος σιωνισμός, οι Εβραιοαμερικάνοι, ήτανε πίσω από τον Μπους και πίσω απ’ τον Κλίντον και τέτοια» (2011).

«Είμαστε δύο λαοί ανάδελφοι στον κόσμο, εμείς και οι Εβραίοι, αυτοί όμως έχουν το φανατισμό και καταφέρνουν να επιβάλλονται… Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο μικρός λαός είναι στη ρίζα του κακού…» (2003).

Αλλά ακόμα και σε «Απάντηση σε κατηγορίες που απηύθυναν εναντίον του γνωστοί κύκλοι για Αντισημιτισμό», έχουμε πάλι παραδοσιακές, στερεότυπες αντισημιτικές απόψεις, ντυμένες τον εξαγνιστικό χιτώνα του αντισιωνισμού, για τους σιωνιστές που «ελέγχουν σε ποσοστό 99% τη μουσική ζωή της Οικουμένης» ή για το «Εβραιοαμερικανικό λόμπι» με το «σχέδιο άλωσης των Εθνών-Κρατών».

Όμως εδώ πια έχουμε άλωση, αν μη τι άλλο, της κοινής λογικής.


                    Της Θεανούς; τότε και της Μαρίνης!

Από πού αντλεί το αρχαίο κλέος και τους τίτλους ευγενείας της η γενική σε -ούς, από τη Σαπφώ ή από τη Μαριγώ;






«Δέησις Θεανώς …» διάβασα στο κάτω μέρος μιας αγιογραφίας, μπαίνοντας αριστερά, στην Αγία Τριάδα, τη μητρόπολη του Πειραιά.

Θεανώς; και πλάι στο παλιό τριτόκλιτο «δέησις»; Βεβαίως, λέω εγώ, τι εγώ, όλη η ιστορία της γλώσσας: από τον 1ο αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με την πλέον έγκυρη καταγραφή του πατέρα της γλωσσολογίας στην Ελλάδα, του Γ. Ν. Χατζιδάκι,* ώς τον 21ο, τον δικό μας, οπότε επιστρέψαμε στο «Θεανούς».

Θεανώς λοιπόν και όχι «Θεανούς» –και μάλιστα σε εκκλησία, όπου ως γνωστόν καλλιεργείται η λογιότερη πάντα γλώσσα.

Για ένα «θεατρικό δρώμενο της Θεανούς Μεταξά» διάβασα στο Αθηνόραμα. Ψάχνω στο διαδίκτυο να δω μήπως το θέλει η ίδια έτσι, συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για μια νεαρότατη ηθοποιό που την είχα γνωρίσει τυχαία, την είχα έπειτα απολαύσει και σε παράστασή της και είχα την άνεση να της τηλεφωνήσω: «Πώς το λες το όνομά σου στη γενική» τη ρώτησα. «Τι να σου πω» δίστασε, «Θεανούς είναι το σωστό, έτσι μου έλεγε η δασκάλα στο σχολείο· υπάρχει και το Θεανώς, αλλά δεν ξέρω: πολύ λάθος είναι;»

Ιδού λοιπόν που ένα σημερινό παιδί τη βρήκε περίπου συντελεσμένη την αλλαγή, την επιστροφή δηλαδή στον αρχαϊκό τύπο, και μοιραία θεωρεί αυτόν σωστό, και λάθος τον άλλο. Το εντυπωσιακό είναι ότι, αντίθετα με τη Θεανώ, η δασκάλα της είχε μεγαλώσει με τον τύπο σε -ώς, ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, τον «απέρριψε», συμβαδίζοντας με το ρεύμα της εποχής. Που πάει πίσω, αιώνες πίσω.

Και βέβαια ο νεκραναστημένος τύπος «της Θεανούς» συμπαρασύρει και τα λαϊκά ονόματα: «της Ζωζούς», «της Γωγούς», όπως τα βλέπουμε όλο και πιο συχνά, ή «της Αργυρούς»: «Η Ευγενία» λέει ο σύζυγός της Σπύρος-Άδωνις «είναι φοβερή στο μαγείρεμα. Έχει πάρει και το βιβλίο της Αργυρούς και κάνει πολλές συνταγές».

Και τι μπορεί να σημαίνει επιτέλους το «επιχείρημα» πως έτσι κλινόταν στα αρχαία; Και γιατί τότε μονάχα «της Φωφούς» και «της Λενιούς»; Την αρχαία τους κατάληξη τη δικαιούνται όλοι: «του Λεωνίδου», όπως λέει για τον αδερφό του πάλι ο Σπύρος-Άδωνις.

Ή της Μαρίνης Καραϊτίδη, του Σοφοκλέους Σχορτσιανίτη, της Δεσποίνης Βανδή.


* «Τον 1ον μ.Χ. αιώνα [...] τα θηλυκά εις ώ - ούς κλίνονται ομοίως τοις πρωτοκλίτοις, ήτοι μετά του αυτού φωνήεντος και εν τη γενική, της Κλειώς, της Σαπφώς» (Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, 1915).



      σήματα (Oi neoi mas kai oi xenes mousikes)

«Οι νέοι μπορούν να καταλάβουν σήμερα τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη κτλ.;» ρωτάει ο δημοσιογράφος τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη (Τρίτο Πρόγραμμα, 7/5· παραθέτω από μνήμης). «Απολύτως» απαντάει ο σκηνοθέτης. «Είστε σίγουρος;» επιμένει δυσαρεστημένος ο δημοσιογράφος. «Ναι, γιατί δεν είναι θέμα λέξεων, αλλά νοήματος» επιμένει και ο σκηνοθέτης. «Εσείς όμως είχατε ακούσματα…» δεν θα του τη χαρίσει ο δημοσιογράφος, «ενώ σήμερα οι νέοι, με τις ξένες μουσικές…» τού δίνει τη χαριστική βολή.

Δίκιο έχει, σκέφτομαι, καθώς φέρνω στο νου μου όλους αυτούς τους ξένους, με τις ξένες μουσικές τους, που γεμίζουν στις συναυλίες τους με νέους και τους σέρνουν στο χαμό: Mahairitsas, Makedonas, Farantouri, Alkinoos Ioannidis, Mikroutsikos, Thivaios, Arleta, Thanassis Papakonstantinou, Galani, Κraounakis, Bassis, Vassilis Papakonstantinou, Arvanitaki, Protopsalti, Thalassinos, Malamas… κ.ά. κ.ά.

(Είναι βέβαια κι άλλοι ξένοι, σωρός, με ξένες μουσικές, Terzis, Rouvas, Vissi, Remos, Vandi, Adamantidis, Nino, Theodoridou…, αλλά αυτοί έτσι κι αλλιώς δεν θα υπάρχουν καν για τον ελιτισμό του δημοσιογράφου μας.)

buzz it!

7/5/11

Fucking, αυστηρώς ακατάλληλη λέξη, Γιατί ο Θεός παίρνει τους νέους; "Των βραχειών λιστών", Ο λόγιος Βύρων κ.ά.

Τα Νέα, 7 Μαΐου 2011

              Fucking, αυστηρώς ακατάλληλη λέξη
                                [εδώ με εκτενείς προσθήκες]

Ο Μέσσι στο αριστοτεχνικό δεύτερο γκολ του, στον α΄ ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ: «Ο Μέσσι είναι και γαμώ τους ήρωες»






Πανηγύρισε άλλη μια φορά ο κόσμος της Μπαρτσελόνα για τα δύο γκολ του βιρτουόζου Λιονέλ Μέσσι στον πρώτο ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ. Ειδικά για το δεύτερό του, πανηγύρισε όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος: «Ο Μέσι είναι η γ…ένη αυθεντία» μετέφερε την αποθεωτική κραυγή ένα σχετικό ρεπορτάζ, έτσι γράφει κι ένα μπλουζάκι που διαφημίζεται στο ίντερνετ: «Messi is the fucking master». Ή «Μessi is a fucking hero», πάλι από το ίντερνετ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως Μέσσι και γαμημένος; όταν πρόκειται για πανηγυρισμούς;

Αυθεντία, μάστορας, τεχνίτης, αρχηγός, και «γαμημένος»; πάνε μαζί; Ή ήρωας «γαμημένος”; δεν στέκει! «Γαμάτος» θα λέγαμε εδώ, ή καλύτερα: «Ο Μέσσι είναι και γαμώ τους αρχηγούς / τους ήρωες» κτλ. Βέβαια, η αγγλική λέξη fucking σημαίνει καταρχήν ή γενικά «γαμημένος», και κατά κανόνα έτσι μεταφράζεται, εύλογα και μοιραία. Αλλά σωστά; τουλάχιστον: πάντα σωστά; Προφανώς όχι, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του Μέσσι.

Υπάρχει βεβαίως η «νόμιμη» τρέχουσα χρήση: «Δεν αντέχω άλλο σ’ αυτό το γαμημένο σπίτι» μεταφράζουμε, ή και λέμε και στα ελληνικά. Εναλλακτικά; «… σ’ αυτό το κωλόσπιτο». Το ίδιο και το «γαμημένο βιβλίο», το «κωλοβιβλίο» κτλ. Πιο εύκολα πάντως ακούγεται, ή λέγεται, κατά τη γνώμη μου, το «γαμημένο» χωρίς το ουσιαστικό. Π.χ. ψάχνω το βιβλίο μου, ή όποιο άλλο αντικείμενο: «πού πήγε αυτό το γαμημένο;»

Λέμε ίσως «Πάρε / Τράβα το γαμημένο χέρι σου αποπάνω μου», όμως συχνότερα λέμε: «πάρ’ το ξερό σου», χωρίς τη λ. «χέρι», «κάτω τα κουλά σου» κ.ά. Όμως ο μεταφραστής θέλει το «γαμημένος», ο χρήστης το ίδιο, αύριο πιθανότατα θα έχει επικρατήσει, όπως γίνεται με πολλούς ξενισμούς.

Ώς τότε, ας προσέξουμε ότι στα αγγλικά η εξαιρετικά κοινόχρηστη αυτή λέξη μπορεί να μη λέει σχεδόν τίποτα, να μεταφέρει απλώς την ένταση της στιγμής, που άλλοτε επιδέχεται άλλη μετάφραση, άλλη λέξη, καθημερινή πάντως ή αργκό, κάποια περίφραση κτλ., άλλοτε παραλείπεται άνετα, ή και πρέπει να παραλειφθεί.

Παραδείγματα (η ελεύθερη απόδοση του fucking με πλάγια στοιχεία):

«Is anyone fucking hearing?» φωνάζει απελπισμένα κάποιος, ζητώντας βοήθεια για τον φίλο του που πεθαίνει: «Ακούει [ή: Δεν ακούει] κανείς, γαμώτο μου

«Don’t fucking move!» φωνάζει αγριεμένος ο ένας στρατιώτης στον άλλο, στο Tigerland: «Μην [τυχόν και] κουνηθείς!» μαζί ίσως με άλλη βρισιά, λόγου χάρη: παλιομαλάκα. Όπως και στο «You ’re sick, you ’re fucking sick!», «Είσαι άρρωστος, είσαι άρρωστος, ρε μαλάκα!» σε μια κομεντί του Τζέιμς Ρότζερς («Say it isn’t so»).

Αλλά, πάλι με αφορμή τη νίκη της Μπαρτσελόνα: «I’m fucking loving this game. I’m fucking loving this team»: «Τρελαίνομαι μ’ αυτό το παιχνίδι, τρελαίνομαι μ’ αυτή την ομάδα», «κόβω φλέβες» και πολλά άλλα, οτιδήποτε εκτός από κατά λέξη μετάφραση.

«Αm I happy? Of course I’m fucking happy», «Αν είμαι ευτυχισμένος; Και βέβαια είμαι ευτυχισμένος, άκου λέει!» απαντάει ενθουσιασμένος σε συνέντευξή του ο Ρόμπι Γουίλλιαμς.

«I can’t fucking hear you!», «Δεν [σας] ακούω, [μάγκες]!» φωνάζει στο κοινό ο Όζι Όσμπορν σε μια συναυλία.

«Αren’t you fucking ashamed?» «Δεν ντρέπεσαι, ρε συ;» εξαγριώνεται ο Ντε Νίρο, σε μια ταινία με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ.

«You’re not fucking pregnant», «Εσύ δεν είσαι έγκυος, παναθεμά σε» ουρλιάζει η έγκυος στον αδιάφορο σύντροφό της, στην «Τελευταία μέρα ενός εργένη».

Προ καιρού είχα διασκεδάσει μ’ ένα ευρηματικό αλυσιδωτό μήνυμα (chain-mail), δημοσιευμένο στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο Gravity and the wind, παρωδία των αλυσιδωτών μηνυμάτων, το ηλεκτρονικό αντίστοιχο των παλιών δικών μας γραμμάτων προς τον άγιο Νεκτάριο. Έλεγε:

«Προωθήστε αυτό το μήνυμα [...] και fucking nothing will happen... Το δοκίμασα δυο φορές και δούλεψε και τις δυο. Absolutely fucking nothing happened»: «Δεν θα συμβεί απολύτως τίποτα» και «Δεν συνέβη απολύτως τίποτα» μετέφραζε, «επί το ευγενικότερον», όπως έλεγε, ο ιστολόγος· κι όμως, μετέφραζε απολύτως σωστά. Ένα τόσο δα εμφατικό χρειάζεται λοιπόν.

Ή και τίποτα. Τι να βάλεις σ’ ένα τραγούδι του Εμινέμ («Love the way you lie»), λόγου χάρη, όπου το συναντούμε τρις (το παραλείπω στη μετάφραση):

She fucking hates me and I love it… (Με σιχαίνεται αλλά γουστάρω…)
Now you’re getting fucking sick… (Τώρα αρρωσταίνεις…)
If she ever tries to fucking leave again… (Έτσι και ξαναφύγει…)

Ώστε fucking, λέξη… αυστηρώς ακατάλληλη, ή σίγουρα επικίνδυνη, για μετάφραση.



                  Γιατί ο Θεός παίρνει τους νέους;

Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Πέμπτη, και σε επανάληψη το Μεγάλο Σάββατο, προβλήθηκαν από την –κρατική– ΕΤ3 «Λόγοι, έργα και διδαχές του γέροντα Παϊσίου».

Δεν ξέρω τι διδαχές πρόβαλε το κρατικό κανάλι, φαντάζομαι όμως πως δε θα παρέλειψε την ουσιώδη, όπως αναπαράγεται σε πολλά ειδικά ιστολόγια, αγιορείτικα βήματα, ορθόδοξες πίστεις κτλ., αυτήν που αναπτύσσει όλο το θεϊκό σχέδιο για τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων:

Στην ερώτηση «γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;» ο Παΐσιος απαντά πως ο Θεός παίρνει τον κάθε άνθρωπο «στην καλύτερη στιγμή της ζωής του», «για να σώσει την ψυχή του». Ιδού το όλο σχέδιο:

«Εάν δει ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήσει. Εάν δει όμως ότι θα γίνει χειρότερος, τον παίρνει για να τον σώσει. Μερικούς πάλι, που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν τη διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: “Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε”. Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια. Φυσικά, οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται. Γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;»

Πρέπει έτσι να χαίρονται οι γονείς. Άλλωστε «από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ’ρθουν τα παιδιά τους με τα εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό!

»Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: “Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος”. Και τότε εκείνα θα Του πουν: “Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και τη μανούλα μας κοντά μας”. Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και την μητέρα».

Ότι αυτά αποτελούν ύβρη για τον Θεό φοβούμαι πως μόνο κάποιος που δεν πιστεύει στον Θεό μπορεί να το αντιληφθεί.



                                    σήματα

Ανακοινώθηκαν «οι µικρές λίστες υποψηφίων για τις διάφορες κατηγορίες βραβείων του περιοδικού Διαβάζω», διάβασα, και χρωστώ χάρη στη γειτόνισσα εδώ και ολίγον συνονόματη Χάρη Ποντίδα για την απόδοση «μικρές λίστες» (3/5).

Το αβγό του Κολόμβου, κι όμως όλο «βραχύ κατάλογο» και «βραχεία λίστα» ακούγαμε ώς τώρα τη short list (με αποκορύφωμα το εξαμβλωματικό «χρόνος ανακοίνωσης βραχειών λιστών» που έγραφε πρόσφατα σοβαρή καθημερινή εφημερίδα!), κατά την πεισματική λογική και τακτική να μεταφράζονται, ακόμα και σήμερα, ακόμα και τα απλούστερα των πραγμάτων, με μια εσάνς λογιοσύνης: βραχύς αντί για το απλούστατο «μικρός», έστω «σύντομος».

Μα ίσα ίσα τα απλά είναι που δε θέλουμε.

                                          * * *

Διάβασα στα Πρακτικά της Βουλής: «Κύριε Ροντούλη, περιμένετε. Η περίπτωσή σας είναι ξεχωριστή. Να δούμε τι προβλέπουν τα statuta για την περίπτωσή σας: Σχεδόν μηδενικό χρόνο, διότι κατηναλώθη από τον Αρχηγό σας. Παρά ταύτα, για τον λόγο της οικονομίας της συζητήσεως και της ekvitas [= aequitas· μα τι να σου κάνει ο δόλιος ο πρακτικογράφος!], δηλαδή της επιείκειας, θα οικονομήσουμε κι εμείς ένα πεντάλεπτο για σας» (προεδρεύων ο Λόγιος Βύρων).

Και θυμήθηκα ειδικό επιστήμονα που μιλούσε στα κανάλια για την έκρηξη στους πυρηνικούς αντιδραστήρες της Φουκουσίμα: «Φανταστείτε ότι γίνεται [...] ένα πουφ. Όταν γίνει αυτό το πουφ, θα γίνονται πουφ, πουφ, πουφ… Έχουν ήδη γίνει δύο τέτοια πουφς…»

Έτσι είναι, όντως, το στάτους - τα στατούτα και το πουφ - τα πουφς. Ουφς!

                                          * * *

Η κρίση και πώς πέφτει η λίμπιντο, ή η δυστυχία να γεννάς σε τρίκλινο:

Αφηγείται μια 35χρονη, που ο άντρας της έμεινε άνεργος πριν από δύο χρόνια, και ενώ εκείνη ήταν έγκυος: «Όσο και αν κάνω τη χειραφετημένη, δεν τα έχω ξεπεράσει αυτά. Και μόνο η ιδέα ότι εγώ ετοιμάζομαι για τη δουλειά και εκείνος πίνει καφέ διαβάζοντας αθλητικές εφημερίδες με τσιτώνει. […] Απογοητεύθηκα που δεν γέννησα σε μονόκλινο αλλά σε τρίκλινο. Οι ισορροπίες στη σχέση μας άλλαξαν και στον ερωτικό τομέα. Μου ρίχνει τη λίμπιντο ακόμη και το να βγάζει ο άλλος λιγότερα από μένα» (Βήμα 30.4.11).

buzz it!