29/4/07

Τα εύκολα λόγια-μπούμεραγκ ή Ο συνεχιστής του Αριστοφάνη

"Στον τρυφερό μου πλην απρόσεκτο αναγνώστη κ. Γιάννη Η. Χάρη" έλεγε η αφιέρωση της επιφυλλίδας του κ. Μάνου Στεφανίδη (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 22.4.07), και στο τέλος υπήρχε και υστερόγραφο:

διαβάστε τη συνέχεια...

"ΥΓ: Αδελφοί, έλεος. Εσχάτως κατακεραυνώνομαι από ποικίλες μεριές ως σεξιστής. Κι ας δηλώνω με κάθε ευκαιρία πως δεν με αφορά ούτε με απασχολεί n ερωτική επιλογή του οποιουδήποτε. Απλώς, μ' ενοχλεί ο συνδικαλισμός της επιθυμίας και n προκλητική επιβολή της ως κοινωνικο-αισθητικού must. Όσο για το χιούμορ πάλι, από την εποχή του Αριστοφάνη και του Αγάθωνα -αν ενθυμείστε οι παλαιότεροι- straight και gay αντάλλασσαν πειράγματα. Στο κάτω κάτω, αν πρόκειται περί κρύων αστείων, μη γελάτε. Τόσο απλό. Εκτός κι αν απαγορεύεται να μην αρέσει σε κάποιον το 2 του Δ. Παπαϊωάννου. Ή η τελετή έναρξης των Αγώνων. Βλέπετε, αδελφοί; Ο κίνδυνος του φασισμού υποκρύπτεται σε κάθε μορφή απαγόρευσης και σε κάθε εξοστρακισμό της αντίθετης άποψης. Αφήστε που, και για την κακία ακόμη, απαιτούνται μικροσταγόνες δωρεάς".

Αναφερόταν σε επιφυλλίδα μου στα Νέα, που αναδημοσιεύεται εδώ και περιείχε ελάχιστα δείγματα του "αριστοφανικού" και γενικότερου ύφους του κ. Μ.Σ.

Παράπονο: Παρότι παλαιός και εγώ, δεν ενθυμούμαι ακριβώς την εποχή του Αριστοφάνη και του Αγάθωνα με την ανταλλαγή πειραγμάτων ανάμεσα σε στρέιτ και σε γκέι. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό, όσο το ότι δεν ευτύχησα να δω σήμερα αυτή την "ανταλλαγή πειραγμάτων", να διαβάσω δηλαδή και τα πειράγματα των γκέι προς τον στρέιτ Μ.Σ.: στεγνή και μίζερη λοιπόν η ζωή μου.

Απορία: Το ιταμό και ακραιφνώς κατινίστικο "ο Δημητράκης του κ. Χρήστου" σαν μόνιμη σχεδόν αναφορά στον Δ. Παπαϊωάννου είναι κι αυτό αριστοφανικό πείραγμα του στρέιτ Μ.Σ. προς τους γκέι Παπαϊωάννου και Λαμπράκη;

ΥΓ. Και μόνο σε υστερόγραφο, αν απέμεινε το παραμικρό περιθώριο για σοβαρότητα: Χρειάζεται άραγε πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι αυτά τα αμετροεπή περί φασισμού της απαγόρευσης (αλλά αλήθεια, ποια απαγόρευση;) και εξοστρακισμού της αντίθετης άποψης μπορούν να επιστραφούν αυτομάτως στον κ. Στεφανίδη; Γιατί τάχα εξοστρακίζεται η δική του αντίθετη άποψη και όχι η δική μου, όταν μάλιστα ο εξοστρακισμός της δικής μου κατεβαίνει από τον άμβωνα του ειδήμονα, με κεραυνούς "τεκμηριωτικούς" π.χ. της αντιγραφικής τάχα και μόνο δουλειάς του Παπαϊωάννου κτλ.;

buzz it!

28/4/07

Η «απολιτικοποίηση» της τρομοκρατίας [α΄]

Τα Νέα, 10 Ιανουαρίου 2004

Η «17 Νοέμβρη» ουσιαστικά εξαρθρώθηκε, η δίκη της οργάνωσης τελείωσε, αλλά το θέμα της τρομοκρατίας έμεινε ανοιχτό, μάλλον δεν συζητήθηκε.

Λίγο μετά το τέλος της δίκης, προτού όμως κλείσουμε, ίσως οριστικά, το πολλαπλώς ενοχλητικό κεφάλαιο της 17Ν στο συρτάρι, καλό θα ήταν να ξαναδούμε τη στάση μας απέναντι σ’ αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας, στο οποίο συνοψίζεται παραδειγματικά το μείζον θέμα της τρομοκρατίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Τελείωσε λοιπόν η δίκη, μέσα σε πλήρη αδιαφορία, έκλεισε ένα ενοχλητικό –ξαναχρησιμοποιώ τη λέξη– κεφάλαιο μέσα σε γενική ανακούφιση, όπως έπειτα από μακροχρόνιο πόλεμο, όπου μας κουράζει πια το τόσο αίμα και η τόση δυστυχία μέσα στο καθιστικό μας, στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, να μας ροκανίζουν τα σίριαλ και τα ριάλιτί μας. 


Γι’ αυτό και είπα και ξανάπα «ενοχλητικό», για ένα θέμα και μια έννοια κατεξοχήν πολιτικά, αφού όμως καταβλήθηκε η μέγιστη δυνατή προσπάθεια να εμφανιστούν απολιτικά. Γι’ αυτό, απ’ την άλλη, αντιμετωπίστηκε με χασμουρητό η δίκη, και ας ξοδεύτηκαν τόνοι ολόκληροι μελάνι και χαρτί, συν τα μονίμως ανοιχτά τηλεπαράθυρα. Τι γράφτηκε όμως και πώς; Ή μήπως οι τόνοι ακριβώς αυτοί, αυτός ο όγκος της πληροφορίας συνέθλιψε κάτω απ’ το βάρος του το όποιο ενδιαφέρον;

Και είδαμε δημοσκοπήσεις όπου το 60% του κόσμου δεν παρακολούθησε σχεδόν καθόλου τη δίκη, όπως καλύφθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Άρα δεν είδε και δεν διάβασε και όσα αναπόφευκτα χάθηκαν στον ωκεανό της δημοσιογραφικής κάλυψης, δεν έμαθε λόγου χάρη για τις κάθε λογής παρατυπίες, από την ποσοστιαία αναγνώριση κατηγορουμένων που ζητήθηκε από τους μάρτυρες (σε τι ποσοστό δηλαδή ήταν σίγουροι, 40, 50 ή 90%;) ώς την εκφώνηση της απόφασης χωρίς το σκεπτικό της. Έτσι κι αλλιώς, οι παρατυπίες αυτές περνούσαν αυτομάτως σε δεύτερη μοίρα, χάρη στον γενικότερα δεξιοτεχνικό τρόπο του προέδρου, ή ισοσκελίζονταν, την ίδια στιγμή που επισημαίνονταν, από τη «μη δίκη» που επιφύλασσαν στα θύματά τους οι τρομοκράτες. Παραταύτα, στις ίδιες δημοσκοπήσεις, η δίκη θεωρήθηκε «μάλλον δίκαιη» από ποσοστό σχεδόν 80%, ενώ πάνω από 50% επέμειναν να θεωρούν ενόχους ακόμα και όσους αθωώθηκαν από την ίδια διαδικασία.

Όμως, το ουσιώδες που πρέπει να μας απασχολεί είναι η δίκη που δεν έγινε, η συζήτηση δηλαδή για την τρομοκρατία. Γιατί η γενικευτική και γενικευμένη καταδίκη της τρομοκρατίας από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα και οι λιγότερες αλλά διεξοδικές και καίριες αναλύσεις του φαινομένου, στον τύπο της αριστεράς κυρίως, π.χ. του Άγγελου Ελεφάντη στην Αυγή ή στον Πολίτη, δεν συνιστούν από μόνες τους διάλογο, και προπάντων με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Και αν η δίκη της 17Ν υπήρξε πολύμηνη και εξαντλητική, η δίκη της τρομοκρατίας έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, περίπου κεκλεισμένων των θυρών.

Ιδρυτική, θα έλεγα, πράξη της απολιτικοποίησης της τρομοκρατίας –και με το φαινομενικά παράδοξο αυτό σχήμα εννοώ την απολιτικοποιημένη συζήτηση για την τρομοκρατία– υπήρξε η απολιτικοποίηση της δίκης της 17Ν, αλλά και της ίδιας της οργάνωσης και της δράσης της! Και αυτή η απολιτικοποίηση έγινε λιγότερο με τη διαδικασία την οποία υποδηλώνει η λέξη, δηλαδή με την απόφαση ότι τα εγκλήματα της 17Ν είναι ποινικά, και περισσότερο με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σχετική συζήτηση. Ήδη από εκείνη την αρχική φάση, ο μέσος –και όχι μόνο– αναγνώστης εγκατέλειψε καταπτοημένος την παρακολούθηση της υπόθεσης, χαμένος στους ατέλειωτους νομικούς βυζαντινισμούς, ανίκανος ευλόγως να παρακολουθήσει μια διαμάχη ειδικών επιστημόνων και να πάρει θέση. Τον βόλευε άλλωστε αυτό, από μιαν άποψη. Ήδη τον είχαν ενοχοποιήσει, πως κάποια στιγμή ανέχτηκε, επέτρεψε ή και συμπάθησε, πως δεν κατέδωσε και άλλα πολλά, περίπου ψιλοτρομοκράτης δηλαδή κι αυτός, ή πάντως συνεργός!

Έτσι κι αλλιώς, η δίκη αυτή, όπως προετοιμάστηκε αλλά και όπως έγινε, ήταν μια δίκη που δίκαζε –και κυρίως καταδίκαζε, και μάλιστα εκ προοιμίου– την αριστερά, την αντιδικτατορική δράση, κι ακόμα παραπέρα την «παριζιάνικη κουλτούρα» (εισαγγελέας Λάμπρου, ο ίδιος που μεταχειρίστηκε π.χ. τον όρο «τροτσκιστής» σαν αυτονόητη μομφή), την ίδια την παραμονή και τις σπουδές στο Παρίσι, το ίδιο το Παρίσι –τον Διαφωτισμό εντέλει (σύμφωνα με τον Παντελή Μπουκάλα), όσο κι αν μοιάζει τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά. Η 17Ν θαρρείς και από σπόντα βρέθηκε, περαστική, σ’ αυτήν τη δίκη, απλή αφορμή, ένα πρόσχημα. Κι αφού από τη σύλληψή της ήδη, τη σύλληψη εννοείται των μελών της, δεν είχε σταθεί στο ύψος μιας «κανονικής» επαναστατικής οργάνωσης, της έλειπε και ένας αρχηγός λεβέντης, γόης, παλικάρι, γρήγορα κατεβάσαμε τα ρολά.

Τον κενό χώρο τον κατέλαβε αυτοδικαίως πια η ηθικολογία. Η εκστρατεία απαξίωσης των συγκεκριμένων τρομοκρατών και της συγκεκριμένης οργάνωσης ήταν η χειρότερη συνεισφορά στη συζήτηση και τον αγώνα που έπρεπε να γίνει για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με ιδεολογικούς όρους.

«Ο εξοστρακισμός του ζητήματος στην ποινική σφαίρα δεν ωφελεί τη δημοκρατία. Η ηθική απονομιμοποίηση της υποτιθέμενης “επανάστασης” των τρομοκρατών περιλαμβάνει μια πολιτική συζήτηση ώστε οι πολίτες να καθορίσουν μια υπεύθυνη, συνειδητή στάση απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, αναθεωρώντας αντιλήψεις και στάσεις που κυριάρχησαν στο παρελθόν. Αυτό δεν θα γίνει αν ενθαρρύνουμε την ελληνική κοινωνία σ’ ένα άλμα από την προηγούμενη ανοχή της τρομοκρατίας στη μονοδιάστατη παραδοχή ότι οι δράστες ήταν, τελικά, μια κοινή μαφία»: αυτά έγραφε έγκαιρα, στις 10.9.2002, από αυτήν εδώ την εφημερίδα ο Αλέξης Καλοκαιρινός, σ’ ένα εξαιρετικά πυκνό άρθρο, με τον εύγλωττο τίτλο και υπότιτλο «Μια δίκη για πολιτικά εγκλήματα δεν είναι πολιτική δίκη, δεν δικαιώνει τους τρομοκράτες». Δε βαριέσαι. Κυριάρχησαν οι Κακαουνάκηδες. Ίσως και γιατί έτσι βόλευε. Είναι πιο εύκολο και προπαντός πιο τηλεοπτικό να έχεις απέναντί σου κοινούς ποινικούς, ν’ ανοίγει ο στόμας σου και να ξερνάει νταηλίκια και βρισιές, παρά να αρθρώσεις λόγο πολιτικό και να βουτήξεις στα βαθιά, και να τα βάλεις με την αριστερά, αν είσαι απ’ τους απέξω, ή, ακόμα πιο δύσκολο, με τον αριστερό εαυτό σου, αν είσαι από μέσα. Και να συζητήσεις, να διαφωνήσεις, να τσακωθείς με τους συντρόφους σου. Γιατί ήταν μεγάλο το αγκάθι, το αν η 17Ν και η δράση της ήταν πολιτική. Και για πολλούς από εμάς το αγκάθι αυτό ήταν διπλό, αν δηλαδή η 17Ν ήταν οργάνωση πολιτική και μάλιστα αριστερή.

Εδώ πάλι μας βόλεψε όλους πια η απαξίωση, και συνακόλουθα το ηθικό λιντσάρισμα. Οι
«καταδότες» και «ληστές», οι «λούμπεν» και «με έλλειμμα πολιτικού λόγου», «οι τρομοκράτες που μας αξίζαν» (γράφτηκε κι αυτό, και όχι μόνο μία φορά!) έκλεισαν στα γρήγορα το «ενοχλητικό» κεφάλαιο: δεν είναι πολιτικοί εγκληματίες, και προπαντός αριστεροί. Μας είχαν άλλωστε αφήσει έκθετους πολλαπλά, είχαν αποδειχτεί αυτοσχέδιοι και ερασιτέχνες, εκεί που εμείς αναλύαμε περιδεείς την άρτια συγκρότηση και την οργάνωσή τους, χωρίς «αξίες και ιδανικά», εκεί που τους ονειρευόμασταν, ή άντε τους σκεφτόμασταν, Ρομπέν των Δασών, ή έστω εκτός τόπου Τσε Γκεβάρα.

Μας έλειψε εντέλει η πολιτική γενναιότητα, και μιλώ τώρα πια για τους αριστερούς, να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι, να αναλάβουμε το κόστος αυτό, και έτσι πια να τους πολεμήσουμε και να τους εξουδετερώσουμε, στα μάτια τα δικά μας, των παιδιών μας, της κοινωνίας. Πολιτικά, δηλαδή, και ιδεολογικά.

Αλλά θα συνεχίσω.

buzz it!

Η «απέξω» δίκη της 17 Νοέμβρη [β΄]

Τα Νέα, 24 Ιανουαρίου 2004

«Η Δικαιοσύνη δεν εξομοιώνεται με τον ρεβανσισμό. Εάν εξομοιωθεί με τον ρεβανσισμό, θα εξομοιωθεί και με την τρομοκρατία.»

Έτσι έκλεινε ένα από τα άρθρα του για τη δίκη της 17Ν ο Πέτρος Τατσόπουλος (Τα Νέα 9.12.03). Κι όμως, στη λογική του ρεβανσισμού κινήθηκε η δίκη, και εννοώ τη δίκη που έγινε μέσα από τα ΜΜΕ, δηλαδή τη δίκη έτσι όπως την παρακολούθησε –όσο την παρακολούθησε– η ελληνική κοινωνία. Γιατί ακριβώς η απέξω δίκη μάς ενδιαφέρει εδώ, η απέξω δίκη μάς ενδιαφέρει αν όντως θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά, δηλαδή πολιτικά, το θέμα της τρομοκρατίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Γιατί πολιτική θεωρεί τη 17Ν η κοινωνία, είτε τη στηρίζει είτε την ανέχεται είτε την καταδικάζει απερίφραστα. Και αναφέρομαι, με όση αυθαιρεσία συνεπάγεται κάθε τέτοια προσέγγιση, σε ό,τι ονομάζεται αόριστα «κοινή γνώμη», με τον εαυτό μου πρώτον μέσα, με ομολογημένο δηλαδή τον υποκειμενισμό μου. Πολιτική λοιπόν θεωρείται ευρύτερα η 17Ν, και ελάχιστα έκαναν για να ανασκευάσουν αυτή την πεποίθηση οι εξουθενωτικές νομικές και νομικίστικες συζητήσεις για τον χαρακτήρα της οργάνωσης.

Ρεβανσιστικού τύπου έμοιαζε και εδώ να είναι η άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων της 17Ν, όταν δεν ήταν περισσότερο ηθικολογική, ή με κύρια έγνοια της μην τυχόν και η αποδοχή του πολιτικού χαρακτήρα συνεπάγεται ελαφρυντικά στη δίκη. Ακόμα χειρότερα, δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί η υποψία ότι η «απολιτικοποίηση» της δίκης υπηρετούσε συγκεκριμένες σκοπιμότητες, να αποφευχθεί δηλαδή η εκδίκαση από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο, μια και οι ένορκοι –γράφτηκε κατά κόρον– είναι δυνάμει ενδοτικοί σε πιέσεις, άρα δυνάμει επιεικείς. Σ’ όλες τις περιπτώσεις, πατερναλιστική έμοιαζε η αντιμετώπιση του πολίτη, που επειδή «δεν τα έπαιρνε» τα νομικά γράμματα με τις λεπτές αποχρώσεις τους, έπρεπε να του καλύψουν αυτό το εκπαιδευτικό κενό με ηθοπλαστικούς αφορισμούς για την ιερότητα της ζωής κτλ.

Έτσι δεν έπεισαν, κι ας ήταν έγκυροι νομικοί, και του προοδευτικού χώρου οι περισσότεροι. Έτσι ενίσχυσαν το έμφυτο –και όχι εντελώς αδικαιολόγητο από την Ιστορία μας– συνωμοσιολογικό σύνδρομο. Έτσι υποβοήθησαν, σε άλλες περιπτώσεις, ό,τι ακριβώς επιθυμούσαν να αποτρέψουν: την «ταύτιση» με τους τρομοκράτες. Γιατί, κατά τον εύστοχο συλλογισμό που παρέθεσα εισαγωγικά, όταν η δικαιοσύνη εξομοιώνεται –με μιαν ευρύτερη έννοια– με την τρομοκρατία, την ενισχύει, της προμηθεύει και νέους πιστούς, και την ανακυκλώνει.

Και πάντως, απέναντι στην οσοδήποτε λαθεμένη κοινή αίσθηση περί πολιτικού χαρακτήρα της 17Ν και της δράσης της, οφείλουμε να απαντούμε πολιτικά και όχι ηθικολογικά. Ακόμα περισσότερο, πολιτικά οφείλουμε να απαντούμε στους ελάχιστους έστω συνειδητούς οπαδούς της 17Ν και της δράσης της: όσο θεωρούν αυτοί τον μπάτσο γουρούνι δολοφόνο, δεν λέμε εμείς «ιερή η ζωή» κτλ. Η συζήτηση για την τρομοκρατία δεν κλείνει, μάλλον ούτε καν ανοίγει με την ηθικολογία, με την απολιτικοποίηση, και κυρίως με τον κατεξευτελισμό των τρομοκρατών.

«Εγκλήματα πολιτικά, βεβαίως, αλλά πάντως εγκλήματα» ήταν ο εύγλωττος τίτλος και η ευκρινέστατη θέση του Άγγελου Ελεφάντη (Αυγή 16.3.03, και Πολίτης 109, Μάρτ. 2003). Αυτή έπρεπε να είναι η ξεκάθαρη θέση μας. Και από αυτή την άποψη τίποτα δε θα ’πρεπε να απαλλάσσει στη συνείδησή μας τον πολιτικό εγκληματία, ούτε καν να ελαφρύνει τη θέση του: ίσα ίσα, μπορεί να θεωρηθεί διπλά εγκληματίας αυτός που στρέφεται εναντίον της ανθρώπινης ζωής και εναντίον της δημοκρατίας. Από την πλευρά τώρα της αριστεράς, όπως την ενδιαφέρει ειδικότερα και όπως με ενδιαφέρει ειδικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τρομοκράτης είναι τριπλά εγκληματίας, αφού στρέφεται και εναντίον αυτής, και όχι τόσο επειδή καπηλεύεται τις αξίες της όσο επειδή επιζητεί να την υποκαταστήσει, και πλαστογραφώντας την να την ενοχοποιήσει –στα μάτια των Ανδριανόπουλων, στην καλύτερη περίπτωση.

Αλλά εδώ ακριβώς, όπως έλεγα κλείνοντας την προηγούμενη επιφυλλίδα, έλειψε από την αριστερά η πολιτική γενναιότητα να αναγνωρίσει τη 17Ν σαν αριστερή πολιτική οργάνωση, και σ’ αυτήν τη βάση να προσπαθήσει να την αποδυναμώσει, να την εξουδετερώσει ιδεολογικά. Σπεύσαμε να αποκηρύξουμε το μίασμα, να τινάξουμε από πάνω μας τη λάσπη, με τρόμο θαρρείς απέναντι στους πάγιους ιδεολογικούς μας εχθρούς, που βρήκαν απρόσμενες ενισχύσεις και στον προοδευτικό χώρο τα τελευταία χρόνια: αναφέρομαι στην εκτενή συζήτηση που είχε ανοίξει με έναυσμα ένα γενικά αποκαθηλωτικών προθέσεων άρθρο του «προοδευτικότερου» Α. Ανδριανόπουλου (δεν χρησιμοποίησα τυχαία το όνομά του πιο πριν), ο οποίος έβγαζε βαθύ και οργισμένο αναστεναγμό, νισάφι πια με την αριστερά που ηρωοποιημένη και με το φωτοστέφανο του μάρτυρα καταδυναστεύει, λέει, την πολιτική και πολιτιστική ζωή από εμφύλιο και δώθε, κι έδωσε έτσι ο κ. Ανδριανόπουλος ανάσα σ’ όλους της γης τους πικραμένους και καταδυναστευμένους τάχα από την αριστερά, η οποία αξιώνει να έχει λόγο, η αναιδεστάτη τού ελάχιστα-τοις-εκατό. Γράφτηκαν έτσι σελίδες επί σελίδων για να εμπεδώσουμε ότι η αριστερά δεν έχει σχέση με την τρομοκρατία, άρα δεν έχει σχέση και με τη 17Ν, άρα η 17Ν δεν είναι οργάνωση αριστερή.

Κι όμως, οφείλαμε, όφειλε τουλάχιστον η εκτός ΚΚΕ αριστερά –που βρέθηκε κι αυτή στο στόχαστρο της παραδίκης των τηλεπαραθύρων– να αναλάβει το κόστος της 17 Νοέμβρη, έτσι όπως ανέλαβε το κόστος και του Στάλιν και των Ερυθρών Χμερ, χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν Ανδριανόπουλο ή άλλον για όλα αυτά, για τα εγκληματικά παραβλαστήματα του σώματός της –έτσι όπως ορθώς δεν καλείται να λογοδοτήσει λ.χ. ο Καραμανλής για τον Χίτλερ και τον Πινοσέτ, ή για τις δικές μας δικτατορίες. Άβυσσος, όπως γράφτηκε σ’ όλους τους τόνους, μας χωρίζει από την τρομοκρατία. Φυσικά. Αλλά άβυσσος μας χωρίζει και από τον Στάλιν και από τους Ερυθρούς Χμερ. Όπως άβυσσος με χωρίζει –για να το πω ευθέως προσωπικά– και από την Παπαρήγα. Κι αν όχι άβυσσος, πάντως βαθύ χαντάκι, όπου πάλι τσακίζεται και σπάει κανείς τα κόκαλά του, νιώθω να με χωρίζει, σε πιο οικείο μου χώρο, π.χ. από τον Κουναλάκη. Άβυσσος μπορεί να χωρίζει όχι μόνο συγγενείς αλλά και ομογάλακτους αδερφούς. Γιατί τάχα θα ήταν διαφορετικά εδώ;

Γιά σκεφτείτε, για να το δούμε αλλιώς: χίλιοι λόγοι συντρέχουν για να πούμε αίφνης ότι δεν είναι καλός χριστιανός, άρα δεν είναι χριστιανός, κάποιος που διακρίνεται από έπαρση (το πρώτο από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, θυμίζω), κάποιος που ψεύδεται, που είναι μνησίκακος, και προπάντων μισαλλόδοξος, κάποιος που ταπεινώνει δημοσία ένα μικρό παιδάκι, κάποιος με εθνικιστικές, άρα αθεολόγητες έως αιρετικές θέσεις, λόγου χάρη ο Μακαριότατος. Αλλά, για τ’ όνομα του Θεού, θα ήταν σοβαρό να δικαζόταν ο Μακαριότατος σαν μη χριστιανός;

Μα, θα αντιτείνει ο αναγνώστης, όσο λέμε ότι δεν είναι χριστιανός ο Μακαριότατος άλλο τόσο λέμε ότι δεν είναι αριστερή η 17Ν. Πρόκειται όμως για τον σεβασμό στο δικαίωμα του άλλου να αυτοπροσδιορίζεται, μια βασική πολιτισμική αξία για την οποία έχει δώσει μάχες προπάντων η αριστερά. Και δεν είναι θέμα απλώς ηθικό. Είναι και θέμα στρατηγικής: μόνο με αφετηρία αυτόν το σεβασμό θα είναι έγκυρος ο αντίλογος και αποτελεσματική εντέλει η πολεμική απέναντι στη συγκεκριμένη οργάνωση και σε ό,τι εκφράζει γενικότερα, την τρομοκρατία.

Θα τελειώσω στο επόμενο.

buzz it!

Η 17 Νοέμβρη και η ενοχοποιημένη κοινωνία [γ΄]

Τα Νέα, 7 Φεβρουαρίου 2004

Πολιτική ή μη πολιτική η 17Ν, πολιτικά ή μη πολιτικά τα εγκλήματά της, η δίκη πάντως της οργάνωσης υπήρξε εντέλει πολιτική.

Παρά τις εξαντλητικές συζητήσεις ανάμεσα σε κορυφαίους νομικούς, παρά την τελική απόφαση ότι τα εγκλήματα της 17Ν είναι ποινικά, η δίκη υπήρξε πολιτική. Από το όλο κλίμα στην αίθουσα του δικαστηρίου ώς τη στάση –και τα λόγια– του προέδρου, ή, εξίσου χαρακτηριστικά, από την κατάθεση ορισμένων από τους συγγενείς των διασημότερων θυμάτων της οργάνωσης, από την κ. Μπακογιάννη και τη χήρα Σόντερς, η δίκη υπήρξε εξόχως πολιτική. Και πώς αλλιώς, αφού και η δίκη είχε εξ ορισμού και αναπόφευκτα πολιτικούς στόχους και πολιτικά κίνητρα. Και πώς αλλιώς, αφού ακόμα και η προσπάθεια να θεωρηθεί μη πολιτική μια οργάνωση που αυτοπροσδιορίζεται σαν πολιτική, και μάλιστα αριστερή, απαιτεί πρωτίστως πολιτικό λόγο, συνιστά καθαυτήν πολιτική διαδικασία, πολιτική πράξη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ανάλογα πολιτικοί ήταν οι στόχοι και τα κίνητρα της «απέξω δίκης», όπως τη χαρακτήριζα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, της «δίκης» που σκηνοθετήθηκε στα περισσότερα τηλεπαράθυρα· όπου, πίσω από την εκστρατεία απαξίωσης των κατηγορουμένων, άλλοτε λάνθανε και άλλοτε κραύγαζε η δίκη γενικότερα της αριστεράς. Σ’ αυτό το επίπεδο, και προκειμένου να κλείσει εντέλει το ενοχλητικό θέμα της τρομοκρατίας και η ακόμα ενοχλητικότερη συζήτηση για την τρομοκρατία, περίσσεψε η ηθικολογία και η κατατρομοκράτηση της κοινωνίας. Ενοχοποιήθηκε συλλήβδην η κοινωνία, ότι αντιμετώπισε με συμπάθεια τη δράση της 17Ν. Ή ότι, ακόμα και αν διαφωνούσε, δεν κατέδωσε, άρα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο συνεργός.

Μπροστά σ’ αυτό το επιτιμητικό εισαγγελικό δάχτυλο, μαζί και επειδή αποδείχτηκαν λίγοι και μικροί οι επίδοξοι αναμορφωτές της κοινωνίας, ακούστηκε ένα ηχηρό «απεταξάμην». Και όχι μόνο· ολόκληρος δικαιικός πολιτισμός, τι λέω, σκέτα πολιτισμός, έγινε ξέφτια από τον κανιβαλισμό των τηλεπαραθύρων, που αποφάσισε να εκδηλωθεί ελεύθερα, αφού οι τρομοκράτες θεωρήθηκαν ρεμάλια του κοινού ποινικού δικαίου. Έτσι, κάθε επιφύλαξη για τις συνθήκες κράτησης, διεξαγωγής της δίκης κτλ. πνιγόταν από τους αλαλαγμούς κατά των «ρεμαλιών» αυτών, και αυτομάτως χαρακτηριζόταν «φιλοτρομοκρατική». Αλλά
να ’ταν μόνο τα τηλεπαράθυρα! Προβεβλημένος πνευματικός δημιουργός, στις εντός πλαισίου «Παρεμβάσεις» από την Ελευθεροτυπία, πρότεινε να παραδοθούν οι υπόδικοι στις ΗΠΑ, κατηγόρησε για οπορτουνισμό τους δευτεροκλασάτους, κατ’ αυτόν, συνήγορους υπεράσπισης και αγανακτούσε «γιατί δεν απελαύνεται –τουλάχιστον–» (sic) η αλλοεθνής σύντροφος του Σάββα Ξηρού, αφού δεν ήταν γλυκομίλητη με τους δημοσιογράφους «της χώρας που την ανέχεται». Ή, με την «ασυλία» του πενθούντος συγγενή, ο αδελφός του Μπακογιάννη έφτασε να δηλώσει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου οπαδός του «μωυσικού νόμου» (sic), τονίζοντας πως «έσφαλε» η βουλή που κατάργησε τη θανατική ποινή!

Θέλω όμως να σταθώ στην ενοχοποίηση της κοινωνίας, γιατί πιστεύω ότι αυτή η ενοχοποίηση ευθύνεται ώς έναν μεγάλο βαθμό για το ξεστράτισμα ή το κουκούλωμα της συζήτησης για την τρομοκρατία, ή πάντως στο γιατί γρήγορα κλείσαμε τ’ αφτιά μας στη δίκη και στην όποια συζήτηση.

Αλλά τι ανέχτηκε επιτέλους η κοινωνία; Εδώ πια πρέπει να μιλήσουμε και με ονόματα. Και να πούμε τότε, αρχικά, Μάλλιος και Μπάμπαλης. Πρέπει δηλαδή να προσφύγουμε επειγόντως στην Ιστορία και με αυτήν μαζί να βαδίσουμε. Γιατί από την «παραδίκη» έλειψε πρωτίστως η ιστορική διάσταση: δικτατορία και αντιδικτατορική δράση, αντιιμπεριαλισμός και αντικαπιταλισμός, ένοπλη πάλη και όλα τα ανέκαθεν ακανθώδη θεωρήθηκαν ξαφνικά λυμένα και πεντακάθαρα, τώρα, αλλά και –αναδρομικά, δηλαδή ανιστορικά– τότε. Να ξαναπάμε λοιπόν στη δικτατορία, στα όσα ζήσαμε, και να πορευτούμε προς την έξοδο, και αμέσως μετά, στην πιο αβέβαιη πολιτικά εποχή, να βρεθούμε μάρτυρες της δολοφονίας του Μάλλιου και του Μπάμπαλη. Τότε, ξαναλέω, όχι τώρα. Άλλαζε φυσικά η εποχή, περνούσαν τα χρόνια, και δεν ήταν πια μόνο Μάλλιος και Μπάμπαλης. Ήταν και Μπακογιάννης, και κυρίως ο έξω από κάθε πολιτικό παιχνίδι
εικοσάχρονος Αξαρλιάν, έστω σαν «παράπλευρη απώλεια». Και ήταν δημοκρατία.

Αλλά για να φτάσουμε εκεί, και από εκεί στο σήμερα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την πρώτη ακριβώς φάση. Να βαδίσουμε από την αρχή προς το τέλος, και όχι ανάποδα, όπως κάνουμε τώρα, με την ασφάλεια που μας δίνει η απόσταση, χρονική και συναισθηματική. Και στο σημείο αυτό μπορεί η ίδια κοινωνία που εγκαλείται για λαϊκισμό να αποδείχτηκε πιο σοφή από μας τους ex officio σοφούς που την αναλύουμε. Και να κατάλαβε λόγου χάρη και να καταλαβαίνει αυτό που δεν χωράει στη δική μας, καλοτσιμενταρισμένη ανάλυση: ότι μπορεί να υπάρχουν και ρομαντικοί, και αφελείς, ή και «κολλημένοι», που κοιμήθηκαν για καιρό ή κοιμούνται ακόμα τον ύπνο του αντιδικτατορικού δικαίου· ότι μπορεί να υπάρχουν και ρομαντικοί, και αφελείς, ή και «κολλημένοι», που δεν ονειρεύονται μόνο αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες, αλλά και πολεμούν ό,τι εμείς προασπίζουμε σαν αυτονόητο (!): την αστική δημοκρατία.

Αφήνω όμως τα εύκολα, τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη, με τις σαφώς πολιτικές παραμέτρους της δολοφονίας τους. Πάω σκόπιμα στο άλλο άκρο, για να φανταστούμε την ενδεχόμενη αντίδραση σε ενδεχόμενη δολοφονία κάποιου λιγότερο χρωματισμένου αρνητικά –και πάντως όχι πολιτικά– στόχου: Ας υποθέσουμε ότι το επόμενο θύμα της 17Ν θα ήταν κάποιος άγνωστης πολιτικής ταυτότητας, μπορεί και προοδευτικός και ακόμα αριστερότερα, λόγου χάρη καπετάνιος ή και πλοιοκτήτης που εξυπηρετεί μονοπωλιακά διάφορα απομακρυσμένα νησιά· και με την εκ του μονοπωλίου άνεσή του οργανώνει την επικοινωνία κατά το κέφι του. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω το όντως ανατριχιαστικό για την πολιτική αλλά και ηθική μας υπόσταση: ο ντόπιος που στοιβάζεται υπεράριθμος στα σαπιοκάραβα, ταξιδεύοντας για λόγους π.χ. υγείας, ή –ακόμα πιο απλά– που κατεβαίνει στις 3 το πρωί στο λιμάνι για να παραλάβει τον πελάτη για τα ενοικιαζόμενα ή το εμπόρευμα για το μαγαζί του, και περιμένει ώρες ατέλειωτες, χειμώνα καλοκαίρι, πώς θα αντιδρούσε συναισθηματικά αυτός ο ντόπιος –πολιτικοποιημένος ή όχι, αδιάφορο– στο άκουσμα της εγκληματικής πράξης, όσο κι αν, την ίδια στιγμή, την καταδικάζει για χίλιους λόγους, πολιτικούς-ιδεολογικούς ή και σκέτα ηθικούς;

Αναφέρομαι δηλαδή στη συστατική αντίφαση του ανθρώπου, αυτήν που του αφήνει ένα τόσο δα περιθώριο ενστικτώδους, θυμικής αντίδρασης μπροστά στη «λύτρωση» από τον τύραννο, τον εχθρό, τον βασανιστή, τον απλώς αντιπαθή του, ανεξάρτητα ή παράλληλα με τις θεμελιώδεις ηθικές ή πολιτικές του αρχές, που του γεννούν αποτροπιασμό για την εγκληματική πράξη.

Αν δεν δεχτούμε αυτή την αντίφαση, αν δεν δεχτούμε δηλαδή την ίδια την ανθρώπινη φύση με την πολυπλοκότητά της, αν κλείσουμε έξω από την ανάλυσή μας τον άνθρωπο, θα μας μείνει μέσα η ατελέσφορη τότε ηθικολογία. Και με την ηθικολογία, που είναι ο βασικός εχθρός της ηθικής, θα κλείσουμε έξω τη συζήτηση που μας αφορά εδώ, για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Μια συζήτηση που έχει νόημα μόνο όταν μπορεί και δείχνει αυτό το κλικ που μας χωρίζει και στην καθημερινή ζωή από την αυτοδικία, ένα κλικ που όμως συνοψίζει αιώνες πολιτισμό και ηθική. Και χρειάστηκαν αιώνες πολιτισμός για να απορρίψουμε λόγου χάρη τη θανατική ποινή. Αυτόν όμως τον πολιτισμό και αυτή την ηθική δεν τον εκφράζουν οπαδοί του μωσαϊκού νόμου ή πολιτικές ιδεολογίες κατά τεκμήριο πολεμοκάπηλες, άρα με επιλεκτική αναγνώριση της ιερότητας της ζωής.

Πρέπει λοιπόν και εδώ να προφυλαχτούμε από τον ιδεολογικό χυλό όπου μπορεί να βουλιάξουμε, μπροστά σε καταρχήν κοινούς στόχους. Γιατί πάντα, ως γνωστόν, η ιδεολογική αφετηρία καθορίζει τον τρόπο αντιμετώπισης, άρα και το αποτέλεσμα. Και μόνο μέσα από την οπτική που είπα παραπάνω –μόνο μέσα από μια συγκεκριμένη ιδεολογία και πολιτική– θα είναι πειστική η απάντησή μας στην τρομοκρατία. Και αποτελεσματική σε πολιτικό, δηλαδή προληπτικό και όχι κατασταλτικό, επίπεδο.

buzz it!

24/4/07

70. Δρόμος μετ' εμποδίων

Τα Νέα, 10 Νοεμβρίου 2001

«Χώρα κοιτίδα, λίκνο, όπως λέμε, της δημοκρατίας, η χώρα μας, με τον πολυκομματισμό, λοιπόν, βαθιά, στα κύτταρά μας, πώς, ή και γιατί, τάχα, να ξεφύγουμε απ’ τα γραμμένα, ή, πάλι, πώς να δείξουμε την, αναμφισβήτητα, δημοκρατική καταγωγή μας, παρά αρθρώνοντας, λέξη και κόμμα, ου μη μόνον, αλλά, άρθρο και κόμμα»:

Τα κατάφερα, πιστεύω, να εναρμονιστώ με τον άκρατο κομματισμό που σημαδεύει συχνά τον γραπτό λόγο μας, και όχι μόνο τώρα αλλά από παλιά, με ένα όμως επιπλέον εφεύρημα: το κόμμα έπειτα από κύριο άρθρο, το κόμμα που χωρίζει τα κατεξοχήν αχώριστα, το άρθρο από το όνομα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Μεγάλο λόγο είπα: πως δεν χωρίζεται άρθρο από όνομα. Χωρίζεται, βεβαίως, και πρώτα πρώτα από το επίθετο ή τα πολλά επίθετα που μπορεί να χαρακτηρίζουν το όνομα: η αδιάσπαστη μονάδα ο ήλιος γίνεται μ’ ένα επίθετο «ο λαμπρός ήλιος», ή «ο λαμπρός και ζωογόνος ήλιος», ή «ο λαμπρός και ζωογόνος, αλλά κάποτε και επικίνδυνος ήλιος» κ.ο.κ. Εδώ όμως έχουμε άρθρο με επίθετο, που φυσικά συμφωνούν, και η σύνταξη είναι ομαλότατη, η ροή του λόγου, άρα η έκθεση του νοήματος, απολύτως αβίαστη. Και στην περίπτωση αυτή ποτέ δεν σημειώνουμε, εννοείται, κόμματα, αφού το επίθετο χαρακτηρίζει πάντοτε το όνομα, και έτσι αποτελεί κι αυτό με τη σειρά του αδιάσπαστη μονάδα με το όνομα. Παλαιότερα, επίσης, θα λέγαμε κάτι σαν «ο της πατρίδας ήλιος», θα απομακρυνόταν δηλαδή και εδώ το άρθρο από το όνομα, αλλά και πάλι χωρίς κόμματα, γιατί οι παρέμβλητες λέξεις (εδώ «της πατρίδας») χαρακτηρίζουν το όνομα (τον ήλιο), όπως ακριβώς χαρακτηρίζει ένα επίθετο το όνομα, λειτουργούν δηλαδή κι αυτές σαν επίθετο. Αυτό το σχήμα λέγεται, ως γνωστόν, υπερβατό, απαντά ελάχιστα στη νεοελληνική, αναλυτική σύνταξη, και ουσιαστικά περιορίζεται στον γραπτό λόγο και στην ποίηση.

Τελευταία έχω την αίσθηση ότι γίνεται ίσως κατάχρηση του σχήματος αυτού,* αλλά δεν είναι δυνατόν να πούμε από τώρα αν το φαινόμενο εντάσσεται σε περιστασιακή ή μονιμότερη στροφή προς συνθετότερη σύνταξη, όπως είδαμε ώς τώρα και με την παραγωγή συνθέτων με το -ποίηση ή με τη σύνταξη με το ως. Το θέμα μου είναι ο κατακερματισμός του υπερβατού, ο χωρισμός δηλαδή των «εμβόλιμων» λέξεων με κόμματα, που σημαίνει κόμμα, δηλαδή μεγάλη παύση, ακόμη και έπειτα από άρθρο. Έτσι, στο παράδειγμα με τον ήλιο, θα διαβάζαμε λόγου χάρη: «λαμπρός που είναι ο, της πατρίδας, ήλιος»! Που καταλήγει, αν βγάλουμε τις εμβόλιμες λέξεις, όπως υποδεικνύουν τα κόμματα, στην απλή κοινοτοπία: «λαμπρός που είναι ο ήλιος»! Τζίφος –αφού εμείς θέλουμε να μιλήσουμε για συγκεκριμένο ήλιο, της πατρίδας τον ήλιο, και όχι για τον ήλιο γενικά. Ή πάλι, ο υπέρ πατρίδος πόλεμος, μια και πιάσαμε τα πατριωτικά, δεν νοείται επίσης να κατακερματιστεί με κόμματα, έτσι όπως δεν θα βάζαμε κόμματα αν λέγαμε: ο πόλεμος υπέρ πατρίδος, ή ο πόλεμος που γίνεται υπέρ πατρίδος, ο πόλεμος για την πατρίδα.

Στο σημείο αυτό, αντίθετα από την περιπαιχτική εισαγωγή, και στην προσπάθειά μου να κατανοήσω το μηχανισμό του σφάλματος, αποτολμώ να κατασκευάσω ένα σενάριο: πως ο συντάκτης, την ώρα που γράφει, έχει την αίσθηση ότι διακόπτει την ομαλή ροή της σύνταξης, ότι παρεμβαίνει στην ομαλή σειρά των λέξεων, και αυτή την παρέμβαση την αποτυπώνει με τα κόμματα. Ή, πάλι, θέλει να τονίσει ακριβώς τη στενή σχέση που έχουν οι εμβόλιμες λέξεις με το νόημά του, και επιχειρεί να τις ξεχωρίσει, για να τις αναδείξει, κι έτσι κάνει τελικά αυτό που δεν έπρεπε, τις χωρίζει με κόμματα.

Θέλω να πιστεύω πως όλη αυτή η αυτόματη λειτουργία καθοδηγείται από τη συναίσθηση ότι το συντακτικό αυτό σχήμα είναι κάπως ξένο προς το σημερινό γλωσσικό αίσθημα. Και αυτό είναι η αισιόδοξη εκδοχή. Η «απαισιόδοξη», σε εισαγωγικά βεβαίως, είναι ένας σχολαστικός πολυκομματισμός, που μόλις δει επίρρημα το φυλακίζει με άκαμπτη αυστηρότητα ανάμεσα σε δύο κόμματα, που μόλις δει οποιαδήποτε λέξη προσδιοριστική, άρα πολύτιμη για το νόημα, τη φυλακίζει κι αυτήν ανάμεσα σε δύο κόμματα, και κάνει την ανάγνωση δρόμο μετ’ εμποδίων. Δεν μπορώ να μιλήσω εδώ για τάση· τότε τι; έχουμε μάλλον έναν εκπληκτικό συντονισμό των συναδέλφων διορθωτών σε επίπεδο εφημερίδων, γιατί από τα έντυπα που παρακολουθώ περισσότερο συστηματικά, από τη δική μας εδώ εφημερίδα και το Βήμα ώς την Καθημερινή και την Αυγή, μαζί και το Αθηνόραμα, τα παραδείγματα είναι εντυπωσιακά πολλά, και όλα αντίθετα με όλες τις γραμματικές του κόσμου:

«ο μπερές επιστρέφει, αντικαθιστώντας το γνωστό, ιστορικό, δίκοχο»·
«το γεγονός που, περισσότερο, προβλημάτισε τους άνδρες της Ασφάλειας»·
«τα επεισόδια ήταν, χτες, ιδιαίτερα σοβαρά»·
«και, τότε, το στοίχημα ήταν η έγκαιρη αποκατάσταση των σεισμοπλήκτων».

Με τα αλλεπάλληλα κόμματα, που περικλείουν αδιακρίτως επιθετικούς, επιρρηματικούς προσδιορισμούς κτλ., χρειάζεται να διαβάσουμε δυο και τρεις φορές για να είμαστε σίγουροι πως καταλάβαμε:

«Και, εκτός, επίσης θεάτρου, πίσω, στη δεξιά, για το κοινό, πλευρά, οι μουσικοί…»· και
«Ο έρωτας του Νεοκλή για την Παμίρα, κόρη τού, άρχοντα τής, πολιορκούμενης από τους επελαύνοντες Τούρκους, Κορίνθου, Κλεομένη, ο οποίος υπόσχεται, στον γενναίο αξιωματικό του, το χέρι της…»

Θα σταθώ όμως περισσότερο στα υπερβατά σχήματα, όπου ο χωρισμός με κόμματα είναι και οπτικά ανοίκειος, καθώς μ’ ένα κόμμα ξαφνικά, έπειτα από κύριο άρθρο, διακόπτεται βίαια, σχεδόν τελεσίδικα, η ροή της ανάγνωσης. Ένα άλλο, ακραίο παράδειγμα:

«να αποφευχθεί η, εν ονόματι μάλιστα του αρχαίου αθλητικού ιδεώδους το οποίο ισχυριζόμεθα ότι εμείς κατ’ εξοχήν συντηρούμε, καταστροφή του πεδίου της μάχης»: έτσι μιλάει η Αρχαιολογική, παρακαλώ, Εταιρεία –κι ας έβαζε τουλάχιστον κάποιος χριστιανός παύλες αντί για κόμματα.

Οι παύλες είναι οπωσδήποτε μια λύση, είναι μάλλον η ενδεδειγμένη στίξη σε τέτοιες περιπτώσεις, σε μεγάλες παρενθετικές προτάσεις που ο συντάκτης τους τις θέλει, για οποιονδήποτε λόγο, στη θέση που τις έχει. Μέσα σε παύλες θα διαβαζόταν ευκολότερα και το ακόλουθο, ομαλό παράδειγμα:

«αξιοποίησαν την, ιδιαίτερα πλούσια και αποκαλυπτική από αυτή την άποψη, ελληνική εμπειρία»· ή:
«πολύ αέρα πήραν τα μυαλά τής, μέχρι πρότινος άγνωστης στο ευρωπαϊκό αθλητικό στερέωμα, Βελγίδας αθλήτριας Κιμ»· επίσης:
«προτάσσοντας μια, οικονομική σε έκταση αλλά περιεκτική σε ουσία, εισαγωγή».

Γιατί το κόμμα ολοκληρώνει κατά κανόνα μια ενότητα, ένα νόημα, και οδηγεί ομαλά στο επόμενο, οπότε δεν νοείται παύση τόσο μεγάλη έπειτα από άρθρο· οι παύλες δείχνουν ακριβώς πως δεν τελειώσαμε, πως εδώ αρχίζει παρένθεση, άρα το νόημα αναστέλλεται, οπότε το μάτι μπορεί να διατρέξει την παρένθετη φράση ώσπου να βρει την προαναγγελθείσα συνέχεια.

Όσο μικραίνει όμως η εμβόλιμη φράση τόσο περισσότερο άσκοπη μοιάζει οποιαδήποτε στίξη:

«ο, κατά οικογενειακή παράδοση, αντιλαϊκός μισόδημος, ο ανατροπέας του Συντάγματος»·
«ο, με την πρώτη ευκαιρία, χλευαζόμενος»·
«προκαλεί ερωτήματα στους, εντός και εκτός ΗΠΑ, θαυμαστές του»·
«ο, γεννημένος το 1948, ιδρυτής του θεάτρου».

Και είναι πια οπωσδήποτε άχρηστη, κάποτε και λανθασμένη, η στίξη στα ακόλουθα παραδείγματα, όπου οι «εμβόλιμες» λέξεις λειτουργούν καθαρά σαν προσδιορισμός, αποτελούν την ουσία της είδησης, το σχόλιο του συντάκτη:

«ο Ρήγας Φεραίος καταδόθηκε [sic] από τον, καθ’ υπερβολήν αποκαλούμενο, Έλληνα, Δημήτριο Οικονόμου»: εδώ ο συντάκτης ήθελε μάλλον να πει για τον «καταχρηστικά αποκαλούμενο Έλληνα»· εν πάση περιπτώσει, χωρίς τα κόμματα, τι λέει η πρόταση; θα έγραφε δηλαδή αλλιώς ο συντάκτης ότι «ο Ρήγας Φεραίος καταδόθηκε από τον Έλληνα Δημήτριο Οικονόμου»;

«σαλπάρισε με, υπό πορτογαλική σημαία, πλεούμενο ο Χριστόφορος Κολόμβος»: τι σημαίνει δηλαδή ότι ο Κολόμβος «σαλπάρισε με πλεούμενο»;

«συλλαμβάνεται για την, εν ψυχρώ, δολοφονία»·
«περιμένουμε να συμβεί το, προ πολλού, αναμενόμενο»·
«η, ούτως ή άλλως, διχασμένη αριστερά»·
«είναι αλήθεια ότι οι, προς το παρόν, πολύ λίγοι ερευνητές»·
«όσοι άλλοι κόπτονται υπέρ της, πάση θυσία, ελληνοτουρκικής φιλίας»·
«αυτοί οι, κατά τα άλλα, φιλοευρωπαίοι»·
«ο, εξ Ανατολών τάχα, αντίλογος»·
«οι, κατά τα φαινόμενα, αυτόχειρες» (=οι φαινομενικά αυτόχειρες)·
«μια στοργική αγκαλιά για τη, δικαιωθείσα, Ρούλα Πατεράκη»·

«ο, μόνιμα αποβληθείς, Ζινεντίν Ζιντάν ήταν ένας από τους στόχους των μαινόμενων οπαδών»: πρέπει εντέλει να αποφασίσουμε: ή δεν χρειάζονται οι λέξεις που είναι εδώ ανάμεσα σε κόμματα ή τότε δεν χρειάζονται τα κόμματα·

«έχω καθίσει σε, τρόπος του λέγειν, πολυθρόνες»: και εδώ, δεν λέει τίποτα σκέτο το: «έχω καθίσει σε πολυθρόνες»· η ευρηματική διατύπωση «τρόπος του λέγειν πολυθρόνες» δηλώνει, φυσικά, άθλιες, ελεεινές (=επίθετα) πολυθρόνες, ξεχαρβαλωμένα καθίσματα που ο Θεός να τα κάνει πολυθρόνες·

«διαμάχη με αντικείμενο την ευστοχία ή την αστοχία της, ευφάνταστης πράγματι, μετάφρασης» (εδώ επιβάλλεται τουλάχιστον να μπει τόνος στο «αστοχία τής», γιατί αλλιώς το άρθρο διαβάζεται σαν κτητικό)·

«το Ισραήλ, αυτός ο, μέχρι χθες, σμπίρος των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή»·
«το “όραμα” όλων των, κατά καιρούς, αμερικανικών κυβερνήσεων»·
«η, τολμηρή, μετάφραση του Χ»: και ιδού που με αυτήν τη μόδα φτάσαμε να χωρίζουμε ακόμη και κανονικό επίθετο· όπως και:
«καταλήγουν σε, έντυπες και ηλεκτρονικές, εκδόσεις»· κι άλλο ακόμη:
«να δουλεύουν σοβαρά (και όχι στα, εκσυγχρονιστικά, λόγια) για μια όντως ισχυρή Ελλάδα».
Άλλες φορές, αν διαβάσουμε χωρίς τις λέξεις μες στα κόμματα, νόημα δεν βγαίνει:
«λεφτά από, άξιες προς έρευνα, πηγές»=«λεφτά από πηγές»!
«ο Χ… διδάσκει την, για πολλούς απόκρυφη, αυτή τέχνη»=«διδάσκει την αυτή τέχνη»!

Και άλλες, τέλος, φορές βγαίνει λάθος νόημα:

«ο Χ όμως δεν ανήκει στους, θορυβωδώς, παραιτηθέντες»: δηλαδή παραιτήθηκε και ο Χ, αλλά χωρίς να δημιουργήσει θόρυβο: αυτό ήθελε να πει η πρόταση· αν όμως παραλείψουμε και εδώ τη λέξη ανάμεσα στα κόμματα, θα έχουμε όχι απλώς λειψό νόημα αλλά λάθος πληροφορία, πως ο Χ δεν παραιτήθηκε καν!

Αυτά κάνουν τα άτιμα τα κόμματα: εκεί ακριβώς που εμείς φροντίζουμε με τη στίξη (γιατί οπωσδήποτε φροντίδα είναι η στίξη) να αποτυπώσουμε λεπτές διαφορές, αυτά δυναμιτίζουν άκαρδα κάθε προσπάθειά μας.

Υπάρχει όμως συνέχεια.


* Πλήρη όμως παρανόηση ακόμα και της έννοιας του υπερβατού αποτελεί η ακόλουθη διατύπωση: «θα απαγόρευε το ρεπορτάζ στους συντάκτες κάθε, της Ελευθεροτυπίας συμπεριλαμβανομένης, εφημερίδας».

buzz it!

71. Η απόλυτη εξουσία του κόμματος

Τα Νέα, 24 Νοεμβρίου 2001

Στο προηγούμενο είδαμε μια παροδική, ελπίζω, τάση να σημειώνεται ανάμεσα σε κόμματα οτιδήποτε μοιάζει να «περισσεύει» από το κυτταρικό σχήμα άρθρο-όνομα: π.χ. «η, εν ψυχρώ, δολοφονία», ενώ οι λέξεις ακριβώς που μπήκαν εδώ ανάμεσα σε κόμματα είναι το νέο στοιχείο που έχουμε να πούμε κάθε φορά, είναι δηλαδή κάτι σαν επίθετο που προσδιορίζει το όνομα. Είδαμε έτσι ότι ένα παραπανίσιο κόμμα δεν είναι πάντοτε θέμα απλό· γενικότερα, το κόμμα δεν είναι θέμα ορθογραφικό, αλλά συντακτικό, που σχετίζεται με το νόημα –και φυσικά δεν είναι θέμα αισθητικής, και άρα υποκειμενικό, όπως θεωρείται συχνά και από πολλούς η στίξη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Το θέμα της στίξης και ειδικότερα του κόμματος είναι οπωσδήποτε τεράστιο, και όλες οι γραμματικές ομολογούν ότι δεν είναι δυνατόν να κωδικοποιηθούν όλες οι χρήσεις. Και εδώ συμφωνούν, μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό, ακόμη και οι πιο έμπειροι και ειδικοί χρήστες, ακόμη και οι επαγγελματίες γραφιάδες, ή και οι επαγγελματίες διορθωτές: εμείς οι ίδιοι λ.χ. οι διορθωτές, ακόμη και σε δικό μας κείμενο, βάζουμε, βγάζουμε και ξαναβάζουμε, ατέλειωτα, ένα ρημάδι κόμμα, αμήχανοι και αναποφάσιστοι, κάποτε και σε πλήρη σύγχυση. Φοβούμαι όμως ότι αυτή η αντικειμενική αδυναμία γίνεται συχνά άλλοθι για έναν άκριτο υποκειμενισμό ή και αδιαφορία απέναντι στο ουσιαστικότατο αυτό θέμα.

Πάντως, πέρα από το σημαντικό αλλά σχετικά μικρό πεδίο της αντικειμενικής δυσκολίας να προβλεφθούν και να αντιμετωπιστούν όλες οι περιπτώσεις, υπάρχουν, αλίμονο, περιπτώσεις απολύτως κωδικοποιημένες και σαφέστατα διατυπωμένες σε όλες ανεξαιρέτως τις γραμματικές. Και αυτές καταρχήν οι περιπτώσεις δεν νοείται να ξεφεύγουν από εμάς τουλάχιστον τους επαγγελματίες διορθωτές –μια και μεσολαβούμε ανάμεσα στον συντάκτη οποιουδήποτε κειμένου και στον αναγνώστη, και το κόμμα είναι το ελάχιστο που μπορούμε επιτέλους να διορθώσουμε, ώστε να αποδίδεται αβίαστα το νόημα, και πολύ περισσότερο να αποδίδεται ακριβώς το επιθυμητό νόημα, και όχι κάποιο παραπλήσιο ή και αντίστροφο.

Θα σταθώ σε δύο βασικές και συστηματικές παρανοήσεις, παιδιά δύο εγκληματικά ανεύθυνων δασκαλίστικων ρήσεων: (1) ότι βάζουμε πάντοτε κόμμα πριν από το που, και (2) ότι ποτέ δεν βάζουμε κόμμα πριν από το και. Διεκδικούν χαρακτήρα αυτονόητου αυτές οι ρήσεις, ενώ εξίσου προφανές είναι –ή θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι– αυτό που τονίζουν, όπως είπα, όλες οι γραμματικές, αυτό που προκύπτει από την καθημερινή χρήση, αν ακούγαμε έστω τη φωνή μας, πως πάρα πολύ συχνά δεν μπαίνει κόμμα πριν από το που και εξίσου συχνά μπαίνει κόμμα πριν από το και.

1. Όχι κόμμα πριν από το «που»

Αυτό που σου είπα να το ξεχάσεις
Τα νέα που άκουσα με θορύβησαν
Το βιβλίο που διάβασα ήταν βαρετό


είναι λίγες από τις άπειρες εκφράσεις όπου δεν μπαίνει κόμμα πριν από το που.

Δεν μπαίνει δηλαδή κόμμα όταν η πρόταση που εισάγεται με το που είναι βασικός προσδιορισμός, στοιχείο δηλαδή απαραίτητο για τον προσδιορισμό του υποκειμένου της κύριας πρότασης:

(α) Η ταινία που είδα χτες ήταν εξαιρετική: αν έμπαιναν κόμματα εδώ, θα είχαμε για κύρια πρόταση το εξής ασαφές: «Η ταινία ήταν εξαιρετική» (=ποια ταινία;), ενώ στη φράση:

(β) Αυτή η ταινία, που την έθαψαν όλες οι κριτικές, είναι εξαιρετική, τα κόμματα είναι επιβεβλημένα. Τόσο απλά.

Και τι πειράζει ένα παραπανίσιο κόμμα; Ιδού:

«οι ΗΠΑ απείλησαν ότι θα βομβαρδίσουν όλες τις χώρες, που υποθάλπουν την τρομοκρατία»: όχι, οι ΗΠΑ δεν θα βομβαρδίσουν όλες τις χώρες του πλανήτη, επειδή τάχα όλες ανεξαιρέτως υποθάλπουν την τρομοκρατία, αλλά κάποιες συγκεκριμένες, εκείνες που υποθάλπουν την τρομοκρατία·

«τα φάρμακα, που λαμβάνονται σε ανεξέλεγκτες δόσεις, είναι θανατηφόρα»: δεν είναι θανατηφόρα τα φάρμακα, ίσα ίσα μας γιατρεύουν, και γι’ αυτό άλλωστε τα παίρνουμε –όχι όμως σε ανεξέλεγκτες δόσεις·

«η καλή πράξη, που γίνεται με το ζόρι, παύει να είναι καλή πράξη»: αν διαβάσουμε χωρίς την παρένθετη φράση, έχουμε απλώς μια παραδοξολογία: «η καλή πράξη παύει να είναι καλή πράξη»· το ίδιο και χειρότερο συμβαίνει στο ακόλουθο:

«οι ηθικολογικές εξάρσεις εκείνων, που τις αποκαλύπτουν, καλλιεργούν ένα κλίμα ολοκληρωτισμού και σκοταδισμού»: τι σημαίνει τάχα: «οι ηθικολογικές εξάρσεις εκείνων καλλιεργούν…»;

«το τυρί, που έχει αρχίσει να μουχλιάζει, πρέπει να το πετάμε αμέσως»: αλίμονο αν πετάγαμε έτσι το τυρί· τότε γιατί το αγοράσαμε;

«η γνωστή τραγουδίστρια δήλωσε ότι δεν της αρέσουν οι άντρες, που μιλάνε με το τσιγάρο στο στόμα»: δεν είναι ομοφυλόφιλη η γνωστή τραγουδίστρια· απλώς δεν της αρέσει μια συγκεκριμένη μερίδα αντρών, τόσο μόνο.

2. Οπωσδήποτε κόμμα πριν από το «και»

Στο θέμα τού και πρέπει να ακούσουμε, όπως είπα, τη φωνή μας, ή να ξαναδιαβάσουμε, σαν αναγνώστες πια, αυτό που γράψαμε. Στην πολύ απλή πρόταση:

Μπήκε η Χαρά και ο Μανόλης, και ύστερα μπήκε η Νέλλη
μιλούμε για πρόσωπα που όλα έκαναν την ίδια πράξη, που όλα μπήκαν στον ίδιο χώρο, κατά την ίδια περίσταση και για τον ίδιο σκοπό, άρα με το και συνδέουμε ίδια, φαινομενικά, πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά δεν συνδέουμε με τον ίδιο τρόπο, και γι’ αυτό απαιτείται κόμμα πριν από το και. Ενώ αλλιώς:

«ήταν μέγας εραστής των τεχνών, αγαπούσε τη μουσική, το θέατρο, την ποίηση, τον κινηματογράφο και το χορό πάνω απ’ όλα»: τι πάνω απ’ όλα; τον κινηματογράφο μαζί με το χορό; ή μόνο το χορό; Θέλει λοιπόν κόμμα, και εδώ, πριν από το και.

Ξεκίνησα με την απλούστερη περίπτωση, παρωνυχίδα στη σχετική παράβαση. Πιο σοβαρή είναι η παράλειψη του κόμματος όταν πρέπει να κλείσει κανονικά κάποια δευτερεύουσα, παρενθετική πρόταση που άνοιξε με κόμμα:

«υπέγραψαν, με την ιδιότητά τους αυτή και την έκκληση προς τον διεθνή οργανισμό»: έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται κάποτε να κλείσει η παρένθεση που άνοιξε με το κόμμα, να μπει δηλαδή κόμμα πριν από το και·

«κοιταχτήκαμε ερωτηματικά, μόλις ανοίξαμε το δέμα και καταλάβαμε το τεράστιο λάθος που είχε γίνει»: δεν ανοίξαμε πρώτα το δέμα, καταλάβαμε το λάθος, και τότε κοιταχτήκαμε, αλλά ανοίξαμε, κοιταχτήκαμε, και τότε, από το βλέμμα καθενός, από την έκφραση στο πρόσωπο του καθενός, τότε πια καταλάβαμε πως είχε γίνει λάθος.

Λεπτομέρειες; Πάμε παρακάτω, σε σοβαρές παρανοήσεις:

«κυριαρχούσε ο ρυθμός και μια περίπλοκη κίνηση διαρκής και υστερική και βεβαίως ο υπέροχος λόγος του Ευριπίδη στη μετάφραση του Χειμωνά πήγε περίπατο»: εδώ διαβάζουμε ότι σε μια παράσταση κυριαρχούσε: (α) ο ρυθμός, (β) η περίπλοκη κίνηση, και (γ) ο υπέροχος λόγος του Ευριπίδη στη μετάφραση του Χειμωνά… –αλλά όχι, τώρα μόλις, στο τέλος αυτής της μακροσκελούς αλλά απολύτως βατής συντακτικά περιόδου, ανακαλύπτουμε πως όχι, δεν κυριαρχούσε και ο υπέροχος λόγος (όπως ακριβώς συνέδεσε το «και» με τα προηγούμενα, και αφού δεν υπήρξε κόμμα, να διακόψει τη σύνδεση)· αντίθετα, ο υπέροχος λόγος πήγε περίπατο·

«ούρλιαζαν τα σκυλιά και τα παιδιά, χωμένα κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έτρεμαν απ’ το φόβο τους»: εδώ αργούμε να καταλάβουμε πως τα παιδιά δεν έκαναν χορωδία με τα σκυλιά, ουρλιάζοντας κι αυτά, μα ίσα ίσα έτρεμαν απ’ το φόβο τους.

Σ’ αυτή δηλαδή την περίπτωση, με το και συνδέονται σκόπιμα, για λόγους ύφους, προτάσεις διαφορετικές, αντιθετικές, προτάσεις που θα μπορούσαν να χωρίζονται με άνω τελεία ή και με τελεία· σ’ αυτή την περίπτωση, όταν μιλούμε, επειδή ακριβώς αλλάζει το νόημα, αλλάζει και ο τόνος της φωνής, και αυτή την αλλαγή (με τη μεγάλη πλέον παύση) αποτυπώνει στον γραπτό λόγο το κόμμα. Αλλιώς, νομίζουμε προς στιγμήν ότι το πρώτο ρήμα απλώνει την ενέργειά του και στην επόμενη πρόταση, μετά το και –για την ακρίβεια, δεν έχουμε καν αντιληφθεί ότι περάσαμε σε άλλη πρόταση, όπου θα αλλάξει το ρήμα, άρα η ενέργεια, άρα το νόημα.

Άλλο παράδειγμα:
«ήταν δύσκολη περίοδος για τα μικρά καταστήματα και τα συνοικιακά σουπερμάρκετ, όπως και στις μεγαλύτερες πόλεις, φύτρωναν το ένα μετά το άλλο»: κι εδώ, δεν ήταν δύσκολη περίοδος και για τα σουπερμάρκετ· αντίθετα, τα σουπερμάρκετ θριάμβευαν εις βάρος των μικρομάγαζων· ίδια είναι και τα επόμενα:

«ασχολήθηκε πια συστηματικά με την κολύμβηση και το τένις, έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια, ήταν πια παρελθόν γι’ αυτόν»: δεν ασχολήθηκε με το τένις, μαζί με την κολύμβηση, όπως επιτάσσει η σύνδεση με το και· ίσα ίσα, έπαψε να ασχολείται με το τένις, κι αυτή την τεράστια διαφορά καλείται να την αποτυπώσει ένα απλό κόμμα·

«στην καινούρια παραγωγή του ζωγράφου κυριαρχούσε το λευκό χρώμα και το μαύρο, μαζί με μια περιορισμένη γκάμα του γκρίζου, περιοριζόταν να τονίζει κάποιες επιμέρους αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες»: δεν κυριαρχούσε το μαύρο μαζί με το λευκό· αντίθετα, το μαύρο περιοριζόταν… κτλ.

Τα υπόλοιπα, που δεν είναι και λίγα, στις γραμματικές μας.

buzz it!

72. Μικρά ορθογραφικά

Τα Νέα, 8 Δεκεμβρίου 2001

Φίλοι αναγνώστες και συνάδελφοι που από παλιά με παρότρυναν να ασχοληθώ με ορισμένα κοινά ορθογραφικά σφάλματα, έπειτα από τα δύο τελευταία άρθρα μου για τη χρήση του κόμματος (α, β), και μολονότι σημείωνα πως η στίξη γενικότερα είναι θέμα γραμματικοσυντακτικό και όχι ορθογραφικό, «με τσάκωσαν», όπως είπαν, και επανήλθαν. Η αλήθεια είναι πως έχω ήδη ασχοληθεί με ορθογραφικά θέματα, με αφορμή κυρίως το λεξικό Μπαμπινιώτη και μια γενικότερη τάση «καθαρισμού» που εμφανίζεται τελευταία στον Τύπο, όπου γράφονται λόγου χάρη χωριστά, σαν δύο λέξεις, ακόμα και τα αρχαία εξαπίνης και διό, ή μασκαρεύονται με αποστρόφους τύποι όπως: «ξανά’δα», «κάν’τε» και «κινάν’».

διαβάστε τη συνέχεια...

Η τάση αυτή με απασχόλησε συχνά, επειδή μαρτυρεί κατά κανόνα γλωσσοϊδεολογικές επιλογές, και δεν περιορίζεται, φυσικά, στην ορθογραφία, αλλά διαπρέπει και στη μορφολογία και στη φωνολογία, με όλα αυτά τα «ηρνείτο» και «κινείτο», τα «βιάσθηκε» (για τη βιασύνη κι όχι για το βιασμό) και «διώχθηκε» (για το «διώχνω» κι όχι για το «διώκω»). Διαφορετικά, αν το θέμα ήταν απλώς η ορθογραφία, την ίδια γεύση θα έχει πάντα το κουλούρι, είτε γραφτεί έτσι, με ένα λάμδα, όπως το έχουν όλα τα λεξικά, είτε με δύο, όπως το προτιμά το λεξικό Μπαμπινιώτη, είτε με τρία και με δεκατρία· και την ίδια δουλειά θα κάνει πάνω στην πληγή το τσιρότο, ακόμα κι αν το γράψουμε τσηρώτο, πάλι κατά Μπαμπινιώτη, ή και «τσυιρώτο» και «τσοιρότο» κι όποιον άλλο συνδυασμό φανταστεί κανείς, ακόμα κι αν το πούμε και το γράψουμε «λεμόνι» ή «βιτριόλι», αρκεί να έχουμε προηγουμένως συνεννοηθεί για τι πράμα μιλάμε, να υπάρχει δηλαδή μεταξύ μας αυτή η σύμβαση –διότι σύμβαση κατεξοχήν είναι ως γνωστόν και η γραφή και η ορθογραφία.

Θα κλείσω σήμερα με επιμέρους ορθογραφικά θέματα, που άλλα είναι προϊόν απλής παρανόησης και άλλα σχετίζονται με την τάση «καθαρισμού» που ανέφερα.

1. Ιδιαίτερα πολύπαθο είναι το να τος και να τον, να τη, να το, να τοι και να τους, να τες, να τα. Δηλαδή:

να τος ο Θωμάς, να τη πετιέται κτλ.

Δηλαδή: το δεικτικό να μαζί με αντωνυμία.* Ώς εδώ δεν θα ’πρεπε να υπάρχει κανενός είδους σύγχυση. Έχουμε όμως και τα:

να με, ήρθα· να σε, εδώ στη φωτογραφία, σε γνώρισα κτλ.,
πάλι δεικτικό με αντωνυμία, και –δεν ξέρω μέσα από ποιον περίπλοκο μηχανισμό– το: να μαστε, ήρθαμε, στη θέση του παλαιότερου να μας (και να σαστε, στη θέση τού να στε). Εδώ παρουσιάζεται σύγχυση με το ρήμα είμαι, καθώς ομοηχούν το να με / να ’μαι, να σε / να ’σαι. Συγχέεται δηλαδή το να με, γύρισα, με το πρέπει να ’μαι έτοιμος ώς το βράδυ· το να σε, σε βλέπω, μην κρύβεσαι, με το θα ’θελα να ’σαι πιο ξύπνιος κ.ο.κ. Έτσι, γράφεται συχνότατα ο ρηματικός τύπος αντί για την αντωνυμία («να ’μαι, ήρθα»), παρά το γεγονός ότι εδώ δεν έχει καμία θέση νοηματικά το ρήμα.

Αν όμως είναι ευεξήγητη αυτή η παρανόηση, τι στην ευχή θυμίζει τάχα η αντωνυμία τον, την, το, και γράφεται «να ’τον, να ’τη, να ’το», έτσι, με απόστροφο, λες κι έχουμε αφαίρεση, έκθλιψη ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο; Και τι μπορεί τάχα να λείπει στην έκφραση: «να ’σου τον πάλι ο κ. Χ», και σημειώνεται απόστροφος στη γενική «σου»;

2. Έγραψα μέσα στην παρένθεση πιο πάνω σ’ τ’ ορκίζομαι, και σχεδόν δεν το αναγνωρίζω, αφού το βλέπουμε συνέχεια γραμμένο «στ’ ορκίζομαι». Έτσι βλέπουμε και το «θα στο δώσω στο σπίτι», όπου συγχέονται δύο διαφορετικά πράγματα, η αντωνυμία σου στην πρώτη περίπτωση (θα σου το δώσω=θα σ’ το δώσω, πάντα με απόστροφο λοιπόν) με την πρόθεση σε, που κρύβεται νομίμως στη δεύτερη περίπτωση (σε+το σπίτι=στο σπίτι).

3. «Προχωρείστε» και «τηλεφωνείστε» διαβάζουμε εξίσου συχνά. Εδώ πιστεύεται ίσως ότι το -ήστε είναι κατάληξη, οπότε σημειώνεται το -ει της κατάληξης της υποτακτικής: να προχωρήσ-εις, να τηλεφωνήσ-εις. Όμως έχουμε το -η του θέματος, και όχι κατάληξη· δηλαδή το προχωρήστε και το τηλεφωνήστε, με -η, είναι συγκεκομμένος τύπος τού προχωρήσ-ετε και του τηλεφωνήσ-ετε. (Και ωχ, τι μαρτύρησα τώρα, και θα τα δούμε πια κι αυτά γραμμένα με απόστροφο: «προχωρήσ’τε», «τηλεφωνήσ’τε»!)

4. Λέμε και γράφουμε ο παρών, η παρούσα, το παρόν. Και με οδηγό το παρόν συνέδριο ή το παρόν βιβλίο γράφεται πολλές φορές ότι ο τάδε «έδωσε το παρόν», ενώ εκείνος τίποτα δεν έδωσε, κανένα αντικείμενο γένους ουδετέρου, παρά ήταν «παρών», έδωσε το παρών στην εκστρατεία εκείνη, στον αγώνα κτλ.

5. Ας τελειώνω όμως πια τα αλλιώς ατέλειωτα, μ’ ένα λάθος που ξεφεύγει από τα αμιγώς ορθογραφικά, σχετίζεται άμεσα με την τάση «καθαρισμού», και μας επαναφέρει έτσι ομαλά, από τα Μικρά Ορθογραφικά, στην πεπατημένη της σειράς αυτής, στα Μικρά Γλωσσικά, ενώ παράλληλα με συγκινεί… προσωπικά, για λόγους προφανείς:

Λέμε πως
(α) χάρη στον Νίκο έχω αυτήν τη θέση σήμερα, και
(β) για χάρη του Νίκου έκανα τόσες θυσίες:
δύο διαφορετικά πράγματα δηλαδή, με διαφορετική πρόθεση (σε - για) και διαφορετική πτώση (αιτιατική - γενική), απλούστατη και φυσική εξέλιξη των παλαιότερων: χάρις εις και [προς] χάριν τού. Μα νά που μας ξινίζει ξαφνικά αυτό το χάρη, μας φαίνεται πολύ «μαλλιαρό». Πάμε λοιπόν κι εδώ πίσω, και επαναφέρουμε το χάρις. Επειδή όμως δεν είναι, φυσικά, ανεκτό στο αφτί μας το χάρις στο, τρώμε την πρόθεση και ησυχάζουμε: «χάρις το οποίο» διαβάζω όλο και πιο συχνά! Πρέπει λοιπόν να διορθώσουμε: «χάρις στο…», για να κάνουμε ξανά, άφρονες, εκούσιοι Σίσυφοι, την ίδια, παμπάλαιη διαδρομή, όπως ξεκίνησε από το

χάρις εις το → χάρις σε+το → χάρις στο → χάρη στο

Και γίνεται πια αυτό το χάρις πασπαρτού, αντικαθιστά ακόμα και το χάριν+γενική, κι έτσι, στο ίδιο κείμενο, πιο κάτω από το «χάρις το οποίο» (=χάρη στο οποίο), διαβάζω και «χάρις των οποίων…» (=χάριν των οποίων / για χάρη των οποίων)!

Ή, για να ολοκληρωθεί η σύγχυση, μπαίνει το χάριν στη θέση τού χάρις: σε υπερπολυτελή έκδοση ποιημάτων το προλογικό σημείωμα κλείνει με τη δήλωση πως η έκδοση πραγματοποιήθηκε «χάριν της βοήθειας των τάδε» (=χάρη στη βοήθεια)· και «οι πύραυλοι Κρουζ έχουν γίνει τα αγαπημένα όπλα [...] χάριν της ικανότητάς τους να χτυπάνε στόχους» (=χάρη στην ικανότητά τους).

Αλίμονο, δουλειά δεν είχε ο διάολος… Κι ας διαβαστεί και αυτοκριτικά αυτό.


* Επί τη ευκαιρία, καλό θα ’ταν να τονίζεται το δεικτικό νά, και μαζί και το ορκωτικό μά: σ’ τ’ ορκίζομαι, μά το Θεό!, και κυρίως το προτρεπτικό γιά: γιά έλα εδώ!, που συχνά δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στην τελική πρόταση: Για να δούμε τις συνέπειες, θα ’πρεπε να μελετήσουμε… και την προτροπή: Γιά να δούμε τις συνέπειες: πρώτον, δεύτερον… κτλ.

buzz it!

19/4/07

73. Μιλάμε άραγε αγγλικά; [α΄]

Τα Νέα, 22 Δεκεμβρίου 2001

Με την πρόταση της Άννας Διαμαντοπούλου, της ελληνίδας επιτρόπου στην Ενωμένη Ευρώπη, να καθιερωθεί δεύτερη επίσημη γλώσσα η αγγλική αναταράχτηκαν και πάλι τα ύδατα. Η αλήθεια είναι πως ο ζοφερός ισλαμικός φονταμενταλισμός των ημερών καθώς και ο πραγματικός πόλεμος, όσο κι αν γίνεται κάπου μακριά, στο Αφγανιστάν, και είναι κι αυτός κατεξοχήν τηλεοπτικός, άφησε ελάχιστο χώρο για τους ημέτερους φονταμενταλιστές και πολεμάρχους. Απ’ την άλλη, δεν τους έκανε και κανένας το χατίρι να συμπαραταχτεί με την κ. Διαμαντοπούλου και την απλώς άτοπη και αστόχαστη πρότασή της, κι έμειναν έτσι να τα λένε μόνοι τους. Για λίγο, πάντως, όλα έδειχναν πως, άντε, βρήκαμε και πάλι μαλλί να ξάσουμε, θ’ ανάψουν πάλι τα αίματα. Ξεκρεμάστηκαν τα καριοφίλια απ’ τον τοίχο, βγήκαν τα λάβαρα απ’ τα σεντούκια (ψέματα λέω, έτοιμα πίσω απ’ την πόρτα και πλάι στο τηλέφωνο είναι πάντα), και τσουπ, να μη λείψει κανείς από το προσκλητήριο που βαράει η σάλπιγγα των τηλεοπτικών παραθύρων, από τον υπέρ πάντων αγώνα στον οποίο μας καλεί ακόμα και η κραυγή του Ταρζάν στη «Ζούγκλα» του Τριανταφυλλόπουλου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ξανά λοιπόν στο μετερίζι, με τα γνωστά του πάντα όπλα ο καθένας, από τον μελοδραματισμό και το δάκρυ του Σαρτζετάκη: «καημένη Ελλάδα, γλυκιά μας Πατρίδα, είσαι ορφανή» (Καθημερινή 20.11.01), ώς την από καθέδρας χλεύη του Ζουράρι: «αφασικά λιγούρια» και –το ευρηματικό πάντως– «εκσυγχρονιστήρια» (Ελευθεροτυπία 5.12.01). Γράφτηκαν λοιπόν και ειπώθηκαν όλα τα γνωστά, με έμφαση στον κίνδυνο για την επικράτηση της αγγλικής γλώσσας, όπως τον υπέβαλλε η πρόταση της κ. Διαμαντοπούλου. Και τέλος καλό όλα καλά, αφού, όπως είπαμε, κανένας δεν συντάχτηκε με την εν λόγω πρόταση, κι έτσι ατόνησε αναγκαστικά και έσβησε το πολεμικό μένος των ταγών.

Τι έμεινε; Αυτό που μένει πάντοτε, έτοιμο να ανακυκλωθεί σε πρώτη ευκαιρία: ο φόβος δηλαδή πως θα εξαγγλιστούμε πλήρως, πως θα χάσουμε τη γλώσσα μας –και την ψυχή μας. Και η συνταγή για να σωθούμε ήταν, άλλη μία φορά, η επιστροφή στις ρίζες, η καταφυγή στα αρχαία, που καταργήθηκαν, λέει, στα σχολειά μας, όπως μας το τόνισαν και πάλι, από τον Θέμο Αναστασιάδη, τον παλαιό αλβανοφάγο και νεότευκτο εθνοδηγό, που διέπρεψε και στον χριστοδουλικό πόλεμο των ταυτοτήτων, ώς τους πάγιους επιστολογράφους της Καθημερινής, κατά κανόνα αποστράτους, που άλλα σύνορα φυλάνε ακόμα. (Παρένθεση: ίσως θα ’πρεπε, κατά το πρότυπο λ.χ. του Δικτύου 21, να αρχίσουμε κι εμείς, με πρώτο το αρμόδιο υπουργείο παιδείας, τις αγωγές και τις μηνύσεις σε όσους επιμένουν να διακινούν αυτό τον καινούριο συλλογικό μύθο, ή μάλλον το κραυγαλέο ψέμα για την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων· μήνυση λοιπόν, αλλά και κλήση σε δημόσια αντιπαράθεση των δικών τους αρχαίων με τα αρχαία που διδάσκονται σήμερα, σχεδόν από το δημοτικό.)

Αλλά κακά τα ψέματα: αν φύγουμε από τον εύκολο ίσως στόχο που μας δίνει ο κ. Σαρτζετάκης με τα περί αναδέλφων, ορφανών και με την καθαρεύουσάν του, ή ο κ. Ζουράρις με το «εγγλωττογαστόρων γένος» και τα «κρέμβαλα» και την «καλλίπυγον μαγωδία»,* οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η ανησυχία για την επικράτηση της αγγλικής γλώσσας υπάρχει ευρύτερα, αν όχι ευρύτατα. Και φυσικά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως δεν έλειψαν ποτέ και ούτε λείπουν οι λόγοι: η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, η δεδομένη αμερικανική πολιτικοοικονομική κυριαρχία αλλά και η κυρίαρχη αμερικανική κουλτούρα, ώς τις απλούστερες και πλέον απτές εκφάνσεις τους: αγγλικές και γενικότερα ξενόγλωσσες επιγραφές καταστημάτων, ονομασίες τηλεοπτικών καναλιών, ραδιοσταθμών και περιοδικών κτλ.· όλοι τα βλέπουμε, πολλοί μας τα λένε, συντάσσουν συχνά καταλόγους που με την καταιγιστική παράθεση ξένων ονομάτων σού κόβουν τα ήπατα· καταγγέλλεται, ακόμα και από νηφάλιους αυτήν τη φορά και έγκυρους διανοουμένους, γενικά η μουσική για τους νέους, η ροκ και η ραπ μουσική,** και γενικότερα η νεανική κουλτούρα, που μιλάει, λένε, αγγλικά.

Και είναι βεβαίως αλήθεια όλα αυτά, είναι αντικειμενικά στοιχεία. Είναι δηλαδή αντικειμενικοί οι λόγοι που εμπνέουν την ανησυχία. Μόνο που αυτά τα αντικειμενικά στοιχεία «διαβάζονται» υποκειμενικά, που σημαίνει, εντέλει, λάθος.

Τι εννοώ; Ότι όλοι βλέπουμε και αγγλικές επιγραφές και αγγλικές ονομασίες, και όλοι βλέπουμε, μάλλον ακούμε, την αγγλική ροκ και ραπ και χιπ-χοπ και ό,τι άλλο. Δεν γίνεται όμως να μη βλέπουμε μαζί και τ’ άλλα, όχι για να επαναπαυόμαστε σώνει και καλά χαζοχαρούμενοι, αλλά για να μπορούμε να τοποθετήσουμε σωστά το όποιο πρόβλημα και να προχωρήσουμε σε σωστό σχεδιασμό για την αντιμετώπισή του.

Σ’ αυτή την προσπάθεια για μια αντικειμενική καταγραφή πρώτα και έπειτα για μια νηφάλια τοποθέτηση, πρέπει να δούμε, πλάι στην πλημμυρίδα των αγγλικών επιγραφών και ονομασιών, τη σημερινή, καινούρια, άλλου τύπου πλημμυρίδα, όχι απλώς ελληνικών αλλά και εξεζητημένων, θα έλεγα, ονομασιών, όπως το Ζωοφιλείον, η Μυία, το Καλλίχωρον και το Καλλίγευστον· και πλάι στα αγγλόφωνα συγκροτήματα ραπ και ροκ να δούμε όχι απλώς την ελληνόφωνη γενική μουσική κουλτούρα, καλή ή κακή αδιάφορο, από τον Ρουβά και τη Βίσση ώς την Αρβανιτάκη, αλλά ακόμα και την εγχώρια ποπ ή και ροκ ή και ραπ μουσική, που κι αυτή μιλάει ελληνικά, από τον Παπακωνσταντίνου και τον Μαχαιρίτσα ώς τα Ξύλινα Σπαθιά και τις Τρύπες. Το θέμα δεν είναι προφανώς αριθμητικό, ποσοτικό, για έναν εμπεριστατωμένο λογιστικό ισολογισμό· είναι θέμα ουσίας, και είναι θέμα –ας το πω– δικαιοσύνης, που μας επιβάλλει μια τοποθέτηση καταρχήν ρεαλιστική, που σημαίνει –κι αυτό θα το πω– ηθική.

Ειδικά για τις ονομασίες και τις επιγραφές και για τη μουσική, θα επανέλθω.

* Άνοιξα κι εγώ λεξικό για να μαθαίνω, και είδα πως «μαγωδία» είναι ένα είδος άσεμνης παντομίμας· αν είναι δηλαδή καλό το λεξικό μου, «καλλίπυγος μαγωδία» είναι μια «παντομίμα με ωραίους γλουτούς»; Και επίσης, «τα θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι εκάστοτε Ισχυροί» είναι εγκαίνια που τα εγκαινιάζουν οι Ισχυροί; –εφόσον θυρανοίξια ίσον εγκαίνια, εγκαίνια ναού!

** Ένα λάθος σχεδόν αδιόρατο, που μοιάζει να έχει επικρατήσει, είναι η ροκ / η τζαζ μουσική κτλ., αντί για το σωστότερο μουσική [της] ροκ, μουσική [της] τζαζ κτλ. Σίγουρα αποτελεί μετάφραση του rock / jazz music, που εδραιώθηκε όμως, κατά τη γνώμη μου, χάρη στο νόμο της αναλογίας: ο προσδιορισμός π.χ. ροκ βρέθηκε, έστω μέσω μετάφρασης, στην πλέον εύλογη θέση, τη θέση του επιθέτου, όπως δηλαδή λέμε κλασική / ελαφρά / λαϊκή κτλ. μουσική.

buzz it!

74. Cu 2night, ή Έμπλεων και Μυία; ["μιλάμε αγγλικά"; β΄]

Τα Νέα, 5 Ιανουαρίου 2002

Το κείμενο με το οποίο έκλεινα την περσινή χρονιά είχε τίτλο ερωτηματικό: «Μιλάμε άραγε αγγλικά;» και έβαζε ακριβώς ένα ερωτηματικό στην παλιά αλλά αυξανόμενη ανησυχία ότι η ελληνική γλώσσα υποχωρεί μπροστά στην παγκυριαρχία της αγγλικής, ότι μέσα από τις ονομασίες καταστημάτων, λ.χ., ή μέσα από τη μουσική, ιδιαίτερα των νέων, μιλάμε πλέον αγγλικά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Επανέρχομαι, όπως είχα υποσχεθεί, πρώτα στις ονομασίες καταστημάτων. Εδώ ο ανησυχών λόγος απευθύνεται στην άμεση εμπειρία του καθενός. Και εδώ, ίδια όπως με τη διαδικασία εντοπισμού (αν όχι την παθιασμένη αναζήτηση) του λάθους, το μάτι μας έλκεται εύλογα από το διαφορετικό, το ξενικό εν προκειμένω, και εκεί πλέον παραμένει καθηλωμένο. Μετράμε έτσι τις οσοδήποτε πολλές ξενικές επιγραφές, παραμερίζουμε τις κοινωνικές και ιδεολογικές συνυποδηλώσεις, και έτσι ισοπεδώνονται στην κρίση μας πρακτικές λ.χ. ανάγκες και εκζήτηση, όλα βαφτίζονται εύκολα «ξενομανία», και εύκολα πια προτείνεται κι η θεραπεία: απαγόρευση και χωροφύλακας.


Το σύνθετο φαινόμενο των ξενικών ονομασιών το έχει θίξει μεταξύ άλλων ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος σε άρθρο του στο Βήμα (28.1.2001). Μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«οι κρεοπώλες [...] χρησιμοποιούν ελληνικά και όχι γαλλικά, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του πελάτη. Άλλοι χρησιμοποιούν ιταλικά, για να υπαινιχθούν την αυθεντικότητα του ιταλικού σχεδίου ή των ιταλικών γεύσεων. Και αν οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα αμερικανικά σύμβολα είναι γιατί πουλούν τη φαντασίωση της Αμερικής. Αν η φαντασίωση αυτή είναι πανίσχυρη (και υπάρχει πίσω της μια πραγματικότητα που την παράγει), καμία γλωσσική ρύθμιση δεν μπορεί να την αναχαιτίσει».

Δεν θα ’χε κανείς να προσθέσει τίποτε άλλο εδώ. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πρίσμα μέσα απ’ το οποίο και μόνο μπορεί να συζητηθεί το θέμα που μας απασχολεί. Θα υποκύψω ωστόσο στον πειρασμό να απαντήσω στους αριθμούς με αριθμούς, αν μπορεί έτσι να φανεί πόσο άτοπη και μάταιη είναι η τεχνική και εμπειρική αντιμετώπιση στην οποία μας καθηλώνει η καταμέτρηση λ.χ. των ξενικών ονομασιών. Ας μετρήσουμε λοιπόν κι από εδώ, προσπαθώντας παράλληλα να δούμε ποια είναι σήμερα η όντως κυρίαρχη τάση.

Παλαιότερα δεν θυμάμαι ποιος είχε επισημάνει ότι ο πρόωρα χαμένος σχεδιαστής μόδας Μπίλυ Μπο πουλούσε στην Ελλάδα ξενικό ακριβώς όνομα ενώ στο εξωτερικό πουλούσε το «Βασίλειος». Ήταν καίρια η επισήμανση αυτή, που φώτιζε την απλουστευτική κατηγορία περί ξενομανίας. Σήμερα θα αποτελούσε κοινό τόπο. Σήμερα, άλλος γνωστός σχεδιαστής πουλάει και στην Ελλάδα το δικό του «Βασίλειος». Και σήμερα, ως γνωστόν, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μεμονωμένη πράξη, που την υπαγορεύει αποκλειστικά το μάρκετιγκ: αναφέρομαι π.χ. σε συνονόματούς μου, που κοιμήθηκαν κάποια νύχτα Γιάννηδες και ξύπνησαν το πρωί Ιωάννης.

Πάμε όμως στις ονομασίες. Ανοίγω, ε όχι και τον Χρυσό οδηγό, ανοίγω το Αθηνόραμα: ο τομέας διασκέδαση πρέπει να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ας μετρήσω να δω, πεθαίνει πολύ η γλώσσα ή λίγο;

Αθροίζω, ονομασίες κινηματογράφων, θεάτρων, κλαμπ και μπαρ, μουσικών κέντρων και εστιατορίων κάθε είδους: 1.350, κι απ’ αυτές ελληνικές οι 885, ποσοστό 65,55%. Θα είχε ενδιαφέρον, πάντα για τους λάτρες των αριθμών και των ποσοστώσεων, να δει κανείς ξεχωριστά κάθε υποκατηγορία, και κυρίως να δει ανάμεσα στις ελληνικές ονομασίες την πανηγυρική παλινόρθωση τελικών -ν και τριτοκλίτων, και γενικότερα λογιότροπες, καμαρωτές κατασκευές, να δει πως όχι απλώς μιλάμε, φυσικά, ελληνικά, αλλά μπορεί και να παραμιλάμε.

Εδώ, δυστυχώς, μόνο κατά μεγάλες, γενικές κατηγορίες μπορώ να δώσω αριθμούς:

Κινηματογράφος: στις 89 ονομασίες (όχι αίθουσες, που πολλές μπορεί να είναι κάτω από μία ονομασία, π.χ. στα Multiplex) είναι ελληνικές οι 54, ποσοστό 60,7% –θα μπορούσε να ’ναι και καλύτερα.
–Ενώ στα 90 θέατρα, θρίαμβος, ελληνική ονομασία έχουν τα 81.
–Στα 165 clubs & bars, όπως τα γράφει το περιοδικό, τα ελληνικά είναι μόνο 44 (αλλά τι; πώς να λεγόταν δηλαδή το Half Note με την εξαιρετική του τζαζ; Τα τέλια του Μητσάρα;).
–Στα 159 μουσικά κέντρα (κατηγορία «Πίστες και προγράμματα») έχουν ελληνική ονομασία τα 131: ανάσταση.
–Και στα 847 εστιατόρια, τα 575: κι ας όψεται εδώ η ιταλική κουζίνα, με τα 40 ιταλικά της και το 1 μόνο με ελληνική ονομασία (κι αυτό Μακαρόνι: ώστε ματαίως το έπος του 40;). Ενώ, ζήτωσαν οι ψαροταβέρνες; 58, και όλες ελληνικές και μόνο. Και μεζεδοπωλεία με μουσική; 46, όλα Ελλάδα. Και ταβέρνες με μουσική; Μόνο ένα Village στο Νέο Ψυχικό μολύνει τις άλλες 37. Και στις 359 ταβέρνες και μεζεδοπωλεία γενικώς, 3 μόνο οι ξενικές ντροπές. Ανακουφιστήκαμε;

Αλίμονο όμως αν ζει ή πεθαίνει μια γλώσσα με τα ποσοστά. Κι αλίμονο αν οι αντιστάσεις της μετριούνται με παλιακά, αρχαιότροπα μασκαρέματα, με τελικά -ν και με τριτόκλιτα. Ιδού:

Από τις λόγιες και λογιόμορφες ονομασίες –στη συντριπτική τους πλειονότητα καινούριες αφίξεις!– επιλέγω αυστηρά, με πόνο ψυχής:
Στα «clubs & bars», Άστρον και Χοροστάσιον και Έμπλεων.
Στους «ρεμπέτες», ήμαρτον Κύριε, Διπλόχορδον.
Στις «κομπανίες», Απόλαυσις και Ασματοπωλείον.
Και η «μικρή μουσική σκηνή» Ακρώρειον!
Και στα εστιατόρια πια: Αιολίς, Ωκεανίς, Έναστρον, Καλλίχωρον (και Καλλίγευστον έχω δει, όχι σε Ψυρρή και τα τοιαύτα, απλώς τυροπιτάδικο στο Μπραχάμι), και Φάος, Έντευξις, Φιλότης. Και από τελικά -ν…, από τα «νομίμως» λόγϊα Ζείδωρον, Σκολιόν, Ύπατον, ώς το Απόμερον και το Αιγυπτιακόν Συστηματικόν Κεμπαμπτζίδικον! Και η τιμωρία της γραμματικής: Επί τω… λαϊκώτερον («επί το…», βεβαίως, και «λαϊκότερον», με όμικρον).

Προσθέτω και μερικά καλλιτεχνικά σχήματα: Άλεκτον, Αίρεσις, Μυία, Ωκυρόη.

Και να μη χρειαστεί να διαλέξω, Θεέ μου. Γιατί και το Cu 2night (που διαβάζεται Ση γιου τουνάιτ, και σημαίνει «Θα σε δω / θα τα πούμε το βράδυ», «Τα λέμε») και το Έμπλεων προϊόντα μάρκετιγκ είναι, φυσικά· μόνο που το Cu 2night το δείχνει ίσως ευθέως, δεν καμώνεται κάτι άλλο.

[Βλ. συνέχεια.]

buzz it!

75. Και Φαραντούρη και Ημισκούμπρια ["μιλάμε αγγλικά"; γ΄]

Τα Νέα, 19 Ιανουαρίου 2002

Ώστε δεν μιλάμε αγγλικά, θα μπορούσε να είναι η απλουστευτική, σχηματική απάντηση στην εξίσου απλουστευτική, σχηματική επωδό ότι χάνουμε ή και χάσαμε τη γλώσσα μας και μιλάμε πλέον αγγλικά.

Πρώτη δόση στην πρόχειρη αυτή έρευνα ήταν οι κινηματογράφοι, τα κέντρα διασκέδασης και τα εστιατόρια, όπως καταγράφονται στο Αθηνόραμα, που μας έδειξαν, όπως έλεγα, πως όχι απλώς μιλάμε ελληνικά αλλά παραμιλάμε, με όλα αυτά τα χλαμυδάτα αρχαιόπληκτα ονόματα που κατακλύζουν τελευταία την αγορά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Σήμερα θα σταθώ περισσότερο στη μουσική κουλτούρα των νέων, που αυτή ειδικά εγκαλείται συστηματικά για αγγλοφωνία, ενώ επιπλέον συνάπτεται με την επίσης συστηματική απαξίωση των νέων από τους μεγαλύτερούς τους. Σημείωνα, από την αρχή κιόλας αυτής της ενότητας, ότι εστιάζουμε την προσοχή μας στην εξ ορισμού αγγλόφωνη ροκ, ραπ κτλ., και δεν υπολογίζουμε ένα τεράστιο τμήμα της μουσικής κουλτούρας των νέων, που είναι βεβαίως ελληνόφωνο, άσχετα από την ποιότητά του.

Ίσως όμως το δεύτερο κλειδί να βρίσκεται εδώ ακριβώς, στην ποιότητα, στην αισθητική: δεν μας αρέσει η τάδε μουσική που ακούνε οι νέοι, δεν μας αρέσει το αγγλοαμερικάνικο ένδυμα της μουσικής, ο τρόπος της δηλαδή, ανεξάρτητα από τη γλώσσα της. Είπα για δεύτερο κλειδί· το πρώτο είναι αυτό που ανέφερα αμέσως πιο πριν: η πάγια απαξίωση των νέων, των εκάστοτε νέων από τους εκάστοτε μεγαλυτέρους.

Με ξεκάθαρους έτσι τους όρους της συζήτησης, ας αναλάβει όποιος θέλει να ταξινομήσει και να κρίνει από καθαρά αισθητική (και ιδεολογική λοιπόν) άποψη: το σκυλάδικο, το βαρύ λαϊκό, το λαϊκό, το ελαφρό λαϊκό, το έντεχνο λαϊκό και το έντεχνο ελαφρό, το ποπ, το έθνικ, το ροκ, το ηλεκτρονικό, και ό,τι άλλο. Εμείς εδώ θα σταθούμε, όσο γίνεται, στα όρια της σελίδας, των Μικρών Γλωσσικών, για να συζητήσουμε όχι με τον Χατζηφώτη, που ξινίζεται γιατί οι νέοι δεν χορεύουν κύκλιους χορούς, αλλά με φίλους δικούς μας, ακόμα και νεότερους, που ανησυχούν ότι η σημερινή μουσική κουλτούρα των νέων «μιλάει» αγγλικά.

Η μουσική κουλτούρα λοιπόν των νέων δεν μιλάει αγγλικά. Στις περισσότερες κατηγορίες από αυτές που αράδιασα πιο πάνω και σε άλλες τόσες η μουσική μιλάει κυρίως ελληνικά. Ελληνικά ακούει και εκστασιάζεται, λιποθυμάει και κόβει φλέβες η πιτσιρικαρία που ακούει Σάκη Ρουβά και χύνει «αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα», ή «υποφέρει, υποφέρει, υποφέρει πολύ» με τη Δέσποινα Βανδή. Ελληνικά ακούει με τη Βίσση και με τον Καρβέλα. Με τον Λεμπέση και με τον Τσαλίκη. Με τη Γαρμπή και τη Θεοδωρίδου, τη Σαρρή και την Άντζυ Σαμίου. Με τον Πλούταρχο, τον Λιβιεράτο και τον Αντώνη Ρέμο, τον Σχοινά, τον Δάντη και τον Αλκαίο. Με τον Τριαντάφυλλο και τον Μαζωνάκη. Και με τον Νότη Σφακιανάκη –μ’ αυτόν ειδικά ακούει και θεωρίες για το θάνατο της γλώσσας, ολίγη από Γιανναρά και πρώην Μπαμπινιώτη. Τώρα μάλιστα, με τον Μαζωνάκη και τον Σφακιανάκη μάς πρόκοψες, σαν να ακούω. Η συζήτηση όμως περί αισθητικής, είπαμε, αλλού και με άλλους. Εμείς στο θέμα μας, στο αν είναι ελληνικά. Και συνεχίζω: Ελληνικά ακούει η νεολαία και με τον Χριστοδουλόπουλο, με τον Λε Πα και τον Βοσκόπουλο, με τη Δούκισσα, την Πόλυ Πάνου και με τη Λίτσα Διαμάντη: ελληνικά ακούει ή θα άκουγε, αν μπορούσε να πάει, στα διάφορα λαϊκά κέντρα ή στα σκυλάδικα: το ότι κατά κανόνα δεν βλέπουμε εκεί τους πιο νέους, για λόγους κυρίως οικονομικούς, δεν σημαίνει ότι ζούνε αποκομμένοι και από αυτό το μεγάλο τμήμα της μουσικής.

Όμως εμάς άλλα ποθεί η ψυχή μας; Πάμε στο πιο ελαφρό: Μακεδόνας και Αρβανιτάκη, Τσαλιγοπούλου, Ανδρεάτος και Μπάσης και Θαλασσινός. Και η Κατερίνα Κούκα. Ή είναι πιο λαϊκή αυτή; Πάντως σαν να συνήλθαμε. Και πάμε και πιο έντεχνο: Μάλαμας, Κότσιρας και Αλκίνοος Ιωαννίδης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Ορφέας Περίδης, Πορτοκάλογλου, και Πασπαλά και Μαχαιρίτσας, Υπόγεια Ρεύματα και Άνεμος, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, και γεια σου ωραία της γενιάς μας Αφροδίτη Μάνου. Και η Σαβίνα Γιαννάτου, έθνικ τώρα, ή η Λένα Πλάτωνος. Και η Πρωτοψάλτη. Και η Αρλέτα, με την πολλοστή πια καριέρα της, πάντα και σε πιο νέους. Ή μήπως δεν συρρέουν νέοι στην Αλεξίου, ή στη Γαλάνη, την παντός καιρού; Ή με τι γεμίζει στάδια ο Μητροπάνος κι ο Νταλάρας;

Μ’ έπιασε άγχος, γέμισα τη σελίδα ονόματα, και πόσα θα ξεχνάω ακόμα –και πού είναι πια αυτά τα αγγλικά; Στην ξένη ροκ; Εμ τι να την κάνουμε τη ροκ δηλαδή; Αγγλικά θα μιλάει, φυσικά, όπως μιλάει λόγου χάρη ιταλικά και γερμανικά η όπερα, και ποτέ δεν φοβήθηκε κανείς πως θ’ αρχίσουμε να μιλάμε ιταλογερμανικά, ίσως γιατί δεν πολυτραγουδάμε άριες, το πολύ πολύ καμιά Κάρμεν κάτω απ’ το ντους. Πρέπει λοιπόν κι εδώ να ξεκαθαρίσουμε αν μας φταίει σήμερα η ροκ, έτσι γενικά –και πόσο αστείο θα ’ταν πια αυτό, πώς θα ακουγόταν από εμάς, την κατεξοχήν γενιά της ροκ, τη γενιά, λέει, των Μπητλς και δεν συμμαζεύεται, τους χίππηδες και τους μαλλιάδες.

Κι ωστόσο, συμβαίνει το άκρως εντυπωσιακό, να ανθεί ελληνικά το κατεξοχήν αγγλικό αυτό είδος· υπάρχει δηλαδή –γνωστόν τοις πάσι– και ροκ αμιγώς ελληνική, με στίχο ελληνικό, από τους παλαιότερους, από τον Παπακωνσταντίνου, τα Ξύλινα Σπαθιά και τις Τρύπες, ώς τα Διάφανα Κρίνα, που μελοποίησαν και τον φίλο μου τον Διονύση Καψάλη. Και πόσοι άλλοι: Πυξ Λαξ, Τα φώτα που σβήνουν, Κινούμενα Σχέδια, Έρεβος, Κίτρινα Ποδήλατα, Όναρ, Σύννεφα με Παντελόνια, Ονειροπαγίδα, Ενδελέχεια, και, μολονότι με ξένη ονομασία, Pax Romana και Domenica. Υπάρχουν και οι ηλεκτρονικοί Στέρεο Νόβα και ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Μιχάλης Δέλτα, οι Αλλού και ο Γιώργος Χριστιανάκης. Αλλά ακόμα και πανκ ελληνικό: οι Ex-Humans. Και χιπ χοπ ελληνικό:* Άκρα, Άγνωστοι Γνωστοί, Active Member, Sadahzinia, Terror X Crew, Το Παιδί Θαύμα, Βαβυλώνα, Ζωντανοί Νεκροί, ή τα Ημισκούμπρια που δαιμονίζουν την κυρία Λουκά, κ.ά.

Έχουμε όμως κι άλλα πολλά να πούμε: στο επόμενο.

* Σχεδόν πάντα πολιτικοποιημένο, κατά κανόνα στο χώρο της αριστεράς, με εξαίρεση τους Terror X Crew, που άρχισαν να προβάλλουν εθνικιστικές ανησυχίες: «προσπαθώ να μη χάσω την εθνική μου ταυτότητα μέσα σ’ αυτό το πλήθος…»

buzz it!

76. Μπρέικντανς ή κύκλιοι χοροί; ["μιλάμε αγγλικά"; δ΄]

Τα Νέα, 2 Φεβρουαρίου 2002

Μόσχα, Αύγουστος 1991: ο Λένιν, λίγες μόλις μέρες πριν αποκαθηλωθεί, με το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ, παρακολουθεί συναυλία της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας του Λυκούργου Αγγελόπουλου (προτελευταίος αριστερά [υποτίθεται ότι διακρίνεται] ο υπογραφόμενος...)


Από τον Χριστοδουλόπουλο λοιπόν ώς τη Μαρία Φαραντούρη, από το λεγόμενο βαρύ λαϊκό ώς το λεγόμενο ποιοτικό τραγούδι, οι νέοι ακούν και τραγουδούν (και) στίχο ελληνικό. Κι ακούν ακόμα, πράγμα παράδοξο σε πρώτη ματιά, ροκ και ραπ και χιπ χοπ με στίχο πάλι ελληνικό: τα είδαμε όλα αυτά στο προηγούμενο, μαζί με πλήθος ονόματα σύγχρονων, νεανικών συγκροτημάτων, σαν απάντηση στη γενικευτική κατηγορία ότι η μουσική κουλτούρα των νέων μιλάει αγγλικά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως, θα πουν, γεμάτες είναι οι ντισκοτέκ, γεμάτα και τα στάδια με τις συναυλίες μεγάλων ξένων συγκροτημάτων. Ναι. Πόσο διαφορετικό κοινό όμως είναι τάχα αυτό, ή ποιοι είναι τότε οι άλλοι –είναι δηλαδή όντως πάντοτε άλλοι;–, αυτοί που γεμίζουν τα «ελληνάδικα», τα στάδια και τους Λυκαβηττούς στις συναυλίες του Νταλάρα ή του Παπακωνσταντίνου, ή τα Ηρώδεια στις συναυλίες της Δόμνας Σαμίου.

Αν λοιπόν ώς τώρα μας έφταιγε τη μια η ξένη, η αγγλική γλώσσα, την άλλη το τάδε είδος μουσικής που ξενοφέρνει, ποιοι γεμίζουν Ηρώδεια και Μέγαρα και Στάδια Ειρήνης και Φιλίας, σε εκδηλώσεις και συναυλίες με παραδοσιακή ή και με βυζαντινή μουσική; Και ποιοι γεμίζουν κέντρα και μπαράκια στα Εξάρχεια και αλλού, ώς πρόσφατα το Ραβάναστρο, και ακόμα το Μπαράκι του Βασίλη –θεσμός πια αυτό– ή οι Φωνές, όλα με νεανικά σχήματα παραδοσιακής κατά κανόνα μουσικής; Άλλοι νέοι είναι τάχα αυτοί, οι καλοί;

Και οι νέοι που κατακλύζουν όντως τις ντισκοτέκ και ξεβιδώνονται στους αποξενωτικούς, λέει, τους αλλοτριωτικούς χορούς, στα τέκνο, νιου γουέιβ και μπρεϊκντάνς; Οι κακοί; Όταν όμως τις πρώτες πρωινές ώρες, στο τσακίρ κέφι πια, αλλάζει η μουσική, κι αρχίζουν οι ίδιοι αυτοί κακοί τους «κύκλιους» χορούς, με νησιώτικα φερειπείν; Ξάφνου καλοί; Ή κακοί-καλοί με ωράριο και εκ περιτροπής; Και άλλη τάχα κατηγορία αποτελούν αυτοί, κάποια τρίτη και μπάσταρδη;*

Οπωσδήποτε δεν συμπίπτουν όλοι και όλες οι κατηγορίες, ορισμένες ίσως δεν τέμνονται καν, λόγου χάρη το βαρύ λαϊκό με το χιπ χοπ. Άλλοτε όμως τα στεγανά ήταν περισσότερο σαφή και αυστηρά. Και εδώ θα μείνω ακόμη· έχω ήδη ξεφύγει από τη θεματολογία της σελίδας, όμως η τρέχουσα φιλολογία για τη γλώσσα, για το θάνατο της γλώσσας, δεν είναι ποτέ καθαρά γλωσσική, ή δεν είναι κυρίως γλωσσική, καθώς γλώσσα, παράδοση και έθνος συγχέονται ή και ταυτίζονται ρητά. Και αφού εδώ ο λόγος για παράδοση, αξίζει να δούμε όχι το θάνατο ή το μαρασμό της αλλά απεναντίας την εκπληκτική άνθησή της.

Πάω λίγο μόνο πίσω, στα χρόνια τα δικά μου, δεκαετία ’60 και ’70. Εκεί να δεις «ξενομανία»: ο ραδιοφωνικός σταθμός της αμερικάνικης βάσης, τσα τσα, χούλα χουπ, τουίστ, ροκ εντ ρολ, γιάνκα, ή αλλιώς –όχι αγγλοαμερικανικά, αλλά πάλι ξένα– Αλ Μπάνο και Ανταμό· παράλληλα, κυρίως λόγω χούντας, Θεοδωράκης, σε πιο περιορισμένο χώρο Χατζιδάκις, κάποτε όλα μαζί, αλλά όχι πάντοτε: η παράταξη των «αμερικάνικων» ήταν ίσως πολύ πιο ξένη ή και εχθρική προς την «ελληνική» απ’ ό,τι σήμερα. Και πάντως και οι δυο μαζί χλεύαζαν καθετί το «παραδοσιακό». Τα τσάμικα και τα κλαρίνα, από τη μια, και η βυζαντινή, «το ψάλσιμο με τη μύτη», από την άλλη, ήταν είδη καταγέλαστα, περίπου απαγορευμένα, αν όχι ανύπαρκτα, περιορισμένα στον στενό κύκλο των «βλαχαδερών» και των παιδιών «με τα σπυράκια», «του κατηχητικού». Και όταν, στα τέλη πια της δεκαετίας του ’70, η γενιά του ροκ εντ ρολ στρέφεται στο ελληνικό τραγούδι, βουτάει κατευθείαν «στα βαθιά», Καζαντζίδη και Άκη Πάνου· ενώ για δημοτικό, δεξιώνεται στο Κολωνάκι τον «ήχο της Ομόνοιας», που τον υμνεί ακόμα και ο Σαββόπουλος. Άργησε και το περιοδικό Ντέφι να ανακαλύψει π.χ. τον Σίμωνα Καρά, που τον κυνήγαγε έπειτα να τον παρασημοφορήσει!

Εν αρχή λοιπόν ο Καράς. Ο ιδιοφυής μελετητής της ελληνικής μουσικής, που ενώνει το κομμένο νήμα της βυζαντινής σημειογραφίας, επαναπροσδιορίζει τις μουσικές κλίμακες, τους ήχους, και ξεδιπλώνει τον τεράστιο διαστηματικό πλούτο της ελληνικής μουσικής. Μέσα από τους μαθητές του αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός, αυτός και το ογκωδέστατο έργο του, το έργο του για την «εθνική», όπως λέει ο ίδιος, μουσική, δημοτική και εκκλησιαστική. Μαθητής του Καρά είναι ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, που διαπράττει, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τη νεοσύστατη τότε χορωδία του, το ανήκουστο: συναυλία βυζαντινής μουσικής στο πλαίσιο μιας από τις Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής. Η βυζαντινή μουσική βγαίνει έτσι από τον στενά εκκλησιαστικό χώρο, έκτοτε πλήθος συναυλίες και πλουσιότατη δισκογραφία φέρνουν ένα ευρύτερο κοινό σε επαφή με την εκπληκτική καλλιτεχνική της διάσταση, πέρα από τη λατρευτική.

Σήμερα η βυζαντινή μουσική όχι μόνο δεν χλευάζεται αλλά ενδέχεται, ίσα ίσα, να κινδυνεύει να πληρώσει, βραχυπρόθεσμα έστω, τα ραφτικά της μόδας. Πάντως, σχολές ιδρύονται συνεχώς, διδάσκεται σχεδόν σ’ όλα τα ωδεία, στα μουσικά γυμνάσια και στα πανεπιστήμια, και τα δισκοπωλεία είναι γεμάτα: από τους δίσκους του Καρά και του Αγγελόπουλου, από τη σειρά έπειτα των Βατοπεδινών, ή τους δίσκους του Γρ. Στάθη, και τώρα από την ερευνητική δουλειά του Μανόλη Χατζηγιακουμή, που μας παραδίδει κλασικούς ερμηνευτές μέσα από μια μεγαλόπνοη σειρά ογδόντα τόσων δίσκων, ώς τις μεμονωμένες απόπειρες μαθητικών ή άλλων νεανικών σχημάτων, από τον κλάδο του Καρά κατά κανόνα –από τα πιο πρόσφατα που έτυχε να δω, η Βυζαντινή Χορωδία Αγρινίου, η χορωδία «Αγιοπολίτης» ή η χορωδία μαθητών του μουσικού γυμνασίου Παλλήνης.

Αλλά τα μουσικά γυμνάσια είναι ένας άλλος παράδεισος για τη δημοτική μουσική, που εντέλει δεν χώρεσε ούτε σήμερα εδώ: θα συνεχίσω.


* «Το ωραίο αυτό καταφύγιο, οι “Γραμμές” του Καλδάρα, [...] ήταν γεμάτο νεολαία, ωραία αγόρια και κορίτσια 18, 20, 25 χρόνων. Που δεν άκουγαν, δεν απολάμβαναν απλώς τη μουσική, χόρευαν. Χόρευαν με γνώση, με κέφι και με χιούμορ, με νάζι και σεβασμό, σπάνιους χορούς της Μακεδονικής γης και της Θράκης, του Πόντου και της Θεσσαλίας [...]. Δεν ήταν παιδιά του κατηχητικού σχολείου ή μορφωτικών συλλόγων της επαρχίας. Πιθανόν το άλλο βράδυ να χόρευαν τσιφτετέλι σε κάποιο ελληνάδικο και χορούς ροκ και τέκνο στις ντισκοτέκ» (Κ. Γεωργουσόπουλος, «Εν χορώ και οργάνοις», Τα Νέα, 19.5.2001).

buzz it!

18/4/07

77. Η ανθοφορία της παράδοσης και τα κοράκια ["μιλάμε αγγλικά"; ε΄]

Τα Νέα, 16.2.2002





Τσοπάνηδες από τα ορεινά της Ηπείρου ξεχειμωνιάζουν στο Ειρήνης και Φιλίας, ρίχνοντας και από καμιά γυροβολιά για να ζεσταθούν



Στον θαλερό κλάδο του Σίμωνα Καρά, στη σχολή και τους μαθητές του, οφείλεται, όπως είδαμε, η αναγέννηση και η εντυπωσιακή άνθηση της παραδοσιακής μουσικής τις τελευταίες δεκαετίες.

Στην προηγούμενη επιφυλλίδα στάθηκα κυρίως στη διάδοση της βυζαντινής μουσικής και εξάντλησα τη σελίδα μου μνημονεύοντας ελάχιστα μόνο ονόματα και σχήματα από αυτά που κατακλύζουν πια την αγορά. Σήμερα θα σταθώ στην ακόμα πιο εντυπωσιακή διάδοση της δημοτικής μουσικής. Και εδώ η αρχή είναι ο Καράς, με την έρευνα, την καταγραφή και με τους δίσκους του, με ηχογραφήσεις λαϊκών οργανοπαιχτών αλλά και του δικού του Συλλόγου, σχεδόν μοναχική φωνή μέσα στον ορυμαγδό αυτού που αργότερα ονομάστηκε «ήχος της Ομόνοιας».

διαβάστε τη συνέχεια...

Αυτήν τη φορά το γιγάντιο έργο του Καρά θα βγει προς τα έξω με τη Δόμνα Σαμίου –όπως έγραφα ότι συνέβη για τη βυζαντινή μουσική με τον Λυκούργο Αγγελόπουλο. Τα χρόνια της δικτατορίας η Δόμνα Σαμίου βάζει το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι μέσα στις μπουάτ του Σαββόπουλου, πλάι στη δική του ανατρεπτική μουσική, και φέρνει έτσι σε επαφή ένα ευρύτερο νεανικό κοινό με ένα είδος ουσιαστικά περιφρονημένο, και οπωσδήποτε παραγνωρισμένο. Ακολουθεί πλουσιότατη δισκογραφία, πλήθος συναυλίες, βγαίνουν στο προσκήνιο και άλλοι παλαιότεροι, ο Αηδονίδης, ο Δοϊτσίδης, τώρα γεμίζουν γήπεδα, στάδια, Ηρώδεια, Μέγαρα. Ο ήχος της Ομόνοιας βεβαίως και υπάρχει, αλλά υπάρχουν τώρα και οι άλλοι. Όποιος θέλει, μπορεί τώρα πια να βρει, εκεί που λίγες μόλις δεκαετίες πριν δεν έβρισκε τίποτα.

Και ήρθαν πριν από δέκα τόσα χρόνια τα μουσικά γυμνάσια. Μαθητές του Καρά πρωτοστατούν στην ίδρυση του πρώτου μουσικού γυμνασίου, της Παλλήνης, όπου η παραδοσιακή μουσική διδάσκεται ισότιμα με την ευρωπαϊκή. Τώρα τα μουσικά γυμνάσια απλώνονται από το Ρέθυμνο ώς τη Δράμα, από την Καρδίτσα ώς τη Ζάκυνθο, από το Ίλιον εδώ ώς το Βαρθολομιό Ηλείας. Μαζί με το πιάνο οι μαθητές μαθαίνουν υποχρεωτικά και ένα παραδοσιακό όργανο. Σήμερα τα παιδιά προσεγγίζουν την παράδοση όσο ποτέ άλλοτε (μουσειακά, έστω, αλλά πώς αλλιώς), την εντάσσουν αβίαστα στον δικό τους κόσμο,* εναλλάσσουν το πιάνο με το κλαρίνο (το τόσο παραδοσιακό αλλά –αυτό για τους «ακραιφνείς»– ξενόφερτο), νεανικά μουσικά σχήματα ξεφυτρώνουν συνεχώς, ερασιτεχνικά αλλά και επαγγελματικά, που ερμηνεύουν παραδοσιακή μουσική μαζί και με δική τους μουσική, γραμμένη σήμερα –κι αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό– πάνω στους δρόμους τους παλιούς, οι Δυνάμεις του Αιγαίου, ο Λαβύρινθος (Ρος Ντέιλι), ο Βόσπορος, Εν Χορδαίς, τα Παλαιινά Σεφέρια, οι Χαΐνηδες, η Νηφάλιος Μέθη, Saz Grubu.

Πρόσφατα διάβασα στην Καθημερινή (20.1.02) θερμή κριτική για μια έκδοση μαθητών του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου, με παλιά δημοτικά της Αργολιδοκορινθίας, ναι, μαθητές γυμνασίου συλλέγουν και καταγράφουν δημοτικά τραγούδια και ετοιμάζουν και το αντίστοιχο σιντί –και δεν είναι βεβαίως οι μόνοι. Και ακόμα πιο πρόσφατα είδα και μιαν άλλη δουλειά, τον «Αχό», παραδοσιακά κρητικά από νέα παιδιά, υπόδειγμα αφομοιωμένης παράδοσης, και μάλιστα από μουσικούς «της κλασικής».

Θα μας τρελάνουν δηλαδή τα παιδιά; Τόσο πολλές εξαιρέσεις, ολοένα εξαιρέσεις, στους κανόνες που φτιάχνει η αμετροέπειά μας, πως η μουσική κουλτούρα των νέων μιλάει σήμερα αγγλικά, στους κανόνες που φτιάχνει η ελαττωματική ακοή και όρασή μας, και προπαντός η ανύπαρκτη μνήμη μας!

Από την άλλη, τα γραφεία τελετών διανυκτερεύουν και περιμένουν, αγωνιούν να μυρίσουν πτώμα:

Εκπομπή με θρακιώτικους χορούς και τραγούδια στο τηλεοπτικό κανάλι Μακεδονία: «Πώς αισθάνθηκες, μπάρμπα, τώρα που έβλεπες τα νέα παιδιά να χορεύουν;» ρωτάει κάποιος σοφός έναν ηλικιωμένο που χορεύει, αφού τέλειωσαν τα νέα παιδιά τον υπέροχο χορό τους. «Τα καμάρωνα» λέει ο γέροντας, «αυτά σήμερα χορεύουν διδαγμένα.» «Μήπως όμως έτσι είναι σαν μπαλέτο;» επιμένει ο σοφός. «Όχι» λέει ο γέροντας, «εμείς χορεύουμε, νά, έτσι· αυτά ξέρουν τα σωστά βήματα, τους τα δείξαν και κάτσαν και τα μάθαν!» «Ναι, αλλά χορεύουν όπως εσείς άλλοτε;» το βιολί του ο σοφός. «Ε όχι» λέει ζορισμένα ο γέροντας· «όμως τα ξέρουν καλύτερα»: σειρά του να επιμείνει!**

Δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις της Μαρίας Φαραντούρη, στην ΕΤ 3 και στη ΝΕΤ· διαφορετικός ο δημοσιογράφος, πανομοιότυπος ο λόγος: Η Μαρία Φαραντούρη απαριθμεί πλήθος επιγόνους των Χατζιδάκι-Θεοδωράκη. «Δεν νομίζετε ότι σήμερα το ελληνικό τραγούδι περνάει κρίση;» επιμένει ο δημοσιογράφος. Η Μαρία Φαραντούρη μιλάει διά μακρών και με θαυμασμό για τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Νίκο Ξυδάκη και τον Νίκο Κυπουργό. «Νομίζετε δηλαδή ότι το ελληνικό τραγούδι πάει καλά;» σχεδόν στενοχωριέται ο δημοσιογράφος στη μία εκπομπή. «Πιστεύετε δηλαδή ότι θα ξαναβγεί ένας Θεοδωράκης, ένας Χατζιδάκις;» στενοχωριέται και επιμένει ο δημοσιογράφος στην άλλη –και λες και πρέπει να βγαίνει κάθε μέρα ή έβγαινε ποτέ κάθε μέρα κι από ένας Μπαχ, «στους δύο Μότσαρτ, ο τρίτος δώρο».

Πανομοιότυπος δηλαδή παντού ο λόγος, για την παρακμή, τον εκφυλισμό, το θάνατο –του έθνους, της παράδοσης, της γλώσσας, του τραγουδιού, της λογοτεχνίας, του βιβλίου, του αλφαβήτου, και ό,τι άλλο αποφασίσει ο καθένας.

Ξεκινήσαμε από την Άννα Διαμαντοπούλου, που με την πρότασή της να θεσπιστεί δεύτερη επίσημη γλώσσα η αγγλική βγήκαν οι νενομισμένοι και είπαν πως τι, εδώ μιλάμε ήδη αγγλικά, νά οι ταμπέλες στα μαγαζιά, νά η μουσική κουλτούρα των νέων. Τέλειωνα το άρθρο αυτό, όταν άκουσα στο ραδιόφωνο ότι η κ. Διαμαντοπούλου επανήλθε στην πρότασή της. Θα επανέλθουν άρα και οι άλλοι, θα βογκήξουμε ξανά. Να φοβηθούμε λοιπόν όσο θέλουμε για το μέλλον. Φτάνει να μη βλέπουμε με μάτι αλλήθωρο ή και τυφλό το παρόν.


* Γενικότερα, δεν υπάρχει σχεδόν χωριό δίχως κάποιον λαογραφικό, παραδοσιακό, μουσικοχορευτικό ή όπως αλλιώς τον λένε σύλλογο, καλό ή κακό αδιάφορο, γεμίζει η τηλεόραση με παραδοσιακές φορεσιές και όργανα: ποιοι συμμετέχουν σ’ όλα αυτά τα σχήματα, αν όχι νέα παιδιά, που βεβαίως δεν κυκλοφορούν με φουστανέλα και ταγάρι, ούτε χορεύουν σώνει και καλά παϊντούσκα και συγκαθιστό στα πάρτι τους.

** Αν ακούει σήμερα ωραία κλαρίνα, ρωτήθηκε ο δεξιοτέχνης Βασίλης Σαλέας. «“Σ’ όλη την Ελλάδα” λέει χωρίς περιστροφές. “Και μικροί σε ηλικία οργανοπαίκτες, σε απίστευτα μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ό,τι στο παρελθόν”» (Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 27.4.03, σ. 30).

buzz it!

15/4/07

Αυτός ο Μίκης είναι δικός τους ή δικός μας;

Τα Νέα, 14 Απριλίου 2007

Επιτάφιος και Κατάσταση πολιορκίας, «Καραμανλής ή τανκς», Άξιον εστί, υπουργός του Μητσοτάκη, Μαουτχάουζεν, συνέντευξη στο ακροδεξιό περιοδικό Δαυλός, Μπαλάντες και Κάντο Χενεράλ, κάτι αντιεβραϊκές δηλώσεις, Πνευματικό εμβατήριο και Τραγούδι του νεκρού αδελφού, και «να πλένουμε το στόμα μας» προτού μιλήσουμε γενικά για τον «αρχηγό της Εκκλησίας», ειδικά για τον Χριστόδουλο.

Πήγε 3 η ώρα το πρωί χωρίς να έχω γράψει λέξη, στέκομαι μπροστά στον υπολογιστή ώρες πια πολλές, με συγκεντρωμένα από μέρες τα αποκόμματα και την οργή για τα τελευταία πεπραγμένα του Μίκη Θεοδωράκη, τις ανιστόρητες δηλώσεις του με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, μα προπαντός την απρόσμενη και πλήρη, άνευ όρων υποστήριξή του στο πρόσωπο του Μακαριοτάτου!

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν ξέρω από πού να την πιάσω την ύβρη, άσε που έχουν ήδη τόσα γραφτεί, κι από την άλλη πάλι, λέω, Μίκης είναι αυτός, μαθημένους μας έχει, δε βαριέσαι, το έργο του θα μείνει, ποιος θα τα θυμάται όλα αυτά… Μα πάλι τα γυρίζω από άλλη πια πλευρά, και λέω πως, εντούτοις, πρέπει να πολεμήσουμε τούτο το «Μίκης είναι αυτός», να μην αποδεχτούμε, να μη θεωρήσουμε δεδομένο το ακαταλόγιστο, κι ας το διεκδικεί ο ίδιος, ή κι ας του έχει προ πολλού παραχωρηθεί, και μάλιστα ολοπρόθυμα. Λέω να μην το αποδεχτούμε, όχι τόσο επειδή κάποιοι μπορεί να τα παίρνουν όλα του στα σοβαρά, και κάποιοι, από την άλλη, να τα εκμεταλλεύονται και να παίζουν το δικό τους ανίερο παιχνίδι, ο Μακαριότατος καληώρα, αλλά να μην το αποδεχτούμε από σεβασμό και μόνο για τον ίδιο. Κι αν όχι για την Ιστορία του, αφού ο ίδιος πρώτα δεν τη σέβεται, για το έργο του, που αυτό μας αφορά, αυτό είναι πια και δικό μας, δική μας Ιστορία –και περιουσία τεράστια.

Αλλά εκεί που εξανίσταμαι, εκεί που οργίζομαι και λέω, ε όχι πια κι αυτό, εκεί μου έρχεται στο νου το «Ήμασταν όλοι μαζί και τραγουδούσαμε ακούραστα τις μέρες μας», η αρχή από ένα τραγούδι-ποταμό σε ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη («Χάρης 1944» επιγράφεται το ποίημα), από τις λαμπρότερες μουσικές σελίδες του Θεοδωράκη, από τις πιο ακριβές μου εν πάση περιπτώσει.

Και πώς να παντρέψεις τότε την αγάπη με την αποστροφή, απελπισμένη άμυνα στο κάτω κάτω όταν νιώθεις να σου μαγαρίζουν –θα τολμήσω να το πω– τη δική σου Ιστορία.

Νά, μια μουσική ερωτική εξομολόγηση ήθελα πάντα να γράψω για τον Μίκη, όσο περνούν ιδίως τα χρόνια, και ξαναβρίσκω όλο και πιο δυνατά τη μουσική του, και ξαναγίνομαι, ξανάγινα από καιρό, μανιώδης θεοδωρακικός, και τσακώνομαι με καλούς μου φίλους, μανιώδεις χατζιδακικούς. Και θα ’θελα πολλά να γράψω, κάποτε σίγουρα θα τα γράψω, από σκοπιά όχι πια συναισθηματική ή με τη φόρτιση των πρώτων νεανικών και επαναστατικών μας χρόνων, αλλά με νηφάλια, πιστεύω, παρατήρηση του έργου των δύο μεγάλων δημιουργών. Γιατί, κακά τα ψέματα, το δίπολο ισχύει, παρότι το ντέρμπι παίχτηκε και παίζεται ακόμα στην πιο απλοϊκή και ανυπόστατη εντέλει εκδοχή του: ο «επικός» Θεοδωράκης και ο «λυρικός» Χατζιδάκις, ενώ δεν έχει γραφτεί δωρικότερο, στιβαρότερο ζεϊμπέκικο από το Είμαι αϊτός χωρίς φτερά του Χατζιδάκι, από τη μια, κι από την άλλη ξεχειλίζει ο λυρισμός του Θεοδωράκη, από τα πρώτα κιόλας τραγούδια του, τη Μαργαρίτα Μαγιοπούλα ή το (ήδη «βυζαντινό») Χρυσοπράσινο φύλλο. Ήθελα λέω να γράψω για όλα αυτά, και πως η πλάστιγγα για μένα εντέλει γέρνει κατά τη μεριά του Θεοδωράκη, μα νά που βρέθηκε να γράφω γι’ αυτόν με αφορμή τα τελευταία καμώματά του.

Πρέπει όμως κάτι να κάνω με το κείμενο αυτό, που πιο άχαρο και δύσκολο δεν μπορούσα να το φανταστώ, προχωρώ και δεν ξέρω από πού να το πιάσω, δεν ξέρει κανείς από πού να τον πιάσει τον ίδιο τον Μίκη, έτσι πληθωρικός που είναι στη ζωή και στο έργο του, με τα στραβά κι ανάποδα και απρεπή από τη μια, με τα θαυμάσια –που αυτά θα μείνουν ευτυχώς– από την άλλη. Εντέλει είναι όλα μαζί, εντέλει σκέφτομαι, Μίκη θα σ’ αγαπάμε, ακόμα κι όταν δε σ’ αντέχουμε καμιά φορά.

Και καλά το «Καραμανλής ή τανκς»: εδώ λ.χ. σκέφτομαι τι δρόμους μου άνοιξε ο Κούντερα, όταν γράφει στις Προδομένες διαθήκες (το ’χω ξαναχρησιμοποιήσει αυτό το παράθεμα) για τον άνθρωπο που βαδίζει μέσα στην ομίχλη, χωρίς να καλοβλέπει, ενώ, όταν κοιτάζει πίσω και κρίνει τους άλλους, «δεν βλέπει καμιά ομίχλη στον δρόμο τους». Έτσι, μπορεί κανείς, σε μια ιδιαίτερα ασαφή και πολύ πιο ομιχλώδη από άλλες εποχή, να φτάσει να πει «Καραμανλής ή τανκς» –χωρίς όμως και να χρειαστεί να φτάσει να γίνει έπειτα, πολύ αργότερα, υπουργός του Μητσοτάκη. Άλλο στηρίζω, άλλο στρατεύομαι, και γίνομαι εντέλει στρατιωτάκι.

Και τ’ αφτιά πλέον κλειστά; Ακόμα κι όταν άκουγε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας όχι γενικώς και αορίστως τη μουσική του, αλλά π.χ. τη Ρωμιοσύνη ή, ακόμα χειρότερα, Τα τραγούδια του αγώνα; «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα», και μας χτυπούσαν εμάς την Ιστορία μας όλη. Εμάς μας χτυπούσε κατάστηθα η ύβρις. Αυτόν δεν τον άγγιζε;

Καλά και να θρησκεύεται, αλίμονο, κάτι τέτοιο είναι πάντοτε απολύτως σεβαστό –και αδιαπραγμάτευτο για τον καθένα. Αλλά έχει τάχα –πάντοτε και οπωσδήποτε– σχέση η θρησκεία με την Εκκλησία; Και προπαντός ο Μακαριότατος, που μας απασχολεί εδώ, με τη –χριστιανική– θρησκεία; Έχει σχέση ακριβώς με τη θρησκεία κάποιος που είναι όχι απλώς κοινός ψεύτης (που «διάβαζε» λ.χ. στη δικτατορία), πολιτικάντης αντί ιεράρχης (που διεκδικεί ρόλο από την εξωτερική πολιτική ώς το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων), και υβριστής (των «γραικύλων» και «ευρωλιγούρηδων» αντιπάλων του συλλήβδην), ή και κοινός εκβιαστής (έτσι που απειλεί κάθε τόσο με τις ταυτότητες), κάποιος που μόνο σε κάμερες και μικρόφωνα πιστεύει, στα χρυσά, τις δόξες και τον παρά (ανέγερση ξενοδοχείων κτλ.); Αλλά αν όλα αυτά θα μπορούσαν να ’ναι ανθρώπινες απλώς αδυναμίες, έχει σχέση με τη θρησκεία της αγάπης κάποιος μνησίκακος μισαλλόδοξος, με τη θρησκεία του οικουμενισμού ο ρατσιστής και εθνικιστής;

Ο μελετηρός κι ο αμελέτητος

Πάντως, κι αυτό είναι το άκρως θλιβερό, ο Χριστόδουλος τα εφτά χρόνια της δικτατορίας «διάβαζε», κατά δήλωσή του, και γι’ αυτό έστω δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν στη χώρα, δεν είχε ακούσει για βασανιστήρια κτλ. Ενώ ο Μίκης τα πάνω από εφτά χρόνια αρχιεπισκοπίας του Χριστόδουλου δεν διάβαζε τίποτα απ’ όσα γράφονταν για τον Μακαριότατο, και γι’ αυτό δεν έχει πάρει είδηση τα ψιλοχουντικά, πάντως ακροδεξιά έργα και ημέρες του, ούτε τα εθνικιστικά και ρατσιστικά του κτλ. κτλ. Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί, άπειρα ντοκουμέντα έχουν συγκεντρωθεί, γέμισαν και βιβλίο ολόκληρο, θα έπρεπε να ετοιμάζεται τώρα δεύτερος τόμος, κι ο Μίκης είπε να μην κραυγάζουμε εναντίον του Μακαριοτάτου, αλλά να προσκομίζουμε επιχειρήματα!

Και αν δεν διάβασε, ούτε για τον Μακαριότατο ούτε για το ρόλο της Εκκλησίας, από παλιά, άντε από το Εικοσιένα, μια και αυτό ήταν η αφορμή για τη συζήτηση των ημερών, δεν διάβασε, και προπαντός δεν έζησε –αυτός που όντως αγωνίστηκε και βασανίστηκε –, δεν έζησε λοιπόν το ρόλο της Εκκλησίας στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στον Εμφύλιο, στο καθεστώς της 21ης Απριλίου;

Λίγο αργά τότε για διάβασμα, βρε Μίκη, ψιλικατζή εντέλει και εσύ των πιο ακριβών ονείρων μας...

buzz it!

14/4/07

Ο «θελισμός», ή Ω συν-άδελφοι δι-ορθωτές!

Τα Νέα, 15 Μαΐου 2004 Ο «καρα-straight» με τον «ημι-star-ako», που δείχνουν πάντως την παραγωγική δύναμη, τη ζωτικότητα της γλώσσας, τι αντιπροσωπεύουν, ή τι εκφράζουν, έτσι καραγκιόζ μπερντέ γραμμένα; διαβάστε τη συνέχεια... Σε τέτοια, καταρχήν ορθογραφικά θέματα είχα αφιερώσει την προηγούμενη επιφυλλίδα. Και τέλειωνα με το «realito-παίχνιδο», που αυτό πια, έτσι χωρισμένο, μας δίνει ένα ανύπαρκτο αγγλικό «realitΟ» και ένα εξίσου ανύπαρκτο ελληνικό «παίχνιδο». Ώσπου είδα στο μεταξύ και τα «realitόπαιδα»: αυτό τουλάχιστον, με το τονούμενο -ο, δε θα μπορέσει να χωριστεί στα δύο, είπα –μα ας μην το ξαναπώ, ποιος ξέρει τι μπορεί κανείς να σκαρφιστεί.* Είναι σαν το κουνούπι με τον ελέφαντα. Η γραφή, πιο συγκεκριμένα η ορθογραφία, ο τελευταίος τροχός στην άμαξα της γλώσσας, πάει να γίνει τιμόνι κι οδηγός. Ή, εκεί που η γλώσσα προχωρεί, δημιουργεί, παίζει, συνθέτει και οργιάζει, τρέχει από κοντά η ορθογραφία, και προσπαθεί να της βάλει τρικλοποδιά. Έγραφα για τα «μοδάτα restaurants» και τον «mini καύσωνα». Και σκέφτομαι: όταν δεν είναι απλώς ξενομανία –και συχνά δεν είναι– τότε τι είναι; Φοβάμαι, μάλλον πιστεύω, και το ’χω ξαναγράψει, πως είναι μια συντηρητική τάση που ταξινομεί τα πάντα και τα βάζει στη θέση τους: τα ξένα με τα ξένα, τα δικά μας με τα δικά μας. Και στα δικά μας, πάλι: τα αρχαία με τα αρχαία, τα νέα με τα νέα. Αρνείται έτσι, προσπαθεί απελπισμένα να αρνηθεί στη γλώσσα, ή τουλάχιστον να καθυστερήσει όσο μπορεί, αυτό που η γλώσσα έχει ήδη κάνει. Γιατί η γλώσσα έχει ήδη ενσωματώσει, έστω απροσάρμοστα, και τα ρεστοράν και το μίνι. Τώρα η όψιμη «αποκατάσταση» της ξενικής γραφής τους τα δείχνει με το δάχτυλο, τους αμφισβητεί τη νέα τους ταυτότητα. Προς την ίδια κατεύθυνση εργάζεται και η πολυσυζητημένη τάση να κλίνονται οι –επίσης προ πολλού ενσωματωμένες– λέξεις: τα «μπαρς» και τα «γκολς», για να συναντηθούν και πάλι –καθόλου απροσδόκητη συνάντηση– οι εκ φύσεως ξενομανείς με τους εκ πεποιθήσεως Ακραιφνείς. Δεν πρέπει να κουραστούμε να λέμε και να ξαναλέμε τα ίδια, αφού γίνονται και ξαναγίνονται τα ίδια, ή και τα όλο και χειρότερα, φαιδρότερα ή σοβαρότερα. Και ίδια όπως κλίνονται τώρα τα άκλιτα, αφήνονται άκλιτα τα προ πολλού κλινόμενα: «της Ατλάντα», όπως είδαμε τόσες φορές, αλλά και «της Σοφία» και «της Μέλπω», όπως είδα, ή –ακόμα χειρότερα– άκουσα στο μεταξύ· «τα παλτό», όπως επίσης είδαμε πολλές φορές, αλλά και τα λαϊκότατα «γιαπί», όπως είδα τελευταία! Από την ίδια συντηρητική σχολή, που δεν αφήνει τελικά τη γλώσσα να αναπνεύσει, είναι η κομματομανία, που βάζει ένα κόμμα παντού όπου νομίζει πως πάει να της ξεφύγει ένα λεξίδιο, ένα επίθετο, ένας προσδιορισμός. Ιδού, νεότερης εσοδείας παραδείγματα: «πέρασε και την, πρώτη και τελευταία, Κυριακή της στην ολυμπιακή Αθήνα η 15χρονη έφηβη», «να δω πού, στο καλό, το πάει ο Παπακαλιάτης», «η εγκατάσταση των νέων παρκόμετρων θα, πρέπει να, συνδυασθεί με αυστηρή αστυνόμευση». Να τονίσω πως η υπερορθογράφηση αυτή κατά κανόνα απιστεί πρώτα και κύρια στην ορθογραφία –όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει. Γιατί η γραφή, η ορθογραφία, παρακολουθεί, έστω με κάποια καθυστέρηση και από κάποια απόσταση, τη γλώσσα. Η υπερορθογράφηση εδώ, ταγμένη σε έργο μάλλον εξωγλωσσικό, για να μην πω αμιγώς ιδεολογικό, αρνείται να «περιοριστεί» σε γραμματικές και λεξικά τωρινά: δεν τα ανοίγει λοιπόν· κι έτσι ξεχνάει ν’ ανοίξει και τα παλαιότερα. Κι έτσι, παρά πάσα γραμματική, και ακόμα χειρότερα παρά πάσα λογική, με τον «υπερκομματισμό» της τώρα, παράγει φράσεις ακατανόητες, όπως παραπάνω, γιατί οι Ιδέες δεν γνωρίζουν ούτε σύνταξη ούτε γραμματική, ούτε –προπάντων– Ιστορία. Γενικότερα, φράσεις και λέξεις άκαμπτες, μουμιοποιημένες, έχει η υπερορθογράφηση στο νου της, θαρρείς πρωτόγονος ορθογράφος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φράσεις και λέξεις πρότυπα, φετίχ, άπαξ και διά παντός δοσμένες. Και δεν αναγνωρίζει άλλο τύπο, ή πάντως επιχειρεί να αναχθεί στη λέξη μήτρα. Γι’ αυτό και γράφει: «ξανά’δα», «έρ’μος» και «πάν’» [=πάνε!], ακόμα και «πέσ’τε» είδα την προστακτική, όχι του πέφτω αλλά του λέω: «πέσ’τε το παράπονο, πέσ’τε το μονόλογο»! Και άλλη κατηγορία: όλες οι γραμματικές, και του Μπαμπινιώτη, όλα τα λεξικά, και του Μπαμπινιώτη, ακόμα και παλαιότερα, δίνουν τις προθετικές εκφράσεις, τα επιρρήματα, με μία λέξη: απευθείας, καταπώς, διαμιάς. Η υπερορθογράφηση τα χωρίζει. Ακόμα κι αυτά που ποτέ δεν γράφονταν με δύο λέξεις, π.χ. το κιόλας. Και πολύ περισσότερο τα αρχαία διό και εξαπίνης! Φτάσαμε να δούμε το κατεπείγουσα: «κατ’ επείγουσα», και τώρα το μετέπειτα: «μετ’ έπειτα»! Κι όπου τελειώνει η απόστροφος, αρχίζει το ενωτικό. Η τάση με το ενωτικό –«χωριστικό» θα έπρεπε να λέγεται– είναι ακόμα πιο νέα μόδα, θυγατέρα ή αδερφή της τάσης με την απόστροφο που μόλις είδαμε. Εξαπλώνεται ταχύτατα, και παίρνει κι αυτή σβάρνα στο διάβα της τα πάντα, γραμματική και λογική. Κι αυτή επίσης, ή αυτή προπάντων, στέκει συνοριοφύλακας στις λέξεις, και γενικότερα τροχονόμος στη γλώσσα. Αυτή προπάντων αρνείται την αφομοιωτική δύναμη της γλώσσας, τη συνθετική και παραγωγική, την καθαυτό δημιουργική της δύναμη, αλλά και την ώς τώρα εξέλιξή της. «Πολύ άτοπο να γράφονται μ’ ενωτικό λέξεις που μόνο σύνθετες υπάρχουν στην προφορική γλώσσα, καθώς γαλλοελληνικός» γράφει από το 1941 ο Μ. Τριανταφυλλίδης. Και το 1997/99 η Γραμματική D. Holton, P. Mackridge και Ειρ. Φιλιππάκη-Warburton: «Το ενωτικό κατά κανόνα δε χρησιμοποιείται στην Ελληνική για να δηλώσει χωρισμό μέσα σε μια λέξη». Αφθονεί όμως στην αγγλική. Λίγο λοιπόν (ή πολύ;) η αγγλική, λίγο (μάλλον πολύ) η τάση που μας απασχολεί, βλέπουμε να χωρίζονται αδιακρίτως: τα νεότερα, ολοένα πολυπληθέστερα σύνθετα με ευρω-: «ευρω-νομοθεσία» (κι ας είχαμε ήδη Ευρωβουλή και ευρωβουλευτές), αλλά και παλαιότερα ή παλαιότατα σύνθετα: «αντι-τρομοκρατικός νόμος», «αντι-εβραϊκή ταινία», αλλά και και «αλληλο-σεβασμός», «ελληνο-χριστιανικός», «παν-ανθρώπινος», «δεν τον πολυ-ενδιαφέρει», «κακο-συνηθίζω», «μπαινο-βγαίνει», έως και «ετσι-θελισμός». Αλλά πόθεν ο «θελισμός»; Υπάρχει δηλαδή λέξη «θελισμός», ώστε να δημιουργεί με άλλες σύνθετα; Υπάρχει όμως τάχα σκέψη, εν προκειμένω, έστω τόση δα; Ίσως συνέβαλαν και νεότερες απόψεις: π.χ., για να δηλωθεί αντιπαράθεση βάζουμε, λέει, παυλίτσα: «η σινο-σοβιετική διένεξη», ενώ για σύμπραξη, όχι: «η αγγλοαμερικανική επέμβαση». Αυτά έγραψε ο συνάδελφος Α. Παππάς στην τακτική στήλη του στο Βήμα, και παρατήρησα πως θα ’πρεπε τότε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να χωρίζονται ή να μη χωρίζονται, ανάλογα με τα φεγγάρια. Το είδε σαν χιούμορ, μα το εννοώ. Μια τέτοια, μη διδακτή στο κάτω κάτω, και παράδοξα «ερμηνευτική» ή περιπτωσιακή ορθογραφία, θα έμοιαζε περίπου με εικαστική αντίληψη της γραφής, όπου λόγου χάρη θα ζωγραφίζονται με χρώμα οι καλές λέξεις, με μαύρο οι κακές. Και πάντα θα αντιστρατεύεται την τάση της γλώσσας να παίζει, να συνθέτει. Ενωτικό ή χωριστικό; Η ελληνική έχει την ευκολία να δημιουργεί υποκοριστικά και σύνθετα: να λέει αγοράκι αντί για little boy και petit garçon, να λέει μονόδρομος αντί one way road, να λέει πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω, ξαναλέω. Χωρίς ποτέ ενωτικό. Το ενωτικό μπαίνει για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που παίρνει μια λέξη με κάποιο πρόθημα: υπερ-εγώ· για να τονιστεί μια σύνθεση που αλλιώς συγχέεται με άλλη λέξη: ά-λογος, α-νοησία· καταχρηστικά σε μια πολυσύλλαβη σύνθεση: κοινωνικο-πολιτιστικές συνήθειες, ή σε χαλαρή, περιστασιακή σύνθεση: χριστιανο-αγιατολάδες· και φυσικά σε γλωσσικά παιχνίδια: Ανα-τάσεις (στήλη εφημερίδας), «Ρεαλ-ισμός και ουδετερότητα» (τίτλος για τη Ρεάλ), το έξοχο «υπο-τιμητής των πάντων» (Κ. Βίδος για τον Λαζόπουλο στο Βήμα). Όχι όμως «αντι-κοινωνικός» και «σοσιαλ-δημοκρατία», «στρογγυλο-καθισμένος» και «χθεσινο-βραδινή». Ή «μεγαλο-Πασόκοι», πλάι στο τερατωδέστερο «μεγαλο-ΠΑΣΟΚοι»! Έχουν πολύ ψωμί αυτά τα θέματα, που καταρχήν είναι, όπως είπα ορθογραφικά. Γιατί υπόγεια, έστω, ανταμώνουν με τα «Σαπφούς» και «Γωγούς», και τώρα τώρα με τα «Αδώνιδος» και «Πάριδος». Γι’ αυτό και πρέπει κάθε τόσο να επανερχόμαστε –ή μήπως μέχρι τότε: «να επαν-ερχόμαστε»; * Χρειάζεται άραγε να προσθέσω ότι στο μεταξύ το είδα;

buzz it!