28/9/09

χανόμεθα, αλί, ω Συνελλαδεξανοί (ή Συνελλαδιστανοί)!*


πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι τα ίδια έρχονται: προσφυγιά, ξεριζωμός, ίσως και αίμα, ου μην αλλά και εδαφική συρρίκνωση! Υπογραφή: Χρήστος



Ό,τι αναθαρρήσαμε, πως όσο «ο Γιανναράς ζει, ο Ελληνισμός καλά κρατεί», ήρθε δυσοίωνη η προφητεία πως οσονούπω συρρικνούμεθα εδαφικώς!

διαβάστε τη συνέχεια...

Ήδη, «οι επερχόμενες εκλογές θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του 1920, έχουν μια πρόγευση φόβου προσφυγιάς, ξεριζωμού, ίσως και αίματος…»

στάση, παρακαλώ!
«πρόγευση: η πρώτη και σύντομη εμπειρία, επαφή που αποκτά κάποιος σε σχέση με μια κατάσταση ή ένα γεγονός που ακολουθεί» (λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη)

τώρα, την είχατε ή δεν την είχατε (ή την είχατε και δεν τη συνειδητοποιήσατε) τη σύντομη εμπειρία «προσφυγιάς, ξεριζωμού, ίσως και αίματος», το σίγουρο είναι το «γεγονός που ακολουθεί»: η προσφυγιά, ο ξεριζωμός, ίσως και το αίμα!

ένσταση στη στάση:
ο Προφήτης δεν μιλάει για «πρόγευση προσφυγιάς…» κτλ., αλλά για «πρόγευση φόβου προσφυγιάς…» κτλ.

χμμ, «πρόγευση φόβου»; έρχεται φόβος δηλαδή; σιγά τα ωά; ή μήπως ψιλορημάδια ελληνικά; τέλος πάντων…

–πάντως δεν θα εννοεί φόβο απλώς ο Διδάσκαλος του Γένους, αφού καταλήγει με την προφητεία για ούτε λίγο ούτε πολύ εδαφική συρρίκνωση

ιδού:


«Μέσα σε πενήντα χρόνια» μετράει ο Διδάσκαλος «οι Έλληνες ξεριζώθηκαν μεθοδικά από τη συνέχεια της γλώσσας τους, από την κοινή σάρκα και κοινωνούμενη πράξη του αυτοκαθορισμού τους, της ετερότητάς τους. Αυτή η απώλεια φαίνεται πως πρέπει να μετρηθεί και με εδαφική συρρίκνωση. Το ιστορικό τέλος ιστορικών λαών πάντοτε εντοπίζεται και χαρτογραφικά».

Αυτά σε άρθρο για τον Παπανδρέου, ο οποίος «απέδειξε απροσχημάτιστα πόσο έτοιμος είναι να απεμπολήσει κοιτίδες της ελληνικής πρότασης πολιτισμού [ω, σαμπόσα σικ να ’βαζα εδώ;], όταν προπαγάνδιζε, δίχως αιδώ ή λύπη, την εξωφρενική πλεκτάνη του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο» κτλ. κτλ. κτλ.

Και αφορμή για το άρθρο, την πολιτική ανάλυση και τη σπαραχτική προφητεία, ένα πιθανότατα σαρδάμ του Παπ., όταν είπε «μηδέν στο πηλήκιο» –ξαναματασιγά τα ωά!

Και τεκμηρίωσε έτσι το Εύρημα-Καταπέλτη του (πως «ανελλήνιστος» ο «ξενότροπος» κτλ. αυριανός πρωθυπουργός) ο Χρήστος Γιανναράς-Μαλβίνα, ο Χρήστος Γιανναράς-Θεμοαναστασιάδης…

Και σ’ ανώτερα, Διδάσκαλε-Προφήτα!



ΥΓ. Σαρδάμ ή όχι, βλ. ενδιαφέρουσα συζήτηση στον Σαραντάκο, «Το πηλήκιο του ελληνομέτρη»


* ήτοι συμπολίτες τού κατά Γιανναρά Ελλαδέξ ή Ελλαδιστάν

buzz it!

19/9/09

Η κοινωνική ενόχληση

Τα Νέα, 19 Σεπτεμβρίου 2009

«Ο ΣΥΝ; Ο ΣΥΝ είναι απλώς κοινωνική ενόχληση» απάντησε με το πλέον απαξιωτικό ύφος ο συγγραφέας, και κάπως σαν ενοχλημένος, που υποβλήθηκε στον κόπο ν’ απαντήσει σε τέτοια ερώτηση.

Νά τουλάχιστον ένας ωραίος τίτλος, σκέφτηκα, σε μια απόπειρα να αντισταθμίσω την αλλεργία που μου προκαλεί ο μαριαντουανετισμός, που μόνο πολιτικός δεν είναι, ή που, εάν εντέλει είναι, για την ακρίβεια: αν καταλήγει να είναι πολιτικός, σίγουρα δεν έχει θετικό, δηλαδή προοδευτικό, πρόσημο.

διαβάστε τη συνέχεια:

Και πάλι σκέφτηκα, μήπως, από μιαν άλλη βεβαίως σκοπιά, αυτό ακριβώς, «κοινωνική ενόχληση», είναι ο Συνασπισμός, και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οσοδήποτε χαλαρός αυτός σχηματισμός που κι εγώ δεν καταφέρνω να παρακολουθήσω τα προχωρημένα μαθηματικά του, με τις ποικίλες συνιστώσες, τάσεις και ρεύματα, όλα αυτά που ορίζουν ωστόσο τον πιο οικείο μου χώρο;

Εν πάση περιπτώσει η φράση στην πηγή της, με τις πολύ συγκεκριμένες προθέσεις της, από το στόμα αριστερού συγγραφέα (Διονύσης Χαριτόπουλος, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ), συμπυκνώνει μια αντίδραση του συρμού, η οποία υποκαθιστά την ουσιαστική, ιδεολογική κριτική με το υψωμένο φρύδι και το «πιφ!» της απαξίωσης.

Το γεγονός ότι βοήθησε τα μέγιστα η πορεία και η εικόνα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους μήνες θα είχε ίσως κάποια σημασία αν η απαξιωτική αντιμετώπιση ήταν κάτι καινούριο και όχι πάγια τακτική, απαξίωση που τις περιόδους των εκλογών γίνεται λυσσαλέα συχνά επίθεση. Γενικότερα στον ΣΥΡΙΖΑ, πιο πριν στον Συνασπισμό, πιο πριν στην ΕΑΡ, ακόμα πιο πριν στο ΚΚΕ Εσωτερικού αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται απερίφραστα ο λόγος, αν όχι το δικαίωμα ύπαρξης.

Αλλά γιατί αποτέλεσε αντικείμενο κυρίως χλεύης ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ; Για τις ίντριγκες, για τις φατρίες και τον αλληλοσπαραγμό τους, για την ιδεολογική ασάφεια και πολυμορφία, που αποτυπώθηκε εσχάτως στη γελοιογραφική 11μελή «αρχηγία». Σίγουρα, δεν μπορεί να είναι επιχείρημα πολιτικό το «κοίτα ποιος μιλάει!», όμως ποτέ δεν μπόρεσε να κρυφτεί ούτε ο φατριασμός ούτε η ιδεολογική ασάφεια και πολυμορφία που ενδημούν και στα δύο μεγάλα κόμματα. Ειδικότερα η ιδεολογική πολυμορφία στο συγγενές ΠΑΣΟΚ υποδύεται την «πολυσυλλεκτικότητα», με τις κατά καιρούς μεταδημοτεύσεις επιφανών δεξιών, η οποία έρχεται να προστεθεί στην εγγενή ιδεολογική πολυμέρεια, αφού στο διακηρυγμένα σοσιαλιστικό κόμμα στεγάζονται και συχνά διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο κατεξοχήν συντηρητικοί πολιτικοί, θρησκόληπτοι φονταμενταλιστές, υπερπατριώτες εθνικιστές κ.ά.

Η διαφορά είναι ότι σ’ ένα μεγάλο κόμμα, κόμμα εξουσίας, η εξουσία ακριβώς ή και μόνο η προοπτική της συσπειρώνει τις οσοδήποτε ετερόκλητες δυνάμεις, και σε επίπεδο βάσης, εκλογικού σώματος, και σε επίπεδο στελεχών. Πολύ πιο εύλογα, η προοπτική της εξουσίας ή η παραμονή στην εξουσία εξασφαλίζουν κατά κανόνα την αποδοχή της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας, του αρχηγού.

Εκτός όμως από τη χλεύη, υπήρξε και υπάρχει λυσσαλέα κριτική. Κορυφαίο και προνομιακό αντικείμενο κριτικής αποτέλεσε η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στις ταραχές του Δεκέμβρη. «Πλήρωσε τον Δεκέμβρη» είναι το στερεότυπο με το οποίο όλοι μας πλέον εξηγούμε την πτώση από ένα αφύσικα υψηλό δημοσκοπικό ποσοστό που έπιασε κάποια στιγμή, ποσοστό που, κι αν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης, θα φυλλορροούσε μάλλον σίγουρα παραμονές της κάλπης. Τι πλήρωσε όμως, αλήθεια; Το ότι ζήτησε πρώτον να ακούσουμε, έπειτα να διακρίνουμε και να δούμε ότι δεν ήταν όλα έργο εντεταλμένων προβοκατόρων αλλά και έκφραση αγωνίας και οργής των νέων (ό,τι περίπου, αν όχι ακριβώς, θυμίζω, είπε και ο Ιερώνυμος, ή οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές), και τέλος δεν υπέγραψε τις δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης που του ζητούσαν παραδοσιακά εισαγγελικοί Πάγκαλοι και αφρισμένοι Αδώνιδες.

Αυτά ως προς το ύποπτα αφελές σχήμα ότι ο Αλαβάνος έκαψε την Αθήνα με τους μπιστικούς του. Γιατί, όταν εγκαταλείψουμε τις στημένες δίκες, μπορεί να υπάρξει, και υπάρχει, από τα μέσα, ουσιώδης κριτική:

«Η αυτόχειρ αριστερά» γράφει ο Νίκος Γ. Ξυδάκης («Πολιτική κριτική και λάιφσταϊλ», Καθημερινή 13.9.09) «παρασύρθηκε από έναν εύκολο κινηματισμό, έναν υπερακτιβισμό μάλλον, μια λατρεία της νεολαίας, χωρίς όμως να δίνει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο στην ανησυχία, την αναταραχή, την ανυπακοή». Γράφει και άλλα επικριτικά ο Ξυδάκης, για να καταλήξει ότι, «παρ’ όλες τις αδυναμίες της, [...] αυτή η αριστερά, τα τελευταία χρόνια, ανταποκρίθηκε στο διάχυτο κοινωνικό αίτημα για άλλο πολιτικό λόγο και πράξη. Στρεβλά έστω, με αδυναμίες και μερικεύσεις, με αστοχίες, πάντως η αριστερά άκουγε το κοινωνικό σώμα, κυρίως τους αδύναμους και τους μη ακουόμενους, και τους έδινε φωνή, τη φωνή που δεν τους αναγνωρίζει κανείς άλλος.

»Υπερασπίστηκε επίσης, δυναμικά, τον δημόσιο χώρο, υπερασπιζόμενη ουσιαστικά το Σύνταγμα και τους νόμους, όπως στην περίπτωση της απελευθέρωσης των παραλιών. Η αντίθεσή της μάλιστα στην ανέγερση Μολ στον Ελαιώνα έδειξε ότι η αριστερά δεν φοβάται το συμβατικό πολιτικό κόστος, μπορεί να συγκρούεται με μεγάλα συμφέροντα και αγελαίες πεποιθήσεις».

Είναι χαρακτηριστική τώρα η περίπτωση του Ελαιώνα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάχτηκε στο χτίσιμο Μολ διασυρόμενος επί μήνες από δημάρχους, υπουργούς, παράγοντες του Παναθηναϊκού και τηλεστάρ δημοσιογράφους, ενώ υβριστικά πανό εις βάρος του κοσμούσαν τις κερκίδες των γηπέδων, χωρίς ποτέ να ακουστεί το παραμικρό π.χ. κατά του ΚΚΕ, που είχε ρητά δηλώσει την αντίθεσή του και για τα δύο έργα, το γήπεδο του Παναθηναϊκού και το Μολ.

Όμως, συνεχίζει ο ΝΓΞ, «οι σημερινοί χλευαστές της [αριστεράς] δεν στέκονται σε αυτά τα [θετικά] χαρακτηριστικά. Όπως δεν στέκονται ποτέ ερμηνευτικά και αναστοχαστικά, καταγραφικά και περιγραφικά έστω, απέναντι στις αναδυόμενες νέες ανάγκες, τις νέες επιθυμίες, τους νέους ανθρωπολογικούς τύπους. Κύρια ή και αποκλειστική έγνοια αυτών των σχολιαστών άλλωστε δεν είναι η κοινωνία, είναι η εξουσία. Και μάλιστα η διαχείριση, η νομή της εξουσίας».

Αλλά όταν το διακύβευμα είναι η εξουσία, όταν υπάρχει πολιτική και ιδεολογική διαπάλη, πρέπει κάθε παράταξη να είναι έτοιμη για κάθε μορφή πολέμου. Τώρα το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο οι εξ ορισμού αντίπαλες δυνάμεις, είναι κυρίως ο εαυτός του, από μέσα. Και είναι και ο κόσμος του. Που άλλη μια φορά, μάλλον πολύ περισσότερο αυτήν τη φορά, θα τιμωρήσει τον εαυτό του, όσο δεν τον τιμώρησε ποτέ Νεοδημοκράτης ή Πασοκικός, μ’ όλες τις ριζικές διαφωνίες που μπορεί να έχει με το κόμμα του, αφού ή όσο εκείνο του τάζει και του εξασφαλίζει εξουσία.

Οδεύει άραγε προς διάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο ίδιος ο Συνασπισμός, ακόμα και αν κατορθώσει να μπει στη Βουλή; Το σίγουρο –και παλιό– είναι ότι κάτι τέτοιο αποτελεί τον διόλου κρυφό πόθο των άλλων κομμάτων. Το καινούριο είναι ότι αποτελεί σχεδόν εκφρασμένο πόθο όλο και μεγαλύτερου μέρους του κόσμου του δικού του, που απομακρύνεται απογοητευμένος, ή και αγανακτισμένος.

Η ένοχη συνείδηση της αριστεράς;

Ενδεχόμενη διάλυση ειδικότερα του Συνασπισμού θα είναι, πιστεύω, η μεγαλύτερη ήττα της αριστεράς, αν δηλαδή η αριστερά εκχωρηθεί στην αδράνεια και τον αυτισμό του ΚΚΕ, αν ο αριστερός κοινωνικός λόγος αφεθεί σ’ ένα κόμμα με προβεβλημένες πλέον θέσεις θρησκόληπτες και το χειρότερο εθνικιστικές.

Ακούγεται απόλυτη και θεωρητικολογούσα η άποψη αυτή, υπάρχει ωστόσο και πρακτικό, ας πούμε, επίπεδο, όπου η διάλυση ειδικά του Συνασπισμού πλήττει εξίσου την καθαυτό αριστερά όσο και την κεντροαριστερά, όπως εκφράζεται μέσα από το ΠΑΣΟΚ, γενικότερα το χώρο των προοδευτικών δυνάμεων. Γιατί, σε εποχή επικίνδυνης ανόδου της ακροδεξιάς, σε ποσοστά αλλά προπάντων σε διείσδυση στο κοινωνικό σώμα, μια ενισχυμένη αριστερά, για την ώρα, φευ, μια υπαρκτή αριστερά, είναι ο μοναδικός, πιστεύω, όρος, όχι για την ύπαρξη γενικώς και αορίστως της πολυφωνίας, που είναι πάντως αναγκαίο στοιχείο της δημοκρατίας, αλλά για τη συνεχή ιδεολογική μάχη, πέρα από τη διαχείριση της εξουσίας.

Αυτό όμως σημαίνει ότι τη θέλουμε την αριστερά, ότι θέλουμε να βαδίσουμε, να πορευτούμε αριστερά. Διαφορετικά, αυτός ο συγγενής που όλο και μας κόβει ψήφους, που συνιστά εμπόδιο στην επίτευξη της αυτοδυναμίας, παναπεί στην απόκτηση της εξουσίας, είναι σαφώς ενοχλητικός, συνιστά ενόχληση κοινωνική. Τότε αυτός ο φτωχός συγγενής μπορεί να είναι κάτι σαν ένοχη συνείδηση της αριστεράς, των αριστερών δυνάμεων που υποθηκεύουν την αριστερή ταυτότητά τους στην ιδεολογική απροσδιοριστία του ΠΑΣΟΚ, των αριστερών από την άλλη που βολεύονται με την ιδεολογική αφλογιστία ενός σταλινικού κόμματος, πολλών από εμάς που διαφυλάσσουμε σαν κόρη οφθαλμού την παρθενία του ανένταχτου, διατηρώντας το δικαίωμα στην αδιάλλακτη κριτική. Που είναι τώρα το δικαίωμα στην αυτοχειρία.

Σαφώς και είναι κοινωνική ενόχληση ο ΣΥΝ.



Βλ. και μία από τα ίδια: «Υπέρ χαμένων και σπαταλημένων», στις εκλογές του 2004· και «Δικομματισμός, η μήτρα του απολιτικού» και «Η νίκη της μη ιδεολογικής ψήφου», στις εκλογές του 2007

buzz it!

15/9/09

Τραγούδια, λέει, κόντρα στην «άρνηση της ελληνικότητας»!

αντιγράφω από τα χτεσινά Νέα:

«Ειδικά σήμερα που η άρνηση της ελληνικότητας παίρνει ολοένα και πιο δραματικές διαστάσεις απειλώντας θανάσιμα όλα τα ιερά και όσια των Ελλήνων (και το Τραγούδι), η χειρονομία σου --να πραγματοποιήσεις την “επιστροφή” σου στο Ηρώδειο μετά από τόσα χρόνια, στηριγμένη στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι-- έχει μεγάλη συμβολική αξία», αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης σε επιστολή που έστειλε στη διεθνούς φήμης μέτζο σοπράνο Αγνή Μπάλτσα, για τις δύο συναυλίες της στο Ηρώδειο υπό τον τίτλο «Τα τραγούδια της πατρίδας μου», μαζί με τον Σταύρο Ξαρχάκο.


Μακάρι να μας εξέπληττε μια στάλα… Μακάρι τόσο δα να μας εξόργιζε… παρά αυτή η θυμηδία που μας προκαλεί, το κάπως συγκαταβατικό χαμόγελο…



υγ. Από την επιστολή προς την Μπάλτσα, σαφώς και προτιμώ, ούτε λόγος, το μήνυμα προς τους αστυνομικούς, που το διάβασαν οι συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. στη διαδήλωσή τους

buzz it!

13/9/09

στις επάλξεις [19] γνωστές αρεζμάρες, ή "παρακμή είναι κυρίως η έλλειψη νοήματος"

από τη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας 11.9.09, σημείωση σε εκτενές άρθρο για το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή:

διαβάστε τη συνέχεια:

«Αναρωτιέται κανείς γιατί ο επιμελητής του Τρίτου στεφανιού -αν υπάρχει τέτοιος- έκρινε ότι το βιβλίο στη νέα του έκδοση έπρεπε να κυκλοφορήσει με το μονοτονικό σύστημα γραφής και κυρίως από πού πήρε την άδεια για να το κάνει. Στοιχειώδης αρχή της φιλολογίας και της βιβλιογραφίας είναι τα κείμενα και τα βιβλία να εκδίδονται πάντα στη μορφή που τα εξέδωσε ο συγγραφέας τους. Το αγνοεί αυτό ο επιμελητής της παρούσας έκδοσης; Και ποιο είναι το νόημα τούτης της αλλοίωσης; Ότι οι τόνοι είναι βάρος περιττό, άχθος ακόμα και για το Τρίτο στεφάνι ή ότι το πολυτονικό σύστημα είναι κάτι παρωχημένο, άγνωστο, φόβητρο της συντήρησης και στρυφνό; Δεν θα ισχυριζόμουν ότι η τωρινή πνευματική κατάσταση στη χώρα μας, που όλοι κάθε μέρα διαπιστώνουν, είναι αποτέλεσμα μόνον αυτής της γλωσσικής ανεπάρκειας, του αφελληνισμού καλύτερα, που έφερε το μονοτονικό σύστημα στη διοίκηση και κυρίως στην εκπαίδευση. Παρακμή άλλωστε δεν είναι η παραλυσία, τα γηρατειά ή η κούραση: παρακμή είναι κυρίως η έλλειψη νοήματος».

Ω γιες, ω γιες: «παρακμή είναι κυρίως η έλλειψη νοήματος»!

Και τελειώνει η σημείωση:

«Ο Κώστας Ταχτσής στον σύντομο βίο του πολέμησε πολλές εκτρωματικές καταστάσεις της νεοελληνικής ζωής. Ας μην του φορτώσουμε μεταθανάτια και το έκτρωμα της μονοτονικής γραφής».

Υπογράφει ο Χάρης Μεγαλυνός, τα μάλα, εικάζω, δυστυχής, που αυτουνού του φορτώνουν προθανάτια το έκτρωμα της μονοτονικής γραφής...



Απροπό, κάτι λίγα για την "αρχή της φιλολογίας [!] και της βιβλιογραφίας [!!] [ότι] τα κείμενα και τα βιβλία [πρέπει] να εκδίδονται πάντα στη μορφή που τα εξέδωσε ο συγγραφέας τους" βλ. εδώ.

buzz it!

5/9/09

Νόστος = επιστροφή στην πατρίδα, επαναπατρισμός

Τα Νέα, 5 Σεπτεμβρίου 2009

νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη» (Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη· στη φωτογραφία, «Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες», του Τζον Γουίλλιαμ Γουότερχαουζ, 1891)

Το ότι νόστος και νοσταλγία σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης ότι είναι συνώνυμα

το πλήρες κείμενο:

«Επιστροφή στα θρανία», «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» είναι από τα εύκολα κλισέ, μερικά απλώς ανούσια, άλλα περίπου γρουσούζικα, όπως το «Καλό χειμώνα», κλισέ πάντως που βοηθούν την προσγείωση στην επαγγελματική πραγματικότητα έπειτα από την «καλοκαιρινή ραστώνη» –άλλο κλισέ!

Προσγείωση λοιπόν, πιο πολύ παρά επιστροφή, προσγείωση αν όχι ανώμαλη σίγουρα απότομη, και προπαντός αμήχανη, έπειτα από έναν Αύγουστο στην πιο τραγική κυριολεξία πύρινο, όπου δηλαδή ο κόσμος καίγεται, κάηκε, κι η στήλη εδώ χτενίζεται.

Είχε μείνει άλλωστε στη μέση το χτένισμα, πριν απ’ τις διακοπές, όταν βλέπαμε τη γλώσσα με τις πλαστικές της επεμβάσεις, προσθετικές ή αφαιρετικές, όλες με στόχο, ασύνειδο έστω, τον περαιτέρω καλλωπισμό της. Περαιτέρω όμως, παραπέρα, από τι, ως προς τι –και γιατί. Παραπέρα από κει όπου η απαξίωση της νεοελληνικής γλώσσας κλονίζει την εμπιστοσύνη του χρήστη στο γλωσσικό του όργανο εν γένει, στο γλωσσικό του αισθητήριο ειδικότερα. Και τότε, αυτή η γλώσσα δεν βολεύεται, αυτοί οι χρήστες δεν βολεύονται με το υπάρχον υλικό, όσο πλούσιο κι αν είναι. Κι όλο και κάτι θα βρουν, όλο και κάτι βρίσκουν, αρχαϊκή λέξη, κατάληξη κτλ., να «καλλύνουν», γράφτηκε κι αυτό, τη γλώσσα. Κι όταν δεν βρίσκεται κάτι φανταχτερό στη λογιοσύνη του, υπάρχουν οι πλαστικές που είπαμε, ή η κοπτοραπτική: το είπα που γίνεται προείπα, το συμπληρώνω - πληρώνω - πληρώ, το αποκομίζω - κομίζω, το διαμορφώνω - μορφώνω κ.ά.

Εξωτερικά ανάλογος μοιάζει να είναι ο ακρωτηριασμός της νοσταλγίας σε νόστο –ή αλλιώς: να θεωρείται ο νόστος συντομότερη, άρα κομψότερη, και προφανώς λογιότερη εκδοχή της νοσταλγίας.

Έχω ξαναγράψει παρεμπιπτόντως για τη σύγχυση αυτή πριν από αρκετά χρόνια εδώ, πιο πρόσφατα ασχολήθηκα κάπως εκτενέστερα στο διαδίκτυο, συγκεντρώνω τώρα αρκετά από αυτά τα παραδείγματα, γιατί πιστεύω ότι το σημείο αυτό ξεφεύγει από τις άλλες μικροεπεμβάσεις.

Καταρχήν το ταξίδι των λέξεων, της γλώσσας, με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής, του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:

νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη», λέξη που έρχεται από τον αρχαίο νόστο= «επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος»· νόστος λοιπόν είναι η παλιννόστηση, ο επαναπατρισμός·

νοσταλγία, από το γαλλικό nostalgie, που φτιάχτηκε ακριβώς από τα ελληνικά νόστος + άλγος, και δηλώνει την «ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η μελαγχολία που προκαλείται από την έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην πατρίδα ή σε έναν αγαπημένο τόπο ή να ξαναζήσουμε κάποιες ευχάριστες καταστάσεις του παρελθόντος». Νοσταλγία δηλαδή είναι το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα]·

και επειδή είπα «ταξίδι των λέξεων»: από τον νόστο σχηματίστηκε στα αρχαία το επίθετο

νόστιμος, δηλαδή αυτός «που αναφέρεται στο νόστο»· έτσι, νόστιμον ήμαρ ήταν η πολυπόθητη, η γλυκιά ημέρα του γυρισμού στην πατρίδα· έτσι, νόστιμος έφτασε να σημαίνει στους ελληνιστικούς χρόνους αυτός «που δίνει καρπό, [ο] ζουμερός», και στους μεσαιωνικούς: «με ευχάριστη γεύση»: έτσι και τώρα το νόστιμο φαγητό, η νόστιμη κοπέλα, το νόστιμο ανέκδοτο κτλ.

Ήρθε άραγε η ώρα, με τα απρόοπτα του ταξιδιού, ο νόστος να γυρίσει να σμίξει με το παράγωγό του, το παιδί του, τη νοσταλγία, και να ταυτιστεί μαζί της, ενδεχομένως και να την εκτοπίσει; Είναι νωρίς να πούμε. Αλλά γιά να δούμε.

Το λάθος αυτό, να χρησιμοποιείται ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, είναι αρκετά συχνό, και κυρίως «διαταξικό», το συναντούμε δηλαδή ακόμα και στον ειδικό χρήστη, τον φιλόλογο, τον συγγραφέα, τον επιστήμονα, και μάλιστα –κι έχει σημασία εδώ αυτό!– στον γλωσσαμύντορα και πάντως γλωσσανησυχούντα και κινδυνολογούντα. Από κει και πέρα είναι όχι απλώς αναπόφευκτο αλλά και απολύτως φυσικό να περάσει στην κοινή χρήση.

Εξάλλου, το ότι οι δύο λέξεις λειτουργούν στο ίδιο σημασιολογικό πλαίσιο και σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης και την εδραίωση του λάθους.

Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:

– «διακατεχόμενος από τον ισχυρό νόστο για την πατρίδα»·

– «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα»·

– από το 2000 κυκλοφορεί συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Νόστος γι’ αλλού· πώς ξέρουμε ότι πρόκειται για τη γνωστή παρανόηση; ιδού το διαφημιστικό: «Δώδεκα άνθρωποι, ο καθένας στον κόσμο του. Μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό, ούτε καν το ζώδιό τους –κυρίως αυτό! Και όμως, κάπου οι πορείες τους συγκλίνουν: Τους κυριεύει όλους μια τάση φυγής, ένας νόστος γι’ αλλού…»·

– άγνωστή μου η συγγραφέας των διηγημάτων, γνωστός μας όμως ο Μιχάλης Λιάπης, που υπουργός πολιτισμού πέρσι εγκαινίασε (Σεπτ. ’08), μπροστά σε δύο προέδρους δημοκρατίας, Ελλάδας και Ιταλίας, την έκθεση «Νόστοι - Nostoi»· και άρχισε ως εξής: «Η λέξη “νόστος” χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη νοσταλγία που προκαλεί η απόσταση από την πατρίδα»: προφανώς, ούτε τι λογής έκθεση εγκαινίαζε δεν είχε φροντίσει να μάθει.

Και δύο παραδείγματα που περισσότερο για ρατσισμό ελέγχονται παρά για γλωσσικό λάθος:

– «ακούγοντας τον Αλβανό από απέναντι, που κάθε Κυριακή βάζει στη διαπασών όλα τα πολυφωνικά δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του. Νόστο εκείνος, πίεση 50 εγώ»· και επανέρχεται ο ίδιος, με εμπνευσμένο χιούμορ κατά τα άλλα, συντάκτης:

– «τον Ρουμάνο του απέναντι ημιυπόγειου που ακούει στη διαπασών παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του –αφόρητους αμανέδες– υποχρεώνοντάς μας να συμμετέχουμε στον νόστο του».

Ορισμένα «ποιητικά», που δεν ξέρω αν τα καλύπτει η περίφημη ποιητική άδεια:

– «ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας»·

– «Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του»·

– «η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο, θα του προξενήσει νόστο, νόστιμο ήμαρ που το προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος».

Μίλησα όμως για γλωσσανησυχούντες:

– «ο νόστος των εκεί εργαζομένων μεταναστών»·

– «τους πιάνει μερικούς, όταν κρυώνουν, ένας νόστος για την πιο οικεία αγκαλιά»·

– «δε νιώθω νόστο, αλλά πόνο».

Ένα παράδειγμα με κατεξοχήν στερεοτυπική εμφάνιση της νοσταλγίας με την καθαυτό αντιδραστική σκευή της:

«Ο νόστος της ευλογημένης πτωχείας»: έτσι προσλαμβάνουν και αναπαράγουν διάφορα ιστολόγια ένα κείμενο του Γιάννη Ξανθούλη («Επιτέλους… φτωχοί!», Ελευθεροτυπία 7.2.09) που νοσταλγεί την εποχή όπου καθόταν «ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι [...] να φάει το σεμνό φαγητό –όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά…», τότε που «η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας» κτλ.

Και πια ο τρανσέξουαλ νόστος, ο νόστος εγχειρισμένος, ώστε να ταυτιστεί πλήρως με το σημασιολογικό ίνδαλμά του, τη νοσταλγία:

η νόστος, έγραψε κάποιος, και διάβασε όμως άλλος, ο όποιος παρέλαβε το κείμενό του, και άλλος πάλι έπειτα, αρμοδιότερος αυτός, ο διορθωτής δηλαδή ή η διορθώτρια: ο τίτλος ήταν: «Ο αλέγκρος Αμερικανός και η νόστος», και μέσα στο κείμενο, μη νομίζουμε δηλαδή πως είναι τυπογραφικό λάθος: «Ο αλέγκρος Αμερικανός συνυπάρχει με τη νόστο και τη μελαγχολία της Ελλάδας». Για να ’χουμε δηλαδή, συν τοις άλλοις, κι ένα θηλυκό σε -ος, απ’ τ’ ασυμμάζευτα…


Ω, τα «παλιότερα ελληνικά»!

Άγνωστο, ξαναλέω, αν βρισκόμαστε μπροστά σε επικείμενη σημασιολογική αλλαγή· πάντως, είναι πολλαπλώς ενδιαφέρουσα η περίπτωση, καθώς πρόκειται για «τζάμπα» λάθος, που ξεφύτρωσε, όχι έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πάντοτε λογιότερης έκφρασης. Κι όμως, δεν αποτελεί, διάολε, κάποια παλινορθούμενη αρχαία ή απλώς λογιότερη λέξη στη θέση κάποιας «βαρβαρικής» (όπως είναι η περίπτωση του λαμβάνω αντί για το ξάφνου αποδιοπομπαίο «λαϊκό» παίρνω), δείχνει όμως, φοβούμαι, τη φόρα-κατηφόρα στο δρόμο του εξαρχαϊσμού.

Και δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να κλείσω, με ελαφρά χαιρεκακία, ομολογώ, και σε σχέση με τη συχνότητα αυτού του λάθους, με μια αναφορά στην περιλάλητη διαφάνεια των «παλιότερων ελληνικών», που, ου!, τα αναγνωρίζουμε, τα αντιλαμβανόμαστε γονιδιακά, από ένστικτο και μόνο... Αν όμως πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, όπως είναι η περίπτωση του νόστου, το ναυάγιο δεν είναι τάχα σίγουρο στη βαθιά θάλασσα των αρχαίων;

Ναυάγιο συχνά οικτρό και, το χειρότερο, καταγέλαστο.

buzz it!