28/3/21

Δημοσιογραφία, ώρα Αρβελέρ

 (Εφημερίδα των συντακτών 27 Μαρτ. 2021)

* «Γόνος του Ρήγα ο κύρης μου, γεννήθηκε στις Φέρες / στο Σούλι η μάνα μου είδε το φως, στου Αλί Πασά τις μέρες. // Κι εγώ Υδραίος και Σπετσιώτης, θαλασσινός και στεριανός, / το βράδυ είμαι αποσπερίτης και το πρωί αυγερινός / κι είναι ο Θούριος για μένα ύμνος εωθινός.

»Κλέφτης κι αρματολός στον Μπότσαρη και στη Γραβιά Ανδρούτσος / ναύτης ήμουνα στον Κανάρη και στον Μιαούλη μούτσος. // [...] Είπα τη Μάντω αρχόντισσα, την Μπουμπουλίνα λεβεντιά, / δώρα τους έφερα στολίδια από τη Βενετιά.»

Κι ακολουθεί άλλο τόσο και περισσότερο… Είναι «Το μοναδικό ποίημα της Ελένης Αρβελέρ για την Καθημερινή», όπως το διαφήμισε η εφημερίδα και το αναπαρήγαγαν διάφορες ιστοσελίδες, νομίζοντας πως είναι το ένα και μοναδικό ποίημα της «Αυτοκράτειρας των καιρών μας», όπως την έχει αποκαλέσει ο Μωυσής των καιρών μας. Όμως ήδη το 1998 βρίσκω, χωρίς ιδιαίτερο ψάξιμο, ποιητική συλλογή της στις εκδόσεις Ερμής: το επισημαίνω, επειδή πολλοί απέδωσαν το τωρινό της στιχούργημα στην ηλικία της και το αντιμετώπισαν με τη δέουσα συγκατάβαση.

Όχι· πάντα έτσι, άτεχνα, άρρυθμα κτλ. έγραφε η αυτοκράτειρα, ποιήματα που «θυμίζουν πολύ τις πίσω σελίδες των παλιών ημερολογίων», κατά τον Δημήτρη Ψαρρά, σ’ ένα γενικότερα εύστοχο άρθρο του εδώ («Μια Επονίτισσα για τον κ. Μητσοτάκη», 31/10/20). Συμπαθείς συνταξιούχους, θα πρόσθετα πως μου θυμίζουν εμένα, που πάνε και απαγγέλλουν διάφορα τέτοια στιχουργήματα στην εκπομπή π.χ. της Αννίτας Πάνια. Καμία σχέση δηλαδή με κοτζάμ επιστημόνισσα, της Σορβόννης κτλ., που τη μελοποιούν, τη δισκογραφούν και παρουσιάζουν τη σχετική δουλειά σε συναυλία στο Μέγαρο κ.α.

* Το καινούριο και αξιοσημείωτο στην αλυσίδα ιλαρών «ποιημάτων» της κ. Αρβελέρ είναι η αναπαραγωγή του μύθου της Λαύρας και του Παλαιών Πατρών, μύθου που έχει εξαφανιστεί προ πολλού από κάθε στοιχειωδώς σοβαρή ιστοριογραφία.

Γράφει λοιπόν στο ποίημα με το οποίο ξεκινήσαμε:

«Τιμώ τον Γέρο του Μωριά και αγαπώ τον Μακρυγιάννη / ο λόγος του αστραφτερός, φτερά μου δίνει και με κάνει / στη Λαύρα το λάβαρο να υψώνω, που εχθρός κανείς δεν φτάνει / αυτό που ευλόγησε ο Πατρών κι είχε την άνοιξη σημάνει».

«Εθνική Ιστορία» των τηλεοπτικών καναλιών και του εθνοπατριωτικού Τύπου, στους αντίποδες ακριβώς της πραγματικής Ιστορίας. Με σύμμαχο τώρα την αυτοκράτειρα, συμπολεμίστρια των αντιδραστικότερων και εκ φύσεως ανιστόρητων, μάλλον αντιιστορικών δυνάμεων.

Και σκέπη και βοηθό του κυβερνήτη μας. Τον οποίο είχε θελήσει να στηρίξει στον αγώνα του για την αρχηγία της ΝΔ με το ακόλουθο στιχούργημα, που του το ’στειλε μάλιστα σε βιντεάκι όπου απαγγέλλει η ίδια, χαμογελώντας αυτάρεσκα για τη χειρονομία της και προφανώς για την τέχνη της:

«Δεν είναι ανάγκη, μετά από το “ο καλύτερος” να λες “ναι, μεν, αλλά”, / όπως λ.χ. θα έπρεπε να έχει μάτια γαλανά, και όχι καστανά. / Όταν φτωχεύσουνε οι πλούσιοι, δεν θα πλουτίσουν οι φτωχοί. / Μα όταν κυβερνούν ανίκανοι, ένοχοι είναι οι ικανοί. / Κι όταν μόνο ανάξιοι μιλάνε για αξίες, τότε, η απαξίωση θα είναι γενική. / Ας τα σκεφτεί αυτά, όποιος στην κάλπη ρίχνει την ψήφο του, για όποια και να ’ναι εκλογή».

Αρκετά όμως τα αστεία. Ας αφήσουμε την αυτοκράτειρα να δημιουργεί, και προπάντων να πολιτεύεται· να περιμένει να δακρύσουν τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς, που έγινε τζαμί, και να μην ξεστομίζει λέξη για την άθλια τύχη που επιφυλάσσουν οι πολιτικοί της φίλοι στα βυζαντινά μνημεία του μετρό της Θεσσαλονίκης.

* Και ας σταθούμε στην άλλη, αχαρακτήριστη χειρονομία, στην ίδια τη δημοσίευση του «μοναδικού» ποιήματος, πού; στην πρώτη σελίδα της κυριακάτικης Καθημερινής της 21/3, στο κέντρο, σε γκρίζο φόντο και με μεγάλα στοιχεία.

Έγραφα πρόσφατα εδώ για την κατάντια της δημοσιογραφίας, με τίτλο «Στου Μαρινάκη τον καιρό…» (12/3). Ο οποίος Μαρινάκης όμως, με την ώς τώρα γενικότερη πολιτεία του, αλλά και με την άγνοιά του, στο κάτω κάτω, από Τύπο, ήταν ίσως αναμενόμενο να ευτελίσει δύο από τις σοβαρότερες κάποτε εφημερίδες –αναμενόμενο, έτσι, και το περιβόητο εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino, άσχετα αν αποσύρθηκε τελευταία στιγμή, και αποσοβήθηκε υποτίθεται ο διασυρμός των αγωνιστών του ’21, που τους φόρεσαν τις φάτσες σύγχρονων ηγετών, μαζί και του Μωυσή αλλά και της Γιάννας.

Όμως η Καθημερινή, μας αρέσει δε μας αρέσει, ακόμα και με τον διαρκώς εμπλουτιζόμενο στρατό της από ακραία δεξιές πένες, παραμένει ίσως η σοβαρότερη εφημερίδα. Και αδυνατώ να σκεφτώ σε ποια εποχή και με ποια διεύθυνση θα αναρτούσε πρωτοσέλιδα και «κορνιζωμένο» ένα τέτοιο «ποίημα», τρολιά, όπως λέμε σήμερα, κατά της ποίησης και της Ιστορίας του ’21, τρολιά λοιπόν και της εφημερίδας κατά της δημοσιογραφίας και των αναγνωστών.

Κατάντια, τσίρκο, μου έρχεται να πω. Δεν είναι όμως αστείο.

buzz it!

21/3/21

Κι ο Πειραιάς χτενίζεται…, και ο καθηγητής ομοίως…

 (Εφημερίδα των συντακτών 20 Μαρτ. 2021)

* I love PIRAEUS, λέει· συγκεκριμένα, μια γιγάντια κόκκινη καρδιά και πλάι: PIRAEUS. Το όλον, μια μακρόστενη μαύρη βάση και πάνω της τα πελώρια γράμματα από πλεξιγκλάς, κάτι πλαστικό εν πάση περιπτώσει, συνολικό ύψος γύρω στα δυόμισι μέτρα και μήκος πάνω από δέκα μέτρα! Βάλτε στο γκουγκλ: love Piraeus πινακίδες, να πάρετε μια ιδέα. Θα λείπει ο περιβάλλων χώρος, αυτός που πάντα αναδεικνύεται ή χαντακώνεται από οποιοδήποτε έργο.

Ύβρις, σαν την αψίδα με τους σκουπιδοντενεκέδες, που έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα (12/3), το μνημείο για τον ξεριζωμό των Ποντίων, που με τον παρά του μεγαλοεπιχειρηματία Μαρινάκη καπέλωσε την πλατεία Αλεξάνδρας.

Ε, σύμπτωση οπωσδήποτε, αφήνοντας ακριβώς την πλατεία Αλεξάνδρας με κατεύθυνση προς Αθήνα, ξανοίγεται μπροστά σου το τοπίο, θάλασσα, το νησάκι Κουμουνδούρου και πίσω του, στα πόδια του Υμηττού, η ακτή από το Φαληρικό Δέλτα ώς πέρα στη Βουλιαγμένη, εκεί λοιπόν ορθώνεται τώρα μπροστά σου, κλείνοντας δηλαδή ορίζοντα και θέα, η γιγάντια κατασκευή που δηλώνει την αγάπη στον Πιρέους! Και απαλλοτριώνοντας ένα μεγάλο πλάτωμα που σχηματιζόταν, με παγκάκια, γεμάτα πάντα κόσμο, που απολάμβανε το τοπίο.

Κιτς; επαρχιωτισμός; βαρβαρότητα; σταματά ο νους σου. Δεν ξέρω τίνος ιδέα είναι η «εικαστική» αυτή παρέμβαση, υποθέτω του Δήμου και των εργολάβων του, είδα όμως στο γκουγκλ ότι υπάρχει κι άλλο τέτοιο «έργο», στη γέφυρα μπροστά απ’ τον Κεράνη, αισθητά μικρότερο πάντως, και σε σημείο όπου δεν παρεμβαίνει ουσιαστικά στον χώρο. Το φοβερότερο; προβλέπεται, λέει, να στηθούν και άλλες τέτοιες ερωτικές εξομολογήσεις στον Πιρέους, Κύριος οίδε πόσες και πού.

Ρωμαϊκές λοιπόν κατασκευές, που θαμπώνουν τους ιθαγενείς και προπάντων γεμίζουν τσέπες, αντί για ελάχιστα ουσιώδη, να μπει π.χ. καμιά δημόσια τουαλέτα, ιδίως στα αρκετά χιλιόμετρα περίπατο στον παραλιακό, από Καστέλλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα κτλ., ή να αντικατασταθούν τα άκρως επικίνδυνα, σπασμένα καπάκια στα φρεάτια του πεζοδρομίου, πάντα στο Πασαλιμάνι, και πλήθος τέτοιες μικροεργασίες, με ασήμαντο εντέλει κόστος.

Δεν εξασφαλίζεται όμως έτσι η δόξα των μεγάλων ευεργετών, ούτε των εκάστοτε εμπνευστών, και πάντα, δεν το ξεχνάμε, των εργολάβων.

 

* Κι ο καθηγητής χτενίζεται… Πώς μου ’ρθε, αλήθεια, να συνδέσω δύο άσχετες μεταξύ τους περιπτώσεις –ίσως το κυνήγι του δημόσιου επαίνου και της δόξας, μέσα από έργα βιτρίνας: του Δήμου, όπως είδαμε στην πρώτη περίπτωση, του καθηγητή τώρα που κυνηγάει με τη μυγοσκοτώστρα τις νεοεισαγόμενες ξένες λέξεις και εκφράσεις, ώσπου έφτασε να γίνει ο περίγελος του άλλου δήμου, των κοινωνικών μέσων.

Αναφέρομαι στον καθηγητή Μπαμπινιώτη, με κάποιες ενοχές, ομολογώ, που υποσχέθηκα τελευταία σχετικό «μενού», δίνοντας πρόγευση το κακογραμμένο δελτίο τύπου για την εκπομπή του με τη Βίκη Φλέσσα «Σε προσκυνώ, γλώσσα»! Όμως, έχει συσσωρευτεί τεράστιο υλικό, και πάλι σε ορεκτικό θα περιοριστούμε.

Έτσι κι αλλιώς, να ασχοληθείς σήμερα με τον Μπαμπινιώτη είναι σαν να κλέβεις εκκλησία: «δρυός πεσούσης…» ή οπωσδήποτε «πιπτούσης», λέω μόνος μου στον εαυτό μου, καθώς ανέλαβε ο ίδιος πια την κατεδάφισή του, με την αυτογελοιοποίησή του.

Στο κυνήγι λοιπόν των ξένων λέξεων, θύμα κι αυτός της ευκολίας των κοινωνικών μέσων, μαζί και της βουλιμικής εγωπάθειάς του, έβγαζε κι από έναν φετφά τη μέρα, προγράφοντας τη μια ξένη λέξη μετά την άλλη, χτυπώντας και το πόδι κάτω, σαν κακιασμένο μικρό παιδί: «και τώρα click away, καλά να πάθετε!»

Η υπερέκθεση στάθηκε μοιραία, τον έμαθαν κι όσοι δεν τον ήξεραν, και ξεκίνησε η καζούρα. Έχασε, όπως πάντα, τον έλεγχο ο καθηγητής, κι άρχισαν να του φεύγουν δεξιά αριστερά ασυνταξίες, ελληνικούρες κ.ά. Από τα πιο ωραία, όταν θέλησε να ειρωνευτεί τους σχολιαστές του, αποκαλώντας τους: «εραστές της γλωσσικής πλάκας, που βρίθουν στη χώρα μας». Τον διόρθωσε (= η χώρα βρίθει...) ο Παντελής Μπουκάλας, απάντησε ανερυθρίαστος ο καθηγητής, ανταπάντησε ο Μπουκάλας, μόκο ο καθηγητής (θα τα δούμε εκτενέστερα όλα αυτά, το ξαναϋπόσχομαι).

Τελευταία ανασύρθηκε ένα παλιό του σχόλιο υμνητικό για την ερμηνεία του Λιγνάδη σε τραγωδία μεταφρασμένη από τον αδερφό Λιγνάδη, όπου είδε ο καθηγητής τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, και μίλησε για «γλώσσα ορθά εξενεγμένη»: τον περιέλαβε, άλλη μια φορά, ο Ν. Σαραντάκος (20/2), επισημαίνοντας συν τοις άλλοις πως το εξίσου απροσδιόνυσο σωστό είναι «εξενηνεγμένη»!

Ώστε «γλώσσα εξενεγμένη»! Η γελοιοποίηση δηλαδή της γλώσσας στην οποία επιδίδεται καμαρωτός καμαρωτός ο καθηγητής, μαζί με τη διόλου ολιγομελή χορεία των αρχαιοπαρμένων, που ανασύρουν αδρανείς από αιώνες λέξεις για να κοσμήσουν τον λόγο τους, κι ας είναι, οι άλλοτε πολύτιμες, σκέτη γραφικότητα πλέον.

Αυτήν όμως τη δόξα, προπάντων τη διαφορά από την πλέμπα, επιζητούν μανιωδώς οι αρχαιοπαρμένοι, οι κακοποιητές ουσιαστικά της γλώσσας, οι μισόγλωσσοι.

buzz it!

13/3/21

Στου Μαρινάκη τον καιρό…

 (Εφημερίδα των συντακτών 12 Μαρτ. 2021)

* «Το φως της φιλογένειάς του», του «μεγάλου Ευεργέτου της πόλεως και της Μητροπόλεως του Πειραιώς», κατά τον υμνωδό μητροπολίτη Σεραφείμ, δίνει νέα πνοή, από τον αθλητισμό ώς τη δημοσιογραφία, αλλά και στην ίδια την τέχνη. Και εμπνέει πάσης φύσεως ραψωδούς: «Κυριακή απόγευμα στην πλατεία Αλεξάνδρας του Πειραιά… Ο Σαρωνικός να στραφταλίζει κι ένας ανατολικός άνεμος να χαϊδεύει τα πρόσωπα, τα μαλλιά, σαν το χέρι του Θεού...»

Έτσι αρχίζει ολοσέλιδο κείμενο στο πλουμιστό ΒΗΜΑgazino (21/2), με τίτλο «Προσφορά στον Πειραιά και στον πολιτισμό» και υπογραφή του Μάνου Στεφανίδη.

Ο οποίος εκστασιάζεται καθώς παρακολουθεί τα πιτσιρίκια, «ακόμη και νήπια, [να] παίζουν με το γλυπτό του Τανιμανίδη», ένα μνημείο για τους ξεριζωμένους Πόντιους, τώρα που «το έργο έχει καταστεί οικείο τοπόσημο, μέγα πλην προσιτό αντικείμενο, ένας καλοκάγαθος γίγαντας μήκους 14 μέτρων που αξιοποιείται έτσι, κατά τις ανάγκες των χρηστών του, των περιπατητών της Ζέας και της Καστέλλας…»

Αφού «το θέμα είναι να φέρουμε κοντά τον κόσμο στην τέχνη χωρίς στόμφο ή πόζα. Να την καταστήσουμε οικεία σαν σχολικό τραγουδάκι». Οπότε «το γλυπτό συνδιαμορφώνεται από όσους το χαίρονται [...]. Σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσές τους. Παίζοντας. Αποκτάει μια καινούρια ζωή. Αλλάζει. Παίρνει άλλο σχήμα. Δεν είναι άσχημα!», δηλώνει μεγάθυμα ο ιστορικός της τέχνης για κάποιες «αβαρίες» στις οποίες οδήγησε η «κατάχρηση» του γλυπτού, με αποτέλεσμα «στη βάση του μνημείου [να] λείπουν αρκετά ελάσματα» και έτσι «να είναι εμφανέστερο το περιεχόμενο των “βαρελιών”».

* Ας πάρουμε λοιπόν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, να τους δώσουμε κι από ’να σφυράκι, να τα πάμε να παίξουν με τα διάφορα μνημεία και τα αγάλματα, παίρνοντας μαζί με τη Βεβαίωση για μετακίνηση με τον αριθμό 6 και το άρθρο του ειδικού: εκεί και φωτογραφία του εν λόγω μνημείου, μια αψίδα από «βαρέλια», όπως λέει εκείνος, «σκουπιδοντενεκέδες», όπως έγραφε εδώ η μετριότητά μου (10/3/18), που κλείνουν μέσα τους επιμέρους «γλυπτά», αντικείμενα που είχαν πάρει μαζί ή είχαν αφήσει πίσω οι ξεριζωμένοι Πόντιοι: το λουκέτο απ’ το σπίτι τους, μια λύρα, κιάλια, αργαλειό, και άλλα λυρικότροπα, όπως «το προσφυγοπούλι», «η ξύστρα της άγραφης Ιστορίας», «τα γόρδια δεμένα πλοία των συμμάχων», κατά τον καλλιτέχνη.

Το εντυπωσιακά κακόγουστο μνημείο, «δωρεά του επιχειρηματία κ. Βαγγέλη Μαρινάκη», τοποθετήθηκε στην πλατεία Αλεξάνδρας το 2017, που αναπλάστηκε, επίσης δωρεά του επιχειρηματία, κατά τα νέα, ναρκισσιστικά σχεδιαστικά πρότυπα: γενική πλακόστρωση με μίνι παρτέρια, μια γεωμετρική τούρτα, με αποκλειστικό θαρρείς στόχο να προβάλει το κερασάκι-μνημείο. Το οποίο, με το σχήμα του και μόνο, κλείνει αυτάρεσκα τον ορίζοντα –ύβρις σωστή.

* Αλλού όμως είναι η ουσία. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν με πάσα μεγαλοπρέπεια στις 21 Μαΐου του 2017, και καλύφθηκαν δεόντως και δικαίως από τα ΜΜΕ, πρώτα και καλύτερα τα ΜΜΕ-Μ, του Μαρινάκη δηλαδή, πάλι δικαίως. Έπειτα από μερικούς μήνες, 31/12/17, ολόκληρο σαλόνι στο Βήμα φιλοξενεί την άποψη τεσσάρων ειδικών για τη «γλυπτική σύνθεση»: Δημοσθένη Δαββέτα, Μιχάλη Μανουσάκη, Εμμανουήλ Μαυρομμάτη και του δικού μας Μάνου Στεφανίδη.

Ο οποίος, στο συντομότερο κείμενο του αφιερώματος, μας διαβεβαίωνε πως το γλυπτό «έχει ήδη καταστεί το τοπόσημο του επινείου», «παρά τον υποβολιμαίο πόλεμο όσων ταυτίζουν τη διαφωνία με την ύβρη [σ.σ. βρισιές, εννοεί] ή τη σκοπιμότητα», «αλλά και την καχυποψία ενός κοινού που έχει εθιστεί εξ απαλών ονύχων στην αισθητική της τηλεόρασης και στη λατρεία του προφανούς. Του ρεαλιστικού!» (Τότε· τώρα, φαίνεται, ανένηψε το κοινό!) Και περιγράφει κι αυτός το έργο, «τους υπερεκατόν [;] κυλίνδρους του [… όπου] ο Τανιμανίδης εγκλωβίζει τα πολύτιμα θυμητάρια του ποντιακού ελληνισμού όχι ως φολκλόρ αλλά ως σύμβολα που προσβλέπουν στο μέλλον…»

* Κανείς δεν θα στερήσει το δικαίωμα κανενός στον λυρισμό και την ποίηση. Και εν προκειμένω, δεν μπορώ να μην το πω, καλύτερα χιλιάδες λιβανωτοί για τον επιχειρηματία, όπως του κ. Στεφανίδη, παρά κείμενα του ίδιου με τάχαμου χιουμοριστικές όμως βαθιά σεξιστικές και ομοφοβικές αναφορές, από τους Βρετανούς που «ρέπουν προς τα ανορθόδοξα» έως ένα αχαρακτήριστο μότο (!) σε επιφυλλίδα του: «Αν θαυμάζω κάτι στ’ αδέλφια μας (!) τους ομοφυλόφιλους είναι πως, ενώ δεν τίκτουν, πολλαπλασιάζονται γεωμετρικώς» και πλείστα άλλα (βλ. π.χ. εδώ).

Στην κυρίως ιστορία μας όμως, χωρίς πολλά πολλά: δύο μήνες έπειτα από το σαλόνι στο Βήμα με τους 4 ειδικούς, ολοσέλιδη παρουσίαση του γλύπτη, πάντα στο Βήμα, 4/2/18· έναν χρόνο μετά, Βήμα 12/5/19, δισέλιδο του Διονύση Βυθούλκα· και τον επόμενο χρόνο, 2020, στο ΒΗΜΑgazino πια, άρθρο που όμως δεν το κράτησα· και φέτος ο γνωστός μας κ. Στεφανίδης.

Ας περιμένουμε και τον μήνα των λουλουδιών, τον Μάιο, με την «ημέρα μνήμης», και με άλλα, ποιος ξέρει, λέλουδα.

Όσο για το έργο, οι ελπίδες μας «στις ανάγκες των χρηστών του», που το «συνδιαμορφώνουν».

buzz it!

7/3/21

Οξυγόνο, επειγόντως!

 (Εφημερίδα των συντακτών 6 Μαρτ. 2021)

* Κούγιας, η απόλυτη ενοχή του Λιγνάδη. Πέρα από την καλλιτεχνική και την πολιτικοϊδεολογική διαδρομή του Δημήτρη Λιγνάδη, δεν μπορώ φυσικά να έχω άποψη για την προσωπική του ζωή.

Όμως για ένα τον θεωρώ απολύτως ένοχο, ιδίως όσο περνούν οι μέρες από την ανάθεση της υπεράσπισής του στον γνωστό μας από καιρό, και δυστυχώς όχι επ’ αγαθώ, Αλέξη Κούγια (όπως σημείωνα στην περασμένη επιφυλλίδα, 27/2). Που άνοιξε δηλαδή άλλο ένα παράθυρο, τι λέω: πύλες τεράστιες στον Αλέξη Κούγια, ο οποίος εισέβαλε άλλη μια φορά, αλλά σε καθημερινή πια βάση στη ζωή μας:

μέσα από δελτία ειδήσεων, ενημερωτικές εκπομπές, λαϊφστάιλ εκπομπές, συνεντεύξεις, δηλώσεις επί δηλώσεων, ατέλειωτες αναδημοσιεύσεις σε πάσης φύσεως ιστοσελίδες, ένας ποταμός αμετροέπειας και αλαζονείας και γενικότερα κακοποιητικού λόγου κατακλύζει τον ελάχιστο ζωτικό μας χώρο, μαζί και με τις συνεχείς απειλές για αναφορές, μηνύσεις, αγωγές κατά πάντων, από δικαστικούς και καταγγέλλοντες και μάρτυρες έως κανάλια και δημοσιογράφους –α, και τον Καπουτζίδη, επειδή παρουσίασε την ομοφυλόφιλη ζωή του ενώπιον «των φυσιολογικών οικογενειών μας και των φυσιολογικών παιδιών μας», όπως εξειδίκευσε ο συνήγορος.

Το μάτι που γυαλίζει και η φωνή που γαβγίζει ξεπερνούν πλέον τη φαιδρότητα, με τις δηλώσεις πως δεν είναι ένας τυχαίος δικηγόρος, αυτός με τις 1.500 δίκες. Μόνο για το ύψος του δεν ξαναμίλησε (ακόμα), αν είναι εντέλει 1.78 ή 1.79, όπως δήλωνε ώς τώρα, ή φευ λιγότερο, αφού με τα χρόνια όλοι χάνουμε ύψος, το λέει η επιστήμη.

Ένοχος για όλο αυτό, ατιμωτικά ένοχος ο Δημήτρης Λιγνάδης.

* Ένοχοι όμως κι εμείς, τα μίντια και ιδίως τα κανάλια, που μυρίζουν το αίμα από χιλιόμετρα ηθικής και δεοντολογίας μακριά, εμείς που αναπαράγουμε την αθλιότητα, ακόμα κι οι απλοί καταναλωτές, το φιλοθεάμον κοινό –πάλι εμείς δηλαδή.

Κάτι πρέπει να κάνουμε, μου ’χει γίνει έμμονη ιδέα, μακάρι να ’ξερα τι. Να γράψουμε ένα κείμενο; Να μαζέψουμε υπογραφές; Να κάνουμε μια καταγγελία; Σε ποιον, στον Δικαστικό Σύλλογο, λες και δεν τα βλέπει; στο ΕΣΡ; Να προσφύγουμε στη δικαιοσύνη; Π.χ. για τη ρητορική μίσους; που αλήθεια όμως είναι το λιγότερο;

«Κάνε μου κι εμένα μήνυση» πρότεινε μια φίλη για επωνυμία στην όποια κίνησή μας, σαν hashtag, αυτόν τον νέο τρόπο για την κατηγοριοποίηση συζητήσεων στα κοινωνικά μέσα, που ομολογώ δεν τα πολυκατέχω: # kanemoukiemenaminisi, δηλαδή, ή κάτι ανάλογο –ευπρόσδεκτη κάθε ιδέα.

Και να μαζευτούν, όπως είπα, υπογραφές, τετραψήφιος μακάρι αριθμός, πλάι στα ήδη εκατοντάδες ονόματα που ετοιμάζεται να μηνύσει ο «μη τυχαίος».

Που με την ευκαιρία, θα μηνύσει, υποθέτω, και ολόκληρες κερκίδες φιλάθλων, που ξεδιπλώνουν στα γήπεδα τεράστια πανό με εκφράσεις οργής και χαρακτηρισμούς, από τον αθωότερο κι όμως βαρύτατο για τον ίδιο τον Κούγια: «κοντός», «κοντέ» κτλ., έως αντιρρητικούς για τη «φυσιολογική» ζωή του (αρκεί μια απλή αναζήτηση στο γκουγκλ: «πανό κατά Κούγια»).

* «Μάθε, Κούγια, γράμματα», κατά το «Μάθε, παιδί μου, γράμματα», γιατί δεν επιτρέπονται για έναν μεγαλοδικηγόρο τα «έμαθα», «μου είπαν», «λένε» κτλ.:

Στη δίκη για τη δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα, συνήγορος υπεράσπισης ενός από τους δύο κατηγορουμένους και σφοδρός κατήγορος του θύματος (όπως είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, με τις εκεί παραπομπές σε ρεπορτάζ του Δ. Αγγελίδη), δήλωσε ότι, από το 1974 που άρχισε να δικηγορεί, δεν διάβασε κανένα βιβλίο· «έμαθα όμως» πρόσθεσε «ότι το Τρίτο Στεφάνι του Κουμανταρέα [!] είναι κορυφαίο βιβλίο». Έτσι κι αλλιώς, «Τα βιβλία είναι για τους πεθαμένους, εγώ σκοπεύω να ζήσω και να δικηγορώ πολλά χρόνια ακόμα» αποφάνθηκε.

Τώρα με την υπόθεση Λιγνάδη, δήλωσε πως το ΣΕΗ, το υποκινούμενο προφανώς από την αριστερά, μισούσε τον Λιγνάδη επειδή, μεταξύ άλλων, ονόμασε μια από τις σκηνές του Εθνικού «αίθουσα Καραγιάννη», μπερδεύοντάς την με την Ελένη Παπαδάκη, όπως μας μετέφερε η δημοσιογράφος Ναταλί Χατζηαντωνίου. Παραδρομή, θα πείτε, τι Καραγιάννη, τι Παπαδάκη, από τρία άλφα έχουν και οι δύο, και ήτα στο τέλος.

* Μπορεί να μη διάβαζε βιβλία, όμως δεν άφηνε παράσταση για παράσταση, ως φαίνεται. Εξού και αποφαινόταν, χωρίς «μου είπαν», «έμαθα» κτλ., πως ο Λιγνάδης είναι «κορυφαίος ηθοποιός» και «κορυφαίος σκηνοθέτης» και «κορυφαίος ταγός του θεάτρου», στις πρώτες πρώτες του δηλώσεις, όταν εξηγούσε γιατί τα τεράστια ξένα οικονομικά συμφέροντα διάλεξαν τον Λιγνάδη, προκειμένου να πλήξουν την κορυφαία, υποθέτω τώρα εγώ, υπουργό Λίνα Μενδώνη.

Έτσι και έβαλε στο στόμα του ίδιου του κατηγορουμένου, στο απολογητικό υπόμνημα που έχει συνταχτεί από το Γραφείο Αλεξίου Κούγια, εκφράσεις όπως: «σκηνοθετώ κορυφαίες παραστάσεις» και «εξαιτίας της εξαίρετης διαδρομής μου…» Πόσο πιο ταπεινωτικό, μα και γελοίο! Όμως έτσι τα θέλησε ο ίδιος ο Δημήτρης Λιγνάδης, στην απολύτως σεβαστή επιθυμία του να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Το θέμα, εξίσου σεβαστό και ζωτικό, είναι να υπερασπίσουμε κι εμείς τον δικό μας.

buzz it!