31/12/08

Θρησκευτικές ελευθερίες και δημοψηφίσματα

Τα Νέα, 31 Δεκεμβρίου 2008

Μακαριότατε,

μαζί με τις ολόθερμες ευχαριστίες μας για όσα ελπιδοφόρα γευτήκαμε το σύντομο διάστημα μετά την εκλογή σας, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, θρησκευόμενοι και μη, δηλαδή, μαζί με τις ευχαριστίες μας για τη νηνεμία, αν μη τι άλλο, μετά την τρικυμία της μισαλλοδοξίας των τελευταίων χρόνων, επιτρέψτε μας μια ένσταση.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είχα την ευκαιρία να εκδηλώσω την εκτίμησή μου προς το πρόσωπό σας, π.χ. στην τελευταία επιφυλλίδα μου για την παρέμβασή σας στα γεγονότα των ημερών· έτσι, δεν θα παρεξηγηθούν, ελπίζω, οι προθέσεις μου:

Σε συνέντευξή σας στην Καθημερινή 28/12 διατυπώσατε, δεύτερη φορά το τελευταίο διάστημα, τον απολύτως εύλογο σκεπτικισμό σας για τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Η θέση σας όμως αυτή συνοδεύτηκε από την παρατήρηση ότι: «εάν [η Πολιτεία] επιθυμεί έναν τέτοιου είδους χωρισμό είναι στη διακριτική της ευχέρεια –αν όχι υποχρέωσή της– να το θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού και εκείνος ας αποφασίσει ό,τι θέλει».

Μας ξένισε η πρότασή σας αυτή, κυρίως έπειτα από τη διαφωνία σας με τον προηγούμενο αρχιεπίσκοπο, ο οποίος ζητούσε δημοψήφισμα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.

Ας μην περάσουμε σε εικασίες, Μακαριότατε, για την απάντηση που θα έδινε πιθανότατα ο ελληνικός (και όχι μόνο) λαός σε δημοψήφισμα λ.χ. για επαναφορά της θανατικής ποινής, ή για την απέλαση των ξένων και το κλείσιμο των συνόρων.

Εδώ πρόκειται για θρησκευτικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα. Που δεν αντιμετωπίζονται με όρους πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Αν ξεκινούμε από τον στοιχειώδη κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς που λέει ότι κλείνουμε το τζάμι στο λεωφορείο όταν έστω και ένας κρυώνει, δεν νοείται σε θέμα όπως η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων να προσφεύγουμε και να επαφιέμεθα στην κρίση της οσοδήποτε συντριπτικής, ενδεχομένως, πλειοψηφίας.

Αναμφίβολα ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους είναι μείζων αλλαγή, με δεδομένη μάλιστα την ελληνική ιδιομορφία, με τη μακραίωνη συμπόρευση Εκκλησίας και κράτους, που έχει διαμορφώσει ήθη και παραδόσεις.

Εδώ όμως παραβλέπουμε, φοβούμαι, μιαν άλλη μείζονα αλλαγή, που έχει ήδη συντελεστεί, σιγά σιγά, αν και όχι αθόρυβα. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς από τις υπό ανάπτυξη χώρες περάσαμε στη χορεία των αναπτυγμένων, και γίναμε πλέον χώρα υποδοχής μεταναστών, έχουν μεταβληθεί οι πληθυσμιακές σταθερές. Ένα σεβαστό ποσοστό της τάξεως του 10% αποτελείται από ξένους, από ποικίλους τόπους καταγωγής, με ποικίλα θρησκεύματα, και σε ποικίλα στάδια ενταξιακής διαδικασίας.

Αυτή τώρα η αλλαγή έχει, πιστεύω, μεταβάλει άρδην ή και ακυρώσει τους όρους του προβλήματος που συζητούμε.

Όμως και πάλι, πάντα, ο σεβασμός εθνοτικών, θρησκευτικών κτλ. μειονοτήτων και η προστασία των δικαιωμάτων τους δεν συναρτάται με αριθμητικά κριτήρια.

Και αν η Πολιτεία είναι εντεταλμένη και υποχρεωμένη νομικά να τα προστατεύει, έχω την αίσθηση ότι πολύ περισσότερο θα έπρεπε να είναι δεσμευμένη ηθικά να τα προστατεύει μια Εκκλησία. Και πάντως μια Εκκλησία όπως την επαγγέλλεστε εσείς.

buzz it!

27/12/08

«Παθητικοί δέκτες της αυτοϋπονόμευσής μας»

Τα Νέα, 27 Δεκεμβρίου 2008

«Η νεολαία [...] καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της»





«Η εύκολη λύση είναι να περιοριστούμε σε καταδικαστικά και επικριτικά σχόλια, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη σε όσους υπερέβησαν τα όρια της εύλογης διαμαρτυρίας. Δεν δικαιούμαστε όμως να ομιλούμε, αν δεν αναλάβουμε πρώτα τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα μας…»

διαβάστε τη συνέχεια...

Δύο βδομάδες από τη δολοφονία του Αλέξη, είδαμε πολλά, ακούσαμε και διαβάσαμε ακόμα περισσότερα. Και δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να δούμε, να ακούσουμε και να διαβάσουμε ώς τη στιγμή που θα έχει ο αναγνώστης μπροστά του την εφημερίδα, τρεις πια βδομάδες από τη ματωμένη 6η Δεκεμβρίου. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω πως τα κείμενα του «Βιβλιοδρομίου» γράφονται αρκετές μέρες πριν. Έτσι, μπαγιάτικο πράμα διαβάζει ο αναγνώστης, και ο συντάκτης μοιάζει βαρκούλα που αρμενίζει, όταν καράβια χάνονται.

Κι από κοντά, χάνεται ο έλεγχος και το μέτρο. Στις αντιδράσεις όλων. Στις αντιδράσεις των εξεγερμένων, πιο εύλογα πάντως εδώ, και παράλληλα στις αντιδράσεις των θεσμικών φορέων, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ κτλ., απέναντι στο «συμβάν» αφενός, απέναντι στους εξεγερμένους αφετέρου. Η ανατροφοδότηση είναι έτσι εξασφαλισμένη, ο φαύλος κύκλος δεδομένος. Και κυρίως η πόλωση. Και επειδή πρώτα μας ενδιαφέρει η στάση η δική μας, των από δω: δύσκολο έως αδύνατο να διακρίνεις μέση οδό ανάμεσα σ’ έναν φιλονεϊσμό λαϊκίστικο ή απλώς γραφικό, όταν δεν είναι ιδιοτελής, και σ’ έναν μισονεϊσμό, ανεξάρτητα δυστυχώς από ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση, σε μια εν γένει αντιδραστική στάση. Που είναι απουσία ή και άρνηση κατανόησης, αλλά και τρομοκρατία απέναντι σε κάθε προσπάθεια κατανόησης –η οποία χαρακτηρίζεται αυτομάτως αποδοχή, συμπόρευση και, έμμεση έστω, υποδαύλιση.

Δύο βδομάδες μετά, θα μπορούσε να θεωρηθεί πολυτέλεια η απόσταση και προνομιακή η θέση αυτού που κάθεται τώρα να γράψει. Αλλά μόνο πολυτέλεια δεν είναι· είναι σχεδόν εφιάλτης, που μεγάλωνε όσο ακριβώς μεγάλωνε το διάστημα και πλήθαιναν οι εκρηκτικές αντιδράσεις στους δρόμους και αντίστοιχα οι σπασμωδικές αντιδράσεις φορέων και επιτελείων. Και όσο πλήθαιναν, εννοείται, και τα πάσης φύσεως δημοσιεύματα.

Μεμονωμένες καθαρές φωνές υπήρξαν· από θεσμικούς φορείς, κόμματα κτλ., συγκροτημένη, συνολική τοποθέτηση, μάλλον όχι –και λέγοντας «συγκροτημένη» είμαι αναγκασμένος να συναριθμήσω και τον Σύριζα, παρόλο που ήταν από τους πρώτους που είδε την εξεγερτική διάσταση των αντιδράσεων. Από τις μεμονωμένες τώρα φωνές θα περιοριστώ στον φίλο Παντελή Μπουκάλα, που μας άπλωνε καθημερινά, από τη στήλη του στην Καθημερινή, ένα σταθερό χέρι μέσα στη δίνη των ημερών. Αναμενόμενο όμως αυτό, για τους πολλούς που τον ξέρουν και τον παρακολουθούν.

Θα σταθώ έτσι κυρίως σε ό,τι μας ξάφνιασε, καθώς, γενικότερα, θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τα όσα διαδραματίζονται μέσα από ξένο λόγο. Έτσι κι αλλιώς, άρχισα με παράθεμα. Συνεχίζω από την ίδια πηγή:

«Τα παιδιά μας δεν είναι εξαγριωμένα χωρίς λόγο. Η προσωπική επαφή μου με τους νέους μού δίνει το δικαίωμα να δηλώσω μετά λόγου γνώσεως ότι το σύνολο σχεδόν της νέας γενιάς δεν είναι εναντίον των αρχών, των αξιών και των ιδανικών που ενέπνευσαν και έθρεψαν το γένος μας, αλλά εναντίον όλων ημών που τους τα διδάσκουμε και συγχρόνως τα προδίδουμε ανερυθρίαστα και ασύστολα…»

Τώρα θα το καταλάβατε, είναι από την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου (Κόσμος του Επενδυτή, 13/12). Και θα το καταλάβατε, γιατί το απόσπασμα αυτό ακούστηκε από τα τηλεοπτικά κανάλια και αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες, κατά κανόνα πάντως –και διόλου τυχαία, πιστεύω– μόνο αυτό, ή μαζί με ελάχιστα άλλα. Ακόμα και σε επίσημο τρόπον τινά ιστότοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος δόθηκαν δύο όλα κι όλα αποσπάσματα, λογόκριναν δηλαδή την παρέμβαση του προϊσταμένου τους στο κάτω κάτω, ενώ π.χ. δημοσίευσαν ολόκληρο το μήνυμά του για τον ετήσιο «έρανο της αγάπης». Έτσι, θα δώσω εγώ μερικά παραθέματα ακόμα, καθώς το εν λόγω κείμενο, μία από τις πλέον ουσιαστικές και σφαιρικές τοποθετήσεις των ημερών, συγκεντρώνει όσα έπρεπε να είναι αυτονόητα για πολιτικούς και λοιπούς ταγούς, που τα ψελλίζουν όμως αποσπασματικά και με μισή φωνή, σαν ένα μίζερο «ναι μεν» που το συνθλίβει αμέσως ο πολιτικαντισμός τού «αλλά».

Η υποθήκευση του μέλλοντος

Και νά, διατυπωμένο απερίφραστα, ένα «αυτονόητο», που όμως αρνούμαστε να σκεφτούμε καν τις λογικές συνέπειές του:

«Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της».

«Βέβαια» συνεχίζει ο αρχιεπίσκοπος, «οι βανδαλισμοί, η καταστροφή των περιουσιών, η πυρπόληση του μόχθου εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς συναίσθηση των κοινωνικών συνεπειών, και η εξάντληση των δυνάμεων της νεολαίας μόνο για την εκτόνωση της οργής απλώς ανοίγουν περισσότερες πληγές και θρέφουν τον φαύλο κύκλο της παρακμής.

»Όμως, πώς να καταδικάσεις τον αδικημένο για τα λάθη του, αν δεν αναζητήσεις πρώτα τρόπους και λύσεις που να δίνουν ελπίδα [...];

»Για πόσο ακόμα μπορούμε να στεκόμαστε [...] αδιάφοροι ή αυτοκαταστροφικά βολεμένοι απέναντι σε φαινόμενα τα οποία όλοι γνωρίζουμε, όλοι συμφωνούμε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζονται, όλοι δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως τη δυσφορία μας και συγχρόνως τα συντηρούμε ή τα ανεχόμαστε ως παθητικοί δέκτες της ίδιας μας της αυτο-υπονόμευσης;»

Αυτονόητα; Ναι, αφού όλοι τα «δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως», κατά κόρον, όχι όμως και σε μια κρίσιμη στιγμή, οπότε είναι ασύμφορο πολιτικά. Τότε τα αυτονόητα βαφτίζονται λόγος υποδαυλιστικός βανδαλισμών και τρομοκρατίας.

Πολιτική τυφλότητα ή πολιτικάντικη δολιότητα;

Θα συνεχίσω.

buzz it!

26/12/08

το Μανιφέστο των Τριών

Επιτέλους, κάποιοι το κατάλαβαν ότι δεν βρέχει, αλλά μας φτύνουν!

Κι έσπευσαν έτσι ν’ αφήσουν το ομπρελίνο και να φορέσουν —επιδεικτικά πλέον, αλλά δε γινόταν κι αλλιώς— τα πιο βαριά τους ρούχα, όσα έκρυβαν —όχι και με μεγάλη επιμέλεια ή επιτυχία, οφείλω να πω— στα ιδεολογικά μπαούλα τους

διαβάστε τη συνέχεια...

Επιτέλους κατάλαβαν ότι σειρά μας πια: είμαστε η γενιά της εξουσίας, είμαστε οι γονείς, οι μεγάλοι. Έσπευσαν έτσι και εδώ να αποδείξουν ότι το χάσμα των γενεών είναι νομοτέλεια αδήριτη, ένας προαιώνιος κύκλος απ’ όπου δύσκολα βγαίνει κανείς —αν τάχα θέλει καν να βγει…

Αμνήμονες; Όχι· λυσσασμένοι που μας αμφισβητείται η εξουσία. Ή που μας πήρανε χαμπάρι

Ή, να το πω αλλιώς: Ανίκανοι να καταλάβουμε; Και τότε ηλίθιοι; Μπορεί. Ή μήπως καταλαβαίνουμε αλλά δε μας συμφέρει, δε μας παίρνει να το δείξουμε; Κι αυτό μπορεί. Μα τότε απατεώνες. Που όμως, είπαμε, μας πήρανε χαμπάρι

Και ιδού ο λόγος της γενιάς μου, της γενιάς της εξουσίας, μαζί κι ενός πρεσβύτερου, λόγος κατεξοχήν εξουσιαστικός, όταν δεν είναι αφόρητα κοινότοπος στην πιο αγοραία εκδοχή τής θεατρινίστικα ιερής οργής του

Όπου μίλησε ο κοινότοπος λοιπόν για κοινοτοπία των κούφιων συνθημάτων και της ξύλινης γλώσσας, για εκ του ασφαλούς αντιεξουσιαστές, το ’παν αυτό αυτοί που παίζουν τάχα πού και τι απ’ το κεφάλι τους; και κατακεραύνωσαν, οϊμέ, τους ενοχικούς μεσήλικους που προτρέπουν να «αφουγκραστούμε τα μηνύματα» της ανομίας [δικά τους τα —ειρωνικά— εισαγωγικά]

κι είπαν για την αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη, γιατί ο λόγος είναι, ντε, η διακοπή των παραστάσεων σε ορισμένα θέατρα

από τους «επαναστατημένους» [πάλι δικά τους τα εισαγωγικά] νεαρούς που μαγάρισαν [ναι, μ’ αυτή τη λέξη το ’παν] ανενόχλητα την Ακρόπολη, οι απολίτιστοι, που μόνο ότι βρομάν τα πόδια τους δε μας είπαν οι Μαριαντουανέτες…

Κι όπως ξεμπρόστιασαν τους «ενοχικούς μεσήλικους», μας έδειξαν με το δάχτυλο, οι ιδεολογικοί κουκουλοφόροι, τους καλλιτέχνες που αποφάσισαν να υποκύψουν στη βία και να διακόψουν τις παραστάσεις τους, κι αυτό από τον φόβο του όχλου, οπότε, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούντες, υποκρίθηκαν ότι «συμπαρίστανται» [ξανά τα εισαγωγικά δικά τους]

Τέτοια φτηνά και ιταμά και άλλα διάφορα,

που τηρουμένων των αναλογιών ξεπερνούν σε βία τη βία του πιο έξαλλου κουκουλοφόρου!

Αυτά, και υπογράφω

Ένας όντως ενοχικός μεσήλικος, γεμάτος ενοχές και ντροπή, γιατί για τα παιδιά μας —αναπόφευκτα ώς έναν μεγάλο βαθμό— είμαστε όλοι ίδιοι, μία κοψιά με τους γυρολόγους εμποράκους της διανόησης...


ΥΓ 1. το κείμενο των τριών δημοσιεύτηκε και στα Νέα, 24/12, με υπέρτιτλο: «Κείμενο οργής για τις καταλήψεις (sic) στα θέατρα», τίτλο παρμένον από το κείμενο: «Πού μπαίνει το όριο στην κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» και με σχετική αναγγελία στην πρώτη σελίδα.

ΥΓ 2. ψύλλοι στ' άχυρα, αλλά έχουμε κι εμείς τα γνωστά κολλήματά μας: αν το εν λόγω κείμενο δεν το 'γραψε, όπως συνηθίζεται, ένας και το υπέγραψαν έπειτα οι άλλοι, ο ένας πάντως από τους τρεις είναι δηλωμένος αρχαιολάγνος —αρχαιομαθής κατά δήλωσή του, εσχάτως και μεταφραστής από τα αρχαία· θα περίμενε λοιπόν κανείς να μην έχει ξεφύγει αυτό το "φιλοτιμίαν ποιούντες" αντί "ποιούμενοι": άτιμο πράμα όμως τ' αρχαία, κι ας τα έχουμε στο DNA μας. Δείτε και άλλη ελληνικούρα, που τη σχολίασε έγκαιρα και εύστοχα ο Νίκος Σαραντάκος.



βλ. και [με χρονολογική σειρά]:
όλντ μπόι
ροΐδη εμμονές
άνεμο
τιπούκειτο
φωτ. τσαλίκογλου
γιάννη καλαϊτζή
γ. βέλτσο
εύα κοταμανίδου
ν. ζαρταμόπουλος
κωστής παπαϊωάννου

buzz it!

20/12/08

στις επάλξεις [15], αμπελοφιλογλωσσίες (ή αμπελογλωσσοσοφίες)

«Ποτέ δεν θα χαθούν τα Ελληνικά, παρά τα πολλά, ως λαού, αρνητικά μας…», Βασίλης Αλεξάκης

«Η γλώσσα μας είναι σαν διαστημικός σταθμός, που τον διαχειρίζονται νήπια», Γιώργος Πανουσόπουλος

με αυτά τα δύο αποφθέγματα, σε διαφορετική σελίδα το καθένα κάτω από τη φωτογραφία του κάθε δημιουργού, επιγράφονται οι «διάλογοι» με την επιμέλεια του Σωτήρη Κακίση στο «Κ» της κυριακάτικης Καθημερινής 14/12/08, σ. 79-82.

διαβάστε τη συνέχεια...

αντιγράφω ελάχιστα και σκόρπια:

από το εισαγωγικό του Σ. Κακίση: «[...] ο Βασίλης Αλεξάκης [...] κι ο Γιώργος Πανουσόπουλος [...] διαφωνούν εδώ συμφωνώντας για τις αξίες και τον τρόπο αυτής της επίμονης και πληγωμένης, ποιητικότατης όμως πάντα γλώσσας»

Γ.Π. «Η ελληνική γλώσσα, κι ας μην το ξέρει ο κάθε υπουργός αυτό αλλά το ξέρω εγώ, θεωρείται ονοματοποιός γλώσσα. Δεν είναι η μοναδική, αλλά τα Αγγλικά και τα Γαλλικά π.χ. ονοματοποιοί γλώσσες δεν είναι.» [...]

«Η λέξη ενέργεια, θέλω να πω, για έναν Άγγλο είναι σημειολογική και τίποτα παραπάνω. Ένα σύμβολο, που να το εξηγήσει γλωσσικά, αν δεν καταφύγει στα Ελληνικά, του είναι αδύνατο.»

Β.Α. «Πάντως, η έπαρση για οποιαδήποτε γλώσσα κατ’ εμέ δεν δικαιολογείται, γιατί καμία γλώσσα δεν είναι προϊόν ενός και μόνο λαού. Άρα δεν δικαιούται ο υπουργός να βγαίνει και να λέει διάφορα, κομπάζοντας για τα Ελληνικά.»

Γ.Π. «Δεν δικαιούται γιατί δεν τα ξέρει τα Ελληνικά, αυτό να το δεχτώ. Αλλά όλη αυτή η θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής γλώσσας ένα παραμύθι φιλολογικό είναι [...]»

Γ.Π. «[...] πες μου μιαν άλλη λέξη για τη λέξη δημοκρατία, μπορείς; Εγώ θυμάμαι ένα σίριαλ που κορόιδευε ο Άγγλος πρωθυπουργός τον Ιρλανδό πρωθυπουργό, που ζητούσε δημοκρατία για την Ιρλανδία, λέγοντάς του “Εσείς δεν έχετε καν λέξη για τη δημοκρατία, κύριε!” Ο Άγγλος την έβγαινε, δηλαδή, στον Ιρλανδό με ξένα κόλλυβα. Δεν σ’ αρέσει, λοιπόν, σ’ ενοχλεί, που η Ελληνική έχει δώσει όνομα σε τόσο πολλά πράγματα;»

Κακίσης: «Πριν από αρκετά χρόνια σ’ ένα συνέδριο για τη γλώσσα στον Μίλωνα στη Νέα Σμύρνη, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε την ιδέα να ηχογραφήσουμε τυχαίες ομιλίες από το δρόμο και να τις αναπαράγουμε σε πολύ αργή ταχύτητα μετά: συνειδητοποιήσαμε τότε πως οι άνθρωποι έλεγαν υποδειγματικά ακόμα τις βαρείες και τις μακρές συλλαβές! [...]»

Β.Α. «[...] Οι γλώσσες είναι αθώες, οι πολιτικές και οι άνθρωποι τις εχθρεύονται και τις βιάζουν συχνά. Κι αν σήμερα π.χ. οικονομικοί και εμπορικοί και λόγοι παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν παντού τα Αγγλικά, τα ίδια τα Αγγλικά σε τίποτα δεν φταίει. Θύμα είναι και η Αγγλική αυτής της πολιτικής. Γιατί να γράφει κανείς π.χ. σε μια γλώσσα η οποία από την υπερβολική της χρήση έχει καταντήσει υποτυπώδης; Δεν θα ήθελα να ήμουν τώρα Άγγλος συγγραφέας. Τι ποίηση να βγει πια μέσα απ’ όλη αυτή τη φθορά;»

Σ.Κ. «Μεγάλη, ξαφνικά, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, λέω εγώ!»

Γ.Π. «Το ίδιο πρόβλημα δεν είχαν και τα Ελληνικά την Ελληνιστική Εποχή, που ήταν γλώσσα παγκόσμια; Δεν ξέπεσε σε βαρβαρική σχεδόν, λόγω της ανάγκης να μιλιέται από τόσους ξένους λαούς; Και τώρα το ίδιο γίνεται με τα Αγγλικά περίπου: μιλάμε για μια γλώσσα με διακόσιες όλες κι όλες λέξεις ευρείας χρήσης.»

Και το κλείσιμο:

Γ.Π. «Εγώ αισθάνομαι πως τα Ελληνικά παραμένουν ένα τεράστιο μηχάνημα, σαν δορυφόρος πολύπλοκος, σαν διαστημικός σταθμός, που τον διαχειρίζονται όμως κάτι παιδιά νηπιαγωγείου. Που δεν καταλαβαίνουν σχεδόν τίποτα. Εμείς μπροστά στη γλώσσα μας είμαστε πάρα, μα πάρα πολύ μικροί. Και δεν μπορούμε, δυστυχώς, ούτε να τη φτιάξουμε, αλλά δεν μπορούμε, ευτυχώς, ούτε να την καταστρέψουμε».

Το θλιβερό συμπέρασμα:

Πολύ Άδωνη, πολλή «Ελληνική Αγωγή» και πολλή Τζιροπούλου-Ευσταθίου παρακολουθεί ο Γιώργος Πανουσόπουλος.

Το αισιόδοξο συμπέρασμα:

Αν η «υποτυπώδης» πλέον Αγγλική απαρτίζεται από «διακόσιες όλες κι όλες λέξεις», κι εδώ σ’ εμάς χαρακτηρίζονται λεξιπένητες οι νέοι που χρησιμοποιούν κι αυτοί 200 όλες κι όλες λέξεις, σημαίνει πως της σημερινής Ελληνικής, υπό κανονικές συνθήκες μη λεξιπενίας, οι λέξεις τής τρέχουν απ’ τα μπατζάκια.

Κι ένα κατινίστικο ΥΓ:

Αν το πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιεί ο Σ. Κακίσης, όταν αναφέρεται στην περιβόητη «έρευνα» του Σαββόπουλου, σημαίνει πως ήταν κι αυτός στην "ερευνητική ομάδα", οπότε του ανήκει κατιτίς από τη δόξα του αρχιερευνητή, διόλου δεν τη στηρίζει την υπόθεσή του(ς) με την "αργή ταχύτητα": πού πήγανε, ορέ, τα σούπερ μηχανήματα και κοτζαμάν παλμογράφοι;

buzz it!

στις επάλξεις [14], εκωλοκάθισεν και έγραψεν ο ποιητής

"Tο έγκλημα έχει γίνει το 1981, για να είμαστε ψυχροί, και επειδή πρέπει να σεβαστούμε τα παιδιά, όσα παιδιά αυτή τη στιγμή μας βλέπουνε, το 1981, δεν μας νοιάζει ποιοι, μία κυβέρνηση το πρότεινε και η αμέσως επόμενη το εφήρμοσε, φύγαμε από το πολυτονικό και περάσαμε στο μονοτονικό"

έτσι έγραψε ο ποιητής, "της αμφισβήτησης" κάποτε, Δημήτρης Ιατρόπουλος, γραφικός μαϊντανός των καναλιών από καιρό πια

σχετικό βιντεάκι από συζήτηση του "ποιητή" με σταθερώς συναινούσα κυρία προβλήθηκε στην εκπομπή της 16/12 του Αναστασιάδη --με το συμπάθιο--, σε προφανή συσχετισμό με τα γεγονότα των ημερών

[για τη χρονική σύμπτωση όρκο δεν παίρνω, αν δεν ήταν δηλαδή έτσι σερβιρισμένο από τον Αναστασιάδη, αλλά, όπως και να 'ναι, καλοφάγωτο]

buzz it!

13/12/08

Μετανάστες, ρατσισμός και προτεραιότητες

το κομμάτι αυτό, που αποτελεί και συνέχεια σε προηγούμενο, γράφτηκε την περασμένη Κυριακή, με τα πρώτα δακρυγόνα, γιατί το Βιβλιοδρόμιο με τα "βιβλία για τις γιορτές" θα τυπωνόταν πολύ νωρίτερα από άλλες φορές. Έτσι εμφανίζεται τώρα, σαν μ...ί που χτενίζεται. Με ντροπή αφιερώνεται καθυστερημένα στον μικρό Αλέξη πρώτα, κι έπειτα σ' όλα τα παιδιά στους δρόμους

Τα Νέα, 13 Δεκεμβρίου 2008


Όχι στην γκετοποίηση, οπωσδήποτε. Όχι όμως και στην "αμιγοποίηση": "Να φύγουν όλοι οι ξένοι, δεν τους θέλουμε, δεν τους χρειαζόμαστε", ακούμε συχνά από πολλούς, το φώναζε αλλόφρων στην κάμερα και ένας ηλικιωμένος στη συγκέντρωση στον Άγιο Παντελεήμονα: φαντάζομαι ότι δεν έβαλε ποτέ Αλβανό να του βάψει το σπίτι, ούτε και θα δεχτεί Βουλγάρα εσωτερική να τον γηροκομήσει

Τους μετανάστες βρόμικους δεν τους θέλουμε, γιατρούς στα νοσοκομεία δεν τους θέλουμε· πεινασμένους στα παγκάκια δεν τους θέλουμε, αριστούχους στα σχολεία δεν τους θέλουμε. Τι τάχα θέλουμε, οι Αμιγείς και Άριοι εμείς;

το πλήρες κείμενο:

Δεν νοείται να μαζεύεις πορτοκάλια σε ξένη χώρα και να ξεσκατίζεις κατάκοιτους γέρους χωρίς να ξέρεις το έργο του βυζαντινού ιστορικού Προκόπιου.

Κάπως έτσι σχολίασα στην προηγούμενη επιφυλλίδα τα θέματα των εξετάσεων και έμμεσα τις ίδιες τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι μετανάστες, για να τους δοθεί όχι υπηκοότητα αλλά άδεια «επί μακρόν διαμένοντος». Και κατέληγα ότι στις εξετάσεις αυτές ουσιαστικά κοπήκαμε εμείς, σαν κοινωνία.

Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για «στιγμιότυπο» απλώς στον αμέθοδο έως απάνθρωπο τρόπο αντιμετώπισης των μεταναστών και των προβλημάτων τους, μία μόνο πτυχή, τριτεύουσας σημασίας, της επίσημης πολιτικής απέναντί τους.

Η οποία πολιτική εμφανίζεται σαν έλλειψη πολιτικής, μα δυστυχώς συνιστά μελετημένη, μπορεί πρόχειρα και τσαπατσούλικα, πάντως σχεδιασμένη πολιτική. Γιατί είναι πολιτική η μη χορήγηση ασύλου, ή ακριβέστερα το μηδέν κόμμα κάτι ποσοστό χορήγησης ασύλου, ο αριθμός των απελάσεων αλλά και ο τρόπος της απέλασης, οι συνθήκες κράτησης των υπό απέλαση, ο εξευτελισμός και τα βασανιστήρια –πολύ πριν φτάσουμε στη γενικότερη αντιμετώπιση, ακόμα και οικονομική εκμετάλλευσή τους, από εμάς, ατομικά πλέον.

«Είστε χώρα κολαστήριο» ήταν ο κόλαφος στο αναίσθητο μάγουλό μας από το διεθνές Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, που τον χρησιμοποίησε σαν τίτλο εδώ τις προάλλες (Νέα, 27/11) η Νατάσα Μπαστέα, με συντριπτικά στοιχεία από την έκθεση της διεθνούς οργάνωσης. Και δεν ήταν η πρώτη έκθεση αυτή, ούτε το πρώτο σχετικό άρθρο.

Έτσι, μάλλον με εξέπληξε ένα γράμμα που έλαβα, έπειτα από την προηγούμενη επιφυλλίδα μου, από καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, τον κ. Γ. Φλέσσα. Θα το παραθέσω ολόκληρο, χωρίς περικοπές που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τις θέσεις του:

«(α) Το μεταναστευτικό πρόβλημα στην Ελλάδα έχει πάρει ήδη απίστευτα εκρηκτικές διαστάσεις, όπως ακόμα και το ΤΙΜΕ, 1.12.2008, σελ. 38, σε σχετικό άρθρο του επισημαίνει. Εμείς εδώ τηρούμε πλήρη σιωπή για την ουσία του θέματος και αναλισκόμεθα σε άρθρα ενδιαφέροντα μεν αλλά παντελώς άσχετα με την ουσία, όπως π.χ. το δικό σας ή άλλα σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκατοντάδες χιλιάδες παράνομοι μετανάστες και οι κάτοικοι των περιοχών που ζούνε μαζί τους (π.χ. στον Α. Παντελεήμονα). Αυτά τα προβλήματα είναι απότοκα της ανικανότητάς μας να χειρισθούμε το θέμα.

»(β) Στην ΕΕ όλες οι σοβαρές χώρες (π.χ. Η. Βασίλειο, Ιταλία, Γαλλία κλπ. ) ήδη ορίζουν ποσόστωση επί του πληθυσμού τους. Επιπλέον δε καθορίζουν σε ποιες ειδικότητες και πόσους μετανάστες χρειάζονται. Εδώ φυσικά απολύτως τίποτα, όλα στην τύχη τους...

»(γ) Η πολιτεία είναι, λόγω του όγκου των μεταναστών, τελείως ανίκανη να τους περιθάλψει και έτσι βλέπουμε τις γνωστές εικόνες ντροπής.

»(δ) Η παραπληροφόρηση του κοινού για τον Ξένιο Δία είναι απαράδεκτη. Η φιλοξενία στην αρχαία Ελλάδα αφορούσε αποκλειστικά τους Έλληνες από όπου και αν προήρχοντο και σε αυτούς αναφέρεται η λέξη “ξένος”. Όλοι οι άλλοι ήταν “αλλοδαποί” (από άλλο τόπο μη ελληνικό). Πληροφορηθείτε την συμπεριφορά του Σόλωνα στον φίλο του φιλόσοφο Ανάχαρσι από την Σκυθία, ο οποίος μάλιστα ήταν και μισός Αθηναίος!

»(ε) Ας σοβαρευτούμε όμως τώρα και ας ακολουθήσουμε την ΕΕ πραγματικά και όχι μόνο στα λόγια. Αλλιώς πολύ γρήγορα θα δούμε να εκκολάπτεται και εδώ το αυγό του φιδιού. Πρώτα δείγματα ήδη εμφανίζονται. Και τότε θα είναι μάλλον αργά...»

Δεν θα σταθώ στο κάπως απαξιωτικό (δ)· ήταν, νομίζω, προφανής η ειρωνική χρήση του στερεότυπου περί απογόνων του Ξένιου Δία, αυτών που γενικότερα θέλουν να αγνοούν ότι δεν έλειψε από τον αρχαίο κόσμο καμία απ’ τις σημερινές μας «αρετές»: απ’ τον χρηματισμό, απ’ τη ρεμούλα, τη μηχανορραφία, έως αυτό που θα λέγαμε σήμερα εθνοπροδοσία.

Θα συμφωνήσω όμως στα περισσότερα από τ’ άλλα που συσχετίζονται με την έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού.

Άχρηστα ή και άτοπα διλήμματα

Ότι υπάρχει πρόβλημα με τον αριθμό των μεταναστών είναι σίγουρο. Ότι δεν υπάρχει σοβαρά σχεδιασμένη επίσημη πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι κι αυτό σίγουρο. Μαζί όμως μ’ αυτά, ή μάλλον πριν από αυτά, είναι εξίσου σίγουρο ότι υπάρχει ξενοφοβία, ότι υπάρχει ρατσισμός, έστω λανθάνων, ρατσισμός που αφυπνίζεται, που ενεργοποιείται, από τις υπαρκτές δυσάρεστες πλευρές του υπαρκτού προβλήματος. Είναι ενδιάθετος λοιπόν ο ρατσισμός. Κι η αντιμετώπισή του πρέπει να είναι πάντοτε προτεραιότητά μας. Γιατί, αν κάποτε, ενδεχομένως και για πολύ, υπνώττει, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει· κι όταν λοιπόν ξυπνάει, δεν φταίει, οπωσδήποτε δεν φταίει μόνο, το ότι αφοδεύει δίπλα μας ο εξαθλιωμένος μετανάστης. Κι αν αύριο υπάρξει τάχα σωστά και σοφά σχεδιασμένη πολιτική, και πάλι τάχα ξαναπέσει σε λήθαργο ο ρατσισμός, πάλι αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρχει.

Ούτως ή άλλως φοβάμαι ότι υποβαθμίζουμε το πρόβλημα αν το δούμε με όρους μηχανιστικούς, οπότε και αφυδατωμένο ιδεολογικά, αν δηλαδή η τρέχουσα πραγματικότητα γέννησε τον ρατσισμό και τη βία απέναντι στον ξένο ή είναι ενδιάθετος ο ρατσισμός, και έρχεται να τον ξεγεννήσει η τρέχουσα πραγματικότητα. Όμως αυτό, η πραγματικότητα και η αντίδραση σ’ αυτήν, είναι πια κάτι σαν επιφαινόμενο· το φαινόμενο είναι ο ρατσισμός, έστω λανθάνων και ασύνειδος –για να μην πω, κυρίως τότε. Εκεί λοιπόν είναι η πολλή δουλειά. Αυτή είναι η προτεραιότητα.

Ή, άντε, πιο απλά και ρεαλιστικά: Ώσπου να υπάρξει σχεδιασμένη κτλ. πολιτική, ας κοιτάξουμε πώς δεν θα είμαστε «χώρα κολαστήριο», κόλαση για τον ξένο δηλαδή. Σε συλλογικό, κοινωνικό επίπεδο, αλλά και σε ατομικό –που είναι τελικά το ίδιο.

buzz it!

11/12/08

Ιταμός και προβοκάτορας

σκίτσο του πάντοτε εμπνευσμένου Αντρέα Πετρουλάκη, από την Καθημερινή, 11.12.08


Ένας περήφανος για το παρατσούκλι του Ράμπο, νταής με τη σιγουριά που του παρέχει ένα όπλο, το οποίο και χρησιμοποιεί πυροβολώντας στον αέρα ή κατευθείαν στο στόχο –παντελώς αδιάφορο ως προς την ουσία–, αυτός λοιπόν ο Ράμπο, διά χειρός του συνηγόρου του προφανώς, υβρίζει τη μνήμη του νεκρού εφήβου και θύματός του, μιλώντας για την «αποκλίνουσα συμπεριφορά» του, και παραδίδει μαθήματα κοινωνιολογίας, μιλώντας για τους γόνους πλουσίων οικογενειών από το Ψυχικό που συχνάζουν στα Εξάρχεια κτλ.

Και έστω ότι αυτός είναι κατηγορούμενος και προσπαθεί να ελαφρύνει τη θέση του.

Έρχεται όμως και ο κατ’ εξακολούθηση παραβατικός συνήγορός του, που χρόνια τώρα διασύρει κάθε έννοια κοινωνικής συμπεριφοράς σε γήπεδα και σε τηλεοπτικά κανάλια, και πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, που αν τάχα δεν τα γράφει ο ίδιος, σίγουρα τα προσυπογράφει, εμφανίζεται τιμητής των πολιτικών: κατηγορεί με ιταμό ύφος τους πολιτικούς αρχηγούς και μάλιστα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι για πολιτικά οφέλη και «για να σώσουν το τομάρι τους» εκμεταλλεύτηκαν την υπόθεση, πριν ακόμη αποφανθεί η δικαιοσύνη «αν θα έπρεπε να πυροβολήσει ο αστυνομικός και αν θα έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί»!

Λέει δηλαδή έμμεσα στους νέους ο εν λόγω, μάλλον δίνει έμμεσα το σύνθημα, την επόμενη φορά να μην κάψουν απλώς καταστήματα αλλά και ζωντανούς ανθρώπους!

Τέτοια απροκάλυπτη προβοκάτσια δεν διώκεται άραγε αυτεπάγγελτα;

Ή μήπως όλα πια είναι «θέλημα Θεού»;

buzz it!

9/12/08

Παντελής Μπουκάλας: "Το Σύνταγμα και το αίμα"

Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 2008

Νοέμβριος 1980. Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Μαζική διαδήλωση. Η εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου, 21 ετών, πέφτει νεκρή, χτυπημένη από τα κλομπ των αστυνομικών, ενώ ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής, 26 ετών, σκοτώνεται από πυροβόλο όπλο. Η υπεσχημένη «εξονυχιστική έρευνα» και η «παραδειγματική τιμωρία των ενόχων» έμειναν λόγος κενός. Κανένας ένοχος δεν βρέθηκε, για να δοθεί έτσι το σήμα ατιμωρησίας προς τις δυνάμεις ασφαλείας. Εκτοτε, κάποιοι, φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί ζουν με το βάρος δύο αδικοχαμένων ψυχών· αλλά στη δική τους ψυχή δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλο το βάρος αυτό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Νοέμβριος 1985. Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Εξάρχεια. Ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας σκοτώνει τον μαθητή Μιχάλη Καλτεζά· η σφαίρα βρίσκει τον δεκαπεντάχρονο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο υπερυπουργός Μένιος Κουτσόγιωργας παραιτείται «για λόγους ευθιξίας», αλλά η παραίτησή του δεν γίνεται αποδεκτή από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου· η ευθιξία πάντως ή υπάρχει ή δεν υπάρχει, δεν υπακούει σε κανένα νόμο σχετικότητας, δεν εξαρτάται από τη βούληση κανενός ανωτέρου. Ο Μελίστας καταδικάζεται πρωτοδίκως σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και στο εφετείο αθωώνεται. Το σήμα ατιμωρησίας ξαναδίνεται.

Δεκέμβριος 2008. Εξάρχεια. Ενας ειδικός φρουρός, που οι συνάδελφοί του τον αποκαλούν «Ράμπο», σκοτώνει τον μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο· η σφαίρα βρίσκει τον δεκαπεντάχρονο στο στήθος. Οι δεκάδες αυθόρμητες μαρτυρίες, στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο δεν επιτρέπουν στις δυνάμεις ασφαλείας να προωθήσουν το απαλλακτικό σενάριο του «αστυνομικού εν αμύνη» και του «βρασμού ψυχής». Οι αυτόπτες βεβαιώνουν ότι ο αστυνομικός εκτέλεσε εν ψυχρώ το παλικαράκι ύστερα από ασήμαντο φραστικό επεισόδιο και αμέσως έπειτα αποχώρησε μαζί με τον συνάδελφό του, αφήνοντάς το να ξεψυχάει. Ο υπερυπουργός Π. Παυλόπουλος και ο υφυπουργός Π. Χηνοφώτης υποβάλλουν την παραίτησή τους «για λόγους ευθιξίας». Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δεν αποδέχεται την παραίτησή τους· η ευθιξία ωστόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει, δεν υπακούει σε κανέναν νόμο σχετικότητας.

Συγκλονισμένοι οι μαθητές από τον φόνο του αδελφού τους διαδηλώνουν την οργή τους. Με την πικρή γνώση ότι η φωνή τους δεν θα ακουστεί, καταθέτουν στον Αγνωστο Στρατιώτη λουλούδια και βιβλία, Αρχαία, Λογοτεχνία, Μαθηματικά, όσα διαβάζει ένα παιδί. Ανάμεσα στα βιβλία ίσως διακρίνουμε κι ένα αντίτυπο του Συντάγματος, με υπογραμμισμένα δύο σημεία: Αρθρο 2.1: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Αρθρο 5.2. «Ολοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους». Αυτό το «όλοι» το έχουν διπλά υπογραμμίσει οι μαθητές. Με αίμα.

buzz it!

1/12/08

15,48-3=12,48:2=6,24, ή Και μετρώντας τα να κλαις

Παγκόσμιοι πρωταθλητές του σεξ οι Έλληνες, μέρα παρά μέρα κάνουμε έρωτα οι γαμίκουλες! Πάντως έτσι δηλώσαμε σε έρευνα της Durex πριν από 3-4 χρόνια.

Και πρωταθλητές παραμένουμε και το 2008, πάλι σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Durex, τώρα όμως κάνοντας έρωτα μία φορά τη βδομάδα: λεπτομέρειες.

Αν τώρα πει καμιά κακιά γλώσσα πως πάντα τα φουσκώνουμε, πως η αλήθεια είναι στα μισά, τότε η αριθμητική είναι αμείλικτη:

15,48 εκατ. – 3 εκατ. = 12,48 εκατ. : 2 = 6,24 εκατ.

Ιδού:

http://news.yahoo.com/s/nm/20081128/od_uk_nm/oukoe_uk_germany_condoms

buzz it!

"Λυπάμαι, κοπήκατε!" ή Οι «πανελλαδικές» των μεταναστών

Τα Νέα, 29 Νοεμβρίου 2008 [αναπτυγμένη μορφή παλαιότερου ποστ εδώ]

Είναι αδιανόητο να μαζεύεις σε ξένη χώρα πορτοκάλια ή να ξεσκατίζεις κατάκοιτους γέρους και να μην ξέρεις «τι περιέγραψε ο ιστορικός Προκόπιος»!


Μετανάστες μαθητές, στην αυλή του κολεγίου τους, ώρα διαλείμματος, συζητούν ενθουσιασμένοι για τις νεοαποκτηθείσες γνώσεις τους, για τον Μαξέντιο, τον Προκόπιο, και τη μεταφορά του διοικητικού κέντρου από τη Ρώμη στο Βυζάντιο

το πλήρες κείμενο:


«Λυπάμαι, κοπήκατε! Το όνειρο του X-Factor (ή πιο παλιά του Fame Story κτλ.) για σας τελειώνει εδώ!»

Νά η φράση-εφιάλτης, η φράση-καταπέλτης, πολύ περισσότερο αν σ’ την έχει εκσφενδονίσει ο Μουρατίδης, ετυμηγορία που ισοδυναμεί με θανατική ποινή για τα χιλιάδες παιδιά που συνωστίζονται στα διάφορα ταλεντοπροωθητικά ή ταλεντοκατασκευαστικά προγράμματα, παιδιά πάντως όχι όλα ψώνια και όχι όλα ατάλαντα, όπως εύκολα γράφουμε οι μπουλντόζες, οι οδοστρωτήρες εμείς.

Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε με ταλεντοκατασκευαστικά προγράμματα, αλλά με μύλους που αλέθουν άλλου είδους όνειρα. Και δεν έχουμε να κάνουμε με παιδιά, ψώνια και μη, που ονειρεύονται μια φωταγωγημένη μαρκίζα και μια ντιζαϊνάτη πίστα με φωτορυθμικά, άντε κι ένα σιντί, μπας και παραταθεί λιγάκι η εφήμερη φήμη.

Τώρα είναι οι μετανάστες, με το όνειρο να νιώσουν ένα μόλις σκαλί παραπάνω προς το «άνθρωποι» –και πάλι περίπου, όχι ακόμα «κανονικοί». Και πολύ πιο πρακτικά, μπας και παραταθεί λιγάκι κι εδώ η εφήμερη πια ζωή. Μπας και γίνει ζωή δηλαδή.

Και αυτό το σκαλί παραπάνω, που είπα, είναι η άδεια τού «επί μακρόν διαμένοντος» –όχι καμιά υπηκοότητα και άλλα τέτοια μεγαλεπήβολα και άπιαστα.

Και γι’ αυτήν και μόνο την άδεια προϋποθέσεις είναι πράγματα που κι αυτά λίγο απέχουν απ’ το «άπιαστα»:

(α) να μένουν ήδη πέντε χρόνια στη χώρα, πάντα «φιλοξενούμενοι», όπως τους αποκαλούν από τα ανεξίθρησκα κανάλια μας οι ανθοί του κοινοβουλευτικού πλέον κόμματος του Καρατζαφέρη,

(β) να έχουν ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον ανειδίκευτου εργάτη (άρα, όχι μαύρα!)

(γ) να είναι ασφαλισμένοι

(δ) να διαθέτουν κατοικία, να μένουν δηλαδή σε σπίτι κανονικό κι όχι σε εγκαταλειμμένο ερείπιο ή σε παγκάκι στα πάρκα, και

(ε) να πληρώσουν 900 (ολογράφως: εννιακόσια!) ευρώ παράβολο.

Αλλά προπάντων χρειάζεται

(στ) απόδειξη ότι παίζουν στα δάχτυλα την ελληνική γλώσσα, την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, όπως ακριβώς και εμείς οι γηγενείς και ντιενεϊνάτοι, με το ευλογημένο απ’ τον Θεό DNA δηλαδή, όπως μας έλεγαν, πρόσφατα ακόμα, χείλη αρχιεπισκοπικά.

Και πώς θα την έχουμε αυτή την απόδειξη, ότι ξέρουν δηλαδή οι φιλοξενούμενοι σε τι κοιτίδα του πολιτισμού φιλοξενούνται, και αφού έχουν ήδη δοκιμάσει με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο τις συνθήκες φιλοξενίας των κατ’ ευθεία γραμμή απογόνων του Ξένιου Δία; Περνώντας από τα θρανία κι έπειτα από εξετάσεις, όπως διαβάσαμε πρόσφατα στο εκτενές και σπαραχτικό στην ουσία του ρεπορτάζ του Νικόλα Ζώη στον Ταχυδρόμο, 18/10, με τίτλο: «–Ομιλείτε ελληνικά; –Απόδειξη!»

Έπειτα από 150 ώρες διδασκαλία ελληνικής γλώσσας και 25 με στοιχεία ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού σε ειδικά Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων, ήρθε η ώρα των εξετάσεων.

Και τον περασμένο μήνα, στις 4 Οκτωβρίου, είχαν τις «πανελλαδικές» τους όσοι μετανάστες ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές και διέθεταν και τα 900 ευρώ, συν αεροπορικά εισιτήρια κάποιοι: «Ο φίλος μου» λέει ο Χρίστος από την Αλβανία που ζει και δουλεύει στη Σάμο κι ήρθε από κει με το αεροπλάνο για τις εξετάσεις «δεν προλάβαινε να έρθει με το καράβι λόγω της δουλειάς και δεν είχε λεφτά για αεροπορικά εισιτήρια», διαβάζω στο ρεπορτάζ.

Υπήρξαν διάφοροι τύποι εξετάσεων, ακουστικής και αναγνωστικής ευχέρειας, έπειτα κάτι σαν έκθεση, ή γραπτή δοκιμασία: «ένα επίσημο κι ένα ανεπίσημο γράμμα» –εδώ δυστυχώς δεν μας λέει το ρεπορτάζ σαν τι λογής να ήταν αυτό το «επίσημο», αν δηλαδή ήταν ένα είδος αίτησης, από αυτές που δεν σταθήκαμε ποτέ ικανοί να συντάξουμε εμείς, και όχι μόνο επί επαράτου καθαρευούσης, όταν υπήρχαν ειδικοί αιτησιογράφοι έξω από κάθε δημόσια υπηρεσία.

Απαντήστε, παρακαλώ, και χωρίς σκονάκια

Και στο τέλος, η πεμπτουσία των εξετάσεων, γνώσεις ελληνικής ιστορίας και ελληνικού πολιτισμού, μέσα από 40 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (multiple choice). Αντιγράφω ενδεικτικά μερικές:

Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος νομοθέτης της Αθήνας;
(α) ο Περικλής, (β) ο Σόλων, (γ) ο Αριστοτέλης


Πώς ονομάζονταν οι δούλοι στη Σπάρτη;
(α) μέτοικοι, (β) περίοικοι, (γ) είλωτες


Διότι, άντε να ζήσεις σε μια καινούρια χώρα αν δεν ξέρεις, όχι μόνο πώς ονομάζονται σήμερα σ’ αυτήν τη χώρα οι δούλοι σαν και του λόγου σου, αλλά και πώς ονομάζονταν οι δούλοι στην αρχαία Σπάρτη…

Τα παίζουμε στα δάχτυλα ωστόσο αυτά εμείς. Πάμε γι’ άλλα λοιπόν:

Ποιος Βυζαντινός αυτοκράτορας προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία των δώδεκα θεών του Ολύμπου;
(α) ο Ιουλιανός, (β) ο Θεοδόσιος, (γ) ο Κωνσταντίνος

Ποιος μεγάλος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετέφερε το διοικητικό κέντρο από τη Ρώμη στο Βυζάντιο;
(α) ο Διοκλητιανός, (β) ο Κωνσταντίνος, (γ) ο Μαξέντιος


Αλλά και κάτι τέτοια τα μασάμε; Παρακάτω λοιπόν:

Τι περιέγραψε ο ιστορικός Προκόπιος;
(α) τους αθλητικούς αγώνες των αρχαίων Ελλήνων, (β) τις χριστιανικές αιρέσεις, (γ) τους πολέμους και τα κτίσματα του Ιουστινιανού


Γιατί είναι αδιανόητο να μαζεύεις σε ξένη χώρα πορτοκάλια ή να ξεσκατίζεις κατάκοιτους γέρους και να μην ξέρεις «τι περιέγραψε ο ιστορικός Προκόπιος»!

Δεν ξέρω εσείς· εγώ κόπηκα. Τρέχω κάθιδρος στον καθρέφτη: ίδιος ωστόσο είμαι ακόμα. Όμως, Θεέ μου, μήπως αρχίσω τότε, σιγά σιγά, να κιτρινίζω και να γίνονται και τα μάτια μου σκιστά; Ή μήπως αρχίσω και σκουραίνω και πάρω στο τέλος μαύρο κατράμι χρώμα;

Μα η φωνή με ξεκουφαίνει: «Λυπάμαι, κοπήκαΜε!» Σαν κοινωνία δηλαδή.

buzz it!

15/11/08

Μεταφραστής ή συγγραφέας; (β΄)

Τα Νέα, 15 Νοεμβρίου 2008 (εδώ με προσθήκες)



«Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή εξαδέλφη που παίζαμε μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω απ’ τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες» (από τον πρόλογο στο Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης, Ίκαρος, ανατύπ. 1996· φωτ.: «Εσωτερικό», διαφανογραφία του Ελύτη)


Γερό αφτί απαιτείται για τη μετάφραση, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του



Μπορεί ο Άμλετ του Χειμωνά να είναι ακριβώς «του Χειμωνά» και ελάχιστα Σαίξπηρ. Είναι όμως Χειμωνάς. Κι αυτό είναι ένα κάποιο κέρδος. Αν όχι για τη μετάφραση, πάντως για τη λογοτεχνία. Κι απ’ αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να ’χαμε κι άλλες τέτοιες «μεταφράσεις».

Και πλάι στον ανορθόδοξο μεταφραστικά Χειμωνά, με τον οποίο τέλειωνα την προηγούμενη φορά, μακάρι κι ο ορθόδοξος μεταφραστικά Ελύτης να μας είχε αφήσει κι αυτός περισσότερες μεταφράσεις: «Δεύτερη γραφή» πάντως τις είχε ονομάσει ο ίδιος, όταν εξέδωσε το 1976 μια εκλογή από Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Ελυάρ, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ουνγκαρέττι, Λόρκα και Μαγιακόφσκι. Και το 1984 εξέδωσε τη «μακρινή εξαδέλφη» του, τη Σαπφώ –«ανασύνθεση και απόδοση» τη χαρακτήρισε εκείνη τη δουλειά του. Μακάρι λέω να είχαμε περισσότερες τέτοιες μεταφράσεις του, άλλες σαν της Σαπφώς, του Λόρκα και του Ελυάρ, όπου η ποιητική συγγένεια είναι άμεση, εξ αίματος θα έλεγα, με αποτελέσματα υψηλής, ελυτικής πνοής, άλλες που, αν δεν μεταφέρουν σώνει και καλά, με τυπικά κριτήρια, τον αέρα ακριβώς, το ύφος του Λωτρεαμόν λ.χ., μας δίνουν πάντως άλλον έναν Ελύτη. Τι πολυτιμότερο;

Έμεινα σε δύο αναμφισβήτητα λογοτεχνικά μεγέθη, για να είναι έτσι ξεκάθαρο πόση σημασία έχει για τα γράμματά μας, τη λογοτεχνία, και για τη γλώσσα, η δική τους συνάντηση με ομοτέχνους τους, ανεξάρτητα από την έκβασή της: γιατί μπορεί να έχουμε ουσιαστική συνάντηση και συνομιλία, μπορεί όμως να έχουμε και ένα είδος μονολόγου, ένα προσωπικό δηλαδή έργο με αφορμή ένα άλλο, ξένο έργο· ή αλλιώς: έχουμε μια αυστηρά προσωπική ανάγνωση, όπως π.χ. με τον Χειμωνά. Θησαυρούς δηλαδή, είτε έτσι είτε αλλιώς.

Κάτι πολύ πιο έντονο ακόμα στην περίπτωση του Καρυωτάκη –για να σχηματιστεί έτσι τριάδα–, όπου στις λιγοστές δυστυχώς μεταφράσεις του δεν έχουμε απλώς αναδημιουργία αλλά υπέρβαση πολύ συχνά του πρωτοτύπου, και ύψιστα τότε ποιητικά επιτεύγματα –ανυπέρβλητα, τολμώ να πω: έχω κατά νου π.χ. το περίφημο «Petit mort pour rire» του Τριστάν Κορμπιέρ:

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.
Φωσφορισμούς θ’ αφήνουν τα βαθιά σου
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών…[1]

Μπορεί όμως άραγε αυτό να αποτελέσει μεταφραστική μέθοδο, άποψη-εργαλείο προς πάσα χρήση –μάλλον προς πάντα χρήστη; Θα έλεγα όχι, ασυζητητί. Και όχι απλώς για λόγους μιας αυτάρεσκης, άκαμπτης, ή μάλλον αυτάρεσκα άκαμπτης μεταφραστικής ηθικής, αλλά γιατί, αν μη τι άλλο, οι προθέσεις προκαθορίζουν, προδιαγράφουν πολύ συχνά το αποτέλεσμα. Γιατί όταν μεταφράζει, εντός ή εκτός εισαγωγικών, ο Χειμωνάς, ή όταν μεταφράζει ο Ελύτης, χωρίς εισαγωγικά τώρα, στη χειρότερη περίπτωση θα έχουμε μια καθαυτό ποιητική άσκηση, του ύψους πάντως του «ασκουμένου»: δεν ψάχνει βήμα να εκφραστεί ο Ελύτης, σκαλί ν’ ανέβει να δείξει το ποιητικό του ανάστημα. Γιατί αυτό είναι, φοβούμαι, το πρόβλημα εντέλει: τα όρια της νόμιμης καταρχήν και επιθυμητής, ή και απαραίτητης, φιλοδοξίας του μεταφραστή. Αλλά εδώ φοβούμαι ότι ηθικολογώ, ή κάνω δίκη προθέσεων.

Θα περάσω σε άλλα παραδείγματα, όχι από συγγραφείς μεταφραστές ή μάλλον από συγγραφείς που μεταφράζουν, αλλά από επαγγελματίες μεταφραστές, επώνυμους και προβεβλημένους πάντως:

Δίνω πρώτα το ελληνικό: «Του περιφανή τα λόγια, παναγίτσα μου ’νια μπόχα»! Περιφανής, θυμίζω, είναι ο καταφανής, ο ολοφάνερος, ο ξακουστός, ο ένδοξος –και το ’νια [μπόχα], το «διαλεκτικό», ας πούμε, μνια. Και το πρωτότυπο, δεν χρειάζεται να ξέρετε γερμανικά, τον ήχο ακούστε: Eigenlob stinkt. Κατά λέξη: Ο αυτοέπαινος, η περιαυτολογία, βρομάει. Που σημαίνει, περίπου, πως ο αυτοέπαινος μόνο έπαινος δεν είναι. Ώστε: Eigenlob stinkt, και με λέξεις επιπλέον κοινές, καθημερινές. Και ελληνικά, ξανά: «Του περιφανή τα λόγια, παναγίτσα μου ’νια μπόχα»![2]

Είναι, πιστεύω, ολοφάνερο, περιφανές, πως έτη φωτός χωρίζουν, θερμοκρασιακά τουλάχιστον, τα δύο κείμενα. (Επιπλέον, αν καταλαβαίνω καλά το ελληνικό μετάφρασμα, υπάρχει και σφάλμα ουσίας: άλλο ο περιαυτολογών και άλλο ο ξακουστός, ο περιφανής· φοβούμαι δηλαδή πως το περιφανής επιστρατεύτηκε λόγω ηχητικής συγγένειας με τον περήφανο –αλλά δεν είναι αυτό το θέμα τώρα.) Εδώ λοιπόν ο ευφάνταστος και προφανώς καταρτισμένος μεταφραστής έχει καβαλήσει, όπως έλεγα στο προηγούμενο, το κείμενο, του έχει επιβάλει τη δική του περπατησιά –τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι εντέλει.[3]

Και άλλο ένα παράδειγμα, από την ίδια μεταφραστική εργασία, και στην ίδια σελίδα. Πάλι το ελληνικό πρώτα: «Μπουνταλιά και καυχησιά, ένα κλήμα δυο τσαμπιά»! Εδώ μεταφράζεται μια γερμανική παροιμία, που αυτή έχει ομοιοκαταληξία: Dummheit und Stolz wachsen auf einem Holz. Κατά λέξη: Η βλακεία και η περηφάνια –εδώ: η αλαζονεία, η υπεροψία– βλασταίνουν απ’ το ίδιο κλαδί, απ’ το ίδιο δέντρο. Βλακεία και αλαζονεία, δηλαδή, πηγαίνουν χέρι χέρι –πάνε πακέτο, όπως θα ’λεγε κανείς σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, εδώ έχουμε, όπως είπα, ομοιοκαταληξία: Stolz - Holz· και εδώ επίσης η παροιμία συντίθεται με απλές, κοινές λέξεις. Ελληνικά, ευφάνταστα και πάλι, αμφίβολου γούστου όμως και πάλι: «Μπουνταλιά και καυχησιά, ένα κλήμα δυο τσαμπιά»!

Το σχόλιο έρχεται, αλίμονο, από μόνο του: η καυχησιά γεννάει την μπουνταλιά –στη γλώσσα εννοώ, στη μεταχείριση της γλώσσας, τη μεταχείριση έπειτα του ξένου έργου.

Ακραία τα παραδείγματά μου, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να παρασυρθεί κανείς και να ξεστρατίσει. Από πολλές μπάντες μπορεί κανείς να γείρει –και να γκρεμοτσακιστεί: είναι ο δημιουργικός οίστρος, το εννοώ απολύτως σοβαρά αυτό, δεν το λέω ειρωνικά, είναι η αγάπη για τον κατακτημένο πλούτο, της ελληνικής εν προκειμένω, μια συγκεκριμένη, αγαπημένη μας λέξη ή έκφραση, γλωσσικά στοιχεία από αγαπημένους μας συγγραφείς, που θέλουμε να τα προσοικειωθούμε και να τα μεταγγίσουμε στο δικό μας έργο –κάτι οπωσδήποτε θεμιτό σε έργο προσωπικό, πρωτότυπο, δικό μας, όχι όμως σε μετάφραση.

Όχι, αν δεν έχουμε την ακριβή αναλογία, το ίδιο επίπεδο ύφους, όχι απριόρι, θα έλεγα, όταν πρόκειται για πολύ προσωπικά, ιδιωματικά ή διαλεκτικά στοιχεία: δεν θα μεταφέρεις λόγου χάρη τη γλώσσα του Σκαρίμπα στον Κούντερα ή στον Χέμινγουέι ή στον Κάφκα κτλ., δεν θα βάλεις στο στόμα του Προυστ ή του Μπόρχες ή όποιου άλλου την «ανταρίτσα» του δημοτικού τραγουδιού, απ’ όπου την παίρνει και ο Νίκος Καρούζος –ο οποίος όμως παίρνει, αναλαμβάνει, «κουβαλάει», ολόκληρο τον στίχο (από την περίφημη Αναστασιά): πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα,[4] και προπάντων τον εντάσσει σε ποίημα, σε ποίημά του («Προϊστορία ποιήματος»), όχι σε μετάφραση.[5] Σε μια παραλλαγή μάλιστα του δημοτικού τραγουδιού το βουνό έχει «ανταρούλα» στην κορφή… Ε όχι, ούτε ανταρίτσα, ούτε ανταρούλα, σε καμία μετάφραση, σε κανενός ξένου συγγραφέα το στόμα!

Σκοινοβάτης και ασκητής

Ακόμα πιο απλά, κι ωστόσο εξοντωτικά για τον μεταφραστή. Όταν ο Κούντερα, για να πω κάτι απ’ τα δικά μου, γράφει πως κάποιος θύμωσε: il sest faché, και χρησιμοποιεί δηλαδή την πιο κοινόχρηστη, καθημερινή, χωρίς κανένα ειδικό φορτίο λέξη, κάτι που έχει άλλωστε να κάνει με το λογοτεχνικό σχέδιο του Κούντερα, πρέπει ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να βάλεις κάτι πιο παραστατικό, επιλέγοντας από μια τεράστια γκάμα: ούτε καν εξοργίστηκε, ούτε εξεμάνη, ούτε έγινε έξαλλος, έγινε θηρίο, πυρ και μανία, ή έξω φρενών, ή μπαρούτι, ή βαπόρι, ούτε έβγαζε καπνούς απ’ τη μύτη κτλ.

Κι όταν, αφού θύμωσε, άρχισε να φωνάζει, ή έβαλε τις φωνές, πάλι δεν θα γράψεις πως άστραψε και βρόντηξε ή πως κατέβασε Χριστοπαναγίες, καντήλια κτλ. Ναι, τεράστια η γκάμα, εδώ καραδοκούν και τα ιδεολογήματα για τον «μοναδικό πλούτο» της «μοναδικής μας γλώσσας», τίποτα λοιπόν από τα τόσα παραστατικά και σαγηνευτικά, που ωστόσο αλλοιώνουν, αλλάζουν, στο ελάχιστο έστω, τη θερμοκρασία του κειμένου. Γιατί το ελάχιστο μπορεί κάποτε να είναι το μείζον.
 
Οπότε; Γερό αφτί, όπως ξανάπα, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του. Γερό αφτί, και, ε ναι: νηστεία και προσευχή. Γιατί είναι ασκητική δουλειά, από αυτή την άποψη, η μετάφραση. Και γιατί, αν αγαπάς τη δουλειά σου, αν αγαπάς πιο συγκεκριμένα το έργο που μεταφράζεις, τον συγγραφέα που μεταφράζεις, τον αγαπάς –κατά τον στοιχειώδη ορισμό της αγάπης επιτέλους– γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που νομίζεις ή που θα ’θελες να είναι.

Γιατί έτσι, ως γνωστόν, με τέτοια δηλαδή αγάπη, στεριώνει μία σχέση, έτσι πετυχαίνει ο γάμος.



[1] «Μικρός που πέθανε στ’ αστεία», στο Κ. Γ. Καρυωτάκης, Άπαντα τα ευρισκόμενα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τόμ. Α΄, Αθήνα 1983, σ. 192.
[2] Από το Περί βλακείας του Ρόμπερτ Μούζιλ, μετ. Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1992, σ. 25.
[3] Έχω ασχοληθεί και παλαιότερα με τη συγκεκριμένη στάση ή άποψη του ίδιου μεταφραστή: «Οι Τρεις γυναίκες του Ρ. Μούζιλ και το καλάμι του μεταφραστή: Η “ακάματη ολβιότητα χαράς προκεκτημένης”, το “θέλγος” και η “ανταρίτσα”», περ. Αντί Β΄ 348, 5.6.1987, και Β΄ 350, 3.7.1987· επίσης Β΄ 354, 28.8.87, και Β΄ 355, 11.9.87, ανταπάντηση σε απάντηση του Γ. Κεντρωτή, που είχε δημοσιευτεί στο Β΄ 354, 28.8.87.
[4] Το βλέπεις κείνο το βουνό, το πιο ψηλό ’πό τ’ άλλα / πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα…
[5] Κι όπως αρώτησα· τι είν’ αυτό το ξεροτράχαλο; / Ο κόσμος, μ’ αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη. / Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε το αέναο ψαλίδι. / Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη / Πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα…

buzz it!

14/11/08

αν και όχι Τρίτη, πάντως 13, και με δυσοίωνη πανσέληνο

Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, αγάδες, πασάδες, δερβισάδες, Ρώσοι, Μπόερς κι Οθωμανοί...



Πέμπτη και 13, με την πιο δυσοίωνη, όπως είπαν, πανσέληνο

κυκλοφορήθηκε (όχι παίζουμε!) ο β΄ τόμος των γλωσσικών
[ενώ κατ' αυτάς κυκλοφορήθηκε ο α΄ τόμος σε 3η έκδοση]

κατόπιν ωρίμου σκέψεως και σοφού σχεδιασμού, για να μην κάνει κι ο β΄ τόμος 5 χρόνια να φτάσει σε 3η έκδοση, αποφασίστηκε να αγοράζει κάθε ευρετηριασμένος αριθμό αντιτύπων όσα και οι παραπομπές στην αφεντία του. Έτσι, η α΄ έκδοση θα εξαντληθεί πάραυτα με τα αντίτυπα που θα αγοράσει ο κ. Μπαμπινιώτης. Σπεύσατε οι υπόλοιποι να καλυφθεί το πλάνο.

Ισχύουν ειδικές τιμές για λαθρομετανάστες, φαντάρους και αεροπόρους, ειδικότερες για νάπτες και σώματα ασφαλείας

Μοναδικές προσφορές και δωροεκπλήξεις κάθε Τρίτη και 13, Παρασκευή και 13, και κάθε 29 Μαΐου 1453

Στα 2 αντίτυπα, δώρο σταμπωτό μπλουζάκι "Obama, we don't chew" (διατίθεται σε πολλά χρώματα, υπάρχει και στα ελληνικά: "Ομπάμα, δε μασάμε!")
Στα 3, δώρο τα άπαντα του Δημοσθένη Λιακόπουλου με χειρόγραφη αφιέρωση
Στα 4, τα άπαντα της κ. Τζιροπούλου-Ευσταθίου με φωτογραφία της
Στα 5, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής με φωτογραφία του εκδότου
Στα 6, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής και πολυτελής κασετίνα με τα σιντί της κας Αδώνιδος Γεωργιάδου (φωτογραφίες, υπογεγραμμένες, και των δύο, χώρια και μαζί, όπως στην εκπομπή του Χαρδαβέλα)
Στα 7, ο Άδωνις Γεωργιάδης αυτοπροσώπως, με σιντάκι με τη φωνή του, με όλες τις παρεμβάσεις του στη Βουλή των Ελλήνων
Στα 8, ο Άδωνις Γεωργιάδης ως ανωτέρω, συν δεύτερο σιντάκι, όπου τραγουδάει α καπέλα τον "Άι-Νικόλα" (βλ. Ελληνοφρένεια), συν ο αδερφός του Λεωνίδας
Στα 9, η αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη!
Στα 10, αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη, με ευχές για το 2009!
Από 10 και πάνω, τα δώρα όλα εις διπλούν, ήτοι: 2 μπλουζάκια Ομπάμα να έχετε να συναλλάζετε, 2 σειρές απάντων, να δώκετε και σε φίλο σας, κ.ο.κ.

ΚΑΙ ΜΗΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΑΠΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΚΑΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ, ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΤΣΑΪΝΑ, ΣΚΑΝΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΜΟΛΙΣ ΤΑ ΞΕΦΥΛΛΙΣΕΤΕ, ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΑΤΜΟΣΙΔΕΡΑ! ΑΝ ΔΕ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΣΕ ΛΗΜΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΣΤΑΘΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΒΡΟΜΑΝΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΦΑΓΟΥΡΟΣΚΟΝΗ.

ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΉ

buzz it!

4/11/08

γκραν γκινιόλ



εδώ και λίγους μήνες ο Δήμος Πανοράματος Θεσσαλονίκης έδωσε σ' έναν απόμερο δρόμο του το όνομα του Τάσου Χριστίδη

για δεύτερη φορά μέσα στους λίγους αυτούς μήνες η ταμπέλα με το όνομα του Τάσου Χριστίδη βρέθηκε καλυμμένη ολόκληρη με μαύρη μπογιά --και έτσι παραμένει πολύν καιρό τώρα

[να μπορούσε άραγε να βοηθήσει ο πατέρας του έθνους, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Κυριάκος Βελόπουλος, που έχει και γλωσσικές απόψεις και τυχαίνει να μένει στον ίδιο αυτό δρόμο!]

buzz it!

1/11/08

Μεταφραστής ή συγγραφέας; (α΄)

Τα Νέα, 1 Νοεμβρίου 2008

Σίγουρα ο μεταφραστής βάζει τη σφραγίδα του σε μια μετάφραση. Αλλά θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;


Ακόμα και με τις ομολογημένες αυθαιρεσίες της, η μετάφραση του σαιξπηρικού Μάκβεθ είναι εν πάση περιπτώσει Χειμωνάς: κέρδος έτσι κι αλλιώς (φωτογραφία από τον Μάκβεθ του Λιθουανού σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους, Ηρώδειο 2002)

το πλήρες κείμενο:

«Μεταφραστής ή συγγραφέας;» Μοιάζει άνευ αντικειμένου η ερώτηση αυτή, που δηλαδή τι ρωτάει: αν είναι άλλο ο συγγραφέας κι άλλο ο μεταφραστής; Ή μήπως θέλει να υποβάλει πως ο ένας, εννοείται ο μεταφραστής, δεν «πρέπει» να υποκαταστήσει τον άλλον, τον συγγραφέα; Προφανή, μάλλον αυτονόητα, και τότε κοινότοπα πράγματα. Ή μήπως όχι;

Με τέτοιες σκέψεις ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της κ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, διευθύντριας του περιοδικού Μετάφραση, που διοργάνωσε μαζί με το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου μια ημερίδα μετάφρασης, την πρώτη για το Κέντρο, το οποίο και μας φιλοξένησε παραπάνω από γενναιόδωρα. Έτσι, βρεθήκαμε στη Ρόδο στις 11/10, σε μια βραδιά που άνοιξε με την ανάγνωση του Γ της Ιλιάδας σε ανέκδοτη μετάφραση από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος, μετά την Οδύσσεια, ζευγαρώνει τον μεταφραστικό του άθλο με την Ιλιάδα. Ακολούθησαν εισηγήσεις, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, του Μίλτου Φραγκόπουλου, της Γεωργίας Ζακοπούλου και του υπογραφομένου.

Θέμα μου, η καταστατική υποχρέωση, η προγραμματική συνθήκη του μεταφραστή να υποχωρεί, να εξαφανίζεται πίσω από το ξένο κείμενο. Και τώρα ο απολύτως στοιχειώδης τίτλος μου: «Μεταφραστής ή συγγραφέας;» υπαινίσσεται ότι αυτό το αυτονόητο δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Άρα επιμένει ότι, στην πράξη της μετάφρασης, ή μεταφραστής θα ’ναι κανείς ή συγγραφέας. Πως δεν καβαλάει δηλαδή ο μεταφραστής το ξένο κείμενο· το κουβαλάει!

Πρέπει έτσι να οριστεί, έμμεσα έστω, η μεταφραστική ηθική, αυτή που πρέπει να καθορίζει τη στάση μας απέναντι στο ξένο κείμενο, την απόσταση που πρέπει να κρατήσουμε από αυτό την ίδια στιγμή που καλούμαστε να το προσεταιριστούμε.

Είναι δηλαδή ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη μετάφραση, που ωστόσο πολύ συχνά παραμερίζεται, καταστρατηγείται. Γιατί πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση ρόλων, ή φιλοδοξιών, καθώς στο χώρο της γραφής κινούνται και οι δύο, συγγραφέας και μεταφραστής, χώρια ότι συχνά ένας συγγραφέας είναι και μεταφραστής. Έχουμε έτσι, στην πράξη, δύο συγγενείς τομείς, μετάφραση και συγγραφή, αλλά με συστατικές οπωσδήποτε διαφορές.

Το κρίσιμο τώρα σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά -–με άλλον έστω τρόπο–- σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του, να μη νιώθει, ας πούμε, φτωχός συγγενής σε μια γωνιά στη σάλα των γραμμάτων, διαφορετικά δεν θα αποφύγει ίσως να λειτουργήσει σαν συγγραφέας manqué, ένας συγγραφέας-που-δεν-μπόρεσε-να-γίνει-συγγραφέας. Με τον προφανή πλέον κίνδυνο να ανταγωνίζεται -–όχι συναγωνίζεται: ανταγωνίζεται–- τον ξένο συγγραφέα…

Γιατί, τι στο καλό. Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση πως ο μεταφραστής είναι δημιουργός. Όμως, την ώρα της μετάφρασης, στην πράξη της μετάφρασης, δεν είναι συγγραφέας, δεν είναι αυτός ο συγγραφέας. Δημιουργός, αλλά όχι, έστω όχι ακριβώς συγγραφέας. Τώρα είναι ο εισηγητής του ξένου συγγραφέα, ο ξενιστής, ο οικοδεσπότης του, ο ατζέντης του στην ξένη χώρα, ο φίλος και μαζί κηδεμόνας-προστάτης του. Ακόμα περισσότερο: ο μεταφραστής είναι το πρόσωπο του ξένου συγγραφέα στη χώρα υποδοχής, ο εκπρόσωπός του, ο αντ’ αυτού, θα έλεγα. Και το κυριότερο: έχει εξουσία τεράστια πάνω στον ξένο συγγραφέα, αφού μπορεί εξίσου καλά να τον αναδείξει αλλά και να τον καταστρέψει, εξουσία που όρια έχει μόνο την ηθική λοιπόν του μεταφραστή, άντε τη μεταφραστική ηθική.

Μπορεί έτσι να οριστεί το πρόβλημα, αν όντως υπάρχει. Κι αυτό δεν είναι τόσο η υποκατάσταση του ξένου συγγραφέα (κάτι όχι πολύ μακριά από τον καθαυτό ρόλο του μεταφραστή, όπως τον περιέγραψα ο ίδιος στο κάτω κάτω) όσο η απαλλοτρίωση του ξένου συγγραφέα, δηλαδή του έργου του. Αναφέρομαι στην περίπτωση που ο μεταφραστής καβαλάει το ξένο κείμενο, του επιβάλλει τη δική του περπατησιά, το ύφος εν προκειμένω.

Αλλά τότε τι κάνει ο μεταφραστής, αν δεν «βάλει τον εαυτό του», όπως λέμε, αν δεν εμφυσήσει στο ξένο έργο τη δική του πνοή; Αφού η μετάφραση σίγουρα δεν γίνεται με μάσκα στο πρόσωπο, με γάντια και με αποστειρωμένα χειρουργικά εργαλεία. Ή αλλιώς, πώς να μη βάλει ο μεταφραστής τη δική του σφραγίδα;

Αλλά τι λογής θα ’ναι αυτή η σφραγίδα; Και πάλι: θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;

Δεν έχουν εύκολη και μονολεκτική ή μονοσήμαντη απάντηση τα ερωτήματα αυτά. Που ανακυκλώνονται, ευλόγως πεισματικά, ξεροκέφαλα: Πώς θα ’ναι δηλαδή καλή μια μετάφραση, χωρίς την προσωπικότητα του μεταφραστή, χωρίς να μοιάζει ότι βγήκε από αυτόματο μεταφραστή;

Ποια είναι τέλος πάντων η καλή μετάφραση; Θα έλεγα καταρχήν πως είναι η μετάφραση που δεν φαίνεται, που δεν χτυπάει στο μάτι. Μοιάζει απολύτως φυσική, αυτονόητη. Εδώ αναφέρομαι σε κάτι που μου έμαθε ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης για το βιβλίο, για την επιμέλεια του βιβλίου, μάστορας αυτός του είδους, κάτι που μ’ αρέσει να το μεταφέρω στη μετάφραση: καλό είναι το βιβλίο, έλεγε, που δεν δείχνει τον κόπο που υπάρχει από πίσω, που μοιάζει σαν κάτι απολύτως φυσικό και απλό, που θα μπορούσε, που μοιάζει πως θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας, ή πως δεν μπορεί παρά έτσι και μόνο να είχε γίνει.

Καλή λοιπόν είναι η μετάφραση που δεν κομπάζει, που δεν διαλαλεί τον μόχθο της. Αυτά ως προς το αποτέλεσμα. Ως προς τη διαδικασία, καλή θα είναι η μετάφραση που ακούει το ξένο κείμενο, που το παρακολουθεί. Και αυτό αρκεί για να μεγαλουργήσει ο μεταφραστής. Γιατί, άμα ακούς το ξένο κείμενο, αυτό θα σε οδηγήσει από μόνο του.

Πιο συγκεκριμένα τώρα. Ξεκινάς να μεταφράσεις. Γνωρίζεις, εννοείται, την ξένη γλώσσα, γνωρίζεις ή μαθαίνεις τον συγγραφέα, το έργο του εννοώ, μακάρι και τον ίδιο, αλλά δεν φτάνουν αυτά, είναι λιγότερο κι απ’ τα μισά. Γνωρίζεις λοιπόν προπάντων τη γλώσσα τη δική σου. Άλλο όμως -–παρένθεση εδώ–- γνωρίζω, ακόμα και τέλεια, τη γλώσσα, μακάρι και σε όλες της τις φάσεις και σε όλα τα επίπεδα, κι άλλο έχω αίσθηση της γλώσσας, γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο ή όπως αλλιώς το πούμε, που σημαίνει: τι, πού, πότε και πώς χρησιμοποιώ, οτιδήποτε, από όλο τον πλούτο που ενδεχομένως ή και σίγουρα κατέχω.

Αλλά αυτό είναι ολόκληρο θέμα από μόνο του, όπως και το σχετικό με αυτά που συζητούμε σήμερα, πως δηλαδή η μετάφραση μετριέται στη γλώσσα σου και με τη γλώσσα σου, κι όχι απ’ το αν ξέρεις απέξω κι ανακατωτά το ξένο έργο και τον συγγραφέα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα το θέμα αυτό. Ξεκινάς, λέω, με τα απαραίτητα εφόδια: ξένη γλώσσα· τη δική σου γλώσσα· εποπτεία του ξένου έργου. Και τι κάνεις; Ή τι δεν κάνεις; Τι δεν πρέπει να κάνεις;

Δεν κάνεις ίσως κάτι που μπορεί από μια άποψη να κάνει ένας μείζων λ.χ. συγγραφέας όταν μεταφράζει, νά, ένας συγγραφέας που σφράγισε με πολύ ειδικό τρόπο την ελληνική νεοτερική πεζογραφία του περασμένου αιώνα, του 20ού εννοώ:

«Δεν με ενδιαφέρει αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ. Αντιμετωπίζω πάντα μπροστά μου ένα ξένο κείμενο» έλεγε το 1997 ο Γιώργος Χειμωνάς, όταν παρουσίαζε την έκδοση με τον Μάκβεθ του, τη μετάφρασή του ή μάλλον τη δική του ματιά στο έργο του Σαίξπηρ (Τα Νέα 29.1.1997). Μια μετάφραση με κάποιες «αυθαιρεσίες», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, αφού «ο μεταφραστής πρέπει να στήνει ένα ομόλογο κείμενο απέναντι στο πρωτότυπο». Και για να δώσει ένα παράδειγμα, διαβάζουμε στην εφημερίδα, τόνισε την έκταση που έδωσε στο ρόλο των μαγισσών --πως δηλαδή πρόσθεσε κείμενο στο μέρος των μαγισσών.

Ανάλογα, πρόσθεσε μια φράση, έβαλε μια δική του φράση στο στόμα της λαίδης Μάκβεθ, στην περίφημη σκηνή της υπνοβασίας, «βασιζόμενος σε ιστορικά κατατεθειμένα στοιχεία που ανέσυρε για να εξηγήσει τη στάση της». Γιατί; «Γιατί δεν ανέχομαι» είπε «να κολληθεί η ετικέτα της τρέλας στη λαίδη Μάκβεθ. Αλίμονο αν τη θεωρήσουμε μια ψυχιατρική περίπτωση

Αν όχι Σαίξπηρ λοιπόν, αν όχι ακριβώς Σαίξπηρ, πάντως Χειμωνάς. Από αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να μας είχε δώσει κι άλλες μεταφράσεις ο Χειμωνάς, με τόσες ή και περισσότερες αυθαιρεσίες, μεταφράσεις-προσωπικές αναγνώσεις, εννοείται πια. Πολύτιμες, σαν μια άλλη πτυχή της δημιουργίας ενός μεγάλου συγγραφέα.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

23/10/08

στις επάλξεις [13], ή Κι από πούθε κατεβαίνει, η Καλλίστη η παινεμένη

Πόπο, τόσον καιρό κάνει τα πάντα για να την προσέξουμε, το τι φρουφρού κι αρώματα, περισπωμένες δηλαδή και υπογεγραμμένες και δασείες και κορωνίδες και δασυνόμενα ρο, κι ελληνικούρες κι αγραμματοσύνες, με το φρυδάκι όμως ψηλά και το δαχτυλάκι σηκωμένο (ποιον μας θυμίζει, αχ, και μας μαραίνει ο πόνος!), το τι φρουφρού κι αρώματα λοιπόν, κάτι σαν τα αρώματα που παστώνονταν παλιά οι Φράγκοι για να καλύψουνε την μπόχα από την απλυσιά, και με τα τακούνια της μαμάς, όλο νάζι και πόζες στον καθρέφτη, κι εμείς, χαμπάρι!

Πέρα από μια αναφορά σε άρθρο για την ιδεολογία του χαβαλέ και τον θεμαναστασιαδισμό,* σαν να την ξεχάσαμε την Καλλίστη ντε λα Γραμμάτικα, που έγινε πιο σεμνή στο μεταξύ, σκέτα Καλλίστη, την ορθοτομούσα τον λόγον της αρχαιογλωσσικής αληθείας από την περίλαμπρη εφημερίδα Πρώτο θέμα.

Ιδού τώρα ψήγματα της πιο πρόσφατης σοφίας της:

Η ελληνική γλώσσα, αναγνώστη, είναι όμορφη, πλούσια και ακριβής. Για να μην κουράζεσαι, λοιπόν, λέγοντας «Πότε φτάνει το πλοίο στο λιμάνι;» και «Πότε φεύγει το πλοίο από το λιμάνι;», μπορείς απλά να ρωτήσεις «Πότε ελλιμενίζεται το πλοίο;» και «Τι ώρα είναι ο απόπλους;» (5.10.08)

Και ένας από τους 5 λόγους για τους οποίους πρέπει να γράφει κανείς με πολυτονικό:

Για νοητική ενδυνάμωση. Διότι, πολύ απλά, όποιος γράφει σε πολυτονικό κάνει σε κλάσματα του δευτερολέπτου περισσότερους και πιο σύνθετους γλωσσικούς συσχετισμούς. Δεν είναι υπερβολή, είναι φυσικός νόμος. (21.9.08)

Τσέγκο, κουνήσου, σου τρώνε το ψωμί σου!


* Μ’ είχε κατατροπώσει τότε, οφείλω να ομολογήσω, γεμάτος καταισχύνη…

buzz it!

19/10/08

"Λυπάμαι, κοπήκατε!" ή Οι "πανελλαδικές" των μεταναστών

[αναπτυγμένη μορφή του κειμένου που είχε αναρτηθεί αρχικά εδώ δημοσιεύτηκε στα Νέα, 29/11/08· σ' αυτή πλέον τη μορφή αναδημοσιεύεται εδώ]

buzz it!

18/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (β΄)

συντομευμένη μορφή στα Νέα, 18 Οκτωβρίου 2008

Λέμε βεβαίως «η οδός Ερμού»· αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη


Αν αποφασίσουμε να μιλάμε ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα, ας μιλάμε καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και κυρίως γιατί τη θέλουμε

το πλήρες κείμενο…

Με τύπους όπως «του πολυπραγμονήσαντος» και «εσχηκότες» και «επιλαγχάνουν», τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε; Αλλά, ακόμα και έτσι, έχει αυτό κάποια ιδιαίτερη σημασία για τη γλώσσα την ίδια;

Κάπως έτσι τέλειωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα, συνοψίζοντας πράγματα που τα είπαμε πολλές φορές, μα είμαστε αναγκασμένοι κάθε τόσο να τα ξαναλέμε.

Μεμονωμένα κρούσματα, θα πείτε, θέμα ύφους στο κάτω κάτω, κι όπως κι αν το χαρακτηρίσει κανείς το ύφος αυτό, υπάρχει πάντοτε μια υπογραφή, και κανέναν κανόνα ή καμία πλειονότητα δεν αντιπροσωπεύει. Μόνο που άντλησα και πάλι από συγγραφείς ή δημοσιογράφους που κανένας τους δεν αυτοχαρακτηρίζεται λ.χ. καθαρευουσιάνος, και από έγκυρα επίσης και προοδευτικά έντυπα.

Επιπλέον, η σχέση ανάμεσα σε παλαιότερες εποχές παγκυριαρχίας της καθαρεύουσας με τη σημερινή κάνει ακόμα πιο κραυγαλέες, νομίζω, τέτοιου τύπου υφολογικές ακροβασίες και κατασκευές.

Αλλά, αφού έφτασα στην αντιπαράθεση παλαιότερων εποχών με τη σημερινή, τι σημαίνει τάχα πια καθαρευουσιάνος και δημοτικιστής; Τότε να δούμε τι σήμαινε κάποτε αυτό, για τη στάση απέναντι στη γλώσσα εντέλει –κι ας τα αφήσουμε έστω τα όποια, σημαντικότατα πάντως, ιδεολογικά. Διαλέγω, όχι τυχαία ούτε αυθαίρετα, μια περίοδο που εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 –και λίγο πιο πριν– ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70 –και λίγο μετά. Όπου έχουμε: τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανδρέου-Παπανούτσου-Ακρίτα,* με τη διδασκαλία της δημοτικής, αλλά και με την καθαρεύουσα να διατηρεί όλα σχεδόν τα κεκτημένα της στον δημόσιο βίο· τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67, που σημαίνει το βίαιο τέλος της σύντομης εκπαιδευτικής άνοιξης· υπερενίσχυση της καθαρεύουσας, στροφή από την απλή καθαρεύουσα στην αρχαΐζουσα, με ευτυχές αποτέλεσμα τη γελοιογράφησή της στον λόγο των δικτατόρων· πτώση της δικτατορίας και πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπου και εύλογα παρατηρείται ένας βεβιασμένος εκδημοτικισμός· μεταρρύθμιση Ράλλη το 1976, με επίσημη αναγνώριση και καθιέρωση της δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή.

Δεν είναι και τόσο μακρινή η περίοδος αυτή, έτσι όπως την όρισα, πολλοί έχουμε άμεση εμπειρία της, μπορούμε έτσι εύκολα να προσδιορίσουμε τις τομές και τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες πάντως εποχές: (α) εποχή «διγλωσσίας» η μια, τέλη του ’60 με αρχές του ’70, με παράλληλη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, υποχρεωτική η μεν, απαγορευμένη η δε, και πάντως αποκλεισμένη από τον δημόσιο βίο, (β) εποχή με επίσημα αναγνωρισμένη τη δημοτική/νεοελληνική η άλλη, η σημερινή εποχή.

Εκείνη λοιπόν τη διόλου μακρινή εποχή, όταν ήταν σαφής η διάκριση των στρατοπέδων καθαρεύουσας-δημοτικής, ο τότε δημοτικιστής δεν θεωρούσε άλυτα ή εκκρεμή πλείστα όσα ζητήματα εμφανίζονται ξάφνου τώρα σαν καινούρια, σαν καινούριος δηλαδή προβληματισμός, ή θεωρούνται ακόμη ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο επανα(δια)πραγμάτευσης. Κανένας (δημοτικιστής) δεν θα έγραφε τότε ότι «στα αυτιά μου ήρχοντο οι σειρήνες ασθενοφόρου», δεν υπήρχε πουθενά, όπως έχω ξαναπεί, αύλειος χώρος, κανένας δεν θα χρησιμοποιούσε το ρήμα λαμβάνω σε κάποια από τις πάμπολλες, καθημερινές χρήσεις που επισήμανα εδώ, ήταν αυτονόητο πως δεν έχουν θέση στη δημοτική τα αφικνούμαι και αναγιγνώσκω, ή και τα εξέρχομαι και εισέρχομαι, σε καθημερινές επαναλαμβάνω χρήσεις: ήταν λυμένα αυτά τα θέματα, παρά την ισχυρότατη επίδραση τής –νόμω επιβεβλημένης– καθαρεύουσας. Δεν υπήρχαν οι γενικές σε -ιδος και -εως, δεν έθαλλαν όχι τα ηρνείτο και συνεπήγετο αλλά ούτε τα (πιο δικαιολογημένα, προκειμένου για τα ασυμμόρφωτα ρήματα σε -ούμαι) «χρησιμοποιείτο» κ.τ.ό.

Από αυτή λοιπόν την άποψη έχουμε σαφή οπισθοχώρηση, που χαρακτηρίζεται από αναβίωση πλήθους λόγιων στοιχείων και χρήσεων –από το συντακτικό μάλιστα επίπεδο και το λεξιλογικό, έως το καθαρά ορθογραφικό, το ουσιαστικά έσχατο και παραταύτα προνομιακό πεδίο στο οποίο διαλάμπει ανέκαθεν η γλωσσική συντήρηση. Δεν πρόκειται δηλαδή για τα πλήθος λόγια στοιχεία που διατήρησε η γλώσσα στην πορεία της, αλλά για επανεισαγωγή προ πολλού αδρανών και νεκρών τύπων.

Αναβίωση είναι δηλαδή, για να επιστρέψω στο εμβληματικό σημείο εκκίνησης, η γενική σε -ούς, «της Σαπφούς», ουσιαστικά έχουμε επανεμφάνιση τύπου της αρχαίας που είχε περιπέσει σε αχρηστία, μολονότι ακούω ήδη την ένσταση ότι, πώς, αλίμονο, αφού δίπλα μας είναι η οδός Σαπφούς, παραδίπλα η οδός Ηούς, η Λητούς κτλ. Είναι όμως και η οδός Σοφοκλέους, κι ωστόσο κανένας δεν αναφέρθηκε στις λαμπρές επιδόσεις του μπασκετμπολίστα «Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη (όπως σημείωνα στη λεζάντα της φωτογραφίας της προηγούμενης επιφυλλίδας)· είναι και η οδός Ερμού, αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη, ή, κατ’ αναλογία πια προς το Σαπφώ / Γωγώ, κανείς ποτέ δεν έκανε τον Διαμαντή στη γενική: «του Διαμαντού» ή τον Παναγή - «του Παναγού»! Ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ζει γύρω απ’ την οδό Αριστοτέλους, κανείς όμως δεν είπε: του «Αριστοτέλους» Νικολαΐδη π.χ., ή μάλλον «Νικολαΐδου», κι ας ήταν απ’ τους ιδρυτές του περιβόητου Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, ούτε, ήμαρτον Θεέ μου, είπε ποτέ κανείς «το μπριζολάδικο του Τέλους», προκειμένου για τον διάσημο Τέλη της Ευριπίδου, στην Κουμουνδούρου –τουλάχιστον όχι ακόμα.

Κάποτε δηλαδή τα απολιθώματα ήταν απολιθώματα, πολύτιμα στοιχεία και αυτά στη γλώσσα, «μη παραγωγικά» ωστόσο, αδρανή, χωρίς να επηρεάζουν παραπέρα το ζωντανό σώμα της γλώσσας (και χωρίς, προπάντων, να ακυρώνουν με τη χρήση αυτή ή να φρενάρουν την εξέλιξη της γλώσσας): αυτό άλλωστε δεν είναι το γλωσσικό αισθητήριο, η αίσθηση της γλώσσας;

Το ’70 λοιπόν δεν συζητούσε κανείς αν είναι δόκιμο ή τάχα μαλλιαρό π.χ. το εγκαταλειμμένος, αντί για εγκαταλελειμμένος, για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν ήδη εξοικειωμένοι με το εγκαταλειμμένος, και ούτε κατά διάνοια θα έγραφε κανείς τον τύπο πεπολιτισμένος! Δεν αναφερόταν κανένας στο ρόλο του Δικαιοπόλιδος, και ακόμα περισσότερο δεν θα χρησιμοποιούσε τις γενικές Αλκήστιδος και Πάριδος, και μάλιστα για σύγχρονα πρόσωπα. Τέλη του ’60 με αρχές του ’70 (πάντα ενδεικτικά), ο έφηβος κιόλας, ο μαθητής, μ’ όλη την καθαρεύουσα την οποία διδασκόταν στο σχολείο αλλά και η οποία τον περιέβαλλε γενικότερα, διέκρινε σαφώς τις δύο γλωσσικές μορφές, κι έτσι, στη δημοτική, δεν το ’χε «παραλάβει» το λαμβάνω, αντίθετα με τα σημερινά παιδιά, που εύλογα το εντάσσουν στον πιο καθημερινό τους λόγο: «μπορώ να το λαμβάνω όπως θέλω», όπως σημείωνα εδώ.

Τώρα ο καθαρισμός, σε όλη του τη μικρόλογη σχολαστικότητα, ξαναπιάνει ακόμα και τη συζήτηση για ευγενή και μη ευγενή συμφωνικά συμπλέγματα, μιλάει για φθήνια αντί για φτήνια, κι όταν αρχίζει εκπομπή τηλεοπτική που λέγεται «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», και φτάνει στις εφημερίδες το δελτίο τύπου, βρίσκεται δημοσιογράφος, διορθωτής, δεν ξέρω, που ευπρεπίζει το «επίσημο» όνομα, στο κάτω κάτω, και το κάνει «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου», και όταν γράφει ο Κριαράς στα Νέα «να διδαχτούν τα αρχαία ως ξένη γλώσσα», τον διορθώνουν: «να διδαχθούν». Ώστε μαζί και με τις άλλες διορθώσεις και επιταγές, για την αποκλειστική χρήση συγκεκριμένων λόγιων ή αρχαϊκών τύπων, μπορούμε να μιλούμε για βίαιο εντέλει εξαρχαϊσμό.

Έτσι διαμορφώνεται ένας ευπρεπισμένος λόγος, αδιανόητος –επιμένω στην οπτική γωνία μου– λίγες δεκαετίες πριν, όπου κανένας, προσθέτω λίγα ακόμα, δεν θα σκεφτόταν καν να γράψει για «αναζήσασα όπερα», κανένας δεν θα τόνιζε «του ντελιρίου» ή «του χαμογέλου», δεν θα ’λεγε πως «εισερχόμαστε στην αποψινή μετάδοση», ή «η εκκίνηση του δείπνου» και «η επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας», δεν θα μιλούσε για «φορτηγάκι έμφορτο με πορτοκάλια», για τα «ύδατα που υπερχείλισαν» και τις «υπέρχειλες πιστωτικές κάρτες», ή για την «απεργία που εκσπά».

Ξαναδιαβάζω αυτά τα εξωφρενικά που αντιγράφω τώρα εδώ και σκέφτομαι ότι δεν έχουμε ξεκολλήσει από συζητήσεις του ’70, του ’50, του ’30, των αρχών του (περασμένου) αιώνα. Ας το δούμε τότε αυτό και σαν παρήγορο σημάδι, ότι όλο με μπρος και πίσω προχωράει η γλώσσα, και σίγουρα τραβάει το δρόμο τον δικό της. Ας ξέρουμε όμως ανά πάσα στιγμή, όσον αφορά έστω τα καθ’ ημάς, την εποχή μας, ποιο είναι το μπρος, ποιο και πότε είναι το πίσω.

* * *

Αλλά εδώ ο λόγος των λαλίστατων κάποτε γλωσσονόμων είναι ανύπαρκτος. Επιδεικτική, θαρρείς, σιγή είναι η απάντηση στη νέα στροφή της γλώσσας. Για να το πω αλλιώς, και μια και αναφερθήκαμε στις τελευταίες δεκαετίες: αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανθεί ο διορθωτικός λόγος που στηλιτεύει τις «δημοτικιστικές ακρότητες», σε εποχή στο κάτω κάτω γλωσσικής απελευθέρωσης, κι ενώ, αν μη τι άλλο, κανείς δεν έχει διδαχτεί ώς τότε συστηματικά τη δημοτική. Ατέλειωτες ιερεμιάδες γράφονται για την αποκοπή του τελικού -ν, για τον «πουπουισμό», την αλυσιδωτή χρήση τού που, και τη «σανίτιδα», την κατάχρηση, λέει, τού σαν, και πλείστα όσα. Είναι η εποχή του Μπαμπινιώτη, που τότε, πριν από τη σημερινή δηλαδή μεταστροφή του, στηλιτεύει τη γλώσσα των νέων, η εποχή του Γιανναρά με το «Finis Graeciae» του, που το περιφέρει έκτοτε από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα κι από βιβλίο σε βιβλίο, ή του Γιάννη Καλιόρη που κατακεραυνώνει τη «δογματοκομματοπαγή στρεβλή και βαρβαρόπλαστη δημοτική», είναι η γέννηση και η ακμή του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, η εποχή του ενορχηστρωμένου αγώνα για την απαξίωση των νέων ελληνικών.

Τώρα η σιωπή απέναντι στα καινούρια αλλά λογιόστροφα λάθη, συντακτικά και άλλα, είναι εκκωφαντική. Δεν χρειάζονται παραδείγματα, ένα μόνο, καθώς αναφέρθηκα στη «σανίτιδα» και όσα της έσουραν τότε: είδε ποτέ κανείς να σχολιαστεί με μία έστω λεξούλα η «αντισανίτιδα», η πλήρης δηλαδή επικράτηση τού ως, ακόμα και σε χρήσεις που δεν υπακούουν σε όποιους κανόνες επικαλούνταν τότε οι «αντισανιστές»;

Και βέβαια υπάρχουν εξηγήσεις γιατί δεν επισημαίνονται ποτέ τα λογιόστροφα λάθη, ακόμα και τα πιο κραυγαλέα. Καταρχήν, το λέω απερίφραστα, είναι η αγαλλίαση πολλών από τη στροφή αυτή καθαυτήν, αγαλλίαση που παραβλέπει, ανέχεται, για να μην πω και καλοδέχεται τέτοια και άλλα ακόμα λάθη. Παραπέρα, και πιο σοβαρά τώρα: το πλήθος των επαγρυπνούντων, λ.χ. των αποστράτων-επιστολογράφων της Καθημερινής, ακόμα και επιστήμονες ειδικοί, φιλόλογοι, απλούστατα αγνοούν πως δεν συντάσσεται ούτε και συντασσόταν ποτέ με γενική το διαφεύγω ή το μετέρχομαι και πως δεν γράφεται ούτε και γραφόταν ποτέ σαν δύο λέξεις το διό ήτο εξαπίνης, και ίσα ίσα σπεύδουν να ενστερνιστούν τέτοια λόγια μπιχλιμπίδια που νοστιμεύουνε τον γλωσσικό χυλό τους.

Ώστε, τουλάχιστον με τη σιωπηρή επιδοκιμασία πολλών, υπάρχουν σήμερα, εντονότερα προφανώς από ό,τι την περασμένη μόλις δεκαετία, αρχαϊστικές τάσεις, παιδιά της απαξίωσης της γλώσσας απ’ τη μια, της αναζήτησης μιας «επίσημης», κουστουμαρισμένης γλώσσας απ’ την άλλη.

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο

Υπάρχουν λοιπόν αρχαϊστικές τάσεις, ένας βίαιος ή όχι, πάντως εξαρχαϊσμός. Και τύποι λόγιοι ή και αρχαϊστικοί ευδοκιμούν σε όλο και ευρύτερα στρώματα, και κληροδοτούνται έτσι στις νεότερες γενιές σαν αυτονόητοι και μόνοι σωστοί.

Είτε σκέτα λόγιοι είτε, ακόμα χειρότερα, και λόγιοι και λανθασμένοι (σύμφωνα και με τους νόμους δηλαδή της αρχαίας), αυτή είναι για την ώρα η γλωσσική πραγματικότητα, χωρίς τίποτα να αποκλείει να είναι αυτή και αύριο, άγνωστο αν οριστικά ή οπωσδήποτε για μεγάλο διάστημα.

Αν όμως έτσι αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, και αφού από την άλλη λέμε –το λέει δηλαδή η ιστορία των γλωσσών και το λέει η ειδική επιστήμη, η γλωσσολογία– ότι το λάθος με τη χρήση απολανθάνεται και πια καθιερώνεται, προς τι όλος αυτός ο έλεγχος, ή και ο στιγματισμός, αυτών των φαινομένων.

Αν δηλαδή αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα να μιλάει ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα ή έστω ένα αρχαΐζον υβριδικό γλωσσικό ιδίωμα, ας μιλάει καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, να ξέρουμε ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και φυσικά γιατί τη θέλουμε.

Αλλά ώσπου να αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, θέση δική μας, αφού άλλωστε μέλη της γλωσσικής κοινότητας είμαστε και εμείς, δουλειά δική μας, για να μην πω τη λέξη χρέος, είναι να επισημαίνουμε πρώτα το όποιο και όσο λάθος, και έπειτα, κυρίως, την κινητήρια ιδεολογία της όποιας αλλαγής, τον κοινωνικό της λόγο.


* Η μεταρρύθμιση αυτή, μείζων σταθμός στην ιστορία του γλωσσικού, ο τελευταίος εξάλλου πριν από την ιστορική κατάληξη του 1976, όλως παραδόξως δεν μνημονεύεται καν στο οικείο κεφάλαιο («Γλωσσικό ζήτημα», σ. 24 κ.ε.) της εκτενούς εισαγωγής στο μεγάλο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη.

buzz it!

15/10/08

Ο Κούντερα καταδότης;

Δεν διανοούμαι ότι θα δικάσω εγώ τον Κούντερα, ακόμα κι αν είναι για να τον αθωώσω.

Δύο σχόλια μόνο:

1. το πρώτο αφορά την απουσία ιστορικής προοπτικής, ιστορικής ματιάς, από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε και διαβάζουμε την Ιστορία, συνολικά ή στα καθέκαστά της.

2. το δεύτερο αφορά το γνωστό κυνήγι μαγισσών, που «απομυθοποιεί» τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ (μα τάχα τι; ακυρώνει και το έργο τους;), και που, λόγω ακριβώς της έλλειψης ιστορικής προοπτικής, φτάνει να συναντά την ιστοριογραφία της κλειδαρότρυπας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ας μιλήσει όμως ο Κούντερα: Στις Προδομένες διαθήκες (Εστία, 1993), στο κεφάλαιο «Δρόμοι μέσα στην ομίχλη», ένα κεφάλαιο που εμένα με έχει βαθιά σημαδέψει, αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει ο Κούντερα (σ. 263-264):

«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.

»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στο δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει το δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί. Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»


Υστερόγραφο: Τι βλέπουμε ωστόσο εμείς, κοιτώντας πίσω, από απόσταση δεκαετιών; Πως είναι έτος 1950, ο «υπαρκτός» δεν έχει δείξει ακόμα το πρόσωπό του, δεν έχουμε εν πάση περιπτώσει μάθει ακόμα, στην προχρουτσοφική εποχή, τις θηριωδίες του, π.χ. τις «δίκες της Μόσχας». Στην Τσεχοσλοβακία οι κομμουνιστές είναι μόλις δύο χρόνια στην εξουσία. Ο Κούντερα είναι 21 χρονών, είναι ακόμα κομμουνιστής, και, αν αληθεύει η εν λόγω ιστορία, καταδίδει έναν πράκτορα των δυτικών.


δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 15 Οκτ. 2008

buzz it!

4/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (α΄)

Τα Νέα, 4 Οκτωβρίου 2008

Και βέβαια οδός Σαπφούς, αλλά όχι «της Σαπφούς», έλεος, Νοταρά! Οδός Σοφοκλέους, αλλά όχι οι επιδόσεις «του Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη! Οδός Αριστοτέλους, αλλά όχι το μπριζολάδικο, ήμαρτον, «του Τέλους» στην Ευριπίδου ("Ο Τέλης")!


«Η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ», έτσι, για να μην γκρινιάζουν μερικοί πως η «βροντερή απουσία του απαρεμφάτου στη νεοελληνική μάς έχει γεμίσει “να” και “να”»


Τα πεπολιτισμένα έργα του πολυπραγμονήσαντος επιλαγχάνουν ή λαγχάνουν· από την άλλη, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη εν ήματι χειμερίω, κρύβδην και απλέτως.

Και παίρνω όρκο, ω αναγνώστα, ότι καμία από τις ψηφίδες του (εκ)τυφλωτικού αυτού μωσαϊκού δεν προέρχεται από αρχαϊστή ή καθαρευουσιάνο, ή από κανένα ακροδεξιό έντυπο, κανάλι κτλ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είπα να μαζέψω όλες τις τελευταίες γλωσσικές επιφυλλίδες σ’ ένα βιβλιαράκι ακόμα, τα ίδια και τα ίδια δηλαδή, απέναντι όμως, δυστυχώς, στα ίδια, τα ολόιδια και ψυχαναγκαστικώς απαράλλαχτα. Με τα ίδια λοιπόν θα ήταν κι ο επίλογος που σκέφτηκα να γράψω, με κεντρικό άξονα το δίδυμο σχήμα που το μαρτύρησα από τον τίτλο κιόλας: αν δηλαδή υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις και αν αυτό σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για την ίδια τη γλώσσα.

Τρεις παραλλαγές σ’ ένα απελπιστικά γνωστό θέμα

1. Ένας φίλος μετέφρασε πρόσφατα ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που θα παιχτεί οσονούπω, κι εκεί γίνεται λόγος για τη Σαπφώ, οπότε εμφανίζεται συχνά η γενική: της Σαπφώς. «Της Σαπφούς» έλεγε συνέχεια μια νεαρή ηθοποιός, κατά τη συζήτηση μετά την ανάγνωση του έργου. «Επ, της Σαπφώς» την επανέφερε στην τάξη ο μεταφραστής, ξανά «της Σαπφούς» εκείνη, την επόμενη φορά. Και προσοχή: δεν είχε τίποτα γλωσσικές ανησυχίες ή εμμονές η ίδια, ώστε να θέλει να αποκαταστήσει τον «ορθό» αρχαϊκό τύπο, ή, πολύ περισσότερο, να διορθώσει τον μεταφραστή, με τον οποίο άλλωστε γνωρίζονταν από πριν και συμπαθιόνταν. Απλώς, όσο κι αν έβλεπε γραμμένο: της Σαπφώς, στον λόγο τον δικό της εκφωνούσε ενστικτωδώς τον τύπο που αποτελούσε ήδη κτήμα της.

2. Κοντά δέκα χρόνια τώρα πίσω, τον πρώτο καιρό της συνεργασίας μου με την εφημερίδα, που άρχισε ακριβώς με κείμενο για τη γενική «Σαπφούς», μια καλή μου φίλη, όχι και τόσο πολύ νεαρή αυτή, μου ζήτησε τον αριθμό του κινητού μιας άλλης φίλης, με την οποία περνούσαμε τότε μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές: «Έχεις το κινητό της Λητούς;» μου είπε. «Κι εσύ, Βρούτε;» έκανα εμβρόντητος, καθώς μάλιστα κι αυτή διόλου δεν σκότιζε το -–πανέμορφο–- κεφάλι της με τα γλωσσικά. «Μα έτσι δεν είναι το σωστό;» με ρώτησε αθώα, για το όνομα, ξαναλέω, μιας φίλης που άπειρες φορές ώς τότε το είχε χρησιμοποιήσει στη «μαλλιαρή», θου Κύριε, εκδοχή του, «της Λητώς» δηλαδή.

3. Και πάνε επίσης αρκετά χρόνια που άλλη Λητώ, κόρη παλιάς φίλης, κοτζάμ κοπέλα πάντως, καβατζαρισμένα τα είκοσι, ζήτησε ξαφνικά, έπειτα από εικοσιτόσα χρόνια δηλαδή, να λένε το όνομά της στη γενική: «της Λητούς».

Και περίσσευμα στο 1: στο ιλουστρασιόν διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρείας που είναι παραγωγός, μεταξύ άλλων, και της θεατρικής παράστασης για την οποία έγινε η μετάφραση που λέγαμε, δημοσιεύεται ένα σχετικό κειμενάκι: δύο φορές υπήρχε ο τύπος: της Σαπφώς, και τις δύο φορές διορθώθηκε σε «Σαπφούς». Έτσι είναι το σωστό, είπε η φιλόλογος διορθώτρια.

Σημαδιακό, είπα, καθώς το περιστατικό με την ανάγνωση της θεατρικής μετάφρασης συνέβη ακριβώς την εποχή που σκεφτόμουν τον κεντρικό άξονα του επιλόγου, όπως τον όρισα πιο πάνω.

Ποιο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από το «Σαπφώ-Σαπφούς» δηλαδή, όπου κάποια στιγμή (επειδή στιγμή είναι στην ιστορία της γλώσσας τα δέκα-δεκαπέντε χρόνια που μετρά η συγκεκριμένη μόδα), θαρρείς μ’ ένα κλικ, με το γύρισμα ενός διακόπτη, εξαπλώνεται αστραπιαία ένας τύπος που μόνο σαν απολίθωμα υπήρχε ώς τότε. Και τότε, ξαφνικά, έπιασαν οι ενήλικοι να διορθώνουν τον εαυτό τους, θεωρώντας λαθεμένο τον τύπο που χρησιμοποιούσαν μόλις την προηγουμένη (και ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., όπως μας λέει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις), δηλαδή θεωρούν «μαλλιαριστή» αίφνης, ποιον, τον Ελύτη, που έγραφε «της Σαπφώς», και πλέον (α) διορθώνουν αναδρομικά όλους τους σχετικούς τύπους, ακόμα και σε δημοτικά τραγούδια λ.χ., ενώ (β) επεκτείνουν τη χρήση αυτή και φοράνε τον αρχαίο τύπο ακόμα και σε κοινά και λαϊκά ονόματα, όπως Αργυρώ, Γωγώ κ.ά. Εύλογα πια οι νεότεροι κληρονομούν σαν μόνο σωστό τον αρχαϊκό τύπο.

Αν όμως αυτή η πλευρά, η αποδοχή από τους νεοτέρους των οσοδήποτε ακραίων γλωσσικών τύπων τούς κληροδοτούνται, είναι, όπως είπα, εύλογη ή αναπόφευκτη, αλλιώς ονομάζεται η απόρριψη τύπων της καθημερινής, νεοελληνικής γλώσσας από εμάς, τους μεγαλυτέρους, και η καταφυγή σε παλαιότερους, συχνά αρχαίους τύπους, γενικότερα η αναζήτηση μιας όλο και πιο λόγιας γλώσσας.

Ώστε υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;

Απέδωσαν δηλαδή καρπούς, και τόσο πλούσιους, οι αγώνες για την απαξίωση και την υπονόμευση της νεοελληνικής από δηλωμένους ή κυρίως κρυφούς εχθρούς της, ή από τους απαράλλαχτους ανά τους αιώνες θρηνωδούς για το μαρασμό κτλ. της γλώσσας; Απέδωσε τόσο πλούσιους καρπούς η αφομοίωση από τους χρήστες αυτού του κατεδαφιστικού λόγου, η εσωτερίκευση της υποτίμησης της νεοελληνικής γλώσσας, που τους κάνει να στρέφονται όλο και περισσότερο προς τα πίσω, στην ασφάλεια της μόνης αποδεκτής λοιπόν γλώσσας, της αρχαίας; Προφανώς, ώς έναν μεγάλο βαθμό.

Ώς έναν άλλο, επίσης μεγάλο βαθμό, το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί, όπως είπαμε συχνά, στην αναζήτηση μιας νέας καθαρεύουσας, μιας επισημότερης γλώσσας –αλλά όχι μόνο, και έχει σημασία αυτό, για επισημότερες περιστάσεις.

Αυτό όμως το θέμα, η αναζήτηση επίσημου ύφους, έχει να κάνει με τον μέσο χρήστη. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τους επιστήμονες, γλωσσολόγους, φιλολόγους και διανοουμένους, τους επαγγελματίες του λόγου, της γραφής κτλ., τους διαβασμένους και ξεσκολισμένους, δεν ισχύει ο όρος «αναζήτηση»: δεν αναζητούν αυτοί· αυτοί, και πάντως οι περισσότεροι, ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν και πού να το βρουν, και προπαντός πώς λέγεται αυτό. Αν λέγεται τώρα ξάφνου «ευρύχωρη δημοτική» ή «γλώσσα μία, ενιαία και συνεχής» ή όπως αλλιώς, ανεξάρτητα λοιπόν από την όποια ονομασία, το φαινόμενο είναι εξαρχαϊσμός, παναπεί γλωσσική συντήρηση και οπισθοδρόμηση –εμπρόθετη βεβαίως, σε επιτελικό επίπεδο.

Τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Στο μεταξύ ποια είναι η πραμάτεια μας; Πέρα από την εμβληματική αλλαγή ακόμα και της Γωγώς σε «Γωγούς», είδαμε την επιστροφή αρχαϊκών καταλήξεων: του Πάριδος, του Έκτορος και της Αλκήστιδος· την επιστροφή αρχαϊστικών ρηματικών τύπων: ηρνείτο, συνεπήγετο, ακόμα και την επιστροφή της άτονης αύξησης σε κοινότατα ρήματα: απεφάσισε, διεπίστωσε κτλ.· γενικότερα την επιστροφή λόγιων ρημάτων, όπως αναγιγνώσκω, αφικνούμαι, εξέρχομαι κτλ., και μάλιστα τη χρήση τους ακόμα και σε καθημερινές εκφράσεις, όπως «η ταινία εξέρχεται στους κινηματογράφους», «οι γυναίκες εξάγουν κραυγές» κτλ.· την πληθωρική, άτοπη και συχνότατα λαθεμένη χρήση της γενικής, ιδίως στον πληθυντικό: «των καταρών» και «των σουπών», ή μαζί με ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι: «αποποιούμαι των ευθυνών», «διέφυγε της προσοχής»· και όλο και ξεπετιούνται κάτι αύλειοι χώροι, ανύπαρκτοι ακόμα και στην καθαρεύουσα, όμβροι κτλ.

Γενικότερα «καλλωπίζεται» η γλώσσα, ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος: το λόγιο επιτέλους αποκομίζω γίνεται ξαφνικά κομίζω, που ως γνωστόν σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα» (κι όχι πως είναι καλύτερη ακόμα και η σωστή χρήση τού κομίζω: «από το ταξίδι της» διαβάζω «κόμισε ένα κολιέ»!)· αλλά προπάντων γίνεται, έγινε, η νοσταλγία: νόστος, που όμως νόστος σημαίνει επιστροφή –-διστάζω να πω τώρα «ως γνωστόν», γιατί είναι εντυπωσιακή η χρήση του νόστου με την έννοια της νοσταλγίας, ακόμα και από δόκιμους γραφιάδες, πολλούς, τι ειρωνεία, από τη χορεία των θρηνωδών που είπαμε πιο πάνω.

Από τα απλά, αλλά και γι’ αυτό παντελώς ανεξήγητα: του γεωμέτρου Μέτωνος, την πυρκαϊά, επιβεβλημένη μάλιστα σ’ ολόκληρη εφημερίδα, ώς τα -–διόλου ειρωνικά, και πάλι παίρνω όρκο–- πώποτε, οψέποτε, αρχολίπαρα, ισχνέγχυλα, ο νήδυμος της Αριστεράς, οι αγγλοσαξονική παιδεία εσχηκότες, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη και ανήχθη σε δημιουργία, τα όσα εκτυλίσσονται κρύβδην και απλέτως, η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ, και ώς το τετρωμένο και πεπληγμένο κύρος της αστυνομίας -–ύψιστε Κύριε, τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Αν όμως πάλι θέλουμε τέτοια γλώσσα, σημαίνει άραγε αυτό κάτι ουσιαστικό για την ίδια τη γλώσσα, που κάποτε περνάει πλάι ή και πάνω από μας; Στο επόμενο.

* * *

εξωεφημεριδικό ΥΓ: απ' την κουζίνα του κειμένου

Το κείμενο αυτό, ελαφρά προσαρμοσμένο, είναι ο επίλογος σ’ έναν δεύτερο τόμο στη Γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, έναν τόμο που συγκεντρώνει τις γλωσσικές επιφυλλίδες μετά το 2003 (εδώ τα «γλωσσικά Β»), ξαναδουλεμένες εννοείται, με μπόλικες προσθήκες, σημειώσεις κτλ. -–άρχισε η διαφήμιση, βαράτε καμπάνες και κανόνια του Λυκαβηττού, ο τόμος θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο, κι ενώ μόλις βγήκε και η τρίτη έκδοση του πρώτου. Ο επίλογος τώρα αυτός βασίζεται, πού αλλού, στα χιλιοματαειπωμένα μέσα στο βιβλίο, στις επιφυλλίδες δηλαδή, σε ορισμένες από τις οποίες δόθηκε συνέχεια από εδώ, και ιδιαίτερα με μια συζήτηση στα λογοράμματα κι ένα τελικό κείμενο στο δικό μου μπλογκ, με τίτλο «Υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;» (από αυτό ειδικά το κείμενο μεταφέρονται αυτούσια κομμάτια στη συνέχεια του επιλόγου, όπως θα μπει στην επόμενη επιφυλλίδα).

Ήταν απολύτως φυσικό, έτσι γίνεται με τους επιλόγους, είχα όμως ορισμένες αναστολές, αν έπρεπε να δημοσιευτεί το κείμενο του επιλόγου και σαν επιφυλλίδες στην εφημερίδα, να ειπωθούν δηλαδή για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα εκεί, και ειδικά πια με τη «Σαπφώ - της Σαπφούς». Βέβαια, πάντα πιστεύω, και πολύ συχνά το γράφω, ότι οφείλουμε να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια πράγματα απέναντι σε ίδια συνέχεια φαινόμενα. Και πολύ περισσότερο αυτό σε εφημερίδα, όπου δεν πρέπει να προϋποθέτει κανείς το ίδιο πάντοτε κοινό, τους ίδιους αναγνώστες κτλ. Παραταύτα, την ίδια πάντοτε στιγμή νιώθει βαριά τη «μομφή» τού «ωχ αμάν, πάλι τα ίδια» –άσε που πολύ συχνά μπαφιάζεις ο ίδιος που τα (ξαναματα)γράφεις.

Οποία ανακούφισις όμως: με μια απλή ερώτηση εξαφανίστηκαν όλες μου οι αναστολές, για να μην πω πως σκέφτομαι πώς να γινόταν να επανερχόμουν κάθε δύο μήνες, κάθε μήνα, κάθε δεκαπενθήμερο, σε κάθε επιφυλλίδα -–νά, μήπως να έβαζα κάτι σαν τα διαφημιστικά μπάνερ; Στο πάνω μέρος της επιφυλλίδας ή στο κάτω; ή κάτω απ’ τ’ όνομά μου; Ή, εύρηκα εύρηκα, να το βάζω στα ξεκούδουνα μέσα σε άσχετο κείμενο, στα μισά μιας φράσης, να περνάει σαν τα κρυφά διαφημιστικά μηνύματα στη μουσική των σούπερ μάρκετ, ή τ’ άλλα τα χειρότερα: τα σατανιστικά στους στίχους αθώων τραγουδιών; Ή καλύτερα να τύπωνα φέιγ βολάν, να σκόρπιζα στους δρόμους, ή να μοιράζω έξω από τις συναυλίες στο Μέγαρο και τις εκδηλώσεις στο Γκάζι, που ’χει και πιο μικρές ηλικίες; Αλλά πώς θα τα προλαβαίνω όλα μόνος μου; Ζητούνται εθελοντές: οι Ανορθόγραφοι μήπως; ο Σαραντάκος βλέπεις είναι Λουξεμβούργο, Καναδά ο Τιπούκειτος... Κάνας άλλος; Στείλτε παρακαλώ ηλεμήνυμα.

Α, η ερώτηση: μπαίνω Πέμπτη βράδυ στην εφημερίδα, τη μία φορά που περνάω κάθε 15ήμερο, να δω στημένη τη σελίδα, να πω και καμιά κουβέντα με τα μόνιμα εκεί παιδιά. Κι ένα απ’ τα «παιδιά», από τα πιο καλά, νεαρότατη και συμπαθέστατη δημοσιογράφος, με την οποία στήνουμε κουβεντούλα και πού και πού με ψιλορωτάει κανένα ψιλογλωσσικό, μου έκανε τούτη τη φορά την εξής λυτρωτική ερώτηση: «Μπορούμε, εκτός από τον σωστό τύπο: της Αργυρούς, να χρησιμοποιούμε και τον “άλλο”: της Αργυρώς

Την επέπληξα, εννοείται, σφόδρα, πως δεν διαβάζει Γιαννηχάρη, της είπα πως επιφυλάσσομαι για την τιμωρία της, και επίτηδες δεν της φανέρωσα πόσο καλό μού έκανε, απ’ την άλλη.

Και επειδή είπα για την εφημερίδα, μια τέταρτη παραλλαγή στις αρχικές τρεις του κειμένου εδώ: κάποιος συνάδελφος έγραψε στη στήλη του ότι μου κάνει «δώρο» το δελτίο τύπου για την παρουσίαση ενός βιβλίου της Αργυρούς Πιπίνη. Και πήγαν κατάπληκτοι από τη Διόρθωση, ή μάλλον απορημένοι, και τον ρώτησαν ειλικρινώς αθώα τι ακριβώς εννοεί, αφού έτσι είναι το σωστό.

Εθελοντές, είπα, παρακαλώ!

buzz it!