26/7/20

Μνήμη Χριστόφορου Λιοντάκη

 (Εφημερίδα των συντακτών 25 Ιουλ. 2020)

* Ένας χρόνος ακριβώς από τον θάνατο του Χριστόφορου. 26 Ιουλίου 2019. Ένας χρόνος «κιόλας», όπως λένε, μα δεν είναι, δεν είναι μόνο αυτό αλήθεια. Από τη μια σου φαίνεται «σαν χτες», από την άλλη αιώνες, έτσι όπως εναλλάσσονται και άλλοτε συμπίπτουν απουσία και παρουσία.

Έτσι όπως πιάνεις κάθε τόσο το τηλέφωνο να του τηλεφωνήσεις. Να πείτε δυο κουβέντες επιτέλους· ή για κάτι που βλέπεις ξαφνικά στην τηλεόραση και ξέρεις πως θα του άρεσε, για ένα μικρό κουτσομπολιό, ένα τίποτα. Έτσι όπως τον μελετάς με τους φίλους: «όπως έλεγε / όπως θα έλεγε ο Κρις», ή «ο ποιητής» –η προσωνυμία ανάλογα με τον φίλο.

Ένας χρόνος λοιπόν χωρίς τον Χριστόφορο. Τη μια μέρα, ξημερώνοντας Σάββατο, ζήτησε απ’ τον Πάνο να τον πάει στο νοσοκομείο (μ’ ένα βιβλίο στην τσάντα, να ’χει να διαβάζει, το Καπούτ του Μαλαπάρτε!), όλη τη μέρα στα εξωτερικά με εξετάσεις· την άλλη μέρα, Κυριακή, στον θάλαμο, ανακουφισμένος από τις πρώτες φροντίδες και την αποκαταστημένη αναπνοή, έλεγε και ξανάλεγε στον καθένα, να επιβεβαιωθεί, ότι καλά έκανε και μπήκε στο νοσοκομείο, ένιωθε πια μια σιγουριά· και την επομένη, Δευτέρα πρωί πρωί, πηγαίνοντας για κάτι δικά μου ιατρικά, περνάω και τον βρίσκω να κοιμάται βαθιά μα και ανήσυχα· δεν τον ξύπνησα· σε δύο ώρες που ξαναπέρασα, τον είχαν ήδη διασωληνώσει.

Αυτό ήταν όλο. Τρεις μέρες. Κι από τη γαλήνη της Κυριακής πέρασε στη μακρά και βασανιστική πορεία για το τέλος. Ενάμιση μήνα στην Εντατική, κι εκεί έσβησε.

* «Όπως λέει ο Προυστ, la délivrance arrive quelquefois inattendue», «η λύτρωση φτάνει κάποτε αναπάντεχα»: έτσι μου έλεγε συχνά σε όποιες δυσκολίες, του το αντιγύριζα σε δικά του ζόρια –είχε γίνει το μότο μας. Θέλησα να το χρησιμοποιήσω σ’ ένα μικρό σημείωμα για το αφιέρωμα το οποίο στήσαμε με τον Δημήτρη Αγγελίδη εδώ, επιστρατεύοντας φίλους και συνεργάτες να πουν δυο λόγια, μέσα σε ένα 24ωρο ουσιαστικά, να προλάβουμε τη Δευτέρα, που ήταν και η κηδεία (29/7). Και είπα να κάνω ένα τσεκάρισμα στο ίντερνετ: πουθενά! Δοκίμασα όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, ούτε Προυστ ούτε κανένας άλλος. Εγκατέλειψα προσωρινά, αλλά έπειτα απευθύνθηκα σε φίλους και φίλες, από τον χώρο του βιβλίου, σε Γάλλους και Γαλλίδες, του βιβλίου επίσης: τίποτα. Να ’ταν δική του αυτή η φράση; δεν τα έκανε τέτοια τερτίπια. Τη συνέθεσε ασύνειδα στον νου του, ποιος ξέρει από τι σπαράγματα; άγνωστο. Δεν έχει σημασία. Αρκεί που είχε έρθει η λύτρωση, αναπάντεχα. Γιατί βασανίστηκε πολύ τα τελευταία χρόνια, γιατί βασανίστηκε στη ζωή του ο Χριστόφορος: μέσα ή έξω δαίμονες, κι αυτό δεν έχει σημασία πια, πάντως δαίμονες.

* Γράφω όσα δεν μπόρεσα να γράψω πέρσι, ν’ αποχαιρετήσω τον μεγάλο φίλο, από τους δοτικότερους ανθρώπους, όπως σημείωνα τότε. Που μοίραζε στοργή, αγάπη και αφοσίωση. Και μαζί ταπεράκια με φαγητό, ενώ στην ταβέρνα σου ’χωνε την μπουκιά με το στανιό στο στόμα, όταν δεν πετύχαινε μύτη, μάγουλο κ.ά., επιμένοντας πως μια χαρά πάει το ψάρι που έτρωγε εκείνος με το κρέας που έτρωγες εσύ, ή το αντίστροφο. Και μοίραζε επίσης χειροφιλήματα: σου τραβούσε ξαφνικά τα δυο σου χέρια και τα φίλαγε, ειλικρινά συγκινημένος από κάτι που τον ευχαριστούσε, έτσι με την Κατερίνα, στο εστιατόριο της Άνδρου, για τις νοστιμιές της, με τον Γιώργο, τον σερβιτόρο του Θαλασσινού, για τη θετική του αύρα και το αστείρευτο χιούμορ, με την ηλικιωμένη θεία μου όπου πήγαινα βαρυγκομώντας καμιά φορά εγώ, και μου ζητούσε να ’ρθει μαζί εκείνος –και νά τα χειροφιλήματα στη θεία, και τα χάδια, στα χέρια, στα λευκά μαλλιά. Αγαπούσε ο Χριστόφορος.

* Γενναιόδωρος ακόμα, αν όχι πιο πολύ, με τη δουλειά του. Που σ’ την εμπιστευόταν, περίπου εν λευκώ, με Άρειο Πάγο πάντοτε την Κοραλία, ποιήματα και μεταφράσεις· και: «βάλε ό,τι θες», ήταν η συχνότερη απάντησή του. Στις μεταφράσεις ιδίως, σχεδόν σήκωνε τα χέρια ψηλά: «γιατί με βασανίζεις; κάν’ το όπως θες», επέμενε, λες κι ήθελε να την ξεφορτωθεί πια –ενώ απ’ την άλλη επανερχόταν επί μήνες σε μία και μόνο φράση ή λέξη. Είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα, όταν έβγαλε στον Γαβριηλίδη (άλλος νεκρός που δεν τον αποχαιρέτησα…) σε δύο τόμους τις παλιές του συλλογές, με τη γενναιότητα που αναθεωρούσε και διόρθωνε στίχους, στροφές, ποιήματα ολόκληρα. Εξέφραζες τον δισταγμό σου για μια λέξη: «πέτα τον» σου ’λεγε αμέσως, «ποιον;», «τον στίχο όλο» έλεγε κατηγορηματικά –και πάλευες τότε εσύ, μπας και τον περισώσεις!

Κι ένα τελευταίο, ευτράπελο. Δουλεύαμε με δόσεις τον Σκοινοβάτη του Ζενέ· κάποια φορά στο σπίτι μου, πιο απρόθυμος από ποτέ: «Δεν είμαι στα καλά μου» είπε, «πάω να βάλω ένα ουίσκι». Πήγε στην κουζίνα, έβαλε το ουίσκι του, απογέμισε, όπως συνήθιζε, το ποτήρι με νερό ώς απάνω, ήρθε και άρχισε να πίνει. Σε λίγο δεν ήταν όντως καλά, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς σ’ έναν καναπέ, αρνούμενος να κάνει οτιδήποτε. Απελπισμένος, πήγα να βάλω κι εγώ ένα ουίσκι, βρήκα στον πάγκο και τη βότκα που είχα στο ψυγείο: την είχε πάρει για νερό, κατάλαβα αμέσως, αφού το ίδιο σκηνικό είχε γίνει πρόσφατα στης Κοραλίας και του Βαγγέλη –εκεί μάλιστα είχε απογεμίσει το μπουκάλι τη βότκα με νερό, και το ξανάβαλε στο ψυγείο.

Πάντα γελούσαμε μαζί, μ’ αυτά και μ’ άλλα. Τώρα γελάμε μόνοι μας οι φίλοι, οι περιλειπόμενοι. Κι έχει μια πίκρα αυτό το γέλιο… Δηλητήριο…

 

Update: το αίνιγμα λύθηκε μια-δυο (!) μέρες μετά τη δημοσίευση της επιφυλλίδας αυτής. Βλ. εδώ.

buzz it!

19/7/20

Της ζέστης

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Ιουλ. 2020)




* Κλιματιστικό μ’ ένα 20αρικάκι, να ’ναι καλά το ζάπλουτο ίντερνετ: «Για όσους υποφέρουν από τη ζέστη. Ένα θα σας πω. Σώθηκα.

»Στον Άι-Γιάννη το Δροσιστή στα μαρτυρικά Σύβοτα μοιράζουν με ένα 20αρικάκι θαυματουργές πέτρες, που τις βάζεις στο εικονοστάσι του σπιτιού και δροσίζουν το σπίτι από γωνία σε γωνία.

»Οι μοναχές μού είπαν ότι κρατάει τη θερμοκρασία στους 24 βαθμούς σταθερά, την ηλικία δηλαδή που πέθανε ο Άγιος!!!!!

»ΠΡΟΣΟΧΗ!!!!! Για να λειτουργήσει όμως πρέπει να έχει προηγηθεί νηστεία τουλάχιστον 30 ημερών».

Ακολουθεί φωτογραφία με «τον θαυματουργό βράχο από τον οποίο σπάνε τις δροσόπετρες». Όπερ σημαίνει, σπεύσωμεν, γιατί θα σωθεί κάποια στιγμή ο βράχος, εκτός εάν κι αυτός, καθότι ιερός, πολλαπλασιάζεται εις το διηνεκές, όπως το Τίμιο Ξύλο λ.χ.

Ώστε λύσαμε το πρόβλημα του καλοκαιριού, του φετινού ιδίως, με τον κορονοϊό, που τα κλιματιστικά λέγεται πως εγκυμονούν κινδύνους.

Το σημαντικό τώρα είναι να φροντίσουμε εγκαίρως και για τον χειμώνα, με το κρύο και με το πάντα ακριβό πετρέλαιο, να βρούμε άγιο που να ’ζησε τόσα χρόνια όσα κι η επιθυμητή για χειμώνα θερμοκρασία· και μ’ όποιο μέσο διαλέξει ο ίδιος να κάνει το θαύμα του, να ζεσταίνεται το σπίτι «από γωνία σε γωνία».

Κι ας είν’ και παραπάνω από 20αρικάκι. Και μεγαλύτερη η νηστεία.

* Και τσουπ, ξανά τα ψάρια στο τηγάνι. Να τηγανιστούν κι από την άλλη πλευρά, αφού πήδηξαν στον Βόσπορο μισοτηγανισμένα, όταν έπεσε η Πόλη.

Όχι; Μα το έχει πει ο Παΐσιος. Πως έτσι και γίνει η Αγια-Σοφιά τζαμί, θα διαμελιστεί των απίστων η χώρα –και η Κωνσταντινούπολη πια δική μας.

Γιατί θρηνούνε τότε πατριώτες και αρχιπατριώτες; Αφού έρχεται η Μεγάλη Ώρα. Εκτός κι αν είναι για ξεκάρφωμα, θέμα στρατηγικής. Γιατί να έλεγε άρες μάρες ο Παΐσιος, ανίερο να το πεις. Άρα;

* Ώς τότε, ας ακούσουμε την καθ’ ύλην ειδικό, την κ. Γλύκατζη-Αρβελέρ. Που δήλωσε πως δεν θα εκπλαγεί αν δακρύσουν τα ψηφιδωτά και χτυπήσουν οι καμπάνες για τη χριστιανοσύνη («Κι αν δεν κλάψουν, τι συμπέρασμα θα βγάλουμε;» αναρωτήθηκε κάποια ασεβής στο φέισμπουκ:  «Πως τους αρέσει που έγινε [η Αγια-Σοφιά] τζαμί ή πως είναι τελείως αναίσθητα;»).

Παράλληλα, η ειδικός οίκτιρε τους Τούρκους που, άμα χρειάζονται τέτοιους συμβολισμούς, είναι ανάξιοι για Ευρώπη· και αντιπαρέβαλε τους δικούς της, κατεξοχήν ευρωπαϊκούς συμβολισμούς: τα δακρυσμένα ψηφιδωτά –τα μισοτηγανισμένα ψάρια, θα προτιμούσα εγώ.

* Και θυμήθηκα που διάβαζα πρόσφατα πως η ειδικός αλλά και ποιήτρια εγκαινίασε το νέο κανάλι youtube του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δελφών (του οποίου είναι πρόεδρος) με δικά της (οποία διακριτικότης!) ποιήματα, φρέσκα, της ώρας, γραμμένα την «περίοδο του εγκλεισμού» (Κατ. Δαφέρμου, στο mononews 19/6).

Άλλωστε «η κορυφαία βυζαντινολόγος σε οικεία περιβάλλοντα δεν έχει κρύψει την ποιητική της δεινότητα διαβάζοντας πολλές φορές ανέκδοτες συνθέσεις της: ευσύνοπτα ποιήματα, με χαρακτηριστικό ρυθμικό τονισμό, στοχαστική ενάργεια και ορισμένες φορές απρόσμενα αυτοβιογραφικά, έως και τολμηρά. Οι παρόντες στην ομήγυρη πάντα μένουν κεχηνώς» (με πλήθος θαυμαστικά στο «κεχηνώς»).

Είχα ανθολογήσει παλιά στο μπλογκ μου («Η αυτοκτονία της Μούσας» 30.10, 2.11 και 4.11.09), μερικά ποιήματά της με αδέξια ρίμα και κωμικά αποτελέσματα (Έσβησε το αγλάισμα του κόσμου από τον χάρτη, / η Βασιλεύουσα έπεσε και δεύτερη φορά, / έγιναν τα παλάτια της των Τούρκων η βορά, / κι εμείς, που ανανήψαμε, δειλά και μόλις άρτι…), δεν έχει νόημα να επανέλθω –ας περιοριστούμε στη φαιδρότητα των δακρυσμένων ψηφιδωτών.

Απλώς αναρωτήθηκα τώρα αν στα αυτοβιογραφικά μνημειώνεται και η θητεία της στο πλευρό της Φρειδερίκης, όπως με καμάρι έγραφε η ίδια σε αυτοβιογραφικό βιβλίο της («τρέιλερ επιλεκτικής αμνησίας» το είχε χαρακτηρίσει εύστοχα ο Στ. Τσαγκαρουσιάνος, LifO 26.12.17).

Έχουν σημασία όλα αυτά; Τεράστια, θα πω, για την εθνική επιπολαιότητα και απαιδευσία μας, που ύψωσε τοτέμ, ανάμεσα σε πλήθος άλλα εννοείται, μια κοσμική κυρία με την οποία έχουν πάψει προ πολλού να συνδιαλέγονται οι επιστήμονες συνάδελφοί της, και η οποία δηλώνει στο βιβλίο της: «είμαι 91 χρονών, μπορώ να λέω ό,τι θέλω».

* Πάλι διαφήμιση στη Σώτη; Όση διαφήμιση θέλει· μπορεί να τη βοηθήσει –κι εμάς κατ’ επέκταση:

«Oι βάνδαλοι που επιτέθηκαν τις τελευταίες μέρες στον “Περίπατο της Αθήνας” πιστεύουν ότι η συμπεριφορά τους είναι πάρα πολύ cool. Στην πραγματικότητα, αυτή η χαριτωμένη συμπεριφορά χρονολογείται από την εποχή των βαρβαρικών γερμανικών φυλών −από τότε που οι καημένοι οι Γότθοι και οι Βάνδαλοι δεν αντιλαμβάνονταν την αισθητική χρησιμότητα των ρωμαϊκών γλυπτών και που παρ’ όλ’ αυτά φθονούσαν τους Ρωμαίους για την καλλιτεχνική τους δημιουργία…» (Σώτη Τριανταφύλλου, Athens Voice 8/7).

Παρακαλώ, μην το χάσετε: καλύτερο κι από το κλιματιστικό του αγίου!

buzz it!

12/7/20

Η Αδωνίτσα Άννα και τα άδεντρα

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Ιουλ. 2020)


* Παλιά Αδωνίτσα η Άννα. Η Άννα Διαμαντοπούλου. Η υπουργός παιδείας του ΠΑΣΟΚ, σοσιαλίστρια εξ ορισμού παναπεί, «μεταρρυθμίστρια» όπως προβαλλόταν, που βράβευσε επί αριστεία την «ηρωική δασκάλα του Έβρου» Χαρά Νικοπούλου, την τουρκοφάγα δασκάλα που τα έργα της βοούσαν για την ακροδεξιά ταυτότητά της, την οποία επισημοποίησε λίγο αργότερα, συνεργαζόμενη με τη Χρυσή Αυγή.

Η ίδια σοσιαλίστρια και μεταρρυθμίστρια Άννα Διαμαντοπούλου αναγόρευσε τον εισηγητή του ΛΑΟΣ Άδωνη Γεωργιάδη, όταν υπερψήφισε κάποιο νομοσχέδιό της, σε σοβαρότερο βουλευτή του Κοινοβουλίου.

Δεν θα ’πρεπε λοιπόν να μας εκπλήσσει που η ίδια σοσιαλίστρια και μεταρρυθμίστρια Άννα Διαμαντοπούλου έδωσε τις προάλλες στον σοβαρότερο βουλευτή, για το Τσαρλατανείο του «Ελληνική Αγωγή», τέσσερα (4) μετάλλια, δύο χρυσά, ένα αργυρό και ένα χάλκινο, για τα αρχαία που διδάσκει στα νήπια κτλ.

Αυτά σαν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των «Education Leaders Awards 2020», που είναι, λέει, «Το ετήσιο Πανόραμα των Πρωτοβουλιών και των Δράσεων στην Εκπαίδευση».

Το οποίο βράβευσε σχολεία και μαζί τους και φροντιστήρια, δηλαδή την παραπαιδεία· γιατί όχι τότε και την απαιδεία ή αντιπαιδεία του Άδωνη!

(Άραγε τώρα με την αξιολόγηση θα αξιολογηθούν και οι διδάσκοντες του Τσαρλατανείου, οι όχι οπωσδήποτε αγράμματοι, όμως οι περισσότεροι αθλιογράμματοι;)

* Είπαμε για Άδωνη –και πότε δεν είπαμε, θα πείτε, και τι δεν είπαμε, για τον άνθρωπο που έκανε καριέρα εμπορευόμενος με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο τη φαιδρότητά του, πριν ακόμα ξεδιπλώσει την πολιτική αθλιότητά του…

Είπαμε για Άδωνη λοιπόν, και παρασυρθήκαμε και πάλι, ενώ ήθελα να σημειώσω απλώς το εξής, δροσιστικό για μήνα Ιούλιο:

Κάτι έλεγε τελευταία σε κάποιο απ’ τα κανάλια του, πως «επί κυβερνήσεως Σαμαρά» έγινε αυτό, «επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ» το άλλο, και «επί κυβερνήσεως Κυριάκου Μητσοτάκη - Άδωνη Γεωργιάδη…» το πιο άλλο…

Γλώσσα λανθάνουσα, ως γνωστόν, τ’ αληθή λέγει, και μια χαρά το ξέρουμε πως έχουμε κυβέρνηση Μητσοτάκη-Γεωργιάδη, κεντροδεξιά μαζί με –αν όχι και με περισσότερη– ακροδεξιά.

Αλλά εμένα πιο πολύ μ’ αρέσει η γενική «του Άδωνη», όπως ακούστηκε απ’ το δικό του στόμα. Μπας και γλιτώσουμε από το ξιπασμένο «Αδώνιδος», και με την άδειά του πλέον.

* Τα άδεντρα ή μη δέντρα. Τον καημό μου θέλω να πω, μάλλον την αποστροφή μου γι’ αυτά τα πιο μη δέντρα δε γίνεται, τους φοίνικες και όλα της οικογενείας: τέσσερα και πέντε και παραπάνω μέτρα σκέτος κορμός και στην κορφή το όποιο φύλλωμα, που ούτε σκιά δίνει ούτε τίποτα, ένα πράγμα που για να το αντιληφθείς και μόνο σαν δέντρο πρέπει να ξελαιμιαστείς κοιτώντας κατά πάνω.

Κι όμως, είναι το δέντρο της ξιπασιάς, του αρχοντοχωριατισμού, το αγαπημένο των βλαχοδημάρχων. Και «βλαχοδήμαρχος» είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, κάτι σαν στολή όλων σχεδόν των δημοτικών αρχόντων, αφού ο δήμαρχος είναι ένας υπουργός ή και πρωθυπουργός εν αναμονή, κάποιος που υποτάσσεται στη μοίρα του να είναι κάτι λιγότερο από εθνοπατέρας. Έχει όμως, δόξα τω θεώ, εξουσία μεγάλη και χρήμα μπόλικο, να κάνει ό,τι μα ό,τι θέλει στο χωράφι του, το για κείνον μικρό, τεράστιο όμως για όσους το ζουν ή κινούνται μέσα σ’ αυτό.

Δεν έχει νόημα να απαριθμήσω τις ολέθριες ή απλώς α-νόητες επεμβάσεις των διαφόρων, τέτοιες μέρες κιόλας που ανήκουν αποκλειστικά στον Φαντασμένο Άρχοντα της Αθήνας, θυμάμαι όμως πάντα εκείνον τον κατά τύχη δήμαρχο Γιατράκο, όταν αντικατέστησε τον Έβερτ, και για να ευχαριστηθεί κι αυτός λίγο εξουσία, ξήλωσε την πλατεία Συντάγματος, παραμονές των έργων για το μετρό, δηλώνοντας ρητά πως δεν θα χρειαστεί να ξαναξηλωθεί η πλατεία. Που ξαναξηλώθηκε βεβαίως, ακριβώς για τα έργα, χωρίς την παραμικρότερη συνέπεια για τον εν λόγω δήμαρχο.

Έλεγα για τους φοίνικες λοιπόν, τα κατεξοχήν μη δέντρα, τα πρώτα που φυτεύουν μανιωδώς οι συμπλεγματικοί δήμαρχοι, πιο πολύ σαν φαλλικά σύμβολα νομίζω, πάντως πιστεύοντας πως κάτι παίρνουν απ’ το μπόι τους.

Τώρα, για να ρθούμε στις μέρες μας, πεντάμετροι αγκαθωτοί (μπλιάχ) φαλλοί σε κοντοστούπικες ζαρντινιέρες εκφράζουν μαζί με όλα τ’ άλλα και τη γελοιότητα του εμπνευστή της ιδέας.

Κερασάκι στην τούρτα, τα υπόδουλα ΜΜΕ που συντονίστηκαν πριν από λίγες μέρες και ανέδειξαν με πανομοιότυπους σχεδόν τίτλους τη μεγάλη ανακάλυψη, πως «Κι όμως: οι φοίνικες υπήρχαν από τον 19ο αιώνα στην Αθήνα» και «επιστρέφουν με τον Μεγάλο Περίπατο…» (Skai.gr, Θέμα, in.gr, iefimerida κ.ά.)!

Πόση γελοιότητα και ιδίως αχρειότητα πια!

buzz it!