26/7/09

Ο Γιανναράς ζει, ο Ελληνισμός καλά κρατεί

Περίμενα μία βδομάδα να σιγουρευτώ. Στη σημερινή, κυριακάτικη Καθημερινή, ο Γιανναράς στο πόστο του, με μια καινούρια επιφυλλίδα. Όλα καλά λοιπόν.

Γιατί λίγο μας ανησύχησε την προηγούμενη Κυριακή, 19 Ιουλίου. «Πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;» ήταν ο τίτλος της επιφυλλίδας του. Δυσοίωνος ο τίτλος, έμοιαζε ρητορικό το ερώτημα. Που σημαίνει πως τα ’φαγε, μάλλον τα ’χει φάει προ πολλού τα ψωμιά του ο Ελληνισμός.

διαβάστε τη συνέχεια...

Νά και η αρχή της επιφυλλίδας:

«Πότε τελειώνει ιστορικά ένας λαός που σημάδεψε με την παρουσία του την πορεία της ανθρωπότητας; Προφανώς, όταν πάψει να παράγει ή να συντηρεί καινοτόμο ιδιαιτερότητα»!

Και η κατακλείδα:

«Σε κάθε παραμικρή πτυχή του το σημερινό ελληνώνυμο κρατίδιο είναι μια ύβρις της ελληνικότητας»!

Οιμέ!

Όμως, μέσα απ’ τα μαύρα, ολόμαυρα σκότη, γιά στάσου, λες, αν ένας λαός, και όχι η Πετρούλα φερειπείν, τελειώνει «όταν πάψει να παράγει ή να συντηρεί καινοτόμο ιδιαιτερότητα», και αφού ο Γιανναράς, ξαναφερειπείν, και παράγει και καινοτόμο ιδιαιτερότητα συντηρεί, φως φανάρι, ΔΕΝ τέλειωσε ο Ελληνισμός.


                                                * * *


Αλλιώς:

Καμιά τριανταριά χρόνια πριν, ο (θεολόγος) καθηγητής (της φιλοσοφίας) Χρ. Γιανναράς έκανε το πολλοστό μεταπτυχιακό του στη Στρατευμένη Εσχατολογία, αναδημοσιεύοντας κατ’ εξακολούθηση και βάζοντάς το έπειτα τίτλο βιβλίου του το περίφημο έκτοτε «Finis Graeciae», με το οποίο μας έλεγε, όπως μας λέει πάντοτε εξάλλου, πως τέρμα η Ελλάδα, τέρμα και η ελληνική γλώσσα (αλλά τότε «με ποια γλώσσα και σε ποιο ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Γιανναράς, εφόσον η ελληνική γλώσσα και το “θλιβερό” “ελλαδικό κρατίδιο” είναι, κατ’ αυτόν, νεκρά», ρωτούσα, ενδεικτικά).

Πέρασαν τα χρόνια, ο κ. Γιανναράς, συντονισμένος, όταν δεν δίνει ο ίδιος τον τόνο, στη λαϊφστάιλ μεμψιμοιρία που αναχαράζει βόσκοντας τα περί «Ελλαδέξ», «Ελλαδιστάν» (βόσκοντας και ο ίδιος πάντως, σιτιζόμενος παναπεί, στα χωράφια ακριβώς του «θλιβερού ελλαδικού κρατιδίου» «Ελλαδέξ» ή «Ελλαδιστάν»), προχώρησε σε πιο εκλεπτυσμένη τάχα τώρα ανάλυση, και ψάχνει στα πιο παλιά το «τέλειωμα» του Ελληνισμού. Ανανέωσε έτσι και το λεξιλόγιό του: το «ελληνώνυμο κρατίδιο», που είναι, τι άλλο, «ύβρις της ελληνικότητας».

Βεβαίως, ύβρις, κύριε καθηγητά.

Ύβρις της εν ευρεία εννοία [θα του αρέσει αυτό] ηθικής, του ακαδημαϊκού ήθους πιο συγκεκριμένα, της κοινής λογικής επιτέλους.


ΥΓ 1. Ποιο το καινούριο εντέλει; Τα ίδια εκείνος, τα ίδια αναγκαστικά κι εμείς. Ε, συν ότι γράφτηκε τούτες τις μέρες πως ο ακροδεξιός υπουργός πολιτισμού θα αναθέσει στον (υπερδεξιό) (θεολόγο) καθηγητή (της φιλοσοφίας) το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Άντε, να μπαίνουν τα πράγματα στο δρόμο τους. Και να αναγνωρίζονται οι αξίες. Και οι συγγένειες.

ΥΓ 2. Κοιτάζοντας διαγωνίως τη σημερινή επιφυλλίδα του κ. Γιανναρά, με τίτλο "Αν ο πρωθυπουργός τολμούσε μετάνοια", κάτι για "κράτος" διάβασα. Μπα, αναβαθμίστηκε το "κρατίδιο";

buzz it!

Πο ρε κάτι γέλια, Νο 2 και 3

έπειτα από τα γέλια στον Ιανό, δηλωμένα χιουμοριστικές οι προθέσεις και εδώ, ή και η χιουμοριστική πλευρά, εν πάση περιπτώσει --ανταποκρινόμαστε εκθύμως

νούμερο 2:

Ίδρυση κόμματος καπνιστών και προσφυγή "Στο ΣτΕ κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος"
[με αγωνία περιμένουμε τις υπογραφές]

και στην Εσπρέσο, με φωτογραφικό υλικό [μη σας διαφύγει κάτω κάτω η φωτό νούμερο 4]

διαβάστε τη συνέχεια...

νούμερο 3:

με ιμέιλ μου ήρθε το ακόλουθο:

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ‘ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ’ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Επίμετρο στην αντικαπνιστική νομοθεσία»

Προς ιδιοκτήτες λογοτεχνικών μπαρ, παλαιοβιβλιοπώλες νικοτίνης και υπαλλήλους των ΕΛΤΑ

Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών (Σ.Ε.Λ), το προσαρτημένο σε αυτόν Θερινό Σπίτι της Λογοτεχνίας και το έγκριτο Νομικό του Συμβούλιο, αποτελούμενο από πρωτονοτάριους (δύο: 2), αρχιεισαγγελείς (πέντε: 5) και αρχιμανδρίτες (έναν: 1), επεξεργάστηκε και καταθέτει – σε τρία (3) αντίτυπα – την ακόλουθη επίμετρη πρόταση για σχέδιο νόμου:

«Σε συνέχεια – και ως επίμετρο – στον άρτι ψηφισθέντα νόμο περί καπνίσματος (υπ’ αλγόριθμον 45⅛ χ 980ℓ-3√10‰≤ στροφηδόνⁿ) προτείνουμε τις εξής ρυθμίσεις:

Α. Τα μαγαζιά άνω των 70 τ.μ. οφείλουν να διαθέσουν το 10% του ωφέλιμου χώρου τους στην εγκατάσταση δανειστικής (και αγύριστης) βιβλιοθήκης. Τα μαγαζιά κάτω των 70 τ.μ. πρέπει να αποφασίσουν αν θα λειτουργήσουν – ή όχι – ως λογοτεχνικές λέσχες. Στην πρώτη περίπτωση ο ιδιοκτήτης οφείλει να μετατρέψει το 30% των βιβλίων σε καπνοθήκες (αυτό θα γίνει κρατώντας το εξώφυλλο και κόβοντας τις εσωτερικές σελίδες, ώστε να δημιουργηθεί αποθηκευτικός χώρος). Στη δεύτερη περίπτωση και εάν ο ιδιοκτήτης αποφασίσει να μετατρέψει το μαγαζί του σε λογοτεχνική λέσχη (club) ισχύει το προαναφερθέν με τη δέσμευση της μετατροπής των σταχτοδοχείων σε book-stands. Οι θαμώνες οφείλουν να μελετούν το περιεχόμενο των βιβλίων και στη συνέχεια να φυσάνε την περίληψη στα μούτρα του διπλανού. Τούτο με πλήρη συνείδηση ότι μπορεί να λειτουργήσει ανασχετικά για το νόμο, καθότι τα μπαρ θα βρωμάνε περίληψη (Τόμας Μαν, Κική Δημουλά) –πράγμα ανυπόφορο.

Β. Οι αρχές, υπό την εποπτεία του προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιβλιοναυαγοσωστών, κ. Μάνου Στεφανίδη, πρέπει να έχουν πρόσβαση στις τσάντες και στα παπούτσια των πολιτών. Σε περίπτωση που ευρεθούν στα μεν ή στα δε ογκώδη θεωρητικά τομίδια ή πρόλογοι σε γάλλους συγγραφείς, ακολουθεί η εξής διαβάθμιση κυρώσεων:

1) αν ο επίμαχος καπνός βρίσκεται ανάμεσα σε δυο (2) αδιάβαστα βιβλία η κύρωση ανέρχεται σε έξι μήνες διόρθωσης και επιμέλειας κειμένων σε έντυπα εύθραυστης πολιτικής ταυτότητας (ανανεωτική αριστερά).

2) αν ο επίδικος καπνός βρίσκεται ανάμεσα σε δύο (2) διαβασμένα βιβλία η κύρωση συνίσταται στη μετάφραση ενός (1) από αυτά σε γλώσσα χώρας που δεν έχει ακόμη εισαγάγει αντικαπνιστική νομοθεσία (Γαλλία, Ιταλία).

3) αν ο αξιοκατάγγελτος καπνός βρίσκεται ανάμεσα σε ένα (1) αδιάβαστο και ένα (1) διαβασμένο βιβλίο, η κύρωση επιβάλλει την μεγαλόφωνη ανάγνωση του ήδη διαβασμένου βιβλίου σε προαύλιο εκκλησίας λίγο πριν τον όρθρο.

4) αν ο (διόλου) ευκαταφρόνητος καπνός βρίσκεται ανάμεσα σε περισσότερα από δύο (2) βιβλία δεν επιβάλλεται καμια κύρωση. Με την υποσημείωση: κανένα από αυτά δεν πρέπει να είναι η τριλογία του Στρατή Τσίρκα Άκαπνες Πολιτείες".

Ακολουθούν υπογραφές:

Σωκράτης Δεληβογιατζής (δάσκαλος σε δυσπρόσιτο δημοτικό σχολείο)
Μάνος Στεφανίδης (πρόεδρος Λιμενικού Σώματος Σύρου, μέλος της Βουλής των Εφήβων 2001)
Βασίλης Βασιλικός (καθηγητής ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης)
Αντώνης Νταβανέλλος (σονετογράφος – μεταφραστής)
Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ (φοιτήτρια Erasmus)
Μάνος Στεφανίδης (παραφραστής)
Σωτηρία Σταυρακοπούλου (συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής)
Νίκος Κωνσταντόπουλος (σχεδιαστής μόδας)
Μάνος Στεφανίδης (πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας)
Γιώργος Νταλάρας (συμβολαιογράφος, ιδιοκτήτης club στην Αμμόχωστο)
Κώστας Καναβούρης (ανεπάγγελτος)
Άνθιμος Θεσσαλονίκης (σαϊεντολόγος – καββαλιστής)
Μάνος Στεφανίδης (θηριοδαμαστής)
Άδωνις Γεωργιάδης (γενικός γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
Θανάσης Τριαρίδης (όλα τα προηγούμενα)
Μιμή Ντενίση (ηθοποιός)
Μάνος Στεφανίδης (χειριστής μπάλας)

Με τιμή,
Ο κατά νόμον υπεύθυνος, πρόεδρος του Σ.Ε.Λ,
Ανέστης Γ. Δειλινός

buzz it!

25/7/09

Καλοκαιρινό, ή Γλώσσα με πλαστικές

Τα Νέα, 25 Ιουλίου 2009


Πλαστικές επεμβάσεις, εκτομές, σιλικονούχα εμφυτεύματα, ενέσεις μπότοξ, λιποαναρροφήσεις, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στην υπηρεσία της ανθρώπινης φιλαρέσκειας, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στον πόλεμο με τη φθορά και το χρόνο.

Όταν το σώμα σε προδίδει, όταν δεν σε ικανοποιεί, η επιστήμη να ’ν’ καλά, κόβεις από δω, τσοντάρεις από κει, κάποτε κάτι πετυχαίνεις, έστω για λίγο, αλλά πιο συχνά, ή έπειτα από λίγο, το αποτέλεσμα μάλλον τον οίκτο προκαλεί, μπορεί και τα γέλια.

Τώρα η γλώσσα τάχα μας προδίδει, δεν μας ικανοποιεί; έτσι μας είπαν, έτσι μας λένε, έτσι πιστεύουμε; δεν έχει σημασία τώρα, δεν έχει σημασία από ένα σημείο κι έπειτα, πόσο μάλλον που, τα ’χουμε χιλιοπεί από εδώ, το θέμα είναι πως με τις προσθαφαιρέσεις, με τα κολοβώματα και τα μπαλώματα, φαιδρό μα και παραμορφωτικό είναι συχνά το αποτέλεσμα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έχουμε δει πολλές φορές πώς εκδικείται η ίδια η γλώσσα, πώς τιμωρεί τις παραβιάσεις μας, πόσο αδιέξοδη είναι κατά κανόνα η βεβιασμένη αναστήλωση ανενεργών ή νεκρών σχημάτων και λέξεων, σκέφτηκα τώρα να δούμε από διαφορετικό πρίσμα, από ένα σύμπτωμα ηπιότερης μορφής, την ίδια πάντα εκζήτηση -–που ξεκινά από την ίδια πάντα ανασφάλεια, βεβαίως, από την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και το αισθητήριό μας.

Δεν πρόκειται πια για την αντικατάσταση του μπαίνω από το εισέρχομαι, τού παίρνω από το λαμβάνω, ούτε για την κατασκευή της «αγχιμαχίας» και του «ισχνέγχυλου»· τώρα κόβουμε ή προσθέτουμε κατιτίς και πλησιάζουμε τάχα το αρχαίο κλέος, μέσα από μια παλαιότερη μορφή μιας λέξης, πραγματική ή φανταστική, αδιάφορο: δεν φταίμε εμείς, η φαντασία μας τα φταίει -–και η πραγματικότητα, που δεν εννοεί να συμμορφωθεί με τη φαντασία μας και τις βουλές μας.

Λιποαναρροφήσεις – εκτομές

Ξάφνου η νοσταλγία, δηλαδή το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα], το ’χω ξαναγράψει και θα επιμείνω στη συνέχεια, γίνεται σκέτα νόστος: εδώ ειδικά αγγίζει τα όριά της η τάση που περιγράφω, εδώ εικονογραφείται στην πιο ακραία της μορφή η βαθύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και συνεπώς η συνεχής αναζήτηση διαφορετικής έκφρασης, διαφορετικής μορφής, διαφορετικής λέξης: εδώ ο νόστος (που σήμαινε πάντοτε επιστροφή [στην πατρίδα] και μόνο επιστροφή [στην πατρίδα]) θεωρήθηκε και θεωρείται συνοπτικότερη, κομψότερη και ποιος ξέρει τι άλλο απόδοση της ίδιας έννοιας, της νοσταλγίας·

το λόγιο και υπέροχο προσιδιάζω γίνεται ακόμα «λογιότερο»: ιδιάζω, που σαν να του λείπει ένα μόλις άλφα στην αρχή... Όμως δεν είναι, σύμφωνοι, αισθητικό το θέμα. Ιδού και πάλι το σημασιολογικό:

το αποκομίζω, κι αυτό λόγιο ρήμα, βρε αδερφέ, κολοβώνεται και γίνεται κομίζω, που σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα», όπως παρέθετα άλλη φορά·

το διαμορφώνω γίνεται μορφώνω: «να μορφώσουν σωστές ιστορικές θέσεις», «φιλοδοξεί να μορφώσει ένα είδος εσπεράντο»·

το συμπληρώνω γίνεται πληρώνω, και το στρώνουμε μάλιστα να δουλέψει και υπερωρίες: πληρώνω και για το καλύπτω: «πληρώθηκαν τα κενά», «πλήρωσε τη θέση συμβούλου…», πληρώνω και για το γεμίζω: «πληρώνει τη μέρα της με εποικοδομητική δουλειά», «το κοινό πλήρωσε το θέατρο της
Επιδαύρου» κτλ.

Αν όμως οι λόγιες λέξεις χρειάστηκαν αναπαλαίωση, με σκοπό την παραπέρα λογιοποίησή τους, πολύ περισσότερο έπρεπε να αναβαθμιστούν οι εκ φύσεως απλές και ταπεινές:

Εμφυτεύματα - προσθετικές

Όταν λοιπόν ο νόστος ιδιάζει, πού θέση για να μείνει ένα τόσο δα μένω: «στους πάνω 2 ορόφους δεν διαμένει κανένας», ψύλλοι στ’ άχυρα, θα πείτε, και δικαίως, οπότε «εναπομένει να διαπιστώσουμε αν αληθεύει ότι…», «εναπομένει να δούμε τα αποτελέσματα των ερευνών» -–από την τηλεόραση αυτά·

και δεν θα ’πεφτε στα μαλακά το πέφτω: «το χιόνι που κατέπεσε πάγωσε τις καλλιέργειες»·

και σκέτα είπα; προείπα λοιπόν: δεν επαρκεί εδώ ο αόριστος χρόνος, προστίθεται και το προ-, κι έτσι εξασφαλίζεται ένας τόνος ιεροπρέπειας, καθώς στα χείλη του Ιησού κυρίως το ξέραμε το προείπα, αφού προλέγω σημαίνει κυρίως προμαντεύω, προφητεύω, εξού και «αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν…» Τώρα όλοι προλέγουμε και όλοι προείπαμε, από τη μοντέλα στην πρωινή εκπομπή ώς τον πρόεδρο των αστυνομικών υπαλλήλων Θεσσαλονίκης: «όπως προείπα και πριν», όπου το πριν προσδιορίζει, φαίνεται, ακριβέστερα αυτό το ήδη πλεοναστικό προ.

Πριν δούμε την έκταση που έχει πάρει αυτή η χρήση, πρέπει να πούμε ότι υπήρχε κάποτε και η έννοια του προλέγω/προείπα= «αναφέρω προηγουμένως», όπως έχει ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του, με την ένδειξη ωστόσο: «αρχ.» και «λόγ.-σπάν.», δηλαδή λόγιο και σπάνιο. Όμως, αυτό ακριβώς το «λόγιο» επιζητούμε εμείς σήμερα, κι έτσι το «σπάνιο» τείνει να γίνει κανόνας -–άρα θα χρειαστούν ενημέρωση τα λεξικά.

Ώστε, αστεία αστεία, έχουμε μια νέα πραγματικότητα, επιμέρους μικροαλλαγές, όπως συμβαίνουν πάντοτε στη γλώσσα, που άρα δεν σημαίνουν εντέλει τίποτα για τη γλώσσα και τη μελλοντική εικόνα και πραγματικότητά της, όμως έχει πάντοτε σημασία να βλέπουμε τον κοινωνικό λόγο αυτών των αλλαγών.

Τα νούμερα που δίνουν οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης είναι εντυπωσιακά: πάνω από 20.000 οι τύποι προείπα και προείπες, ενώ το προείπαμε ξεπερνά τις 200.000. Περιορίζομαι σε ελάχιστα παραδείγματα, πάντως από τον πιο καθημερινό λόγο:

«παραλλαγή αυτού που λες είναι να μουσκέψεις χαρτί κουζίνας με τον ζωμό που προείπες και το απλώνουμε πάνω στα σημεία που έχει μυγάκια για 5΄»·

«με άλλα λόγια η πλειοψηφία σνομπάρει –όπως προείπες και εσύ– αυτές τις μοτοσικλέτες»·

«κατά τη γνώμη μου, μην την πιέσεις γιατί, από ό,τι προείπες, και στον προηγούμενο γάμο της πιέστηκε και ιδού τα αποτελέσματα»·

«πηγαίνουν στη Νικολούλη που περιμένει στις ταβέρνες που προείπαμε».

Από κοντά και το προανέφερα: «όπως προανέφερα», και «όπως προανέφερα και πριν» κτλ.

Δραστικότερη αλλαγή στα λεξικά απαιτεί το προέγραψα, με την προφανή πλέον σημασία «έγραψα πιο πάνω, προηγουμένως». Προγράφω όμως, στα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει μόνο κάνω προγραφές, «διώκω ή καταδικάζω πολιτικό αντίπαλο χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις» (Κριαράς).

Σίγουρα έχουμε ξεφύγει από την αναζήτηση, και μάλιστα συνειδητή, λογιότητας· εδώ κυριαρχεί η τάση βραχυλογίας:

«φαντάσου να είσαι με την τύπισσα, όπως προέγραψα, να μπουκάρει μέσα ο... νόμιμος»·

«γι’ αυτό προέγραψα ότι εξαρτάται από τον συνοδό και τον εργοδότη»·

«Εμένα με πειράζει αυτό που προ-έγραψα [σ.σ. νά το και το ρημάδι το ενωτικό], η λατρεία από τους Έλληνες σε καθετί που κάνει η Ρωσία».

Και προσπτώσεις

Εδώ, με αφορμή το πέφτω που… προείδαμε πιο πριν (και τρέμω να κοιτάξω τώρα στο διαδίκτυο το «προείδα»!), όταν «κατέπεσε το χιόνι», κι αφού ο λόγος πια για αλλαγές που επιβάλλουν και ενημέρωση όλων των νεοελληνικών λεξικών, ξεφεύγω από τις πλαστικές και μένω στα αμιγώς λογιόπληκτα.

Προσπέφτω, λόγιο προσπίπτω, μας λένε όλα πάλι τα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει πέφτω στα γόνατα κάποιου και τον ικετεύω.

Άμα θέλουμε. Γιατί μπορεί να θέλουμε κι αλλιώς. Όπως αίφνης ένας υψηλόβαθμος εκπαιδευτικός, προϊστάμενος Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που άρα κάτι θα ξέρει. Και γράφει, για να εξηγήσει πώς ένας μαθητής έπεσε πάνω στο χαστούκι του διευθυντή του σχολείου:

«Τότε μαθητές, ανάμεσά τους και ο ..., προσπίπτουν επάνω του και μεταξύ τους με την ορμή του παιχνιδιού και συγκρούονται. Στην προσπάθεια να τους συγκρατήσει δεν αποκλείει ο μαθητής να χτύπησε επάνω του…»

Προσπέσωμεν λοιπόν πάνω σε κύματα και σε καρπούζια, φίλοι αναγνώστες, κι από Σεπτέμβρη πάλι εδώ, να προσπίψουμε επάνω στον νόστο, που του αξίζει σημείωμα ολοδικό του.

buzz it!

15/7/09

Πο ρε κάτι γέλια

«ο Άγγελος Αντωνόπουλος διαβάζει αποσπάσματα από τον Τσέχοφ για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού και όλοι γελάμε με την καρδιά μας…»

από το «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, τχ. 952, 12.7.09:


«Αντάρτες στα χρόνια της καπνοαπαγόρευσης», κείμενο Απόστολος Διαμαντής, φωτογράφηση Λεωνίδας Δημακόπουλος

«Άρχισε το αντάρτικο, η αντίσταση. Από τον “Ιανό”, φυσικά· πού να τρέχουμε κατακαλόκαιρο στον Γράμμο και στο Βίτσι. Έχουμε μαζευτεί εδώ οι επιφανείς αγωνιστές του καπνού και του καπνίσματος, από Γραμματικάκη μέχρι Άγγελο Αντωνόπουλο, και περιμένουμε την αρχηγό μας, την επικεφαλής του κινήματος, τη Λιάνα Κανέλλη.

διαβάστε τη συνέχεια...

»Την οποία, μόλις δει εκπομπή και τηλεοπτικό πάνελ, θες 5 τασάκια για να τη μαζέψεις. Το κάνει το στούντιο σε 5 λεπτά μέσα κουτούκι τέλειο, φουγάρο, γιάφκα του Μεσοπολέμου. Δικαιωματικά η Λιάνα κέρδισε τις καρδιές μας και τοποθετήθηκε πρόεδρος των απανταχού καπνιστών.

»Αλλά και ο “Ιανός” δεν πάει πίσω. Μόνον τον ιδιοκτήτη του, τον κ. Καρατζά να πάρεις, με τη φλογίζουσα πίπα του, δικαιωματικά του αποδίδεις τα εύσημα του χώρου ίδρυσης του νέου αντάρτικου. “Ιανός” και Λιάνα είναι ένα και το αυτό. Βγάζουν φλόγες.

»Απόψε όμως μας την έσκασε η Λιάνα, διότι, λέει, έχει Βουλή. Και δεν ήρθε στην εκδήλωση εναντίον των απαγορεύσεων του καπνίσματος, εναντίον του Αβραμόπουλου. Μα αν είναι να υποτάσσουμε το κίνημα στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, στον λεγκαλισμό, δεν κάνουμε τίποτα. Θα μας φάνε οι άκαπνοι…

[ακολουθούν διάφορα ιστορικά, από την υποδοχή του καπνού στην Ευρώπη το 1590 κτλ.]

»Μέχρι που ήρθε η σημερινή εποχή. Έμπαινες μέχρι πρότινος στο αεροπλάνο, είχες το τασάκι σου. Στα λεωφορεία και στα τρένα, επίσης. Μέχρι και στα αστικά λεωφορεία, παλιότερα, στις εποχές της ελευθερίας, υπήρχε τασάκι μπροστά σου. Δηλαδή, μέχρι πριν από 5 χρόνια δεν νοιαζόταν κανένας για τον καρκίνο; Τώρα τον θυμήθηκαν;

[κι άλλα ιστορικά]

»Αυτά να βλέπει ο Αβραμόπουλος και ν’ αφήσει τις μάταιες ελπίδες. Οι Έλληνες δεν φοβήθηκαν τον Ξέρξη, θα φοβηθούν τον Αβραμόπουλο; Θα καπνίζουν όπου θέλουν. Εδώ δεν είναι Αμερική, να απαγορεύεις το κάπνισμα και να στέλνεις τους πολίτες σου στα ναρκωτικά και το ποτό. Εδώ είναι Ελλάδα. Τι πειράζει ένα τσιγαράκι στο αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω; Θα πας στο μπαρ και θα κάθεσαι στο σκαμπό σαν χάννος; Δεν θα καπνίζεις; Και πώς θα κάνεις ατμόσφαιρα; Χωρίς σύννεφα;

»Πίσω, στην άλλη πλευρά της αίθουσας του “Ιανού”, υπάρχει μια εξαιρετική έκθεση ζωγραφικής με θέμα το κάπνισμα, διά της οποίας γνωστοί εικαστικοί εκφράζουν την καλλιτεχνική τους αγανάκτηση με τις απαγορεύσεις. Μέσα ο Άγγελος Αντωνόπουλος διαβάζει αποσπάσματα από τον Τσέχοφ για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού και όλοι γελάμε με την καρδιά μας, ενώ ακολουθεί…»

καζανάκι

και προπάντων γέλια, κι άλλα γέλια, πολλά, πάρα πολλά γέλια, όσα όλων των συνεντεύξεων μαζί του Λάλα


δασκαλίστικα, χόμγουερκ: (1) βρείτε τα καλολογικά στοιχεία του κειμένου (π.χ. «φλογίζουσα πίπα»), (2) βρείτε τις ιστορικές αναφορές και τα ευρυμαθείας σημαντικά στοιχεία του κειμένου (π.χ. Γράμμο-Βίτσι, λεγκαλισμός), (3) βρείτε και άλλα για τον Απόστολό μας, μ’ ένα search blog εδώ πέρα –βαριέμαι να δίνω λίνκια και παραπομπές

φλας: μαχητής μια φορά αυτός ο Αντωνόπουλος! μια ζωή στα χαρακώματα, από συνταγματάρχης Βαρτάνης της στρατιωτικής ΥΕΝΕΔ, στο αντάρτικο τώρα κατά του αντικαπνιστικού νόμου

φραστρέισον: αχ και να είχε πάει η Λιάνα! να τους έβλεπα, τους όποιους σοβαρούς εκεί μέσα, να δίνουν τον όρκο του Αγώνα στη σημαία της Λιάνας –και τη Λιάνα, εννοείται, να τους θέτει το ζήτημα σε ιδεολογικότερη, αντιιμπεριαλιστική κτλ. βάση

buzz it!

11/7/09

Λαϊφστάιλ, η προοδευτική μάσκα της ξενοφοβίας;

Τα Νέα, 11 Ιουλίου 2009

Τώρα ο ξενοφοβικός λόγος δεν είναι για τον ξένο που κλέβει τη δουλειά του ντόπιου ή πάει να μαγαρίσει τη σημαία μας και να μολύνει το αίμα το ελληνικό, αλλά για τον μουσουλμάνο, με το κοράνι του και τη μαντίλα



Ο τρόπος προάσπισης του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του θα κρίνει το μέλλον του, θα δείξει μάλλον αν καν υπάρχει ή έχει ήδη χρεοκοπήσει

το πλήρες κείμενο:

Μετά βίας ανεχόμαστε τον οπαδό άλλης ομάδας ή άλλου κόμματος, τον γείτονα με το σκυλί του -–πόσο μάλλον τον Ξένο. Απέχθεια ή φόβο μάς προκαλεί καθετί διαφορετικό, καθετί που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, ιδέες, μόδα, γλώσσα, νεότερες γενιές -–πόσο μάλλον ο Ξένος.

Ξεκίνησα πριν από δύο επιφυλλίδες με την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων στις ευρωεκλογές και κατέληξα με μια περιδιάβαση στη γενικευμένη δυσανεξία απέναντι στον άλλον, δυσανεξία η οποία μοιάζει να βρίσκει καθημερινή έκφραση μέσα από μια ουσιαστική πολιτιστική υποχώρηση. Λέω «πολιτιστική υποχώρηση», γιατί αλλιώς, με αυστηρά πολιτικούς όρους, εμφανίζεται εξαιρετικά δυσανάγνωστος ο χάρτης των ιδεολογικών μετακινήσεων, αυτών που υποτίθεται ότι οδήγησαν στην εντυπωσιακή άνοδο των ακροδεξιών σχηματισμών, σε ολόκληρη μάλιστα την Ευρώπη.

Αν περιοριστούμε π.χ. στα δικά μας, η άνοδος του ΛΑΟΣ όχι μόνο στον Άγιο Παντελεήμονα αλλά και στα βόρεια προάστια αφήνει έκθετες τις διάφορες αναλύσεις που εστιάζουν στην οικονομική ανασφάλεια και κυρίως στην αναγκαστική συμβίωση του «κοσμάκη» με τους εξαθλιωμένους μετανάστες.

Έτσι κι αλλιώς το ΛΑΟΣ, κι αν δεν υπήρχε, θα ’πρεπε να το εφεύρουμε. Λύθηκαν γλώσσες και πήραν φωτιά γραφίδες και κομπιούτορες, έπειτα ιδίως από την εκλογική νίκη του. Ξεχείλισε από παντού η αμέριστη κατανόηση προς τους διάφορους Αγίους Παντελεήμονες και η ομόθυμη αναγνώριση του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, και γενικά της μη ελέγξιμης μεταναστευτικής ροής.

Όμως πολύ φοβούμαι ότι, μαζί με τους πολιτικούς ή πολιτικάντικους και καιροσκοπικούς λόγους και σχεδιασμούς που μοιάζει να διέπουν τις καινούριες πολιτικές αντιμετώπισης, βρήκε αφορμή να ξεμυτίσει η διάχυτη σε όλους τους ιδεολογικούς και κοινωνικούς χώρους ξενοφοβία, ένας σχεδόν ενδιάθετος ρατσισμός. Που, όταν δεν μοιράζεται τον παρωχημένο, τρομοκρατικά ξενοφοβικό λόγο της ακροδεξιάς, ποντάρει στις βαθιές πολιτισμικές διαφορές, και ιδιαίτερα τώρα στον ισλαμικό κίνδυνο.

Τώρα, εντεύθεν δηλαδή της ακροδεξιάς, ο λόγος δεν είναι για τον ξένο που κλέβει τη δουλειά του ντόπιου ή πάει να μαγαρίσει τη σημαία μας και να μολύνει το αίμα το ελληνικό, αλλά για τον ισλαμιστή φονταμενταλιστή, με το κοράνι του, με τη μαντίλα και τη σαρία. Τώρα πια ο λόγος εμφανίζεται κατεξοχήν προοδευτικός, φιλελεύθερος, προασπιστής του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του.

Και ξαφνικά το ζητούμενο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έγινε χλεύη και ειρωνεία, έγινε πρώτα πρώτα άρνηση της πραγματικότητας, την εποχή της συντελεσμένης προ πολλού παγκοσμιοποίησης, άρνηση που μόνη απάντηση θα έχει εκ των πραγμάτων -–οποία συνάντηση!–- αυτό που ζητά η ακροδεξιά: να φύγουν όλοι οι ξένοι, να κλείσουν τα σύνορα κτλ.

Σταχυολογώ από κατά τεκμήριο προοδευτικά μέσα και εφημερίδες, πάντως από κείμενα προοδευτικών προθέσεων. Πρώτα από κείμενο που δείγμα του είχα δώσει στην περασμένη επιφυλλίδα την ακόλουθη επιθετική φράση: «Όποιος είναι έξω από το χορό, πολλά πολυπολιτισμικά τραγούδια ξέρει». Ο τίτλος του: «Φωνή Λαού, τέλος στο λάου λάου»:

«Ο βιασμένος πολυπολιτισμός της πραγματικότητάς μας δυστυχώς δεν προκύπτει ως η χαρούμενη συνάντηση πολιτισμών που φαντάζονταν μερικοί. Από τη μαντίλα μέχρι τον ξυλοδαρμό των γυναικών και τα “εγκλήματα τιμής”, και από το αίτημα εισαγωγής της “νεκρικής πυράς” των Ινδουιστών στη Βρετανία [...] μέχρι τις απειλές ή και τις δολοφονίες όσων προσέβαλαν τα πιστεύω ορισμένης ομάδας μεταναστών, οι “πολυπολιτισμικές” επιδράσεις δεν είναι πάντα τόσο ανώδυνες όσο ένα έθνικ μενού στο εστιατόριο» (Λαμπρινή Χ. Θωμά, ηλεκτρονική έκδοση του Σκάι, 14.6.2009).

Περισσότερο θα σταθώ σε μια επιφυλλίδα από παραδοσιακά προοδευτική εφημερίδα. Ο τίτλος κιόλας: «Το τζαμί και το ντεκολτέ», προετοιμάζει για το εξ ορισμού ανάρμοστο ύφος λαϊφστάιλ (Λώρη Κέζα, Βήμα 31.5.2009):

Αν χτιστεί επίσημο τζαμί στον Ελαιώνα, λέει το άρθρο, πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν και οι «δεκάδες παράνομοι χώροι λατρείας της Αθήνας», αφού οι ισλαμιστές «αυξάνονται και πληθύνονται»: «Να μη βρεθεί μια γωνίτσα για το χαλάκι προσευχής του καθενός;» αναρωτιέται η συντάκτρια. Εν πάση περιπτώσει, γύρω από το καινούριο τζαμί «θα αναπτυχθεί μουσουλμανική κοινότητα». Και τότε, «σε αυτή τη νέα γειτονιά του τζαμιού, ποια θα είναι η τύχη μιας ανύπαντρης μητέρας; Λιθοβολισμός. Θα μπορεί μια γυναίκα απλά να περπατήσει, φορώντας εξώπλατο και μίνι φούστα; Απαγχονισμός. Τι θα γίνει αν μια παρέα πίνει μπίρες στο παγκάκι; Ραβδισμοί. Και το μείζον: θα επιτρέπονται το κομπολόι, ο χαρταετός, το τραγούδι και όσα καταδικάζουν οι μουλάδες ως αμαρτωλά;»

Κι έπειτα, συνεχίζει, «αναφερόμαστε σχεδόν απόλυτα σε ανδρικό πληθυσμό. Τι θα κάνουν, θα νυμφευτούν μισό εκατομμύριο ντόπιες χωρίς να τους φορέσουν μπούρκα; Όχι, δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα: ο μουσουλμάνος που καταφθάνει από τα ασιατικά βάθη νιώθει περιφρόνηση για όποια δείχνει το γόνυ, τον αγκώνα ή τον αφαλό με πίρσινγκ. Θέλει παρθενία, βλέμμα χαμηλό και από τη μαντίλα να μην ξεφεύγει τούφα. Η μέση σόλο Ελληνίδα δεν τηρεί τις προδιαγραφές».

Κινδυνολογεί κι άλλο, ασύστολα αλλά και ασύστατα, το άρθρο, με διάφορα «στοιχεία» που δείχνουν ότι «οι μουσουλμάνοι της Αθήνας έχουν ξεθαρρέψει και εκδηλώνονται, [δηλαδή] μεταπηδούν από το προσωπικό ιδεολόγημα [sic] στις δημόσιες επιπλήξεις. Με τον ιερό αγώνα που ξεκίνησε από το πατημένο Κοράνι, θα δούμε κι άλλα».

Όμως, επιμένω, μεγαλύτερη σημασία από την όποια προβαλλόμενη ουσία έχει το ύφος: αυτό είναι εντέλει η καθαυτό ουσία.

Έπειτα από την παγκυριαρχία των Μπουμπούκων και λοιπών μπουμπουκιών σ’ όλα τα κανάλια, που μας συμφιλιώνει με το πρόσωπο του τέρατος, η λαϊφστάιλ προσέγγιση σοβαρότατων προβλημάτων, έστω και μόνο επειδή το λαϊφστάιλ είναι από μόνο του αντιδραστικό, εγκαθιστά το τέρας σε ό,τι φιλελεύθερο και ανεκτικό απόμεινε στη σκέψη μας.

Επικίνδυνα παιχνίδια

Παίζουμε με τη φωτιά. Εκτός από τον οδοστρωτήρα του λαϊφστάιλ, έτσι όπως ανασκουμπωθήκαμε μετά τις εκλογές, όπου λύθηκαν, όπως είπα, γλώσσες και πήραν φωτιά γραφίδες και κομπιούτορες, πάντα εντεύθεν της ακροδεξιάς, στα δικά μας σαλόνια, βρέθηκε τάχα η χρυσή τομή και η λύση, μισή ευχολόγιο, μισή ζόφος: άντε να δώσουμε λίγο παραπάνω άσυλο, να μη μας παίρνουν με τις πέτρες διεθνή παρατηρητήρια και διεθνείς οργανισμοί, να δώσουμε και ιθαγένεια στα μεταναστόπουλα που γεννήθηκαν εδώ, αλλά στο μεταξύ μηδενική ανοχή στην παράνομη μετανάστευση, στο μεταξύ μ’ ένα τεράστιο άλμα προσπερνούμε το πρόβλημα με τους υπάρχοντες παράνομους μετανάστες -–γι’ αυτούς, σκούπες και στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και, πάντα από την προοδευτική σκοπιά, χωρίζουμε την ήρα απ’ το στάρι. Καλοί και κακοί μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι, ενσωματωμένοι και αδέσποτοι. «Φοβούνται και οι παλιοί μετανάστες» έγραφαν κάτω απ’ τα τηλεπαράθυρα τις προάλλες, κι έβγαζαν στο γυαλί «παλιούς μετανάστες», να πουν πόσο φοβούνται κι αυτοί να κυκλοφορήσουν νύχτα στον Άγιο Παντελεήμονα.

Επικίνδυνα παιχνίδια. Καλλιεργείται ο χειρότερος από μιαν άποψη ρατσισμός, των ξένων απέναντι στους ξένους. Και όχι μόνο στα τηλεπαράθυρα.

«Μήπως ήρθε η ώρα να καταλάβουμε πως ο Αλβανός που ήρθε στην Ελλάδα γιατί ήθελε να δουλέψει και να ενταχθεί στην κοινωνία μας [...] είναι ο καλύτερός μας σύμμαχος απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα;» γράφτηκε σε γειτονική σελίδα εδώ (Τάκης Θεοδωρόπουλος, 20.6.2009). «Μήπως ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε ότι το παιδί που πρωτεύει στο σχολείο και οι συμπλεγματικοί γονείς των συμμαθητών του δεν το αφήνουν να σηκώσει τη σημαία δεν έχει καμία σχέση με τον εξαθλιωμένο Αφγανό που ξεμπαρκάρει νύχτα σε κάποια ακτή του Αιγαίου;»

Επικίνδυνα παιχνίδια. Ο χτεσινός «εγκληματίας που βγήκε από τις φυλακές του Μπερίσα», «ενταγμένος» τώρα στην «κοινωνία μας», παίρνει επίσημα από εμάς άδεια οπλοφορίας για το όπλο που από μόνος του είχε για τους Πακιστανούς που «ρίχνουν το μεροκάματο» και του «κλέβουν τη δουλειά», για τους Κινέζους που «κρατάνε τα νοίκια ψηλά» κ.ο.κ.

Εγκληματικά παιχνίδια.

Όμως, εκτός από τον καλό εξαίφνης Αλβανό, εκτός και από τον εργατικό Πακιστανό και τον Κινέζο, το κρίσιμο και επείγον, όχι απλώς και μόνο πρακτικά αλλά προπάντων για τον πολιτισμό και το μέλλον των ιδεών μας και της κοινωνίας μας, είναι να πούμε τι θα κάνουμε με τον εξαθλιωμένο Αφγανό, τον κάθε εξαθλιωμένο Αφγανό. Τον υπαρκτότατο σήμερα και τον σιγουρότατο αυριανό, αυτόν δηλαδή που σίγουρα θα έρθει και αύριο και μεθαύριο. Όσο δηλαδή το πρόβλημα (δεν) θα αντιμετωπίζεται με σκούπες και στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε αστυνομικά είτε ιδεολογικά -–που είναι το χειρότερο.

buzz it!