25/2/18

Η νέα καταδίκη του Σελίν

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Φεβρ. 2018)

Ναζιστής, φασίστας, φιλοχιτλερικός, αντισημίτης, ρατσιστής είναι οι χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τον συγγραφέα Λουί Φερντινάν Σελίν, και όχι μόνοι τους αλλά συχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς, όπως χυδαία ή εμετικά ή υστερικά αντισημίτης κτλ.

Υπήρξε, είναι η αλήθεια, ακραίος, προκλητικός και εμπρηστικός στις θέσεις του, που δύσκολα σκέφτεσαι για την περίπτωσή του αυτά που λέει π.χ. ο Κούντερα, στις Προδομένες διαθήκες, για τον άνθρωπο που βαδίζει μες στην ομίχλη κι εμείς τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών, βλέποντας τα λάθη του, όχι όμως και την ομίχλη που τον τύλιγε.

Όχι πως δίνει ο Κούντερα κάποιο γενικό συχωροχάρτι στους «πεπλανημένους», μιλάει όμως για την απαραίτητη ιστορική προοπτική, κυρίως όταν αναγόμαστε σε παλαιότερες εποχές, εν προκειμένω στην εποχή που γεννιόταν ο φασισμός, με τις ιδέες του που άσκησαν ιδιαίτερη γοητεία σε μεγάλους δημιουργούς, όπως ο Έζρα Πάουντ, ο Κνουτ Χάμσουν, ο Χάιντεγκερ κ.ά.

Σχετικοποιείται έτσι τάχα ο φασισμός, αν τον διακρίνουμε σε πρώιμο και όψιμο; Δύσκολο, περίπλοκο θέμα· όμως μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν που τον ακολουθεί στο ξεκίνημά του από αυτόν που τον ασπάζεται όταν έχει πλέον δείξει πού οδηγούν οι ιδέες του, με κορυφαίο φυσικά σταθμό το Ολοκαύτωμα.

Παρ’ όλα αυτά, θαρρείς και ο Σελίν πάλι ξεφεύγει, με την προκλητικότητα και την ωμότητα με την οποία εκφράζει ιδίως τον αντισημιτισμό του. Κι ενώ, όπως συνήθως λέμε, το έργο πάντοτε προέχει, το έργο πάντως μένει, του Πάουντ, του Χάμσουν, του Χάιντεγκερ, ο Σελίν μένει με το έργο του και τον αντισημιτισμό του, σχεδόν αξεχώριστα.

Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο που ξέσπασε στη Γαλλία, αρκετά γράφτηκαν και σ’ εμάς (εκτενώς o Χρ. Παρίδης στη LifO, 30/1, μαζί με συνέντευξη της Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, μεταφράστριας του Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας, εδώ η Βένα Γεωργακοπούλου, 3/2, κ.ά.), όταν οι εκδόσεις Γκαλλιμάρ ανάγγειλαν πως θα εκδώσουν τρία αντισημιτικά λιβελογραφήματά του, που ο ίδιος είχε απαγορέψει να επανεκδοθούν έπειτα από την πρώτη κυκλοφορία τους (1937-41)· ξεσηκώθηκαν αντιρατσιστικές και εβραϊκές οργανώσεις, παζαρεύτηκε αν η έκδοση έπρεπε να περιέχει, εκτός από έναν πρόλογο τώρα του γνωστού συγγραφέα Πιερ Ασσουλίν, και ιστορική ανάλυση και κριτική του αντισημιτισμού, και τελικά η έκδοση αναβλήθηκε.

Η ιστορία λοιπόν δεν έληξε, και η συζήτηση ήταν και θα είναι αν πρέπει να επανεκδοθούν οι λίβελοι, (α) αφού ανήκουν στο corpus του σελινικού έργου, και (β) για να γνωρίσουν οι νεότεροι το ειδεχθές πρόσωπο του ναζισμού και του αντισημιτισμού.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση παραβιάζεται η εκφρασμένη βούληση του δημιουργού, που θα ’πρεπε να είναι η αρχή και το τέλος κάθε συζήτησης: το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του. Ελάχιστα ενδιαφέρει εδώ ότι ο Σελίν δεν μεταστράφηκε ποτέ, δεν απαρνήθηκε τις ιδέες του, άρα η απαγόρευση δεν έχει ιδεολογικά καταρχήν κίνητρα. Εικασίες μόνο μπορούμε να κάνουμε εμείς, η μεταφράστριά του λόγου χάρη θεωρεί πως ο Σελίν δεν ήθελε να του κόψουν οι λίβελοι απ’ τις πωλήσεις των βιβλίων του. Πολύ πιθανό. Εξίσου πιθανό όμως είναι, και τότε πολύ πιο σοβαρό, να συνειδητοποίησε πόσο κατώτεροι ήταν από το λογοτεχνικό έργο του, πόσο τον μείωναν όχι ιδεολογικά αλλά λογοτεχνικά, αφού αποτελεί κοινή πεποίθηση πως πρόκειται για κείμενα χωρίς την παραμικρότερη λογοτεχνική αξία, χαοτικά και πληκτικά. Άλλωστε πρόκειται για πολιτικά κείμενα, με σαφή ιδεολογική στόχευση, χωρίς καμία λογοτεχνική πρόθεση. Δεν ανήκουν λοιπόν στο corpus του σελινικού έργου.

Μένει το ουσιώδες (β), να δείξουν, μέσα από τον σχολιασμό τους μάλιστα, το ειδεχθές πρόσωπο του αντισημιτισμού, του ρατσισμού, του φασισμού, και έτσι να λειτουργήσουν αποτρεπτικά. Είναι οπωσδήποτε σοβαρό το επιχείρημα, κι όμως, με το συμπάθιο, θα το ’λεγα και αφελές μαζί. Εάν δεν μίλησε και δεν υπήρξε πειστικό το ίδιο το Ολοκαύτωμα, τίποτα δεν θα δείξουν σε κανέναν τρία κακά κείμενα, έστω με χίλια τρία σχόλια μαζί και αναλύσεις. Κι όχι το Ολοκαύτωμα χτες, αλλά π.χ. το ζωντανό αίμα σήμερα σ’ εμάς, του Λουκμάν και του Φύσσα, δεν είδαμε να έκοψε καμία ψήφο απ’ τη Χρυσή Αυγή.

Όμως και πάλι, πάντα, ο λόγος πρέπει να είναι στον δημιουργό, στον Σελίν, που χρειάζεται ίσως εδώ να πω ότι ποτέ δεν με συγκίνησε σαν συγγραφέας, δεν πάω δηλαδή τάχα να τον προστατέψω. Βρίσκω όμως παράλογη και πέρα από κάθε ηθική έννοια αυτήν τη νέα τώρα καταδίκη του.

Ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τρία κείμενα πάνω ή τρία κείμενα κάτω, ιδεολογικά είναι και θα είναι καταδικασμένος εσαεί· μάλλον: μακάρι να είναι καταδικασμένος εσαεί, έτσι που αλλοιώνεται η μνήμη και προπαντός που ξαναγράφεται η ιστορία, σήμερα μάλιστα ακόμα και η πιο πρόσφατη, η σύγχρονή μας. Ανενδοίαστα· και το χειρότερο, με ισχνές αντιδράσεις.

buzz it!

17/2/18

«Είναι τα αγγλικά η πιο επιδραστική γλώσσα;»

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Φεβρ. 2018)
 


"είναι η ευτυχία ένα όμορφο κουτάβι;": η ευτυχία είναι [άραγε] ένα όμορφο κουτάβι;
«Είναι τα αγγλικά η πιο επιδραστική γλώσσα;» Η απάντηση στην ερώτηση είναι καταρχήν ναι, αν μη τι άλλο για έναν βασικό λόγο: γιατί η ερώτηση είναι διατυπωμένη με τον στοιχειώδη τρόπο της αγγλικής σύνταξης: αντιστροφή υποκειμένου-ρήματος, πρώτα δηλαδή το ρήμα, έπειτα το υποκείμενο κτλ.

Πώς ρωτάμε εμείς; ιδίως: πώς ρωτούσαμε εμείς, κατά κανόνα, για να μην πω: αποκλειστικά; Πολύ απλά, μ’ ένα σκέτο ερωτηματικό στο τέλος: «Τα αγγλικά είναι η πιο επιδραστική γλώσσα;» Ή, αν θέλουμε να αποφύγουμε κάποια έστω στιγμιαία ασάφεια ή αμηχανία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ερώτηση: «Τα αγγλικά είναι άραγε η πιο επιδραστική γλώσσα;»

Ε και; ο αγγλικός δηλαδή τρόπος είναι λάθος; Όχι· απλώς είναι αγγλικός –αγγλισμός, ξενισμός. Που πιθανότατα θα επικρατήσει, όπως δείχνει ίσως η ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα με την οποία απαντά. Σκέφτομαι μόνο πόσο εύκολα και γρήγορα και αθόρυβα υιοθετούμε ξενισμούς, συντακτικά δάνεια, σε αντίθεση με τα λεξιλογικά, όπου σημειώνεται μεγάλη αντίσταση και σε δραματικούς τόνους, και κατακλύζονται οι εφημερίδες και τα άλλα μέσα με άρθρα επί άρθρων και προπάντων επιστολές –ενώ, αντίθετα, σπανίζει, αν δεν απουσιάζει κιόλας, ο σχολιασμός του συντακτικού δανεισμού. (Συναφής είναι και η αντίδραση και ο ηθικός πανικός που συνοδεύει την παραμικρή ορθογραφική αλλαγή, απλοποίηση κτλ.)

Ο δανεισμός εμπλουτίζει τη γλώσσα, αφού κατά κανόνα δανειζόμαστε όταν χρειαζόμαστε κάτι. Χρειαζόμαστε όμως πάντοτε τα πάντα; Χρειαζόμαστε όντως το σχετικά νεότατο δάνειο σύμφωνα με το οποίο «ο τάδε έχει τα 44α (= τα τεσσαρακοστά τέταρτα!) γενέθλιά του», αντί «κλείνει τα 44 (= τα σαράντα τέσσερα)»;

Και τη χρειαζόμαστε όντως την αγγλικού τύπου ερώτηση, όταν αρχίζει η φωνή να ρωτάει και να μένει μετέωρη από την πρώτη κιόλας λέξη της ερώτησης, ώσπου να φτάσει στο τέλος, και πια να ησυχάσει; Κατά καιρούς διατυπώθηκε η πρόταση να υιοθετήσουμε το ανάποδο ερωτηματικό στην αρχή της ερώτησης, όπως το ’χουν λ.χ. οι Ισπανοί. Καλώς ή κακώς δεν προχώρησε ποτέ η συζήτηση. Όμως, είναι σαφές ότι, ειδικά σε μακροσκελείς ερωτήσεις, οι λ. «άραγε», «μήπως», συχνά και το «τάχα», εξασφαλίζουν τον ερωτηματικό χαρακτήρα.

Παραδείγματα, αναγκαστικά κατ’ οικονομία:

«Θα είναι το αποψινό ματς Κυπέλλου με την ΑΕΚ το τελευταίο με τη φανέλα του Ολυμπιακού για τον Ντιόγκο Φιγκέιρας;», όπου δηλαδή αρχίζουμε με ερωτηματικό ύφος και δεν μας φτάνει η ανάσα ώς το τέλος· ενώ: Το αποψινό ματς Κυπέλλου με την ΑΕΚ θα είναι ΑΡΑΓΕ το τελευταίο με τη φανέλα του Ολυμπιακού για τον Ντιόγκο Φιγκέιρας;

«Είναι εντέλει αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, μια απολογία της τρομοκρατίας;» Ας ξαναδιαβάσουμε, να δούμε τη διαφορά: Εντέλει αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, είναι ΑΡΑΓΕ απολογία της τρομοκρατίας; Ή: ΑΡΑΓΕ αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, είναι εντέλει απολογία της τρομοκρατίας;

«Είναι τελικά ο Γ. Κύρτσος ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές της συντηρητικής παράταξης;»: ούτε άραγε ούτε τίποτα εδώ: Τελικά ο Γ. Κύρτσος είναι ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές της συντηρητικής παράταξης;

«Οδηγεί η κρίση στην εμφάνιση ακραίων συντηρητικών φαινομένων ή κομμάτων;»: Η κρίση οδηγεί [άραγε] στην εμφάνιση ακραίων συντηρητικών φαινομένων ή κομμάτων;

Ρητορική είναι η ερώτηση, στις περισσότερες περιπτώσεις εδώ. Κατά κανόνα διατυπώνεται έμμεσα μια διαπίστωση, ένας συλλογισμός, και το ερωτηματικό, «τέχνασμα» ουσιαστικά της γραφής, θέλει να μετριάσει τον απόλυτο χαρακτήρα αυτής της διαπίστωσης, αυτού του συλλογισμού. Ένας λόγος τότε παραπάνω, τουλάχιστον σε σχετικά  σύντομες «ερωτήσεις», να λείπει εντελώς το άραγε, οπότε η «ερώτηση» κερδίζει, κατά την αίσθησή μου, σε δραστικότητα:

«Ήταν ο ποιητής Έζρα Πάουντ διπλός κατάσκοπος;»:  Ο ποιητής Έζρα Πάουντ ήταν διπλός κατάσκοπος; (αλλιώς: Ήταν διπλός κατάσκοπος ο ποιητής Έζρα Πάουντ;)

«Είναι οι συζητήσεις περί κρίσης σύμπτωμα της κρίσης;»: Οι συζητήσεις περί κρίσης είναι σύμπτωμα της κρίσης;

«Είναι το νερό εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό;»: Το νερό είναι εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό;

Ε και; θα ξαναπώ, κι ας έγινε, θέλω να πιστεύω, φανερό πως μάλλον τζάμπα δανειζόμαστε αυτήν τη φορά. Όμως, όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, είναι άδηλες οι πραγματικές ανάγκες, η βούληση στο κάτω κάτω, της γλωσσικής κοινότητας. Κι ας έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα οι ξενισμοί, τα συντακτικά δάνεια, καθώς επηρεάζουν τον σκληρό πυρήνα, τη δομή της γλώσσας, σε αντίθεση με τα επιφανειακά στοιχεία, τις λέξεις, και ακόμα περισσότερο τη γραφή, την «ορθή» γραφή.

Προς τι όλη αυτή η κουβέντα τότε; Γιατί βοηθάει ουσιωδώς στη διαμόρφωση της στάσης μας απέναντι στη γλώσσα. Πολύ περισσότερο από τον Τρίτο Παγκόσμιο γύρω από το κτίριο ή κτήριο,  ορθοπεδικός ή ορθοπαιδικός.

Τόσο λίγο, τόσο πολύ.

buzz it!

11/2/18

Ο ΣΥΡΙΖΑ Κίρκη - Δεν άνω θρώσκει σώνει και καλά ο άνθρωπος!

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Φεβρ. 2018)


Ο ΣΥΡΙΖΑ Κίρκη

Κίρκη είναι άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το ραβδί του μεταμορφώνει τους ανθρώπους, όπως η μυθική μάγισσα τους συντρόφους του Οδυσσέα; Ή άλλου είδους μάγισσα, που με το ραβδί της αποκαλύπτει την πραγματική φύση των ανθρώπων;

Ο δικός μας εμφύλιος, επαναλαμβάνομαι, έχει ίσως έχει ίσως τις απαρχές του το 2008 και τις ταραχές που ξέσπασαν έπειτα από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Στον απόηχο των εχθροπραξιών, με τα στρατόπεδα των διανοουμένων πια να γίνονται όλο και περισσότερο διακριτά, η σταδιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε άλλη μορφή και περιεχόμενο στον πόλεμο, εξουσίας πια κατά κύριο λόγο.

Και είδαμε έτσι, και βλέπουμε έτσι, την κατρακύλα γενικότερα του πολιτικού λόγου και της πολιτικής κριτικής, την όλο και δεξιότερα μετατόπιση προοδευτικών και αριστερογενών ή και αριστερών διανοουμένων, ιδίως από αυτούς που είχαν δώσει τον τόνο το 2008. Ώσπου φτάνουμε σε παγιωμένα αντισυριζαϊκά ανακλαστικά, όπου προκρίνεται αυτόματα οτιδήποτε έχει ακριβώς αντισυριζαϊκό πρόσημο, και δεν πά’ να ’ναι ο λεπενιστής τσεκουροφόρος Βορίδης αυτός, ή ο χωρίς κανέναν χαρακτηρισμό πλέον Άδωνης. Και τις μέρες αυτές τα οπωσδήποτε εθνικιστικά συλλαλητήρια, με κεντρικό ομιλητή στην Αθήνα τον Μίκη Θεοδωράκη, που από καιρό έχει εκφράσει εθνικιστικές και αντισημιτικές απόψεις.

Έτσι, μόνο μισόλογα ακούστηκαν σαν αντίδραση από τις δυνάμεις του λεγόμενου προοδευτικού τόξου, κι αυτά πάντοτε με γάντια και μαχαιροπίρουνο. Ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που από σκέτο αντισυριζαϊσμό, ελπίζω, κι όχι από ακροδεξιές θέσεις, αποφάσισαν να συνταχτούν με τον «λαό», προσκυνώντας το τοτέμ Μίκης.

Η Κίρκη, είπαμε, κι απ’ τα πολλά συντριπτικά που διαβάσαμε, ας ευθυμήσουμε για λίγο, με μια απ’ τις υμνήτριες του Άδωνη, που λέγαμε, στο περιβόλι του αντισυριζαϊσμού, το Protagon.gr.

Γράφει λοιπόν η άλλως Αδωνίτσα πως ο Θεοδωράκης «ξανατίναξε μπόι» –το «ξανά» αναφέρεται στο απεταξάμην του, έπειτα από το σύντομο φιλοσυριζαϊκό διάλειμμά του. Και αναθυμάται μια συναυλία Χατζιδάκι-Θεοδωράκη-Λιβανελί στην Έφεσο, όπου «ήταν τόση η συγκίνηση που καλέστηκε η ψυχή να γλείψει!»

Ξανατίναξε λοιπόν μπόι ο Μίκης. Και μας ξετίναξε. Οριστικά.


Δεν άνω θρώσκει σώνει και καλά ο άνθρωπος!

Η λέξη γάιδαρος, έλεγαν κάποτε, βγαίνει απ’ το αεί δαίρω· το φιτίλι, τότε μάλιστα που γραφόταν με -υ: φυτίλι, απ’ το φωτός ύλη· ενώ άνθρωπος, το δημοφιλέστερο, είναι τάχα ο άνω θρώσκων, που πηδάει προς τα πάνω, που τραβάει τ’ αψήλου.

Πάει καιρός που η επιστήμη, είτε βρήκε τη σωστή προέλευση μιας λέξης, το έτυμο, είτε δεν τη βρήκε, αποφάνθηκε πάντως πως όλα τα παραπάνω, και άπειρα άλλα, εννοείται, είναι παραετυμολογία. Η οποία πάει μαζί με την παραεπιστήμη. Η οποία ξέρουμε πια πού διακονείται και τι σκοπούς υπηρετεί –όταν γλωσσολογίζεται ο Άδωνης, λόγου χάρη, πως από το πλ πλ πλ που κάνει το κύμα βγήκε η λ. πέλαγος!

Φυσικά και δεν μπορεί να ξέρει ο καθένας, ακόμα και επιστήμονας, την ετυμολογία μιας λέξης, την εξέλιξη της επιστήμης κτλ. Διαβάζει όμως, οφείλει να διαβάζει, ιδίως όταν μιλάει από δημόσιο βήμα και δημοσίως στοχάζεται.

Όπως ο Γιώργος Κιμούλης, που θέλησε να στοχαστεί τις προάλλες από εδώ (27.1.18) με ετυμολογίες, όπου οι δύο στις τρεις ήταν παραετυμολογίες (ασήμαντη λεπτομέρεια για την τρίτη: το σχήμα δεν βγαίνει από τον αόριστο έσχον τού ρ. έχω, αλλά από τον μέλλοντα: σχήσω).

Ας δούμε τα σοβαρά όμως, με τον αντίλογο να έρχεται από τον Μπαμπινιώτη, που αντιπροσωπεύει τη συντηρητικότερη σχολή της γλωσσολογίας, πέρα από την οποία υπάρχει μόνο η παραγλωσσολογία των Αδώνηδων.

«Τι είναι αυτός ο Άλλος, μιας και ξένος δεν υπάρχει» φιλοσοφεί ο Κιμούλης. «Ο ξένος προκύπτει από το “ξοινός” που σημαίνει κοινός. Κοινή είναι η γη, δεν ανήκει μόνο σ’ εμένα και σε κανέναν άλλον.»

Όμως ο Μπαμπινιώτης: «από το αρχαίο ξένος/ξείνος, από το *ξένFος, αβέβαιου ετύμου».

«Η ταυτότητά μας είναι μία: άνθρωπος» φιλοσοφεί και πάλι ο Κιμούλης. «Και εκ των πραγμάτων αυτή η διαβολεμένη ταυτότητα της ύπαρξής μας κουβαλάει τον κίνδυνο της έπαρσης, από το όνομά του και μόνο: “άνω θρώσκω”, πηδώ προς τα πάνω. Προς τα πού; Πουθενά.»

Όμως ο Μπαμπινιώτης: «αρχαίο, αβέβαιου ετύμου, πιθανώς από το *άνδρ-ωπος, από το ανήρ, ανδρός + -ωπός [...], με τη σημασία “ο έχων ανδρική όψη, αυτός που μοιάζει με άνδρα”, όπου άνδρας σημαίνει γενικότερα τον άνθρωπο [...]. Ας σημειωθεί ότι αρχικώς η λέξη χρησιμοποιήθηκε κυρίως με μειωτική κάπως σημασία, για να δηλώσει την τάξη των θνητών ανθρώπων, εν αντιθέσει με εκείνη των θεών. Είναι προφανές ότι η σύνδεση με το αρχαίο αναθρώσκω “αναπηδώ” είναι παρετυμολογική και επιστημονικώς αβάσιμη».

Μπορεί δηλαδή να αναθρώσκει κάποιος, όχι όμως γιατί αυτό σημαίνει τάχα τ’ όνομά του, η λέξη «άνθρωπος». Κι όταν πηδάει έτσι στον βρόντο, πηδάει στο πουθενά, όπως είπε μόνος του ο Κιμούλης. Με άλλα λόγια: πλ πλ πλ, αλήθεια πέλαγος, βαθύ.


Σημείωση: Στο κομμάτι για τις παρετυμολογίες του Γ. Κιμούλη απάντησε ο θιγόμενος με κείμενο που δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας, όπου και είχε σταλεί. Ο αναγνώστης που ενδεχομένως δεν έχει ενημερωθεί, μπορεί να ανατρέξει στη διεύθυνση: https://www.efsyn.gr/arthro/telika-throskei-ano-o-anthropos,  όπου ολόκληρη η σειρά απαντήσεων και ανταπαντήσεων. (Η ίδια σειρά δημοσιεύεται και στο φέισμπουκ του Γ. Κιμούλη, με εξαίρεση την τελευταία δική μου απάντηση και τη δική του ανταπάντηση.) Εκτενή κριτική για τις εν λόγω παρετυμολογίες έγραψε ο Ν. Σαραντάκος: https://sarantakos.wordpress.com/2018/02/21/anthropos/.

buzz it!

4/2/18

«Το τραμ με το όνομα Πόθος»; Σοβαρά;

(Εφημερίδα των συντακτών 3 Φεβρ. 2018)


Good morning, γνωστό τοις πάσι, ίσον καλημέρα· αυτή είναι η ακριβής μετάφραση, η σωστή μετάφραση, και όχι «καλό πρωί», που είναι η κατά λέξη μετάφραση, άρα η μη ακριβής –η απλώς ξενική. Άλφα βήτα της μετάφρασης, και παραταύτα χρειάζεται να τα ξαναματαλέει κανείς, και όσο πιο μασημένα γίνεται εντέλει.

Παρακολουθώ κατάπληκτος τελευταία την προβολή μιας θεατρικής παράστασης να εστιάζεται κυρίως στην αλλαγή του τίτλου: όχι «Λεωφορείον Ο Πόθος» αλλά «Το τραμ με το όνομα Πόθος» θα λέγεται η παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, που ιδίως για την Μπλανς της Μαρίας Ναυπλιώτου δικαιούται τον χαρακτηρισμό πολυαναμενόμενη.

Ακόμα και στα δελτία τύπου «σημειώνεται […] ότι αυτή είναι η ορθή μετάφραση του τίτλου και όχι η κλασική που έχουμε γνωρίσει μέσα από δεκάδες ανεβάσματα στο ελληνικό θέατρο» διάβασα στη LifO (4.1.18).

«Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός εισχωρεί για πρώτη φορά στον σκηνικό κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς διατηρώντας την εσωτερική θερμοκρασία της προσωπικής ανάγνωσης. Εξού και η “επιστροφή” στον πρωτότυπο τίτλο του έργου: Το τραμ με το όνομα Πόθος», γράφει ο Δ. Δουλγερίδης στα Νέα (19.1.18), και ρωτάει τον σκηνοθέτη: «Κρύβει κάποιο μήνυμα αυτή η μικρή “διόρθωση”;» Η απάντηση: 

«Είχα την ανάγκη να διαφοροποιηθώ από τον τίτλο του “Λεωφορείου”, που θεωρώ ότι έχει κάνει τον κύκλο του και τα έχει πάρει όλα σβάρνα! [...] Διατηρήσαμε τον πραγματικό τίτλο, επειδή υπάρχει και σαν εικόνα μέσα στο έργο. Έτσι φτάνει η Μπλανς στη συνοικία».

Τέλος, σε συνέντευξη του σκηνοθέτη στη Γιώτα Συκκά (Καθημερινή 28.1.18) διαβάζουμε: «Μια παρεξήγηση είναι ο τίτλος, που βασίζεται στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη». «Το τραμ με το όνομα Πόθος» «είναι η ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου». «Είναι σημαντικό οι παραστάσεις τέτοιων κλασικών έργων να αφήνουν πίσω τους κι ένα ίχνος γλώσσας. Άλλη εποχή, άλλες ανάγκες» έρχεται η κορωνίδα!

«Παρεξήγηση»…, «τα έχει πάρει όλα σβάρνα»…, απ’ τη μια, δηλαδή ο Πλωρίτης, αλλά και ο Γκάτσος και ο Γεράσιμος Σταύρου, που πήραν στον λαιμό τους καμιά δεκαριά ακόμα μεταφραστές και μεταφράστριες (μεγάλο θέμα οι αλλεπάλληλες μεταφράσεις στο θέατρο, συχνά μία τον χρόνο, κάθε παράσταση και η μετάφρασή της –για λόγους, φοβάμαι, που δεν είναι πάντα καθαρά καλλιτεχνικοί), κι από την άλλη «πραγματικός τίτλος», «ακριβής μετάφραση», πόσο μάλλον που «υπάρχει και σαν εικόνα μέσα στο έργο. Έτσι φτάνει η Μπλανς στη συνοικία».

Δεν πολυέχει σημασία, αλλά εικόνα δεν υπάρχει, με τα πόδια και κουβαλώντας τη βαλίτσα της εμφανίζεται στο έργο η Μπλανς, που ψάχνει τον σωστό δρόμο. Τα πρώτα της λόγια: They told me to take a streetcar named Desire, and then transfer to one called Cemeteries and ride six blocks and get off at Elysian Fields!: «Μου είπαν να πάρω το Λεωφορείο “Πόθος”, ύστερα να μπω σε κάποιο άλλο, που γράφει “Νεκροταφείο”, να προχωρήσει έξι τετράγωνα και να βγω στα Ηλύσια Πεδία», όπως μεταφράζει ο Γεράσιμος Σταύρου (δυστυχώς δεν είχα πρόχειρη τη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη). Έτσι είναι μια ακριβής, σωστή δηλαδή μετάφραση. Η άλλη είναι απλώς κατά λέξη. 

A streetcar named Desire είναι λοιπόν ο τίτλος του πρωτοτύπου, και ο πρωταίτιος, όπως καταγγέλλεται, Πλωρίτης έκανε το πρώτο απαραίτητο, στοιχειώδες βήμα, το τραμ δηλαδή λεωφορείο, ένα κοινό μεταφορικό μέσο –κάτι που δεν είναι, ακόμα και σήμερα, το τραμ. Έστω όμως πως θέλει να κρατήσει κανείς το τραμ. Ένα τραμ λοιπόν (και όχι «Το», αφού θέλει τέτοια ακρίβεια η νέα μετάφραση), named, δηλαδή που το λένε, που λέγεται, ποτέ «με το όνομα»· και καλύτερα: που γράφει «Πόθος».

Και ιδού η μεταφραστική ευφυΐα του Πλωρίτη, το κλικ που δεν γίνεται δυστυχώς πάντα στο μυαλό του μεταφραστή: πετάει το named, που θέλει στα ελληνικά περίφραση (που το λένε, που λέγεται, που γράφει…) και επιγράφει κατευθείαν το λεωφορείο του (ή το τραμ του): Λεωφορείο «Πόθος», ή Λεωφορείον Ο Πόθος, που αποδίδει ενδεχομένως τη διαδρομή της ζωής της Μπλανς, από τον πόθο στο νεκροταφείο, και πια στα Ηλύσια Πεδία.

Μια λαμπερή λύση δηλαδή, κι έρχεται η καινούρια μετάφραση και ανακαλύπτει την Αμερική, το κατά λέξη! Κι ας λέει το γλωσσικό αίσθημα, στην πιο καθημερινή πραγματικότητα: «Δοκίμασα ένα γλυκό που το λένε Χι», «Πήγαμε σε μια ταβέρνα που τη λένε Ψι»· «Κατεδαφίστηκε το νυχτερινό κέντρο [Η] Φαντασία»· «Θα πάρεις ΕΝΑ/ΤΟ τρόλεϊ που γράφει Κυψέλη-Παγκράτι» ή «Θα πάρεις ΤΟ τρόλεϊ Κυψέλη-Παγκράτι». Σε καμία από αυτές και άπειρες ανάλογες περιπτώσεις δεν λέμε: «με το όνομα…» ή «με την ονομασία…»

Αλλά είπαμε, γλωσσικό αίσθημα. Χωρίς αυτό, σκέτος σαματάς, με ροκάνες και καραμούζες. Ιλαρή δυστυχώς «παρεξήγηση», που «τα παίρνει όλα σβάρνα».

buzz it!